ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ του π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
π. Βασίλειος Παπαδάκης |
Συνεχίζοντας τήν εἰσήγησί του ὁ π. Βασίλειος, προσπαθεῖ νά ἀποδείξη μέ τόν ὀρθολογισμό τήν αὐθεντικότητα τῶν θεωριῶν του: «Ἐάν ὅμως ἡ ΑΒ ́ Σύνοδος ἤκάποια ἄλλη Σύνοδος εἶχε σάν στόχο νάἐπιβάλλει τήν πρό συνοδικῆς κρίσεως ἄμεση διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς ποιμένες, θά ἔλεγε σέ κάποιο εἰδικό κανόνα: “Ὅποιος δέν ἀποσχίζεται ἀμέσως ἀπό τόν αἱρετικό πο
ιμένα του πρό συνοδικῆς κρίσεώς του, θά τιμωρεῖται”. Κάτι τέτοιοὅμως δέν ἔγινε ποτέ ἀπό κάποια Σύνοδο γιά τούς ἑξῆς λόγους». Αὐτό ὅμως τό ἐπιχείρημα πού ἐπικαλεῖται εἶναι ἄστοχο καί ἐκτός θέματος γιά τούς ἑξῆς λόγους.
Πρῶτον, διότι ὅποιος ἀκολουθεῖ ψευδεπίσκοπο καί ψευδοδιδάσκαλο ἐξέρχεται διά τῆς αἱρέσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία καί εἶναι ὡς τό ἀπολωλός πρόβατο πού εὑρίσκεται ἐκτός τῆς μάνδρας ἐν μέσῳ τῶν θηρίων καί τῶν λύκων, ὁ ὁποῖος θέλει περιμάζεμα καί ὄχι Κανόνες, διότι οἱ Κανόνες τίθενται παιδαγωγικά εἰς τούς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἀρρώστους ὡς φάρμακα. Αὐτό τό λέγει ὁ Θεός διά τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Οἴδαμεν ὅτι ὅσα ὁ νόμος λέγει τοῖς ἐν τῷ νόμῳ λαλεῖ» (Ρωμ. 3,19). Ὁ ἴδιος ὁ Θεός κατά τήν ἐπιστροφή τοῦ Ἀσώτου εἰς τήν οἰκία τοῦ Πατρός, δέν ἔβαλε κανόνες, ἀλλά ἀπεναντίας ἀπέδωσε τίς πρότερον τιμές διά τήν χαρά τῆς ἐπιστροφῆς. Ἡ ἔλλειψις λοιπόν τιμωριῶν κατά τήν ἐπιστροφή, οὐδόλως σημαίνει ὅτι ὅταν ἀκολουθεῖς τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, εὑρίσκεσαι σέ ἀσφαλές καί ὀρθόδοξο ἔδαφος, ἀλλά ἀντιθέτως, εἶσαι αὐτοτιμωρούμενος, διότι συναγελάζεσαι μέ τούς λύκους.
Δεύτερον, δέν τιμωροῦν οἱ Πατέρες κάποιον πού ἐπιστρέφει ἀπό τήν αἵρεσι, ἐνῶ δηλαδή ἀκολουθοῦσε αἱρετικό Ἐπίσκοπο, διότι ἡ αἵρεσις ἔχει τήν ἔννοια τῆς πλάνης καί δυνατόν νά γίνη ἐν ἀγνοίᾳ ἤ καί ἀπό ζῆλο, ἐπειδή δηλαδή κάποιος πιστεύει ὅτι αὐτός ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι αἱρετικός. Ἔτσι ἦτο ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἐδίωκε τούς Χριστιανούς πιστεύοντας ὅτι κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ὑπηρετεῖ τόν Θεό. Ἐδῶ διαφέρει ἡ αἵρεσις ἀπό τήν ἄρνησι, διότι ἡ ἄρνησις γίνεται ἐν γνώσει ἀπό δειλία καί φόβο τῶν δεινῶν καί, ὡς ἐκ τούτου, οἱ Πατέρες θέτουν Κανόνες δι’ αὐτήν, ἐνῶ ἡ αἵρεσις ὡς πλάνη δέν ἔχει ἀπαραίτητη καί τήν προαίρεσι τοῦ ἀνθρώπου συνακολουθοῦσα μέ αὐτήν.
Τρίτον, ἄν θεωρηθῆ ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς ἀγνοίας καί ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ὁ αἱρετικός αὐτός Ἐπίσκοπος κινεῖται εἰς τόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἀκολουθοῦντες αὐτόν καί μή ἀποτειχιζόμενοι ἐξ αὐτοῦ εὑρίσκονται καί αὐτοί κατ’ οἰκονομίαν στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, τότε ἰσχύουν οἱ Κανόνες πού τιμωροῦν τούς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι συμπροσεύχονται μέ αἱρετικούς ἤ δέχονται ἀπό αὐτούς τά μυστήρια κλπ.
Τό παράδοξο εἶναι ὅτι ὁ π. Βασίλειος καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές οὔτε ἐκτός Ἐκκλησίας θεωροῦν τούς ἑαυτούς των, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ἀκολουθοῦν καί ἐνσωματώνονται μέ αἱρετικούς Ἐπισκόπους, ὥστε νά ἰσχύη δι’ αὐτούς ἡ ἀτιμωρησία καί εὐσπλαγχνία κατά τό παράδειγμα τοῦ ἀπολωλότος προβάτου καί τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, οὔτε πάλι ἀποδέχονται τίς ποινές τῶν Κανόνων ὡς ἐντός Ἐκκλησίας, διότι διδάσκουν ὅτι οἱ Κανόνες αὐτοί τιμωροῦν τούς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι συμπροσεύχονται καί δέχονται τά μυστήρια ἀπό τούς καταδικασμένους καί ἀποκομμένους ὑπό Συνόδου αἱρετικούς, ἄν καί πουθενά δέν τό ἀναφέρουν αὐτό οἱ ἱεροί Κανόνες, ἀλλά ἀποτελεῖ ἑρμηνεία καί θέσι τῶν ἰδίων τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν. Προείπαμε ὅμως ὅτι, αὐτή ἡ ἑρμηνεία, ἀντιστρατεύεται μέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, καί φυσικά μέ αὐτούς τούς Κανόνες πού προσπάθησε νά ἑρμηνεύση ὁ π. Βασίλειος.
Συνεχίζοντας ἀναφέρει δικαιολογίες καί προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις:«Σέ ἀρκετές περιπτώσεις δέν ἦταν δυνατόν οὔτε οἱ ἁπλοί πιστοί, ἀλλάἀκόμη οὔτε καί οἱ κληρικοί νά ἀντιληφθοῦν ἤ νά διακρίνουν εὔκολα τό κακόδοξο νόημα κάποιας ἰδιόμορφης διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου τους.Ἀντιθέτως, ἡ κρίση καί οἱ ἀποφάσεις μιᾶς Ὀρθόδοξης Συνόδου θά ἦταν γι΄ αὐτούς ἕνας ἀσφαλής ὁδηγός».
Δηλαδή π. Βασίλειε, ἄν οἱ ἁπλοί πιστοί δέν διακρίνουν τόν λύκο, αὐτός θά τούς λυπηθῆ καί θά στραφῆ ἐναντίον μόνον ὅσων τόν ἀναγνωρίσουν καί τόν διακρίνουν; Καί ἄν δέν διακρίνης ἕναν κομπογιαννίτη ἰατρό ἤ ἕνα τυφλό ὁδηγό σημαίνει ὅτι θά τήν γλυτώσης, κατά τό δή λεγόμενο, καί δέν θά φᾶς τό κεφάλι σου; Ἐδῶ θέλουμε κατά τήν λαϊκή παροιμία καί τήν πίττα σωστή καί τόν σκύλο χορτᾶτο. Δηλαδή, καί ἀγῶνα νά μήν κάνωμε, οὔτε νά ὑποστοῦμε τίς συνέπειες τῆς πραγματικῆς ὁμολογίας, καί να θεωρούμεθα Ὀρθόδοξοι, ἐντός Ἐκκλησίας καί κυρίως συνετοί καί διακριτικοί καί δῆθεν ἀποφεύγοντες τά σχίσματα. Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Ν. Ἐποχῆς, ἡ ὁποία «τά βρίσκει» καί συμβιβάζεται καί συμπορεύεται μέ ὅλους.
Ἐν συνεχείᾳ μετά ἀπό τέτοιες ἀστεῖες δικαιολογίες ὁ π.
Βασίλειος συμπεραίνει τά ἑξῆς: «Γι΄ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο κανείς ἱερός κανών ἤ ἅγιος Πατήρ δέν ἐπέβαλλε τήν διακοπή τῆς κοινωνίας, μέὅσους κήρυτταν κάποια αἵρεση πρό τῆς συνοδικῆς κρίσεώς τους». Ἐδῶ ψεύδεται ὁ π. Βασίλειος καί παραπλανᾶ τό ἀκροατήριο, διότι καί ἡ Ἁγία Γραφή καί σύσσωμη ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων ἐπιβάλλουν τήν ἄμεσο ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι καί τήν διακοπή τῆς κοινωνίας μέ κάθε αἱρετικό Ἐπίσκοπο πρό τῆς συνοδικῆς κρίσεώς τους. Ἀναφέρομε χαρακτηριστικά τήν διδασκαλία τοῦ ἰδίου τοῦ Μ. Φωτίου γιά τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους πρός τῆς συνοδικῆς καταδίκης των:
«Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι
προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ·φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως ἀγκίστρῳ μέν καί δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ πονηρά καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον ἔχουσα πολλούς τῶν ἁπλουστέρων προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν οὖν παντί σθένει διά ταῦτα προσήκει τούς τοιούτους. Ὀρθόδοξός ἐστιν ὁ ποιμήν, εὐσεβείᾳ ἐσφράγισται, οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται; Ὑποτάγηθι αὐτῷ, ὡς εἰς τύπον προκαθεζομένῳ Χριστοῦ·οὐκ ἐκείνῳ φέρεις τήν τιμήν, ἄν ἐξ ὅλης φέρῃς ταύτην τῆς ψυχῆς·Χριστός ταύτην ὑποδέχεται· μή περιεργάζου τά ἄλλα· Θεός ἐστιν ὁ τούτων ἐξεταστής· ἐκείνῳ τήν κρίσιν κατάλιπε, σύ δέ τήν ὑπακοήν, κατά τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καί καθαράν αὐτῷ τήν διάθεσιν ἐπεδείκνυσο» (ΕΠΕ 12, 400, 31).
Συνεχίζοντας ὁ π. Βασίλειος (παραλείπουμε πολλά τμήματα ἀπό τήν εἰσήγησί του γιά νά μήν ἐπαναλαμβάνουμε τά ἴδια καί τά ἴδια) ἀναφέρει συμπερασματικά τά ἑξῆς: «Γιά τούς λόγους αὐτούς ἡ ΑΒ ́ Σύνοδος, ἐκφράζοντας τήν ἕως τότε διδασκαλία καί πράξη τῶν ἁγίων Πατέρων, οὔτε ἀπαγόρευε οὔτε ἐπέβαλλε τήν διακοπή τῆς κοινωνίας μέ κάποιο ἐπίσκοπο πού κήρυττε αἱρετικές διδασκαλίες· ἁπλά τήνἐπέτρεπε καί τήν ἐπαινοῦσε».
Πάλι ἐδῶ χρησιμοποιεῖ ὅρους ξένους πρός τήν Ὀρθοδοξία, διότιἄν ἡ Ἐκκλησία ἐπέβαλε κάτι θά ἦτο ἀνελεύθερη καί δικτατορική, ἄνἀπαγόρευε κάτι θά ἦτο νομικίστικη καί δικανική, καί ἄν ἐπέτρεπεἁπλῶς κάτι θά ἦτο ἀμφίρροπη, ἀπροσδιόριστη καί ἄστατη.
Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν διδάσκει τήν σωτήριο ὁδό, τήν ὁποία, ὅποιος θέλει νά ἀκολουθήση, πρέπει νά ὑποβάλλη τόν ἑαυτό του σέ ἀπαγορεύσεις, περιορισμούς καί ἐπιβολές. Σέ διδάσκει λοιπόν ὅτι ἡ ὁδός γιά νά ἀκολουθήσης τόν Χριστό εἶναι ἡ ἀπάρνησις τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἡ ἄρσις τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁδός τῆς πτωχείας καί τῆς ταπεινώσεως κλπ. Ἔτσι λοιπόν σέ διδάσκει διά τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων ὅτι ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος εἶναι λύκος, ψευδεπίσκοπος καί ψευδοδιδάσκαλος, εἶναι φίδι φαρμακερό καί τυφλός ὁδηγός ἄλλων. Ἄν ἐσύ θέλης νά τόν ἀκολουθήσης, θά ὑποστῆς τίς συνέπειες τῶν πράξεων καί τῶν ἐπιλογῶν σου, ὅπως ἀκριβῶς, ἄν θέλης νά ζῆς εὐσεβῶς θά ὑποστῆς ὡς συνέπεια τόν διωγμό (Β΄Τιμοθ. 3,12).
Ἄλλο λοιπόν πρᾶγμα εἶναι οἱ παιδαγωγικοί Κανόνες τούς ὁποίους ἐλευθέρως δέχεται ὡς ἰατρικό φάρμακο καί θεραπευτική ἀγωγή κάθε ἀσθενής, προκειμένου νά ἰαθῆ, καί ἄλλο οἱ ἐπιβολές καί ἀπαγορεύσεις, οἱ ὁποῖες ἰσχύουν καί εἶναι γνωρίσματα τῶν ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων, ὅπως εἶναι ὁ Κομμουνισμός, καί τῶν ὁλοκληρωτικῶν θρησκειῶν, ὅπως εἶναι ὁ μουσουλμανισμός, ἐνῶ τό νά ἐπιτρέπεται καί τό ἕνα καί τό ἄλλο σέ βασικά θέματα τῆς πίστεως εἶναι δεῖγμα ἀνεμουρίου καί γνώρισμα τοῦ Προτεσταντισμοῦ.
Συνεχίζει ὁ π. Βασίλειος ἀναφερόμενος στό σκοπό τῆς ἀποτειχίσεως: «Ἡ πρόσκαιρη αὐτή διακοπή τῆς κοινωνίαςἔχει ὡς σκοπό τήν καταγγελία τοῦ αἱρετικοῦ ποιμένος γιά παραπομπή του σέ συνοδικό δικαστήριο, τό ὁποῖο θάἀποφασίσει τελεσίδικα εἴτε τήν παύση εἴτε τήν ὁριστικοποίηση τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας μαζί του».
Αὐτός δέν εἶναι φυσικά ὁ σκοπός τῆς ἀποτειχίσεως, διότι ἄν ἦταν, δέν θά καθίστατο αὐτή ἀναγκαία, ἀλλά θά ἀρκοῦσε μία γραπτή καταγγελία πρός τήν Σύνοδο· οὔτε φυσικά θά ἐθεωρεῖτο ἀπό τούς Πατέρες ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος ὡς λύκος καί φαρμακερό φίδι πρό τῆς Συνοδικῆς καταδίκης του.
Ἀλλά κι ἔτσι νά ἔχουν τά πράγματα θά ἔπρεπε νά ἀποτειχισθοῦν ἀμέσως ὅλοι οἱ Ἀντιοικουμενιστές (ἐκτός βεβαίως ἀπό τόν π. Βασίλειο, διότι αὐτός δέν πιστεύει ὅτι ὑπάρχει αἵρεσις) διά νά καταγγείλουν τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο πρός παραπομπή στό Συνοδικό Δικαστήριο.
Αὐτά ὅμως εἶναι κοινῶς ἱστορίες γιά ἀγρίους καί λέγονται πρός ἄγρα τῶν ἁπλουστέρων καί ἀφελῶν, διότι μέ τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τό Συνοδικό δικαστήριο δέν στρέφεται ἐναντίον τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλά ἐναντίον τοῦ ἀποτειχισθέντος κληρικοῦ καί ἔτσι δείχνει ἐμπράκτως τήν συμπόρευσί του μέ τήν αἵρεσι καί τήν φίμωσι τῆς ἀληθείας διά τῶν ποινῶν καί τοῦ ἐκφοβισμοῦ. Αὐτά ὅλα τά γνωρίζουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές καί τά ὑπολογίζουν ἀρκούντως, εἰς τρόπον ὥστε νά ρυθμίζουν τίς ὁμολογίες καί παληκαρισμούς των σύμφωνα μέ τά ὅρια πού τούς καθορίζει ἡ ἀσφάλειά των καί ἡ προστασία τῶν ἀξιωμάτων των.
Τελικῶς, ὁ π. Βασίλειος κατακλείει αὐτές τίς ἀντιφατικές ἑρμηνεῖες του μέ κάποιες ἀντιφατικές καί ἀλλοπρόσαλλες σκέψεις, οἱ ὁποῖες ἀποδεικνύουν περισσότερο σύγχυσι καί ἀκαταστασία, παρά συγκροτημένα ἐπιχειρήματα καί καλοπροαίρετους προβληματισμούς: «Θά θέλαμε τέλος νά τονίσουμε ὅτι ἡ ΑΒ ́ Σύνοδοςἐπέτρεπε μέν τήν πρό συνοδικῆς κρίσεως διακοπή τῆς κοινωνίας, ὁστόχος της ὅμως δέν ἦταν νά θεσμοθετήσει ἕνα κανόνα πού θάὑπενθύμιζε στούς Ὀρθοδόξους ὅτι ἔχουν αὐτό τό δικαίωμα καί τήν δυνατότητα. Ἡ Σύνοδος, ὅπως προαναφέραμε, εἶχε ἕνα τελείως διαφορετικό στόχο, δηλαδή νά θεσμοθετήσει κανόνες πού θάἀπαγορεύουν τά ἀδικαιολόγητα σχίσματα».
Ἄς βγάλουν ἄκρη οἱ ἔχοντες ὑψηλές διανοητικές ἀποδόσεις, διότι ὁ δικός μας νοῦς ἀδυνατεῖ νά ἐπεξεργαστῆ τέτοιους συλλογισμούς καί παθαίνει κατά τό δή λεγόμενο «μπλάκ ἄουτ».
Ἡ δικαιολογία πάλι πού προβάλλει διά τό μέρος αὐτό τοῦ Κανόνος ὅτι: «ἦταν μία ἁπλή ἐξήγηση καί δέν συνιστοῦσε οὔτεὑποχρεωτικό κανόνα, ἀλλά οὔτε καί προαιρετικό· ἄλλωστε δέν θεωροῦμε ὅτι ὑπάρχουν προαιρετικοί κανόνες», εἶναι πάλι ἀκατανόητη ἀπό ἐμᾶς τούς ἁπλούς καί ἀφελεῖς, διότι μία ἐπεξήγησι ἡ ὁποία δέν εἶναι οὔτε ὑποχρεωτική, οὔτε προαιρετική, τί τέλος πάντων εἶναι; Καί γιατί νά γίνη, ἐφ΄ ὅσον δέν ἐξυπηρετεῖ καμμία σκοπιμότητα, ἀπεναντίας μάλιστα ὑπενθυμίζει στούς Ὀρθοδόξους αὐτό πού κατά τόν π. Βασίλειο δέν πρέπει νά ἐνθυμοῦνται.
Περιττό βεβαίως νά εἰποῦμε ὅτι ἡ τελική του γνωμάτευσις:«ἄλλωστε δέν θεωροῦμε ὅτι ὑπάρχουν προαιρετικοί κανόνες» ἀναιρεῖ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καί αὐτά πού προηγουμένως στήν εἰσήγησί του ἰσχυρίζεται ὅτι δηλαδή: «Γιά τούς λόγους αὐτούς ἡΑΒ ́ Σύνοδος, ἐκφράζοντας τήν ἕως τότε διδασκαλία καί πράξη τῶνἁγίων Πατέρων, οὔτε ἀπαγόρευε οὔτε ἐπέβαλλε τήν διακοπή τῆς κοινωνίας μέ κάποιο ἐπίσκοπο πού κήρυττε αἱρετικές διδασκαλίες·ἁπλά τήν ἐπέτρεπε καί τήν ἐπαινοῦσε». Ἐνῶ ἐδῶ ὁμιλεῖ καθαρά γιά προαιρετικό Κανόνα, στή συνέχεια αὐτό τό ἀναιρεῖ.
Ὅλα αὐτά, πιστεύουμε, ὅτι συμβαίνουν στόν π. Βασίλειο Παπαδάκη, διότι ἐλησμόνησε τελείως καί ἀπομακρύνθηκε ἠθελημένως ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων καί ἔτσι κατέληξε στόν Ὀρθολογισμό καί στήν κατά το δοκοῦν ἐξαγωγή συμπερασμάτων, τά ὁποῖα ταιριάζουν μόνο στά πρός ἀποφυγή παραδείγματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας.
Θά συνεχίσουμε, ἐπειδή δέν εἶναι δυνατόν νά σχολιάσουμε ὅλη της εἰσήγησι, ἀλλά τά κυριώτερα μέρη της, μέ μερικά παραδείγματα πού ἀνέφερε ὁ π. Βασίλειος ἀπό τούς Ἁγίους, τά ὁποῖα διέστρεψε τόσον, ὥστε νά τά φέρη καί αὐτά στά μέτρα τῆς Ν. Ἐποχῆς.
Στήν ἀναφορά του γιά τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό καί τόν Ἰωσήφ τόν Βρυέννιο γράφει τά ἑξῆς: «Παρά τήν ὕπαρξη καί τήν δράση τῶν Ἑνωτικῶν καί Λατινοφρόνων τόσο οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες καίὉμολογητές ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ὅσο καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί οἱ ὁμόφρονές του, δύο αἰῶνες ἀργότερα, δέν διέκοψαν τήνἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους, παρά μόνο κατά τίς ψευδενώσεις τῆς Λυών καί τῆς Φλωρεντίας. Ἡ ἀντίδραση αὐτή τῶν Πατέρωνἀφαιρεῖ προφανῶς στούς ζηλωτές τό δικαίωμα νά τούς ἐπικαλοῦνται καί νά τούς ἔχουν ὡς ὑπόδειγμά τους».
Ἐδῶ ἐκ τῶν προτέρων ἀναφέρομε αὐτό πού θά συναντήσωμε ἐν συνεχείᾳ, ὅτι δηλαδή ὁ π. Βασίλειος δηλώνει ἄγνοια, ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα, γιά τό πότε διακόπτομε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία καί ἀποτειχιζόμεθα. Ὁ π. Βασίλειος νομίζει ὅτι ἐμεῖς διδάσκομε ὅτι πρέπει νά ἀποτειχιστοῦμε, ὅταν ὁ οἱοσδήποτε εἶναι Λατινόφρων καί ἑνωτικός, ἐνῶ αὐτό εἶναι λάθος. Πιστεύομε δέ ὅτι ἐσκεμμένως παρουσιάζει ἔτσι τά πράγματα, γιά νά καταδείξη ὅτι δῆθεν οἱ Ἅγιοι Πατέρες δέν ἀποτειχίστηκαν, ἐνῶ στήν ἐποχή των ὑπῆρχαν Λατινόφρονες καί ἑνωτικοί.
Ὁ 15ος ἱερός Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τόν ὁποῖο προσπάθησε κατά τό φαινόμενο νά ἑρμηνεύση, δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι ἀποτειχιζόμεθα ὅταν ὁ Ἐπίσκοπός μας, καί ὄχι ὁ οἱοσδήποτε, κηρύσσει αἵρεσι δημοσίως καί ἐκκλησιαστικῶς.
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἐπίσης, διδάσκει ὅτι ἀποτειχιζόμεθα, ὅταν ἡ αἵρεσις κηρύσσεται δημοσίως καί Συνοδικῶς, καί δέν ἀποτειχιζόμεθα ἀπό τόν Ἐπίσκοπό μας, ὅταν αὐτός εἶναι κατά πάντα Ὀρθόδοξος, ἔστω καί ἄν ἀπό φόβο καί δειλία μνημονεύει αἱρετικό Μητροπολίτη, Ἀρχιεπίσκοπο ἤ Πατριάρχη, ἀρκεῖ νά μή συλλειτουργῆ μέ αἱρετικούς ἤ νά μήν μεταδίδη εἰς αὐτούς τά ἅγια μυστήρια:
«Περί δέ τῶν ἄλλων πεύσεων· Εἰ ὁ ἐπίσκοπος οὐχ εὕρηται εἰς τήν μοιχοσύνοδον, καλοίη δέ αὐτήν ψευδοσύλλογον· μνημονεύει δέ τόν ἐν αὐτῇ εὑρεθέντα μητροπολίτην αὐτοῦ· ἐκ τοῦ πρεσβυτέρου τοῦ ἐπισκόπου ὀρθοδοξοῦντος εἰ χρή κοινωνεῖν· ἀπεκρίθην καί δι' ἑτέρων τῶν πρός Εὐόδιον γραμμάτων, ὅτι Ναί, οἰκονομίας χάριν· μόνον μή συλλειτουργοῦντος αὐτοῦ αἱρετικοῖς. Εἰς οὐδέν γάρ ἐστι, μνημονευομένου τοῦ ἐπισκόπου ὀρθοδόξου ὄντος, κἄν ἐκείνου φόβῳ αἱρετικόν ἀναφέροντος τόν οἰκεῖον μητροπολίτην. Τοῦ τοιούτου πρεσβυτέρου καί εἰς παννυχίδα προσκαλουμένου, ἰτέον· καί Ἐκκλησίαν παρ' αὐτοῦ δεδομένην ληπτέον· καί εἰς αὐτήν ἐρχομένου αὐτοῦ λειτουργῆσαι, παραχωρητέον ἤ καί μνημονεῦσαι νεκρόν, ὀρθόδοξον μέντοι, συγχωρητέον· καί ἐν αὐτῇ λειτουργεῖν τόν λαβόντα, οὐδέν κωλυτέον. Εἰ δέ αἱρετικόν ἀναφέρει ὄντα ἐπίσκοπον, κἄν μακαρίζῃ, κἄν ὀρθοδοξῇ, τῆς μέν θείας κοινωνίας ἀφεκτέον, τῆς δέ κοινῆς τραπέζης, ἐπ' ἄν ἐκεῖ δέοι μνημονεύειν. Ὧδε δεκτέον τάχα καί εὐλογοῦντα αὐτόν καί συμψάλλοντα· ἐάνπερ μήτε αἱρετικῷ, ἤ τῷ οἰκείῳ ἐπισκόπῳ, εἴτε τινί ἄλλῳ συνιερουργῇ· ἤ ἐν γνώσει μεταδίδοι»(Φατ. 49,143,111).
Σύμφωνα λοιπόν μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος καί οἱοσδήποτε ἄλλος δέν ἔπρεπε νά ἀποτειχισθοῦν, ἐπειδή ὑπῆρχαν τότε στήν Κων/πολι Λατινόφρονες καί Ἑνωτικοί, ἀλλά μόνον ἄν ἦταν Λατινόφρων ὁ Ἐπίσκοπός των. Σύμφωνα ὅμως μέ τήν διδασκαλία τοῦ π. Βασιλείου αὐτοί δέν ἀποτειχίσθηκαν, διότι δέν εἶχε γίνει ἡ ἕνωσις μέ τούς Παπικούς. Ἀντιθέτως δηλαδή πρός τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους ὁ π. Βασίλειος διδάσκει ὅτι ἀποτειχιζόμεθα μόνον, ὅταν ἑνωθοῦμε ἐπισήμως μέ αἱρετικούς.
Συνεχίζει τήν εἰσήγησί του: «Πράγματι, καί κατά τό 1438 ἡἑνωτική Σύνοδος Ὀρθοδόξων-Λατίνων στήν Φερράρα τῆς Ἰταλίας προετοιμαζόταν μέ ἀπαράδεκτες προϋποθέσεις. Τήν ἀποτυχία τῆςἑνωτικῆς αὐτῆς Συνόδου διέβλεπε καί ὁ διδάσκαλος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος. Ὁ ἱερός Βρυέννιος διαβλέποντας καί παλαιότερα, τό 1419, ὅτι προετοιμαζόταν ἕνωση μέ τούς Λατίνους, χωρίς νά ἀποβάλλουν τό filioque καί τίς ὑπόλοιπες κακοδοξίες τους, εἶχε κατακρίνει δριμύτατα τόν “οἰκουμενιστικό” αὐτό τρόπο ἑνώσεως καί ὅσους τόν προωθοῦσαν».
Οἱ προϋποθέσεις ἦσαν ἀπαράδεκτες μόνον ἐκ μέρους τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία, βλέποντας τόν τουρκικό κίνδυνο, ἐπεδίωκε τήν ἕνωσι μέ σκοπό τήν ἐκ μέρους τῆς Δύσεως ἀποστολή βοηθείας. Ἡ Ἐκκλησία ἐσύρθη πρός τήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας –Φερράρας, συμμεριζόμενη τόν κίνδυνο, ἀλλά μέ τόν σκοπό νά ὁμολογήση τήν ὀρθόδοξο πίστι καί νά ὁδηγήσουν σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή τούς Λατίνους. Ὅλα αὐτά πού ἀναφέρει ὁ π. Βασίλειος, ὄχι μόνο δέν εἶναι λόγοι ἀποτειχίσεως, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἀλλά εἶναι λόγοι ἐπαίνου πρός τούς Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἐπῆγαν τρόπόν τινά στό στόμα τοῦ λύκου γιά νά ἀγωνιστοῦν ὑπέρ τῆς πίστεως.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ π. Βασίλειος ἀνέφερε τήν περίπτωσι τῆς Λατινοκρατούμενης Κύπρου: «Ἀλλά καί δέκα περίπου ἔτη νωρίτερα, 30 ἔτη δηλ. πρίν τῆς ἑνωτικῆς Συνόδου στή Φερράρα, πάλι ὁ ἱερός Βρυέννιος εἶχε ἐπίσης ἀντιδράσει σθεναρά καί σέ ἄλλη μία “οἰκουμενιστικοῦ” τύπου ἕνωση πού προωθοῦσε ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέ τήν ὑποταγμένη ἐπί δύο αἰῶνες στούς Λατίνους Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Σέ εἰδική μάλιστα μελέτη πούἐξεφώνησε πρός τήν ἱερά Σύνοδο -χωρίς βέβαια νά διαπράξει κάποιαἀποτείχιση- ἐπέκρινε ὅσους προσπαθοῦσαν παράλογα νά δικαιολογήσουν τούς ἀμετανοήτους καί ἐκτός Ἐκκλησίας εὑρισκομένους Κυπρίους, ἐπιθυμώντας συμβιβαστική ἕνωση μαζί τους».
Ἐδῶ ἡ ἀπάτη καί ἡ διαστροφή τήν ὁποία ἐπιχειρεῖ ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης νομίζω συναγωνίζεται (ἄν δέν ξεπερνᾶ) τήν Παπική. Διότι ἡ Σύνοδος τῆς Κων/πόλεως δέν προώθησε καμμία «οἰκουμενιστικοῦ τύπου ἕνωσι» μέ τήν ἐπί δύο αἰῶνες Φραγκοκρατούμενη Κύπρο. Ἀντιθέτως μάλιστα ἐφέρθη μέ ἄκρα αὐστηρότητα, ὅταν οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Κύπρου μέ συνοδική ἀπόφασι τό 1405 ἐζήτησαν ἀπό τόν Πατριάρχη Κων/πόλεως Ματθαῖον τήν ἕνωσί των μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως. Ὁ σκοπός των ἦτο νά ἀποτινάξουν δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου τόν λατινικό (παπικό) ζυγό.
Νά, πῶς τό παρουσιάζει στήν θαυμασία και ἐμπεριστατωμένη διδακτορική του μελέτη μέ τίτλο «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν Κύπρῳ ἐπί Φραγκοκρατίας» τό 1907 ὁ τότε διάκονος Φιλάρετος Κουρίτης:«Εἶνε μέν ἀληθές ὅτι ἐν τοῖς χαλεποῖς ἐκείνοις χρόνοις τῆς δοκιμασίας ἡ μετά τῶν ἄλλων ἀδελφῶν τῆς Ἀνατολῆς ἐκκλησιῶν συγκοινωνία διεκόπη καί ἡ κυπριακή ὀρθόδοξος ἐκκλησία ἐστερήθη τῆς ἐξωτερικῆς μετ’ αὐτῶν ἑνώσεως ἀλλ’ ὅμως τῆς ἐσωτερικῆς τῆς δογματικῆς ἑνώσεως ἀντείχετο ἀπρίξ, καί δή ἐν τοιαύτῃ ἐντάσει, ὥστε ἡ πλειονότης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας ἐθεώρει ἔγκλημα καθοσιώσεως νά μνημονεύῃ τοῦ ὀνόματος τοῦ Πάπα, καίπερ ὑποτελής εἰς αὐτόν οὖσα διά τῆς ἀλεξανδρινῆς βούλλας, ἐφ’ ᾧ καί ἠξίουν ὅτι εἶναι ἡνωμένοι μετά τοῦ σώματος τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Καί ἡ μέν ἀξίωσις ἀθῶά τε καί εἰλικρινής οὖσα, κατ’ οὐσίαν, ἐφαίνετο καί ἐξωτερικῶς δικαία καί εὔλογος. Ἀλλ’ ἡ μεγάλη ἐκκλησία ἐθεώρει τούς Κυπρίους ἐπισκόπους καί τό λοιπόν ἱερατεῖον τοσαῦτα πρός τούς Λατίνους κοινά ἔχοντας, ἕνεκα τῆς πολυχρονίου καί στενῆς ἐπιμιξίας, ὥστε ὑπελάμβανεν αὐτούς ὡς ἀλλοτρίους ἑαυτῆς καί ἀποκεχωρισμένους. Ἐν τοσούτῳ ἐπί τῆς ἀρχῆς αὐτῶν ἐρειδόμενοι οἱ Κύπριοι ἱεράρχαι καί ἐπωφελούμενοι τῆς πολιτικῆς ἀνεχείας, ἐθάρρησαν, ἀρχομένου τοῦ ιε’ αἰῶνος, ν’ ἀνορθώσωσι τήν χαλαρότητα τῆς ἐξωτερικῆς ἑνώσεως ἀποσείοντες τόν παπικόν ζυγόν. Ὅθεν κοινῇ ψήφῳ οἱ ἱεράρχαι τῆς Νήσου ἐπιστείλαντες τῷ 1405 πρός τόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ματθαῖον (1397-1410) καί ἐπαγγελλόμενοι ἐν πᾶσιν ὑποταγήν ἐξῃτήσαντο παρά τῆς ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως τήν πρός αὐτήν ἕνωσιν» (σελ. 77).
Ὁ Πατριάρχης τότε ἔστειλε στήν Κύπρο κάποιον ἱερέα, ὀνόματι Θεόδουλο καί ἐζήτησε ἀπό τούς Κυπρίους γραπτή ὁμολογία πίστεως: «Ἀντεπιστείλας δ’ ὁ Πατριάρχης διά τινος ἱερέως Θεοδούλου ἀπήτει παρά τῶν ἀρχιερέων ἔγγραφον ὁμολογίαν πίστεως “ὡς ἔθος τῆς εἰς ἀρχιερωσύνην ἀναγομένοις καί ὑποψηφίοις τελοῦσιν ἐνταῦθα (ἐν Κωνσταντινουπόλει) ποιεῖν”» (σελ. 78).
Ὅταν οἱ Κύπριοι Ἐπίσκοποι ἔστειλαν ὁ καθένας τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς του, ὁ Πατριάρχης, ἡ Σύνοδος καί ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτωρ τήν ἐμελέτησαν καί διεπίστωσαν ὅτι ἦσαν κατά πάντα Ὀρθόδοξες οἱ ὁμολογίες τῶν Κυπρίων Ἐπισκόπων. Ἀπεφάσισαν λοιπόν νά στείλουν στήν Κύπρο εἰδική πρεσβεία λογίων καί Ὀρθοδόξων ἀνδρῶν, μέ εἰδικές ὁδηγίες, διά νά ἐξακριβώσουν ἄν καί στήν πρᾶξι ταυτίζεται ἡ ὁμολογία τῶν Κυπρίων: «…τούτου γενομένου ὁ Πατριάρχης μετά τῆς ἱερᾶς Συνόδου καί τοῦ αὐτοκράτορος μελετήσαντες τάς ὑπό τῶν Ἐπισκόπων τῆς Κύπρου ὑπογεγραμμένας ὁμολογίας καί εὑρόντες αὐτάς ὀρθοδοξούσας κατά πάντα ἐνέκριναν εὔλογον νά ἐξαποστείλωσιν εἰς Κύπρον λογίους ἄνδρας, ἵνα τά τῆς ἑνώσεως διαπρεσβεύσωνται κατά τάς ἑπομένας ὁδηγίας: “Ἐάν οἱ Κύπριοι ὁμολογῶσι τόν Πάπαν Ρώμης ἅγιον καί τούς παπικούς ἐπισκόπους ἑαυτῶν ἐπισκόπους ἡγῶνται, ἡ Ἐκκλησία οὐ δύναται τούτοις συγκοινωνῆσαι...”».
Τελικῶς ἀπεφασίσθη Συνοδικῶς νά σταλοῦν στήν Κύπρο ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος, ὡς ὁ πλέον ἁρμόδιος, ἐνάρετος καί γνώστης ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καί Παραδόσεως, ἕνας καθηγούμενος καί ἕνας διάκονος τῆς Μ. Ἐκκλησίας: «Ψήφῳ δέ συνοδικῇ ὡς ἁρμόδιοι ἀποστέλλονται ὁ διαπρεπής καί εὐπαίδευτος Ἰωσήφ Βρυέννιος Μοναχός χειροτονηθείς τοποτηρητής τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὁ Καθηγούμενος τῆς βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Κοσμηδίου ἀρχιμανδρίτης Ἀντώνιος καί ὁ διάκοκος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Κωνσταντῖνος Τιμόθεος» (σελ. 79).
Ἄν κάποιος θά ἠδύνατο, ὄχι νά πράξη, ἀλλά καί νά διανοηθῆ ὀρθοδοξότερη ἀντιμετώπισι ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου καί τῆς Συνόδου, πράγματι θά ἦτο ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλά ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατελθών. Αὐτό τό ὀνομάζει ὁ π. Βασίλειος «οἰκουμενιστικοῦ τύπου ἕνωσι πού προωθοῦσε ἡ Σύνοδος Κων/πόλεως». Καί νά σκεφθῆ κανείς ὅτι ἡ ἀντιμετώπισις αὐτή ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Ματθαίου καί τῆς Συνόδου ἐστρέφετο ἔναντι ἑνός λαοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑποστῆ τά πάνδεινα ἐπί διακόσια καί πλεόν ἔτη διά νά φραγκέψη, τοῦ εἶχε γίνει πραγματική πλύσι ἐγκεφάλου ἀπό τούς Φράγκους κατακτητές διά νά ἀλλοξοπιστήση καί, τό κυριώτερο, τοῦ εἶχε ἐπιβληθῆ ὁ λατινισμός διά τῆς βίας. Ἡ καταπίεσις ἀπό τούς Φράγκους κατακτητές ἦταν σέ τέτοιο βαθμό ὥστε, ὅπως διηγοῦνται οἱ ἱστορικοί, πολλοί Κύπριοι ἐγκατέλιπον τά σπίτια των ἤ καί αὐτή τήν πατρίδα των καί ἐπερνοῦσαν ἀπέναντι στή Μ. Ἀσία, προτιμώντας νά ζοῦν κάτω ἀπό τόν ζυγό τῶν Τούρκων, πού τήν εἶχαν κατακτήσει, παρά τῶν Φράγκων τῆς Κύπρου.
Αὐτό ὅμως πού οὐσιαστικά προκαλεῖ θλίψι διά τήν ἐξωφρενική ἀλλοίωσι καί διαστροφή τῶν πραγμάτων πού ἐπιχειρεῖ ὁ π. Βασίλειος εἶναι ὅτι, ἐνῶ τούς δεινῶς βασανιζομένους ἐκ μέρους τῶν Φράγκων, Κυπρίους τούς ἀποκαλεῖ «ἀμετανοήτους καί ἐκτός Ἐκκλησίας», τόν Βαρθολομαῖο, τόν Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, τόν Μεσσηνίας, τόν Δημητριάδος, τόν Σύρου καί ὅλη τήν δεσποτική παρέα των τούς θεωρεῖ ἐντός Ἐκκλησίας, μολονότι δέν κάνουν τίποτε ὀλιγότερο ἀπό τούς «ἀμετανοήτους καί ἐκτός Ἐκκλησίας Κυπρίους» καί τό τραγικώτερο χωρίς καμμία βία καί πίεσι, χωρίς ἐξαναγκασμούς καί μαρτύρια, χωρίς τήν ἐπί διακόσια ἔτη πλύσι ἐγκεφάλου πού εἶχαν ὑποστῆ οἱ Κύπριοι κλπ.
Αὐτό εἶναι τό κατάντημα τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπό καθέδρας καί ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς καταδικάζουν τούς διά τῆς βίας ὑποκύψαντας καί ἀθωώνουν τούς ἐξωμότες καί προδότες ἀφέντες των, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦν ὅλο τόν λαό στή Ν. Ἐποχή καί τόν Ἀντίχριστο. Ἀλλά ἐπί τοῦ θέματος τούτου δυνάμεθα νά ἐπανέλθωμε μέ περισσότερα στοιχεῖα, ἄν τό ἐπιθυμῆ νά ἀπαντήση ἐπί τούτων ὁ π. Βασίλειος.
Τό ἀστεῖο πάντως εἶναι ὅτι ἀναφέρει γιά τόν Ἰωσήφ τόν Βρυέννιο ὅτι δέν ἀποτειχίστηκε ἀπό τόν Πατριάρχη καί τή Σύνοδο δι’ αὐτές τίς πράξεις των. Ἄρα, συμπεραίνει, καί σήμερα δέν πρέπει νά ἀποτειχίζωνται οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τούς ἐξωμότες Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους. Στό σημεῖο αὐτό δέν ἔχω νά προσθέσω πράγματι τίποτε, διότι σταματᾶ ὁ νοῦς μου, ὄχι διά τήν ἄγνοια στό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως, ἀλλά γιά τήν διαστροφή τῶν λεγομένων, ὥστε ὅλα νά ταιριάζουν μέ τόν ἐφησυχασμό, τό βόλεμα καί τόν χαρτοπόλεμο τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ π. Βασίλειος ἐπιχειρεῖ νέα χειρουργική ἐπέμβασι στά γεγονότα πού σχετίζονται μέ τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό καί τή Σύνοδο Φλωρεντίας – Φερράρας. Ἀναφέρει στήν εἰσήγησί του τά ἑξῆς:
«Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος καταδέχθηκε νά συμμετάσχει στήνἙνωτική Σύνοδο τῆς Ἰταλίας, παρά τό ὅτι πολλοί Ὀρθόδοξοι ἀπέκρουαν τήν συμμετοχή σ΄ αὐτήν, ἐπειδή διέβλεπαν τόν κίνδυνο ἑνώσεως μέ τούς Λατίνους, χωρίς οἱ τελευταῖοι νά ἀποβάλουν τίς κακοδοξίες τους.
Σέ κοινές μάλιστα συνεδρίες τῶν ἐπισημοτέρων κληρικῶν καί πολιτικῶν τῆς ἐπικρατείας τό 1436 ὑποστηρίχθηκε καί ἡ συμβατικήἕνωση, δηλαδή ἡ κατ΄ οἰκονομία ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων τῆς Ρώμης, χωρίς ὅμως ὑποχρεωτικό χαρακτήρα γιά τήν Ὀρθοδοξία».
Στή συγκεκριμένη ἀναφορά δίδει παραπομπή στήν ὑποσημείωσι διά τήν πηγή τῶν λεγομένων του ἀπό τή Θρησκευτική Ἐγκυκλοπαίδεια καί ἀπό τό λῆμμα «Γεννάδιος Σχολάριος», ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὁ αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Η΄ ὁ Παλαιολόγος (1425-1448) πρό τοῦ ἐπαπειλουμένου ἐκ τῶν Τούρκων κινδύνου, πρός ἐξασφάλισιν δέ, ὡς ἤλπιζεν, τῆς ἐκ τῆς Δύσεως βοηθείας, συνεκάλεσεν εἰς κοινάς συνεδρίας ἐν τῷ Παλατίῳ τό φθινόπωρον τοῦ 1436 τούς ἐπισημοτέρους κληρικούς, καί πολιτικούς τῆς ἐπικρατείας, ὅπως συσκεφθοῦν ἐπί τῆς ἑνιαίας στάσεως τῶν Ἀνατολικῶν κατά τήν ἀποφασισθεῖσαν ἤδη νά συγκληθῇ ἐν Ἰταλίᾳ σύνοδον. Τῶν συσκέψεων μετεῖχε καί ὁ Σχολάριος, ὅστις μάλιστα καί πρωτεύοντα ρόλον ἔπαιξε. Ὑπεστήριξεν δηλονότι, τήν αὐτοκρατορικήν γνώμην ἀπηχῶν “οἰκονομικήν” ἤτοι συμβατικήν ἕνωσιν, ἀναγνώρισιν δηλαδή κατ’ οἰκονομίαν τῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἄνευ ὑποχρεωτικοῦ καί δεσμευτικοῦ χαρακτῆρος διά τήν χριστιανικήν Ὀρθοδοξίαν».
Ὁ Σχολάριος λοιπόν, λαϊκός ἀκόμη καί μέσα στήν πολιτική καί τά ἀνάκτορα, ὑπεστήριξε τήν γνώμη τοῦ αὐτοκράτορος καί τῶν πολιτικῶν. Μήπως αὐτό ἐσήμαινε ἀποτείχισι καί θέμα πίστεως, ἐπειδή οἱ πολιτικοί, ἤ καί κάποιοι κληρικοί, εἶχαν αὐτές τίς ἰδέες; Εἶναι σά νά λέμε σήμερα ὅτι πρέπει νά ἀποτειχισθοῦμε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο καί τή Σύνοδο, ἐπειδή ὁ Πρωθυπουργός εἶναι ἄθεος ἤ Μασόνος.
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος λοιπόν, δέν καταδέχθηκε νά συμμετάσχη στή Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας–Φερράρας Ἐπισκόπων, ἀλλά ἐπῆγε ἐκεῖ προθύμως γιά νά ὑπερασπίση τήν πίστι, ὅπως ἔκανε ὁ Μ. Ἀθανάσιος πού προσῆλθε στήν Ἀρειανική Σύνοδο τῆς Τύρου, ἐνῶ οἱ σημερινοί Οἰκουμενιστές συμμετέχουν στά ἑνωτικά συνέδρια μέ τούς Παπικούς, μέ τήν ἐκ τῶν προτέρων προδοτική διάθεσι νά συμβιβασθοῦν, κοινῶς νά «τά βροῦν», μέ τούς αἱρετικούς, σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές τῆς Ν. Ἐποχῆς.
Ἐν συνεχείᾳ, ὁ π. Βασίλειος, προκειμένου νά παρουσιάση, ὅτι ἡ στάσι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, ἦταν ἐκ τῶν προτέρων προδοτική καί λατινόφρων, ἀναφέρει: «Οἱ Ἁγιορεῖτες ἐπίσηςἀρνήθηκαν νά παράσχουν οὐσιαστική βοήθεια στήν Ὀρθόδοξηἀντιπροσωπεία, ἐνῶ ὁ αὐτοκράτωρ φρόντιζε νά ἀποκλείει ἀπό τήνἙνωτική Σύνοδο τήν συμμετοχή τῶν σφοδρῶν ἐχθρῶν τῶν λατινικῶν καινοτομιῶν. Ὁ αὐτοκράτωρ ἔπειτα ἀπό ἀπαίτηση τοῦ παπικοῦἀντιπροσώπου ἔπεισε ἐπίσης τούς πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς νά μή φαίνεται στά “γράμματά” τους πρός τούς τοποτηρητές τους ὅτιἀπαιτοῦν ἀπό αὐτούς νά ἀποδεχθοῦν μία ἕνωση σύμφωνη μέ “τίς παραδόσεις τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν διδασκάλων τῆςἘκκλησίας”, ἀλλά ἀντιθέτως ὁποιαδήποτε μορφή ἑνώσεως θάἀποφασιζόταν στήν Ἑνωτική Σύνοδο».
Ἐδῶ πάλι ψεύδεται καί ἐξαπατᾶ μέ τά λεγόμενά του, τούς ἀκροατάς, διότι τά πράγματα εἶναι τελείως διαφορετικά, καθότι ὁ αὐτοκράτωρ δέν «ἔπεισε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς», ὅπως ψευδῶς ἰσχυρίζεται ὁ π. Βασίλειος, ἀλλά τούς ἐξαπάτησε. Ἡ ἐξαπάτησις αὐτή τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἔγινε μέ τόν παρακάτω τρόπο. Οἱ Πατριάρχες ὅταν ὥρισαν τούς τοποτηρητές των γιά τήν Σύνοδο, τούς ἔδωσαν καί γραπτές ὁδηγίες νά μήν ἀλλάξουν τίποτε οὔτε νά ἀλλοιώσουν στό ἐλάχιστο τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὁ Σίλβεστρος Συρόπουλος στά ἀπομνημονεύματά του ἐξιστορεῖ τό γεγονός ὡς ἑξῆς: «Ἐπεί δέ οἱ πατριάρχαι ὑπετύπουν τούς τοποτηρητάς ἐν τοῖς γράμμασιν, ὅπως ὀφείλουσι περί τῆς ἑνώσεως διατεθῆναι (ἔγγραφον γάρ ὅτι, ἐάν γένηται νομίμως καί κανονικῶς καί κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῇ ἤ καινοποιηθῇ, οὕτως ἵνα στέρξωσι καί αὐτοί καί συντεθῶσι τῷ γενησομένῳ)»(Ἀπομνημονεύματα σελ. 166, παρ. 5).
Ὅταν λοιπόν εἶδε τά γράμματα αὐτά τῶν Πατριαρχῶν ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Πάπα, ἔπεισε τόν αὐτοκράτορα ὅτι δέν πρέπει νά φανῆ αὐτή ἡ αὐστηρότης καί ἀδιαλλαξία τῶν Πατριαρχῶν στή Σύνοδο τῆς Ἰταλίας, διότι οἱ Παπικοί θά τά βάλουν μαζί του. Μέ τέτοια δέ γράμματα καί χωρίς νά διορθωθοῦν δέν θά μποροῦσαν νά προσέλθουν στή Σύνοδο: «μαθών ταῦτα ὁ φρά Ἰωάννης (παπικός ἀντιπρόσωπος) καί ζητήσας καί ἰδών τά γράμματα, ἀνέδραμεν εὐθύς εἰς τόν βασιλέα καί εἶπεν, ὅτι∙ Τά τοιαῦτα γράμματα, εἰ φανῶσι ἐν τῇ συνόδῳ, μεγάλως σκανδαλίσουσι τούς ἐκεῖ, καί ἐγώ μετά τοιούτων γραμμάτων οὐκ ἐλεύσομαι εἰς τήν σύνοδον∙ εἰ γάρ εἰμι ἐνταῦθα ὡς ἐκείνων ἐπίτροπος, παρέχω δέ καί τά ἐξόδους τῶν ἐκεῖσε ἀπελευσομένων, εἶτα οὐ φροντίσω περί τῶν γραμμάτων τῶν φανησομένων ἐκεῖσε, ἵνα ὑπάρχωσι πρός ἀνάπαυσιν καί τιμήν τῆς συνόδου, τί ἐροῦσιν ἐκεῖνοι πρός ἐμέ; Τί δέ ἀπολογήσομαι ἐγώ πρός ἐκείνους; Οὐ γάρ διά γραμμάτων ὑποτυποῦν χρή τούς τοποτηρητάς, ὅτι, εἰ οὕτω γένηται, ἵνα στέργωσιν, εἰ δ’ ἄλλως, μή στέργωσιν, ἀλλ’ ἁπλῶς οὕτω καί ἐλευθέρως διδόναι αὐτοῖς ἄδειαν στέργειν πᾶν ὅπερ ἄν φανῇ καλόν κοινῶς πάσῃ τῇ συνόδῳ∙ διορθωθήτω δή τό περί τούτου ὡς ἐγώ εἰσηγοῦμαι∙ ἄνευ γάρ τοιαύτης διορθώσεως οὐδέ τῇ ἁγίᾳ βασιλείᾳ σου συμβουλευσάμην ἄν ἔγωγε παραγενέσθαι ἐν τῇ συνόδῳ».
Ἐπείσθη λοιπόν ὁ βασιλεύς, διότι λόγῳ τοῦ τουρκικοῦ κινδύνου ἤθελε ὁπωσδήποτε νά γίνη ἡ ἕνωσις καί ἀποστέλλει στούς Πατριάρχες ἕνα δικό του ἐπιτήδειο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος τούς πείθει νά ἀλλάξουν τά γράμματα, σύμφωνα μέ κάποιον τύπο τόν ὁποῖο τούς ὑπέδειξε, διότι δῆθεν ἔτσι ἀπαιτοῦσε ἡ τάξις, πλήν ὅμως αὐτοί θά ἀκολουθήσουν ἐπακριβῶς αὐτά πού διακελεύοντο οἱ Πατριάρχες στά πρῶτα των γράμματα καί δέν θά προδώσουν τήν πίστι, οὔτε θά ἀλλάξουν στό ἐλάχιστο τά παραδεδομένα ὑπό τῶν Ἁγίων καί τῶν Συνόδων εἰς αὐτούς:
«Πείθεται τούτοις ὁ βασιλεύς καί σκεψάμενος τήν περίληψιν τοῦ γράμματος τῆς τοποτηρήσεως, ἐντεῦθεν ἐκτίθησι κατά τό αὐτῷ τε καί τῷ φρά Ἰωάννῃ δοκοῦν, καί στέλλει τοῦτο τοῖς πατριάρχαις μετά μοναχοῦ Θεοδοσίου τοῦ Ἀντιόχου, ἀναθείς αὐτῷ καί λόγους, οὕς ἤθελε, γράψας δ’ εἰς πλάτος καί τοῖς πατριάρχαις, ὅτι· Τά μέν γράμματα τῶν τοποτηρήσεων γραφήτωσαν ἴσα κατά πάντα τῷ νῦν στελλομένῳ παρ’ ἡμῶν διά τό τίμιον καί τῆς συνόδου καί τῶν τοποτηρητῶν καί ὑπογραφήτωσαν παρ’ ὑμῶν· οὕτω γάρ καί ἡ τάξις ἀπαιτεῖ γράφεσθαι ταῦτα. Γινώσκετε δέ ὡς ἡμεῖς οὐδέν ἄλλο ποιήσομεν, εἰ μή ὅπερ ἐγράψατε καί ὑμεῖς· οὐδέ γάρ μεταποιῆσαί τις βουλόμεθα ἤ παρασαλεῦσαι, ἀφ’ ὧν παρελάβομεν ἀπό τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέ προσθεῖναί τι τούτοις ἤ ἀφελεῖν, ἐξ ὧν κατέχομεν καί πιστεύομεν μέχρι τοῦ νῦν καί πρεσβεύομεν, ἀλλ’ ἐμμενοῦμεν τούτοις ἀνενδοιάστως. Μή οὖν ἐνοχλήτω ὑμῖν ἕτερός τις λογισμός, ἀλλά ποιήσατε τά γράμματα καθώς γράφομεν, ἐπειδή ἔχετε πληροφορίαν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς ποιήσομεν ἄλλο παρά βούλεσθε. Μετά τοιούτων γραμμάτων καί λόγων ἀπελθών ὁ Ἀντίοχος πείθει τούς πατριάρχας· οἱ δέ ἐνέδωκαν μεταγραφῆναι τά γράμματα τῶν τοποτηρήσεων ἴσα τῷ ἐντεῦθεν σταλέντι. Μετέγραψαν οὖν καί ἐτέλεσαν ταῦτα, ἐνήλλαξανδέ καί τά πρόσωπα τῶν τοποτηρητῶν καί διεκόμισεν αὐτά ὁ Ἀντίοχος,καί ἠρκέσθησαν εἰς αὐτά ὁ βασιλεύς τε καί ὁ φρά Ἰωάννης. Τοιαύτας προκαταστάσεις παρεῖχεν ἡμῖν ὁ δεφένσωρ τῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας δογμάτων» (Ἀπομνημονεύματα Σίλβεστρου Συρόπουλου ΙΙI, σελ. 166, παρ. 6).
Ἄς συγκρίνει τώρα ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης αὐτά πού εἰσηγήθηκε ὁ π. Βασίλειος στό συνέδριο καί τά αὐτούσια κείμενα πού παρουσιάζομε, διά νά κατανοήση, ἔστω καί ἀμυδρῶς, τήν ἀπάτη καί δολιότητα τοῦ εἰσηγητοῦ. Ἡ πρόθεσις τοῦ π. Βασιλείου εἶναι νά παρουσιάση τούς Πατριάρχες ὡς προδότες καί Λατινόφρονες, διά νά ἀποδείξη ὅτι, ἐνῶ αὐτοί ἦσαν αἱρετικοί, ὁ ἅγιος Μᾶρκος δέν ἀποτειχίστηκε. Τά κείμενα ὅμως ἀποδεικνύουν τό ἐντελῶς ἀντίθετο, ὅτι δηλαδή εἶχαν ἀπολύτως ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά ἔπεσαν θύματα ἀπάτης καί σκευωρίας τοῦ αὐτοκράτορος.
Παρατηροῦμε δυστυχῶς ὅτι αὐτή ἡ τακτική τοῦ π. Βασιλείου εἶναι μόνιμη καί πάγια ὅταν ἀναφέρεται στούς Ἁγίους καί δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ἐπαρουσίασε στήν εἰσήγησί του μόνον ἱστορικά γεγονότα, τά ὁποῖα ἐθεώρησε ὅτι εὔκολα δύναται νά διαστρέψη καί ἀλλοιώση, ἐνῶ τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων, ὅπως γίνεται ἀντιληπτό δέν θά ἠδύνατο νά διαστρεβλώση.
Συνεχίζει τήν ἀναφορά του: «Τέλος ὁ ἄστατος Κωνσταντινουπόλεως Ἰωσήφ δέν ἔκανε καμία σχετική προετοιμασία μέ τούς ἐπισκόπους του καί ἀπειλοῦσε μέ σφοδρότητα, ὅσους δέν ἤθελαν νά τόν ἀκολουθήσουν στήν Ἰταλία. Παρά τὶς συμπροσευχὲς ποὺ ἔκανεἐκεῖ πέρα καὶ τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Πάπα νὰ κάνει Ἑσπερινούς κ.λπ. Φανταστεῖτε πῆρε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Πάπα γιὰ νὰ τελέσει σὲ ξένηἐπικράτεια τὰ λειτουργικά του καθήκοντα» (σελ. 19), φυσικά καί πάλιν ψευδόμενος ὁ π. Βασίλειος, διότι ὄχι μόνον ἔκανε προετοιμασία ὁ Κων/πόλεως Ἰωσήφ, ἀλλά καί διαβεβαιώνει ὅτι μεταβαίνουν στήν Ἰταλία μέ τόν σκοπό τῆς ὁμολογίας καί ἤ νά γυρίσουν νικηταί ἤ νά πεθάνουν ὡς μάρτυρες. Ὁ Συρόπουλος μᾶς μεταφέρει τά γεγονότα ὡς ἑξῆς:
«Ἐν ἐκείναις δέ ταῖς ἡμέραις καθημένου τοῦ πατριάρχου καί τά πρός τήν ἀποδημίαν διεξιόντος, παρόντων καί ἐκ τῶν ἀρχιερέων τινῶν, πρός δέ καί ἡμῶν, καί πάντων δεινήν ἡγουμένων τήν μετά τῶν Λατίνων συνέλευσιν καί συζήτησιν καί δειλιώντων μή καί περί τήν ζωήν αὐτῶν τινες κινδυνεύσωσιν, ὁ πατριάρχης μηδεμίαν ἡμᾶς ἔχειν δειλίαν παρηγγυᾶτο· ἔλεγε γάρ πολύ θάρρος ἔχειν καί πληροφορίαν καί ἀπό γραμμάτων καί ἀπό λόγων τῶν ἐρχομένων ἐκεῖθεν, ὡς· Ἀπελθόντων ἡμῶν ἐκεῖσε σύν Θεῷ ὑποδέξονται πάντας μετά πολλῆς τιμῆς καί ἀγάπης καί μεγάλως θεραπεύσουσιν ἡμᾶς καί ἕξομεν πᾶσαν ἄδειαν καί ἐλευθερίαν λέγειν ἅπερ ἄν ἐθέλωμεν, καί ἀποδείξομεν τήν ἡμετέραν δόξαν τῇ τοῦ Χριστοῦ χάριτι καθαρωτάτην καί λαμπροτάτην, καί ὅσον εἰς τά περί τῆς δόξης διδάσκαλοι ἐκείνων φανήσονται οἱ ἡμέτεροι. Θαρρῶ δέ ὅτι καί πεισθήσονται καί στέρξουσι τήν ἡμετέραν δόξαν καί οὕτως ἑνωθησόμεθα. Πόσων οὖν ἀγαθῶν καί στεφάνων ἄξιοι ἐσόμεθα, εἰ τοσοῦτον ἀγαθόν δι’ ἡμῶν γένηται, συναιρομένου Θεοῦ; Εἰ δέ τό ἡμέτερον οὐ στέρξουσι, πάλιν ὑποστρέψομεν λαμπροί λαμπρῶς Θεοῦ χάριτι κηρύξαντες τήν ἀληθῆ δόξαν καί τήν ἡμῶν κρατύναντες Ἐκκλησίαν καί μηδέν τι τῆς ἀληθείας παρασαλεύσαντες. Εἰ δέ καί πρός βίαν χωρήσουσιν, ἡμεῖς μένοὐδόλως τῆς πατρίου καί ὑγιοῦς ἡμῶν δόξης ἐκκλινοῦμεν κατά τι,κἄν βασάνους ἡμῖν ἐπαγάγωσιν, ἀλλά πάντ’ ἄν ὑποσταίημεν, ἤ παρασαλεῦσαί τι ὧν παρελάβομεν ἔκ τε τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων, καί ἤ μαρτυρικῶς τελειωθησόμεθα, ἤ μάρτυρες ἐσόμεθα τῇ προαιρέσει· καί τί κρεῖττον ἔσται τοῦ γενέσθαι με ὡς τόν ἅγιον Γεώργιον, ἤ ὡς τόν ἅγιον Δημήτριον; ὁπότερον δ’ ἄν ἐκ τῶν τριῶν γένοιτο, μεγάλην δόξαν καί τιμήν καί σωτηρίαν ψυχικήν ἡμῖν προξενήσει. Διό λέγω ἵνα δῶμεν τήν πρός τό θεῖον ἔργον τοῦτο προαίρεσιν καί προθυμίαν ἡμῶν τῷ Θεῷ καί καταφρονήσωμεν καί κόπων καί κινδύνων ὑπέρ αὐτοῦ, κἀκεῖνος δώσει τήν ἔκβασιν τοῦ πράγματος ἐπί τῷ ἡμετέρῳ συμφέροντι. Ἀλλ’ ὅμως οἴδατε ὅτι ἐγώ ἤμην ὁ δυσχεραίνων ἀεί πλέον πάντων ἐπί τοῖς τοιούτοις, καί μηδόλως συντιθέμενος πρός τό ἀφικέσθαι ἐς Ἰταλίαν· νῦν δέ ὁρᾶτε πῶς παρέβλεψα πᾶσαν δυσχέρειαν καί δειλίαν, καί ἐγενόμην πρόθυμος εἰς αὐτό. Νομίζω οὖν εἶναι καί τοῦτο τοῦ Θεοῦ»(Ὡς ἀνωτέρω σελ. 186, παρ. 25).
Αὐτά λοιπόν τά ὁποῖα ἔλεγε καί διεκήρυττε ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ ἦσαν ὁμολογιακά καί ὄχι, ὅπως τά παρουσιάζει ὁ π. Βασίλειος, ἐνδοτικά καί προδοτικά. Ἐδήλωνε δηλαδή ὅτι δέν θά κάνη καμμία ὑποχώρησι στά τῆς πίστεως καί θά προτιμήση τόν θάνατο, παρά νά προδώση. Μέ αὐτήν λοιπόν τήν ἔννοια ἐπίεζε καί ἀπειλοῦσε τούς διστακτικούς καί τούς δειλούς καί ὄχι μέ τήν ἔννοια πού τά παρουσιάζει ὁ π. Βασίλειος, γιά νά τούς κάνη δηλαδή συμμετόχους στις προδοσίες του: «Ταῦτα εἶπε καί εἰς πολλούς καί πολλάκις ἑτοιμαζόμενος καί πρός τήν ἀποδημίαν διεγείρων ἡμᾶς∙ Καί ἀπελευσόμεθα, ἔλεγε, καί ὑποστρέψομεν νικηταί τροπαιοῦχοι. Ἀλλά καί τοῖς μή προαιρουμένοις ἤ καί τοῖς δυσχεραίνουσιν ἀκολουθῆσαι αὐτῷ σφοδρῶς ἠπείλει καί τά δεινότατα κατ’ αὐτῶν ἔλεγε πράξειν, εἰ μή ἕποιντο∙ τοῖς δέ λέγουσι μή δύνασθει ἀπελθεῖν διά τό περιπεσεῖν χρέεσιν ἔφασκε∙ Μᾶλλον ἐλθέτωσαν, ἵν’ ἐκεῖθεν καί τά χρέα αὐτῶν ἀποφλήσωσιν» (σελ. 186, παρ. 26).
Ὡς πρός τήν προετοιμασία δέ διά νά ἀντιμετωπίσουν μέσα στή Σύνοδο τούς Λατίνους, ὁ Συρόπουλος μᾶς πληροφορεῖ τά ἑξῆς σέ ἀντίθεσι μέ αὐτά πού ἰσχυρίζεται ὁ π. Βασίλειος: «Ἐν ὅσῳ δέ οἱ δηλωθέντες πρέσβεις ἀποδημοῦντες ἐτύγχανον, ὁ βασιλεύς σκοπόν ἔθετο συναθροῖσαι τούς ἐλλογίμους τῶν ἡμετέρων καί σκέψασθαι πόθεν ἄν εἴη ἁρμοδιώτερον ἄρξεσθαι τῶν πρός Λατίνους λόγων καί πῶς μέλλουσι προβαίνειν αἱ διαλέξεις. Ὥρισεν οὖν καί συνήχθησαν ὁ Ἐφέσου καί ὁ Ἡρακλείας, οἱ ἄρχοντες τῆς Ἐκκλησίας οἱ σταυροφόροι, πνευματικός ὁ κῦρ Γρηγόριος καί ἱερομόναχος κῦρ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός· παρῆν δέ καί ὁ βασιλεύς μετά τῶν μεσαζόντων καί διδασκάλου τοῦ Σχολαρίου καί τοῦ Κριτοπούλου. Ὥρισεν οὖν ὁ βασιλεύς, ὅτι· Ἐπεί ἐστείλαμεν πρέσβεις πρός οὕς εἴχομεν χρείαν ὥστε ἐπιδημῆσαι εἰς τήν σύνοδον, καί ἐκδεχόμεθα ἵνα μετ’ ἐκείνων καί ἡμεῖς ἀπέλθωμεν εἰς τήν Ἰταλίαν, εἰ ὁ Θεός εὐδοκήσοι, ἴσως μέν ὁ καιρός ἐκεῖνος καί τά πράγματα διδάξουσιν ἡμᾶς ἀκριβέστερον τότε πόθεν ἄν ἀρξώμεθα καί πῶς πρός Λατίνους διαλεξώμεθα· ἀλλ’ ἵνα μή πάντῃ ἀργοί τόν καιρόν ζημιώμεθα, ἔδοξέ μου καλόν ἵνα καί ἀπό τοῦ νῦν σκεπτώμεθα περί τούτου καί προγυμναζώμεθα εἰς τά περί ὧν ἡ τοιαύτη ἀπαιτεῖ ὕλη. Ἤδη οὖν χάριν τούτου συνήχθητε καί εἰπάτω ἕκαστος τό δοκοῦν αὐτῷ. Εἶπεν οὖν πρῶτον ὁ Καντακουζηνός ὁ μεσάζων ὅτι· Ἐμοί δοκεῖ καλόν ἵνα ὁ ταχθησόμενος τούς πρός ἐκείνους ποιεῖσθαι λόγους εἴπῃ ἡμέρως καί φιλικῶς μετά τῆς προσηκούσης κατασκευῆς καί τιμῆς καί οἰκονομίας ὅτι τό αἴτιον τοῦ σχίσματος ἐγένετο ἀπό τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης. Διορθωθήτω γοῦν τό περί τούτου, καί οὕτω προχωρήσομεν καί εἰς τούς ἐφεξῆς λόγους. Εἶπον δέ καί οἱ ἄλλοι οἱ μέν τά αὐτά, οἱ δέ ἕτερα» (σελ. 168, παρ. 8).
Καί λίγο πιό κάτω στήν παράγραφο (10) ἀναφέρει ὁ Συρόπουλος ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἐμελετοῦσαν τόν Καβάσιλα καί ἐγυμνάζοντο στά ζητήματα τῶν διαλέξεων, ἐζήτησαν δέ καί κάποια βιβλία ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος διά νά τά πάρουν μαζί των προκειμένου νά τά χρησιμοποιήσουν γιά τήν ἀνεύρεσι ἐπιχειρημάτων.
Ἐν συνεχεία ὁ π. Βασίλειος μέ τό ὕφος χιλίων καρδιναλίων εἰσηγεῖται τά ἑξῆς: «Ὁ ἅγιος Μᾶρκος λοιπόν ἀναχώρησε γιά τήνἸταλία τόσο μέ τόν “προδιεφθαρμένο” πατριάρχη, ὅσο καί μέ τούςὑπολοίπους λατινόφρονες καί φιλενωτικούς κληρικούς».
Ἐδῶ ἀσφαλῶς, ἄν δέν θέλουμε νά καταλογίσωμε δολιότητα καί σκοπιμότητα στίς προθέσεις τοῦ π. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος παρουσιάζει τήν νύκτα γιά ἡμέρα, πρέπει νά ὑποθέσωμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὀνειροβατεῖ ἤ ὅτι κοινῶς τά ἔχει χαμένα. Τήν ἔκφρασι δέ«προδιεφθαρμένο πατριάρχη», τήν δανείζεται τεχνηέντως ἀπό τήν ἔκθεσι τοῦ ἁγίου Μάρκου στά γεγονότα τῆς ἐν Φλωρεντίᾳ Συνόδου. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὅμως, δέν ἐννοεῖ στήν ἔκθεσί του αὐτά τά ὁποῖα θέλει νά μᾶς παρουσιάση ὁ π. Βασίλειος, ἀλλά τόν ὀνομάζει «προδιεφθαρμένο» στό τέλος τῆς ἐκθέσεως καί ἀφοῦ ἐπαρουσίασε τήν ἀλλαγή του στήν Ἰταλία, κατόπιν τῶν πιέσεων καί τῆς πείνας πού εἶχαν ὑποβάλει οἱ Παπικοί τούς Ὀρθοδόξους καί σαφῶς τό «προδιεφθαρμένος» δέν ἀναφέρεται στήν χρονική περίοδο πού ἦτο στήν Κων/πολι, ἀλλά στήν Ἰταλία καί ἐννοεῖ ὁ ἅγιος ὅτι ἤδη μέ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα συνέβησαν στήν Ἰταλία εἶχε διαφθαρεῖ ἡ προαίρεσις τοῦ Πατριάρχου:
«…Ἀλλ’ οἱ τολμηροί τήν δυσσέβειαν καί ὅσοι τούτοις παρά τήν ἀρχήν ἠκολούθησαν, ἐπαγγελίαις λαμπραῖς ὑπαχθέντες καί δόμασι, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ τόν Υἱόν ἀπεφήνατο τοῦ Πνεύματος αἴτιον, ὅ μηδ’ ἐν τοῖς τῶν Λατίνων ῥητοῖς εὕρηταί που φανερῶς κείμενον. Τούτοις δέ καί ὁ πατριάρχης ἐπεψηφίσατο, προδιεφθαρμένος ἤδη καί αὐτός ὁ τάλας καί ἅμα διψῶν τήν ἐκεῖθεν ἀπαλλαγήν, εἰ καί τό χρεών αὐτόν συνήλαυνε πρός τόν θάνατον...» (Ἔκθεσις τοῦ ἁγιωτάτου Μητροπολίτου Ἐφέσου τίνι τρόπῳ ἐδέξατο τό τῆς ἀρχιερωσύνης ἀξίωμα, καί δήλωσις τῆς Συνόδου τῆς ἐν Φλωρεντίᾳ γενομένης -Τὰ εὑρισκόμενα ἅπαντα, τόμ. Α΄, σελ. 382-384).
Ἡ ἔκφρασις λοιπόν τοῦ ἁγίου Μάρκου «προδιεφθαρμένος ἤδη» σημαίνει ὅτι ἤδη εἶχε συντελεσθῆ ἡ μεταστροφή καί ἀλλαγή τοῦφρονήματός του ἀπό τά γεγονότα τῆς Ἰταλίας, ἐνῶ ἡ ἔκφρασις τοῦἁγίου «καί ἅμα διψῶν τήν ἐκεῖθεν ἀπαλλαγήν» πάλι συνηγορεῖ εἰς τόὅτι ἀπό τά ἐκεῖ συμβάντα μετεστράφη, καθώς καί ἀπό τό γεγονός ὅτιεἶχε ἐξασθενήσει καί ἐπλησίαζε ὁ θάνατός του.
Τά ἴδια ἀναφέρει ὁ ἅγιος Μᾶρκος καί διά τούς ὑπολοίπουςἘπισκόπους, λίγο πιό κάτω: «ὡς εἶδον αὐτούς ἐκθύμως ἤδη πρός τήνἕνωσιν ὡρμημένους καί τούς ἐμοί συνεστώτας πρότερον ἄρτισυμπεπτωκότας ἐκείνοις, ἐγγράφων δέ οὐδέ μεμνημένους, ἐπέσχονκαί αὐτός τήν γραφήν, ἵνα μή πρός ὀργήν αὐτούς ἐρεθίσας, εἰςπροὖπτον ἤδη τόν κίνδυνον ἐμαυτόν ἐμβάλω» (Ὡς ἀνωτέρω).
Αὐτοί λοιπόν οἱ Ἐπίσκοποι, πού πρίν ἦσαν συναγωνιστές του, τώρα εἶχαν μεταστραφῆ καί ἐκπέσει ἀπό φόβο καί δειλία. Ὅλα αὐτά λοιπόν δέν ἀναφέρονται γιά τήν στάσι τῶν Ἐπισκόπων πρίν ἀναχωρήσουν ἀπό τήν Κων/πολι, ἀλλά γιά τό χρονικό διάστημα στήν Ἰταλία. Ἄλλωστε προαναφέραμε ὅτι ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ διεκήρυττε στήν Κων/πολι, ὅτι θά ὁμολογήση στή Σύνοδο τήν ὀρθόδοξο πίστι του μέχρι θανάτου.
Συνεχίζει ὁ π. Βασίλειος νά παρουσιάζη δῆθεν ὡς Λατινόφρονες τούς Ἐπισκόπους, προσκομίζοντας ὅμως παραπομπές ἀπό τά γεγονότα τῆς Συνόδου τῆς Ἰταλίας. Δηλαδή τούς κατ’ ἀρχάς συναγωνιστές τοῦ ἁγίου Μάρκου στήν Ἰταλία καί ἐν συνεχείᾳ ἐξωμόσαντες, τούς παρουσιάζει ὡς δῆθεν ἐξ’ ἀρχῆς πρό τῆς ἀναχωρήσεώς των ἀπό τήν Κων/πολι Λατινόφρονες, ἀπό τούς ὁποίους ὅμως ὁ ἅγιος Μᾶρκος δέν ἀποτειχίσθηκε: «Μεταξύ τῶν λατινοφρόνων ἐπισκόπων ἦταν ὁ Ρωσίας Ἰσίδωρος, ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε τήν συμφωνία Ὀρθοδόξων-Λατίνων στό δόγμα περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ Μυτιλήνης Δωρόθεος καί Λακεδαιμονίας Μεθόδιος ἀρνοῦντο ἐπίσης κατηγορηματικά ὅτι οἱ Λατῖνοι εἶναι αἱρετικοί. Οἱ Φιλενωτικοί ὑποστήριζαν ἀκόμη ὅτι ἡ μεταξύ μας διαφορά εἶναι “μικρή” καί θεωροῦσαν μάλιστα τούς ἁγίους Πατέρες πού εἶχαν συγγράψει, Σεβασμιώτατε, κατά τῶν λατινικῶν κακοδοξιῶν “σχισματικούς”, ὑποστηρικτές δηλαδή τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαιρέσεως, καί δέν ἀποδέχονταν τά συγγράμματά τους» (σελ. 19).
Ἐπαναλαμβάνουμε τονίζοντας πάλι ὅτι οἱ παραπομπές πού παραθέτει ὁ π. Βασίλειος εἶναι ἀπό τά ἱστορικά γεγονότα τῆς Ἰταλίας, καί αὐτό σημαίνει ἀσφαλῶς ὅτι δέν εἶχαν ἐκδηλώσει τέτοια φρονήματα ἀπό τήν Κων/πολι, ἐνῶ καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος στήν Ἰταλία εἶδε αὐτήν τήν ἀλλαγή τῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἀπό συναγωνιστές του ἔγιναν ἀντίπαλοι.
Τελικῶς ὁ π. Βασίλειος φθάνει στόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ἐπικαλέσθηκε ὅλα αὐτά τά ψευδῆ καί ἀλλοιωμένα ἱστορικά στοιχεῖα συνεχίζοντας τήν εἰσήγησί του: «Ὁ ἅγιος Μᾶρκος διέκοψε τήν κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες μόνο μετά τήν ἕνωση τῆς Φλωρεντίας, γεγονός πού, ἐπαναλαμβάνουμε, δικαιώνει τήν δική μας στάση καί ὄχι τῶν ζηλωτῶν» (σελ. 19).
Προσέθεσε ἀκόμη ἕνα ψεῦδος ὁ π. Βασίλειος στό σημεῖο αὐτό, καθ’ ὅσον ὁ ἅγιος Μᾶρκος διέκοψε τήν κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες, πρίν ἀπό τήν ἕνωσι, ὅταν διεπίστωσε τά αἱρετικά των φρονήματα. Τό ἀναφέρει ὁ ἴδιος στήν ἴδια τήν ἔκθεσι τῶν γεγονότων πιό κάτω ὡς ἑξῆς: «Ἐντεῦθεν οἱ μὲν τὰ ἑαυτῶν ἔπραξαν καὶ πρὸς τὴν συνθήκην τοῦ ὅρου καὶ τὰ λοιπά της ἑνώσεως ἔβλεψαν· ἐγὼ δὲχωρισθείς αὐτῶν ἔκτοτε καὶ ἐμαυτῷ σχολάσας, ἵνα τοῖς ἁγίοις μου πατράσι καὶ διδασκάλοις διατελῶ συνημμένος, πᾶσι καταφανῆ ποιῶ τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην διὰ τῆσδέ μου τῆς γραφῆς, ὡς ἂν ἑξῇ δοκιμάζειν τῷ βουλομένω, πότερον ὑγιέσι δόγμασι χαίρων, ἢ διεστραμμένοις τισὶ τὴν γεγενημένην ἕνωσιν οὐ παρεδεξάμην» (ὡς ἀνωτέρω, σελ. 384).
Ὁ ἅγιος λοιπόν ἀποτειχίσθηκε, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει, ἀπό τή στιγμή πού οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπέβλεψαν εἰς τό νά ἀποδεχθοῦν τά λατινικά δόγματα, διότι ἡ ἕνωσις δέν συνίσταται εἰς τήν ὑπογραφή τοῦ ὅρου, ἀλλά εἰς τήν ἀποδοχή τῆς πίστεως τῶν Λατίνων. Δι’ αὐτό ὁ ἅγιος ἐπιλέγει ὅτι ἐχωρίσθηκε καί ἀποτειχίσθηκε: «ἵνα τοῖς ἁγίοις μου πατράσι καὶ διδασκάλοις διατελῶ συνημμένος».
Ὅπως λοιπόν ἡ ἕνωσις μέ τούς ἁγίους Πατέρες δέν συντελεῖται μέ κάποια ὑπογραφή, οὔτε θεωρητική ὁμολογία καί χαρτοπόλεμο, ἀλλά ἀποδοχή μέ λόγια καί ἔργα τῆς πίστεως τῶν ἁγίων Πατέρων, ἔτσι καί ἡ ἀποδοχή τῶν λατινικῶν αἱρέσεων εἶναι ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς Ἁγίους καί ἡ ἔκπτωσι ἀπό τήν Ἐκκλησία. Εἰς τό ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἀποτειχίσθηκε πολύ πρίν τήν ἕνωσι μέ τούς Λατίνους, συνηγορεῖ τό γεγονός ὅτι ὅταν ὁ ἅγιος διεπίστωσε πεπεισμένους περί τῆς ἑνώσεως τούς Ὀρθοδόξους, ἐσταμάτησε νά παρευρίσκεται στίς διάφορες συνάξεις των, πρᾶγμα τό ὁποῖο καταγράφει χαρακτηριστικά ὁ Συρόπουλος:
«Ὡς οὖν καί εἰς τοῦτο παράτασις ἡμερῶν ἐγένετο, διεμηνύσατο ὁ πάπας καί ἐγένετο συνέλευσις τοῦ βασιλέως καί ἡμῶν εἰς τόν πάπαν,μόνου τοῦ Ἐφέσου ἀπόντος, καί λόγοι πολλοί περί τοῦδε κεκίνηνται τοῦ ζητήματος, τῶν μέν Λατίνων ἀγωνιζομένων παντί τρόπῳ συστῆσαι ἥν ἔχουσι δόξαν περί τούτου καί καταστῆσαι καί τούς ἡμετέρους οὕτως ἱερουργεῖν, τοῦ Ῥωσίας δέ καί τοῦ Νικαίας ἀντιλεγόντων μέν ἐκ μέρους, κατά τι δέ καί συμφωνούντων» (Ὡς ἀνωτ. σελ. 476, παρ. 3).
Ὀλίγο κατωτέρω διά τό θέμα τῶν εὐχῶν τῆς Θ. Λειτουργίας καί συγκεκριμένα διά τήν μετουσίωσι τῶν θείων δώρων ὁ Συρόπουλος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὁ δέ βασιλεύς μετακαλεσάμενος τόν Ἐφέσουἠξίωσεν ἵνα γράψῃ τι περί τοῦδε τοῦ ζητήματος∙ ὁ δέ ἐπείσθη καί ἔγραψε καί ἀπέδειξεν ὅτι οὕτω παρέδωκαν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, τελειοῦσθαι τά θεῖα δῶρα, καθώς ἁγιάζουσι ταῦτα οἱ ἡμέτεροι ἱερεῖς» (σελ. 478, παρ. 3). Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία λοιπόν αὐτή, ὁ ἅγιος ἦτο ἀπών καί ἀπό τίς συνάξεις τῶν Ὀρθοδόξων, πρᾶγμα πού ἀποδεικνύει τήν ἀποτείχισί του, ἐνῶ ἀκόμη ὁ ὅρος, ἡ συμφωνία μέ τούς Λατίνους δέν εἶχαν ἀκόμη συντελεσθεῖ.
Ὡς ἐκ τούτου αὐτά τά ὁποία ἰσχυρίζεται ὁ π. Βασίλειος, ὅτι δηλαδή «ὁ ἅγιος Μᾶρκος διέκοψε τήν κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες μόνο μετά τήν ἕνωσι τῆς Φλωρεντίας» εἶναι ψεύδη κι ἀποκυήματα τῆς φαντασίας του. Ἡ παραπομπή δέ τήν ὁποία δίδει διά νά ἀποδίξη αὐτά πού λέγει εἶναι λίαν ἄστοχη καί μᾶλλον συνηγορεῖ περί τοῦ ἀντιθέτου, πέραν τῶν ἀποδεικτικῶν στοιχείων τά ὁποῖα ἀναφέραμε. Μποροῦμε ὅμως νά ἐπανέλθωμε ἐπί τοῦ θέματος τούτου μέ περισσότερα στοιχεῖα, ἄν φυσικά ὁ π. Βασίλειος ἔχη τήν διάθεσι νά δευτερολογήση.
Θά ἀναφέρωμε ἐν συνεχείᾳ ὀλίγα τινά διά τήν περίπτωσι τοῦ ἁγίου Κυρίλλου μέ τόν Νεστόριο, στά ὁποῖα πάλι ἐντοπίσαμε μεγάλη παραπλάνησι ἐκ μέρους τοῦ π. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος εἰσηγεῖται τά ἑξῆς: «Ἡ πρόσκαιρη αὐτή διακοπή τῆς κοινωνίας ἔχει ὡς σκοπό τήν καταγγελία τοῦ αἱρετικοῦ ποιμένος γιά παραπομπή του σέ συνοδικό δικαστήριο, τό ὁποῖο θά ἀποφασίσει τελεσίδικα εἴτε τήν παύση εἴτε τήν ὁριστικοποίηση τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας μαζί του. Κάτι τέτοιο ἔγινε γιά παράδειγμα στήν περίπτωση τοῦ ἁγίου ΚυρίλλουἈλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος, παρά τό ὅτι ἐπαινοῦσε ὅσους διέκοψαν ἄμεσα τήν κοινωνία μέ τόν αἱρετικό πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο, αὐτός δέν ἔκανε τό ἴδιο. Ἀντιθέτως, ὁ ἱερός Κύριλλος προέτρεπε τόν Νεστόριο διά παραινετικῶν ἐπιστολῶν, στίς ὁποῖες τόνἀποκαλοῦσε «συλλειτουργό», νά ἐγκαταλείψει τίς αἱρετικές δοξασίες του» (σελ. 10-11).
Ἐδῶ πάλι θά καταγγείλωμε τά ψεύδη τοῦ π. Βασιλείου Παπαδάκη, θέτοντας ταυτόχρονα κάποια ἐρωτήματα: Ποιός κατ’ ἀρχάς, πάτερ, εἶπε ὅτι ὁ σκοπός τῆς ἀποτειχίσεως εἶναι «ἡκαταγγελία τοῦ αἱρετικοῦ ποιμένος γιά παραπομπή του σέ συνοδικό δικαστήριο»; Καί ἔστω, τέλος πάντων, ἔτσι νά εἶναι τά πράγματα, γιατί δέν ἀποτειχίζονται οἱ Ἀντιοικουμενιστές εἰς τρόπον ὥστε νά ἐπισπευθῆ ἡ διαδικασία τῆς καταγγελίας τῶν αἱρετικῶν ποιμένων γιά παραπομπή στό Συνοδικό Δικαστήριο; Γιατί ἐπίσης ἐκ τῶν πραγμάτων, ὅταν κάποιοι ἀποτειχίζονται, τό Συνοδικό Δικαστήριο δέν καλεῖ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους διά νά τούς ἐγκαλέση καί καταδικάση, ἀλλά καταδικάζει ἀσυζητητί καί μάλιστα μέ εἰσήγησι καί παραπομπή τοῦ ἰδίου τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, τούς ἀποτειχισθέντας διά θέματα πίστεως;
Συνεπῶς ἐδῶ ἔχομε ὅ,τι ἀκριβῶς ἔγινε στήν περίπτωσι τοῦ Νεστορίου. Ἀποτειχίστηκαν δηλαδή οἱ κληρικοί του καί αὐτός τούς καθήρεσε. Αὐτό καταδεικνύει πασιφανῶς ὅτι ἡ Σύνοδος ἡ ὁποία καταδικάζει τούς ἀποτειχισθέντας εἶναι καί αὐτή αἱρετική, διότι δέν καταδικάζει τούς καταγγελθέντας αἱρετικούς καί τήν αἵρεσι στήν ὁποία ἔχουν ὑποπέσει, ἀλλά τούς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ἀποτειχίζονται ἀπό αὐτούς. Ὡς ἐκ τούτου τό ἐπιχείρημα τούτο τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν ἀποτελεῖ πρόφασι ἐν ἁμαρτίαις, ψεῦδος καί ἀπάτη καί τό ἐπικαλοῦνται διά νά ἀποφύγουν τίς ἐπιπτώσεις τῆς ὁμολογίας, ἐνῶ ἡ ὁμολογία διά τοῦ χαρτοπολέμου δέν ἔχει καμμία ἐπίπτωσι καί δι’ αὐτό τήν ἀσκοῦν ἄνετα καί ἀπρόσκοπτα.
Ἐπίσης μέ τό ἴδιο δόλιο ἐπιχείρημα στηρίζουν τήν θεωρία τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ἡ ὁποία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά ἐπιλέγη κάποιος νομίμως ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί κινδυνευούσης τῆς πίστεως, τήν ὁδό τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ βολέματος καί τήν συμπόρευσι μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς. Ὅλα αὐτά τά ἀναφέραμε, δοθείσης τῆς εὐκαιρίας, ἐπειδή καί ὁ π. Βασίλειος εἶναι ὑποστηρικτής αὐτῆς τῆς ἀπάτης καί τοῦ ψεύδους, καί δι’ αὐτό τά ἐπιχειρήματά του δέν τά ἀντλεῖ ἀπό τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους, ἀλλά ἀπό τά σκοτεινά σημεῖα τῆς ἱστορίας καί ἀπό τά πρός ἀποφυγή παραδείγματα.
Συνεχίζοντας ἐπισημαίνομε πάλι ὅτι οἱ παραπομπές πού μᾶς δίδει γιά νά στηρίξη τά ἐπιχειρήματά του, σχετικά μέ τόν ἅγιος Κύριλλο, εἶναι ἐπιλεκτικές, μέθοδος βεβαίως πού χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ. Μέ ἄλλα λόγια, ἐπῆρε μία λέξι ἀπό ἐδῶ καί μία πρότασι ἀπό κάπου ἀλλοῦ καί ἐξήγαγε τά συμπεράσματα πού ἐξυπηρετοῦν τούς Οἰκουμενιστές. Τό ἴδιο ἔπραξε καί μέ τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό, ὅταν μετά, κατά τήν διάρκεια τῆς συζητήσεως ἡ ὁποία ἐπηκολούθησε τίς σχετικές εἰσηγήσεις, ἀνέφερε ὅτι στήν ἐναρκτήρια προσφώνησί του ὁ ἅγιος στή Σύνοδο Φλωρεντίας–Φερράρας ἀπεκάλεσε στήν εἰσαγωγή τόν Πάπα «ἁγιώτατο», ἀποσιωπώντας βεβαίως καί θάβοντας ὅλη τήν ὑπόλοιπη ὁμιλία του, ἡ ὁποία ἦτο ἕνας δριμύτατος ἔλεγχος τῶν παπικῶν αἱρέσεων καί πλανῶν, ἀλλά ταυτόχρονα καί ὑπόδειξις ἐκ μέρους τοῦ ἁγίου τοῦ τρόπου ἐπαναφορᾶς τοῦ Πάπα εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν.
Οἱ ὑποσημειώσεις λοιπόν ἀπό τίς ὁποῖες ἀντλεῖ τά συμπεράσματά του ὁ π. Βασίλειος εἶναι οἱ ἑξῆς: «Τῆς θεοσεβείας ὑμῶν τόν ζῆλον, ὅν ἐν Χριστῷ πεποίησθε βλασφημουμένῳ, καί τοῦτο ἐν ἐκκλησίᾳ τῇ τῶν ὀρθοδόξων, μεμαθήκαμεν ἀκριβῶς, καί σφόδρα μέν ἐπηνέσαμεν τῆς εὐνοίας ὑμᾶς τῆς εἰς Χριστόν, καί ἀγάπης τῆς εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ…» (P.G. 77, 125 B). Αὐτό γιά νά ἀποδείξη τόν ἔπαινο πού ἀποδίδει πρός τούς ἀποτειχισθέντας ἀπό τόν Νεστόριο κληρικούς τῆς Κων/πόλεως.
Ἐπίσης γιά νά ἀποδείξη ὅτι δέν διέκοψε ὁ ἅγιος Κύριλλος τήν πρός τόν Νεστόριο κοινωνία, πρίν αὐτός καταδικαστεῖ Συνοδικῶς, ἐπικαλεῖται δύο χωρία ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Κυρίλλου πρός τόν Κελεστῖνο Ρώμης:
«Ἐγώ δέ ὁμολογῶ, καίτοι βουληθείς συνοδικῷ γράμματι φανερόν αὐτῷ καταστῆσαι, ὅτι ταῦτα λέγοντι καί φρονοῦντι κοινωνεῖν οὐ δυνάμεθα∙ τοῦτο μέν οὐ πεποίηκα. Λογισάμενος δέ, ὅτι χρή τοῖς ὀλισθήσασι χεῖρα διδόναι, καί ὡς ἀδελφούς πεσόντας ἐγεῖραι, παρῄνεσα διά γραμμάτων ἀποσχέσθαι τῆς τοιαύτης κακοδοξίας. Ἀλλ’ ὠνήσαμεν οὐδέν» (P.G. 77,81A), καθώς ἐπίσης: «Οὐ πρότερον δέ τῆς πρός αὐτόν κοινωνίας ἐκβάλλομεν ἑαυτούς μετά παῤῥησίας, πρίν ἄν ταῦτα τῇ σῇ θεοσεβείᾳ ἀνακοινωσώμεθα. Διό δή καταξίωσον τυπῶσαι τό δοκοῦν, καί πότερόν ποτε χρή κοινωνεῖν αὐτῷ ἤ λοιπόν ἀπειπεῖν μετά παῤῥησίας, ὅτι τοιαῦτα φρονοῦντι καί διδάσκοντι οὐδείς κοινωνεῖ» (P.G. 77,84CD).
Ἀκόμη ἀναφέρει ἕνα χωρίο στό ὁποῖο ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀποκαλεῖ συλλειτουργό του τόν Νεστόριο: «Τῷ εὐλαβεστάτῳ καί θεοφιλεστάτῳ συλλειτουργῷ Νεστορίῳ, Κύριλλος καί ἡ συνελθοῦσα σύνοδος ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἐκ τῆς Αἰγυπτιακῆς διοικήσεως ἐν Κυρίῳ χαίρειν»(P.G. 77,105 C) καί τέλος ἀναφέρει ἕνα χωρίο ἀπό τήν ἴδια ἐπιστολή στήν ὁποία ὁ ἅγιος Κύριλλος προτρέπει τόν Νεστόριο νά ἐγκαταλείψη τίς αἱρετικές δοξασίες του: «…καί τρίτῳ σοι τούτῳ διαμαρτυρόμεθα γράμματι, συμβουλεύοντες ἀποσχέσθαι μέν τῶν οὕτω σκαιῶν καί διεστραμμών δογμάτων, ἅ καί φρονεῖς καί διδάσκεις, ἀνθελέσθαι δέ τήν ὀρθήν πίστιν, τήν ταῖς Ἐκκλησίαις παραδοθεῖσαν ἐξ ἀρχῆς διά τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί εὐαγγελιστῶν, οἵ καί αὐτόπται καί ὑπηρέται τοῦ λόγου γεγόνασι. Καί εἰ μή τοῦτο δράσειεν ἡ σή εὐλάβεια, κατά τήν ὁρισθεῖσαν προθεσμίαν ἐν τοῖς γράμμασι τοῦ μνημονευθέντος ὁσιωτάτου καί θεοσεβεστάτου ἀδελφοῦ καί συλλειτουργοῦ ἡμῶν τοῦ τῆς Ῥωμαίων Ἐκκλησίας ἐπισκόπου Κελεστίνου, γίνωσκε σαὐτόνοὐδένα κλῆρον ἔχοντα μεθ’ ἡμῶν, οὐδέ τόπον ἤ λόγον ἐν τοῖς ἱερεῦσι τοῦ Θεοῦ καί ἐπισκόποις» (P.G. 77,108 B).
Ὅλα αὐτά πού παρουσιάζει ὁ π. Βασίλειος γέμουν ἀπάτης καί δόλου. Διότι κατ’ ἀρχάς ὁ ἅγιος Κύριλλος δέν ἐπαινοῦσε μόνον τούς ἀποτειχισθέντας ἀπό τόν Νεστόριο κληρικούς καί λαϊκούς τῆς Κων/πόλεως, ἀλλά ἐδήλωνε ἀπερίφραστα στούς ἀποτειχισθέντας ὅτι μέ αὐτήν τήν στάσι των διατηροῦν τούς ἑαυτούς των ἀσπίλους καί ἀμώμους κατά τήν πίστι, δηλαδή χωρίς μολυσμό καί συμμετοχή στήν αἵρεσι· ἐδήλωνε ὅτι ὁ Νεστόριος διά τῆς αἱρέσεως κατέστη λύκος καί δέν γίνεται λύκος, βεβαίως, μετά τήν καταδίκη του ἀπό τήν Σύνοδο, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Ἀντιοικουμενιστές καί ὁ π. Βασίλειος· ἐδήλωνε, κυρίως, ὅτι αὐτός ἔχει κοινωνία μέ τούς ἀποτειχισθέντας καί δέν ἀναγνωρίζει τίς ἐπιβληθεῖσες ποινές, ἕνεκα τῆς πίστεως, ὑπό τοῦ Νεστορίου καί, τέλος, ὅτι τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀνεπαύετο εἰς αὐτούς πού ἀποτειχίστηκαν.
Ἡ ἐπιστολή αὐτή πρός τόν κλῆρον καί τόν λαό τῆς Κων/πόλεως ἔχει ὡς τίτλον: «Τοῦ αὐτοῦ Κυρίλλου ἐπιστολή γραφεῖσα πρός τόν κλῆρον καί τόν λαόν Κωνσταντινουπόλεως∙ ἐν ᾗ γράφει, ὥστε μή προσέχειν αὐτούς τῇ δυσσεβεῖ διδασκαλίᾳ τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου, μήτε μήν κοινωνεῖν αὐτῷ, εἰ μένει λύκος ἀντί ποιμένος∙ ἀλλά μᾶλλον ἀνδρίζεσθαι ἐν Κυρίῳ, καί τήν ἑαυτῶν πίστιν τηρεῖν ἀπαρακόμιστον. Ἔτι τε γράφει καί κοινωνούς εἶναι τούς ἐκβληθέντας παρά Νεστορίου, ἀντειπόντας αὐτοῦ τῇ διδασκαλίᾳ»(P.G. 77,124A), ἀναφέρει δέ στό τέλος αὐτῆς ὁ ἅγιος Κύριλλος τά ἑξῆς: «Ταύτην ἐν ἑαυτοῖς ἀναζωπυροῦντες ἀεί τήν πίστιν, ἀσπίλους καί ἀμώμους ἑαυτούς τηρήσατε, μήτε κοινωνοῦντες τῷ μνημονευθέντι, μήτε μήν ὡς διδασκάλῳ προσέχοντες, εἰ μένει λύκος ἀντί ποιμένος, καί μετά ταύτην ἡμῶν τήν ὑπόμνησιν τήν πρός αὐτόν γενομένην, φρονεῖν ἕλοιτο τά διεστραμμένα. Τοῖς δέ γε τῶν κληρικῶν,ἤτοι λαϊκῶν διά τήν ὀρθήν πίστιν κεχωρισμένοις, ἤ καθαιρεθεῖσι παρ’ αὐτοῦ, κοινωνοῦμεν ἡμεῖς, οὐ τήν ἐκείνου κυροῦντες ἄδικον ψῆφον,ἐπαινοῦντες δέ μᾶλλον τούς πεπονθότας, κἀκεῖνο λέγοντες αὐτοῖς· “Εἰ ὀνειδίζεσθε ἐν Κυρίῳ, μακάριοι· ὅτι τό τῆς δυνάμεως καί τό τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα εἰς ὑμᾶς ἀναπέπαυται”» (P.G. 77, 125 A).
Ἄν συγκρίνη ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης αὐτά πού εἰσηγήθηκε ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης καί αὐτά πού κατ’ οὐσίαν ἐδίδασκε ὁ ἅγιος Κύριλλος, νομίζω θά διαπιστώση τό μέγεθος τῆς ἀπάτης καί πλάνης καί, κυρίως, τό ὅτι θέλουμε νά φέρουμε καί τούς Ἁγίους σήμερα στά μέτρα μας. Ὁ ἅγιος Κύριλλος μόλις διεπίστωσε τήν αἵρεσι τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Νεστορίου, ξεσήκωσε ὅλο τόν κόσμο καί ἀπαιτοῦσε ἄμεση διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἀπό αὐτόν. Πρός τόν σκοπό τοῦτο τοῦ ἔθεσε διορία, ἔχοντας καί τήν σύμφωνο γνώμη του Πάπα Ρώμης Κελεστίνου, δέκα (10) ἡμερῶν. Ἄν ἐντός αὐτοῦ τοῦ χρονικοῦ διαστήματος δέν ἐμετανοοῦσε καί δέν ἀνεθεμάτιζε ἐγγράφως τίς αἱρέσεις του, θά διέκοπτον κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μετ’ αὐτοῦ καί θά τόν ἐθεωροῦσαν ἐκτός Ἐκκλησίας, πρίν φυσικά καταδικασθῆ Συνοδικῶς:«λοιπόν ἀναγκαίως ἤλθομεν ἐπί τό χρῆναι διά συνοδικοῦ γράμματος αὐτῷ διαμαρτύρασθαι, ὡς εἰ μή ἀπόσχοιτο τήν ταχίστην τῶν ἑαυτοῦ καινοτομιῶν, καί κατά τήν ὁρισθεῖσαν προθεσμίαν παρά τοῦ ὁσιωτάτου καί θεοσεβεστάτου τῆς Ῥωμαίων Ἐκκλησίας ἐπισκόπου Κελεστίνου, ἀναθεματίσει μέν ἐγγράφως ἐκεῖνα, ἅπερ εἴρηκέ τε παρ’ ὑμῖν, καί βίβλοις ἐνέθηκεν, ἤ γοῦν ἐντεθῆναι παρεσκεύασιν, αἵ καί παρ’ ἡμῖν εἰσιν, οὐδένα κοινωνίας ἔχει τόπον πρός τούς ἱερέας τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἔσται πάντων ἀλλότριος» (P.G. 77, 124).
Τί σχέσι ἔχουν ἄραγε αὐτά, τά ὁποῖα ἐδίδασκε καί ἔπραξε ὁ ἅγιος Κύριλλος μέ αὐτά πού διδάσκουν καί πράττουν σήμερα οἱ Ἀντιοικουμενιστές; Παρ’ ὅλα αὐτά παρουσιάζουν τόν ἅγιο Κύριλλο συνοδοιπόρο των καί εὐλογοῦντα τίς πράξεις των. Ἄς τολμήσουν καί αὐτοί σήμερα, ὅπως τότε ὁ ἅγιος Κύριλλος νά δηλώσουν π.χ. ὅτι δέν ἀναγνωρίζουν τίς ἕνεκα τῆς πίστεως ποινές πού ἐπέβαλαν οἱ Οἰκουμενιστές εἰς βάρος τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ράσκας καί Πριζρένης Ἀρτεμίου καί τῶν σύν αὐτῷ κληρικῶν του καί ἄς τολμήσουν νά θέσουν χρονικό ὅριο μετανοίας δέκα ἡμερῶν, γιά παράδειγμα, στόν διάδοχο τοῦ θρόνου καί τῆς ἀσεβείας τοῦ Νεστορίου, στόν σημερινό δηλαδή Πατριάρχη Βαρθολομαῖο. Τότε μόνο θά εἶναι ἀκόλουθοι τῆς διδασκαλίας καί τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καί ὄχι μέ τήν ἀπατηλή καί δόλια σύρραψι λέξεων καί ἐκφράσεων καί μέ τήν ἀποσιώπησι ὅλων ὅσων δέν ἐξυπηρετοῦν τήν πορεία των.
Δέν πρέπει ἐπίσης νά διαλάθη τῆς προσοχῆς μας καί τό ὅτι ἡ δήλωσις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου περί τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας του μετά τῶν ἀποτειχισθέντων ἀπό τόν Νεστόριο, καί τῆς μή ἀναγνωρίσεως τῶν ποινῶν, τίς ὁποῖες ὁ Νεστόριος ἐπέβαλε, σημαίνει ἀριδήλως ὅτι δέν ἔχει κατ’ οὐσίαν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο. Διότι, πῶς εἶναι δυνατόν συγχρόνως νά ἔχη κοινωνία ἐκκλησιαστική καί μέ τούς ἀποτειχισμένους καί μέ αὐτόν ἀπό τόν ὁποῖο ἀποτειχίσθηκαν; Εἶναι δηλαδή σάν σήμερα, γιά παράδειγμα ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς νά ἔχη συγχρόνως ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Μητροπολίτη Ράσκας Ἀρτέμιο καί μέ τόν Πατριάρχη Σερβίας καί τήν Σύνοδο, ἡ ὁποία τόν καθήρεσε. Ἐδῶ προφανῶς ἰσχύει τό γραφικό ρητό «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔσται». Ἐφ’ ὅσον δηλαδή ὁ Πειραιῶς ἔχη κοινωνία ἐκκλησιαστικῶς μέ τήν Σερβική Σύνοδο, δέν δύναται νά ἔχη κοινωνία μέ τόν Σεβασμιότατο Ἀρτέμιο καί, φυσικά, τό ἀντίθετο.
Ὁ λόγος λοιπόν τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, τόν ὁποῖο ἀποσπασματικά ἐπαρουσίασε ὁ π. Βασίλειος, «ὅτι ταῦτα λέγοντι καί φρονοῦντι (ὁ Νεστόριος δηλαδή) κοινωνεῖν οὐ δυνάμεθα∙ τοῦτο μέν οὐ πεποίηκα»(P.G. 77, 21Α) δέν σημαίνει ὅτι μέχρι νά καθαιρεθῆ Συνοδικῶς ἐγώ δέν διακόπτω τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο, ὅπως θέλουν νά παρουσιάσουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές καί ὁ π. Βασίλειος, ἀλλά σημαίνει ὅτι ἐγώ ἔχω ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς ἀποτειχισμένους ἀπό αὐτόν (τόν Νεστόριο) καί μέ τόν ἴδιο, ἐφ’ ὅσον ἐμμένει στίς πλάνες του. Τό ἐφ’ ὅσον παραμένει στίς πλάνες του δηλώνει ἡ διορία τῶν δέκα (10) ἡμερῶν πού τοῦ ἔδωσαν γιά νά μετανοήση καί νά τίς ἀναθεματίση. Δι’ αὐτό ἀκριβῶς ὁ ἅγιος Κύριλλος ὠνόμαζε τόν Νεστόριο λύκο ἀντί ποιμένος, σύμφωνα μέ τήν ἁγιογραφική διδασκαλία καί προέτρεπε τούς Κων/πολίτες νά ἀπέχουν ἀπό αὐτόν.
Τό ὅτι τέλος τόν προσφωνοῦσε συλλειτουργό καί εὐλαβέστατο, αὐτές εἶναι τυπικές ἐκφράσεις χάριν εὐγενείας, χωρίς οὐσιαστικό νόημα, ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε ὁ ἅγιος Μᾶρκος, ὅταν προσφώνησε τόν Πάπα στήν Ἰταλία «ἁγιώτατο» καί ὅπως κάνουμε ἐμεῖς σήμερα ὅταν προσφωνοῦμε τόν Πατριάρχη «Παναγιώτατο», ἤ τόν Δημητριάδος «Ἅγιο ἤ Σεβασμιότατο» κλπ.
Δέν θέλω νά ἐπεκταθῶ ἔτι περισσότερο στήν ἀνάλυσι καὶ σχολιασμό τῆς εἰσηγήσεως τοῦ π. Βασιλείου Παπαδάκη κατά τήν προεκτεθεῖσα Ἡμερίδα στόν Πειραϊκό Σύνδεσμο, διότι ὅλη κινεῖται στό ἴδιο πνεῦμα, χωρίς δηλαδή στήριξι μέ ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία καί ὅπου αὐτή ὑπάρχει εἶναι κομμένη καί ραμμένη στά μέτρα τῆς Ν. Ἐποχῆς.
Θά ἤθελα ὅμως νά προτείνω δύο πράγματα στόν π. Βασίλειο, μέ ἀπόλυτο εἰλικρίνεια τῶν προθέσεών μου.
Ἄν θέλη νά δεχθῆ αὐτό τό ὁποῖο εἴχαμε προτείνει καί στούς ὑπευθύνους τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, τήν δι’ ἐρωτήσεων δηλαδή συγκεκριμένων, καί ἀναλόγων ἀπαντήσεων ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, διευθέτησι (ἐξέτασι) ἐπί τῶν θεμάτων πού διαφωνοῦμε, ὥστε νά ἀποφεύγεται ἡ διολίσθησις νά ὁμιλοῦμε ἐκεῖ, ὅπου μᾶς ἐξυπηρετεῖ καί νά ἀποφεύγωμε, ὅσα δέν μᾶς συμφέρουν.
Καί δεύτερον, ἄν δέν δέχεται αὐτοῦ τοῦ εἴδους τόν διάλογο μέ συγκεκριμένες ἐρωτήσεις καί ἀπαντήσεις ἀπό κάθε πλευρά, τουλάχιστον νά μᾶς ἀπαντήση στίς δύο συγκεκριμένες ἐρωτήσεις πού ἐθέσαμε ἐδῶ καί χρόνια τώρα στούς πατέρες τοῦ ἐν λόγῳ Γραφείου, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν νά ἀπαντήσουν καί παρέπεμψαν τό θέμα τεχνηέντως εἰς τά Καλένδας τῆς Ἡμερίδος, στήν ὁποία ἦταν καί ὁ π. Βασίλειος εἰσηγητής.
Οἱ δύο αὐτές ἐρωτήσεις εἶναι οἱ ἑξῆς:
1. Ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων ἡ ὁποία συνηγορεῖ ἤ ἔστω ταιριάζει μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Μέ ἄλλα λόγια πρός κατανόησι, ποῦ διδάσκεται εἰς τήν Ἁγία Γραφή καί τούς ἁγίους Πατέρες ἡ παραμονή τῶν πιστῶν εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες, ἡ ἀναγνώρισίς των εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, ἡ μνημόνευσίς των κλπ. μέχρι δηλαδή ἀποφάσεως τῆς Συνόδου.
2. Ποῦ διδάσκεται στήν Ἁγία Γραφή καί στούς ἁγίους Πατέρες ὅτι μέ τήν παραμονή μας εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, δέν ταυτιζόμεθα μέ τήν πίστι των, δέν συνοδοιποροῦμε μέ τήν αἵρεσι καί δέν μολυνόμεθα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική αὐτή ἐπικοινωνία, ἔστω δηλαδή καί ἄν ἔχωμε ὀρθόδοξο φρόνημα.
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τούς Παλαιοημερολογίτες, νομίζω ὅτι εἶναι ἁρμόδιο αὐτοί νά ἀπαντήσουν. Τά πολλά, ἐπίσης, γεγονότα τά ὁποῖα ἀνέφερε ἀπό τήν ἱστορία, τά ἐθεωρήσαμε ὡς παγίδα καί ἐκτός θέματος καί δέν ἀσχοληθήκαμε μέ αὐτά. Τόν παρακαλοῦμε δέ εἰς τό ἑξῆς νά μήν ἀλλοιώνη καί παρερμηνεύη τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί τῶν Κανόνων, ἀλλά καί αὐτά πού λέγομε ἐμεῖς σήμερα. Ἄν καί ἐμεῖς στήν προσπάθειά μας νά ἀντικρούσωμε τά λεγόμενα τῆς εἰσηγήσεώς του ἐκάναμε τό ἴδιο, τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς τό ἐπισημάνη μέ συγκεκριμένα στοιχεῖα, ὥστε νά διορθωθοῦμε. Ἄλλωστε νομίζω ὅτι τήν διόρθωσι ἑκάστης πλευρᾶς διά τά λάθη της, ἔχει ὡς σκοπό κάθε καλοπροαίρετος διάλογος.
Τέλος ζητοῦμε νά μᾶς συγχωρέση ὁ π. Βασίλειος ἄν κάπου κατά τήν ἐκτίμησί μας τόν ἀδικήσαμε καί δέν τόν κατανοήσαμε καί νά εὔχεται διά τήν σωτηρία μας.
Θά συνεχίσωμε τόν σχολιασμό μας ἀναφέροντας ὀλίγα τινά καί γιά τόν τρίτο εἰσηγητή τῆς Ἡμερίδος, π. Ἰωάννη Φωτόπουλο.
Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς.
No comments:
Post a Comment