ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ του π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
Στήν εἰσήγησί σου (π. Βασίλειε) ἀναφέρεις μεγαλορρημο-νώντας τά ἑξῆς: «Οἱ ζηλωτές μάλιστα τόλμησαν νά ὑποστηρίξουν ὅτι οἱ ἀπαγορεύσεις τῶν ἱερῶν κανόνων γιά τήν διακοινωνία καί τίς συμπροσευχές μέ τούς αἱρετικούς, δέν ἀναφέρονται στούς ἐκτός Ἐκκλησίας καταδικασμένους αἱρετικούς, ἀλλά στούς ἐντός Ἐκκλησίας μή καταδικασμένους αἱρετικούς» (σελ. 14).
Ἐδῶ, ἐπειδή δίνεις παραπομπή ὄχι ἀπό παλαιοημερολογίτικη πηγή, ἀλλά ἀπό γραπτά κείμενα ἀποτειχισμένων, πρέπει, δοθείσης τῆς εὐκαιρίας, νά ἀναφέρωμε ὅτι κατέταξες, π. Βασίλειε, τούς Παλαιοημερολογίτες καί τούς Ἀποτειχισμένους στήν ἴδια κατηγορία, προφανῶς γιά νά διευκολυνθῆς στό νά ἀποδείξης τίς ἀνορθόδοξες θεωρίες σου, ἐπειδή γνωρίζεις τά τρωτά καί τίς ἀδυναμίες τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, νά τούς βάλης ὅλους, κατά τό δή λεγόμενο, στό ἴδιο καζάνι καί ἔτσι, νά ἐπικρατήσουν οἱ θεωρίες σου. Αὐτό βέβαια δέν εἶναι Ὁρθόδοξος τακτική, διότι ποτέ τά ἐπιχειρήματά μας δέν στηρίζονται στίς ἀδυναμίες καί τά λάθη τῶν ἄλλων, ἀλλά στηρίζονται ἀδιάσειστα στήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων, τά ὁποῖα προφανῶς ἀπό ἐσένα ἔλλειπαν.
Κατά δεύτερο λόγο θά ἠδύνασο ὅλους νά τούς κατατάξης σέ μία ὁμάδα καί νά τούς ἀποκαλέσης Ζηλωτές, μόνο ἄν εἴχαν μεταξύ των ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, διότι αὐτή δηλώνει ἐνσωμάτωσι καί διά τοῦτο ὁμαδοποίησι, ὅπως συμβαίνει μέ ἐσένα καί τούς Ἀντιοικουμενιστές, τούς ὁποίους σᾶς κατατάσσομε ἐμεῖς στήν ὁμάδα τῶν Οἰκουμενιστῶν, λόγῳ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί ἐνσωματώσεως καί συμπορεύσεως μέ αὐτούς.
Ἐρχόμενος μετά ἀπό αὐτήν τήν παρένθεσι (διότι πολλά προκύπτουν στήν πορεία τῆς κριτικῆς μας ἀπό τήν ἀνορθόδοξη αὐτή εἰσήγησι) στά λόγια σου πού ἀνωτέρω ἀναφέραμε, διαπιστώνω π. Βασίλειε, ὅτι τό μόνο σου ἐπιχείρημα καί ἀποδεικτικό στοιχεῖο γιά τήν ὀρθοδοξότητα τῶν λόγων σου, εἶναι ὅτι αὐτά τά λένε οἱ Ζηλωτές, καί ἄρα εἶναι ἀπορριπτέα. Εἶναι σάν νά λέμε δηλαδή καί ἐμεῖς γιά κάποιο θέμα ὅτι αὐτά τά ὑποστηρίζουν οἱ Οἰκουμενιστές ἤ οἱ Ἀντιοικουμενιστές καί ἄρα εἶναι ἀπορριπτέα, χωρίς νά προσκομίσωμε ἀνάλογα ἁγιογραφικά καί πατερικά ἐπιχειρήματα.
Νομίζω, πάτερ Βασίλειε, ὅτι μέ τήν διδασκαλία σου αὐτή καί τίς θέσεις σου οἱ Οἰκουμενιστές θά πρέπει νά σέ κάνουν Ἐπίσκοπο ἤ Ἀρχιεπίσκοπο, διότι δέν θά ὑπῆρχε πιό κατάλληλη διδασκαλία γιά τήν προαγωγή τῆς αἱρέσεως, ἀπό αὐτή τήν ὁποία ἐπαρουσίασες στήν εἰσήγησί σου. Περιμένουμε ὅμως, δευτερολογώντας, νά τά στηρίξης αὐτά ἁγιογραφικῶς πρῶτα, καί πατερικῶς ἐν συνεχείᾳ, γιά νά φανοῦν ὅτι ὅλα αὐτά πού προανέφερα δέν εἶναι ὀρθά καί ἀδίκως σέ κατηγοροῦμε.
Πάντως ἡ τακτική σου αὐτή νά ἀπομονώσης τόν Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τήν διδασκαλία ὅλων τῶν Ἁγίων καί τούς ἄλλους Κανόνες, θά ἦταν ἀξιέπαινη, ἄν ἐπρόκειτο νά βροῦμε τρόπο νά ἐξουδετερώσουμε κάποιους καί δέν μποροῦμε νά στηριχθοῦμε κάπου, οὔτε ἔχομε ἔστω καί ἕνα ἐπιχείρημα. Δηλαδή θά ἦταν ἀξιέπαινη σάν ἐφεύρεσι σέ ἕνα πόλεμο πού λέμε ὅτι πρέπει νά ἐξουδετερώσουμε τόν ἐχθρό, ὅπως καί ἄν ἔχη, ἔστω καί παράνομα, ἔστω καί μέ φανταστικές ἀποδείξεις, ἔστω καί χωρίς ἀποδείξεις, ἔστω καί μέ ψέμματα καί ἀπάτες, ἀρκεῖ νά τόν ἐξουδετερώσουμε. Δι’ αὐτό καί ἡ ἐφεύρεσί σου νά τούς καταδείξης ὅλους ὡς Ζηλωτές, εἶναι ὄντως ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως πρωτοποριακή καί πιστεύω λίαν χρήσιμη στούς Οἰκουμενιστές. Διότι ὅταν ἀκούει κάποιος «Ζηλωτές», ἀμέσως πηγαίνει ὁ νοῦς του στούς Παλαιοημερολογίτες, στά σχίσματα, στή δημιουργία «Συνόδων» καί σέ ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα καί ἐμεῖς κατηγοροῦμε.
Ἐμεῖς λοιπόν, π. Βασίλειε (ὄχι οἱ Ζηλωτές) ἐτολμήσαμε νά ὑποστηρίξουμε ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες ἀναφέρονται στό φρόνημα τῶν αἱρετικῶν καί ὄχι σέ καταδικασμένους καί μή καταδικασμένους αἱρετικούς καί ἐσύ ὑποστηρίζεις (χωρίς νά τολμᾶς, διότι ἐδῶ δέν χρειάζεται τόλμη, λόγω τῆς καλύψεως καί συμπορεύσεως μέ τήν ἐξουσία) ὅτι οἱ ποινές καί οἱ ἀπαγορεύσεις τῶν ἱερῶν Κανόνων ἀναφέρονται σέ καταδικασμένους καί ἀποκομμένους ἀπό Σύνοδο αἱρετικούς. Πρέπει λοιπόν νά μᾶς ὑποδείξης, γιά νά φανοῦν ὀρθές οἱ θέσεις σου καί ἀστήρικτες οἱ ἰδικές μας, ποίους καταδικάζει καί ἀναθεματίζει ὁ Θεός διά τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή (Γαλ. 1, 8-9) καί ἀπό ποίους αἱρετικούς πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦμε, ἐπειδή εἶναι αὐτοκατάκριτοι στήν πρός Τίτον ἐπιστολή (Τιτ. 3, 10-11) καί σέ ποίους τέλος πάντων δέν πρέπει νά λέμε οὔτε «χαίρεται», διότι δέν φέρουν τήν Ὀρθόδοξο διδαχή, ὅπως παραγγέλλει στήν δεύτερη Καθολική ἐπιστολή του ὁ Ἰωάννης (Β΄ Ἰωάν. 10-11). Ἀφήνω ἄλλα χωρία παρόμοια τῆς Γραφῆς π.χ. τούς τυφλούς, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦν τούς ἄλλους (Ματθ. 15, 14), τούς λύκους πού ξεστρατίζουν τά πρόβατα καί τά ὁδηγοῦν στούς ἑαυτούς των (Πραξ 20, 29-30) καί ἀκόμη, ἄν θέλης, καί αὐτούς μέ τούς ὁποίους δέν πρέπει νά συντρώγωμε (Α΄ Κοριν. 5, 9-11). Ἄν δηλαδή ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, στηρίζει καί ἀποδεικνύει τίς ἰδικές σου ἀπόψεις ὡς ὀρθές, τότε φυσικά οἱ ἰδικές μας εἶναι αἱρετικές καί πλανεμένες καί, ὄντως, ἐτολμήσαμε νά διαστρέψουμε τίς Γραφές, τούς Ἁγίους καί τούς ἱερούς Κανόνες. Ἄν ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἡ Ἁγία Γραφή στηρίζει τίς ἰδικές μας θέσεις καί ἀπόψεις, τότε ἀποδεικνύεσαι μέγας ἀπατεώνας, διότι προσπάθησες μέ τά σκόρπια καί σκοτεινά πρός ἀποφυγή παραδείγματα πού ἀνέφερες, νά θεμελιώσης αἱρετικές ἀπόψεις καί θεωρίες, καί μάλιστα θεωρίες πού σήμερα στηρίζουν καί προάγουν τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τό ἴδιο πρέπει νά κάνης καί μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων νά ἀναφέρης δηλαδή καί νά ἀποδείξης ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Χρυσόστομος πατήρ, ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός (τά κείμενα τῶν ὁποίων προαναφέραμε) καί ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἅγιοι, ὅταν ὁμιλοῦν γιά ἄμεση ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς, ὁμιλοῦν γιά ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς καταδικασμένους αἱρετικούς καί ἀποκομμένους Συνοδικῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐνῶ γιά τούς ἐντός Ἐκκλησίας οἱ Ἅγιοι διδάσκουν ἀντίθετα.
Σέ παρακαλοῦμε, λοιπόν, ἐν κατακλεῖδι ἐπί τοῦ θέματος τούτου, νά δευτερολογήσης καί νά ἀποδείξης ἀθῶο τόν ἑαυτόν σου ἀπό τίς κατηγορίες τίς ὁποῖες σοῦ προσάπτουμε. Διότι ἐμεῖς ὑποστηρίζουμε πώς, ὅ,τι δέν συμφωνεῖ μέ τήν Ἁγία Γραφή, μέ τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων (αὐτά ὅλα εἶναι ἀλληλένδετα καί ἔχουν σάν βάσι τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς), δέν εἶναι Ὀρθόδοξο, ἔστω καί ἄν ἀναφέρεται ὅτι τό ἔκαναν κάποιοι μέσα στήν ἱστορία, ἤ ἀκόμη καί Ἅγιοι σάν οἰκονομία, λόγῳ ὅμως κάποιας ἀδηρίτου ἀνάγκης καί γιά περιορισμένο καί καθορισμένο χρονικό διάστημα, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου στόν ὀρθόδοξο ὁρισμό τῆς οἰκονομίας (Φατ. 24, 64, 63).
Ἐσύ πάτερ Βασίλειε (δοθείσης εὐκαιρίας τό ἐπισημαίνουμε καί αὐτό) ἀναφέρεις στήν εἰσήγησί σου πολλές φορές τήν λέξι οἰκονομία, προφανῶς γιά νά δικαιολογήσης τίς παρανομίες καί αἱρέσεις τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἀλλά μέ διεστραμμένη ἔννοια καί σημασία, διότι δέν ὑπάρχει Ὀρθόδοξος οἰκονομία χωρίς τούς ὅρους πού θέτουν οἱ Πατέρες καί, πολύ περισσότερο, ὅταν διά τῆς οἰκονομίας αὐτῆς προάγεται ἡ αἵρεσις καί βεβηλώνεται ἡ Ὀρθόδοξος πίστις.
Ἐδῶ δηλαδή ἰσχύει ἡ διδασκαλία τοῦ Χρυσορρήμονος ἁγίου«οἰκονομητέον ἔνθα μή παρανομητέον», δηλαδή ἡ οἰκονομία βοηθεῖ σέ κάποια δύσκολη στιγμή τήν Ἐκκλησία, ἀλλά δέν
διαστρέφει τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί διδασκαλία καί Παράδοσι καί παρελθούσης τῆς ἀνάγκης ἐπανερχόμεθα στήν βασιλική ὁδό τῆς ἀκριβείας τῶν Γραφῶν καί τῶν Κανόνων, διότι ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ ἀσφάλεια διά τήν σωτηρία μας. Ἄρα λοιπόν δέν ἀποτελοῦν οἰκονομίες ὅλα αὐτά πού κάνουν σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι, ἀλλά πλάνες καί αἱρέσεις, βαπτισμένες ἀπό ἐσένα, καί ὄχι μόνο, ὡς οἰκονομίες, πρός παραπλάνησι τῶν ἀθώων καί ἁπλῶν Ὀρθοδόξων, διότι δέν ἔχουν κανένα ἀπολύτως γνώρισμα τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων περί Ὀρθοδόξου οἰκονομίας.
Ὁ σκοπός μου ὅμως, ὅπως προανέφερα π. Βασίλειε, δέν εἶναι νά ἀσχοληθῶ μέ τά σκόρπια παραδείγματα πού ἐπικαλέσθηκες, πολλά ἀπό τά ὁποῖα δυσκολεύτηκα νά τά ἐντοπίσω μέ βάσι τίς παραπομπές πού ἔδωσες, ἀλλά μέ βασικές θέσεις σου, μέ τίς ὁποῖες πιστεύω ὅτι διαστρέφεις τήν Ὀρθόδοξο διδασκαλία καί Παράδοσι καί μέ τήν γραμμή πού ἀκολουθεῖς ἀποφεύγοντας τεχνηέντως τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων. Δι’ αὐτό ἔρχομαι νά σχολιάσω τά ὅσα ἀνέφερες σχετικά μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη.
Πρέπει κατ’ ἀρχάς νά ἀναφέρωμε, πρίν καταπιασθοῦμε μέ τό τμῆμα τῆς εἰσηγήσεως τοῦ π. Βασιλείου Παπαδάκη, τό ὁποῖο ἀφοροῦσε τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ὅτι δέν θά ἀσχοληθοῦμε, ὄχι μόνο μέ τά σκόρπια παραδείγματα, τά ὁποῖα προσπάθησε νά τά παρουσιάση ὡς δῆθεν ἐν καιρῷ αἱρέσεως Ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἀλλά οὔτε καὶ μὲ ὅσα ἐπικαλέσθηκε, παίρνοντας στοιχεῖα ἀπό τούς Παλαιοημερολογίτες, ἤ ὅσα ἀφοροῦσαν θέσεις καί καταστάσεις τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Θεωροῦμε ὅτι, δι’ αὐτά, εἶναι ἁρμόδιοι ἐκεῖνοι νά ἀπαντήσουν καί, ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐμᾶς δέν μᾶς ἀφοροῦν. Μέ τήν δόλια καί πονηρή τοποθέτησί του νά τούς κατατάξη ὅλους (Παλαιοημερολογίτες καί ἀποτειχισμένους) στούς Ζηλωτές, δημιούργησε μία σύγχυσι καί ἐπιβάλλεται ἐμεῖς νά ξεχωρίσωμε ὅ,τι ἀναφέρεται στούς ἀποτειχισμένους, ὥστε σέ αὐτά νά ἀπαντοῦμε, καθόσον σέ ἕναν ἁπλό ἀκροατή καί ἀναγνώστη τῶν ἱστοσελίδων, ὁ ὁποῖος προφανῶς δέν γνωρίζει νά κάνη αὐτή τή διάκρισι, δημιουργεῖ τήν ἐντύπωσι ὅτι, αὐτά τά ὁποῖα ἀναφέρει ὁ π. Βασίλειος, ἀφοροῦν ὅλους καί ἔτσι, τά λάθη τῶν Παλαιοημερολιτῶν, τά φορτώνει στούς ἀποτειχισμένους.
Κατ’ ἀρχάς ὁ π. Βασίλειος ἔρχεται σέ ὀξεία ἀντίθεσι μέ τόν προηγούμενο εἰσηγητή, τόν Μητροπολίτη Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, διότι αὐτός ἰσχυρίσθηκε ὅτι ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης διέκοψε ὄντως τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία με τούς δύο Πατριάρχες, Ἁγιο Ταράσιο και Νικηφόρο καί μάλιστα δύο φορές, ἐνῶ ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς ἰσχυρίσθηκε ὅτι δέν διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς δύο Πατριάρχες, ἁπλῶς μόνο ψυχράνθηκαν οἱ σχέσεις των σέ προσωπικό ἐπίπεδο. Ἐπίσης ὀξεία ἀντίθεσι μεταξύ των παρατηρεῖται καί εἰς τό ὅτι ὁ π. Βασίλειος ἰσχυρίστηκε ὅτι οἱ ἀποσχίσεις αὐτές τοῦ Ὁσίου καταδικάσθηκαν Συνοδικῶς, ἐνῶ ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς ἰσχυρίσθηκε ὅτι δέν καταδικάσθηκε ὁ Ὅσιος ἀπό καμμία ἐγκεκριμμένη Σύνοδο.
Ἀνέφερε συγκεκριμένα ὁ Πειραιῶς, ἀντιγράφοντας κατά γράμμα τόν καθηγητή Β. Τσίγκο: «Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δέν ἦταν σχισματικός ἤ ἔστω πρόσκαιρα σχισματικός πού ἀργότερα μετενόησε. Πρός ἐπίρρωσι τῶν προαναφερθέντων θά πρέπει νά σημειωθῆ πώς δέν καταδικάσθηκε ὡς σχισματικός ἀπό καμμία ἔγκυρη Σύνοδο τῆς ἐποχῆς του» (σελ. 91 τῆς μελέτης τοῦ καθ. Β. Τσίγκου).
Ὁ π. Βασίλειος στήν εἰσήγησί του ἀνέφερε τά ἑξῆς: «Ὁ ἅγιος Θεόδωρος εἶναι βέβαια ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους ὁμολογητές καθώς διέπρεψε στούς ἀγῶνες κατά τῆς εἰκονομαχίας. Μόνο οἱ δύο ἀνωτέρω πρόσκαιρες ἀποτειχίσεις του ἔχουν καταδικαστεῖ», καί ὀλίγω ἀνωτέρω ἀνέφερε: «οἱ ἀποσχίσεις τοῦ ἁγίου Θεοδώρου ἔχουν καταδικαστεῖ καί δέν θεωροῦνται πρότυπο πρός μίμησι ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες».
Ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς πάλι ἀντιγράφοντας τόν καθηγητή, ἀνέφερε γιά τόν ὅσιο τά ἑξῆς: «Ἀποτελεῖ ἀναντίρρητη πραγματικότητα καί ἀμετακίνητη βεβαιότητα ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση δέν θά τιμοῦσε σχισματικό ἐπί τόσους αἰῶνες, ὡς ἅγιο τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας»· ἐνῶ ὁ π. Βασίλειος ἀνέφερε τά ἑξῆς:«Ἀρχικά καταδικάστηκαν (οἱ ἀποσχίσεις τοῦ ὁσίου) τό 809 ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ ἁγίου Νικηφόρου, ἡ ὁποία ἀναθεμάτισε τούς Στουδίτες καί τούς ὁμόφρονάς των»· καὶ ὀλίγο κατωτέρω: «Οἱ ἀποσχίσεις τοῦ ὁσίου Θεοδώρου καταδικάστηκαν καί μετά τήν ἀναστήλωση τῆς Ὀρθοδοξίας (842) ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ ἁγίου Μεθοδίου Κων/πόλεως τοῦ ὁμολογητοῦ»· καί στή συνέχεια: «Μέ καταδικασμένα λοιπόν ἀπό τήν Ἐκκλησία συγγράμματα προσπαθοῦν οἱ ζηλωτές νά στηρίξουν τά σχίσματά των καί νά διαλύσουν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ».
Ἡ προκλητική καί σκανδαλώδης αὐτή ἀντίθεσις τῶν δύο εἰσηγητῶν ξεκινᾶ ἀπό τήν ἴδια ἀφετηρία καί ἔχει τόν ἴδιο σκοπό. Δηλαδή ὁ Μητροπολίτης, ἰσχυριζόμενος ὅτι ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δέν ἔκανε σχίσμα, δέν διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, δέν κατακρίθηκε κλπ., θέλει νά ἐντάξη τόν ὅσιο στήν γραμμή καί πορεία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί χαρτοπολεμιστῶν, ἐνῶ ὁ π. Βασίλειος, λέγοντας τά ἀντίθετα ἀκριβῶς, θέλει νά παρουσιάση τόν ὅσιο, ἐξ αἰτίας τῶν δύο ἀποτειχίσεών του, καθηρημένο, ἀναθεματισμένο μαζί μέ τά συγγράμματά του, ἐκτός Ἐκκλησίας, δηλαδή ἐλεεινό θέαμα πρός ἀποφυγή καί ἀποτροπιασμό μέ ἄλλα λόγια ἀποστροφή καί φτύσιμο. Μέ αὐτόν τόν τρόπο θέλει νά ἐντάξη τά πρόβατα στό μαντρί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στό στόμα τῶν λύκων (αἱρετικῶν) καί βεβαίως στήν γραμμή καί πορεία τῆς Ν. Ἐποχῆς, μέ τήν ὁποία συνοδοιπορεῖ ὁ Οἰκουμενισμός, μέ ὅλα τά ἐπακόλουθα. Δι’ αὐτό ἰσχυρίστηκε στήν εἰσήγησί του (καί μάλιστα δύο φορές) ὅτι δέν κηρύσσεται καμμία αἵρεσις, παρά μόνον ἔχουν εἰπωθεῖ μερικές κακόδοξες ἐκφράσεις κάποιων Ἐπισκόπων, ὅπως ἐγίνετο πάντοτε στήν ἱστορία.
Συνεπῶς, σύμφωνα πάντοτε μέ τόν π. Βασίλειο Παπαδάκη, ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς προέβη στήν εἰσήγησί του, στηριζόμενος σέ καταδικασμένα καί ἀναθεματισμένα ἀπό τήν Ἐκκλησία κείμενα, τό ἴδιο βεβαίως καί ὁ καθηγητής Β. Τσίγκος στήν διδακτορική του μελέτη καί τό χειρότερο ὅλων, αὐτά τά καταδικασμένα καί ἀναθεματισμένα (κατά τόν π. Βασίλειο) κείμενα τοῦ ὁσίου, ἔχουν καταγραφῆ στήν Φιλοκαλία τῆς ΕΠΕ (Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν τόμ. 18 Β), ἐκεῖ δηλαδή πού ἐκδίδονται τά ὡραιότερα, θεολογικώτερα καί ὀρθοδοξότερα κείμενα, δίπλα στά κείμενα τοῦ ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος κλπ. Καί βεβαίως μερικά ἀπό αὐτά τά «καταδικασθέντα» καί «ἀναθεματισμένα» κείμενα, ἐπικαλοῦνται οἱ ἐπί Βέκκου ὁσιομάρτυρες στήν ὁμολογιακή τους ἐπιστολή πρός τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η΄ τόν Παλαιολόγο.
Ἡ ἀνακάλυψις τέλος, τοῦ π. Βασιλείου περί καταδικασμένων καί ἀναθεματισμένων κειμένων, διέφυγε ἀπό τήν γνῶσι τῶν καθηγητῶν τῆς θεολογικῆς σχολῆς πού ἐνέκριναν παμψηφεῖ τήν ἐργασία αὐτή τοῦ κ. Β. Τσίγκου, διότι τοποθετεῖ τά κείμενα τῆς Μοιχειανικῆς αἱρέσεως, μέ τά ὁποῖα ἀποκλειστικῶς ἀσχολήθηκε στήν μελέτη του, ὡς τά κορυφαῖα πατερικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα συνοψίζουν ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξο διδασκαλία. Γράφει ὁ καθηγητής συγκεκριμένα: «Στίς ἑκατοντάδες συγγράμματά του, ὅπου δέν εἶναι ὑπερβολή ἐάν ὑποστηρίξουμε ὅτι ἀντικατοπτρίζεται σύνολη ἡ διδασκαλία τῶν θεοφόρων Πατέρων...» (Πρόλογος, σελ. 7)καί στόν ἐπίλογο: «Τό περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ πατρός εἶναι ἡ ἴδια ἡ δογματική διδασκαλία τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας» (σελ. 366). Ἀλλά γιά τά καταδικασμένα, κατά τόν π. Βασίλειο, κείμενα τοῦ ὁσίου θά ἀναφερθοῦμε ἀργότερα, διότι, ὅπως φαίνεται, πρέπει νά ξεκινήσωμε κατά τό δή λεγόμενο ἀπό τό ἄλφα–βῆτα, ἐπειδή δείχνει ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα ἄγνοια γιά βασικά θέματα, τά ὁποῖα ἀφοροῦν στόν ὅσιο καί φυσικά στήν Ἐκκλησία καί στήν σύγχρονη αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Κατ’ ἀρχάς, ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης στήν εἰσήγησί του, ἀποκαλύπτει παχυλή ἄγνοια τοῦ λόγου γιά τόν ὁποῖο ἀποτειχίσθηκε ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, καθ’ ὅσον ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς στήν εἰσήγησί του ὡς λόγο ἀποτειχίσεως τόν παράνομο γάμο τοῦ αὐτοκράτορος. Δέν ὑπάρχει ὅμως κάτι ψευδέστερον τούτου καί πιστεύω ὅτι ἐσκεμμένως τό ἀναφέρει αὐτό ὡς λόγο ἀποτειχίσεως τοῦ ὁσίου, διά νά δυνηθῆ εὐκόλως κι ἀνωδύνως νά ἀποδείξη ὅτι δέν ὑπῆρχε πρόβλημα αἱρέσεως καί ἄρα ἡ ἀποτείχισίς του ἦτο παράνομος. Ἀναφέρει συγκεκριμένα στήν εἰσήγησί του τά ἑξῆς: «Οἱ Ζηλωτές γιά νά δικαιολογήσουν τά σχίσματά τους, ἐπενόησαν μία ἀνύπαρκτη στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία αἵρεσι, τήν αἵρεσι τοῦ μοιχειανισμοῦ».
Δέν εἶναι ἐπινόησις, πάτερ, οὔτε τῶν Ζηλωτῶν, οὔτε τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ἡ μοιχειανική αἵρεσις. Δέν ἔχει κανείς δικαίωμα στήν Ἐκκλησία, οὔτε νά ἐπινοῆ, οὔτε νά ἀμνηστεύη αἱρέσεις, ὅπως ἀκριβῶς πράττεις ἐσύ. Αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι δέν ἀποδέχεσαι οὔτε τό Εὐαγγέλιο, οὔτε τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου. Ἄκουσε λοιπόν, τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου καί εἶναι δικαίωμά σου νά τήν ἀποδεχθῆς ἤ νά τήν ἀπορρίψης. Καί ἄν μέν τήν ἀπορρίψης, ἐπειδή δέν ἔχεις νά ἀντιπαραβάλης τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἤ τῶν ἱερῶν Κανόνων ἤ τῶν ἁγίων Πατέρων ἔχει καλῶς. Ἄν ὅμως τήν ἀπορρίπτης ἀντιπαραβάλλοντας τά σκόρπια πρός ἀποφυγή παραδείγματα τῆς ἱστορίας, τότε νομίζω ὅτι ὁ τρόπος καί ἡ πορεία τήν ὁποία ἀκολουθεῖς εἶναι αἱρετική καί δέν διαφέρει σέ τίποτε ἀπό αὐτή τῶν Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἄλλο Εὐαγγέλιο, ἄλλους Κανόνες, ἄλλους Πατέρες καί φυσικά ἔχουν καί τά σκόρπια σου παραδείγματα.
Σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ἀθανάσιον ὁ Ὅσιος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐπειδή δέ διά φωνῆς Κυρίου, ἀποστόλων τε καί προφητῶν, πρός τούτοις δέ καί θεοφόροις Πατράσιν ἐναποδέδεικται, ὅτι αἵρεσις χαλεπωτάτη· βλεπέτω σου ἡ σύνεσις, καί εἰτινοσοῦν ἄλλου ὁμογνωμονοῦντος σοι, ποῦ προσκρούειν μέλλετε. Αἱ γάρ παρ' ὑμῶν προτάσεις περί τοῦ μή εἶναι αἵρεσιν, σύγγνωτε οὐκ ἐκ φωνῆς Κυρίου, οὐδέ ἐκ στόματος ἁγίου· προφητικῶς δέ εἰπεῖν, ἐκ γῆς φωνούντων καί ἐκ νόμων ἀλλοκότων, πληθύος τε τῆς φόβῳ ἀνθρωπίνῳ πάντα λέγειν ἐπιτρεπομένης» (Φατ. 48, 129,11- P.G. 99 1069C).
Ὁ Ὅσιος λοιπόν ὅ,τι ἔλεγε τό ἐστήριζε, π. Βασίλειε, στούς λόγους τοῦ Κυρίου,τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων καί ὄχι στά διάφορα γεγονότα τῆς ἱστορίας. Μέ βάσι λοιπόν αὐτήν τήν διδασκαλία ἀπεδείκνυε ὅτι ἡ (μοιχοζευξία) ἦταν χαλεπωτάτη αἵρεσις καί δέν εἶναι ἐπινόησις τῶν Ζηλωτῶν. Πρέπει λοιπόν κι ἐσύ νά μᾶς ἀναφέρης δευτερολογώντας, ποῦ στηρίζεις τά συμπεράσματά σου, γιά νά καταλάβουμε κι ἐμεῖς, ἄν εἶναι ὀρθόδοξα ἤ αἱρετικά, διότι μέχρι τώρα δέν ἀκούσαμε κάτι νά καταγράψης ἀπό τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους.
Αὐτά ἀναφέρει καί ὁ Ὅσιος στό τέλος μιᾶς ἐπιστολῆς πρός τόν μοναχό Ναυκράτιο, ἀφοῦ τοῦ ἐξηγεῖ ὅλη τήν θεολογία καί τίς προϋποθέσεις τοῦ δευτέρου καί τρίτου γάμου: «Ταῦτά μοι κατά τό δυνατόν εὕρηται καί λέλεκται, ὦ παῖ καλέ. εἰ δε σοι ἑτέρως δοκεῖ τἀληθές ἤ τινι ἄλλῳ, μόνον ἐκ γραφικῆς καί πατρικῆς καί κανονικῆς παραστάσεως, συνεπομένης τούτοις καί τῆς οἴκοθεν διανοηματικῆς ἐπιδόσεως, καί ἡμεῖς γε ποδηγηθῆναι ἕτοιμοι καί ἐλλαμφθῆναι πρόθυμοι τῆς παρ’ ἄλλων δᾳδουχίας, ἐνδεεῖς φωτός ὑπάρχοντες ὅτι μάλιστα» (Φατ. 50, 151,120 - P.G.99, 1096).
Οἱ Ἅγιοι λοιπόν ἦταν ἕτοιμοι νά διδαχθοῦν καί ἐθεωροῦσαν τούς ἑαυτούς των «ἐνδεεῖς φωτός», ἀλλά μόνον ἀπό τίς Γραφές, τούς ἱερούς Κανόνες καί τούς ἁγίους Πατέρες. Σήμερα ἡ νεοεποχίτικη μέθοδος εἶναι νά τά ἀφήσωμε ὅλα αὐτά καί νά διδασκώμεθα ἀπό τά πρός ἀποφυγή σκόρπια παραδείγματα τῆς ἱστορίας καί νά εἴμεθα φρόνιμοι καί πειθαρχημένοι στούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, μέ τήν δικαιολογία νά ἀποφύγωμε τό σχίσμα.
Ἡ θεολογία λοιπόν στήν ὁποία ἐστηρίζετο ὁ Ὅσιος, προκειμένου νά ἀποκαλέση «χαλεπωτάτη αἵρεσι» τήν συνοδική κατοχύρωσι τῆς μοιχοζευξίας ἦταν ἡ ἑξῆς. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐδίδαξε ὅτι, ὅποιος χωρίσει τήν γυναῖκα του καί νυμφευθῆ ἄλλη, διαπράττει μοιχεία (Ματθ. 5,32 –Μαρκ. 10,11-12). Τό ἴδιο ἐδίδαξε καί διά τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή (Ρωμ. 7,2-3). Ὅταν λοιπόν ὁ ἱερεύς ἤ ὁ Ἐπίσκοπος τελεῖ ἕναν τέτοιο γάμο καί παρακαλεῖ τόν Χριστό νά τόν εὐλογήση, φέρει τόν ἴδιο τόν Χριστό σέ ἐναντιολογία. Ἀπό τήν μία δηλαδή, ν’ ἀπαγορεύη κάτι καί νά διδάσκη ὅτι αὐτό εἶναι μοιχεία, καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ Ἴδιος νά τό εὐλογῆ καί νά τό ἀποδέχεται ὡς νόμιμο καί θεάρεστο.
Σέ ἐπιστολή του ὁ Ὅσιος, πρός τόν μοναχό Συμεών, ἀφοῦ κάνει αὐτές τίς διευκρινίσεις, ἀναφέρει καί τήν ἴδια τήν εὐχή τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου, μέ τήν ὁποία καλοῦμε τόν ἴδιο τόν Χριστό νά τόν εὐλογήση: «Καί σκοπήσωμεν, πάτερ, παρακαλῶ, τό φοβερόν καί ἔκτοπον· ἔχει γάρ οὕτως· "Aὐτός, Δέσποτα, ἐξαπόστειλον τήν χεῖρα σου ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου καί ἅρμοσον τῷ δούλῳ σου τήν δούλην σου. Σύζευξον αὐτούς ἐν ὁμοφροσύνῃ. Ἕνωσον αὐτούς εἰς σάρκα μίαν, οἷς εὐδόκησας συναφθῆναι ἀλλήλοις. Τίμιον τόν γάμον ἀνάδειξον, ἀμίαντον αὐτῶν τήν κοίτην διατήρησον, ἀκηλίδωτον αὐτῶν τήν συμβίωσιν διαμεῖναι εὐδόκησον". Οὐκ ἆρα φρικτόν καί ἀκουόμενον, καί ἐννοούμενον; πόσον ἐστίν ἐνταῦθα ὑπολαβεῖν τόν παροργισμόν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ τοιαύτῃ βλασφημίᾳ,συνοργισθῆναί τε τούς ἁγίους ἀγγέλους ἐν ταῖς τηλικαύταις δυσφημίαις; ἤ πῶς οὐ παραυτίκα, ὡς τόν Δαθάν καί Ἀβειρών, ὑπέλαβεν ἡ γῆ χάνασα τόν ὑφηγητήν τοῦ ψεύδους, καί δεικνύντα τό σκότος φῶς, καί τόν Χριστόν εἰς ἐναντιολογίαν περιπεσεῖν πειρώμενον; Πάντως γάρ ὅσα ὁ ἱερεύς ὑποφαίνει, ταῦτα καί Θεός κυροῦν ἐπαγγέλεται, κατά τόν μέγαν Διονύσιον» (Φατ. 22, 58, 22 -P.G. 99,973).
Τώρα, τί κατά κατά τήν γνώμη σου, π. Βασίλειε, συμβαίνει; Ὁ Χριστός κάνει ὑπακοή στόν ἱερέα ἤ τόν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος τελεῖ ἕναν τέτοιο γάμο, ἤ ἰσχύουν οἱ ἐντολές τίς ὁποῖες ἔδωσε στήν Ἁγία Γραφή; Διότι, ἄν ὁ κάθε Ἐπίσκοπος ἤ ἡ κάθε Σύνοδος εἶχε δικαίωμα νά ἀλλάζη κατά τό δοκοῦν τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου, τότε φυσικά ἡ Σύνοδος θά ἦτο ἀνώτερη ἀπό τό Εὐαγγέλιον, καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὑποτακτικός τῆς ἑκάστοτε Συνόδου. Ὅ,τι δηλαδή ἀκριβῶς κάνουν σήμερα οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταργήσει Συνοδικῶς καί ἀλλάξει ὅλες τίς ἐντολές καί τά ἀναθέματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού ἀφοροῦν στίς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς.
Ὁ Ὅσιος ὅμως, κατά πάντα σύμφωνος μέ τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους, διδάσκει, ὅτι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμετάβλητες καί ἀναλλοίωτες καί αἰώνιες. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ἀθανάσιο, ἀκολουθώντας πιστότατα τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὅτι δέ ἀμετάβλητοι αἱ ἐντολαί τοῦ Εὐαγγελίου, ἄκουε τοῦ μεγάλου Βασιλείου βοῶντος· Τάχα τονῶσαί μου τήν ψυχήν, καί νηπτικωτέραν πρός τό ἐφεξῆς καταστῆσαι ὁ Κύριος ἠβουλήθη, ὡς μή προσέχειν ἀνθρώποις, ἀλλά διά τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καταρτίζεσθαι. Αἵ οὔτε καιροῖς, οὔτε περιστάσεσιν ἀνθρωπίνων πραγμάτων συμμεταβάλλονται, ἀλλ' αὐταί διαμένουσιν· ὡς προήχθησαν ἀπό τοῦ ἀψευδοῦς καί μακαρίου στόματος, οὕτω διαιωνίζουσαι. Οἱ δέ δι' ἐναντίας κηρύξαντες τήν μοιχοζευξίαν οἰκονομίαν σωτήριον, τί ἄλλο ἤτρεπτάς τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ ἀπεφήναντο; πῆ μέν μεταβαλλομένας, πῆ δέ οὐ μεταβαλλομένας, ἀλλ' ἐνεργούσας ἀτρέπτως· καιροῖς δέ τισι καί περιστάσεσιν ἀνθρωπίναις, ὥσπερ ἔφασαν αὐτοί περί τῶν κρατούντων, μεταβαλλομένας, καί μή εἰς ἀνομίαν λογιζομένας, ἀλλά γάρ καί τοσοῦτον ἰσχύν ἐχούσας, ὡς καί τούς μή προσιεμένους αὐτάς, ἤγουν τάς παραβάσεις τάς, ὥς φασιν, οἰκονομίας τῶν ἁγίων ἀναθεματισμένους παρά τῇ Ἐκκλησίᾳ εἶναι; Συνῆκται οὖν ἐντεῦθεν οὐδέν ἕτερον, ἤ τό τόν Θεόν τρεπτόν εἶναι καί ἀλλοιωτόν· ὁμοιουμένου τοῦ λέγοντος τῷ οἰκείῳ λόγῳ, τό τε Εὐαγγέλιον ἀόριστον πρός τε σωτηρίαν καί ἀπώλειαν» (Φατ. 48, 135, 167- P.G. 99,1077). Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ Μ. Βασιλείου εὑρίσκεται σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἐπίσκοπο Πατρόφιλο (P.G. 32, 921).
Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ αἵρεσις τήν ὁποία ὁ Ὅσιος ἀπεκάλεσε μοιχειανική καί τήν ὁποία, ἄν κατανοοῦσες π. Βασίλειε, θά ἤσουν σέ θέσι νά κατανοήσης καί τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (τήν ὁποία κατ’ ἐπανάληψιν ἀρνήθηκες ὅτι ὑφίσταται). Εἶναι δηλαδή ἡ ἀλλαγή καί ἀλλοίωσις τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, τίς ὁποῖες ἀπό αἰώνιες, διαχρονικές καί ἀμετάβλητες, τίς μεταλλάσσομε σέ προσωρινές καί μεταβλητές κατά τίς ὀρέξεις, τά πάθη, τίς ἰδιοτέλειες καί ἰδεολογίες ἑκάστου. Μέ τήν μετάλλαξι καί ἀλλοίωσι τῶν ἐντολῶν, διδάσκει ὁ Ὅσιος, μεταλλάσσεται καί ὁ νομοθέτης, δηλαδή ὁ Θεός γίνεται τρεπτός καί ἀλλοιωτός καί τό Εὐαγγέλιον«ἀόριστον πρός τε σωτηρίαν καί ἀπώλειαν». Δηλαδή, εἴτε ἔτσι πράξεις, εἴτε διαφορετικά, μπορεῖς νά σωθῆς μέ τίς εὐλογίες, ὄχι βεβαίως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τοῦ Ἐπισκόπου καί τῆς Συνόδου.
Πρέπει λοιπόν νά μᾶς ἀπαντήσης, π. Βασίλειε, δευτερολογώντας, ἄν ἀποδέχεσαι τήν διδασκαλία, ἄν ὄχι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τήν ὁποία θεωρεῖς ἀναθεματισμένη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, τουλάχιστον τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἄν τήν ἀποδέχεσαι, πρέπει νά συμφωνήσης ὅτι ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις ἔστω καί μιᾶς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς ἀποτελεῖ αἵρεσι, διότι εἰσάγει ἄλλον νομοθέτη καί ἄλλο Εὐαγγέλιο.
Καί μή θεωρήσεις ὅτι ἡ αἵρεσις ἔγκειται εἰς τό νά διακηρύξουν οἱ αἱρετικοί ὅτι αὐτήν τήν ἐντολή τοῦ Εὐαγγελίου δέν τήν ἀποδέχονται, ἀλλά εἰς τό νά τήν ἀθετήσουν στήν πρᾶξι, εἰς τό νά παρουσιάσουν ὡς οἰκονομία τήν ἀθέτησι τῶν ἐντολῶν καί αὐτή ἡ οἰκονομία νά γίνη νόμος αἰώνιος, χωρίς μέτρο ἤ φραγμό, εἰς τό νά δημιουργηθῆ μέ τήν ἀθέτησι τῶν ἐντολῶν ὁ ἐθισμός καί ἡ συνήθεια τοῦ λαοῦ, σέ σημεῖο πού νά μήν προβληματίζεται κἄν μέ τήν φαύλη ἀθέτησι τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ἀλλά νά τή θεωρῆ ὡς πράξι συνηθισμένη καί νόμιμη.
Αὐτό τό διδάσκει ὁ ὅσιος στήν ἴδια ἐπιστολή πρός τόν μοναχό Ἀθανάσιο ὡς ἑξῆς: «Ἀλλ' ἐπί τό προκείμενον ὁ λόγος. Ἔφης, μηδενός ἐνισταμένου καί διδάσκοντος τοῦ μοιχεύειν καί λύειν τούς ἀνιέρους, πῶς εὐλόγως καλέσομεν αὐτούς αἱρετικούς; Μοιχεύειν οὖν καί λύειν τούς ἀνιέρους τῷ λόγῳ ἀληθές, οὐ διδάσκουσιν· ἐπεί μηδέ τά ἔθνη τά μή νόμον ἔχοντα μοιχεύειν διδάσκει· καί οὐδέ ἡμεῖς γυμνῶς τοῦτο ἐκφωνεῖν αὐτούς ἐξεθέμεθα· ἤ ὅτι τήν μοιχοζευξίαν κυρώσαντες καί τά σύν αὐτῇ καί δι' αὐτῆς ἑτέρας παραβάσεις τοῦ Εὐαγγελίου, σύν ταῖς τῶν θείων κανόνων λύσεσιν, οἰκονομίαν εἶναι σωτήριον ὑπ' ἀναθέματι· καί τοῦτο καθεκάστην ἐκδικοῦντες διά τῶν προλεχθέντων ἐξοριῶν καί φυλακῶν, τό Εὐαγγέλιον λελύκασι κατά τήν φωνήν τῶν ἁγίων· καί δυνάμει ἐπί πάσης παραβάσεως οἰκονομίαν γίνεσθαι ὑποτίθενται· τάς ἀναλλοιώτους ἐντολάς τοῦ Θεοῦ ἀλλοιώσαντες, καί τρεπτάς ἀποδεικνύοντες» (Φατ. 48,134,140 - P.G. 99,1076). Δι’ αὐτό λέγομε ὅτι οἱ Οἰκουμενιστές ἔχουν ἄλλο Εὐαγγέλιο, ἄλλους Κανόνες καί ἄλλους Πατέρες.
Θά ἔλθωμε ἐν συνεχείᾳ στό θέμα τῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες, ὅπως ἀνέφερε στήν εἰσήγησί του, ὁ π. Βασίλειος κατεδίκασαν τά συγγράμματα τοῦ ὁσίου.
Kατ’ ἀρχάς πρέπει νά γνωρίζωμε ὅτι μία Ὀρθόδοξος Σύνοδος δέν καταδικάζει ποτέ οὔτε τούς Ὀρθοδόξους, οὔτε τά ὀρθόδοξα συγγράμματά των, ἀλλά καταδικάζει αἱρετικούς καί αἱρετικά συγγράμματα. Ἀκόμη καί τά συγγράμματα τοῦ Θεοδώρητου Κύρου, τά ὁποῖα καταδικάστηκαν ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, καταδικάσθηκαν διότι ἀντεστρατεύοντο, στά δώδεκα κεφάλαια τοῦ ἁγίου Κυρίλλου μέ τούς ἰσάριθμους ἀναθεματισμούς, τά ὁποῖα ἀνεκήρυττον Θεοτόκον τήν Παναγία καί κατεδίκαζον τίς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς του καί τά ὁποῖα ὁ Θεοδώρητος παρερμήνευσε καί τά ἐθεωροῦσε αἱρετικά. Ἐπίσης καταδικάζονται ἀπό τίς Ὀρθόδοξες Συνόδους ὅσοι παρερμηνεύουν καί διαστρέφουν τήν Ὀρθόδοξο διδασκαλία τῶν Ἁγίων: «Τοῖς μή ὀρθῶς τά τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας θείας φωνάς ἐκλαμβανομένοις, καί τά σαφῶς καί ἀριδήλως ἐν αὐταῖς διά τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος χάριτος εἰρημένα, παρερμηνεύειν τε καί περιστρέφειν πειρωμένοις. Ἀνάθεμα (γ΄)». (Συνοδ. Ζ΄Οἰκουμ. –Τριώδιον (σελ. 147) καί ἐπίσης στό ἴδιο τό Συνοδικό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς: «Πᾶσι τοῖς δυσσεβέσιν αὐτῶν λόγοις τε καί συγγράμμασιν. Ἀνάθεμα (γ΄)» (σελ. 149).
Πρέπει ὡς ἐκ τούτου νά μᾶς ὑποδείξη ὁ π. Βασίλειος, τί αἱρετικό ἐκήρυξε ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὥστε νά καταδικασθῆ καί μάλιστα, ὅπως ἀναφέρει, ἀπό δύο Συνόδους. Καί ἐπί πλέον νά μᾶς διευκρινίση, πῶς δύναται νά εἶναι κάποιος «ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους Ὁμολογητές», σύμφωνα μέ τά ἴδια τά λόγια του, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία δύο φορές πλανήθηκε, σύμφωνα μέ τίς ὄψιμες θεωρίες του, ἐξῆλθε τῆς Ἐκκλησίας, ἔκανε σχίσματα, παρέσυρε καί πλῆθος ἄλλο σ’ αὐτά κλπ. καί, τό κυριώτερο, συνέγραψε πλῆθος αἱρετικῶν καί ἀναθεματισμένων συγγραμμάτων τά ὁποῖα φυσικό ἦτο νά πλανήσουν πολλούς καί νά τούς ἐξωκείλουν τῆς εὐθείας ὁδοῦ καί τέλος δέν μετενόησε, ὥστε νά ἐπιστρέψη στήν Ἐκκλησία καί νά ὁμολογήση τό λάθος του· καί τό ἀκόμη βασικώτερο, ἡ ἕνωσις καί συνδιαλλαγή μέ τούς δύο ἁγίους Πατριάρχες Ταράσιο καί Νικηφόρο ἔγινε μέ βάσι τήν θεολογία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου καί ἀφοῦ ὡμολόγησαν οἱ δύο Πατριάρχες ὅτι ἔκαναν λάθος καί ὅτι ἡ ἀλήθεια ἦτο μέ τό μέρος τοῦ ὁσίου.
Τά κείμενα τά ὁποῖα παρουσιάζουν αὐτήν τήν ἀλήθεια εἶναι ἐρανισμένα ἀπό τήν δεύτερη βιογραφία του, στήν ὁποία ἀπό τήν πρώτη ἐπάνοδο ἐκ τῆς ἐξορίας του ὁ βιογράφος του περιγράφει τά ἑξῆς: «Aὕτη οὖν ἡ θεοφιλεστάτη ἄνθρωπος, (δηλαδή ἡ Εἰρήνη) ἅμα τοῦ ἐπειλῆφθαι τά τῆς βασιλείας πηδάλια, ἀνακαλεῖται μέν τῆς ἐξορίας τόν μέγαν Θεόδωρον, ποιεῖ δέ αὐτόν ἑνωθῆναι τῷ ἁγιωτάτῳ πατριάρχῃ Ταρασίῳ τοῦ Ἰωσήφ μετά τήν ἐκβολήν Κωνσταντίνου τῆς ἱερατικῆς ἀπογυμνωθέντος ἀξίας· καλῶς πεπραχέναι λέγουσα καί θεαρέστως τούς ἀμφοτέρους· τόν μέν, ὡς τῶν εὐαγγελικῶν δογμάτων μέχρις αἵματος καί ποινῶν ἀναφανέντα συνίστορα, καί διά τούτου τοῖς μεταγενεστέροις τήν καθαράν πραγματευσόμενον τῶν ψυχῶν σωτηρίαν· τόν δέ, ὡς οἰκονομήσαντα συμφερόντως, καί τοῦ οἰστροῦντος ἄνακτος τήν κακότροπον ἐκμοχλεύσαντα γνώμην, τά χείρω τῶν πρό αὐτοῦ βεβασιλευκότων ἐπαπειλοῦντος ποιήσειν εἰς τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, εἰ τῶν κατά νοῦν ἀποπέσοιεν· ταῦτα δέ καί ὁ θεῖος Ταράσιος ἐβεβαίωσε, συναφθείς τῷ καθ' ἡμᾶς Πατρί, ὡς ἀνεγράψατο αὐτός οὗτος ὁ ἀθλητής τοῦ Σωτῆρος Θεόδωρος· οἷς καί ἡμεῖς στοιχήσωμεν, καί μηδέτερον μέρος κακίσωμεν, ἀλλ' ἑκατέρους ἀποδεχόμενοι, ταῖς εὐαγγελικαῖς φωναῖς πειθαρχεῖν εἰσέτι μή παραιτησώμεθα· τά γάρ οἰκονομικῶς γινόμενα οὐ νόμος·ἀλλ' οὐδέ πάντα τό ἄψεκτον κέκτηνται· ἐπεί καί Παῦλος ᾠκονόμησε περιτεμών τόν Τιμόθεον, καί οὐκ εἰς νόμου τάξιν τοῦτό γε κεκράτηκεν· αὐτός γάρ καί ταύτην ἀνέτρεψεν, διωλύγιον ἐκβοῶν· Εἰ περιτομήν κηρύσσω, τί ἔτι διώκομαι;» (P.G. 99, 256D).
Kαί ὀλίγο κατωτέρω ὁ βιογράφος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐπεί ὅτι γε μή καλῶς εἰς τοῦτο τάξεως ἦλθε τά τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως ἐπί τῶν ἡμερῶν τουτωνί τοῖν δυοῖν βασιλέων, καί αὐτοί σαφῶς ᾔδεισαν οἱ θεόληπτοι πατριάρχαι· οὐδέ γάρ ἄν καλῶς δεδρακέναι τόν μέγαν ἔλεγεν Θεόδωρον ἐκ Θεσσαλονίκης ἐπανελθόντα ὁ τῆς ὀρθοδοξίας πρόμος Ταράσιος, εἰ μή αὐτόν ᾒδει τήν ἀληθῆ τρίβον τοῦ εὐαγγελίου ἀπλανῶς ὁδεύοντα· οὐδ' αὖ πάλιν ἀπεδέχετο αὐτόν ὁ τῆς νίκης ἐπώνυμος ἱεροθέτης, καί ὡς ἀθλητήν ἀληθείας τοῖς ἐπαίνοις κατέστεφεν, εἰ μή ὀρθοτομοῦντα διεγνώκει τόν λόγον τῆς πίστεως. Πρός δέ τοῖς εἰρημένοις καί τοῦτο θετέον, ὅτι εἰ οὐκ εἶχεν ἕκαστος αὐτῶν μή εὖ πεποιηκέναι τό δέξασθαι εἰς ἱερωσύνης τιμήν τόν μοιχοζεύκτην διά βασιλικόν φόβον, οὐκ ἄν μετά θάνατον τῶν ἀνάκτων, καί τήν παρά Θεοῦ εἰς αὐτούς γεγονυῖαν τοῦ ἱεροῦ Θεοδώρου παρά πόδας ἐκδίκησιν, τοῦ χοροῦ τῶν ἱερέων τόν τολμητίαν ἐχώριζον» (P.G. 99, 268D).
Kαί κατά τήν δεύτερη ἐπάνοδο ἀπό τήν ἐξορία ὁ βιογράφος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὅστις Μιχαήλ Χριστιανικώτατος ὑπάρχων καί πιστός ἐν Κυρίῳ, ἀνακαλεῖται τῆς ἐξορίας εὐθύς τούς περί τόν μέγαν Θεόδωρον∙ ἀνεῖσθαι δέ κελεύει καί τούς κατά τά μοναστήρια ὑπό φρουράν ὄντας αὐτοῦ μαθητάς∙ καί γίνεται πρέσβυς χριστομίμητος καί μεσίτης τῶν διεστώτων, σύν τῷ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης∙ καί συνελαύνουσιν ἄμφω, ὁ μέν δι’ ἐπιστολῶν παραινετικῶν, ὁ δέ δι’ αὐτοπροσώπου συνομιλίας καί παρακλήσεως, τόν τε ἁγιώτατον πατριάρχην καί τόν θεσπέσιον Πατέρα ἡμῶν εἰς ὁμονοίας πρεπωδεστάτην συνάφειαν∙ τόν δέ μοιχοζευξίαν τετολμηκότα τῆς λειτουργείας ἀπείρξαντες κατά τήν ἔμπροσθεν ἐπ’ αὐτῷ γεγονυῖαν κρίσιν τοῦ ἀοιδίμου καί μεγάλου Ταρασίου. Καί οὕτω πάλιν Χριστοῦ τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ ἡμῶν χάριτι καί φιλανθρωπίᾳ, γίνεται σταθερά γαλήνη ἐν τῇ αὐτοῦ ἁγιωτάτῃ καί καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐκ μέσου τῶν σκανδάλων ἀφανισθέντων» (P.G.99, 272D).
Σέ ἐπιστολή του ἐπίσης πρός τόν μοναχό Συμεών ὁ Ὅσιος περιγράφει τήν πρώτη ἐπάνοδο καί ἕνωσι μέ τόν Πατριάρχη Ταράσιο: «Ταῦτά ἐστι, Πάτερ ἅγιε, τά φοβοῦντα καί συστέλλοντα ἡμῶν τήν καρδίαν. Καί διά ταῦτα πρός τό μή κοινωνῆσαι αὐτῷ τε καί τῷ προηγησαμένῳ πατριάρχῃ, ἐπάν μετεδίδου τῷ μοιχεύσαντι· ἀπεκλείσθημεν, ἐγώ ἐν ὧ καθέζῃ τόπῳ, ὁ ἡγούμενός τε καί οἱ λοιποί σύν τῷ ἀρχιεπισκόπῳ ἐν τῇ Θεσσαλονίκῃ ὑπερορισθέντες. Ἀλλ' ὁ Θεός πάλιν ἐπισυνήγαγεν ἡμᾶς εὐχαῖς σου. Καί οὐδ’ οὕτως ὡς ἔτυχεν ἡνώθημεν τῷ πατριάρχῃ, εἰ μή ὡμολόγησε καλῶς ἡμᾶς πεποιηκέναι. Ἐάν οὖν οὐδ' ὅτε ἡ μοιχεία ἦν, καί ἡ τῶν κανόνων παράβασις, οὐχ ὑπεστάλημεν δυνάμει Θεοῦ· πῶς οὖν ἄρτι ὅτε εὐσεβοῦσά ἐστιν ἡ βασιλεία, ἕνεκεν ἑνός πρεσβυτέρου καθῃρημένου ὑποσταλησόμεθα, καί προδώσομεν τήν ἀλήθειαν, κινδυνεύοντες κατά ψυχήν; οὐδαμῶς. Ἀλλά πάντα ἡμῖν φορητά μέχρι θανάτου, ἤ μετασχεῖν τῆς ἐκείνου κοινωνίας, καί τῶν ἐκείνῳ συλλειτουργούντων, ἕως ἄν παύσῃ τῆς ἱερουργίας ὥσπερ ἐπί τοῦ προτέρου· καίπερ ὄντως χαλεπωτέρου τοῦ δευτέρου» (Φατ. 22, 61,111, P.G.99, 977).
Ὁ π. Βασίλειος στήν εἰσήγησί του ἀνέφερε τά ἑξῆς: «Ἀρχικά καταδικάσθηκαν τό 809 ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ ἁγίου Νικηφόρου, ἡ ὁποίαἀναθεμάτισε τούς Στουδίτες καί τούς ὁμόφρονές τους, πού εἶχανἀποσχισθεῖ “ἀπό τήν ἁγία Ἐκκλησία”», ἐνῶ ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «οὐδ’ αὖ πάλιν ἀπεδέχετο αὐτόν ὁ τῆς νίκης ἐπώνυμος ἱεροθέτης (δηλ. ὁ ἅγιος Νικηφόρος) καί ὡς ἀθλητήν ἀληθείας τοῖς ἐπαίνοις κατέστεφεν, εἰ μή ὀρθοτομοῦντα διεγνώκει τόν λόγον τῆς πίστεως» (P.G. 99, 269A).
Ἐδῶ διαψεύδεται ὁ π. Βασίλειος πανηγυρικά, διότι ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου ἀναφέρει ὅτι ὁ ἅγιος Νικηφόρος ἐδέχθη τόν ὅσιο «ὡς ἀθλητήν ἀληθείας» καί «τοῖς ἐπαίνοις κατέστεφε», ἐπειδή«ὀρθοτομοῦντα διεγνώκει τόν λόγον τῆς πίστεως».
Ἄλλωστε εἶναι γνωστό τοῖς πᾶσι ὅτι, ἐάν ἴσχυε ὁ ἀναθεματισμός καί ἡ καθαίρεσις τοῦ Ὁσίου ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ 809, ἔπρεπε νά γίνη ἀποκατάστασις τοῦ ὁσίου ἀπό ἄλλη Σύνοδο, ἀφοῦ βεβαίως ὁ ἅγιος μετανοοῦσε καί προσήρχετο εἰς αὐτήν νά ζητήση ἔλεος. Ὁ Ὅσιος ὅμως ἐπέστρεφε ἀπό τίς ἐξορίες θριαμβευτικά θά ἐλέγαμε, τιμώμενος ἀπό ὅλους ὡς ἀθλητής τῆς πίστεως καί βεβαίως ἐτιμᾶτο καί ἀπό τούς ἰδίους δύο Πατριάρχες ἀναλόγως.
Ἄκουσε, π. Βασίλειε, πῶς ἐτιμᾶτο ὁ ὅσιος ἀπό ὅλη τήν οἰκουμένη, μηδέ ἐξαιρουμένου καί τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, καί ὅταν ἀκόμη ἦταν ἐξόριστος στή Θεσσαλονίκη: «Ἐκ δέ τούτου φόβοςἐπιπίπτει καθ’ ὅλην μικροῦ τήν ὑπό τῶν Ῥωμαίων ἀρχήν ἐπί τούς τά τοιαῦτα πράσσοντας∙ καί γίνεται τοῖς ἀκολασταίνουσι κημός ὁ τῶν εὐσεβῶν διωγμός, καί ἀναστέλλεται ταύτῃ τοι ἡ τοῦ κακοῦ τοῦδε φορά, τοῦ μή πρόσω προβαίνειν∙ τά γάρ ἀνεπίπληκτα τῶν παθῶνἕρπει μέν ἀεί πρός τό αἴσχιον ὡς ἔχις καταδράττεται δέ καρδίας καί νοῦ, καί εἰς ὄλισθον ἄγει παντελῆ τόν ἁλόντα∙ ὅπερ ἵνα μή γένηται,ἐν τοῖς προειρημένοις ἀθληταῖς ἡ χάρις τοῦ παναγίου ἐκλάμψασα Πνεύματος, ἤλεγξεν ἀναφανδόν τῆς παρανομίας τό ἔργον... καί οὕτω μᾶλλον ὁ μέγας Θεόδωρος διαβοητότερος καθίσταται, μιμητής τοῦ Προδρόμου δεικνύμενος, καί Ἠλιοῦ τοῦ Θεσβίτου, οὐ μόνον ἐν τοῖς περιοίκοις, ἀλλά καί πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης· ἐν γάρ τῇ Θεσσαλονικέων τόν ἅπαντα χρόνον τῆς Κωνσταντίνου βασιλείας περιφρουρούμενος πόλει, εἰς τάς ἐξωτάτω χώρας τά τῶν ἰδίων κατορθωμάτων ἀπέπεμπε προτερήματα. Γεγράφηκε δέ καί τῷ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης δι’ οἰκείων αὐτοῦ μαθητῶν δῆλα ταῦτα καταστησάμενος∙ καί ἀπεδέχθη παρ’ αὐτοῦ μεγάλως, ὡς μή ὑποστειλάμενος ἀναγγεῖλαι τά φίλα Θεῷ∙ παρ’ οὗ καί ἀντίγραφα ἐδέξατο καταγεραίροντα αὐτοῦ τήν ὑπέρ τοῦ καλοῦ ἔνστασίν τε καί ἄθλησιν, ὡς ἐξισουμένην τῇ τοῦ θείου Προδρόμου ἀξιοπρεπῶς παῤῥησίᾳ» (P.G. 99,256Β).
Δύνασαι, π. Βασίλειε, νά σκεφθῆς ἕναν καθηρημένο, ἀναθεματισμένο καί σχισματικό νά τόν τιμᾶ ὅλη ἡ οἰκουμένη ὡς ἀθλητή τῆς πίστεως, ἀκόμη καί στήν ἐξορία του καί, ὅταν ἐπιστρέφει ἀπό τίς ἐξορίες, νά ὁμολογοῦν ὅλοι αὐτήν τήν ἀλήθεια καί, ἐπί πλέον, νά γίνεται τόσο ξακουστός παντοῦ, εἰς τρόπον ὥστε νά συγκεντρωθοῦν γύρω του περίπου χίλιοι μοναχοί.
Γράφει ὁ βιογράφος του μετά τήν ἐπάνοδο ἀπό τήν πρώτη ἐξορία: «διαφημίζεται δέ κατά τό μᾶλλον ἔτι ἡ τοῦ Σακκουδίωνος προσηγορία, καί Θεόδωρος ἐν τοῖς ἁπάντων ἐμεγαλύνετο στόμασιν∙ καί τό ἔργον αὐτοῦ τῆς διά Θεόν ὑπερορίας εἰς πᾶσαν διατρέχει τήν ὑπ’ οὐρανόν∙ καί διδάσκει πάντας ὁμοῦ τοις εὐαγγελικοῖς ἕπεσθαι παραγγέλμασιν, τόν μέν ἄνδρα μιᾶς εἶναι γυναικός κύριον, τοῦ θείου Λόγου θεσπίσαντος∙ ὡσαύτως δέ καί τήν γυναῖκα, ἑνός ἀνδρός σύνοικον∙ καί ταῦτα ἐννόμως, ἀλλ’ οὐ νόθῳ τινί καί μοιχικῷ συνοικεσίῳ∙ πορνεία γάρ καί τά σαρκός πάθη κατακιβδηλεύει μέν τόν ἄνθρωπον, τῆς πρός Θεόν συναφείας προδήλως ἐξίστησιν∙ ἐκ δέ τούτου πολλοί τῆς μεγαλωνύμου πόλεως οἰκήτορες, καί μέντοι καί τῶν ἐξωτέρων πολιχνῶν καί ἀστυγειτόνων ἄνδρες, οὐ μόνον τῶν ἡμετέρων, ἀλλά καί τῆς ἀπό τῶν ἔξωθεν ὁρμωμένων παιδείας ἐπισημότατοι, πρός τόν μέγαν τοῦτον συνεῤῥύησαν παιδοτρίβην, μοναχικῆς φιλοσοφίας ἐν πείρᾳ γενέσθαι προθέμενοι» (P.G. 99, 257C).
Ἀλλά θά πρέπει νά περιγράψωμε καί τί εἴδους Σύνοδος ἦτο αὐτή τοῦ 809, ἡ ὁποία τόν κατεδίκασε, ὥστε νά κατανοήση ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης, ποῖες Σύνοδοι καταδικάζουν τούς ἀνθισταμένους εἰς τήν αἵρεσιν. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο καί τούς μοναχούς τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Σάββα, ὁ Ὅσιος περιγράφει τήν συγκρότησι τῆς Συνόδου καί κάποιες ἀποφάσεις της. Ἡ ἐπιστολή αὐτή ἀπό λάθος προφανῶς ἔχει καταχωρηθῆ στίς ἐπιστολές τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως καί μάλιστα ἡ Πατρολογία τοῦ Μigneδημοσιεύει μόνον τήν ἀρχή της: «οὕτω τοῦδε (τοῦ οἰκονόμου Ἰωσήφ)κατά θεοῦ πεπραχότος, πρότερόν τε καί ὕστερον ἕως θανάτου συνδιαιτουμένου τοῖς μοιχωμένοις καί μεταδιδοῦντος τῶν θείων δώρων, εἰ καί εἴρχθη ὑπό τοῦ προηγησαμένου μετά τήν διάρρηξιν τῆς μοιχικῆς βασιλείας, τί νῦν γίνεται ὑπό τοῦ νέου προέδρου μετά καί πεντεκαίδεκα ἱεραρχῶν ἐκ ῥοπῆς τοῦ κρατοῦντος; εἰσκρίνεται πάλιν ἱερουργεῖν ἐν αὐτῇ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ.
Καί ἐπειδή οὐκ ἐγκατέλιπε Κύριος τοσοῦτον τήν καθ᾿ ἡμᾶς γενεάν, ὥστε πάντας κλῖναι γόνυ τῇ Βάαλ, ἀλλ' εὑρεθῆναί τινας ὡς καί ἐπ' αὐτῆς τῆς μοιχείας πρότερον καί αὐτίκα ἐρειδομένους τοῖς τοῦ θεοῦ νόμοις, γνωσθέντων τούτων τῷ δή παραιτουμένῳ τήν κοινωνίαν ἀμφοτέρων κροτεῖται ἐκ προστάγματος βασιλικοῦ καθολική σύνοδος. Καί δή πρό τῆς συνόδου φρουρήσαντες καί περιστοιχήσαντες στρατιωτικόν τάγμα τούς μή συνανομεῖν αὐτοῖς ἀνελομένους ἱστῶσιν ἐπί τοῦ συνεδρίου τῆς παρανομίας, ἀναθεματίζουσιν οἱ μοιχοΐστορες, αὐτοφρονοῦσιν, ὑπερορίζουσιν, εἴργουσιν ἀσφαλῶς ἄλλον ἐξ ἄλλου, οὕς μέν καί σιδηροδεσμίους θέμενοι, ἐνίους δέ καί τῷ ξύλῳ τοῖν ποδοῖν συνείραντες.
Ταῦτά ἐστι τά δραματουργήματα τῆς ἀναφυείσης μοιχειανικῆς αἱρέσεως, ὦ πατέρες. Δεδογματίκασιν οὖν ἐπί τῶν βασιλέων μή κρατεῖν μηδέ ἄρχειν τούς θείους νόμους, ὁπόταν οὐ βούλωνται, ἀλλά τήν σύν αὐτοῖς παρανομίαν καί λύσιν τῶν τοῦ Κυρίου ἐντολῶν οἰκονομίαν προσαγορεύεσθαι. ὅθεν οὐδέ μιμεῖσθαι θεμιτόν τούς ἐν τῇ παρούσῃ γενεᾷ τινα τῶν μέχρις αἵματος ἐναντίον βασιλέων παρρησιασμένων ὑπέρ θείων νόμων φασί· καί διά τοῦτο τόν Πρόδρομον μέν μή διά τόν πρός Ἡρώδην ἐλεγμόν εἶναι πρόδρομον ἔφασαν, κατασμικρύνοντες τήν κορωνίδα τῆς ἀρετῆς τοῦ ἁγίου, εἴπω δέ καί παρωθούμενοι αὐτήν ὡς οὐκ ἀναγκαίαν, τόν δέ Χρυσόστομον καί φωστῆρα τοῦ κόσμου καί φανερῶς εἰπεῖν ἐτόλμησαν καί λέγουσιν οὐ καλῶς πεποιηκέναι ὑπέρ τοῦ τῆς χήρας ἀγροῦ ἐξορισθέντα, ἐλέγξαντα τήν Εὐδοξίαν κἀντεῦθεν ταράξαντα τήν ἐκκλησίαν. ἑκάστῳ τῶν ἱεραρχῶν πρός τό δοκοῦν αὐτῷ ἐν τοῖς παρεμπίπτουσι σφάλμασιν, ἀλλ' οὐχ ὡς ὁ κανών πάντως διαγορεύει, πράττειν ἐξέφηναν, κἄν καθαίρεσις πρόκειται, καί τοῦτο οἰκονομίαν νομίζοντες· μηδέ γάρ ἐγχωροῦν ἐστι φυλάττεσθαι τούς κανόνας φησίν ἅπαντας» (Φατ. 555, 851, 42).
Ἡ Σύνοδος λοιπόν τοῦ 809 ἔγινε καθ’ ὑποβολή καί ἐπίταξι τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ὑπῆρχε ἐξαναγκασμός καί πλήρης στέρησις τῆς ἐλευθερίας, σέ σημεῖο πού, ἄν κάποιος εἶχε ἀντίθετο γνώμη, νά θεωρῆται ἔνοχος καί ὑπόδικος, νά ἀναθεματίζεται καί νά παραδίδεται στούς στρατιῶτες διά φυλάκισι καί ἐξορία.
Οἱ ἀποφάσεις δέ τῆς Συνόδου ὥριζαν, ὅτι γιά τούς βασιλεῖς δέν ἰσχύουν οἱ νόμοι τοῦ Θεοῦ, «δεδογματίκασιν οὖν ἐπί τῶν βασιλέων μή κρατεῖν μηδέ ἄρχειν τούς θείους νόμους ὁπόταν οὐ βούλονται»· τήν διάλυσι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου τήν ὠνόμασαν οἰκονομία, ὅτι δέν πρέπει νά μιμούμεθα αὐτούς, οἱ ὁποῖοι σήμερα ἀντιστέκονται στίς παρανομίες τῶν βασιλέων, ὑπερασπιζόμενοι τούς θείους νόμους· ὅτι ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης ἔσφαλε, ἐπειδή ἤλεγξε τόν Ἡρώδη καί δι’ αὐτό δέν εἶναι Πρόδρομος καί, βεβαίως, ὅτι ὁ Χρυσόστομος ἅγιος καί φωστῆρας τῆς οἰκουμένης κακῶς ἔπραξε πού ἤλεγξε τήν Εὐδοξία γιά τόν ἀγρό τῆς χήρας καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐτάραξε τήν Ἐκκλησία. Ἀπεφάνθησαν τέλος ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι καί Ἱεράρχες δύνανται κατά τό δοκοῦν νά ἀντιμετωπίζουν τά διάφορα σφάλματα καί ὄχι σύμφωνα μέ τούς ἱερούς Κανόνες, ἔστω καί ἐάν πρόκειται ἀκόμη καί γιά καθαιρετικά ἁμαρτήματα τά ὁποῖα τά ἐκλαμβάνουν καί αὐτά ὡς οἰκονομία.
Μία τέτοια Σύνοδος ὄντως, π. Βασίλειε, θά ἔπρεπε νά καθαιρέση καί νά ἀναθεματίση τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη καί, βεβαίως, μία τέτοια Σύνοδος εἶναι ἀρεστή σήμερα καί ἀναγνωρισμένη ἀπό ἐσένα καί τούς Οἰκουμενιστές, διότι παρέχει πλήρη ἀσυδοσία στήν θρησκευτική καί πολιτική ἐξουσία καί, ἀσφαλῶς, προάγει τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀποκλείει κάθε ἀντίστασι ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων.
Τέτοιες Σύνοδοι καθήρησαν τόν Χρυσορρήμονα ἅγιο, τόν Μ. Ἀθανάσιο, τόν ἅγιο Μάξιμο καί ἅγιο Παῦλο τούς Ὁμολογητές, τόν ἅγιο Φλαβιανό καί πλείστους ἄλλους. Τέτοια συνέδρια κατεδίκασαν τόν Κύριο ἐπί Ἀρχιερέων Ἄννα καί Καϊάφα. Σύμφωνα λοιπόν μέ τίς θεωρίες σου, προκειμένου νά δεχθοῦμε αὐτές τίς Συνόδους, πρέπει νά ἀλλάξουμε τά λόγια τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τά ὁποῖα, ὅπως προαναφέραμε, καταγράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στά προλεγόμενα τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς καί νά εἰποῦμε: «Τάς γενομένας Συνόδους ἡ “ἀσεβής” πίστις κυροῖ». Τό σίγουρο βεβαίως εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Νικηφόρος ἀπουσίαζε ἀπό αὐτήν τήν Σύνοδο, διότι δέν θά ἦτο τιμητικό δι’ αὐτόν νά προεδρεύη μιᾶς τέτοιας αἱρετικῆς καί ληστρικῆς Συνόδου, καί ἐκ τῶν ὑστέρων νά ἐκθειάζη τόν Ὅσιο γιά τήν παρρησία καί τήν ἀκρίβεια στά θέματα τῆς πίστεως καί τήν Ὀρθόδοξο στάσι του.
No comments:
Post a Comment