Ἔπειτα, πῶς ἐβγάλατε ἄλλες θεωρίες γιά τήν ἔννοια τῆς ἀκοινωνησίας, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία καί σήμερα ὅταν κάποιον τόν ἔχουμε ἀκοινώνητο σημαίνει ὅτι δέν ἔχουμε καμμία κοινωνία μέ αὐτόν, οὔτε ἐκκλησιαστική, οὔτε πολύ περισσότερο μυστηριακή; Τί εἴδους ἀκοινωνησία εἶναι αὐτή, ὅταν ὑπάρχει μία ἁπλή ψυχρότης στίς σχέσεις των, ἐνῶ κατά τά ἄλλα ἔχουν κανονική μυστηριακή κοινωνία; Μήπως στήν ἀκοινωνησία δίδουν αὐτή τήν ἔννοια οἱ ἱεροί Κανόνες ἤ ἐξάγατε δικές σας θεωρίες γιά τόσο σοβαρά ἐκκλησιαστικά θέματα, γιά νά δικαιολογήσετε τήν ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου καί νά τήν μεταλλάξετε σέ ἁπλή ψυχρότητα στίς σχέσεις των;
Ἐδῶ πράγματι εἰσάγετε (ὁμιλῶ συγκεκριμένα καί γιά τίς δύο θεολογικές κεφαλές) καινά δαιμόνια καί διδασκαλίες, τίς ὁποῖες δέν τίς γνωρίζουν οὔτε οἱ Γραφές, οὔτε οἱ Κανόνες, οὔτε οἱ Πατέρες. Εἶναι σά νά λέτε, ἐπί παραδείγματι, ὅτι ἐμεῖς σήμερα οἱ ἀποτειχισμένοι ἔχουμε μία ψυχρότητα στίς σχέσεις μας μέ τούς Οἰκουμενιστές καί κατά τά ἄλλα ἔχουμε μυστηριακή κοινωνία. Λησμονεῖτε ἐδῶ, πάλι σκοπίμως, ὅτι ὁ ὅσιος ἀναθεματίσθηκε ἀπό τή Σύνοδο τοῦ 809, γεγονός τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἀπεκόπη ὁριστικά καί αἰώνια ἀπό ὅλους τούς Μοιχειανούς. Πῶς τώρα συνάδει ὁ ἀναθεματισμός μέ τήν ψυχρότητα στίς σχέσεις των, αὐτό μόνο οἱ νεόκοποι θεολόγοι μποροῦν νά μᾶς τό ἐξηγήσουν.
Νομίζω τελικῶς ὅτι ἀδικήθηκε ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καθώς καί ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς, μέ τήν εἰσήγησί του αὐτή. Θά ἦταν ἴσως καλύτερα νά ἔκανε μία εἰσήγησι μέ θέμα ὄχι τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἀλλά τόν Ἰωάννη τόν Βέκκο, διότι αὐτός θά ἐταίριαζε καλύτερα στά μέτρα τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, ἐνῶ ὁ ὅσιος δέν ταιριάζει καί ἀναγκάζονται νά κατασκευάσουν καινούριες θεωρίες, ἄγνωστες στούς Πατέρες, γιά νά τόν φέρουν στά μέτρα των.
Τό ἴδιο ἐπρότεινε καί ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός στή Σύνοδο Φλωρεντίας–Φερράρας πρός τούς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ἐζητοῦσαν τρόπους καί ἐρείσματα γιά νά ἑνωθοῦν μέ τούς Παπικούς. Σέ μία τέτοια σύναξι τῶν Ὀρθοδόξων τούς ἐδιάβασε κάποιο σχετικό κείμενο ἀπό τόν Ἰωσήφ τόν Βρυέννιο. Δέν τούς ἄρεσε φυσικά, γιατί ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος ἦτο αὐστηρός, καί τότε ὁ ἅγιος Μᾶρκος τούς εἶπε νά διαβάσουν τόν Ἰωάννη τόν Βέκκο, διότι ἐκεῖ θά εὕρισκαν αὐτό πού ζητοῦσαν, καί πράγματι αὐτός τούς ἄξιζε γιά ὁδηγός.
Συνεχίζει τήν εἰσήγησί του ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς ἀκουλουθώντας τήν ἴδια τακτική, δανειζόμενος τά κείμενα ἀπό τή μελέτη τοῦ ποδηγέτου καθηγητοῦ:
«Ἀποτελεῖ, βέβαια, ἀναντίρρητη πραγματικότητα καὶ ἀμετακίνητη βεβαιότητα, ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοσις δὲν θὰ τιμοῦσε γιὰ τόσους αἰῶνες κάποιον σχισματικὸ ὡς Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἱερὸς πατὴρ δὲν ἦταν σχισματικός, ἢ ἔστω πρόσκαιρα σχισματικὸς χάριν τῆς ἀληθείας, ὁ ὁποῖος ἀργότερα μετενόησε καὶ ἐπέστρεψε. Θὰ πρέπει ἐπιπροσθέτως νὰ ἀναφερθεῖ τὸ γεγονὸς δὲν καταδικάστηκε ὡς σχισματικὸς ἀπὸ καμία ἔγκυρη σύνοδο τῆς ἐποχῆς του. Ἐξίσου ἀληθὲς εἶναι ὅτι σὲ κανένα ἀπὸ τὰ ἑκατοντάδες κείμενά του, δὲν παρουσιάζεται νὰ ἐπικροτεῖ,ἢ νὰ ὑποκινεῖ, ἢ νὰ προτρέπει σὲ σχίσμα, σὲ ἀνταρσία κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Στὶς ὀξύτατες διαμαρτυρίες του ποὺ συχνὰ προέβαλε, δὲν παρασύρθηκε, ὥστε νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὴ μάνδρα τῆς Ἐκκλησίας ἢ νὰ δημιουργήσει ἀνεξάρτητη καὶ ἀδέσποτη, ἀνεπίσκοπη φατρία ἢ κοινότητα. Ἦταν ἀσφαλῶς καὶ παρέμεινε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του ἀνυποχώρητος ὑπέρμαχος τῆς ἀληθείας, τῆς Πίστεως, χωρὶς ὡστόσο νὰ ἀντιποιηθεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία ἢ νὰ προσχωρήσει σὲ ἀνταγωνιστικὲς καὶ παράλληλες κινήσεις ἱδρύοντας ἐνδεχομένως κάποια ἄλλη Ἐκκλησία», (σελ. 91 τῆς ὡς ἄνω μελέτης τοῦ καθηγητοῦ).
Μέ αὐτά πού ἰσχυρίζονται ἀμφότεροι ἐδῶ, εἶναι σάν νά θεωροῦν σχίσμα τήν ἀποτείχισι καί νά θέλουν τρόπόν τινα νά ἀπαλλάξουν ἀπό αὐτήν τήν κατηγορία τόν ὅσιο. Ἡ Ἐκκλησία δι’ αὐτό ἀκριβῶς ἐτίμησε τόν ὅσιο καί τόν ἀνέδειξε, διότι ἐκράτησε τήν ἀληθινή πίστι καί ἀποτειχίσθηκε, ὅταν διεπίστωσε ὅτι ἡ παρανομία αὐτή τοῦ αὐτοκράτορος, ἔγινε νόμος καί διεδόθη ταχύτατα σέ πολλούς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι μέ τήν δικαιολογία αὐτῆς τῆς πράξεως τοῦ αὐτοκράτορος, τήν ὁποία εὐλόγησε ἡ Ἐκκλησία, ἐγκατέλιπον τίς γυναῖκες των καί ἔπαιρναν ἄλλες, σύμφωνα μέ τίς ὀρέξεις καί τά πάθη των.
Ἡ αἰτία τῆς ἀποτειχίσεώς του δηλαδή, δέν ἦταν ὁ παράνομος γάμος τοῦ αὐτοκράτορος, ὅπως ψευδῶς ἰσχυρίζονται καί ὁ καθηγητής καί ὁ δέσποτας, ἀλλά ἡ διάδοσις τῆς πνευματικῆς αὐτῆς νόσου σέ πολλούς, καθώς καί ἡ ἐκκλησιαστική νομιμοποίησις τῆς παρανομίας, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἐσήμαινε τήν ἀκύρωσι τοῦ Εὐαγγελίου διά τῆς ἀκυρώσεως μιᾶς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς καί, κατ’ ἐπέκτασιν, τήν ἀκύρωσι τῆς σωτηρίας τῶν τότε καί τῶν μετά ταῦτα ἀνθρώπων.
Αὐτά τουλάχιστον ἀναφέρουν ὡς αἰτίες ἀποτειχίσεως τοῦ ὁσίου καί οἱ δύο βιογράφοι του, τούς ὁποίους ἐπιμελῶς ὁ δέσποτας δέν συνεβουλεύθη, διά νά κατανοήση τουλάχιστον τήν ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου, ἀλλά παραδόξως ἀκολούθησε κατά πόδας τόν ὀρθολογισμό τῶν καθηγητῶν, διότι προφανῶς αὐτοί βοηθοῦν τήν ἐπικράτησι τῶν θεωριῶν τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν. Παρατηρεῖται πάλι ἐδῶ ἡ σταθερή θεώρησις τῆς Ἐκκλησίας ἐκ μέρους τοῦ δεσπότη καί τοῦ καθηγητοῦ ἐπισκοποκεντρικῶς, καθ’ ὅσον παρουσιάζουν τήν ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου ὡς σχίσμα ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ὄχι ὡς ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν αἵρεσι.
Θά πρέπει εἰς τό σημεῖο αὐτό νά καταθέσωμε τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού πιστοποιοῦν τήν ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου μέ ὅλες τίς ἐκκλησιαστικές διαστάσεις της (ἀκοινωνησία, διακοπή μνημονεύσεως, ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν αἵρεσι καί ἀκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν Μοιχειανῶν). Θά ἠδυνάμεθα βεβαίως πολλά ἀκόμη νά ἀναφέρωμε σχολιάζοντας καί κρίνοντας τά λεγόμενα τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς, ἀλλά θεωρῶ ὅτι καί αὐτά τά ὁποῖα κατέγραψα εἶναι ἀρκετά γιά νά πεισθῆ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης γιά τήν ἀπάτη αὐτῆς τῆς στημένης εἰσηγήσεως.
Ἐνημερώνοντας ὁ ὅσιος τόν ἡγούμενο Θεόφιλο διά τό ὅτι ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις ἔστω καί μιᾶς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς ἀποτελεῖ αἵρεσι, τοῦ ὑποδεικνύει κατόπιν τόν τρόπο τῆς ἀποτειχίσεως διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως: «Ταῦτα οὖν σύν τῇ προσηγορίᾳ ἀναγκαῖον ἐνόμισα ὑπομνῆσαι τήν πατρωσύνην σου, ὅπως εἰδυῖα ὅτι αἵρεσις, φεύγῃ τήν αἵρεσιν ἤγουν τούς αἱρετικούς, τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς, μήτε ἀναφέρειν ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς μονῇ ἐπί τῆς θείας λειτουργίας· ὅτι μέγισται ἀπειλαί κεῖνται παρά τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτῇ μέχρι καί ἑστιάσεως. εἰ δέ λέγοι ἡ ὁσιότης σου, πῶς αὐτῇ πρό τῆς λεηλασίας τοῦτο οὐκ εἴπομεν, ἀλλ' ὅτι καί ἡμεῖς ἐμνημονεύομεν τῶν ἐν τῇ Βυζαντίδι, ἐκεῖνο γινωσκέτω, ὅτι οὔπω σύνοδος ἦν, οὐδέ ἐκφωνηθέν ὑπῆρχε τό πονηρόν δόγμα καί ἀνάθεμα∙ καί πρό τούτων οὐκ ἦν ἀσφαλές ἀποστῆναι τῶν παρανομούντων τελείως, ἤ τό φεύγειν μόνον τήν προφανῆ κοινωνίαν αὐτῶν, οἰκονομίᾳ δέ πρεπούσῃ ἀναφέρειν ἕως καιροῦ.
ἐπεί δέ ἐξῆλθεν εἰς προῦπτον ἡ αἱρετική ἀσέβεια διά συνόδου εἰς τοὐμφανές, δεῖ ἄρτι καί τήν σήν εὐλάβειαν σύν πᾶσι ὀρθοδόξοις παῤῥησιάζεσθαι διά τοῦ μή κοινωνεῖν τοῖς κακοδόξοις, μηδέ ἀναφέρειν τινά τῶν ἐν τῇ μοιχοσυνόδῳ εὑρεθέντων, ἤ ὁμοφρονούντων αὐτῇ. καί γε δίκαιον, ὅσιε πάτερ, κατά πάντα σε ὄντα φερωνύμως Θεόφιλον, φιλεῖν καί ἐν τούτῳ τόν Θεόν. ἐχθρούς γάρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας, μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο. καί ἐάν ἡ σή στεῤῥότης οὐκ ἀσφαλίσηται, τίς λοιπόν σωθήσεται; καί ἐάν ὁ παῤῥησιασάμενος δυνάμει Θεοῦ, ὡς ἅγιος, πλήν τελείας αἱρέσεως, ἄρτι μετά τήν αἵρεσιν ὑποστείληται πῶς ἕτερος τολμήσει γρύξαι; καί ἐάν τό μοναδικόν τάγμα οὐχ ἡγήσηται πάντα σκύβαλα· μοναστήρια λέγω, καί πάντα τά περί αὐτά· πῶς λαϊκός καταφρονήσει γυναικός, τέκνων καί τῶν ἄλλων;» (Φατ. 39, 113,51 - P.G.99,1048/49).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος διδάσκοντας τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι ἀναφέρει ὅτι ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως (τῆς μοιχειανικῆς) οἱ Ὀρθόδοξοι φεύγουν μακριά ἀπό τήν αἵρεσι, δηλαδή ἀπομακρύνονται ἀπό τούς αἱρετικούς. Αὐτό σημαίνει, συνεχίζει ὁ ὅσιος, ὅτι δέν ἔχουν καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτούς, οὔτε τούς μνημονεύουν στά μυστήρια καί εἰδικά στή Θ. Λειτουργία. Οἱ παραβάτες αὐτῶν τῶν ἐντολῶν καί αὐτῆς τῆς Παραδόσεως τιμωροῦνται ἀπό τίς ποινές πού ἐκφωνήθηκαν ἀπό τούς Ἁγίους, προφανῶς κατά τίς Οἰκουμενικές καί τοπικές Συνόδους, μέχρι τοῦ σημείου τῆς ἁπλῆς ἑστιάσεως (δηλαδή εἰς τό νά καθίσουν ἁπλῶς νά συμφάγουν μέ τούς αἱρετικούς).
Ἐν συνεχείᾳ ὁ ὅσιος ἀναφέρει τήν αἰτία πού καί αὐτοί στήν μονή τοῦ Στουδίου ἐμνημόνευον προηγουμένως καί ἐξηγεῖ ὅτι: «ὅτι οὔπω σύνοδος ἦν, οὐδέ ἐκφωνητόν ὑπῆρχε τό πονηρόν δόγμα καί ἀνάθεμα. Καί πρό τούτων οὐκ ἦν ἀσφαλές ἀποστῆναι τῶν παρανομούντων τελείως, ἤ τό φεύγειν μόνον τήν προφανῆ κοινωνίαν αὐτῶν, οἰκονομίᾳ δέ πρεπούσῃ ἀναφέρειν ἕως καιροῦ.». Τώρα ὅμως, συνεχίζει, πού ἡ αἵρεσις καί ἡ ἀσέβεια «ἐξῆλθεν εἰς προῦπτον, διά συνόδου εἰς τοὐμφανές», δηλαδή ἔγινε φανερή καί διά Συνόδου κατωχυρώθη, ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι πρέπει μέ παρρησία νά διακόψουν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία καί τήν μνημόνευσι τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ὁμοφρόνων των. Καί ἐπικαλεῖται, ὅπως πάντοτε πράττει ὁ ὅσιος γιά νά κατοχυρώση αὐτά τά ὁποῖα διδάσκει, τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ἐδῶ συγκεκριμένα τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Εἶναι πολύ σημαντική αὐτή ἡ διδασκαλία τοῦ Χρυσορρήμονος ἁγίου καί νομίζω ὅτι εἶναι σά νά τήν ἀπευθύνη σήμερα στούς Ἀντιοικουμενιστές: «ἐχθρούς γάρ θεοῦ ὁ Χρυσόστομος οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο»· δηλαδή θά λέγαμε σήμερα ὅτι ὁ Χρυσόστομος ἅγιος διδάσκει ὅτι δέν εἶναι μόνο ἐχθροί τοῦ Θεοῦ οἱ Οἰκουμενιστές, ἀλλά καί οἱ κοινωνοῦντες μετ’ αὐτῶν Ἀντιοικουμενιστές, διδαχή τήν ὁποία καί ἐμεῖς πρέπει νά ἀποδεχώμεθα.
Προέβην σέ μία σύντομη ἑρμηνεία καί μετάφρασι τοῦ τμήματος αὐτοῦ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ὁσίου, διότι ἐδῶ ἀναφέρει, πότε καί γιατί ἐμνημόνευε καί πότε καί γιατί ἐσταμάτησε τήν μνημόνευσι. Ὁ δέσποτας ὅμως καί ὁ καθηγητής, ἐπειδή θέλουν νά φέρουν τόν ὅσιο στά μέτρα τους, ἐπικαλοῦνται μόνο τίς ἐπιστολές ἐκεῖνες τίς ὁποῖες ἔστειλε ὁ ὅσιος κατά τήν περίοδο πού ἐμνημόνευε καί ἔθαψαν κυριολεκτικά ὅλες τίς ὑπόλοιπες, διότι προφανῶς ἤθελαν νά «ξεδοντιάσουν» καί «ξενυχιάσουν» τόν λέοντα καί νά τόν παρουσιάσουν σάν ἕνα ἁπλό ἀγριοκάτσικο. Μᾶλλον ὅμως, ὅπως προείπαμε, τόν Βέκκο ἔπρεπε νά παρουσιάση στήν εἰσήγησί του ὁ ἅγιος Πειραιῶς, διότι αὐτός δέν ἐχρειάζετο «ξεδόντιασμα»καί «ξενύχιασμα», ἀλλά ἐταίριαζε ἀπόλυτα στά μέτρα των.
Σέ ἐπιστολή του, ἐπίσης πρός τόν μοναχό Ναυκράτιο, ὁ ὁποῖος προσφάτως εἶχε μεταφερθῆ σέ ἄλλη φυλακή ἐξ αἰτίας τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως, ὁ ὅσιος ἐπιλύει κάποιες ἀπορίες τίς ὁποῖες προφανῶς τοῦ ὑπέβαλε ὁ Ναυκράτιος σχετικά μέ τήν ἀντιμετώπισι τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως. Δηλαδή, τί πρέπει νά κάνη ὁ Ὀρθόδοξος, ὅταν βρεθῆ σέ μία Λειτουργία καί ἐκεῖ μνημονεύεται ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος, ἤ ὅταν προσκληθῆ ἀπό κάποιον νά λειτουργήση, ἤ ὅταν τοῦ παραχωρήσουν ἕναν ἰδιωτικό ναό κλπ. Εἶναι ἄκρως σημαντικές οἱ ἀπορίες καί οἱ ἀπαντήσεις πού δίδει ὁ ὅσιος, διότι δέν ἀποδεικνύουν μόνο τήν πλήρη ἀποτείχισί του, ἀλλά καί τήν ἄκρα προσήλωσί του στήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων καί ὅτι τό ζήτημα τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως δέν ἦτο μία προσωπική του διένεξις μέ τόν Πατριάρχη καί τόν αὐτοκράτορα, ἀλλά εἶχε λάβει πανορθόδοξες διαστάσεις:
«Περί τῶν ἑτέρων σου ἐρωτήσεων∙ ἡ πρώτη, περί πρεσβυτέρου τοῦ ὀρθοδοξοῦντος, ἀλλ' ὅμως μνημονεύοντος φόβῳ διωγμοῦ τόν αἱρετικόν ἐπίσκοπον, προαπεκρίθη σοι· πλήν καί αὖθις∙ εἰ μή συλλειτουργεῖ αἱρετικῷ, καί εἰ μή μεταδιδοῖ τοῖς τοιούτοις, δεκτέον τόν τοιοῦτον εἰς συνεστίασιν, καί ψαλμωδίαν, καί εὐλογίαν βρωμάτων, καί τοῦτο κατ' οἰκονομίαν, οὐ μέν τοι εἰς θείαν μετάληψιν. δεῖ δέ ἐπερωτᾷν τῆς αἱρέσεως κρατούσης πάντως· ὁμολογίαν δέ δεχομένοις ἀρκεῖσθαι, οὐκ οἶδα εἰ μή προδήλως ψευδολόγος αὕτη∙ τό γάρ φαίην σε διδάσκεσθαι ἡμᾶς παρά τῶν Πατέρων, μή ἐπερωτᾷν περί καιροῦ οὗ μή ἔστιν αἵρεσις μαινομένη καί περί τῶν μή προδήλως κατεγνωσμένων. τοιοῦτον δέ πρεσβύτερον, σπάνιον εὑρεῖν νῦν μή μιγνύμενον καί συγκοινωνοῦντα αἱρετικοῖς.
Ἡ δευτέρα, περί φιλοχρίστου προσκαλουμένου εἰς τό εὐκτήριον αὐτοῦ ποιῆσαι παννυχίδα καί εἰ δεῖ ἐν αὐτῷ λειτουργῆσαι, καί μεθ' ὧν χρή. ὑπακουστέον καί ἰτέον, καί συμψαλτέον δηλονότι εἰ ὀρθόδοξος ὁ προσκαλούμενος καί οἱ ψαλτῳδοί, φυλαττόμενοι ἀμφότεροι τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας. καί μήν καί λειτουργητέον ἐν τῷ εὐκτηρίῳ, εἴ γε ὁμολογοίη ὁ κατέχων, μηκέτι ὑπό αἱρετικοῦ αὐτό λειτουργεῖσθαι∙ προείρηται γάρ ἀναγκαῖον εἶναι τό ἐπερωτᾷν ἐν πᾶσι διά τῆν λυττῶσαν αἵρεσιν.
Ἡ τρίτη, εἰ λάβοι τις παρά τινος Ἐκκλησίαν ὀρθόδοξος, ἔστι δέ συνήθεια τοῦ κατ' ἐνιαυτόν ἅπαξ ἤ δίς συνηθροῖσθαι ἐν αὐτῇ λαόν, καί ἐν τῇ λειτουργίᾳ ἀναφέρεσθαι τόν αἱρετικόν. τοῦ μέν ψάλλειν ἐκεῖσε κατά ἀνάγκην συγχωρητέον· λειτουργεῖν δέ, οὔ. Εἰ δέ δυνατόν διακοπῆναι τήν συνήθειαν, καί λειτουργητέον.
Ἡ τετάρτη, εἰ Ἐκκλησία ἐστίν ἐφ' ᾗ ὁ λειτουργῶν ἀναφέρει τόν αἱρετικόν ἔχει δέ ὁ ὀρθόδοξος θυσιαστήριον καθηγιασμένον ἐν σινδόνι, ἤ ἐν σανίσι· προσήκει αὐτό τεθῆναι ἐν τῇ αὐτῇ Ἐκκλησίᾳ, μή παρόντος τοῦ ἀναφέροντος, καί ἐν αὐτῷ συλλειτουργῆσαι τόν ὀρθόδοξον. οὐ προσήκει, ἀλλ’ ἤ μᾶλλον κατά ἀνάγκην ἐν κοινῷ οἴκῳ, ἐκλελεγμένῳ τινί καθαρωτέρῳ τόπῳ.
Ἡ πέμπτη, εἰ καθ' ὁδόν τύχοι ὀρθόδοξον ὑπό τινος ἱερωμένου ἤ λαϊκοῦ προσκληθῆναι εἰς συνεστίασιν, εἴη δέ καιρός ψαλμῳδίας· πῶς ἔστι διαγενέσθαι; εἶπον, καί πάλιν λέγω· αἱρέσεως ἐπικρατούσης, καί μή καταβληθείσης δι' ὀρθοδόξου συνόδου, ἀναγκαῖον τό διερωτᾷν, ἐπί τε τῆς θείας μεταλήψεως, καί κοινῆς ἐστιάσεως· καί οὐδείς καιρός πρός ταῦτα, αἰδοῦς καί ἀωρίας. λαβεῖν μέν γάρ ἄρτον ἁπλῶς παρά τοῦ τυχόντος, οὐκ ἀναγκαῖον εἰς ἐρώτησιν· καί παρ' αὐτῷ ἑστιαθῆναι, καταμόνας τυχόν καί κοιτασθῆναι, εἰ μήγε προεγνωσμένος ἐστίν ἐν αἱρέσει ἤ κακίᾳ∙ περί δέ τῶν λοιπῶν ἐξ ἀνάγκης ἐρωτητέον.
Ἡ ἕκτη, εἰ κατά πάροδον εὑρόντα ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν πλησιάζουσαν κώμῃ ἤ πόλει, δέον αὐτόν εὔξασθαι ἐκεῖ, ἤ καί καταλῦσαι, φεύγοντα ὑφέστιον γενέσθαι λαϊκοῖς. καί εὐκτέον, καί καταλυτέον, εἴγε μόνη ἐστίν· ἀλλά καί εἰς οἰκίαν λαϊκοῦ, ἤ ἱερωμένου, ὡς εἴρηται κατεπειγούσης ἀναγκαίας ὥρας, ἀδιάφορόν ἐστι μεῖναι καί ἑστιαθῆναι καθ' ἑαυτόν ἄνευ ἐρωτήσεως καί λαβεῖν τά πρός χρείαν, εἴ γε ὡς εἶπον, μή εἴη ὁ ὑποδεχόμενος προεγνωσμένος τῷ ὑποδεχθέντι ἀσεβῶν ἤ ἀνομῶν. πλήν δέ ἀνάγκης, οὐ καλόν ὡς ἔτυχε τά προῤῥηθέντα καταδέξασθαι, ἀλλ' ἐρωτᾷν καί παρά τῷ ὀρθοδόξῳ καταλύειν, καί εἰ χρεία, παρ' αὐτοῦ ἐφόδια αἴρειν· οὕτω γάρ ὁ Κύριος ἐντέλλεται διά τῶν ἁγίων αὐτοῦ.» (Φατ. 40, 117,78 - P.G.99,1053/56).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος διδάσκει νά μήν συμπροσεύχωνται κἄν μέ τούς αἱρετικούς μοιχειανούς, νά μήν λειτουργοῦν οἱ ὀρθόδοξοι ἱερεῖς στούς ναούς ὅπου ἐλειτούργησαν ἐκεῖνοι, οὔτε κἄν μέ ἄλλο ἀντιμίνσιο, ἀλλά νά προτιμοῦν ἕνα καθαρό δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ, νά ἐρωτοῦν διά τήν πίστι των αὐτούς πού πρόκειται νά συμφάγουν προκειμένου νά κάνουν κοινή προσευχή, καί φυσικά νά μήν κοινωνοῦν ἀπό ἱερέα πού μνημονεύει τόν μοιχειανό Ἐπίσκοπο, ἔστω καί ἀπό φόβο.
Μήπως δέσποτα καί κ. καθηγητά, ὑπάρχει μία πιό αὐστηρή καί πιό σκληρή θά λέγαμε μορφή ἀποτειχίσεως, τήν ὁποία ὁ ὅσιος ἐδίδασκε νά τηροῦν καί οἱ κληρικοί καί οἱ λαϊκοί; Ἐσεῖς τόν παραμορφώσατε καί τόν διαστρέψατε τόσο, ὥστε ἰσχυρίζεσθε ὅτι δῆθεν ποτέ δέν διέκοψε τήν μνημόνευσι, ἐνῶ αὐτός διδάσκει καί τόν τελευταῖο ὀρθόδοξο, κληρικό καί λαϊκό νά ἔχουν πλήρη ἀποτείχισι ἀπό τούς μοιχειανούς κληρικούς καί Ἐπισκόπους, μέχρι βαθμοῦ ἑστιάσεως.
Ὡς ἐκ τούτου ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἔχετε πρόγραμμα καί σκοπό νά διαστρέψετε ὅλη τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι, προκειμένου νά μᾶς ὑπαγάγετε στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία σημειωτέον εἶναι ἀσυγκρίτως χειρότερη κι ἐπικινδυνώτερη ἀπό τήν μοιχειανική αἵρεσι.
Πολύ σημαντικό εἶναι καί τό ἀμέσως ἑπόμενο τμῆμα τῆς ἰδίας ἐπιστολῆς πρός τόν Ναυκράτιο, στήν ὁποία ὁ ὅσιος θεωρεῖ ἄκυρα καί τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν μοιχειανῶν. Φαίνεται ὁ Ναυκράτιος εἶχε δώσει μία πρόχειρη ἀπάντησι σέ κάποιον ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε θέσει τήν ἐρώτησι τί νά κάνη, ἐπειδή εἶχε δεχθῆ νά χειροτονηθοῦν κάποιοι ἱερεῖς τῆς μονῆς του καί νά γίνουν καί ἐγκαίνια κάποιου ναοῦ ἀπό ἕναν μοιχειανό Ἐπίσκοπο. Ὁ Ναυκράτιος λοιπόν ἀπάντησε σέ ἐκεῖνον τόν ἡγούμενο προχείρως μέ τήν προοπτική νά ἐρωτήση τόν ὅσιο Θεόδωρο γιά μία σίγουρη καί ἀσφαλῆ τοποθέτησι καί συμβουλή. Ὁ ὅσιος λοιπόν ἀπαντᾶ ὡς ἑξῆς:
«Τῷ πρεσβυτέρῳ καί ἡγουμένῳ καλῶς ἀπεκρίθης, εἰρχθῆναι τῆς λειτουργίας τούς νυνί χειροτονηθέντας ὑπό τοῦ εὑρεθέντος ἁρτίως ἀρχιερέως ἐν ἐκκλησίᾳ, λέγοντος δέ ὅμως, ὅτι κακῶς ἐγένετο ἡ σύνοδος, καί ἀπολώλαμεν. διά τί γάρ ὁμολογῶν οὐ φεύγει τήν ἀπώλειαν, διαστέλλων ἑαυτόν τῆς αἱρέσεως, ἵνα μένῃ παρά Θεῷ ἐπίσκοπος; καί εἰσίν αὐτοῦ δεκταί αἱ χειροτονίαι αὐτίκα. ἤ διά τί προκειμένης τῆς αἱρέσεως εἰς χειροτονίαν ὁ ἡγούμενος προήγαγε τούς ἀδελφούς αἱρετικήν; ἄν οὖν ὁ χειροτονήσας ὤρθωσεν, ἦν αὐτοῖς εὐθύς ἱερουργεῖν, ὄντος δέ ἐν τῇ αἱρέσει διά τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν αἱρετικόν, κἄν τό φρόνημα λέγοι ἔχειν ὑγιές, οὐχ οἷόν τε οὕς χειροτονεῖ τῇ ἀληθείᾳ εἶναι λειτουργούς Θεοῦ. εἰ δέ πνεῦμα ζήλου Θεοῦ ἀνῆψεν ἐν τῷ καθηγουμένῳ καί προθυμεῖται ὁμολογίας στέφανον ἀναδήσασθαι· μηδέ λειτουργείτω ἐν τῇ ὑπ' αὐτοῦ ἐνθρονιασθείσῃ ἐκκλησίᾳ μήτε ἀναφερέτω αὐτόν ὡς ἐπίσκοπον. καί μακάριος οὗτος, πολλῶν καί ἄλλων παράδειγμα σωτηρίας γινόμενος. τεθέντος δέ θυσιαστηρίου ἐν τῇ αὐτῇ ἐκκλησίᾳ, οὐδέν τό κωλύον λειτουργεῖν ἐκεῖσε.» (Φατ. 40, 119,129 - P.G.99,1056/57).
Ὁ Ἐπίσκοπος λοιπόν αὐτός πού ἔκανε τίς χειροτονίες στή μονή εἶχε ὀρθόδοξο φρόνημα καί μάλιστα ἔκλαιγε καί ὠδύρετο λέγοντας «κακῶς ἐγένετο ἡ σύνοδος καί ἀπολώλαμεν», εὑρίσκετο ὅμως μέσα στήν αἵρεσι, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ ὁσίου, διότι ἐμνημόνευε αἱρετικό Μητροπολίτη «ὄντος δέ ἐν τῇ αἱρέσει διά τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν αἱρετικόν, κἄν τό φρόνημα λέγοι ἔχειν ὑγιές...». Ὁ ὅσιος λοιπόν ἐξ αἰτίας καί μόνο τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Μητροπολίτου διδάσκει ὅτι εἶναι αἱρετικές οἱ χειροτονίες καί συνεπῶς ἄκυρες: «διατί προκειμένης τῆς αἱρέσεως (τῆς μοιχειανικῆς) εἰς χειροτονίαν ὁ ἡγούμενος προήγαγε τούς ἀδελφούς αἱρετικήν;... οὐχ οἷον τε οὕς χειροτονεῖ τῇ ἀληθείᾳ εἶναι λειτουργούς θεοῦ». Συνιστᾶ δέ ἐν τέλει στόν ἡγούμενο νά διακόψη τήν μνημόνευσι τοῦ Ἐπισκόπου, νά μήν λειτουργῆ στήν ἁγία Τράπεζα τήν ὁποία αὐτός ὁ Ἐπίσκοπος ἐγκαινίασε, ἀλλά κατ’ οἰκονομίαν νά τοποθετήση ἄλλο ἀντιμίνσιο σέ ἄλλη ἁγία Τράπεζα. Ἐπίσης διδάσκει ὅτι, ἄν ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός ἀπετειχίζετο ἀπό τούς Μοιχειανούς, θά ἠδύναντο οἱ χειροτονίες του νά γίνουν δεκτές: «διατί γάρ ὁμολογῶν οὐ φεύγει τήν ἀπώλεια, διαστέλλων ἑαυτόν τῆς αἱρέσεως, ἵνα μένῃ παρά θεῷ ἐπίσκοπος; καί εἰσίν αὐτοῦ δεκταί αἱ χειροτονίαι αὐτίκα».
Ἐδῶ λοιπόν ὁ ὅσιος, τονίζομε, δέν δέχεται ὡς ἔγκυρα οὔτε τά μυστήρια τῶν Μοιχειανῶν αἱρετικῶν καί μάλιστα ἐξ αἰτίας καί μόνον τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἐνῶ ἐπαναλαμβάνουμε, οἱ δόκιμοι θεολόγοι καί μελετητές του τόν ἐμφανίζουν ὡς ὁ ἴδιος δῆθεν νά μήν διέκοψε ποτέ τήν μνημόνευσι.
Δέν πιστεύω ὅτι θά ἠδύνατο νά ὑπάρξη μεγαλύτερη διαστροφή τῆς ἀληθείας ἀπό αὐτήν. Ὅπως ἐπίσης πιστεύω ὅτι ὁ δέσποτας δέν εὐθύνεται καί πολύ δι’ αὐτό, διότι ὁ καημένος εὑρῆκε πρόχειρα τά κείμενα τοῦ καθηγητοῦ, διεπίστωσε μέ χαρά ὅτι ταιριάζουν εἰς τίς θεωρίες τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί τά ἐπαρουσίασε θριαμβευτικά καί μέ τόν χαρακτηριστικό πομπώδη τρόπο του θεωρώντας ὁ δυστυχής ὅτι κατήγαγε νίκη κατά τῶν Ἀποτειχισμένων, ἐνῶ στήν οὐσία κατήγαγε τόν ὅσιο στά μέτρα τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί ἀκόμη χειρότερα.
Σέ ἄλλη πάλι ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ναυκράτιο, ὁ ὅσιος λύει κάποιες ἀπορίες, οἱ ὁποῖες εἶναι πολύ σημαντικές, διότι ἀναφέρονται στήν μνημόνευσι τοῦ Ἐπισκόπου καί μέχρι ποίου σημείου ὀφείλομε νά διερευνοῦμε τήν πίστι αὐτῶν τούς ὁποίους μνημονεύομε: «Περί δέ τῶν ἄλλων πεύσεων (εἰ ὁ ἐπίσκοπος οὐχ εὕρηται εἰς τήν μοιχοσύνοδον, καλοίη δέ αὐτήν ψευδοσύλλογον, μνημονεύοι δέ τόν ἐν αὐτῇ εὑρεθέντα μητροπολίτην αὐτοῦ ἐκ τοῦ πρεσβυτέρου τοῦ ἐπισκόπου ὀρθοδοξοῦντος εἰ χρή κοινωνεῖν) ἀπεκρίθην καί δι' ἑτέρων, τῶν πρός Εὐόδιον γραμμάτων, ὅτι ναί, οἰκονομίας χάριν, μόνον μή συλλειτουργοῦντος αὐτοῦ αἱρετικοῖς. εἰς οὐδέν γάρ ἐστι, μνημονευομένου τοῦ ἐπισκόπου ὀρθοδόξου ὄντος, κἄν ἐκείνου φόβῳ αἱρετικόν ἀναφέροντος τόν οἰκεῖον μητροπολίτην. τοῦ τοιούτου πρεσβυτέρου καί εἰς παννυχίδα προσκαλουμένου, ἰτέον, καί ἐκκλησίαν παρ' αὐτοῦ δεδομένην ληπτέον καί εἰς αὐτήν ἐρχομένου αὐτοῦ λειτουργῆσαι, παραχωρητέον ἤ καί μνημονεῦσαι νεκρόν, ὀρθόδοξον μέντοι, συγχωρητέον καί ἐν αὐτῇ λειτουργεῖν τόν λαβόντα, οὐδέν κωλυτέον. εἰ δέ αἱρετικόν ἀναφέρει ὄντα ἐπίσκοπον, κἄν μακαρίζῃ, κἄν ὀρθοδοξῇ, τῆς μέν θείας κοινωνίας ἀφεκτέον, τῆς δέ κοινῆς τραπέζης, ἐπ' ἄν ἐκεῖ δέει μνημονεύοι, ὧδε δεκτέον τάχα καί εὐλογοῦντα αὐτόν καί συμψάλλοντα· ἐάνπερ μήτε αἱρετικῷ, ἤ τῷ οἰκείῳ ἐπισκόπῳ, εἴτε τινί ἄλλῳ συνιερουργῇ ἤ ἐν γνώσει μεταδίδοι. εἰ ἐσθίει τις μετά τοῦ μοιχοζεύκτου, ἤ μεθ' ἑτέρου αἱρετικοῦ ἀδιαφόρως, φυλακτέον μή συνεστιᾶσθαι τοῖς τοιούτοις, κἄν ὑποκρίνωνται ὀρθοδοξεῖν∙ οὐ γάρ φυλάσσουσι τό πρόσταγμα τοῦ ἀποστόλου, τοῖς τοιούτοις, λέγοντος, μηδέ συνεσθίειν. πλέον, οὐκ ἐξερευνητέον, εἴ μετά τοῦ συνεστιαθέντος τῷ αἱρετικῷ ὅσδε συνεστιάθη, ζητεῖν, καί μετά τοῦδε ἕτερος, κἀντεῦθεν ἀνασειράζειν τόν λόγον καί ἀφίστασθαι πάντων. ἐθελόγνωμον τό χρῆμα καί οὐ τῶν ἁγίων∙ μέχρι γάρ τούτου, φησί, στῆθι, καί οὐχ ὑπερβήσῇ. μή γάρ οὐκ ᾔδεισαν ταῦτα ἐξερευνᾷν καί διαγγέλεσθαι ἡμῖν; ἀλλ' οὐδαμῶς. διό οὐκ ἐσθλόν μεταβαίνειν ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν. μεθ' οὗ δέ οὐκ ἐσθίομεν, οὐδέ δῶρον τούτου δεκτέον, εἴπερ διδαχθείς, ἅπαξ καί δίς ἀδιαφοροίη, καί οὐ πείθεται ἡμῖν.» (Φατ. 49, 143, 111 -P.G.99,1088/89).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος ἐπιτρέπει κατ’ οἰκονομίαν νά κοινωνῆ κάποιος ἀπό ἱερέα, ὁ ὁποῖος μνημονεύει ὀρθόδοξο μέν Ἐπίσκοπο, πλήν ὅμως αὐτός ὁ Ἐπίσκοπος ἀπό φόβο μνημονεύει τόν αἱρετικό Μητροπολίτη του. Πρέπει ὅμως ὁπωσδήποτε ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός νά μήν συλλειτουργῆ μέ αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί Μητροπολίτες:«...μόνο μή συλλειτουργοῦντος αὐτοῦ αἱρετικοῖς».
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός μνημονεύει ἀπό φόβο τόν αἱρετικό Μητροπολίτη, πέραν τούτου ὅμως δέν ἔχει καμμία ἄλλη ἐκκλησιαστική κοινωνία. Ὅταν ὅμως ὁ ἱερεύς μνημονεύει αἱρετικόν Ἐπίσκοπο ἤ ὁ Ἐπίσκοπος αἱρετικόν Μητροπολίτη, ἀπό αὐτούς δέν κοινωνοῦμε, ἔστω καί ἄν παρουσιάζωνται μέ τά λόγια καί τίς ὁμολογίες ὡς Ὀρθόδοξοι: «εἰ δέ αἱρετικόν ἀναφέρει ὄντα ἐπίσκοπον, κἄν μακαρίζῃ, κἄν ὀρθοδοξῇ, τῆς μέν θείας κοινωνίας ἀφεκτέον...».
Ἡ μνημόνευσις λοιπόν τοῦ Ἐπισκόπου κατά τή Θ. Λειτουργία καί τά Μυστήρια εἶναι τό βασικό σημεῖο, τό ὁποῖο ἀποδεικνύει τήν ἐγκυρότητα ἤ μή τοῦ μυστηρίου καί τό γνώρισμα γιά τό ἐάν κάποιος πρέπει νά κοινωνήση ἀπό αὐτόν τόν ἱερέα ἤ ὄχι. Ἐδῶ ὁ ὅσιος θέτει τά ὅρια τά ὁποῖα δέν πρέπει νά ξεπερνοῦμε ὅταν ἐρευνοῦμε τό θέμα τῆς μνημονεύσεως, διότι, ἄν περάσωμε αὐτά τά ὅρια, ἐπισημαίνει, θά ἀπομακρυνθοῦμε ἀναγκαστικῶς ἀπό ὅλους «...καντεῦθεν ἀνασυράζειν τόν λόγον καί ἀφίστασθαι πάντων. ἐθελόγνωμον τό χρῆμα καί οὐ των ἁγίων∙ μέχρι γάρ τούτου φησί στῆθι καί οὐχ ὑπερβήσῃ». Παρ’ ὅλα αὐτά κατηγορήθηκε ὁ ὅσιος ἀπό τόν καθηγητή καί τόν δέσποτα, ὅτι δέν διέκοψε τήν μνημόνευσι.
Μία ἀκόμη ἐπιστολή στήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ ὅσιος διά τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν Μοιχειανῶν εἶναι καί αὐτή πού ἔχει ἀποδέκτη τήν Σπαθαρέα Μαχαρᾶ. Αὐτή τήν καταγράψαμε καί πρίν γιά τό θέμα τοῦ μολυσμοῦ, ἐπειδή ὅμως βασικά ἀναφέρεται εἰς τό θέμα τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν Μοιχειανῶν, τήν σημειώνουμε πάλι χωρίς περαιτέρω σχολιασμούς:
«Ἂν δέ διά πταισμά τις ἔχῃ τό ἀκοινώνητον, δηλονότι τότε ἐκεῖνος κοινωνήσῃ, ὁπότ’ ἄν πληρωθῇ αὐτῷ τό ἐπιτίμιον. εἰ δέ διακρίνηται αὖ πάλιν δι’ αἵρεσιν, τοῦτο ἀναγκαῖον∙ τό γάρ κοινωνεῖν παρά αἱρετικοῦ ἤ προφανοῦς διαβεβλημένου κατά τόν βίον, ἀλλοτριοῖ Θεοῦ, καί προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ. Σκέψαι οὖν, ὦ μακαρία, ᾧτινι τρόπῳ τῶν εἰρημένων εἴη σου ὁ σκοπός καί κατ’ αὐτό πρόσιθι τοῖς μυστηρίοις. γνωστόν δέ πᾶσιν ὅτι νῦν αἵρεσις ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίᾳ κατακρατοῦσα τῶν μοιχειανῶν ἐστι. φείσαιο τοίνυν τῆς τιμίας σου ψυχῆς μετά τῶν ἀδελφῶν καί τῆς κεφαλῆς. ἔφης δέ μοι, ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου, μή ἀναφέρειν τόν αἱρεσιάρχην. καί τί περί τοῦτου εἰπεῖν σοι τό παρόν, οὐ καθορῶ. πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (Φατ. 553, 846,25- P.G.99,1668).
Ἀναφέρομε μόνον ὅτι πάλι ἐδῶ ὁ ὅσιος διδάσκει ὅτι ἡ μνημόνευσις τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου δημιουργεῖ πρόβλημα ἐγκυρότητος τοῦ μυστηρίου.
Σέ ἄλλη ἐπιστολή ἐπίσης πρός τόν μοναχό Ναυκράτιο, ὁ ὅσιος περιγράφει τό μαρτύριο ἑνός ἡγουμένου στήν περιοχή τῆς Θεσσαλονίκης ἀπό τόν ἐκεῖ Ἀρχιεπίσκοπο, ἐπειδή αὐτός ἀρνεῖτο νά τόν μνημονεύση, λόγῳ τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως. Εἰς αὐτήν τήν ἐπιστολή ὁ ὅσιος στιγματίζει μέ τά πλέον μελανά χρώματα τήν στάσι τῶν μοιχειανῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι, προκειμένου νά ὑποτάξουν τούς ἀποτειχισμένους καί νά τούς ἐξαναγκάσουν νά τούς μνημονεύσουν καί διά τῆς μνημονεύσεως νά τούς ἀναγνωρίσουν ὡς Ἐπισκόπους, τούς ὑπέβαλον σέ διάφορα βασανιστήρια. Μάλιστα τόν συγκεκριμένο ἡγούμενο τόν ἐβασάνισαν μέσα στόν ἴδιο τό ναό ὁ ὁποῖος ἐτιμᾶτο στούς Ἀρχαγγέλους. Ἐδῶ ὁ ὅσιος ὀνομάζει τόν συγκεκριμένο Ἐπίσκοπο «ἀλλοτριοεπίσκοπο, τῶν θηρίων ὠμότερο, μαθητή τοῦ διαβόλου, τύραννο κλπ.», τόν δέ ναό εἰς τόν ὁποῖο ἔγινε τό μαρτύριο «πραιτώριο Πιλατικόν».
Ἀναφέρομε ὅλο τό σχετικό τμῆμα τῆς ἐπιστολῆς, διότι ἀποτελεῖ μία θαυμασία περιγραφή μαρτυρίου, μόνο καί μόνο ἐξ αἰτίας τῆς μνημονεύσεως καί γιά νά ἀνοίξουν τά μάτια τους καί ὁ καθηγητής καί ὁ δέσποτας, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ ὅσιος δέν διέκοψε τήν μνημόνευσι. Δηλαδή τήν διέκοψαν ἄλλοι λόγῳ τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως, τήν ὁποία ὁ ὅσιος ἀπεκάλυψε, ἐστηλίτευσε καί πρωτοστάτησε ἐναντίον της, ὁ ὅσιος τούς ἐκθειάζει ὡς μάρτυρες, ἀλλά ὁ ἴδιος δέν διέκοψε τήν μνημόνευσι σύμφωνα μέ τούς νέους θεολόγους καί ἑρμηνευτές τοῦ ὁσίου:
«Ἐπί δέ τόν κολοφῶνα τοῦ λόγου μέτειμι. τίς οὕτω ἀκήκοε σχεδόν παράνομα καί ἔκτοπα χριστιανός, ἅ ὑπό τῶν δυσωνύμων μοιχειανῶν γεγένηται, λεγομένων μέν ἱεραρχῶν, ὄντων δέ ἀνιέρων ὑπό πάσης ἀποστολικῆς καί Πατρικῆς φωνῆς, καί ἄνευ τῆς αἱρέσεως; τύπτων οὕτω τίς τέτυφεν ἀνθρώπων (οὐ λέγω χριστιανική χείρ, ἀλλά βαρβαρική), δίς ἑκατοντάσι πρός ἑξήκοντα καί ἕξ μαστίγων, εἶτα μετ' οὐ πολύ, δίς δύο ἑκατοντάσι βουνεύρων ἐπί τόν νῶτον, ὡς ὁ γενναῖος γε ἀρχιεπίσκοπος, μᾶλλον δέ ἀλλοτριοεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, καί οὐ τῶν ἀγελαίων τινά, ἀλλά μονάζοντα, καί τοῦτον ἡγούμενον, καί μάλα τόν εὐλαβέστατον, τοὔνομα Εὐθύμιον, τόν τῆς εὐθυμίας ὄντως φερώνυμον; ἐξέστη ἐπί τούτῳ ὁ οὐρανός· καί ἔφριξα ἐγώ ὁ τάλας, οἶμαι δέ καί πᾶς τις τῶν ἀνθρώπων τήν φυσική ἡμερότητά τε καί ἐλεημοσύνην ἔχων καί ἀκούων. ὅς εἰς τύπον Χριστοῦ ὀφείλων κεῖσθαι, καί τυπτόμενος μή ἀντιτύπτειν, καί τῶν θηρίων ὠμότερος γέγονεν, οὔ τι που ἴχνος χριστιανικόν φέρων, πολλοῦ γε εἰπεῖν ἱεραρχικόν. Καί ὑπέρ τίνος ὁ δαρμός; ἵνα τόν τοῦ Χριστοῦ ἀθλητήν πείσῃ συνθέσθαι ἀναφέρειν αὐτόν ὡς ἱεράρχην. ἀλλ' ὤ τῆς γενναιότητος καί κραταιότητος τοῦ μάκαρος! (οὕτω γάρ δίκαιον εἰπεῖν), ὅτι καί μετά τοσαύτας πληγάς καί αἵματος ἁγίου ῥύσιν, ὡς φοινίσσεσθαι τά πέλματα τῶν ποδῶν τῶν ἐκεῖσε παρόντων, καί οἰονεί πηλοποιεῖσθαι τό πορφύρεον κονίαμα εἰς οἰκοδομήν τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας, κείμενος ἤδη βραχύ ἄπνους καί ἄφωνος, καί ἐρωτηθείς παρά τῶν κολαστῶν μνημονεύειν τόν τύραννον, φημί, ἀλλ' οὐκ ἀρχιεπίσκοπον, οὔ, φησίν ὁ μακάριος, οὕτω μέχρι θανάτου σχεδόν οὐ παρατρέψας τόν νοῦν, οὐ παρεκκλίνας τι τῶν ὀρθοδόξως ἐγνωσμένων αὐτῷ. Μικροῦ δή παρέδραμέ με ἀναγκαῖόν τι, ὅτι καί ὁ ναός τοῦ Θεοῦ πραιτώριον γέγονε Πιλατικόν. ἐκεῖσε γάρ, ἔφης, ἤτοι εἰς τό λεγόμενον τοῦ Ἀρχαγγέλου ἱερόν δόμον, τετύφθαι τόν μάρτυρα· ὅν οἱ μέν ἀτίθασοι τιμωροί εἴασαν ἡμιθνῆτα· τίς δέ χριστομίμητος λαβών ἐπί τόν ἴδιον οἶκον καί ταῖς αἱμοῤῥαγίαις καί ξεσμοσαρκίαις προσπλάσας κώδιον ἀρνοῦ ἀρτισφαγοῦς ἐζωοπύρησε τόν ἄνδρα, μικρόν δέ καί κατά βραχύ ἀναῤῥώσας, ἐξαπέστειλε λάθρᾳδιά τήν καλοῦσαν ἐντολήν, πεφευγότος τοῦ θανέντος ἤδη καί παραδόξως ἐξεγερθέντος εἰς στήλην ὀρθοδοξίας καί θρίαμβον τῶν κακοδόξων. Τί τούτων ἀσεβέστερον; τίς δέ παρά ὀρθοδόξων εἰς αἱρετικόν τοιαῦτα πέπραχεν; ἀλλ' ἵνα φανῇ κἀντεῦθεν αὐτῶν ἡλίκη ἡ ἀσέβεια τῶν μοιχειανιζόντων, καί τίς τίνος μαθητής, Χριστοῦ μέν ὁ τυπτόμενος κατ' αὐτόν καί φέρων, διαβόλου δέ ὁ τύπτων οὕτω ἱεράρχης καί ἔνθεν ἐκφοβεῖν βουλόμενος, καί ἐκδικῶν τά κατ' αὐτόν. οὗ ῥυσθείημεν τῆς μερίδος, ἀδελφέ, τοῦ δέ πρώτου εἴημεν σύν πᾶσιν εὐσεβέσι.» (Φατ. 51, 151, 12 - P.G.99,1096/97).
Ἐδῶ λοιπόν, δηλώνει ὁ ὅσιος ὅτι, ἡ μαστίγωσις καί τό μαρτύριο, ἔγινε γιά νά ἀναγκασθῆ ὁ ἡγούμενος νά μνημονεύση τόν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, μετά δέ τό μαρτύριο καί ἐνῶ ἦτο σχεδόν ἄπνους καί ἄφωνος «ἐρωτηθείς παρά τῶν κολαστῶν μνημονεύειν τόν τύραννον, φημί, ἀλλ’ οὐκ ἀρχιεπίσκοπον, οὐ, φησίν ὁ μακάριος». Αὐτός ὁ Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης τόν ὁποῖον δέν ἐμνημόνευε ὁ ἡγούμενος πιθανόν νά ἦτο ὁ διάδοχος τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ, τόν ὁποῖο καθήρεσαν στή μοιχειανική Σύνοδο τοῦ 809 μαζί μέ τόν ὅσιο.
Ὁ ὅσιος σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἅγ. Ἰωσήφ μετά τήν καθαίρεσί του ἀπό τόν θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης, γράφει καί γιά ἕναν ἄλλον ἡγούμενο ὀνόματι Θεόσωστον, ὁ ὁποῖος καί αὐτός ἐξεδιώχθη ἀπό τή μονή του, διότι δέν ἐδέχθη νά ἔχη ἐκκλησιαστική κοινωνία καί νά μνημονεύση τόν διάδοχο τοῦ ἁγ. Ἰωσήφ: «...Μή διαλείποις ὑπερευχόμενος τῆς ταπεινώσεώς μου κραταιῶς, ἀδελφοπάτορ μου καλέ καί ὁσιώτατε. γίνωσκε ἐνσταθέντα τόν Θεόσωστον, τοῦ μή κοινωνῆσαι αὐτόν ἐκ τοῦ ἀνιέρως ἀνελθόντος εἰς τόν θρόνον σου, καί ἐκδιωχθέντα νεανικῶς ἐκ τοῦ μοναστηρίου αὐτοῦ.» (Φατ. 43, 127, 89 - P.G.99,1068).
Θά ἀναφέρωμε τέλος ἕνα τμῆμα ἀπό ἐπιστολή τοῦ ὁσίου πρός τόν Ὕπατο Δημήτριο, ἡ ὁποία ἔχει καταχωρηθῆ στίς ἐπιστολές τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως, πιστεύω ἀπό λάθος, διότι ὁμιλεῖ ἐξ ὁλοκλήρου γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι. Τό ἴδιο ἀκριβῶς ἔχει γίνει καί μέ τήν ἐπιστολή πρός τήν Σπαθαρέα Μαχαρᾶ, τήν ὁποία προαναφέραμε. Εἰς αὐτό τό τμῆμα τῆς ἐπιστολῆς ὁ ὅσιος ἐξηγεῖ μέ θαυμαστό τρόπο, γιατί κάποιοι μνημονεύονται στήν ἐκκλησία, ἐνῶ εἶχαν περιπέσει σέ βαριές καί θανάσιμες ἁμαρτίες, ὅτι ἡ μνημόνευσις αὐτῶν γίνεται μόνο καί μόνο ἐπειδή αὐτοί εἶχαν ὀρθόδοξο πίστι καί τονίζει ὅτι ἡ ὀρθόδοξος πίστις εἶναι τό βασικό στοιχεῖο, τό ὁποῖο ἄν δέν ὑπάρχη, ἀπαγορεύεται κάποιον νά τόν μνημεύσωμε κατά τή Θ. Λειτουργία τά μνημόσυνα κλπ.:
«Ἀλλ’ ἐπί τό κατεπεῖγον ὁ λόγος. ἐλυπήθησαν, φησί, τινές διά τόν δεύτερον Ἡρώδην, (δηλαδή τόν αὐτοκράτορα Κων/νον τόν ΣΤ’) ὅτι ὀρθόδοξος ἦν καί ἡ ἐκκλησία μνημονεύει αὐτοῦ. πρῶτον μέν, Ἡρώδην σύνηθες λέγειν τούς κρατοῦντας, καθά φησιν ὁ Θεολόγος, ἐάν Ἡρώδῃ παραστῇς, σιώπησον˙ ...περί δέ τοῦ ὅτι ὡς ὀρθόδοξος μνημονεύεται ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ οὐδέν προσίσταται τῷ εὐαγγελίῳ, ἐπεί μνημονεύεται καί Οὐαλεντινιανός, ἀλλ’ οὐ κατά τό δύο ὁμοῦ γυναῖκας ἔχειν παρανόμως, ἀλλά κατά τήν ὀρθήν πίστιν˙ καί Ἰοβιανός, ἀλλ’ οὖ, καθώς ἱστορεῖται, ὅτι ἀρρενοφθόρος ἦν˙ καί Νικηφόρος, ἀλλ’ οὐ καθό πλεονέκτης. καί πολλοῦ ἐστι λέγειν περί τῶν ἄλλων, οἵ, κἄν τά ἄλλα διαβεβλημένοι, διά δέ τήν ὀρθοδοξίαν μόνον μνήμης ἔτυχον ἐκκλησιαστικῆς» (Φατ. 443, 623, 9 – 625,51 -P.G.99,1657/60).
Ἐδῶ πρέπει ἐπί πλέον νά παρατηρήσωμε τήν ἀξιοθαύμαστη θέσι τοῦ ὁσίου, ὁ ὁποῖος τόν Αὐτοκράτορα Κων/νο τόν Στ΄ πού ἔγινε μοιχός μέ τόν παράνομο γάμο του, δέν τό θεωρεῖ αἱρετικό, ἀλλά ἁπλῶς ἁμαρτωλό καί διά τοῦτο διδάσκει ὅτι δύναται νά μνημονεύεται στήν Ἐκκλησία ὡς ὀρθόδοξος. Αὐτούς ὅμως οἱ ὁποῖοι συνήργησαν εἰς τό νά κατοχυρωθῆ συνοδικῶς ἡ μοιχεία καί νά ἀκυρωθῆ ἡ Εὐαγγελική ἐντολή καί δι’ αὐτῆς τό Εὐαγγέλιο, τούς θεωρεῖ αἱρετικούς, διδάσκει τήν ἀποτείχισι ἀπό αὐτούς, τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεώς των κλπ., καθώς καί τό ὅτι ἐπίσης γιά νά μνημονευθῆ κάποιος στήν Ἐκκλησία πρέπει ὁπωσδήποτε νά ἔχη ὀρθόδοξο πίστι, ἔστω δηλαδή καί ἄν εἶναι ἁμαρτωλός. Αὐτό σημαίνει ὅτι πολύ περισσότερο δέν πρέπει νά μνημονεύωμε τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους στή Θ. Λειτουργία, τίς ἀκολουθίες καί τά Μυστήρια, διότι πέραν τῶν ἄλλων διά τῆς μνημονεύσεως αὐτῆς ταυτιζόμεθα μαζί τους κατά τήν πίστι.
Αὐτά διδάσκει ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, τά ὁποῖα φυσικά δέν δέχονται οἱ Ἀντιοικουμενιστές.
Τελικῶς πρίν καταλήξει ὁ δέσποτας στή μόνιμη ἐπωδό τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν περί τῶν συγχρόνων γερόντων, εἰσηγήθηκε καί τά ἑξῆς: «Πέραν αὐτοῦ ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι στὶς περισσότερες πολλοὶ σύγχρονοι, ποὺ αὐτοαποκαλοῦνται Γνήσιοι ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὁμιλοῦν καὶ παραπέμπουν συχνὰ σὲ κειμενικὲς μαρτυρίες τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἀλλὰ ἀκολουθοῦν, δυστυχῶς, μιὰ προκρούστεια μέθοδο, ἀφοῦ συστηματικά, μὲ ἀποσπασματικές, ἐπιλεκτικὲς καὶ συνθηματολογικὲς φράσεις, ἀποσιωποῦν καὶ ἀποφεύγουν νὰ ἀναφερθοῦν σὲ ἕνα ἀναρίθμητο πλῆθος συναφῶν κειμένων καὶ ὀρθοδόξων ἐκκλησιολογικῶν θέσεων τοῦ ἱ. Πατρός, οἱ ὁποῖες ἀναπτύσσονται μὲ σαφήνεια σὲ ὅλα τὰ συγγράμματά του».
Ἐδῶ πραγματικά εἶναι κατά τό δή λεγόμενο νά γελάη καί τό παρδαλό κατσίκι. Διότι αὐτήν ἀκριβῶς τήν «προκρούστεια μέθοδο» καί τήν ἀποσιώπησι ὅσων δέν ἐξυπηρετοῦν τήν γραμμή τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν τήν χρησιμοποιεῖ μονίμως καί κατ’ ἐξακολούθησιν ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς καί φυσικά ὁ καθηγητής ὁ ὁποῖος τόν ἐκανοναρχοῦσε. Αὐτά δηλαδή τά ὁποῖα καταλογίζει στούς ἄλλους συνθέτουν τόν καθρέπτη τοῦ ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ του. Μόνο πού, ὅπως προαναφέραμε, ἀπό ἀφέλεια καί χωρίς νά πολυπραγμωνήση τά ἀντέγραψε γιά νά ἐκφωνήση τήν εἰσήγησί του, ἀνέφερε καί διδασκαλίες τοῦ ὁσίου, οἱ ὁποῖες ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἔχουν ἐκτροχιασθῆ ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἡ ὁποία εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς, τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων.
Καί βεβαίως ἀμέσως ἐν συνεχείᾳ προβαίνει στήν ἀποθέωσι τῆς αἱρέσεως τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ καί τῆς ταυτίσεως τοῦ Ἐπισκόπου μέ τήν Ἐκκλησία, ἀσχέτως ἄν αὐτός εἶναι αἱρετικός. Εἰσηγεῖται τά ἑξῆς:
«Σεβασμιώτατε, ἀγαπητοὶ πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές,
Οἱ θεῖοι Πατέρες δὲν ἀπέκοπταν ἑαυτοὺς ἀπὸ τὸν κοινωνία του μὲ τὸν Ἐπίσκοπό τους καὶ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ παρέμεναν ἐντὸς αὐτῆς, ἔστω καὶ διαφωνώντας ἔντονα ἐν λόγοις, ἔργοις καὶσυγγραφαῖς, γιατὶ ἡ ἀνύστακτη μέριμνά τους, ἡ ἀγωνία καὶ ἡἔγνοιά τους, εἶχαν χαρακτῆρα ποιμαντικὸ καὶ τὸ κριτήριό τουςἦταν ἀταλάντευτα θεραπευτικό, σωτηριολογικό, καθὼς ἦταν καὶπαρέμεναν μέχρι τέλους ἀληθινοὶ ποιμένες τοῦ Ἀρχιποίμενος».
Αὐτά κατάλαβε ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἀντιγραφή πού ἔκανε ἀπό τήν μελέτη τοῦ καθηγητοῦ Τσίγκου. Ἔτσι λοιπόν ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἦλθε στά μέτρα τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, ἡ Ἐκκλησία στά μέτρα καί τήν διδασκαλία τῶν Οἰκουμενιστῶν (Ἐπισκοποκεντρική), ὁ ἀγώνας τῶν Ἁγίων ἐναντίον τῆς αἱρέσεως στά μέτρα τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν (χαρτοπόλεμος) καί ἡ ποιμαντική τους μέριμνα, ἡ ἀγωνία των καί τό ἀταλάτευτο θεραπευτικό τους κριτήριο ἦταν νά ἀφήσουν τούς πιστούς στό στόμα τῶν λύκων (τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων) μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου (δηλαδή μέ τά σημερινά δεδομένα εἰς αἰῶνας αἰώνων).
Συνεχίζοντας ὁ δέσποτας τόν ὕμνο τῆς ἐπισκοποκεντρικῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Πολλοὶ ἐξ αὐτῶν, ἐπαναλαμβάνουν μὲ τὸ δικό τους τρόπο... «Μὴ φύγεις ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία· ἐὰν ὅμως φύγεις ἡ αἰτία δὲν θὰ ὀφείλεται στὴν Ἐκκλησία. Ἐὰν μείνεις μέσα σ’ αὐτήν, ὁ λύκος τῆς αἱρέσεως δὲν τολμᾶ νὰ σὲ βλάψει. Ἐὰν δὲ ἐξέλθεις θὰ σὲ κατασπαράξει καὶ αὐτὸ θὰ ὀφείλεται στὴν δική σου μικροψυχία. Τίποτα δὲν εἶναι ἴσο μὲ τὴν Ἐκκλησία». Εἶναι εἰς τὸν εξαίρετο λόγο τῆς πρὸς Εὐτρόπιον «ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρέθη καί περί Παραδείσου».
Ἐδῶ ὁ δέσποτας ἔβαλε στόχο νά φέρη στά μέτρα τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί ὅλους τούς Ἁγίους. Ὅλοι γνωρίζομε ὅτι ἡ ὑπόθεσις τοῦ Εὐτροπίου δέν ἔχει καμμία, ἀπολύτως καμμία σχέσι μέ τά θέματα τῆς πίστεως. Ὁ Εὐτρόπιος ὅταν εἶχε τήν ἐξουσία καί τήν εὔνοια τῆς βασιλίσσης, κατώρθωσε μέ νόμο νά θεσπίση τήν κατάργησι τοῦ ἀσύλου τῶν ναῶν. Ὅταν κατόπιν ὁ στρατηγός Γαϊνᾶς ἐκέρδισε τήν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου, ἐπέτυχε τήν ἀπομάκρυνσι τοῦ Εὐτροπίου, ὁ ὁποῖος καταδιωκόμενος κατέφυγε στόν καθεδρικό ναό καί κρατοῦσε τό θυσιαστήριο. Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τότε μέ παρέμβασί του ἐπανέφερε τό ἄσυλο τοῦ ναοῦ καί ἔτσι ὁ Εὐτρόπιος ἐγλύτωσε τή σύλληψι. Ὅταν ἀργότερα ὁ Εὐτρόπιος ἐβγῆκε ἀπό τό ναό, προκειμένου νά φύγη κρυφά ἀπό τήν Κων/πολι, ἀνεγνωρίσθη καί συνελήφθη. Ἐν συνεχείᾳ καταδικάσθηκε σέ ἐξορία στήν Κύπρο καί τελικά καταδικάσθηκε σέ θάνατο. Αὐτά τά ἱστορικά στοιχεῖα ἀναφέρονται στήν εἰσαγωγή τῆς ὁμιλίας τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀπό τήν ὁποία ὁ δέσποτας ἀνέφερε παραφρασμένα κάποια λόγια του (ΕΠΕ 33,9,10).
Ἐδῶ ὁ δέσποτας ἔχει κάνει μία ἀθέμιτη καί κακόβουλη ἀλλοίωσι καί διαστροφή τοῦ γράμματος καί τοῦ πνεύματος τοῦ λόγου τοῦ Ἁγίου. Δηλαδή αὐτά πού εἶπε γιά τόν Εὐτρόπιο, ἐπειδή ἐβγῆκε ἀπό τό ναό καί συνελήφθηκε, τά ἀναφέρει ὁ δέσποτας ὅτι τά εἶπε προκειμένου νά διδάξη ὁ ἅγιος νά μήν ἀπομακρυνώμεθα ἐκκλησιαστικά ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, ἀλλά νά παραμένωμε ἐνσωματωμένοι μέ αὐτούς κατά τόν τύπο τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν.
Αὐτή ἡ δόλια καί πονηρή μέθοδος εἶναι ὄντως γνωστή καί στό γραφεῖο τῶν Αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, ἐπειδή συνέβη πολλές φορές οἱ ὑπεύθυνοι αὐτοῦ, ὅσα οἱ Κανόνες καί οἱ Πατέρες ἀναφέρουν γιά ὅλα τά ἄλλα θέματα, αὐτοί τά συρράπτουν καί τά προσαρμόζουν ὅτι δῆθεν ἀφοροῦν στά θέματα τῆς πίστεως.
Παρουσιάζομε κατωτέρω τό ἐπίμαχο κείμενο στήν πρωτότυπη μορφή του, γιά νά φανῆ ἡ διαστροφή καί τήν δολιότητα τοῦ δεσπότου: «Μή λέγε ὅτι προεδόθη ἀπό τῆς Ἐκκλησίας ὁ προδοθείς∙ εἰ μή ἀφῆκε τήν ἐκκλησίαν, οὐκ ἄν προεδίδετο. Μή λέγε, ὅτι καί κατέφυγε καί παρεδόθη∙ οὐχ ἡ Ἐκκλησία αὐτόν ἀφῆκεν, ἀλλ’ αὐτός τήν ἐκκλησίαν ἐφῆκεν. Οὐκ ἔνδοθεν παρεδόθη, ἀλλ’ ἔξωθεν. Διά τί κατέλιπε τήν ἐκκλησίαν; Ἐβούλου σώζεσθαι; Ὤφειλες κατέχειν τό θυσιαστήριον. Οὐκ ἦσαν ἐνταῦθα τοῖχοι, ἀλλά Θεοῦ πρόνοιαν ἡ ἀσφαλιζομένη. Ἁμαρτωλός ἦς; Οὐκ ἀποπέμπεταί σε ὁ Θεός∙ οὐκ ἦλθε γάρ καλέσαι δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν. Πόρνη ἐσώθη, ἐπειδή πόδας κατέσχεν. Ἠκούσατε τοῦ σήμερον ἀνεγνωσμένου; Ταῦτα δέ λέγω, ἵνα μηδέποτε εἰς Ἐκκλησίαν καταφεύγων ἀμφιβάλῃς. Μένε εἰς Ἐκκλησίαν, καί οὐ προδίδοσαι ἀπό τῆς Ἐκκλησίας. Ἐάν δέ φύγῃς ἀπό Ἐκκλησίας, οὐκ αἰτία ἡ Ἐκκλησία. Ἐάν μέν γάρ ᾖς ἔσω, ὁ λύκος οὐκ εἰσέρχεται∙ ἐάν δέ ἐξέλθῃς, θηριάλωτος γίνῃ∙ ἀλλ’ οὐ παρά τήν μάνδραν τοῦτο, ἀλλά παρά τήν σήν μικροψυχίαν»(ΕΠΕ 33, 108,15).
Ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς στήν παράφρασι ἐπικαλέσθηκε τά ἑξῆς: «Ἐάν μείνεις μέσα σ’ αὐτήν ὁ λύκος τῆς αἱρέσεως δέν τολμᾶ νά σέ βλάψει» ἐνῶ ὁ ἅγιος εἶπε τά ἑξῆς: «Ἐάν μέν γάρ ἦς ἔσω ὁ λύκος οὐκ εἰσέρχεται». Βλέπουμε ὅτι ὁ ἅγιος δέν ὡμίλησε γιά αἵρεσι, ἀλλά τήν αἵρεσι τήν συνέρραψε τεχνηέντως ὁ δεσπότης, προκειμένου νά καταδείξη ὅτι ὁ ἅγιος ἐδίδασκε τό νά παραμένωμε ἐνσωματωμένοι μαζί μέ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, δηλαδή νά εὑρισκώμεθα μονίμως εἰς τό στόμα τοῦ λύκου. Ἄλλωστε στήν περίπτωσι τοῦ Εὐτροπίου δέν ὑπῆρχε θέμα αἱρέσεως καί ἀποτειχίσεως ἐξ αὐτῆς, ὅπως ἐτίθετο στήν εἰσήγησι τοῦ δεσπότου.
Τελικῶς ὁ δέσποτας καταλήγει νά ἐπικαλῆται, γιά νά δέση κατά τό δή λεγόμενο τό θέμα, τήν τακτική τῶν συγχρόνων γερόντων. Δι’ αὐτά ἔχουμε ὁμιλήσει πάλιν καί πολλάκις καί δέν νομίζω ὅτι πρέπει ἐκ νέου νά ἀναφέρωμε τά ἴδια πράγματα. Ἄλλωστε καί οἱ Παλαιοημερολογίτες, καί οἱ Οἰκουμενιστές, καί οἱ Παπικοί ἀκόμη, ὁμιλοῦν γιά τέτοιους γέροντας καί ἁγίους, τούς ὁποίους ὁ καθένας ἀναλόγως προβάλλει, γιά νά ἐξυπηρετήση τούς ἰδικούς του σκοπούς.
Νομίζω ἐν τέλει ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὑποδεικνύουμε εἰς τόν Μητροπολίτη Πειραιῶς κ. Σεραφείμ τίς διαστροφές καί κακόβουλες ἀλλοιώσεις τοῦ γράμματος καί τοῦ πνεύματος τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὀφείλει ἤ νά δευτερολογήση καί νά ἀποδείξη ὅτι εἶναι λανθασμένες οἱ θέσεις μας, ἤ νά ζητήση δημοσίως ἤ ἔστω κατ’ ἰδίαν, ἐλλείψει θάρρους καί παρρησίας, συγγνώμη ἀπό τόν Ὅσιο γιά τήν διαστρέβλωσι καί παραμόρφωσι τῆς διδασκαλίας του.
Θά συνεχίσουμε σύν Θεῷ μέ κριτική ἀναφορά στήν εἰσήγησι τοῦ π. Βασιλείου Παπαδάκη.
12/1/2015
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ
No comments:
Post a Comment