ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
Ι. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ π. ΕΥΘΥΜΙΟ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ
Τὸν παρελθόντα Νοέμβριο ἐκδόθηκε ἕνα μικρὸ βιβλίο ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Πειραιῶς καὶ τὸ Γραφεῖο ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν, προϊστάμενοι τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ Ἀρχιμ/της π. Παῦλος Δημητρακόπουλος καὶ ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος.
Τὸ βιβλίο ἐπιγράφεται: «15ος Κανὼν Πρωτο-δευτέρας Συνόδου καὶ Ἀποτείχισις», καὶ ἀποτελεῖ «Κριτικὴ Μελέτη» στὸ ἀνάλογο βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ.
Ὁ π. Εὐθύμιος μὲ κατανόηση καὶ ἀγάπη, παρουσιάζει πληθῶρα Πατερικῶν θέσεων γιὰ τὸ θέμα, ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ συγγραφεῖς ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ ὅτι διαπραγματεύονται τὸ θέμα πρόχειρα, χωρὶς Πατερικὴ τεκμηρίωση καὶ μὲ σκοπιμότητα, ἐν τέλει δέ, ἡ μελέτη τους αὐτή, συμβάλλει στὴν ἀδράνεια καὶ τὸν ἐφησυχασμὸ τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ τὴν ἀπρόσκοπτη ἐπέκταση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἔχουμε διαβάσει τὴν «Κριτικὴ Μελέτη» τοῦ «Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν» τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς καὶ ἀποροῦμε πῶς ὁ κ. Σεραφεὶμ ἐπέτρεψε νὰ κυκλοφορήσει ἕνα τέτοιο ἀστήρικτο κριτικὸ κείμενο, ποὺ μόνο Ὀρθόδοξες Πατερικὲς θέσεις δὲν περιέχει. Ἂν μάλιστα εἶναι ἀληθινὴ ἡ πληροφορία ὅτι πρωτοπρεσβύτερος καθηγητὴς τοὺς ἀπέτρεψε ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα, χάριν τῆς ἑνότητος τοῦ ἀντι-οικουμενιστικοῦ ἀγῶνος, ἀλλὰ αὐτοὶ προχώρησαν στὴν δημοσιοποίησή του, τότε ἡ ἀπορία μας μεταβάλλεται σὲ θλίψη.
Ἀπὸ σήμερα ἀρχίζουμε νὰ δημοσιεύουμε σὲ συνέχειες τὴν ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθύμιου.
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ
ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΜΠΕΛΑΚΙΩΝ ΛΑΡΙΣΗΣ
2 Φεβρουαρίου 2013
Σεβαστοί καί ἀγαπητοί πατέρες τοῦ γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς,
Χαίρετε ἐν Κυρίῳ.
Ἔφθασε, σχετικά προσφάτως στά χέρια μου, σέ φωτοαντίγραφο ἡ κριτική μελέτη πού ἐξεδόθη ἀπό τό ὡς ἄνω γραφεῖο, στό ὁποῖο εἶστε ὑπεύθυνοι, γιά τό ἐκδοθέν πρό τινος βιβλίο μου μέ τίτλο: «Ἡ διαχρονική Συμφωνία τῶν Πατέρων γιά τό Ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ ἐκκλησίαις αἵρεσιν». Ὡς ἐκ τούτου νομίζω ὅτι εἶμαι ὑποχρεωμένος νά ἀπαντήσω στήν κριτική αὐτή μελέτη τοῦ βιβλίου μου.
Βεβαίως ὁ κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς δύναται νά διατηρῆ τίς ἀπόψεις του καί τά πιστεύω του γιά ὅλα τά σύγχρονα θέματα καί προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τήν στιγμή ὅμως πού γίνεται προσπάθεια καί ἀπό τίς δύο πλευρές νά τοποθετήσουμε τίς ἀπόψεις μας αὐτές καί νά τίς ἐντάξωμε μέσα στήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι, τά πράγματα εἶναι τελείως διαφορετικά. Διότι ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις εἶναι ὁριοθετημένη ἀπό τήν ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, οἱ δέ δικές μας ἀπόψεις πρέπει νά συμφωνοῦν πλήρως μέ ὅλα αὐτά, εἰς τρόπον ὥστε νά εἴμεθα ἐμεῖς ἐντεταγμένοι μέσα εἰς αὐτήν. Πιστεύοντας λοιπόν ὅτι μέ τόν διάλογο αὐτόν θά συμβάλλωμε στήν ἀνίχνευσι τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως εἰς τό θέμα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν πού κινοῦνται ἐντός τοῦ χώρου τῆς Ἐκκλησίας καί βεβαίως καί τῶν ἐκτός αὐτῆς (διότι καί μέ αὐτούς ἔχει δημιουργηθῆ πρόβλημα ὡς πρός τήν ἀντιμετώπισί των) θά σᾶς παρουσιάσω τίς σκέψεις μου.
Νομίζω ὅτι σέ παλαιότερες ἐποχές δέν ὑπῆρχε τέτοιο πρόβλημα στούς Ὀρθοδόξους, ἀλλά ἀπεναντίας ἐγνώριζον τό δέον γενέσθαι σέ κάθε δύσκολη (ἀπό πλευρᾶς αἱρέσεως) χρονική περίοδο τῆς Ἐκκλησίας. Τόν λόγο μου θά τόν ἀπευθύνω ὄχι σέ προσωπικό ἐπίπεδο, ἀλλά σέ ὑπευθύνους τοῦ γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε φυσιολογικά ὅ,τι ἐκδίδεται ἀπό τά γραφεῖα τῆς Μητροπόλεως ἀποτελεῖ καί θέσι τοῦ Μητροπολίτου καί, ὡς ἐκ τούτου, αὐτά πού πρεσβεύετε στήν κριτική μελέτη τοῦ βιβλίου μου, θά πρέπει νά τά υἱοθετῆ καί ὁ Μητροπολίτης κ. Σεραφείμ. Εἰδ’ ἄλλως θά γράφατε προσωπικές ἀπόψεις, χρησιμοποιώντας τήν ἰδιότητά σας, ὡς ὑπευθύνων δηλαδή καί συνεργατῶν τοῦ Μητροπολίτου εἰς τά θέματα τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν, προκειμένου προφανῶς νά ἔχουν οἱ ἀπόψεις σας μεγαλυτέρα ἰσχύ καί ἐμβέλεια.
Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ἀναφέρω ὅτι ἡ προσπάθειά σας, σέ ὅλη τήν κριτική μελέτη, στρέφεται εἰς τό νά στηρίξετε τόν Συνοδικό θεσμό εἰς τά θέματα τῆς ἀντιμετωπίσεων τῶν αἱρετικῶν. Ὡς ἐκ τούτου πρεσβεύετε ὅτι, γιά νά ἀποτειχισθοῦμε ἀπό κάποιον αἱρετικό, πρέπει ἀπαραιτήτως νά ἔχη ἡ Σύνοδος καταδικάσει τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς, ἐμεῖς δέ νά ἀναμένωμε τήν ἀπόφασι αὐτή καί καταδίκη καί μέχρι τότε, βεβαίως, νά εἴμεθα ἐκκλησιαστικά ἑνωμένοι μέ τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι κινοῦνται εἰς τόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, καί μέ τούς ἐκτός Ἐκκλησίας μέ τούς ὁποίους αὐτοί ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά (στόν βαθμό πού ἐπικοινωνοῦν), προκειμένου γιά τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἐπίσης, πιστεύετε ὅτι ὁ ΙΕ΄ ἱερός Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου εἶναι δυνητικός καί ὄχι ὑποχρεωτικός καί, ὡς ἐκ τούτου, δέν δημιουργεῖ ὑποχρέωσι σέ κάθε ὀρθόδοξο νά ἀπομακρυνθῆ ἐκκλησιαστικά ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀλλά δύναται νά τούς ἀκολουθῆ καί νά τούς ἀναγνωρίζη ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα ἡγετικά, καί βεβαίως νά συμμετέχη σέ ὅ,τι αὐτοί πράττουν καί στόν βαθμό πού τά ἐπιτελοῦν, ἔστω καί ἄν ἔχη διαφορετική ἄποψι καί πίστι ἀπό αὐτά.
Συγχρόνως ἀναγνωρίζετε ὅτι ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὄχι ἁπλῶς αἵρεσι, ἀλλά παναίρεσις καί ἄρα εἶστε ἐνσωματωμένοι, ὄχι ἁπλῶς μέ αἱρετικούς, ἀλλά μέ παναιρετικούς, ἀναμένοντας τήν καταδικαστική ἀπόφασι τῆς παναιρέσεως αὐτῆς ἀπό τήν Σύνοδο, δηλαδή ἀπό τούς ἰδίους τούς ἡγέτες καί ἀρχηγούς αὐτῆς.
Σέ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ὑποστηρίζετε, πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι δέν προσκομίζετε τήν παραμικρή ἀπόδειξι ἀπό πλευρᾶς ἁγ. Γραφῆς, ἱερῶν Κανόνων καί διδασκαλίας τῶν Ἁγίων, ἀλλά προσπαθεῖτε μέ τήν λογική καί τόν ὀρθολογισμό νά στηρίξετε αὐτά πού πιστεύετε. Εἶναι βεβαίως γεγονός ὅτι μέ τήν λογική καί τόν ὀρθολογισμό ὅλα δύνανται νά καταρριφθοῦν καί νά ὑποστηριχθοῦν τά ἀντίθετα, ἔστω καί ἄν δέν ἔχωμε νά προσκομίσωμε κανένα ἀποδεικτικό στοιχεῖο δι’ αὐτά. Καί ἡ ἴδια ἡ ἁγ. Γραφή, κρινομένη μέ τήν λογική καί τόν ὀρθολογισμό τοῦ καθενός, δύναται νά καταρριφθῆ, ἐφ’ ὅσον δέν χωράει στήν λογική καί ἀντιστρατεύεται τόν ὀρθολογισμό π.χ. ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἡ ἐνσάρκωσις καί ἐνανθρώπισις τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ Ἀνάστασις κλπ.
Ἀπό τήν στιγμή λοιπόν, πού θέλετε νά κρίνετε τό βιβλίο κάποιου, δέν ἔπρεπε νά στηριχθῆτε στά δικά σας πιστεύω, οὔτε κἄν εἰς τοῦ Μητροπολίτου σας, ἀλλά θά ἔπρεπε, γιά νά στηρίξετε τίς ἀπόψεις σας, νά προσκομίσετε τίς ἀποδείξεις ἀπό τήν ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων. Ποῦ, δηλαδή, ἡ ἁγ. Γραφή διδάσκει τήν συμπόρευσι μέ τούς αἱρετικούς καί τούς παναιρετικούς, ποῦ οἱ ἱεροί Κανόνες διδάσκουν ἤ ἁπλῶς ἀνέχονται τήν οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτούς, καί ποῦ οἱ ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν τήν ἀναμονή καί ἐξάρτησι ἀπό αὐτούς πού, εἰς τήν διδασκαλία των ἐπί τοῦ θέματος, ὀνομάζουν λύκους καί φαρμακερά φίδια.
Ἐπειδή λοιπόν δέν εἴχατε προφανῶς τέτοια στοιχεῖα, τά ὁποῖα ὄντως θά ἀπεδείκνυαν ὅτι, αὐτά πού πρεσβεύετε, ἀποτελοῦν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καταφύγατε στήν λογική καί τόν ὀρθολογισμό γιά νά ἀποδείξετε ὅτι εἶναι λάθος, ὄχι φυσικά τό βιβλίο αὐτό πού ἐξέδωσα, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ἁγ. Γραφή καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Διότι μέ τήν πνευματική μέθοδο, ὅταν ἑρμηνεύετε ἕνα χωρίο π.χ. τῆς ἁγ. Γραφῆς, τό ὁποῖο ἐγώ προφανῶς παρερμήνευσα, πρέπει, προκειμένου νά στηρίξετε τίς ἀπόψεις σας, νά προσκομίσετε ἄλλα ἀνάλογα χωρία ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί ἀπό τήν ἑρμηνεία πού δίδουν εἰς αὐτά οἱ Ἅγιοι. Καί ὅταν σχολιάζετε ἕνα κείμενο ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, τό ὁποῖο ἐγώ διαστρέβλωσα, πρέπει ἀπαραιτήτως νά προσάγετε ἄλλα ἀνάλογα ἐπί τοῦ θέματος κείμενα, τά ὁποῖα νά ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου σας τό ἀσφαλές. Καί ὅταν, τέλος, θέλετε νά ἀποδείξετε ὡς ἀληθῆ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, πρέπει νά ἔχετε πάλι ὡς βάσι τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων ἐπί τοῦ θέματος τούτου, διότι μόνον ἔτσι εἶναι δυνατόν νά πεισθῆ κάποιος ὅτι ἡ μέθοδος αὐτή πού διδάσκετε μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία ἀποτελεῖ τήν, ἐν καιρῷ αἱρέσεως, γραμμή καί στάσι τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Δι’ αὐτό σᾶς ἀνέφερα ὅτι, μέ τήν μέθοδο αὐτή πού ἐχρησιμοποιήσατε, ἀλλάζετε κατ’ οὐσίαν ὁλόκληρη τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, εἰσάγετε ἄλλη διδασκαλία γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι καί γραμμή τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, βοηθᾶτε τά μέγιστα στόν ἐφησυχασμό, τήν ἀπραξία καί τήν ἀνάπαυσι τῆς συνειδήσεως ἑνός ἑκάστου καί ὅλων γενικῶς, παρουσιάζετε ὡς σύνεσι, διάκρισι καί ἀποφυγή σχίσματος τήν μετά τῶν αἱρετικῶν συμπόρευσι καί συνταύτησι καί, κυρίως, ἀποδεικνύετε, ὄχι μόνο γιατί μέχρι σήμερα –ἐπί ἑκατόν σχεδόν χρόνια– δέν καταδικάσθηκε αὐτή ἡ παναίρεσις, ἀλλά καί γιατί καί στό μέλλον δέν θά καταδικασθῆ.
Ἐπειδή βεβαίως, γιά νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις τῆς ἐποχῆς μας, χρειάζεται ἀπαραιτήτως νά ἀλλάξουν –κατά τό δή λεγόμενο– μυαλά, ὄχι φυσικά οἱ Οἰκουμενιστές ὡς ἀρχηγοί τῆς αἱρέσεως, ἀλλά οἱ λεγόμενοι ἀντι-οικουμενιστές καί πολέμιοι τῆς αἱρέσεως καί νά καταλάβουν ὅτι, μέ χαρτοπόλεμο καί ἄσφαιρα πυρά, δέν θανατώνονται ποτέ οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως, ἀλλά χρειάζεται μαρτυρικό φρόνημα καί ὁμολογία ἐν τῇ πράξει.
Ἄλλωστε, πατέρες, ὅπως ἐσεῖς οἱ ἴδιοι ὁμολογεῖτε, ἡ παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μετρᾶ ἤδη μιά ἑκατονταετία. Κατ’ αὐτήν λοιπόν τὴν ἑκατονταετία χρησιμοποιεῖται ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, μέ ἀποτέλεσμα οἱ ἀντιοικουμενιστές νά μή ἀποτειχίζωνται ἀπό τούς οἰκουμενιστές, ἀναμένοντας τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἀπό Σύνοδο. Ἡ αἵρεσις ὅμως προοδεύει, βάσει –ὅπως ἀναφέρετε– προκαθορισμένου σχεδίου. Εἶναι γι’ αὐτό ἀπορίας ἄξιον τό πῶς δέν σᾶς ἔπεισε ὅλη αὐτή ἡ χρονική διάρκεια τῆς αἱρέσεως, ὅτι ἡ μέθοδος αὐτή εἶναι κατά τό ἁγιογραφικόν “βέλη νηπίων” καί ὄχι μόνον δέν καταπολεμᾶ τήν αἵρεσι, ἀλλά ἀπεναντίας βοηθᾶ εἰς τήν ἐξάπλωσί της.
Διότι, ἄν δέν σᾶς ἔπειθε ἡ ἀπουσία ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν ἐρεισμάτων πρός στήριξι τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, θά ἔπρεπε νά σᾶς πείση ἡ μέχρι τώρα ἐφαρμογή της, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ὁμολογεῖτε ὅτι ἡ αἵρεσις αὐτή προχωρᾶ καί προοδεύει βάσει προκαθορισμένου σχεδίου, τό ὁποῖο ἀκολουθοῦν κατά γράμμα οἱ Οἰκουμενιστές.
Σαφῶς βεβαίως, σκοπός τῶν Οἰκουμενιστῶν, δέν εἶναι μόνον νά ἐφαρμόσουν τὰ στάδια τοῦ προδιαγεγραμμένου σχεδίου, προκειμένου νά μήν κάνουν μία βιαστική καί ἐξ ἀνάγκης ἕνωσι τύπου Φλωρεντίας–Φερράρας πού θά προκαλoῦσε ἀντιδράσεις καί θά ματαίωνε τό σχέδιο, ἀλλά ἐξίσου στόχος τους εἶναι, κατά τήν πορεία ἐφαρμογῆς τοῦ σχεδίου, νά ἀλλοιώσουν τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων –καί δή τῶν ἀντιοικουμενιστῶν– καί νά τούς ὑποτάξουν διά τῆς ἀναμονῆς καί συνοδοιπορίας, μέχρι δῆθεν συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως, ὥστε στὸ τελικό στάδιο οἱ ἀντιδράσεις νά εἶναι μηδαμινές, καί το σχέδιό τους νὰ στεφθῆ ἀπὸ πλήρη ἐπιτυχία.
Ὅλα αὐτά, πατέρες, τά ἀνέφερα προλογικῶς κρίνοντας τήν μελέτη σας καί ἤδη εἰσέρχομαι σέ λεπτομερέστερη κριτική, προκειμένου, νά ἀποδειχθοῦν καί νά γίνουν κατανοητά καί ἀπό αὐτούς πού πιθανῶς θά μελετήσουν τίς θέσεις καί τῶν δύο πλευρῶν καί φυσικά νά τοποθετηθοῦν ἀναλόγως.
Στήν εἰσαγωγή τῆς μελέτης σας (σελ. 2) γράφετε τά ἑξῆς: «Οἱ ἅγιοι καί Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, θεοπνεύστου κύρους καὶ διαχρονικῆς ἰσχύος, πάντοτε ἀποτελοῦσαν καὶ ἀποτελοῦν μαζί μέ τήν Ἁγία Γραφή τόν ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Θεσπισθέντες δέ ἀπό Θεοφόρους καί Ἁγίους Πατέρες καί ἐπικυρωθέντες ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀφ’ ἑνός μέν ἐκφράζουν τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ τονίζουν τήν ἀξία τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ της».
Σωστά εἶναι, πατέρες, αὐτά σάν λόγια, ἀλλά πῶς μεταφράζονται αὐτά στήν πρᾶξι; Ἐφ’ ὅσον δηλαδή, οἱ ἱεροί Κανόνες μαζί μέ τήν ἁγ. Γραφή ἀποτελοῦν τόν ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει, στήν προκειμένη περίπτωσι, ἡ ἑρμηνεία πού θά δώσουμε στόν ἐν λόγῳ Κανόνα νά συμφωνῆ πλήρως μέ τήν ἁγ. Γραφή.
Θά ἔπρεπε λοιπόν γιά νά ἀποδείξετε στήν πρᾶξι, αὐτά τά ὁποῖα ἰσχυρίζεσθε θεωρητικῶς, νά παρουσιάσετε ἀνάλογα ἁγιογραφικά χωρία, τά ὁποῖα νά διδάσκουν τήν παραμονή στούς αἱρετικούς ποιμένες μέχρι καταδίκης τῆς αἱρέσεως ἀπό τήν Σύνοδο, τήν ἀναγνώρισί των ὡς εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, τήν μνημόνευσί των καί, κυρίως, νά ἀποδείξετε ἁγιογραφικῶς ὅτι, ἐφ’ ὅσον τούς ἀκολουθεῖτε καί τούς ἀναγνωρίζετε μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, δέν συμμετέχετε στήν αἵρεσι πού αὐτοί διά λόγων καί ἔργων κηρύττουν, ἐπειδή προφανῶς ἔχετε ὀρθόδοξο φρόνημα. Γιά νά τό κάνωμε πιό κατανοητό τό θέμα, θά ἀναφέρωμε ἕνα σύγχρονο παράδειγμα.
Ἡ τοπική Ἐκκλησία τοῦ Πειραιῶς στήν ὁποία ἀνήκετε εἶναι ἐντεταγμένη ὡς ἰσότιμο μέλος στό Π.Σ.Ε. Ἐσεῖς τώρα, πού προφανῶς ἔχετε ὀρθόδοξο φρόνημα, δέν ἀναγνωρίζετε τόν ἐκκλησιαστικό αὐτό θεσμό. Ὁ δέ Μητροπολίτης σας ἐμάθαμε (ὅπως εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστόν), ὅτι τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναθεμάτισε τούς Προτεστάντες. Ἐσεῖς λοιπόν πατέρες, μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημά σας εἶστε μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., ἐφ’ ὅσον μάλιστα ὑπεραμύνεσθε τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ. Διότι συνοδικῶς ἔχει ἀποφασισθῆ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά ἀνήκη στό Π.Σ.Ε.
Ἄν ἰσχυρισθῆτε ὅτι δέν ἀνήκετε στό παναιρετικό αὐτό συνονθύλευμα, αὐτό σημαίνει ὅτι δέν σέβεσθε τόν συνοδικό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, τόν ὁποῖο ὑπερασπίζεσθε ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος τῆς κριτικῆς σας μελέτης καί, ἀκόμη, σημαίνει ὅτι εἶστε ἀποτειχισμένοι ἀπό τήν τοπική αὐτή Ἐκκλησία γιά θέματα πίστεως. Διότι μόνον τότε κανείς δέν συμμετέχει στήν αἱρετική γραμμή καί πορεία τοῦ Ἐπισκόπου, ὅταν ἀποκόπτεται ἀπό τόν αἱρετικό ἤ τόν κοινωνοῦντα μέ τούς αἱρετικούς Ἐπίσκοπο, σύμφωνα μέ τήν Πατερική μας Παράδοσι καί διδασκαλία.
Ἄν ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἰσχυρισθῆτε ὅτι κατ’ ἀνάγκην ἀνήκετε καί ἐσεῖς, ἐφ’ ὅσον ἡ τοπική Ἐκκλησία στήν ὁποία ὑπάγεσθε εἶναι ὀργανικό μέλος τοῦ Π.Σ.Ε., τότε αὐτό πρέπει νά τό ἐναρμονίσετε μέ τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν ἁγ. Γραφή, διότι ἀναφέρατε πιό πάνω ὅτι αὐτά ἀποτελοῦν τόν ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως εἰς τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκτός ἄν ὁ συνοδικός θεσμός εἶναι ἀνώτερος ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες, εἰδικά στά θέματα τῆς πίστεως, ὁπότε ψευδῶς ἀναφέρατε αὐτά γιά τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν ἁγ. Γραφή, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά πῆτε ὅτι ὁ ὑπέρτατος ὁδηγός καί κανόνας πλεύσεως εἰς τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ συνοδικός θεσμός.
Ἕνα δεύτερο σύγχρονο παράδειγμα. Γνωρίζετε ἀσφαλῶς, λόγῳ καί τῆς ἰδιότητός σας, ὡς ὑπευθύνων τοῦ γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων καί παραθρησκειῶν, ὅτι ὁ κ. Νικόλαος Σωτηρόπουλος, θεολόγος καί ἀγωνιστής κατά τῶν συγχρόνων αἱρέσεων, ἤλεγξε κατά πρόσωπον τόν Ἀρχιεπίσκοπο Αὐστραλίας Στυλιανό Χαλκιανάκη, διότι αὐτός ἰσχυρίσθηκε προφορικῶς καί γραπτῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπό τόν πίθηκο, ὅτι ἡ ἁγ. Γραφή εἶναι ἕνα μεγάλο παραμύθι, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦταν ἀναμάρτητος “ἐξ ἄκρας συλλήψεως”, ἀλλά ἀπέκτησε τήν ἀναμαρτησία μετά ἀπό ἀγῶνα ἐπάνω στόν σταυρό, καί διάφορα ἄλλα παρόμοια αἱρετικά καί βλάσφημα. Ἔγινε ἐπισήμως γραπτή καταγγελία περί τῶν βλασφημιῶν αὐτῶν τοῦ Αὐστραλίας Στυλιανοῦ ἀπό πενήντα Ὀρθοδόξους τῆς Αὐστραλίας στό Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως. Σέ κάποια λοιπόν Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὁποία ὀνομάσθηκε «Μείζων καί Ὑπερτελής», διότι συμμετεῖχαν καί οἱ ἄλλοι Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καί Ἀρχιεπίσκοποι, συζητήθηκε καί αὐτό τό θέμα. Ἡ ἀπόφασις τοῦ συνοδικοῦ αὐτοῦ θεσμοῦ ἦταν νά δικαιωθῆ ὁ Αὐστραλίας Στυλιανός καί νά ἀφορισθῆ ὁ κ. Σωτηρόπουλος.
Ἐσεῖς τώρα, πατέρες, πού παρουσιάζεσθε ὡς ὑπερασπιστές καί ὑπέρμαχοι τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ, θά πρέπει προφανῶς νά ἀναγνωρίσετε τήν ἀπόφασι αὐτή τῆς Μείζονος καί Ὑπερτελοῦς Συνόδου· καί τόν μέν Αὐστραλίας Στυλιανό νά ἐκλαμβάνετε ὡς Ὀρθόδοξο, τόν δέ κ. Σωτηρόπουλο ὡς ἀφορισμένο.
Ἄν ἔχετε ἀντίθετο γνώμη, προφανῶς δέν σέβεσθε τόν συνοδικό θεσμό, τόν ὁποῖο εἰς τήν μελέτη σας ὑπερασπίζεσθε. Ἄν δέ στήν πρᾶξι ἐπιδείξετε τήν ἀντίθεσί σας καί κοινωνεῖτε ἐκκλησιαστικῶς μέ τόν ἀφορισμένο κ. Σωτηρόπουλο, πρέπει σύμφωνα μέ τούς ἱερούς Κανόνες, νά εἶστε ὑπό τό ἐπιτίμιόν των, διότι «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω».
Τελικῶς, διά νά τά συνοψίσωμε τά θέματα, ἔχει ὅρια ἡ ὑπακοή μας στόν συνοδικό θεσμό ἤ εἶναι ἀπεριόριστη; Ποῖα εἶναι αὐτά τά ὅρια καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα τί γίνεται; Πρέπει νά μᾶς ἀπαντήσετε μέ βάσι τόν ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως, δηλαδή τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες.
Πρέπει ἐπίσης, ἐφ΄ ὅσον Ὀρθόδοξα θέτετε τήν ἁγ. Γραφή εἰς αὐτήν τήν θέσι, νά μᾶς ἑρμηνεύσετε πρακτικά τό χωρίο: «τυφλός δέ τυφλόν ἐάν ὁδηγῆ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Ματθ. 15,14)· ἀλλά καί τό παρεμφερές ἐπίσης: «Εἶπε δέ παραβολήν αὐτοῖς∙ μή τι δύναται τυφλός τυφλόν ὁδηγεῖν; οὐχί ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται;» (Λουκ. 6,39). Δηλαδή θέλουμε νά μᾶς ἀναφέρετε, ἄν ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος συγκαταλέγεται στούς τυφλούς πού ἀναφέρουν τά ἀνωτέρω χωρία ἤ, ἄν πρέπει νά τόν ἐντάξωμε στούς τυφλούς, μετά ἀπό ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Ἐπίσης νά μᾶς πληροφορήσετε: ἄν ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος εἶναι ὁδηγός τοῦ ποιμνίου μέχρι ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, τότε τί γίνεται σύμφωνα μέ τήν ἁγ. Γραφή εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι; Ὁδηγεῖ δηλαδή καί τούς ὑπολοίπους στόν βόθυνο ἤ αὐτό γίνεται μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου;
Πρέπει ἐπίσης, νά μᾶς ἀπαντήσετε, ἄν τά λογικά πρόβατα, ἐφ’ ὅσον γνωρίζουν ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι τυφλός, εἶναι ὑποχρεωμένα εἰς ὑπακοή καί συνοδοιπορία μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, δηλαδή μέχρις ἐσχάτων. Καί ἐάν ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου ἑκατό χρόνια δέν εὐδοκεῖ νά παρθῆ, τότε τί γίνεται; Καί ἄν ἐπίσης ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου εἶναι ὑπέρ τοῦ τυφλοῦ, ὅπως εἰς τήν περίπτωσι τοῦ κ. Σωτηρόπουλου, τότε τί γίνεται; Τήν ἀποδεχόμαστε καί τήν ἀκολουθοῦμε;
Κοντολογίς, πρέπει πατέρες, νά ἐναρμονίσετε τήν δυνητική ἑρμηνεία τήν ὁποία δίδετε εἰς τόν ΙΕ΄ ἱερό Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου μέ τήν ἁγ. Γραφή, τήν ὁποία θεωρεῖτε ὑπέρτατο ὁδηγό, εἰδάλλως ὁ Κανόνας αὐτός, μέ τήν ἑρμηνεία πού ἐσεῖς τοῦ δίδετε, εἶναι ὡς μία μούμια σέ ὅλη τήν διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν ἱερῶν Κανόνων ἤ ὡσάν τά σκιάχτρα πού τοποθετοῦμε στά χωράφια τό καλοκαίρι γιά νά διώχνουμε τά πουλιά.
Τελικῶς εἶναι ἀδιανόητο, πατέρες, ἀφ’ ἑνός μέν νά θεωρῆτε ὀρθοδόξως τήν ἁγ. Γραφή ὡς ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως, ἀφ’ ἑτέρου δέ, στήν κριτική μελέτη σας νά μήν ἀναφέρετε τίποτε ἀπό αὐτήν, γιά νά στηρίξετε τίς ἀπόψεις σας, ἀλλά ἀπεναντίας νά στηρίζεσθε ἀποκλειστικῶς καί μόνον στόν ὀρθολογισμό.
Στή συνέχεια τῆς εἰσαγωγῆς ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ἀλλ’ ὅπως στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ παρερμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς ὑπῆρξε αἰτία νά ἐμφανισθοῦν πάμπολλες αἱρέσεις, πού προκάλεσαν σάλο, ταραχή καί ἀναστάτωση στό ἐκκλησιαστικό Σῶμα καί ὁδήγησαν στήν ἀπώλεια πολλές ψυχές, ἔτσι καί προκειμένου περί τῶν ἱερῶν κανόνων, ἐνδεχομένη παρερμηνεία τους εἶναι δυνατόν νά ὁδηγήσει σέ περέκκληση τοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἀσφαλῆ πορεία της καί διασάλευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καί ἑνότητά της».
Ὥστε λοιπόν πατέρες, οἱ αἱρέσεις ὡδήγησαν στήν ἀπώλεια πολλές ψυχές. Αὐτό εἶναι ἀπολύτως ὀρθό διότι συμφωνεῖ μέ τήν ἁγ. Γραφή εἰς τήν ὁποία οἱ αἱρέσεις ὀνομάζονται «αἱρέσεις ἀπωλείας» (Β΄ Πέτρ. 2,1).
Ἄς ἔλθωμε τώρα στήν σημερινή κατάστασι. Ἀσφαλῶς δέν θά ἔχετε ἀντίρρησι ὅτι μέσα στίς αἱρέσεις τῆς ἀπωλείας ἀνήκει καί ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν ὁποία ὀνομάσατε «παναίρεσι». Πότε ὅμως ἡ αἵρεσις χαρακτηρίζεται ὡς «αἵρεσις ἀπωλείας», μετά τήν καταδίκη της ἀπό τήν Σύνοδο ἤ καί πρίν; Πιστεύω ὅτι δέν θά εὕρετε κάποιο ἁγιογραφικό χωρίο, οὔτε ἱερό Κανόνα, οὔτε διδασκαλία τῶν Ἁγίων, πού ὄχι νά διδάσκη, ἀλλά ἁπλῶς νά ὑπαινίσσεται ὅτι μετά τήν καταδίκη της ἡ αἵρεσις καθίσταται αἵρεσι ἀπωλείας. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα δηλητήριο δέν καθίσταται θανατηφόρο μετά τήν χημική του ἀνάλυσι ἀπό τούς εἰδικούς, καί ἕνας λύκος δέν ἀρχίζει νά κατασπαράσση τά πρόβατα μετά τήν ἀναγνώρισί του καί τήν ἐπίσημη ἐντολή τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν προβάτων ἀπό αὐτόν.
Εἰς τό σημεῖο ὅμως αὐτό φαίνεσθε ἀνακόλουθοι καί στήν πρᾶξι ἀναιρεῖτε, ὅσα ὀρθῶς στήν θεωρία διδάσκετε. Διότι, ἐνῶ ἀποδέχεσθε ὅτι οἱ αἱρέσεις ὡδήγησαν στήν ἀπώλεια πολλές ψυχές, ἐνῶ χαρακτηρίζετε τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς παναίρεσι, συγχρόνως διδάσκετε τήν παραμονή τῶν Ὀρθοδόξων μετά τῶν αἱρετικῶν, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου (ἡ ὁποία βεβαίως δέν εὐδοκεῖ νά ἔλθη, οὔτε κἄν διακρίνεται μακρυά στόν ὁρίζοντα)· διδάσκετε τήν ἀναγνώρισι τῶν αἱρετικῶν ὡς ποιμένων, δηλαδή τῶν λύκων ὡς ἀρχηγῶν τῶν προβάτων, μέχρι τήν καταδίκη των ἀπό τήν Σύνοδο καί, κυρίως, διδάσκετε ὅτι τό λογικό ποίμνιο δέν βλάπτεται οὐδόλως ἀπό τά αἱρετικά φρονήματα τοῦ ποιμένος–Ἐπισκόπου. Διότι, ἄν βλάπτεται, γιατί νά περιμένη τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου γιά νά ἀποτειχισθῆ;
Ἐδῶ προφανῶς πατέρες, σᾶς διαφεύγει τό γεγονός, ὅτι ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέν ἔχει μόνο θεωρητικό χαρακτῆρα, δηλαδή, νά ἀλλοιώση τά φρονήματα τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά κυρίως πρακτικό. Ὁ πρακτικός χαρακτήρας αὐτῆς τῆς αἱρέσεως συνοψίζεται στήν συνύπαρξι καί ἀλληλοπεριχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων μετά τῶν αἱρετικῶν, τό ὁποῖο ἐν πολλοῖς ἔχει ἐπιτευχθεῖ. Δηλαδή ἡ βλάβη τοῦ ποιμνίου ἤδη ὑφίσταται καί συνεχῶς αὐξάνεται. Ἄρα ἤδη τό ποίμνιο ὁδηγεῖται στήν ἀπώλεια, σύμφωνα μέ ὅσα ἰσχυρίζεσθε. Ἐδῶ πρέπει νά τονίσωμε ὅτι εἶναι καθαρός Οἰκουμενισμός ἡ παραμονή τοῦ κάθε Ἐπισκόπου στό Π.Σ.Ε., διότι ἐνεργεῖται στήν πρᾶξι ἡ συνύπαρξις καί ἀλληλοπεριχώρησις, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τήν διδασκαλία καί ἐπιδίωξι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αὐτοῦ Ὀργανισμοῦ.
Στό σημεῖο αὐτό τῆς εἰσαγωγῆς σας θίγετε, πατέρες, καί τό θέμα τῆς παρερμηνείας τῶν ἱερῶν Κανόνων. Γεννᾶται ὅμως τό ἐρώτημα. Πότε παρερμηνεύονται οἱ ἱεροί Κανόνες, καί εἰδικά ὁ συγκεκριμένος, καί ποιός θά εἶναι ὁ ἀσφαλής ὁδηγός γιά τήν ἀποφυγή τῆς παρερμηνείας;
Οἱ Ἅγιοι ὅ,τι ἐδίδασκαν τό ἐστήριζαν πάντοτε στήν ἁγ. Γραφή. Ἄρα λοιπόν διά νά ἑρμηνεύσωμε ὀρθά τούς ἱερούς Κανόνες πρέπει ἀπαραιτήτως νά στηριζώμεθα στήν ἁγ. Γραφή καί στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Αὐτό ὅμως σέ ὅλη τήν μελέτη σας, δέν τό ἐπράξατε εἰς τό ἐλάχιστο, ἀλλά ἀπεναντίας, θεωρήσατε δεδομένο τό ζητούμενο. Δηλαδήἀποδεχθήκατε ἐξ ἀρχῆς τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος χωρίς νά ἐρευνήσετε ἄν ἔχη ἁγιογραφικά ἐρείσματα. Ἀποδεχθήκατε ὡς ἐκ τούτου τήν παραμονή τῶν πιστῶν στούς αἱρετικούς ποιμένες, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, χωρίς πάλι νά στηρίξετε τήν διδασκαλία σας, προσκομίζοντας κάποια ἁγιογραφικά χωρία. Καί βεβαίως πιστεύετε ὅτι δέν σφάλλετε στήν ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ἀλλά ἀντιθέτως σφάλλομε ἐμεῖς πού προσκομίσαμε πλῆθος ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν χωρίων. Αὐτό ἄς τό κρίνη ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης ἀμφοτέρων τῶν κειμένων.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, ἐπίσης, ἀναφέρεσθε καί στήν διασάλευσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καί ἑνότητος. Ἀσφαλῶς θά γνωρίζετε ὅτι εἰς τήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει μία μόνον ἑνότης, ἡ ἑνότης τῆς πίστεως. Αὐτό σημαίνει ὅτι γιά νά εἴμεθα ἑνωμένοι πρέπει νά εἴμεθα ὁμόπιστοι. Σέ ὅλες λοιπόν τίς αἱρέσεις τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά διαφυλαχθῆ ἡ ἑνότης τῆς πίστεως, διασαλεύθηκε ἡ ἐκκλησιαστική τάξις σέ σημεῖο πού οἱ Ὀρθόδοξοι, πολλές φορές, νά ἐγκαταλείπουν ἀκόμη καί τούς ναούς, καί τούς αἱρετικούς ποιμένες καί νά συναθροίζωνται στήν ὕπαιθρο, προκειμένου νά ἐπιτελέσουν τά λατρευτικά των καθήκοντα.
Ἄρα λοιπόν, ὅταν ὑπάρχει αἵρεσις, δέν ἐνδιαφερόμεθα τόσο γιά τήν διατήρησι τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως, ὅσο γιά τήν ἑνότητα τῆς πίστεως. Πῶς ὅμως θά ὑπάρχη ἑνότης ὀρθοδόξου πίστεως, μέ ἐπικεφαλεῖς αἱρετικούς Ἐπισκόπους; Πῶς θά ὑπάρχη ἑνότης πίστεως, τήν στιγμή πού οἱ ἴδιοι οἱ φύλακες τήν λυμαίνονται; Εἶναι δυνατόν πατέρες, νά συζητοῦμε γιά ἑνότητα γύρω ἀπό αἱρετικούς Ἐπισκόπους; Εἶναι δυνατόν τό πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας στήν ἱστορική του πορεία νά ἔχει ὀρθόδοξο πορεία, ὅταν τό πηδάλιο εὑρίσκεται σέ χέρια αἱρετικά;
Εἰλικρινά θά πρέπει νά εἶστε ἐκτός πραγματικότητος, ὅταν στήν σημερινή κατάστασι τάσσεσθε ὑπέρ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καί ἑνότητος. Αὐτά θά μπορούσατε νά τά ἰσχυρισθῆτε, ἄν δέν ὑπῆρχε αἵρεσις καί, κυρίως, ἄν οἱ ποιμένες καί Ἐπίσκοποι ἦσαν Ὀρθόδοξοι. Τώρα μόνο ἡ ἑνότης τοῦ τύπου τῆς σάπια σταφίδας μπορεῖ νά ὑπάρξη, δεδομένου ὅτι ἀπουσιάζει ἡ ἑνότης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἡ δέ ἑνότης τήν ὁποία πρεσβεύει ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,δηλαδή τῆς συνυπάρξεως Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως καί τῆς ἀλληλοαναγνωρίσεως, εἶναι τελείως διαφορετική, διότι ἡ ἑνότης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἀπαιτεῖ ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἵρεσι καί αἱρετικό. Ὡς ἐκ τούτου, εἶναι ἄξιον ἀπορίας γιά ποία ἑνότητα ὁμιλεῖτε.
Θά ἦταν ἄκρως λυπηρό γιά σᾶς, καί κυρίως γιά τήν ἰδιότητά σας ὡς ὑπευθύνων τοῦ ἀντιαιρετικοῦ γραφείου τῆς Μητροπόλεως, νά ὁμιλῆτε γιά ἑνότητα γύρω ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί συγχρόνως νά χαρακτηρίζετε τόν Οἰκουμενισμό παναίρεσι. Ἐδῶ θά πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι μία ἀπό τίς πλάνες πού διδάσκει ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ὅτι θεωρεῖ τήν ἑνότητα γύρω ἀπό τόν Ἐπίσκοπο (Ἐπισκοποκεντρική) καί ὄχι γύρω ἀπό τόν Χριστό (Χριστοκεντρική).
Στήν συνέχεια τῆς εἰσαγωγῆς σας, καί προκειμένου νά τοποθετηθῆτε ἐξ ἀρχῆς ἐπί τοῦ θέματος ἄνευ ἀποδείξεως, ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ὥστόσο ἕνα τέτοιο συμπέρασμα (ἐννοεῖται τό συμπέρασμα τῆς ὑποχρεωτικῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου) δέν συνάγεται ἀπό τήν ἑρμηνεία, πού ἀποδίδουν σ’ αὐτόν πνευματικοί καί καταξιωμένοι ἄνδρες καί μελετητές τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως ἐπίσης, κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, οὔτε ἀπό τίς πατερικές παραθέσεις. Τό θέμα τῆς ὑποχρεωτικῆς ἤ μή ἐφαρμογῆς τοῦ Κανόνος αὐτοῦ ἀποκτᾶ μιά ἰδιαίτερη ἐπικαιρότητα καί σημασία στήν ἐποχή μας καί ἔχει γίνει ἀντικείμενο πολλῶν συζητήσεων, ἐπειδή ἔχει συνδεθεῖ ἄμεσα μέ τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γιά τήν ὁποία, ὅπως εἶναι γνωστό, μέχρι σήμερα δυστυχῶς, δέν ἔχει ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐπίσημη συνοδική καταδίκη της οὔτε ἀπό Τοπική οὔτε ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο».
Ἐδῶ πατέρες, ὁμολογεῖτε ὅτι, παρ’ ὅλες τίς ἁγιογραφικές καί πατερικές παραθέσεις, δέν ἐξάγεται τό συμπέρασμα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Τό συμπέρασμα αὐτό, προφανῶς ἐξάγεται ἀπό ἐσᾶς, χωρίς ἁγιογραφικές ἤ πατερικές παραθέσεις ἤ μέ βάσι τόν ὀρθολογισμό τόν ὁποῖο χρησιμοποιεῖτε, ἤ μέ βάσι τούς καταξιωμένους μελετητές τούς ὁποίους ἐπικαλεῖσθε, χωρίς νά μᾶς πληροφορῆτε σέ ποιούς Ἁγίους στηρίζουν τά συμπεράσματά τους. Δέν γνωρίζετε ὅμως πατέρες, ὅτι ὁποιαδήποτε ἑρμηνεία δώσομε στόν ἐν λόγῳ Κανόνα, ἄν δέν συμφωνεῖ ἀπολύτως μέ τήν ἁγ. Γραφή, εἶναι παρερμηνεία καί δέν ἐντάσσεται στήν ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἔστω καί ἄν τήν πρεσβεύουν ὄχι καταξιωμένοι μελετητές, ἀλλά ἀκόμη καί ἄγγελοι σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παύλου; (Γαλ. 1, 8-9). Συνεπῶς, προκειμένου νά στηρίξετε τίς θέσεις περί τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, θά ἔπρεπε κατ’ ἀρχάς νά ἀποδείξετε ὅτι ἐμεῖς παρερμηνεύομε τόν Κανόνα, προσκομίζοντας ἀνάλογα ἁγιογραφικά χωρία καί τίς ἑρμηνεῖες πού δίδουν εἰς αὐτά, ὄχι οἱ καταξιωμένοι μελετητές, ἀλλά οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔπειτα, πῶς χαρακτηρίζετε τόν Οἰκουμενισμό ὡς παναίρεσι χωρίς συνοδική ἀπόφασι καί καταδίκη; Καί πῶς ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ προχώρησε στόν ἀναθεματισμό τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν (ἀορίστως βεβαίως καί ὄχι ὀνομαστικῶς ὅπως ἔκαναν οἱ Ἅγιοι) χωρίς συνοδική ἀπόφασι καί καταδίκη; Δηλαδή ἀπό τή μιά ἀναθεματίζομε τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς καί ἀπό τήν ἄλλη συλλειτουργοῦμε μαζί τους καί τούς ἀναγνωρίζομε ὡς ποιμένες εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ. Τό ἴδιο ἔπραξε (ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς) καί μέ τούς Προτεστάντες. Ἀπό τή μία τούς ἀναθεμάτισε καί ἀπό τήν ἄλλη ἀνήκει στό Π.Σ.Ε., τοῦ ὁποίου ὁ καταστατικός κανονισμός καί ἡ διδασκαλία του ἀναφέρουν ὅτι ὅλοι αὐτοί (ὅλες αὐτές οἱ αἱρετικές παραφυάδες) ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί συμπληρώνουν μεταξύ των τήν ἀλήθεια, ὅτι εἶναι βαπτισμένοι καί μέτοχοι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Μήπως πατέρες, μέ τά ἔργα σας ἀποδεικνύετε ὅτι καί ἐσεῖς ἐνστερνίζεσθε τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τό μόνο πού σᾶς κάνει νά διαφέρετε ἀπό τούς Οἰκουμενιστές εἶναι τό ὅτι, συγχρόνως καταδικάζετε αὐτό εἰς τό ὁποῖο ἀνήκετε, ἀκολουθεῖτε καί εἶστε ἐνσωματωμένοι ἀδιάρρηκτα μέ αὐτό; Ἀλλά τί νόημα ἔχει αὐτή ἡ θεωρητική καταδίκη, ἡ ὁποία στήν πράξι ἀναιρεῖται πλήρως; Καί γιατί δέν κατωνόμασε (ὁ Σεβασμιώτατος) αὐτούς πού ἀναθεμάτισε, ὅπως ἔκαναν οἱ Ἅγιοι καί συνοδικῶς καί ἰδιωτικῶς; Μήπως φοβήθηκε ὅτι τήν ἄλλη ἡμέρα θά ἔπαιρνε τήν ὁδό πρός τήν Μονή τῆς μετανοίας του καί ὡς ἐκ τούτου ὅλοι οἱ κόποι του θά ἐπήγαιναν χαμένοι; (Ἐννοῶ τούς κόπους πού ἔκανε γιά νά γίνη Ἐπίσκοπος).
Ἀλλά πατέρες, ἄς ἐπιμείνωμε λίγο στόν χαρακτηρισμό πού ἔχει δοθῆ στήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας καί ὄντως ἀποδίδει πλήρως τήν μορφή καί τόν σκοπό αὐτῆς τῆς αἱρέσεως. Χαρακτηρίσατε, πολύ ὀρθῶς κατά τήν γνώμη μου, τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς παναίρεσι, χωρίς φυσικά, ὅπως ἀναφέρατε, συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως. Ἡ συνοδική καταδίκη ἕνα καί μόνο νόημα θά εἶχε, ἄν δηλαδή ἡ αἵρεσις ἦτο ὑπολανθάνουσα καί δυσδιάκριτος καί, ὡς ἐκ τούτου, ἦτο δυνατόν νά σφάλλωμε, ἤ δηλαδή νά μήν τήν ἀντιληφθοῦμε λόγῳ τοῦ ὑπούλου τῆς φύσεώς της, ἤ νά μήν ὑπῆρχε κἄν καί ἐμεῖς κατά τό δή λεγόμενο νά βλέπαμε φαντάσματα καί νά παρερμηνεύαμε τίς πράξεις καί τά λόγια τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων. Ἐφ’ ὅσον ὅμως τήν διακρίναμε καί τήν χαρακτηρίσαμε, προσδιορίζοντας μέ ἀπόλυτον ἀκρίβεια τήν φύσι της καί τόν σκοπόν της, καί ἐφ’ ὅσον περιέχονται στὴν διδασκαλία της αἱρέσεις παλαιές, πού ἤδη ἔχουν καταδικασθεῖ Συνοδικά ἀπό τήν Ἐκκλησία, τί χρειάζεται ἡ περαιτέρω ἀναγνώρισις καί καταδίκη της ἀπό τή Σύνοδο;
Ἄν δηλαδή πεισθοῦμε μέ ἀπόλυτο βεβαιότητα γιά τήν ὕπαρξι μιᾶς μολυσματικῆς ἀσθενείας, πρέπει νά περιμένωμε καί τήν ἀπόφασι τῶν ἁρμοδίων ἰατρῶν γιά τίς περαιτέρω ἐνέργειες, τήν στιγμή πού καί αὐτές μᾶς εἶναι γνωστές καί πλήρως καθορισμένες ἀπό τούς πνευματικούς ἰατρούς, τούς Ἁγίους δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας καί, φυσικά, ἀπό τόν ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως, δηλαδή τήν Ἁγ. Γραφή; Καί νομίζετε ὅτι μέχρι νά ἔλθη αὐτή ἡ ἀπόφασις, ἐσεῖς ἐνσωματωμένοι πλήρως μέ τούς ἀσθενεῖς, δέν μολύνεσθε, οὔτε συμμετέχετε στήν ἐπιδείνωσι καί ἐπικράτησι (μετάδοσι) τῆς ἀσθενείας;
Ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «...εἰδυῖα ὅτι αἵρεσις, φεύγῃ τήν αἵρεσιν, ἤγουν τούς αἱρετικούς, τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς μήτε ἀναφέρειν ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς μονῇ ἐπί τῆς θείας Λειτουργίας˙ ὅτι μέγισται ἀπειλαί κεῖνται παρά τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτοῖς μέχρι καί ἑστιάσεως. εἰ δέ λέγοι ἡ ὁσιότης σου, πῶς αὐτῇ πρό τῆς λεηλασίας τοῦτο οὐκ εἴπομεν, ἀλλ’ ὅτι καί ἡμεῖςἐμνημονεύομεν τῶν ἐν τῇ Βυζαντίδι, ἐκεῖνο γινωσκέτω, ὅτι οὕπω σύνοδος ἦν οὐδέ ἐκφωνηθέν ὑπῆρχε τό πονηρόν δόγμα καί ἀνάθεμα˙ καί πρό τούτων οὐκἦν ἀσφαλές ἀποστῆναι τῶν παρανομούντων τελείως ἤ τό φεύγειν μόνον τήν προφανῆ κοινωνίαν αὐτῶν, οἰκονομίᾳ δέ πρεπούσῃ, ἀναφέρειν ἕως καιροῦ.ἐπεί δέ ἐξῆλθεν εἰς προῦπτον ἡ αἱρετική ἀσέβεια διά συνόδου εἰς τοὐμφανές, δεῖ ἄρτι καί τήν σήν εὐλάβειαν σύν πᾶσιν ὀρθοδόξοις παρρησιάζεσθαι διά τοῦμή κοινωνεῖν τοῖς κακοδόξοις μηδέ ἀναφέρειν τινά τῶν ἐν τῇ μοιχοσυνόδῳεὑρεθέντων ἤ ὁμοφρονούντων αὐτῇ. καί γέ δίκαιον, ὅσιε πάτερ, κατά πάντα σε ὄντα φερωνύμως θεόφιλον, φιλεῖν καί ἐν τούτῳ τόν θεόν˙ ἐχθρούς γάρ θεοῦ ὁ Χρυσόστομος οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο» (Ἐπιστολή 39, Θεοφίλῳ ἡγουμένῳ, Φατοῦρος σελ. 113, στιχ. 51· Ρ.G. 99, 1045D).
Ἐσεῖς τώρα ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, γνωρίζετε τήν αἵρεσι, τήν χαρακτηρίζετε ἐπακριβῶς, συγγράφετε καί βιβλία δι’ αὐτήν, ἐκφωνεῖτε ἀναθέματα, καί ὅταν φθάνετε εἰς τό διά ταῦτα, συμπεριφέρεσθε πρός τούς αἱρετικούς ὡσάν νά ἦταν οἱ καλύτεροι Ὀρθόδοξοι, δηλαδή τούς ἀναγνωρίζετε ὡς Ὀρθοδόξους, τούς ἐγκωμιάζετε εὐκαίρως ἀκαίρως, συλλειτουργεῖτε μέ αὐτούς, δοθείσης εὐκαιρίας, δέχεσθε νά σᾶς ἐκπροσωπήσουν στίς συνάξεις μέ τούς ὑπολοίπους συναδέλφους των αἱρετικούς, νά ὑπογράφουν καί ἐξ ὀνόματός σας συμφωνίες μαζί των κλπ. Καί ὅλα αὐτά τά πράττετε, ἀναμένοντας δῆθεν νά καταδικασθοῦν ἀπό τήν Σύνοδο. Ἐννοεῖτε προφανῶς, ἄν σᾶς ἑρμηνεύω σωστά, τήν Σύνοδο πού θά συγκαλέσουν οἱ ἴδιοι καί θά ἀποτελεῖται ἀπό τούς ἰδίους καί ὄχι κάποια ἄλλη πού θά ἔλθη ἀπό τόν οὐρανό, σάν οὐράνια δρόσος καί θεόσταλτο μάννα. Ὅλα αὐτά ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι δέν συνάδουν καί, κυρίως, δέν ἐναρμονίζονται τά λόγια μέ τά ἔργα σας, καί ὅλα αὐτά μέ τήν ἁγ. Γραφή.
Ἔπειτα, ὅπως ἀναφέρετε, γιατί μέχρι σήμερα δέν καταδικάστηκε ἀπό κάποια Σύνοδο ἡ αἵρεσις αὐτή; Ἡ ἡλικία τῆς αἱρέσεως αὐτῆς εἶναι περίπου ἑκατό χρόνων, καί διαρκῶς, κατά κοινή ὁμολογία, ἐπεκτείνεται καί ἑδραιώνεται, κατώρθωσε δέ νά ἀλλοιώση τό φρόνημα ὄχι μόνο τοῦ λαοῦ, ἀλλά καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν ποιμένων. Οἱ Ἐπίσκοποι δέ, οἱ πρῶτοι ὑπεύθυνοι καί φύλακες τῆς πίστεως, ἐνῶ συνάγονται κατά τακτά διαστήματα σέ Συνόδους σέ ὅλες τίς τοπικές Ἐκκλησίες, ἀλλάμυστηριωδῶς θά λέγαμε, δέν καταδικάζουν τήν αἵρεσι, μολονότι θά ἔπρεπε νά εἶναι τό πρῶτο μέλημά των καί ἡ πρώτη αἰτία τῆς ὑπάρξεώς των καί τῆς ὑπάρξεως τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ.
Ὅταν λοιπόν μία Σύνοδος συνέρχεται γιά νά ρυθμίση τά οἰκονομικά της, τίς σχέσεις της μέ τό κράτος, νά χειροτονήση νέους Ἐπισκόπους στίς θέσεις τῶν ἀπελθόντων καί νά ἀσχοληθῆ μέ χίλιες ἄλλες λεπτομέρειες, χωρίς νά ἀσχοληθῆ κἄν μέ αὐτό τό θέμα τῆς πίστεως, τό ὁποῖο λυμαίνεται καθημερινῶς τό ὀρθόδοξο ποίμνιο, νομίζω ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος ὄχι μόνον δέν εἶναι ὀρθόδοξος, ἀλλά ἀπεναντίας εἶναι βαλτή, δηλαδή τοποθετημένη δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, νά συνεργῆ δηλαδή ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό τήν πλευρά της εἰς τήν ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐπί τοῦ θέματος τούτου μᾶς διδάσκει τά ἑξῆς: «Οὐ γάρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τούς περί πίστιν ἀσεβοῦντας οὐδέ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περί πίστεως ἐξετάσεως. Χρή γάρ πρῶτον πᾶσαν περί τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καί τότε τήν περί τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι. Καί γάρ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός οὐ πρότερον ἐθεράπευε τούς πάσχοντας, πρίν ἄν δείξωσι καί εἴπωσιν ὁποίαν πίστιν εἶχον εἰς αὐτόν. Ταῦτα παρά τῶν πατέρων ἐμάθομεν, ταῦτα ἀπάγγειλον τῷ βασιλεῖ, ταῦτα γάρ καί αὐτῷ συμφέρει καί τήν Ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ» (ΕΠΕ 9, 284).
Σήμερα δυστυχῶς συμβαίνει τό ἐντελῶς ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού διδάσκει ὁ ἅγιος. Δηλαδή οἱ Ἐπίσκοποι νά συγκαλοῦνται καί νά συγκάθηνται στίς Συνόδους καί βεβαίως, νά μήν ἀσχολοῦνται κἄν μέ τά θέματα τῆς πίστεως. Ἄν αὐτή ἡ Σύνοδος, πατέρες, εἶναι Ὀρθόδοξος, τότε δέν θά μᾶς φανῆ παράξενο νά περιμένετε ἄλλα ἑκατό χρόνια, ἀναμένοντας τή συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως καί βεβαίως ὄχι ἐσεῖς, ἀλλά οἱ πνευματικοί μας ἀπόγονοι.
Γνωρίζετε ἀσφαλῶς πατέρες, ὡς ἐντρυφεῖς εἰς τούς ἱερούς Κανόνες, ὅτι τήν ὀρθόδοξο Σύνοδο δέν χαρακτηρίζει οὔτε τό πλῆθος τῶν Ἐπισκόπων, οὔτε ἡ κανονικότης καί νομιμότης της, ἀλλά οἱ ἀποφάσεις τίς ὁποῖες λαμβάνει. Ἔτσι ἔχομε ὀλιγάριθμες τοπικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες ἀσχολήθηκαν μέ θέματα πίστεως καί ἐξέδωσαν ὀρθόδοξες ἀποφάσεις καί κανόνες καί ἔλαβαν, ὡς ἐκ τούτου, οἰκουμενικό κῦρος, διότι ἐπικυρώθηκαν ἀπό Οἰκουμενικές καί βεβαίως ἀπό τή συνείδησι τοῦ λαοῦ, ὅπως π.χ. ἡ ἐν Ἀγκύρᾳ Σύνοδος τό 314, ἀποτελουμένη ἀπό δέκα ὀκτώ Ἐπισκόπους· ἡ ἐν Νεοκαισαρείᾳ τό 315, ἀποτελουμένη ἀπό εἴκοσι τρεῖς Ἐπισκόπους· ἡ ἐν Γάγγρᾳ τό 340 ἀποτελουμένη ἀπό δέκα τρεῖς Ἐπισκόπους· ἡ ἐν τῇ Ἁγίᾳ Σοφίᾳ τοπική Σύνοδος ἀποτελουμένη ἀπό εἴκοσι Ἐπισκόπους κλπ.
Καταλαβαίνετε τώρα, ἄν οἱ ὀγδόντα πέντε Ἐπίσκοποι τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦσαν Ὀρθόδοξοι καί ὄχι Οἰκουμενιστές, καί ἠσχολοῦντο μέ τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας καί ἐλάμβαναν μία καταδικαστική ἀπόφασι τῆς αἱρέσεως,θά ἦταν ἀσφαλῶς συνέχεια αὐτῶν τῶν ἁγίων τοπικῶν Συνόδων, ἔστω καί ἄν δέν ἀναγνωρίζετο ἀπό κάποια Οἰκουμενική. Τώρα ἀσφαλῶς μέ τήν στάσι της ὁμοιάζει καί ἀκολουθεῖ τά ἴχνη τῶν ληστρικῶν Συνόδων, διότι ὑποθάλπει τήν αἵρεσι καί γίνεται αἰτία τῆς διαιωνίσεώς της.
Στή συνέχεια τῆς εἰσαγωγῆς σας ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Θεωρήσαμε χρέος μας, στίς γραμμές πού ἀκολουθοῦν παρακάτω, νά καταθέσουμε στό ὀρθόδοξο πλήρωμα τήν ἰδική μας συμβολή στό ἐν λόγῳ πρόβλημα, ὥστε νά ἀποτελέσει ἀφορμή γιά περαιτέρω ἔρευνα καί μελέτη του. Ὅσα ἀκολουθοῦν παρακάτω δέν διεκδικοῦν κάποιο ἀλάθητο, οὔτε ἔχουν τήν ἀξίωση ὑποχρεωτικῆς παραδοχῆς των».
Ἐδῶ πατέρες, ἄθελά σας ὁμολογεῖτε ὅτι, ὅσα ἰσχυρίζεσθε μέχρι τώρα καί ὅσα ἀκολουθοῦν στή συνέχεια, εἶναι τελείως ἀστήρικτα καί ἀνυπεράσπιστα ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Διότι, γιά ποιό λόγο ἡ μελέτη σας «νά ἀποτελέση ἀφορμή γιά περαιτέρω ἔρευνα καί μελέτη», ἄν ἐστηρίζετο ὄντως εἰς τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων; Ἡ διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων μας ἀσφαλῶς δέν ἀποτελοῦν ἀφορμή γιά περαιτέρω ἔρευνα καί μελέτη, ἀλλά γιά ἔρευνα στό κατά πόσο ἐμεῖς ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό αὐτά καί στόν τρόπο τῆς ἐπιστροφῆς μας στήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι. Δηλαδή ἄν γιά κάποιο θέμα, καί μάλιστα πίστεως, ὑπάρχη σαφής διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί ἐπί πλέον σαφής διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ἐμεῖς δέν ὁδηγούμεθα ἀπό αὐτά, οὔτε κἄν τά λαμβάνομε ὑπ’ ὄψιν μας, τότε ἀσφαλῶς χρειάζεται ἔρευνα καί μελέτη (τύπου ἴσως Π.Σ.Ε.) γιά νά ὁδηγηθοῦμε προφανῶς μέσα ἀπό τά συμπλέγματα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν μας.
Ἐδῶ θά πρέπει νά τονίσωμε ὅτι, ὅσο ἐμεῖς δέν ἔχομε ὁδηγό τήν ἁγ. Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ποτέ δέν πρόκειται νά ὁδηγηθοῦμε εἰς τό νά τοποθετηθοῦμε ὀρθοδόξως ἐπί οἱουδήποτε θέματος. Ἁπλῶς θά εἴμεθα στήν θεωρία ἀντιοικουμενιστές καί στήν πρᾶξι πιστοί ἀκόλουθοι τοῦ σάπιου αὐτοῦ καί αἱρετικού κατεστημένου.
Στό τέλος τῆς εἰσαγωγῆς σας γράφετε τά ἑξῆς: «Δέν ἔχουν, ἐπίσης, χαρακτῆρα πολεμικῆς ἀντιπαραθέσεως, ἀλλά ἀδελφικῶν ἐπισημάνσεων καί παρατηρήσεων, πού γίνονται χωρίς προκατάληψη καί πάθος ἐναντίον προσώπων, διότι μοναδικό σκοπό ἔχουν νά μᾶς ὁδηγήσουν νά ἀποφύγουμε ἀκραῖες καί ἐπικίνδυνες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες εἶναι δυνατόν νά καταλήξουν σέ σχίσματα καί διαιρέσεις, πού ἀποτελοῦν τό ὀδυνηρότερο πλῆγμα μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας».
Ἐδῶ πατέρες, ἄν σᾶς ἑρμηνεύω σωστά, «ἀκραῖες καί ἐπιζήμιες ἐνέργειες» θεωρεῖται τήν ἀποτείχισι. Δηλαδή τήν στάσι τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ὁποία εἶναι πλήρως κατοχυρωμένη ἁγιογραφικῶς καί πατερικῶς, τήν θεωρεῖτε ἀκραία καί ἐπιζήμια ἐνέργεια, ἐνῶ τήν συνοδοιπορία μέ τήν αἵρεσι μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου (δηλαδή τῶν ἰδίων τῶν αἱρετικῶν), τήν θεωρεῖτε, προφανῶς, ὀρθόδοξο πορεία ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί βεβαίως ἀποφυγή σχισμάτων καί διαιρέσεων.
Ἡ ἀπόσχισις ὅμως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους εἶναι παγία θέσις τῆς ἁγ. Γραφῆς καί ὅλων τῶν Ἁγίων, χωρίς πουθενά νά ἀναφέρουν ἤ ἔστω νά ὑπαινιχθοῦν ἀπόφασι Συνόδου. Καί ἐσεῖς αὐτό τό θεωρεῖτε ὡς «τό ὀδυνηρότερο πλῆγμα μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας». Δέν θέλω εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἐπεκταθῶ, οὔτε νά σᾶς κάνω τόν δάσκαλο γιά τό τί θεωροῦν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας σχίσμα καί διαίρεσι, ὅμως θεωρῶ ὅτι τό ὀδυνηρότερο πλῆγμα μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ –ἐν καιρῷ αἱρέσεως– ἀπομάκρυνσις ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ὅσων ἀγωνίζονται κατά τῆς αἱρέσεως, καί ἡ δημιουργία νέων θεωριῶν οἱ ὁποῖες βοηθοῦν καί ἑδραιώνουν τήν αἵρεσι.
(Συνεχίζεται)
ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
Ι. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ π. ΕΥΘΥΜΙΟ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ
Β΄ Μέρος
Στή συνέχεια θά ἀναφερθῶ καί στό κύριο μέρος τῆς κριτικῆς σας μελέτης. Ἐδῶ ἔχω, πατέρες, νά σᾶς ἐπισημάνω ἀδελφικά ἕνα μεγάλο ἑρμηνευτικό λάθος, τό ὁποῖο θέλω νά πιστεύω ὅτι ἐκάνατε ἠθελημένα, ἐπειδή δηλαδή σᾶς ἐξυπηρετοῦσε στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος τήν ὁποία καινοτομώντας θέλετε νά ἐπιβάλλετε. Διότι, ἄν τό ἐκάνατε τό ἑρμηνευτικό αὐτό λάθος χωρίς νά τό γνωρίζετε, τότε λυπᾶμαι ὅλους ἐκείνους πού θά στηριχθοῦν ἐπάνω σας, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι εἶστε ὑπεύθυνοι στό ἐπί τῶν αἱρέσεων γραφεῖο τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς. Τό λάθος αὐτό εἶναι ἡ ἑρμηνεία πού δίδετε στό πατερικό λόγιο «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Γράφετε λοιπόν στήν σελίδα 3 τά ἑξῆς:
«Πολύ σοφά ἐδῶ, οἱ ἅγιοι Πατέρες πού συνέγραψαν αὐτόν τόν κανόνα θέτουν ὡς ἀσφαλιστική δικλεῖδα τήν κατάγνωση ἀπό Σύνοδο ἤ ἀπό Ἁγίους Πατέρες. Καί τοῦτο διότι μᾶς ὑποχρεώνει νά βαδίσουμε “ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι”, ἀκολουθοῦντες καί ὄχι προπορευόμενοι τῶν Ἁγίων Πατέρων καί προαρπάζοντες τήν κρίση αὐτῶν σχετικά μέ τήν αἵρεση. Μᾶς ὑποχρεώνει μέ ἄλλα λόγια νά στηριχθοῦμε στήν διάγνωση, πού ἐκεῖνοι ἔκαμαν, μέ τήν δύναμη καί τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς πρός τήν ἐν λόγῳ αἵρεση».
Τό ἑρμηνευτικό σας λάθος, πατέρες, ἐντοπίζεται εἰς τό ὅτι διαστρέφετε τήν ἔννοια τοῦ πατερικοῦ αὐτοῦ λογίου καί δίδετε τήν ἑρμηνεία ὅτι πρέπει νά ὑπάρχουν οἱ ἅγιοι Πατέρες στήν ἐποχή μας, οἱ ὁποῖοι θά καταδικάσουν τήν αἵρεσι καί ἐμεῖς νά τούς ἀκολουθήσωμε γιά νά μήν«προαρπάσωμε τήν κρίσι αὐτῶν σχετικά μέ τήν αἵρεσι». Ὡς ἐκ τούτου, μή ὑπαρχόντων τῶν Πατέρων αὐτῶν, ἐμεῖς παραμένουμε μέσα στήν αἵρεσι, ἀκολουθοῦμε κατά πόδας τούς αἱρετικούς, τούς ἀναγνωρίζομε ὡς ποιμένες εἰς τύπον Χριστοῦ κλπ.
Τό «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», ὅμως, δέν ἔχει αὐτήν τήν ἔννοια, ἀλλά σημαίνει πώς πρέπει νά πράξωμε καί ἐμεῖς αὐτά τά ὁποῖα ἔπραξαν ἐκεῖνοι. Δηλαδή οἱ Πατέρες τῆς κάθε ἐποχῆς «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι»κατεδίκασαν τίς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς των. Ὡς ἐκ τούτου δέ καί ἐμεῖς«ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» καταδικάζομε τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας. Ἄν δέ τήν καταδικάσωμε δέν ἀκολουθοῦμε τά ἴχνη τῶν Ἁγίων. Δι’ αὐτό καί τό «Μέγα λεξικό τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης» ἔχει στήν λέξι «ἕπομαι» καί τίς ἔννοιες «συνακολουθῶ, ἀκολουθῶ ἐπί τά ἴχνη τινός, συμφωνῶ κλπ».
Ἐπίσης τό «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» ἔχει καί τήν ἔννοια τοῦ ἀποδέχομαι ὅσα ἐκεῖνοι ἐθέσπισαν. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἔχει διατυπωθῆ ὁ Α’ Κανόνας τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος λέγει: «ἀσπασίως τοὺς θείους κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν ἁγίων σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος, τῶν πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἕξ ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων, καὶ τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· Ἐξ ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα. Καὶ οὓς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι, καὶ ἡμεῖς ἀναθεματίζομεν· οὓς δέ τῇ καθαιρέσει, καὶ ἡμεῖς καθαιροῦμεν· οὓς δὲ τῷ ἀφορισμῷ, καὶ ἡμεῖς ἀφορίζομεν· οὓς δὲ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι, καὶ ἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν».
Δηλαδή ἐδῶ οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» ἀποδέχονται ὅσα ἐκεῖνοι ἐθέσπισαν. Ἀπό αὐτό γίνεται κατανοητό ὅτι ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας πού ἦρε τά ἀναθέματα κατά τῶν Παπικῶν δέν ἦτο «ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις Πατράσι», ἀλλά τοῖς αἱρετικοῖς. Τό ἴδιο καί ὁ νῦν Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον ἀνεγνώρισε ὅσα ὁ Ἀθηναγόρας ἔπραξε, ἀλλά ἐπιπλέον ἀπεκάλεσε τούς Πατέρες αὐτούς «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως», οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται στήν κρίσι τοῦ Θεοῦ, δι’ αὐτό καί ἐμεῖς πρέπει νά προσευχώμεθα γιά τήν συγχώρησί των!
Τό «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» λοιπόν ἔχει τήν ἔννοια ὅτι καί ἐμεῖς βαδίζομε στά ἴχνη των καί δέν μένομε ἀδρανεῖς, ἀκολουθώντας τούς αἱρετικούς καί συναγελαζόμενοι μέ αὐτούς, περιμένοντας –σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία σας πατέρες– νά ἐμφανισθοῦν κάποιοι ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι νά καταδικάσουν καί μάλιστα συνοδικῶς τήν αἵρεσι καί ἐμεῖς νά τούς ἀκολουθήσωμε.
Aὐτό τό ἴδιο τό βλέπομε στόν ὅρο πίστεως τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρει: «Ἑπομένη τε ταῖς τε ἁγίαις καί οἰκουμενικαῖς πέντε Συνόδοις καί τοῖς ἁγίοις καί ἐγκρίτοις Πατράσι καί συμφώνως ὁρίζουσα, ὁμολογεῖ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν, τόν ἕνα τῆς ἁγίας, ὁμοουσίου καί ζωαρχικῆς Τριάδος, τέλειον ἐν θεότητι καί τέλειον τόν αὐτόν ἐν ἀνθρωπότητι...».
Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρονται οἱ Πατέρες τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς στόν ὅρο πίστεως τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς περί τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ καί συνεχίζει: «Καί δύο φυσικάς θελήσεις, ἤτοι θελήματα ἐν αὐτῷ, καί δύο φυσικάς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως, κατά τήν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν ὡσαύτως κηρύττομεν∙ καί δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μή γένοιτο, καθώς οἱ ἀσεβεῖς ἔφησαν αἱρετικοί, ἀλλ’ ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπῖπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι» (Ἰωαν. Ρωμανίδου, πρωτοπρ., Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Β΄ Τόμος, σελ. 68, 69).
Ἐδῶ λοιπόν βλέπομε τούς Πατέρας τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,«ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», νά καταδικάζουν τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς των, ἡ ὁποία ἦτο τῶν Μονοθελητῶν καί Μονοενεργητῶν.
Ἐπίσης στήν 4η Συνεδρία τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου οἱ Πατέρες διακηρύττουν τά ἑξῆς: «Ἡμεῖς δέ κατά πάντα τῶν αὐτῶν θεοφόρων πατέρων ἡμῶν τά δόγματα καί πράγματα κρατοῦντες, κηρύσσομεν ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, μηδέν προστιθέντες, μηδέν ἀφαιροῦντες τῶν ἐξ αὐτῶν παραδοθέντων ἡμῖν∙ ἀλλά τούτοις βεβαιούμεθα, τούτοις στηριζόμεθα∙ οὕτως ὁμολογοῦμεν, οὕτως διδάσκομεν, καθώς αἱ ἅγιαι καί οἰκουμενικαί ἕξ σύνοδοι ὥρισαν καί ἐβεβαίωσαν» (στό ἴδιο βιβλ., σελ. 123).
Σύμφωνα τώρα, πατέρες, μέ τήν ἑρμηνεία πού δίδετε στό «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», διδάσκετε τελείως διαφορετικά καί προφανῶς καινοτομεῖτε∙ ὅταν οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς διδάσκουν νά ἀπομακρυνώμεθα πάραυτα ἀπό τούς αἱρετικούς, νά τούς ἀντιμετωπίζωμε ὅπως τόν λύκο καί τό φίδι, ἐσεῖς διδάσκετε νά εἴμεθα ἑνωμένοι καί ἐνσωματωμένοι μέ αὐτούς, νά τούς ἀντιμετωπίζωμε ὡς εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, περιμένοντας τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Ἐδῶ, ἐπί πλέον, μέ τήν διδασκαλία σας ὁδηγεῖτε τούς πιστούς εἰς τό νά ἀκολουθήσουν τήν εὔκολη καί πλατεῖα ὁδό, ἐφ’ ὅσον στήν πρᾶξι βλέπομε ὅτι οἱ διωγμοί καί οἱ καθαιρέσεις ἀρχίζουν ἀπό τότε πού θά παύσης νά τούς ἀναγνωρίζης ὡς εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, δηλαδή ὅταν ἀποτειχισθῆς ἀπό αὐτούς.
Τό σημαντικό εἶναι, ὅπως ἐτονίσαμε, ὅτι σέ ὅλη τήν μελέτη σας ἀπουσιάζει ὁ πατερικός λόγος καί δι’ αὐτό καί στήν ἑρμηνεία πού ἐδώσατε στό πατερικό αὐτό λόγιο, ἐστηριχθήκατε ἀποκλειστικῶς καί μόνο στόν ὀρθολογισμό∙ δι’ αὐτό τό διαστρέψατε, τό ἐντάξατε καί τό στρατολογήσατε στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Περιττόν βεβαίως νά ἀναφέρωμε ὅτι ἡ ἑρμηνεία αὐτή πού δίδετε ἐξυπηρετεῖ τά μέγιστα τούς Οἰκουμενιστές, διότι ἐσεῖς κατ’ οὐσίαν ἀναμένετε νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις συνοδικῶς, δηλαδή νά καταδικάσουν οἱ ἴδιοι οἱ Οἰκουμενιστές τούς ἑαυτούς των. Αὐτοί δέ ὀφείλουν νά σᾶς εὐχαριστήσουν ὑπερβαλλόντως διά τήν συμβολή σας αὐτή στήν προσπάθεια πού καταβάλλουν ἐναγωνίως διά τήν ἕνωσι τῶν «Ἐκκλησιῶν». Ἑπομένως ἐν κατακλεῖδι ἐπί τοῦ θέματος τούτου, δίδετε στήν πρᾶξι εἰς τό λόγιο «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» τήν ἑρμηνεία «ἑπόμενοι τοῖς αἱρετικοῖς»!
Στή συνέχεια τῆς μελέτης σας καί προκειμένου νά μᾶς πείσετε περί τοῦ ὅτι ἡ διάγνωσις τῆς αἱρέσεως καί ἡ ἐκ ταύτης ἐπακολουθοῦσα ἀποτείχισις δέν εἶναι ἔργο τοῦ καθενός, ἀλλά μόνο τῶν Ἁγίων, ἀναφέρετε τά ἑξῆς:
«Μάλιστα στή διατύπωση τοῦ Κανόνος αὐτοῦ χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη διάγνωση, πού εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰατρικὴ ὁρολογία, ἀκριβῶς γιὰ νὰ δοθεῖ ἔμφαση καί νά τονιστεῖ τό γεγονός, ὅτι δέν εἶναι ἁρμόδιο τό κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά ἐπισημάνει καὶ νὰ διαγνώσει μὲ ἀσφάλεια τὴν αἵρεση, διότι δὲν ἔχει τὶς ἀνάλογες πνευματικὲς προϋποθέσεις. Ὅπως ἀκριβῶς δὲν εἶναι ἱκανὸς καὶ ἁρμόδιος ὁ καθένας νὰ διαγνώσει μὲ ἀσφάλεια μία ἀρρώστια, ἀλλὰ μόνον οἱ ἰατροὶ καὶ μάλιστα οἱ εἰδικευμένοι ἐξ αὐτῶν ἐπιστήμονες.
»Ἐπίσης, μὲ τὴν παραπάνω φράση “παρὰ τῶν Ἁγίων Συνόδων...” οἱ συντάκτες τοῦ Κανόνος ἐπιδιώκουν νὰ ἐμπνεύσουν στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίαςτὸν σεβασμὸ πρὸς τὸν Συνοδικὸ θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας.
»Ἑπομένως, ἡ φράση τοῦ π. Εὐθυμίου: “Ἡ ἔκφρασις αὐτὴ ἐπίσης τοῦ παρόντος Κανόνος 'κατεγνωσμένη παρὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἢ Συνόδων' δὲν σημαίνει ὅτι διὰ μία 'μή κατεγνωσμένη' αἵρεση ὀφείλουμε ὑπακοὴ εἰς τούς ἐπισκόπους καὶ τοὺς φορεῖς τῆς αἱρέσεως...” (σελ. 27-28) εἶναι μετέωρη καὶ ἄστοχη. Διότι, ὁ Κανόνας δὲν κάνει λόγο γιὰ μὴ κατεγνωσμένη, ἀλλὰ γιὰ κατεγνωσμένη αἵρεση. Πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ προηγηθεῖ ἡ διάγνωση καὶ κατάγνωση τῆς αἱρέσεως καὶ κατόπιν νὰ ἐπακολουθήσει τὸ τί δέον γενέσθαι μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους, ἂν δηλαδὴ θὰ κάνουμε ὑπακοὴ σ' αὐτούς ἢ ὄχι, ὅπως ἀκριβῶς σὲ μιὰ ἀρρώστια πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ προηγηθεῖ ἡ διάγνωσή της καὶ κατόπιν νὰ ἐπακολουθήσει ἡ θεραπεία. Εἶναι ἀνόητο καὶ ἄστοχο νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ θεραπεία μιᾶς ἀρρώστιας, προτοῦ νὰ ἔχουμε τὴν διάγνωσή της. Αὐτή δέ ἡ διάγνωση, ὅπως ἐλέχθη, δὲν εἶναι ἔργο τοῦ καθενός, ἀλλά μόνον τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅπως τοῦτο σαφέστατα φαίνεται ἀπὸ τὴν διατύπωση τοῦ κανόνος».
Ἐδῶ πατέρες, μέ αὐτά πού ἰσχυρίζεσθε, κατ’ ἀρχάς ἀναιρεῖτε τούς ἑαυτούς σας. Διότι ἔχετε κάνει ἤδη διάγνωσι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τήν ὀνομάσατε μάλιστα «παναίρεσι» καί ὡς ἐκ τούτου «προαρπάσατε τήν κρίσι τῶν ἁγίων Πατέρων» σύμφωνα μέ τά λεγόμενά σας· ὁ δέ Μητροπολίτης σας ὑπερέβη κατά πολύ τά ἐσκαμμένα, διότι προσφάτως ἀναθεμάτισε τούς Οἰκουμενιστάς ἐπ’ Ἐκκλησίας. Ἁπλῶς δέν ἐπροχωρήσατε στήν μετά τήν διάγνωσι ἀποτείχισι, διότι προφανῶς αὐτή στοιχίζει.
Ἔπειτα, μέ ὅλες αὐτές τίς περί διαγνώσεως θεωρίες σας, τήν συσχέτισί των μέ τήν ἰατρική κλπ., δείχνετε ὅτι ἐστηριχθήκατε ἀποκλειστικῶς καί μόνον στόν ὀρθολογισμό γιά νά δώσετε τήν ἑρμηνεία, ἡ ὁποία στηρίζει τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Δηλαδή δέν συμβουλευτήκατε τούς ἑρμηνευτές τῶν ἱερῶν Κανόνων καί εἰδικά τόν ἅγ. Νικόδημο τόν ἁγιορείτη, μολονότι ἰσχυρίζεσθε ὅτι βαδίζετε «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Διότι οἱ ἑρμηνευτές, καί εἰδικά ὁ ἅγ. Νικόδημος, οὐδέν ἀναφέρουν περί διαγνώσεως τῆς αἱρέσεως.
Ὁ ἅγ. Νικόδημος εἰς τό σημεῖο αὐτό ἑρμηνεύει τόν Κανόνα ὡς ἑξῆς: «ἐάν δέ οἱ ρηθέντες πρόεδροι εἶναι αἱρετικοί καί τήν αἵρεσιν αὐτῶν κηρύττουσι παρρησίᾳ, καί διά τοῦτο χωρίζονται οἱ εἰς αὐτούς ὑποκείμενοι, καί πρό τοῦ νά γένῃ ἀκόμη συνοδική κρίσις περί τῆς αἱρέσεως ταύτης, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνον διά τόν χωρισμόν δέν καταδικάζονται, ἀλλά καί τιμῆς τῆς πρεπούσης ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι, ἐπειδή, ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέ τόν χωρισμόν αὐτόν, ἀλλά μᾶλλον ἠλευθέρωσαν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν» (Πηδάλιον, σελ. 358).
Δυστυχῶς πατέρες, ὁ ἅγ. Νικόδημος δέν συμφωνεῖ μαζί σας, διότι σαφῶς ἀναφέρει ὅτι, οἱ ὑποκείμενοι στούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, ἀποτειχίζονται «καί πρό τοῦ νά γένῃ ἀκόμη συνοδική κρίσις περί τῆς αἱρέσεως ταύτης» ἐνῶ ἐσεῖς στήν μελέτη σας ἀναφέρετε στήν σελ. 3:«Πρέπει ἀπαραιτήτως νά προηγηθῆ ἡ διάγνωση καί κατάγνωση τῆς αἱρέσεως καί κατόπιν θά ἐπακολουθήσει τό τί δέον γενέσθαι μέ τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους, ἄν δηλαδή θά κάνουμε ὑπακοή σ’ αὐτούς ἤ ὄχι».
Τώρα ἐμεῖς, ποῦ θά πρέπει νά κάνωμε ὑπακοή, στούς Ἁγίους ἤ σέ ἐσᾶς; κρίνετέ το μόνοι σας.
Τό λυπηρό, εἰς τό σημεῖο αὐτό τῆς μελέτης σας, εἶναι ὅτι δείχνετε ἀσάφεια καί στό δέον γενέσθαι μετά τήν διάγνωσι τῆς αἱρέσεως, ἐφ’ ὅσον προβληματίζεσθε γιά τό «ἄν δηλαδή θά κάνουμε ὑπακοή σ’ αὐτούς ἤ ὄχι». Πρός τί τότε ἡ διάγνωσις, ἐφ’ ὅσον δέν γνωρίζομε τό τί θά πράξωμε μετά ἀπό αὐτήν; Ἤ, ἐφ’ ὅσον ἄλλος δύναται νά ἀποτειχισθῆ καί ἄλλος νά παραμείνη ἐνσωματωμένος μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, μέχρι τήν καταδίκη του ἀπό τήν Σύνοδο;
Θά σᾶς ἀναφέρω εἰς τό σημεῖο αὐτό πατέρες, καί τήν ἑρμηνεία τοῦ Ζωναρᾶ, ἀφοῦ σᾶς παραθέσω ἕνα κείμενο τοῦ ἁγ. Νικοδήμου εἰς τό ὁποῖο ἀποδεικνύεται ὅτι καί αὐτός στηρίχθηκε, γιά νά ἑρμηνεύση τούς ἱερούς Κανόνες, εἰς τούς ἐγκεκριμένους ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἐξηγητές καί δὲν ἔκανε ὅπως ἐσεῖς, πού ἐστηριχθήκατε στήν ἰδική σας λογική.
Γράφει ὁ ἅγ. Νικόδημος στήν εἰσαγωγή τοῦ Πηδαλίου: «...ἐσπουδάσαμε νά εὕρωμε τά βιβλία τῶν ἱερῶν Πανδέκτων, καί ἀπό ἐκεῖ, ὄχι μόνον νά μεταγράψωμεν ὁλόκληρον καί ἀκέραιον αὐτολεξεί τό Ἑλληνικόν κείμενον τῶν θείων Κανόνων, ἀλλά καί νά μεθερμηνεύσωμεν εἰς τήν ἁπλουστέραν ταύτην διάλεκτον τάς ἀληθεῖς καί Ἑλληνικάς ἑρμηνείας τῶν γνησίων, καί παρά τῆς ἐκκλησίας ἐγκρινομένων ἐξηγητῶν τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων. Πρῶτον μέν, καί ὡς ἐπί τό πλεῖστον, καί σχεδόν πανταχοῦ, τοῦ τήν πρώτην τάξιν ἔχοντος θαυμαστοῦ καί ἐπιφανοῦς Ἰωάννου τοῦ Ζωναρᾶ, καί ἑπομένως Θεοδώρου τοῦ Βαλσαμῶνος, σπανιάκις δέ Ἀλεξίου τοῦ Ἀριστηνοῦ, πολλάκις τοῦ ἀνωνύμου καί ἄλλων» (σελ. ιβ΄).
Δηλαδή ἡ ἑρμηνεία τήν ὁποία δίδετε στόν Κανόνα πρέπει νά ταυτίζεται μέ τίς ἑρμηνεῖες τῶν ἐγκεκριμένων ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἐξηγητῶν, εἰδάλλως δέν ἐκφράζετε τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά προσωπική σας ἄποψι.
Ὁ Ἰωαν. Ζωναρᾶς λοιπόν ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς τό σημεῖο αὐτό τοῦ Κανόνος: «Εἰ δ’ ὁ πατριάρχης τυχόν, ἤ ὁ μητροπολίτης, ἤ ὁ ἐπίσκοποςαἱρετικός εἴη, καί τοιοῦτος, ὡς δημοσίᾳ κηρύττειν τήν αἵρεσιν, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, ἀντί τοῦ ἀνυποστόλως καί μετά παρρησίας, διδάσκει τά αἱρετικά δόγματα, οἱ ἀποσχίζοντες αὐτοῦ, ὁποῖοι ἄν εἶεν, οὐ μόνον κολάσεως ἄξιοι οὐκ ἔσονται διά τοῦτο, ἀλλά καί τιμῆς, ὡς ὀρθόδοξοι, ἀξιωθήσονται, χωρίζοντες ἑαυτούς τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας∙ τοῦτο γάρ δηλοῖ, τό, ἀποτειχίζοντες∙ (τό γάρ τεῖχος τῶν ἐντός αὐτοῦ πρός τούς ἐκτός χωρισμός ἐστιν)∙ οὐ γάρ ἐπισκόπου ἀπέστησαν, ἀλλά ψευδεπισκόπου καί ψευδοδιδασκάλου∙ οὐδέ σχίσμα κατά τῆς ἐκκλησίας ἐποίησαν, ἀλλά μᾶλλον σχισμάτων τήν ἐκκλησίαν ἀπήλλαξαν, ὅσον τό ἐπ’ αὐτοῖς» (Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων Ράλλη–Ποτλῆ τόμ. Β΄ σελ. 694).
Βλέπομε λοιπόν ὅτι καί ὁ Ζωναρᾶς οὐδέν ἀναφέρει ὡς πρός τό θέμα τῆς διαγνώσεως τῆς αἱρέσεως καί μάλιστα ὅλες αὐτές τίς θεωρίες πού γράφετε, ὅτι πρέπει ἡ διάγνωσις νά γίνη ἀπό τούς Ἁγίους, συνοδικῶς κλπ.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό πρέπει, πατέρες, νά ἀναφερθῆ ὅτι, ἴσως, δέν ἔχετε κατανοήσει τόν σκοπό τῆς ἀποτειχίσεως καί δι’ αὐτό τόν περιπλέκετε μέ ὅλες αὐτές τίς ἀμάρτυρες, ἀπό πατερικῆς πλευρᾶς, θεωρίες τῆς διαγνώσεως. Ὁ σκοπός λοιπόν τῆς ἀποτειχίσεως εἶναι ἡ προσωπική ἀσφάλεια τοῦ κάθε πιστοῦ, ἐφ’ ὅσον ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι λύκος καί ὄχι ποιμήν. Ἐπίσης ὁ σκοπός εἶναι ἡ ἐνσωμάτωσις, διά τῆς ἀποτειχίσεως καί τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τούς αἱρετικούς, εἰς τήν Ἐκκλησία τήν ἀληθινή τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Διότι πρωτίστως ἡ ἐνσωμάτωσις αὐτή γίνεται διά τῆς ἀληθινῆς καί ὀρθοδόξου Πίστεως.
Δι’ αὐτόν τόν λόγο παντοῦ καί πάντοτε οἱ Πατέρες διδάσκουν τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, χωρίς τίς διαδικασίες πού ἐσεῖς ἀναφέρετε, οἱ ὁποῖες μάλιστα ἰσχυρίζεσθε ὅτι πρέπει νά γίνουν ἀπό τούς Ἁγίους καί χωρίς νά ἀφήνουν τήν παραμικρή ὑπόνοια περί δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος. Θά ἦταν ἄλλωστε ἀστεῖο, ἀφ’ ἑνός οἱ Πατέρες νά ἀποκαλοῦσαν λύκο καί φίδι τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο καί ἀφ’ ἑτέρου νά σοῦ ἐπέτρεπαν νά παραμείνης κοντά του ἔστω καί γιά ἐλάχιστο χρόνο.
Ἐσεῖς τώρα μέ ὅλες αὐτές τίς πρακτικές διαδικασίες πού διδάσκετε καί ἐπιπλέον τήν –μετά τήν διάγνωσι– ἀσάφεια γιά τό δέον γενέσθαι, κατ’ οὐσίαν διδάσκετε τήν παραμονή καί ἐνσωμάτωσι μέ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί τήν διά μέσου τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου ἐνσωμάτωσι εἰς τήν Ἐκκλησία. Τό ὅτι αὐτό, κατ’ εὐθεῖαν ἀντιστρατεύεται στήν διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων μόλις εἶναι ἀνάγκη, ὡς ὀφθαλμοφανές, νά τό ἀναφέρωμε. Αὐτός ἄλλωστε εἶναι καί ὁ λόγος πού ὅ,τι ἀναφέρετε τό στηρίζετε ἀποκλειστικά καί μόνο στή λογική σας καί οὐδέποτε στίς Γραφές καί στούς Ἁγίους.
Πρέπει ἐπίσης νά ἀναφερθῶ καί στήν κριτική σας δι’ αὐτό πού γράφω στό βιβλίο πού ἐξέδωσα. Γράφετε στή σελ. 8, κρίνοντας τή θέσι μου, τά ἑξῆς: «Ἑπομένως ἡ φράση τοῦ π. Εὐθυμίου “Ἡ ἔκφρασις αὐτήν ἐπίσης τοῦ παρόντος Κανόνος ´κατεγνωσμένη παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων ἤ Συνόδων’ δέν σημαίνει ὅτι διά μία ‘μή κατεγνωσμένη’ αἵρεση ὀφείλουμε ὑπακοή εἰς τούς ἐπισκόπους καί τούς φορεῖς τῆς αἱρέσεως...” (σελ. 27-28) εἶναι μετέωρη καί ἄστοχη».
Κατ’ ἀρχάς ἐδῶ πάλι, γιά νά στηρίξετε τήν κριτική σας δέν ἀναφέρετε τίποτε ἁγιογραφικό ἤ πατερικό. Ἔπειτα ἡ ἴδια ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἁγ. Νικοδήμου σᾶς διαψεύδει, διότι ὁ ἅγιος ἀναφέρει ὅτι ἀποτειχιζόμεθα ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο «προτοῦ νά γένῃ ἀκόμη συνοδική κρίσις περί τῆς αἱρέσεως ταύτης». Ἀκόμη σᾶς διαψεύδει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ὅταν στήν Β΄ Καθολική ἐπιστολή του γράφει «εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε» (Β΄ Ἰωαν. 10). Καί ἐδῶ ἡ ἐξακρίβωσις τῆς αἱρέσεως ἀπό τόν τυχόντα εἶναι ἀρκετή διά τήν ἀποτείχισι.
Σᾶς διαψεύδουν δέ καί ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζουν τούς αἱρετικούς ὡς λύκους καί φαρμακερά φίδια, ὄχι λόγῳ τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, ἀλλά λόγῳ τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων των. Σᾶς διαψεύδουν τέλος καί οἱ ἴδιες οἱ ἀποφάσεις πολλῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες ἐδικαίωσαν τούς αἱρετικούς καί κατεδίκασαν τούς Ὀρθοδόξους. Ἀλοίμονο ἄν εἰδικά στίς ἡμέρες μας, πατέρες, περιμένετε Σύνοδο γιά νά καταδικάση τήν, ὅπως τήν ὀνομάσατε, παναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο καταδικάζετε κατ’ οὐσίαν τούς Ὀρθοδόξους σέ συμπόρευσι καί ἀναγνώρισι τῶν αἱρετικῶν καί τῆς αἱρέσεως, μολονότι εἶστε ὑπεύθυνοι τοῦ γραφείου τῆς Μητροπόλεως ἐπί τῶν αἱρέσεων.
Στή σελ. 8 τῆς μελέτης σας γράφετε, πατέρες, τά ἑξῆς: «Ἐπίσης τόν Κανόνα αὐτόν πρέπει νά τόν ἑρμηνεύσουμε στό πνεῦμα καί στή συνάφεια τῶν δύο προηγουμένων, τοῦ 13ου καί 14ου Κανόνος καί τοῦ πρώτου μέρους τοῦ 15ου. Ὅπως δηλαδή οἱ δύο παραπάνω κανόνες (13ος καί 14ος) κρίνουν ἀπαραίτητη τήν συνοδική κρίση καί ἐξέταση τῶν ἠθικῶν παραπτωμάτων ἤ ἄλλων ἀδικημάτων τοῦ Ἐπισκόπου, πρίν ἀπό τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεώς του, ἔτσι καί πολύ περισσότερο τώρα, ὅταν δηλαδή πρόκειται γιά τό σοβαρότατο παράπτωμα τῆς ἐκπτώσεως σέ κάποια αἱρετική διδασκαλία, θεωρεῖται ἀναγκαία ἡ συνοδική κρίσις, καί ἐξέτασις τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, ἔστω καί ἄν δέν ἀναγράφεται ρητῶς στό δεύτερο μέρος τοῦ 15ου, ἁπλούστατα, διότι αὐτό εἶναι κάτι τό αὐτονόητο. Καί εἶναι αὐτονόητο ὄχι μόνον, διότι τό ἀπαιτεῖ ἡ συνάφεια μέ τούς δύο προηγουμένους Κανόνες, ἀλλά καί διότι τό ἀπαιτεῖ ἡ ὅλη Συνοδική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, οἱ Ἅγιοι Πατέρες στίς Συνόδους, πού συγκροτοῦσαν, δέν περιορίζοντο μόνον στήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως, ἀλλά προχωροῦσαν ἐπιπλέον καί στήν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν».
Ἐδῶ πατέρες, προκειμένου νά στηρίξετε τίς θέσεις σας, ἀδιαφορεῖτε ὄχι μόνο γιά τήν διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων, ἀλλά καί δι’ αὐτόν τόν ἴδιο τόν Κανόνα, τόν ὁποῖο ἑρμηνεύετε. Διότι ἐνῶ ὁ Κανόνας ἀναφέρει ρητῶς «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον ἐπίσκοπο κοινωνίας ἀποτειχίζοντες...», ἐσεῖς ἀπεναντίας ἀναφέρετε: «Ὅπως δηλαδή οἱ δύο παραπάνω κανόνες (13ος καί 14ος) κρίνουν ἀπαραίτητη τήν συνοδική κρίση καί ἐξέταση τῶν ἠθικῶν παραπτωμάτων ἤ ἄλλων ἀδικημάτων τοῦ Ἐπισκόπου, πρίν ἀπό τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεώς του, ἔτσι καί πολύ περισσότερο τώρα, ὅταν δηλαδή πρόκειται γιά τό σοβαρότατο παράπτωμα τῆς ἐκπτώσεως σέ κάποια αἱρετική διδασκαλία, θεωρεῖται ἀναγκαία ἡ συνοδική κρίσις καί ἐξέτασις τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, ἔστω καί ἄν δέν ἀναγράφεται ρητῶς στό δεύτερο μέρος τοῦ 15ου, ἁπλούστατα, διότι αὐτό εἶναι κάτι τό αὐτονόητο».
Ἐδῶ λοιπόν ὁ Κανόνας διδάσκει τό ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού ἰσχυρίζεσθε ἐσεῖς, δηλαδή ἡ ἀποτείχισις γίνεται πρό συνοδικῆς κρίσεως τοῦ Ἐπισκόπου. Ἐσεῖς ὅμως ἀδιαφορώντας δι’ αὐτά τά ὁποῖα διδάσκει ὁ Κανόνας καί στηριζόμενοι στούς δύο προηγούμενους, ἐξάγετε τό συμπέρασμα ὅτι ἀπαιτεῖται ἡ συνοδική καταδίκη τοῦ Ἐπισκόπου αὐτοῦ πρίν ἀπό τήν ἀποτείχισι.
Λίγο πιό πάνω στήν μελέτη σας γράφετε τά ἑξῆς: «Τό δεύτερο σκέλος(ἐννοεῖται τοῦ Κανόνος) ἔχει τελείως διαφορετικό περιεχόμενο. Ἀναφέρεται στή διακοπή μνημονεύσεως, ὄχι γιά ἠθικῆς φύσεως παραπτώματα ἤ ἀδικήματα κληρικῶν, ἀλλά γιά λόγους πίστεως».
Πῶς λοιπόν ἐνῶ λίγο πρίν ἀναφέρετε ὅτι «τό δεύτερο σκέλος ἔχει τελείως διαφορετικό περιεχόμενο», τώρα τό ταυτίζετε μέ τούς δύο αὐτούς Κανόνες καί τό πρῶτο σκέλος τοῦ παρόντος; Πῶς δηλαδή, ἐφ΄ ὅσον ἔχει τελείως διαφορετικό περιεχόμενο, ἔχει τήν ἴδια ἀντιμετώπισι καί διαδικασία μέ τούς προηγουμένους Κανόνες;
Καταλαβαίνω πατέρες, ὅτι αὐτή ἡ προσαρμογή τοῦ δευτέρου μέρους τοῦ Κανόνος στούς δύο προηγουμένους σᾶς ἐξυπηρετεῖ ἀφάνταστα στήν δυνητική ἑρμηνεία τήν ὁποία διδάσκετε, ἀλλά βλέπετε ὅτι μέ αὐτά πού ἰσχυρίζεσθε ἔρχεσθε σέ ἀντίθεσι ὄχι μόνο μέ Γραφές, μέ Πατέρες, μέ τόν ἴδιο τόν Κανόνα, τόν ὁποῖο ἑρμηνεύετε, ἀλλά καί μέ τά ἴδια τά λόγια σας, τά ὁποῖα λίγο ἀνωτέρω στήν μελέτη σας ἀναφέρατε.
Τό πλέον παράδοξο εἶναι ὅτι ἰσχυρίζεσθε ὅτι στήν περίπτωσι τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἐπισκόπου ἀπαιτεῖται «πολύ περισσότερο» ἡ συνοδική κρίσι πρίν τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως. Τώρα, γιά τί εἴδους διακοπή μνημονεύσεως καί ἀποτείχισι πρόκειται, μετά τήν καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, αὐτό μόνον ἐσεῖς μπορεῖτε νά τό κατανοήσετε, δεδομένου καί τοῦ ὅτι, ὅταν καταδικάζει ἡ Σύνοδος κάποιον Ἐπίσκοπο, χειροτονεῖ στή θέσι του ἄλλον καί δέν ἀφήνει ἀνεπίσκοπον τήν ἐκκλησιαστική ἐπαρχία. Ἀνεπίσκοπος εἶναι ἡ ἐπαρχία ὅταν ἔχει αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅτι εὑρῆκε τήν Κων/πολι ἀνεπίσκοπο μολονότι εἶχε αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Πάντως ἀπό τήν στιγμή πού προσαρμόσατε ἑρμηνευτικά τόν ἐν λόγῳ Κανόνα «στό πνεῦμα καί στήν συνάφεια τῶν δύο προηγουμένων, τοῦ 13ου καί 14ου Κανόνος καί τοῦ πρώτου μέρους τοῦ 15ου» καταδεικνύετε ἀπροκάλυπτα ὅτι ταυτίζετε καί ἐξισώνετε τά θέματα τῆς πίστεως, καί εἰδικά τῆς αἱρέσεως, μέ ὅλα τά ἄλλα παραπτώματα τοῦ Ἐπισκόπου, ὁπότε εἶναι φυσικό ἀβίαστα νά ὁδηγηθῆτε στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, πλήν ὅμως ἀπομακρύνεσθε ἀπό ὅλη τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι καί διδασκαλία τῶν Ἁγίων, διότι αὐτοί τά ἀντιμετώπισαν τελείως διαφορετικά. Δι’ αὐτό καί ἐδίδαξαν τήν ἄμεσον ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, τούς ἀποκαλοῦσαν προβατόσχημους λύκους κλπ.
Στή συνέχεια στή σελ. (9) ἀναφέρεσθε στήν εἰκονομαχία καί γράφετε τά ἑξῆς: «Εἶναι ἄστοχη καί ἀνακριβής ἱστορικά ἡ θέση, τήν ὁποία διατυπώνει, ὅτι ἡ αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας δέν εἶχε καταγνωστεῖ συνοδικά ἀπό τῆς ἐνάρξεώς της (726) μέχρι τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (787), «ἡ ὁποία τήν κατέστησε κατεγνωσμένη» (σελ. 28), διότι ἀγνοεῖ ἤ θέλει νά ἀγνοεῖ, τήν Τοπική Σύνοδο τῆς Συρίας τό 726, στήν ὁποία μάλιστα πρωτοστάτησε ὁ μεγάλος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἑπομένως, τά παραδείγματα, τῶν Ἁγίων δέκα Μαρτύρων καί τῆς Ἁγίας Θεοδοσίας, πού ἀναφέρει παρακάτω (σελ. 35-36), πού προχώρησαν σέ ἀποτείχιση καί ἐμαρτύρησαν κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς εἰκονομαχίας ἐπί εἰκονομάχου Πατριάρχου Ἀναστασίου, ὅπως ἐπίσης καί τῶν Ἁγίων Θεοφίλου, Λογγίνου τοῦ Στυλίτου, Ὑπατίου κλπ., πού ἀναφέρει παρακάτω (σελ. 37), δέν ἀποτελοῦν παραδείγματα Ἁγίων, πού ἀποτειχίστηκαν ἀπό μή καταγνωσμένη αἵρεση, διότι ἡ αἵρεση εἶχε καταγνωσθεῖ συνοδικά ἤδη ἀπό τῆς ἐμφανίσεώς της τό 726».
Κατ’ ἀρχάς κάνετε μία σύγχυσι εἰς αὐτά πού ἀναφέρει ὁ 15ος Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Διότι ὁ Κανόνας δέν ὁμιλεῖ γιά μία οἱαδήποτε Σύνοδο, ἡ ὁποία θά συγκληθῆ καί θά καταδικάση κάποια αἵρεσι, ἀλλά ὁμιλεῖ γιά τίς ἐγκεκριμένες Συνόδους, οἱ ὁποῖες, εἴτε ἔχουν ἐπικυρωθῆ ἀπό Οἰκουμενικές, εἴτε ἔχουν ἀναγνωρισθῆ ἀπό τή συνείδησι τοῦ λαοῦ ὡς Ὀρθόδοξες ἐξ’ αἰτίας τῶν ἀποφάσεών των. Καί οἱ Οἰκουμενικές πάλι Σύνοδοι ἐπικυρώθηκαν ἀπό τίς μεταγενέστερες ἐξ αἰτίας τῶν ὀρθοδόξων ἀποφάσεών των, ἡ δέ τελευταία Ζ΄ Οἰκουμενική ἐπικυρώθηκε ἀπό τίς Συνόδους ἐπί ἁγ. Φωτίου καί εἰδικά ἀπό τή Σύνοδο τοῦ 879, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται λόγῳ τῶν ἀποφάσεών της ὡς Η΄ Οἰκουμενική. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ὁ ἐν λόγῳ ἱερός Κανόνας θέτει τήν ἔκφρασι «παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένη (τήν αἵρεσιν)». Ἡ ἔκφρασις «τῶν ἁγίων» προφανῶς ἀναφέρεται καί εἰς τούς Πατέρας.
Ὅταν λοιπόν γίνη μία Σύνοδος τοπική, ποιός θά μᾶς κάνη τήν διάγνωσι γιά τό ἄν εἶναι ἁγία ἤ ληστρική; Μήπως ὁ κάθε πιστός ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μέ τά λεγόμενά σας, δέν δύναται νά διαγνώση οὔτε κἄν τήν αἵρεσι; Διότι ἄν δέν δύναται νά διαγνώση τήν αἵρεσι, πῶς θά διαγνώση τήν Σύνοδο ἡ ὁποία θά καταδικάση τήν αἵρεσι;
Μήπως, πατέρες, τά θέματα τά ἀντιλαμβάνεσθε σέ κάθε περίπτωσι, ὅπως σᾶς ἐξυπηρετοῦν, καί μάλιστα, ὅπως ἐξυπηρετοῦν τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος; Διότι ἄν ἰσχύουν αὐτά πού ἀναφέρετε, τότε καί ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι κατεγνωσμένη διότι ἔχει καταδικασθῆ ἀπό τή Σύνοδο τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς. Διότι κατά τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἡ ὀρθόδοξος Σύνοδος κρίνεται ἀπό τίς ἀποφάσεις της. Ἄρα λοιπόν αὐτή εἶναι ἡ ὀρθόδοξος Σύνοδος ἡ ὁποία κατεδίκασε τήν αἵρεσι καί ὄχι ἡ δική σας (ἐννοῶ αὐτήν στήν ὁποία ἀνήκετε ἐσεῖς καί ὁ δεσπότης σας) ἡ ὁποία τήν ὑποθάλπει. Ἐσεῖς ὅμως, παραδόξως καί διαφωνώντας μέ τά ἴδια τά γραφόμενά σας, θεωρεῖτε τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀκατάγνωστη ἀπό Σύνοδο καί μάλιστα ἀναμένετε νά καταδικασθῆ ἀπό τούς ἴδιους τούς Οἰκουμενιστές.
Πρέπει ἀκόμη νά ἀναφερθῆ ὅτι τά πρακτικά τῶν Συνόδων (τόμος Γ’ σελ. 206) ἀναφέρουν τήν περίοδο αὐτή, δηλαδή ἀπό τήν ἀρχή τῆς εἰκονομαχίας μέχρι τήν Ζ’ Οἰκουμενική, ὅτι ἔγιναν τέσσερις τοπικαί Σύνοδοι, δύο ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰκόνων καί δύο ὑπέρ τῆς εἰκονομαχίας. Ποιός τώρα θά κάνη τήν διάγνωσι γιά τό ποιά Σύνοδος εἶναι Ὀρθόδοξος καί ποιά αἱρετική; Διότι, σύμφωνα μέ τή δική σας λογική, ἐφ΄ ὅσον ἔγινε Σύνοδος καί μάλιστα στήν ἴδια τήν Κων/πολι, εἰς τήν ὁποία ἀνεφάνη ἡ αἵρεσις καί ἐπί πλέον πολυπληθής (348 Ἐπίσκοποι), πού οὔτε καί οἱ Οἰκουμενικές, κάποιες φορές, συγκέντρωσαν τόσους Ἐπισκόπους, ἡ ὁποία κατεδίκασε ὡς αἵρεσι τήν ὕπαρξι τῶν εἰκόνων, ἡ προσκύνησις τῶν εἰκόνων ἦτο πλέον κατεγνωσμένη αἵρεσις καί ἔπρεπε νά ἀποτειχισθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τούς εἰκονοφίλους Ἐπισκόπους. Ὅσοι δέ ἐγνώριζον τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων τῆς Συρίας καί τῆς Ρώμης, ἔπρεπε καί αὐτοί νά θεωρήσουν τήν εἰκονομαχία ὡς κατεγνωσμένη αἵρεσι καί νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό τούς εἰκονομάχους. Δηλαδή ὁ καθένας, ὅπως ἔκρινε καί σύμφωνα μέ τήν διάγνωσί του περί τῆς Συνόδου θά ἐτοποθετεῖτο.
Δέν ἐσκέπτοντο ὅμως κατ’ αὐτόν τόν τρόπο οἱ Ὀρθόδοξοι, οὔτε ποτέ οἱ Ἅγιοι τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς περιόδου ἀναφέρθηκαν σέ κάποια ἀπόφασι Συνόδου, προκειμένου νά κατοχυρώσουν τή θέσι των. Οὔτε ἀκόμη καί οἱ Ἅγιοι τῆς περιόδου μετά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική ἐστηρίχθηκαν στίς ἀποφάσεις της, ἀλλά ἐπολεμοῦσαν τήν αἵρεσι ἀντιπαραθέτοντας τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι περί τῶν ἁγίων εἰκόνων καί, μάλιστα, ἐπεκαλοῦντο χωρία ἀπό τούς ἐγκεκριμένους παλαιούς ἁγίους ὅπως τόν Μ. Βασίλειο, τόν Χρυσόστομο κλπ. Καί τοῦτο διότι ἡ Σύνοδος αὐτή τῆς Νικαίας δέν εἶχε ἐπικυρωθῆ ὡς Οἰκουμενική.
Ἀπόδειξις τούτου εἶναι ὅτι ἡ εἰκονομαχική Σύνοδος τοῦ 815 κατεδίκασε τήν Σύνοδο αὐτή τῆς Νικαίας καί φυσικά δέν θά ἦτο δυνατόν, ὄχι νά πράξουν, ἄλλα οὔτε νά διανοηθοῦν νά καταδικάσουν μία Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀλλά καί στά πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς βλέπουμε ὅτι οἱ Πατέρες δέν ἐπικαλοῦνται τίς Συνόδους πού ἀναφέρετε ἐσεῖς, πατέρες, γιά νά κατοχυρώσουν τό ὀρθόδοξο δόγμα, ἀλλά βλέπουμε νά ἐπικαλοῦνται πάμπολλες μαρτυρίες ἀπό τούς ἐγκεκριμένους παλαιούς Ἁγίους, ἀπό τίς Γραφές, ἀπό θαύματα κλπ. Ἀκόμη δέ καί αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι πού προσῆλθον στή Σύνοδο αὐτή, μετανοοῦντες ἐπειδή ἐπλανήθησαν περί τήν πίστι καί ἐτάχθησαν ὑπέρ τῶν εἰκονομάχων, δέν ἐπικαλέσθηκαν πρός δικαιολογία τήν Σύνοδο τῆς Ἱέρειας τοῦ 754, ἀλλά ἐθεώρησαν τήν πλάνη ὡς προσωπική των ὑπόθεσι καί ὄχι ὡς παραπλάνησι ἐξ αἰτίας τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου αὐτῆς.
Ἀπό ὅλα αὐτά βλέπομε ὅτι οἱ Πατέρες τῆς περιόδου αὐτῆς ἐπολέμουν τήν εἰκονομαχία ὡς αἵρεσι, ἀδιαφορώντας γιά τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες πολλές φορές ἦσαν ὑπέρ τῆς αἱρέσεως. Διότι ἁπλούστατα, ἄν ἐπεκαλοῦντο τίς ἀποφάσεις κάποιας Συνόδου, θά ἀντεκρούοντο ἀπό τούς εἰκονομάχους, οἱ ὁποῖοι μέ τή σειρά τους θά ἐπεκαλοῦντο τίς ἀποφάσεις κάποιας ἄλλης Συνόδου καί μάλιστα πολυπληθεστέρας. Αὐτό τό βλέπομε καί σήμερα νά γίνεται ἀπό τούς αἱρετικούς. Δηλαδή πολλές φορές ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀναφέρει ὅτι οἱ συμπροσευχές, οἱ διάλογοι, οἱ ἀποφάσεις πού ὑπογράφουν, ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων κλπ. εἶναι ἀποφάσεις Συνόδων καί μάλιστα Πανορθοδόξων.
Οἱ Ὀρθόδοξοι λοιπόν βιώνουν τό ὀρθόδοξο δόγμα καί τό ὑπερασπίζονται καί δέν στηρίζονται στίς ἀποφάσεις προσφάτων καί μή ἐγκεκριμένων Συνόδων, ἀλλά αὐτό τό κάνουν οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι, ἀπεναντίας, στηρίζονται στίς ἀποφάσεις τῶν προσφάτων Συνόδων καί ὄχι τῶν ἐγκεκριμένων ἤ, ὅπως λέγει ὁ Κανόνας, τῶν «ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων». Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο οἱ Πατέρες τῆς περιόδου αὐτῆς τῆς εἰκονομαχίας, οὔτε ἐστηρίχθησαν, οὔτε ἀνέφεραν ποτέ αὐτές τίς Συνόδους πού, ἐσεῖς σήμερα, πατέρες, ψάχνοντας τήν ἱστορία εὑρήκατε. Διότι ἄν ἐστηρίζοντο στίς Συνόδους, ἴσως σήμερα οἱ ναοί μας θά ἦσαν χωρίς εἰκόνες. Ὅπως καί ἐσεῖς περιμένετε Σύνοδο γιά νά καταδικάση τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε νά ἰδῆτε τί θά πράξετε κατόπιν. Προφανῶς θέλετε νά βαδίσετε ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς καί ὄχι, ὅπως οἱ Ἅγιοι, πού ἐθυσιάστηκαν χάριν τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως.
(Συνεχίζεται)
Α΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/02/blog-post_22.html
ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ Δ΄
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
Ι. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ π. ΕΥΘΥΜΙΟ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ
Δ΄ Μέρος
Θά ἀναφερθῶ ἐν συνεχείᾳ εἰς τό κεφάλαιο τῆς σελ. 15 (τοῦ βιβλίου σας), «Ὁ προαιρετικός χαρακτήρας τοῦ Κανόνος».
Καί στό κεφάλαιο αὐτό, ὅπως βεβαίως καί στήν ὑπόλοιπη κριτική μελέτη, ἀπουσιάζει παντελῶς ὁ ἁγιογραφικός καί πατερικός λόγος, πρός στήριξι τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος. Ἐπί πλέον δέ θεωρεῖται ὡς δεδομένη ἡ ἑρμηνεία τοῦ δευτέρου μέρους τοῦ Κανόνος, κατά τό πρότυπο τοῦ πρώτου μέρους του καί τῶν δύο προηγουμένων.
Γράφετε συγκεκριμένα στήν ἀρχή τοῦ ἐν λόγῳ κεφαλαίου τά ἑξῆς: «Ἐπειδὴ ὁ Κανόνας αὐτός, ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, βρίσκεται σέ στενὴ νοηματική συνάφεια μέ τούς δύο προηγουμένους (13ο, 14ο καὶ πρῶτο μέρος τοῦ 15ου), θεωρεῖται ἀναγκαία ἡ συνοδική κρίση καί καταδίκη τοῦ συγκεκριμένου αἱρετικοῦ ἐπισκοποῦ, πού μέχρι πρότινος ἦταν “πρόεδρος”, κανονικός ἐπίσκοπος, καί στή συνέχεια ἔπεσε στήν αἵρεση. Ἐπειδή δέ ἀκριβῶς ὁ Κανόνας ἀπαιτεῖ τήν ὀνομαστική συνοδική καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ, δέν εἶναι δυνατόν ἡ ἀποτείχιση ἀπό αὐτόν νά ἔχει ὑποχρεωτικό χαρακτῆρα. Ἄν ὁ Κανόνας ὑποχρέωνε τούς πιστούς νά ἀποτειχιστοῦν ἀπό αὐτόν, θὰ ἦταν περιττή ἡ συνοδική κρίσις καί ἀποκοπή του ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τήν κρίση καί τήν ἀποκοπή θά τήν εἶχε κάνει ἤδη ὁ λαός, ἀποτειχιζόμενος ἀπό αὐτόν».
Ἀπορῶ εἰλικρινά πατέρες ποῦ εὑρήκατε τήν «στενή νοηματική συνάφεια» τοῦ δευτέρου μέρους τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος μέ τό πρῶτο μέρος του, καί τούς δύο προηγουμένους, τήν στιγμή πού οὔτε στήν ἁγ. Γραφή, οὔτε στούς ἱερούς Κανόνες, οὔτε φυσικά στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως ἀντιμετωπίζονται ὅπως τά ἄλλα θέματα τῶν προσωπικῶν ἁμαρτιῶν, δηλαδή ἑκάστου. Ἄν ὁ Κανόνας αὐτός τά ἀντιμετώπιζε κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἀσφαλῶς θά ἐρχόταν σέ ἀντίθεσι μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Ἐπειδή ὅμως τό δεύτερο μέρος τοῦ Κανόνος αὐτοῦ δέν ἔχει καμμία νοηματική συνάφεια μέ τούς δύο προηγουμένους καί τό πρῶτο μέρος του, προφανῶς ἔρχεται σέ ἀντίθεσι μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων ἡ ἑρμηνεία τήν ὁποία ἐσεῖς δίδετε. Δι’ αὐτό ἄλλωστε δέν εὑρήκατε οὔτε ἕνα ἁγιογραφικό χωρίο, οὔτε μία ἔστω πρότασι ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων διά νά τήν προσκομίσετε πρός ὑποστήριξι τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος. Καί ἐφ’ ὅσον δέν εὑρήκατε ἁγιογραφικά καί πατερικά ἐρείσματα, καταφύγατε στόν ὀρθολογισμό καί στήν διά συλλογισμῶν ἀναίρεσι τῶν ὅσων γράφονται στό βιβλίο τό ὁποῖο κρίνετε.
Ἡ μέθοδος ὅμως αὐτή, τήν ὁποία χρησιμοποιεῖτε ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος τῆς κριτικῆς μελέτης σας, εἶναι ἡ ἴδια καί ἀπαράλλακτος μέ τήν συλλογιστική μέθοδο τῶν Οἰκουμενιστῶν καί ἀκόμη καί αὐτῶν τῶν Παπικῶν. Διότι καί οἱ ἡγέτες καί πρωτεργάτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ συλλογισμούς μόνο καί ἄκρατο ὀρθολογισμό προσπαθοῦν νά στηρίξουν π.χ. τούς λεγομένους θεολογικούς διαλόγους, τίς συμπροσευχές, τήν βαπτισματική θεολογία, τήν διεύρυνσι τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας κλπ.
Παραδόξως δέ αὐτοί ἐνίοτε ἀναφέρουν καί κάποια πατερικά χωρία, ἔστω καί παραποιημένα καί ἀποκομμένα ἀπό τήν ὅλη συνάφεια τοῦ κειμένου, ὅπως αὐτό πού προσφάτως ἀνέφερε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης καί παρουσίαζε τόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ὡς διαλεγόμενο καί συμφωνοῦντα μετά τῶν Μωαμεθανῶν, πρός στήριξι τῶν αἱρετικῶν θέσεών των, ἐνῶ ἐσεῖς πατέρες, προκειμένου νά μᾶς πείσετε ὅτι καί ἡδυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος εἶναι ἡ ἁγιογραφική καί πατερική ὁδός, δέν ἀναφέρετε οὔτε ἕνα ἁγιογραφικό χωρίο, οὔτε φυσικά κάτι ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἀλλά μᾶς εἰσάγετε στόν λαβύρινθο τῶν συλλογισμῶν, μᾶς παρουσιάζετε τό ζητούμενο ὡς δεδομένο, συρράπτετε τεχνηέντως τήν διδασκαλία τῶν προηγουμένων Κανόνων, ἡ ὁποία ἀναφέρεται σέ προσωπικά σφάλματα τοῦ Ἐπισκόπου μέ τά θέματα τῆς πίστεως καί αἱρέσεως, τοποθετεῖστε ἀπροκάλυπτα σέ τόσο σοβαρά θέματα, χωρίς νά στηρίζεσθε οὐδόλως στήν ἁγ. Γραφή καί στή διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί βεβαίως θεωρεῖτε ὅτι αὐτά τά ὁποῖα διδάσκετε ἀποτελοῦν τήν ἁγιογραφική καί πατερική ὁδό ἐν καιρῷ αἱρέσεως.
Ἐρχόμενος πάλι στό κριτικό κείμενό σας (τό ὁποῖο ἀνέφερα), εἰς τό ὁποῖο ἰσχυρίζεσθε ὅτι ὑπάρχει «στενή νοηματική συνάφεια» τοῦ δευτέρου μέρους τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος μέ τό πρῶτο μέρος του καί τούς δύο προηγουμένους, ἀναφέρω ἐπί πλέον τά ἑξῆς. Πέραν τοῦ ὅτι ἡ θεωρία σας αὐτή ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεσι μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἔρχεται σέ ἀντίθεσι καί μέ τόν ἴδιο τόν Κανόνα τόν ὁποῖο σχολιάζετε. Διότι οἱ συντάκτες τοῦ Κανόνος αὐτοῦ, προκειμένου νά μᾶς διδάξουν ὅτι δέν ὑπάρχει οὐδεμία σχέσις τοῦ δευτέρου μέρους τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος μέ τό πρῶτο μέρος του καί τούς δύο προηγουμένους, ἔθεσαν ἐνδιαμέσως ὡς φραγμό καί διαχωριστική γραμμή μία πρότασι, ἡ ὁποία ἀναιρεῖ τήν περί «στενῆς νοηματικῆς συναφείας» θεωρία σας καί καθιστᾶ, συγχρόνως, τελείως ξεχωριστό τό δεύτερο τμῆμα τοῦ Κανόνος.
Ἡ ἐνδιάμεση αὐτή πρότασι πού ξεχωρίζει τελείως τό δεύτερο τμῆμα τοῦ Κανόνος ἀπό τούς προηγουμένους εἶναι ἡ ἑξῆς: «Καί ταῦτα μέν ἐσφράγισταί τε καί ὥρισται περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καί σχίσμα ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων». Δηλαδή οἱ Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου διασαφίζουν ὅτι ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἀνέφεραν στούς δύο προηγουμένους Κανόνες καί στό πρῶτο τμῆμα τοῦ παρόντος ἰσχύουν ἀποκλειστικῶς καί μόνο δι’ αὐτούς πού ἀποσχίζονται ἀπό τούς Ἐπισκόπους ἐπί προφάσει προσωπικῶν ἐγκλημάτων.
Ἄν ὅμως ὑπῆρχε, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, στενή νοηματική συνάφεια τοῦ δευτέρου μέρους τοῦ Κανόνος μέ τούς προηγουμένους, ἡ πρότασις αὐτή θά ἦτο ὄχι μόνο περιττή ἀλλά καί ἀκατανόητος. Διότι πῶς αὐτά ὁρίζονται καί ἐπισφραγίζονται τήν στιγμή πού καί κατωτέρω ὁρίζονται καί ἐπισφραγίζονται πράγματα ἔχοντα μεταξύ των «στενή νοηματική συνάφεια»; Καί πῶς ὁρίζονται καί ἐπισφραγίζονται αὐτά πού ἔχουν σχέσι μέ τά προσωπικά ἐγκλήματα τοῦ Ἐπισκόπου, τήν στιγμή πού καί τά θέματα τῆς πίστεως, σύμφωνα μέ τήν θεωρία σας, ἀνήκουν στήν ἴδια κατηγορία καί ἔχουν τήν ἴδια ἀντιμετώπισι ἐκ μέρους τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας;
Πέραν αὐτῆς τῆς ἐνδιαμέσου προτάσεως τοῦ Κανόνος τήν ὁποία τεχνηέντως ἀποσιωπεῖτε, διότι προφανῶς δέν ταιριάζει μέ τήν ἐξίσωσι τῶν προσωπικῶν ἐγκλημάτων τοῦ Ἐπισκόπου μέ τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως, ἐπί πλέον καί ὅλα ὅσα θίγονται στό δεύτερο μέρος τοῦ Κανόνος οὐδεμίαν σχέσι ἔχουν, νοηματική συνάφεια καί ἀντιμετώπισι μέ τούς προηγουμένους Κανόνες. Διότι προηγουμένως οἱ Κανόνες ἀναφέρονται στά προσωπικά ἐγκλήματα τοῦ Ἐπισκόπου, ἐνῶ τώρα τό δεύτερο αὐτό μέρος τοῦ Κανόνος ἀναφέρεται στά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως, τά ὁποῖα καί ἡ ἁγ. Γραφή καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων τά ἀντιμετωπίζει τελείως διαφορετικά.
Προηγουμένως οἱ Κανόνες ἀνέφεραν ὅτι προκαλεῖ σχίσμα στήν Ἐκκλησία αὐτός πού ἀποτειχίζεται πρό Συνοδικῆς κρίσεως ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, ἐνῶ στό δεύτερο τμῆμα τοῦ Κανόνος ὁ ἀποτειχιζόμενος ὄχι μόνον δέν δημιουργεῖ σχίσμα, ἀλλά ἀπεναντίας ἐλευθερώνει τήν Ἐκκλησία ἀπό τό σχίσμα. Προηγουμένως οἱ Κανόνες ἐτιμωροῦσαν μέ καθαίρεσι τόν ἀποτειχιζόμενο κληρικό, ἐνῶ τώρα ὄχι μόνον δέν τόν τιμωροῦν ἀλλά τόν καθιστοῦν ἄξιο τιμῆς καί ἐπαίνου. Προηγουμένως ἀπαιτεῖτο συνοδική διάγνωσις καί καταδίκη τοῦ Ἐπισκόπου, ἐνῶ τώρα δέν ἀπαιτεῖται ἡ διάγνωσις αὐτή προκειμένου νά γίνη ἡ ἀποτείχισις. Προηγουμένως, τέλος, οἱ Ἐπίσκοποι πρό τῆς συνοδικῆς διαγνώσεως ἀνεγνωρίζοντο ὡς κανονικοί Ἐπίσκοποι, ἐνῶ τώρα ἀναφέρονται ρητῶς ὅτι εἶναι ψευδεπίσκοποι καί ψευδοδιδάσκαλοι πρό τῆς Συνοδικῆς κρίσεως καί καταδίκης των.
Ὅλα αὐτά, πατέρες, νομίζω –ἄν τά λάβωμε ὑπ’ ὄψιν μας– μᾶς ὁδηγοῦν ἀβίαστα στό συμπέρασμα ὅτι «οὐδεμία νοηματική συνάφεια» ὑπάρχει μεταξύ τοῦ δευτέρου μέρους τοῦ Κανόνος καί τῶν προηγουμένων. Ἐσεῖς ὅμως μέ τήν θεωρία τῆς «στενῆς νοηματικῆς συνάφειας» γράφετε ἀμέσως ἐν συνεχείᾳ ὅτι «θεωρεῖται ἀναγκαία ἡ συνοδική κρίση καί καταδίκη τοῦ συγκεκριμένου αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, πού μέχρι πρότινος ἦταν “πρόεδρος”, κανονικός ἐπίσκοπος, καί στή συνέχεια ἔπεσε στήν αἵρεση. Ἐπειδή δέ ἀκριβῶς ὁ Κανόνας ἀπαιτεῖ τὴν ὀνομαστική συνοδική καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ, δέν εἶναι δυνατόν ἡ ἀποτείχιση ἀπό αὐτόν νά ἔχει ὑποχρεωτικό χαρακτήρα».
Δηλαδή, ὄχι μόνο θέτετε «σέ στενή νοηματική συνάφεια» τό δεύτερο μέρος τοῦ Κανόνος μέ τούς προηγουμένους, ἀλλά ἐπί πλέον ἐκλαμβάνετετήν ἀντιμετώπισι τῶν προηγουμένων Κανόνων καί γιά τά θέματα τῆς πίστεως. Ἐνῶ λοιπόν ρητῶς ἀναφέρει τό δεύτερο μέρος τοῦ Κανόνος ὅτι δέν ἀπαιτεῖται συνοδική κρίσις γιά τήν ἀποτείχισι, ἐσεῖς τήν θεωρεῖτε, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, ἀναγκαία. Ἐνῶ, ἐπίσης, οἱ προηγούμενοι Κανόνες ἀπαιτοῦσαν τήν ὀνομαστική καταδίκη τοῦ Ἐπισκόπου, ἐσεῖς τώρα αὐτό τό ἐπεκτείνετε καί γιά τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Αὐτό πάλι πού γράφετε, «ἐπειδή δέ ἀκριβῶς ὁ Κανόνας ἀπαιτεῖ τὴν ὀνομαστική συνοδική καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ, δέν εἶναι δυνατόν ἡ ἀποτείχιση ἀπό αὐτόν νά ἔχει ὑποχρεωτικό χαρακτήρα», τί εἴδους ἐπιχείρημα εἶναι; Διότι τήν ὀνομαστική καταδίκη τοῦ Ἐπισκόπου τήν ἀπαιτοῦσαν οἱ προηγούμενοι Κανόνες∙ γιά τόν αἱρετικό ὅμως Ἐπίσκοπο οὐδέν ἀναφέρει τό δεύτερο μέρος τοῦ Κανόνος περί «ὀνομαστικῆς συνοδικῆς καταδίκης του». Ὡς ἐκ τούτου τό συμπέρασμα πού ἐξάγετε γιά τό μή ὑποχρεωτικό τῆς ἀποτειχίσεως (δηλαδή ἡ περίφημη δυνητική θεωρία) ἑδράζεται ὄχι ἁπλῶς στόν ὀρθολογισμό, ἀλλά καί σέ πλαστά καί παραπλανητικά ἐρείσματα.
Καί στήν συνέχεια ὅμως, προκειμένου νά στηρίξετε τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἀκολουθώντας πιστά τήν συλλογιστική τοῦ ὀρθολογισμοῦ, κάνετε μία ἀκροβατική προσπάθεια νά ἀποδείξετε τά ἀναπόδεικτα. Γράφετε ὅτι: «Ἄν ὁ Κανόνας ὑποχρέωνε τοὺς πιστοὺς νά ἀποτειχιστοῦν ἀπό αὐτόν, θά ἦταν περιττή ἡ συνοδική κρίσις καί ἀποκοπή του ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τήν κρίση καί τήν ἀποκοπή θά τήν εἶχε κάνει ἤδη ὁ λαός, ἀποτειχιζόμενος ἀπό αὐτόν».
Ἐδῶ πατέρες, δείχνετε ὅτι ἀγνοεῖτε τόν σκοπό τῆς ἀποτειχίσεως καί δι’ αὐτό, προφανῶς, ταυτίζετε τό δεύτερο μέρος τοῦ Κανόνος μέ τούς προηγούμενους. Δείχνετε ἐπίσης ὅτι ἀγνοεῖτε βασικούς ρόλους τῶν μελῶν καί τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τά ὅρια εἰς τά ὁποῖα δύναται ἕκαστος νά κινεῖται.
Ὅταν λοιπόν ἀποτειχίζεται κάποιος ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο πρό συνοδικῆς κρίσεως, δέν ἀποκόπτει τόν αἱρετικό ἀπό τήν Ἐκκλησία, διότι δέν ἔχει τέτοιο δικαίωμα, ἀλλά ἀπομακρύνεται ἐκκλησιαστικά ἀπό αὐτόν, διά νά μή συμμετέχη διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας εἰς τήν αἵρεσι. Αὐτό τό διδάσκει θαυμάσια ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή του ὡς ἑξῆς: «ὥστε ἀκριβοῦς ζωῆς ὑμῖν χρεία, ἀναπληρούσης τὸ ἐλλιπές τῆς ὑποπτώσεως, ἥν ὑπέπεσεν ὁ προκαθηγησάμενος ὑμῶν καί δι' αὐτοῦ πάντες ὑμεῖς τῇ ἐκείνου παραδοχῇ· οἵα γάρ ἡ κεφαλή, τοιοῦτον καί τό ὅλον σῶμα» (Φατ. 512, 761,19). Καί σέ ἄλλη ἐπίσης ἐπιστολή: «δοκῶ δέ καί τούς ὑπό χεῖρα τοιούτους εἶναι, διότι οἷον τό ἄρχον τοιοῦτον καί τό ἀρχόμενον ὡς τά πολλά πέφυκεν ὑπάρχειν» (Φατ. 304, 446,14). Δηλαδή διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐνσωματούμεθα μέ τήν ὁρατή κεφαλή (τόν Ἐπίσκοπο) καί ταυτιζόμεθα μέ τήν πίστι του.
Αὐτό γίνεται καί διά τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρουν στήν θαυμάσια καί ὁμολογιακή ἐπιστολή των πρός τόν λατινόφρονα Βασιλέα Μιχαήλ τόν Η΄ τόν Παλαιολόγο, οἱ ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες οἱ ἐπί Βέκκου ἀθλήσαντες: «Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο. Γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγήν, καὶ ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ, καὶ πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος. Καὶ ὁ μέγας πατὴρ ἡμῶν καὶ ὁμολογητὴς Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ταῦτα λέγει πρός τινα, διὰ τῆς τιμίας αὐτοῦ ἐπιστολῆς· “ἔφης δέ μοι ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου, μὴ ἀναφέρειν τὸν αἱρεσιάρχην, καί τοι περὶ τούτου εἰπεῖν σοι τὸ παρόν, οὐ καταθαρρῶ· πλὴν ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἂν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων”. Ταῦτα μὲν ὁ πατήρ· πρὸ δὲ τούτου, καὶ ὁ Θεὸς τοῦτο ἐσήμανεν οὕτως εἰπών· “ἱερεῖς ἠθέτουν νόμον μου, καὶ ἐβεβήλουν τὰ ἅγιά μου”· πῶς; ὅτι βεβήλοις καὶ ὁσίοις οὐ διέστελλον, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά».
Ἐδῶ οἱ ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες ὁμολογοῦν ὅτι μέ τήν μνημόνευσι ἔχουμε πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπο καί μέ τήν πίστι τοῦ Ἐπισκόπου. Χρησιμοποιοῦν δέ ἐκτός ἀπό τήν ἐξήγησι τῆς Θ. Λειτουργίας καί τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ὁ ὁποῖος ὁμιλώντας γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι ἀναφέρει ἐπί πλέον ὅτι μολύνεται καί τό μυστήριο διά τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου. Καταλήγουν δέ ἐπικαλούμενοι χωρίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Ἰεζεκιήλ 22,26) καί διδάσκουν ὅτι μέ τήν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου γίνεται βεβήλωσις τῶν Ἁγίων, ἐφ’ ὅσον τόν βέβηλο (αἱρετικό) Ἐπίσκοπο τόν συγκαταριθμοῦμε μέ τούς Ὀρθοδόξους, περιμένοντας ἴσως, ὅπως ἐσεῖς πατέρες ἀναφέρετε, νά τόν καθαιρέση ἡ Σύνοδος.
Βλέπομε ἐδῶ θαυμάσια ὅτι ἡ πατερική ὁδός ἑρμηνείας εἶναι νά ταυτίσωμε τήν ἑρμηνεία πού δίδομε μέ τήν ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Ἐσεῖς ὅμως, μέ τήν ἑρμηνευτική σας μέθοδο, δημιουργεῖτε παντελῆ καί μόνιμο διάζευξι τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων.
Ἀπό ὅλα αὐτά τά πατερικά κείμενα γίνεται φανερό ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἐπιβάλλεται, γιά νά μήν συμμετέχωμε στήν αἵρεσι διά τῆς μνημονεύσεως καί ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας· καί ἡ καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου ἀπό τήν Σύνοδο εἶναι ἀναγκαία, διά νά μήν συμμετέχη ἡ Σύνοδος εἰς τήν αἵρεσι διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Ἡ ὀρθόδοξος δέ Σύνοδος, ἐπί πλέον, θέτει τέρμα εἰς τήν αἵρεσι, ἐφ’ ὅσον καταδικάζει τήν αἵρεσι καί ἀποβάλλει ἐπισήμως τόν διά τῆς αἱρέσεως ἀποβληθέντα καί μεταβληθέντα ἀπό ποιμένα εἰς λύκον. Τό ἔργο αὐτό τῆς Συνόδου δέν δύναται νά τό πράξῃ ὁ οἱοσδήποτε.
Προφανῶς ὁ Ἐπίσκοπος δέν μεταβάλλεται εἰς λύκο μέ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἀλλά μέ τήν ἐπίσημο ἐπ’ Ἐκκλησίας διακήρυξι τῆς αἱρέσεως. Ὅταν δέ ἀποτειχιζόμεθα ἀπό τόν μεταβληθέντα εἰς λύκο αἱρετικό Ἐπίσκοπο, προφανῶς δέν τόν θανατώνομε, διότι αὐτός ἐξακολουθεῖ νά κατέχη τόν ἐπισκοπικό θρόνο, ἀλλά ἀσφαλιζόμεθα ὡς πρός τό βασικό καί οὐσιῶδες θέμα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Δι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες ἀποκαλοῦν λύκο μόνο τόν ἐμπεσόντα εἰς αἵρεσι Ἐπίσκοπο καί ἐπιβάλλουν τήν ἄμεση ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτόν, εἰς ὅλες δέ τίς ἄλλες περιπτώσεις, τῶν διαφόρων δηλαδή προσωπικῶν του ἁμαρτημάτων, διδάσκουν τήν ἐκκλησιατική ἐπικοινωνία μέ αὐτόν καί τήν ἀναμονή τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου.
Ἐσεῖς ὅμως πατέρες, προκειμένου νά θεσπίσετε τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καί μάλιστα νά τήν παρουσιάσετε ὡς Ὀρθόδοξο Παράδοσι ἐν καιρῷ αἱρέσεως, διδάσκετε γιά τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο αὐτά, τά ὁποῖα θεσπίζουν οἱ Πατέρες καί οἱ Κανόνες γιά ὅλα τά ἄλλα προσωπικά του ἁμαρτήματα. Τοιουτοτρόπως παρουσιάζετε τό τραγικό καί συγχρόνως κωμικό καί, κατ’ οὐσίαν, ἀδιανόητο φαινόμενο, τῆς παραμονῆς δηλαδή κοντά στόν λύκο, χωρίς προφανῶς καμμία ἐπίπτωσι, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου.
Ἄν τώρα σέ ὅλα αὐτά πατέρες, δέν συμφωνεῖτε, ἀλλά πιστεύετε ὅτι κάνομε λάθος καί, τρόπον τινά, εἴμεθα πλανεμένοι, εἴμεθα ἕτοιμοι νά σᾶς ἀκούσωμε, μέ τήν προϋπόθεσι, βεβαίως, ὅτι αὐτά τά ὁποῖα θά ἀναφέρετε, θά τά κατοχυρώσετε συγχρόνως, ὄχι μέ τούς συλλογισμούς σας, ἀλλά μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Δηλαδή θέλομε νά μάθωμε τελικά ποῦ, κατά τό δή λεγόμενο, εὑρήκατε γραμμένο τό ὅτι δύνασαι νά παραμένης ἐκκλησιαστικά κοντά στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, νά τόν μνημονεύης καί νά τόν ἀναγνωρίζης εἰς τύπον Χριστοῦ μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου καί, μάλιστα, νά μήν βλάπτεσαι ἀπό αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία.
Ἐν συνεχείᾳ στό ἴδιο κεφάλαιο γράφετε τά ἑξῆς: «Εἶναι ἐπίσης σημαντικό νά τονιστεῖ ὅτι ὁ Κανών αὐτός, ἐνῶ ἐπαινεῖ μέν ἐκείνους, πού ἀποτειχίζονται ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο “πρό συνοδικῆς διαγνώσεως”, δέν ἐπιβάλλει ὅμως κάποια ποινή σ' ἐκείνους, πού χωρίς νά ἀποδέχονται τίς διδασκαλίες τοῦ ἐν λόγῳ ἐπισκόπου, ἐξακολουθοῦν νά τόν μνημονεύουν, ἀναμένοντες συνοδική διάγνωση καί καταδίκη καί ἀνταγωνιζόμενοι μέ κάθε τρόπο πρός τήν αἵρεση».
Ἐδῶ ὁμολογεῖτε πατέρες, ὅτι ὁ Κανόνας ἐπαινεῖ αὐτούς πού ἀποτειχίζονται. Κατ’ ἀκρίβειαν ὁρίζει ὁ Κανόνας «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ἑρμηνεύει «καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι».
Ἄς δοῦμε ὅμως, ποῦ ἀποδίδομε τιμή μέσα στήν Ἐκκλησία. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἀποδίδομε λατρεία στόν Θεό καί τιμή στούς Ἁγίους. Ἐπίσης ἀποδίδομε τιμή εἰς αὐτούς πού ἔχουν κάποιο ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα καί εἰδικά στόν Ἐπίσκοπο. Προφανῶς ἐδῶ ὁ Κανόνας δέν ἐννοεῖ τήν τιμή πού ἀποδίδομε στούς ἔχοντας τά ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα, διότι ὁ ἅγιος Νικόδημος ἑρμηνεύοντας τό σημεῖο αὐτό τοῦ Κανόνος ἀναφέρει ὅτι: «τιμῆς τῆς πρεπούσης εἶναι ἄξιοι ὡς ὀρθόδοξοι». Δηλαδή τιμῶνται μέ τήν πρέπουσα τιμή ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐπειδή ἐτήρησαν ὀρθόδοξο στάσι. Ἄν ὅμως οἱ ἀποτειχισμένοι ἐτήρησαν ὀρθόδοξο στάσι καί δι’ αὐτό τιμῶνται, οἱ ὑπόλοιποι, οἱ ὁποῖοι δέν ἀποτειχίστηκαν καί δέν τιμῶνται ἀπό τήν Ἐκκλησία, τί ἐτήρησαν; Διότι, ἄν ἐτήρησαν ὀρθόδοξο στάσι δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου καί οἱ μή ἀποτειχισθέντες, ἔπρεπε προφανῶς καί αὐτοί νά ἀξιωθοῦν τῆς πρεπούσης τιμῆς.
Σέ ἕνα πόλεμο, ὅμως, καί σέ μία μάχη ἀξιώνονται τιμῆς, ὅσοι ἀγωνίζονται καί θυσιάζονται καί ὄχι, ὅσοι περιμένουν νά θανατωθῆ ὁ ἐχθρός συνοδικῶς, ἤ ὅσοι τόν πολεμοῦν μέ χαρτοπόλεμο.
Αὐτό, ἐπίσης, πού γράφετε, ὅτι δηλαδή οἱ μή ἀποτειχισθέντες ἐξακολουθοῦν νά μνημονεύουν τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, χωρίς νά ἀποδέχωνται τίς διδασκαλίες του, ποῦ τό εὑρήκατε γραμμένο; Διότι πιό πάνω σᾶς ἀνέφερα τό χωρίο τῶν ἐπί Βέκκου Ἁγιορειτῶν Ὁσιομαρτύρων, εἰς τό ὁποῖο οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι διά τῆς μνημονεύσεως ἀποδεχόμεθα τίς διδασκαλίες τοῦ Ἐπισκόπου καί ταυτιζόμεθα μέ τήν πίστι του. Τώρα ἐμεῖς ποιούς νά πιστέψωμε, ἐσᾶς ἤ τούς φωστῆρας τοῦ ἁγ. Ὄρους; Ἐσεῖς ὅμως πατέρες δέν προσκομίζετε καμμία μαρτυρία, ἐνῶ αὐτοί ἐμαρτύρησαν διά τήν ὁμολογία αὐτή καί ἀξιώνονται τῆς πρεπούσης τιμῆς ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ὡς Ὀρθόδοξοι καί Ὁμολογητές καί Μάρτυρες.
Ἀναφέρετε ἐπίσης εἰς τό σημεῖο αὐτό: «οἱ μή ἀποτειχισθέντες ἐξακολουθοῦν νά τόν μνημονεύουν, ἀναμένοντες συνοδική διάγνωσι καί καταδίκη καί ἀνταγωνιζόμενοι μέ κάθε τρόπο πρός τήν αἵρεσι». Νομίζω πατέρες, ὅτι αὐτό πού γράφετε «ἀνταγωνιζόμενοι μέ κάθε τρόπο πρός τήν αἵρεσι» εἶναι ψευδές, διότι τόν ἀγῶνα πού ἔπρεπε νά κάνουν (διά νά ἀξιωθοῦν τῆς πρεπούσης τιμῆς ὡς Ὀρθόδοξοι) δέν τόν κάνουν καί ἄρα θά ἔπρεπε νά γράφετε ὅτι ἀγωνίζονται ἐναντίον τῆς αἱρέσεως προφορικῶς ἤ γραπτῶς καί ὄχι πρακτικῶς. Δηλαδή στόν πόλεμο ἤ στήν μάχη, ἐνῶ ἄλλοι μάχονται, αὐτοί ἁπλῶς κατηγοροῦν τόν ἐχθρό προφορικῶς καί γραπτῶς, ἐνῶ κατά τό πρακτικό μέρος τόν ἀκολουθοῦν καί τόν ἀναγνωρίζουν σάν νά ἦταν ὁ καλύτερος φίλος των.
Τελικά πατέρες, ἐσεῖς μέ ποιούς θά ἔπρεπε νά συνταχθῆτε στή παροῦσα κριτική μελέτη σας; μέ αὐτούς πού ἐπαινοῦνται καί ἀξιώνονται τιμῆς ὡς Ὀρθόδοξοι ἤ μέ τούς ὑπολοίπους, πού δέν ἀξιώνονται τιμῆς, ἔστω καί ἄν δέν τιμωροῦνται; Διότι ἀπ’ ὅτι φαίνεται ἡ ἔλλειψις τιμωρίας σᾶς δελεάζει καί συγχρόνως σᾶς καθησυχάζει, ἐνῶ ἡ τιμή καί ὁ ἔπαινος ὡς Ὀρθοδόξων σᾶς ἀπογοητεύει ἤ τουλάχιστον δέν σᾶς συγκινεῖ. Εἶναι πάντως ἀπογοητευτικό τό νά παραβλέπετε αὐτό πού τιμᾶ καί ἐπαινεῖ ὁ Κανόνας καί προσκολλᾶσθε σ’ αὐτό πού οὔτε κἄν ἀναφέρεται, δηλαδή στήν ἀφάνεια.
Στά ὑπόλοιπα κείμενα τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ εἰς τά ὁποῖα παρουσιάζετε ὡς συνήγορό σας τόν π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο δέν θά ἀναφερθῶ, οὔτε τά σχολιάζω, διότι ὁ π. Ἐπιφάνιος δέν εὑρίσκεται πλέον εἰς τήν ζωή αὐτή διά νά ἀπαντήση στίς ἐπικρίσεις μας. Ἄλλωστε αὐτά πού ἐκεῖνος ἀναφέρει τά ὑποστηρίζετε κι ἐσεῖς καί νομίζω ὅτι οἱ ἀπαντήσεις μου καλύπτουν καί τά δικά του κείμενα. Ἕνα μόνο πού προξενεῖ ἐντύπωσι, τό ὁποῖο ἀναφέρεται ὡς δικό του κείμενο εἰς αὐτό τό κεφάλαιο καί ἀπορῶ πῶς τό ἔγραψε αὐτό ὁ π. Ἐπιφάνιος: «Ἁπλῶς λέγει (ἐννοεῖται ὁ Κανόνας) ὅτι οἱ ἀποκοπτόμενοι ἀπό τοιοῦτον Ἐπίσκοπον κληρικοί δέν εἶναι κατακριτέοι». Φυσικά ὁ Κανόνας δέν λέγει τέτοια πράγματα, ἀλλά ἀναφέρει ρητῶς ὅτι οἱ ἀποκοπτόμενοι ἀπό τοιοῦτον Ἐπίσκοπον κληρικοί εἶναι ἄξιοι τῆς πρεπούσης τιμῆς ὡς Ὀρθόδοξοι.
(Συνεχίζεται)
Α΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/02/blog-post_22.html
Β΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/02/blog-post_28.html
Γ΄ ΜΕΡΟΣ: http://paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_7.html
ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ Ε΄
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
Ι. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ π. ΕΥΘΥΜΙΟ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ
Ε΄ Μέρος
Ἐν συνεχείᾳ θά ἀναφερθῶ εἰς τό ἑπόμενο κεφάλαιο τῆς κριτικῆς μελέτης σας, τό ὁποῖο ἐπιγράφεται «Ἀπόπειρα συγκρίσεως τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ Συνόδου μέ ἄλλους Κανόνες».
Ἐδῶ, προκειμένου πατέρες νά ἀποδείξετε ὅτι κανένας Kανόνας δέν συνηγορεῖ ὑπέρ τῆς ἀποτειχίσεως, μεταχειρίζεσθε πάλι, πλήν τοῦ ὀρθολογισμοῦ, καί τίς δύο μεθόδους πού ἤδη ἐχρησιμοποιήσατε καί προηγουμένως. Δηλαδή, τό νά καταβιβάσετε τά θέματα τῆς πίστεως καί αἱρέσεως εἰς τό ἐπίπεδο ὅλων τῶν ἄλλων παραπτωμάτων τοῦ Ἐπισκόπου, γιά τά ὁποῖα ἀναμένομε τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, καί τό νά ἀπαλλάξετε τό κάθε πιστό καί ὀρθόδοξο μέλος τῆς Ἐκκλησίας, κληρικό ἤ λαϊκό, ἀπό τήν εὐθύνη γιά τήν καταστολή τῆς αἱρέσεως καί κυρίως τήν συμμετοχή εἰς αὐτήν, διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Ἐδῶ κατ’ οὐσίαν πατέρες, καταρρίπτετε ἄνευ μάχης τό τελευταῖο καί κυριώτατο φρούριο τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Δι’ αὐτόν τόν λαό τοῦ Θεοῦ ἔχει ὀρθότατα λεχθῆ ὅτι κρίνει, ὄχι ἁπλῶς ἕναν Ἐπίσκοπο, ἀλλά ἀκόμη καί τίς ἀποφάσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Σᾶς ὑπενθυμίζω δύο πράγματα, διά νά πεισθῆτε περί τῆς ἀληθείας τοῦ λόγου.
Τό ἕνα εἶναι ἡ ἀντιμετώπισις ἀπὸ τὸν λαό, τῶν Ἐπισκόπων πού ὑπέγραψαν στήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας–Φερράρας, ὅταν αὐτοί ἐπέστρεψαν εἰς τήν Κων/πολι. Ἦταν τόσο σκληρή καί ἀποφασιστική ἡ ἐναντίον τους στάσι του, ὥστε ἀναγκάσθηκαν αὐτοί νά ὁμολογήσουν μετάνοια ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, προκειμένου νά γλυτώσουν τήν ζωή των καί φυσικά τόν θρόνο των. Αὐτή ἡ στάσις τοῦ λαοῦ ἦταν ἐκείνη, ἡ ὁποία συνήργησε τά μέγιστα εἰς τήν ἀνατροπή τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου αὐτῆς, πέραν βεβαίως τῆς στάσεως τοῦ ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Ὁ ἅγ. Μᾶρκος, μάλιστα, σέ πολλές ἐπιστολές του μνημονεύει τήν ἄτεγκτη καί ὁμολογιακή αὐτή στάσι τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος δέν ἐδέχετο καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς ὑπογράψαντας Ἐπισκόπους.
Τό δεύτερο εἶναι ἡ ἀπόφασις τῆς πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 1848 ἡ ὁποία θέτει τόν λαό ὡς φύλακα τῆς πίστεως καί τό φρούριο αὐτό τό ὁποῖο δέν πρέπει ποτέ νά πέση: «Παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ». Ἐσεῖς δυστυχῶς πατέρες, θεωρεῖτε τόν λαό ἀνώριμο καί ἀνεύθυνο περί τήν πίστι καί τήν πνευματική ζωή καί, βεβαίως, περιμένετε νά γίνη ἡ καταστολή τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό τήν Σύνοδο, δηλαδή περιμένετε οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί, ὡς ὥριμοι προφανῶς περί τήν πίστι, νά καταδικάσουν τούς ἑαυτούς των.
Ἀλλά ἄς ἔλθωμε νά ἀναφέρωμε κάποια ἀπό τά σημαντικώτερα τμήματα τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ τῆς κριτικῆς μελέτης σας καί νά τά σχολιάσωμε ἀναλόγως, μέ βάσι πάντοτε τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Ἄν διαπιστώσετε πατέρες, κάπου εἰς τά γραφόμενά μου ὅτι κάτι δέν συμφωνεῖ μέ τήν ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, σᾶς παρακαλῶ νά μοῦ τό ὑποδείξετε πάραυτα διά νά διορθωθῶ καί νά εὐθυγραμμισθῶ μέ αὐτά. Λυποῦμαι ὅμως ἀφάνταστα, ὅταν ὁμιλεῖτε γιά τόσο σοβαρά θέματα, ὅπως εἶναι τά θέματα τῆς πίστεως, καί στηρίζεσθε ἀποκλειστικῶς καί μόνο στόν ὀρθολογισμό καί οὐδόλως στήν ἁγ. Γραφή καί στή διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Ἀναφέρετε λοιπόν στό κεφάλαιο αὐτό τῆς κριτικῆς μελέτης σας τά ἑξῆς, σχολιάζοντας τόν 31ον Ἀποστολικό Κανόνα καί τήν συσχέτισι πού ἐγώ τοῦ ἔκανα, μέ τόν 15ον τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου: «Τὸ ὅτι ὁ παρών Κανόνας (ἐννοεῖται ὁ 31ος Ἀποστολικός) θέτει ὡς ἐξαίρεση γιά τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν ἐπίσκοπο τά θέματα πίστεως καί δικαιοσύνης, δέν σημαίνει ὅτι δίδει τό δικαίωμα στόν κάθε πιστό, νά γίνει κριτής καί δικαστής αὐτοῦ τοῦ ἐπισκόπου, ἐάν καί κατά πόσον δηλαδή ὁ ἐπίσκοπος αὐτός εἶναι αἱρετικός ἤ ἄδικος. Καί τοῦτο, διότι, ὅπως ἤδη ἐτονίσθη, δέν εἶναι ἁρμόδιο καί ἱκανό τό κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά κάνει αὐτό τό ἔργο ἀλάνθαστα καί δίκαια, ἐπειδή δέν ἔχει τήν ἀνάλογη πνευματική ὡριμότητα καί γνώση. Αὐτό τό ἔργο ἀνήκει μόνον σέ Σύνοδο ἐπισκόπων. Ἐάν ὁλόκληροι Σύνοδοι ἐπισκόπων συνέβη, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία, νά πλανηθοῦν καί νά βγάλουν ἐσφαλμένες καί ἄδικες συνοδικές ἀποφάσεις γιά διάφορα πρόσωπα, πόσο μᾶλλον εἶναι εὔκολο νέ πλανηθεῖ καί νά πέσει ἔξω ἕνας ἁπλοϊκός πιστός, ἀνώριμος περί τήν πίστιν καί τήν πνευματικήν ζωήν;».
Ἐδῶ, κατ’ ἀρχάς πατέρες, ὁμολογεῖτε ὅτι, ὁ 31ος Ἀποστολικός Κανών, θέτει ὡς ἐξαίρεσι τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς δικαιοσύνης καί ἀναφέρετε τί αὐτό δέν σημαίνει. Δέν εἶδα ὅμως (πρός μεγάλη μου ἔκπληξι) πουθενά στήν κριτική σας μελέτη, νά ἀναφέρετε τό τί αὐτό σημαίνει. Διότι ἄν, ὅπως ἀναφέρετε, αὐτό «δέν σημαίνει, ὅτι δίδει τό δικαίωμα στόν κάθε πιστό νά γίνη κριτής καί δικαστής αὐτοῦ τοῦ Ἐπισκόπου», τί τέλος πάντων σημαίνει ἡ ἐξαίρεσις τοῦ Κανόνος αὐτοῦ; Μήπως κατ’ ἀρχάς, τά ἐξαιρεῖ τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς δικαιοσύνης γιά νά μήν τά καταβιβάση, μέ ὅλα τά ἄλλα προσωπικά σφάλματα καί ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου, τό ὁποῖο ἐσεῖς πράττετε διά τῆς ἐξισώσεως τῶν θεμάτων τῆς πίστεως καί τῆς ἰδίας ἀντιμετωπίσεως μέ ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου;
Ἐπί πλέον, μήπως ὁ Κανόνας τά ἐξαιρεῖ γιά νά διασφαλίση τόν κάθε πιστό καί νά τόν καταστήση ὑπεύθυνο καί συνεπῶς ἔνοχο, ἐάν ἔχη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ ἕναν τέτοιο Ἐπίσκοπο; Μήπως ἀκόμη –μέ τήν ἐξαίρεσι αὐτή– ὁ Ἀποστολικός αὐτός Κανόνας δηλώνει ὅτι, στήν περίπτωσι αὐτή τῆς ἐξαιρέσεως, οἱ ἀποτειχισμένοι ἀπό αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο δέν δημιουργοῦν σχίσμα καί παρασυναγωγή, γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Κανόνας; Διότι, ἄν συμβαίνει αὐτό, τότε ἄριστα συμφωνεῖ ὁ Κανόνας αὐτός μέ τόν 15ον τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ὁ ὁποῖος παρομοίως ἀναφέρει ὅτι οἱ ἀποτειχισμένοι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, δέν δημιουργοῦν σχίσμα, ἀλλά λυτρώνουν τήν Ἐκκλησία ἀπό τά σχίσματα.
Θά ἔπρεπε λοιπόν πατέρες, νά μᾶς ἀναφέρετε πρωτίστως, τί σημαίνει αὐτή ἡ ἐξαίρεσις καί ὄχι τί δέν σημαίνει. Διότι ἄν μᾶς ἀναφέρατε τό τί σημαίνει, τότε εὐνόητο ἦτο νά κατανοήσωμε καί τό τί δέν σημαίνει.
Προφανῶς ὅμως δέν μᾶς ἀναφέρατε τό τί σημαίνει ἡ ἐξαίρεσις τοῦ Κανόνος αὐτοῦ, διότι αὐτό ἀντιστρατεύετε στήν δυνητική ἑρμηνεία καί, βεβαίως, στήν προσπάθειά σας νά προσαρμόσετε τά θέματα τῆς πίστεως σέ ὅλα τά ἄλλα θέματα τῶν προσωπικῶν ἁμαρτιῶν τοῦ Ἐπισκόπου. Ἡ προσπάθειά σας αὐτή φαίνεται ἀπό τήν συνέχεια τοῦ λόγου τῆς κριτικῆς μελέτης σας εἰς τήν ὁποία ἀναφέρετε: «Ἐξάλλου τό ὅτι ὁ Κανόνας αὐτός δέν παρέχει ἕνα τέτοιο δικαίωμα στόν κάθε πιστό, φαίνεται ἀπό ὅσα νομοθετοῦν οἱ 13ος, 14ος καί 15ος Κανόνας τῆς ΑΒ' Συνόδου, οἱ ὁποῖοι κατά τρόπο συμπληρωματικό ἔρχονται νά διασαφήσουν τό νοηματικό περιεχόμενο τοῦ ἐν λόγω Ἀποστολικοῦ Κανόνος. Ἐξ αὐτῶν οἱ 13ος, 14ος καί τό πρῶτο μέρος τοῦ 15ου ἀπειλοῦν μέ καθαίρεση τούς κληρικούς ἐκείνους, πού θά τολμήσουν νά ἀπομακρυνθοῦν καί δέν μνημονεύσουν, ταὐτόν εἰπεῖν ἀποτειχιστοῦν, ἀπό τόν οἰκεῖο ἐπίσκοπο, προτοῦ ἡ Σύνοδος νά ἐξετάσει καί καταδικάσει τά ἐγκλήματα καί παραπτώματα (ἤ ἀδικήματά) του».
Εἶναι ὄντως ἄξιον ἀπορίας, πατέρες, τό πῶς, ἐνῶ καί οἱ δύο αὐτοί Κανόνες ἐξαιροῦν τά θέματα τῆς πίστεως ἀπό ὅλα τά ἄλλα προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου, ἐσεῖς ἀπεναντίας, τά ταυτίζετε καί τά ἀντιμετωπίζετε κατ’ οὐσίαν κατά τόν ἴδιο τρόπο. Μέ αὐτήν σας τήν μέθοδο, τήν τελείως ἀμάρτυρη ἀπό ἁγιογραφικῆς, κανονικῆς καί πατερικῆς πλευρᾶς, ἀφήνετε τελείως ἀπροστάτευτο τό κάθε πιστό καί ὀρθόδοξο μέλος τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τό ἀφήνετε στό στόμα τοῦ λύκου, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου∙ ἀναιρεῖτε καί, κατ’ οὐσίαν, καταργεῖτε τήν ἀποτείχισι, ἡ ὁποία πρωτίστως ἀποβλέπει στήν προστασία τοῦ κάθε πιστοῦ ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τήν αἵρεσι καί τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο∙ βοηθᾶτε τά μέγιστα στήν ἐξάπλωσι καί ἑδραίωσι τῆς αἱρέσεως, ἐφ’ ὅσον κατ’ οὐσίαν ἀχρηστεύετε καί ἀδρανοποιεῖτε τό τελευταῖο κάστρο τῆς πίστεως, τὸ λαό τοῦ Θεοῦ καί, βεβαίως, μᾶς δίδετε νά κατανοήσωμε πλήρως τό γιατί ἡ αἵρεσις τῆς ἐποχῆς μας, δηλαδή ὁ Οἰκουμενισμός, δέν καταστέλλεται ἀλλά ἀπεναντίας ἐπεκτείνεται καί ἑδραιώνεται.
Πρέπει ἐπίσης νά τονισθῆ ὅτι, διά τῆς ἀποτειχίσεως, ὁ κάθε πιστός δέν καταργεῖ, οὔτε ἰδιοποιεῖται τό ἔργο τῆς Συνόδου, ἀλλά ἀπομακρύνεται ἀπό τήν μολυσματική ἀσθένεια, καί αὐτοπροστατεύεται ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος διά τῆς αἱρέσεως μετεβλήθη σέ λύκο, μέχρι τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Ἡ ἀπόφασις δέ τῆς Συνόδου, κατ’ οὐσίαν, δέν ἀποκόπτει ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, διότι ἡ ἔκπτωσις ἔχει γίνει διά τῆς αἱρέσεως, ἀλλά ἀπομακρύνει τό νεκρό ἤδη μέλος ἀπό τό σῶμα της (ἤ τό ἀποκόπτει ἐφ’ ὅσον αὐτό ἤδη ἔχει νεκρωθῆ διά τῆς ἀποδοχῆς τῆς αἱρέσεως), πρωτίστως διά νά μή συμμετέχη εἰς τήν αἵρεσι διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο καί, βεβαίως, διά νά ὀρθοτομήση τόν λόγο τῆς ἀληθείας καί νά προστατεύση ἐπισήμως καί συνοδικῶς τό ποίμνιο καί κυρίως αὐτούς πού προφανῶς παρεσύρθηκαν ἀπό τίς αἱρετικές διδασκαλίες αὐτοῦ τοῦ Ἐπισκόπου.
Πρέπει εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἐνθυμηθοῦμε τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἰς τήν ἁγιογραφική ἔκφρασι «ὀρθοτομοῦντα τόν λόγο τῆς ἀληθείας» (Β΄ Τιμ. 2,15). Ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς:«Ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Καλῶς τοῦτο εἶπε· πολλοὶ γὰρ αὐτὸν παρασπῶσι πάντοθεν καὶ παρέλκουσι· πολλὰ ἔχει τὰ ἐπιφυόμενα. Καὶ οὐκ εἶπεν, Ἀπευθύνοντα, ἀλλ', Ὀρθοτομοῦντα· τουτέστι, Τέμνε τὰ νόθα, καὶ τὰ τοιαῦτα μετὰ πολλῆς τῆς σφοδρότητος ἐφίστασο καὶ ἔκκοπτε· καθάπερ ἐπὶ ἱμάντος τῇ μαχαίρᾳ τοῦ πνεύματος πάντοθεν τὸ περιττὸν καὶ ἀλλότριον τοῦ κηρύγματος ἔκτεμνε» (P.G. 62,626).
Σύμφωνα λοιπόν μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου, ἐφ’ ὅσον ἡ Σύνοδος δέν τέμνει τά νόθα (αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί αἱρετικούς Οἰκουμενιστάς), δέν ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας, δηλαδή δέν εἶναι ὀρθόδοξος, ἔστω καί ἄν εἰς αὐτήν συμμετέχη ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς καί ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἀντιοικουμενιστής Ἐπίσκοπος. Μᾶλλον οἱ Μητροπολίτες αὐτοί συμμετέχουν στήν αἵρεσι διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς.
Εἰς αὐτό συνηγορεῖ καί ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὅταν ἀναφέρει τά ἑξῆς: «οὐ γὰρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τοὺς περὶ πίστιν ἀσεβοῦντας οὐδὲ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περὶ πίστεως ἐξετάσεως. χρὴ γὰρ πρῶτον πᾶσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε τὴν περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι» (ΕΠΕ 9, 284).
Ἐφ’ ὅσον δηλαδή ὑπάρχει θέμα αἱρέσεως (καί μάλιστα παναιρέσεως ὅπως ὁμολογήσατε), ὅταν συνέλθη ἡ Σύνοδος, πρέπει πρῶτα αὐτό νά ἐξετάση καί ταυτοποιήση καί ἔπειτα νά ἀσχοληθῆ μέ οἱοδήποτε ἄλλο θέμα.
Καί ἀπό ἐδῶ, ὅπως βλέπομε, γίνεται ἀντιληπτό, πέραν ὅλων τῶν ἄλλων, ὅτι τά θέματα τῆς πίστεως δέν συγκαταριθμοῦνται οὔτε ὑπάγονται σέ ὅλα τά ἄλλα ζητήματα καί προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου.
Ἔτσι λοιπόν ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου διά τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων ὄχι μόνον δέν περιθωριοποιεῖται διά τῆς ἀποτειχίσεως, ἀλλά εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία, πρῶτα–πρῶτα γιά τήν ἴδια τήν Σύνοδο, γιά τήν ὁποία ὁμολογεῖται στίς ἀρχιερατικές λειτουργίες ὅτι ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Ἔπειτα εἶναι ἀναγκαία διά νά δικαιώση τούς ἀποτειχισμένους καί νά συνταχθῆ μέ αὐτούς κατά τήν πίστι, καί βεβαίως διά νά βοηθήση ὅσους ἐπλανήθησαν ἀπό τήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Ἐπισκόπου νά ἐπανέλθουν εἰς τήν ὀρθόδοξον πίστι.
Ὅταν λοιπόν ἐσεῖς πατέρες, κατ’ οὐσίαν καταργεῖτε τήν ἀποτείχισι, καταργεῖτε καί τήν ἐπαναφορά εἰς τήν Ὀρθοδοξία, ἐφ’ ὅσον ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει ὡς φορεῖς πρωτίστως τούς Ἐπισκόπους. Καταργεῖτε καί τήν αὐτοπροστασία πού παρέχει ἡ ἁγ. Γραφή καί οἱ ἱεροί Κανόνες στόν κάθε πιστό, κληρικό ἤ λαϊκό, προκειμένου νά προστατευθῆ ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος ἔχει μεταβληθῆ σέ λύκο. Ἐκτός ἄν, ἐσεῖς πατέρες, θεωρεῖτε αὐτοπροστασία ἀπό τήν αἵρεσι τίς προφορικές καί γραπτές διαμαρτυρίες, τίς ὁμολογίες, τά ἀναθέματα καί τόν χαρτοπόλεμο, ἐνῶ κατά τά ἄλλα συμπορεύεσθε, ἀναγνωρίζετε καί ταυτίζεσθε ἐκκλησιαστικῶς μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς μας. Ἴσως αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα νέο τρόπο αὐτοπροστασίας ἀπό τήν αἵρεσι, ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς ἀποτελεῖ αἱρετικὴ-ποιμαντική καινοτομία καὶ τὸν ὁποῖο ὄχι μόνο δὲν γνωρίζουν, οὔτε διδάσκουν ἡ ἁγ. Γραφή, οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ Ἅγιοι, ἀλλὰ στὸν ὁποῖο σφοδρῶς ἀντιτίθενται.
Δέν θέλω νά ἀναφερθῶ περισσότερο εἰς αὐτά πού γράφετε, διότι ὅλη ἡ ἐπιχειρηματολογία σας στηρίζεται στήν ὑποβίβασι καί ἐξίσωσι τῶν θεμάτων τῆς πίστεως μέ ὅλα τά ἄλλα προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου.
Πρέπει λοιπόν πατέρες, πρῶτα νά μᾶς ἀναφέρετε ποῦ τό εὑρήκατε αὐτό γραμμένο καί βεβαίως νά μᾶς ἀναφέρετε ὄχι τό τί δέν σημαίνει ἡ ἐξαίρεσις τοῦ Κανόνος, ἀλλά τό τί σημαίνει.
Ἐπειδή πατέρες, ἐδῶ θέτετε ἕνα ἐρώτημα, πρέπει εἰς αὐτό νά ἀπαντήσω, τήν στιγμή μάλιστα πού ζητῶ καί ἀπό σᾶς κάποιες ἀπαντήσεις, καί κατόπιν θά προχωρήσω παρακάτω. Ἀναφέρετε συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Ἐδῶ δέν τίθεται θέμα δυνητικῆς ἤ μή ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, (ὁ Κανόνας οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι ὑποχρεωτικός), ἀλλά θέμα ὀρθῆς κρίσεως τῶν ἀδικημάτων ἤ τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ ἐπισκόπου. Τό ἐρώτημα, π. Εὐθύμιε, εἶναι ποιός εἶναι ὁ ἁρμόδιος νὰ κρίνει ἕνα τέτοιο ἐπίσκοπο».
Ἐδῶ κατ’ ἀρχάς πατέρες, ὁμολογεῖτε ὅτι ὁ Κανόνας εἶναι ὑποχρεωτικός. Ὅταν λοιπόν ἔχομε μία ἐξαίρεσι σέ ἕναν ὑποχρεωτικό Κανόνα, αὐτό τί σημαίνει; Ἄν πατέρες, δέν ἔχωμε χάσει τά λογικά μας, νομίζω πώς θά συμφωνήσωμε ὅτι αὐτό, τό ὁποῖο ἐξαιρεῖ ὁ ὑποχρεωτικός Κανόνας, δέν ὑπάγεται εἰς αὐτά πού νομοθετεῖ ὁ Κανόνας, ἀλλά ἐξαιρεῖται διότι ὑπάγεται κάπου ἀλλοῦ. Ἄν γιά παράδειγμα ἔχομε ἕνα Κανόνα στήν γραμματική καί ἀπό αὐτόν ἐξαιροῦνται κάποιες λέξεις, σημαίνει ὅτι οἱ λέξεις αὐτές δέν ἀνήκουν σέ αὐτά πού νομοθετεῖ ὁ Κανόνας. Καί ἄν τέλος πάντων, γιά νά μή γίνω κουραστικός, ἔχομε ἕνα ἀπαγορευτικό σῆμα στό δρόμο καί γράφει ὅτι ἐξαιροῦνται αὐτά καί αὐτά τά ὀχήματα, σημαίνει ὅτι αὐτά πού ἐξαιροῦνται δέν ἀνήκουν εἰς αὐτά πού ἀπαγορεύει τό σῆμα.
Ἐσεῖς ὅμως πατέρες, ἀντιθέτως, τήν ἐξαίρεσι τοῦ Κανόνος τήν ὑπαγάγετε (μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τήν ὁποία χρησιμοποιεῖτε) πάλι εἰς τόν Κανόνα, τήν στιγμή πού δι’ αὐτό ἀκριβῶς ἐξαιρεῖται, διότι ἀνήκει κάπου ἀλλοῦ. Δηλαδή εἶναι σά νά λέμε, γιά νά χρησιμοποιήσωμε τά ἀνωτέρω παραδείγματα, ὅτι οἱ λέξεις πού ἐξαιρεῖ ὁ Κανόνας τῆς γραμματικῆς θά γραφοῦν ὄχι σύμφωνα μέ ἄλλο Κανόνα, ἀλλά ὅπως ὁρίζει ὁ Κανόνας πού τίς ἐξαιρεῖ. Πρός τί λοιπόν ἡ ἐξαίρεσις; Αὐτή εἶναι ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καί τό κατάντημά της, τό νά καταβιβάσωμε δηλαδή τά θέματα τῆς πίστεως καί νά τά ἀντιμετωπίζωμε ὅπως ὅλα τά ἄλλα προσωπικά ζητήματα καί ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου.
Στό ἐρώτημα τό ὁποῖο θέτετε: «ποιός εἶναι ὁ ἁρμόδιος νά κρίνη ἕνα τέτοιο Ἐπίσκοπο», ἔχω νά ἀπαντήσω τά ἑξῆς. Γιά τήν προσωπική μου ἀσφάλεια καί προκειμένου νά μήν συμμετέχω στήν αἵρεσι, ἐφ’ ὅσον ὑπάγομαι ἐκκλησιαστικά εἰς αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο, ἁρμόδιος εἶμαι νά τόν κρίνω ἐγώ. Τήν προσωπική μου αὐτή εὐθύνη τήν ἐπιβεβαιώνει ἡ ἁγ. Γραφή, ἡ ὁποία ἐπιτάσσει, ὄχι μόνο τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσί μου ἀπό κάθε αἱρετικό, ἀλλά ἀκόμη τόν ἀναθεματίζει, καί μοῦ ἐπιβάλλει νά μήν δεχθῶ νά μέ ὁδηγῆ τυφλός, διότι θά πέσω στόν γκρεμό, καί ἐπίσης μοῦ ἀπαγορεύει ἀκόμη καί τήν ἁπλή συνεστίασι μέ ἕνα δεδηλωμένο ἁμαρτωλό, πολύ δέ περισσότερο τήν πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ ἕναν δεδηλωμένο αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Τήν προσωπική μου αὐτή εὐθύνη τήν ἐπιβεβαιώνουν ἐπίσης οἱ ἱεροί Κανόνες, καί εἰδικά ὁ 15ος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί ὁ 31οςἈποστολικός, καί ἐπίσης τήν ἐπιβεβαιώνουν ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι διδάσκουν τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσί μας ἀπό ὅλους τούς αἱρετικούς ποιμένες, τούς ὁποίους ἀποκαλοῦν λύκους καί φαρμακερά φίδια.
Ὅταν ὅμως πρόκειται νά ἐξετάσωμε ὄχι τήν προσωπική μου ἀσφάλεια καί πορεία, ἀλλά τήν ἀσφαλῆ πορεία τῆς Ἐκκλησίας, τότε ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο εἶναι ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων. Αὐτή δηλαδή θά ἀποκόψη τόν νεκρωθέντα καί ἀποκοπέντα ἤδη διά τῆς αἱρέσεως Ἐπίσκοπο διά νά ὀρθοτομήση τόν λόγο τῆς ἀληθείας, διά νά μήν συμμετέχη στήν αἵρεσι διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο καί διά νά διασφαλίση τό ποίμνιο καί κυρίως αὐτούς, οἱ ὁποῖοι παρασύρθηκαν ἤ ἀποδέχθηκαν τίς αἱρετικές διδασκαλίες αὐτοῦ τοῦ Ἐπισκόπου. Ἄν τώρα ἐσεῖς πατέρες, δέν συμφωνεῖτε μέ αὐτά θά ἤθελα νά μοῦ ἀπαντήσετε, προσκομίζοντας φυσικά τίς ἀνάλογες ἁγιογραφικές καί πατερικές μαρτυρίες. Τά χωρία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν ἁγ. Πατέρων εἰς τά ὁποῖα ἐστηρίχθηκα, δέν τά ἀνέφερα συγκεκριμένα, διότι εἶναι πασίγνωστα, ἔχουν δέ καταγραφῆ διεξοδικά εἰς τό βιβλίο μέ τό ὁποῖο ἀσχοληθήκατε στήν ἐν λόγῳ κριτική σας μελέτη.
Θά ἀναφερθῶ ἐν συνεχείᾳ στόν Α΄ Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου μέ τόν ὁποῖο ἀσχολεῖσθε ἐν συνεχείᾳ καί σχολιάζετε αὐτά τά ὁποῖα γράφω στό ἐκδοθέν βιβλίο μου. Γράφετε συγκεκριμένα —μετά ἀπό μία μικρή ἀνάλυσι τοῦ Κανόνος πού κάνετε— τά ἑξῆς: «Κατ' ἀρχήν θά θέλαμε νά ὑπογραμμίσουμε καί μάλιστα μέ κεφαλαῖα γράμματα, τό ἑξῆς: Τό τί ἀποτελεῖ ἀκρίβεια καί τί οἰκονομία στό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό αἱρετικό ἐπίσκοπο φαίνεται ξεκάθαρα ἀπό ὅλη τήν Συνοδική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Φαίνεται δηλαδή ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πού συνεκρότησαν τίς διάφορες Συνόδους, ἐπεφύλασσαν δι' ἑαυτούς τό δικαίωμα νά κρίνουν, καταδικάσουν, ἀποκόψουν μέ ἀφορισμό καί ἀνάθεμα, δηλαδή ἀποτειχίσουν, (μέ συνέπεια νά διακόψουν κατόπιν καί τήν μνημόνευση), τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους».
Ἐδῶ πραγματικά, δέν εἶναι δυνατόν πατέρες, νά κατανοήσωμε τήν λογική σας, μέ τήν ὁποία χαράσσετε, καί μάλιστα μέ κεφαλαῖα γράμματα, αὐτές τίς γραμμές. Ἴσως νά εἶχαν λογική συνέπεια τά γραφόμενά σας, ἄν ὑπῆρχε μία ἔστω συνοδική ἀπαγόρευσι, ἡ ὁποία νά ἔλεγε ὅτι ἀπαγορεύεται ἡ ἀποτείχισις γιά θέματα πίστεως, διότι πρέπει πρῶτα νά ὑπάρξη καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ ἀπό τήν Σύνοδο. Ἀπεναντίας συνοδικές ἀπαγορεύσεις ὑπάρχουν γιά ἐκείνους πού ἀποτειχίζονται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο γιά ὅλα τά ἄλλα θέματα πλήν τῶν θεμάτων τῆς πίστεως. Τό ὅτι ἐσεῖς ταυτίζετε τά θέματα τῆς πίστεως μέ ὅλα τά ἄλλα θέματα, εἶναι ἀπόδειξις ὅτι ὑπερασπίζεσθε μέ ἀντιπατερικό τρόπο τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καί βεβαίως θέλετε νά καταργήσετε τήν ἀποτείχισι, προφανῶς διότι αὐτή ἔχει κόστος καί συνέπειες, ὑπό τήν ἔννοια τῶν προσωπικῶν θυσιῶν.
Ἔπειτα πατέρες, δείχνουμε ὅτι στερούμεθα τήν ἁπλή λογική νά κατανοήσωμε ἁπλές ἔννοιες. Διότι ἡ ἀποκοπή ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ νεκροῦ, λόγῳ τῆς αἱρέσεως, μέλους δέν εἶναι ἀποτείχισις ἤ τουλάχιστον δέν εἶναι ἡ ἀποτείχισις τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Διότι ὁ Κανόνας ὁμιλεῖ διά ἀποτείχισι καί διακοπή μνημονεύσεως πρό συνοδικῆς κρίσεως, ἐνῶ ἐσεῖς ὁμιλεῖτε πλέον δι’ ἀποτείχισι καί διακοπή μνημονεύσεως μετά τήν συνοδική κρίσι.
Ἐδῶ πάλι ταυτίζετε τά θέματα τῆς πίστεως μέ ὅλα τά ἄλλα, διότι, μετά τήν συνοδική κρίσι καί καταδίκη, ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως ἐπιβάλλεται καί σ’ αὐτόν πού καταδικάστηκε λόγῳ αἱρέσεως καί σ’ αὐτόν πού καταδικάστηκε λόγῳ ἠθικῶν ἤ ἄλλων προσωπικῶν του ἁμαρτημάτων. Μέχρι δέ νά γίνη συνοδική καταδίκη τῶν αἱρετικῶν, ὅλα στήν Ἐκκλησία θά εἶναι κατά τό δή λεγόμενο «φίρδην μίγδην», δηλαδή αἱρετικοί καί Ὀρθόδοξοι ἀνακατεμένοι, ἡ Ἐκκλησία δέ θά ἔχη πορεία πρός δυσμάς, ἐξ’ αἰτίας τοῦ ὅτι οἱ αἱρετικοί κατέχουν τίς Ἐπισκοπικές ἤ Πατριαρχικές θέσεις καί, προσέτι, ἔχουν τήν πολιτική ὑποστήριξι καί κάλυψι. Καί βεβαίως, σύμφωνα μέ τήν ἀντίληψί σας (τό ἀναφέρετε κατωτέρω στήν κριτική μελέτη σας), ἡ Ἐκκλησία θά ἐξακολουθῆ νά εἶναι ἄσπιλος καί ἄμωμος, ἐξ’ αἰτίας τῆς κεφαλῆς της, ἐνῶ τό σῶμα εἶναι γεμᾶτο λέπρα. Δέν νομίζω πατέρες, ὅτι πέραν τοῦ ὀρθολογισμοῦ, θά μπορούσατε νά τά στηρίξετε ὅλα αὐτά τά καινοφανῆ καί καινοτόμα, τά ὁποῖα τόσο πρόχειρα ἔχετε γράψει στήν κριτική μελέτη σας.
Στή συνέχεια ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Παράδοση ἀποτελεῖ τὴν ἀκρίβεια καὶ ὄχι ὅσα διαλαμβάνει ἡ δεύτερη παράγραφος τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ'. Δὲν εἶναι δυνατὸν παράγραφος ἑνός Κανόνος νὰ ἐπέχει θέση ἀκρίβειας, νὰ ἀνατρέπει καὶ νὰ περιθωριοποιεῖ μία ὁλόκληρη Συνοδικὴ Παράδοση αἰώνων, Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Ἐὰν ὁ 15ος Κανόνας τῆς ΑΒ' ἀποτελοῦσε τὴν γραμμὴ τῆς ἀκρίβειας, τότε οἱ Ἅγιοι Πατέρες θὰ περιορίζοντο στὶς Συνόδους νὰ καταδικάσουν μόνο τὴν αἵρεση καὶ ὄχι καὶ τοὺς αἱρετικούς, διότι ἡ καταδικαστικὴ κρίση καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἀποτείχιση ἀπὸ αὐτούς, ὄφειλε νὰ γίνει ἀπό τούς ἰδίους τούς πιστούς. Μιὰ τέτοια γραμμή, ὅμως, ποτὲ δὲν ἐφαρμόστηκε στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας».
Ἐδῶ πατέρες δείχνετε ὅτι ὁ 15ος Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἀντιστρατεύεται σέ ὅλη τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι καί ἀνατρέπει «μία συνοδική Παράδοση αἰώνων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων». Μᾶλλον δηλαδή θά ἐχαράκτηκε ἀπό βέβηλα χέρια, τά ὁποῖα ἤθελαν τό κακό τῆς Ἐκκλησίας. Καί δι’ αὐτό κατ’ οὐσίαν, τήν παράγραφο αὐτή τοῦ Κανόνος τήν ἀχρηστεύετε καί τήν καταργεῖτε, διά τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος καί, φυσικά, διά τῆς ὑπαγωγής τῶν ζητημάτων τῆς πίστεως εἰς ὅλα τά ἄλλα προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου.
Ὅλα αὐτά βεβαίως εἶναι ἀποκυήματα τῆς φαντασίας σας, διότι ὄντως ἡ παράγραφος αὐτή τοῦ Κανόνος ἀποτελεῖ τήν ἀκρίβεια καί ὁριοθετεῖ ὅλη τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι στά θέματα τῆς πίστεως. Ἀποτελεῖ δέ τήν ἀκρίβεια στά θέματα τῆς πίστεως διότι κατ’ ἀρχάς ἡ ἀποτείχισις εἶναι ἡ δύσκολος ὁδός, ἐνῶ τό νά παραμείνη κάποιος στήν αἵρεσι μνημονεύοντας τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, εἶναι εὐνόητο ὅτι εἶναι ἡ εὔκολη ὁδός, ἐπειδή προφανῶς δέν προκαλεῖ τόν πόλεμο καί τόν διωγμό ἀπό τόν ἴδιο τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, τίς ποινές καί τίς καθαιρέσεις, ἀλλά περιορίζεται μόνο στόν προφορικό πόλεμο καί στόν χαρτοπόλεμο.
Τό ὅτι δέ ἡ ἀκρίβεια ἀποτελεῖ τόν δύσκολο δρόμο φαίνεται καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Α΄ Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἐνῶ θέλει κατ’ ἀκρίβειαν νά βαπτίζωνται οἱ αἱρετικοί Ἐγκρατῖται, συγκατατίθεται τελικά στόν εὔκολο δρόμο τῆς οἰκονομίας καί ἀποδοχῆς τοῦ βαπτίσματός των. Δικαιολογεῖ δέ τήν συγκατάθεσί του στόν εὔκολο δρόμο τῆς οἰκονομίας λέγοντας τά ἑξῆς: «ὑφορῶμαι γάρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηρούς αὐτούς περί τό βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σωζομένοις διά τό τῆς προστάξεως αὐστηρόν». Ἡ αὐστηρότης λοιπόν ἀποτελεῖ τήν ἀκρίβεια καί μάλιστα γιά τά θέματα τῆς πίστεως. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ὅσο καί ἄν δέν σᾶς ἀρέσει ἤ σᾶς ἐνοχλεῖ ἡ παράγραφος αὐτή τοῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ἀποτελεῖ τήν ἀκρίβεια στά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως. Ἐσεῖς ὅμως θεωρεῖτε ἀκρίβεια τόν εὔκολο καί ἀμάρτυρο δρόμο τῆς ὑπαγωγῆς καί συμπορεύσεως μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, τό ὁποῖο σημαίνει γιά τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας, μέχρις ἐσχάτων τοῦ βίου μας.
Δεύτερον, ἀποτελεῖ ἡ παράγραφος αὐτή τοῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τήν ἀκρίβεια στά θέματα τῆς πίστεως, διότι συμφωνεῖ πλήρως μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Ἐσεῖς ἐκ τοῦ ἀντιθέτου πατέρες, θεωρεῖτε ἀκρίβεια αὐτό πού ὄχι μόνον δέν συμφωνεῖ μέ αὐτά, ἀλλά ἔρχεται καί σέ πλήρη ἀντίθεσι. Διότι ἡ μόνιμη διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ ἄμεσος ἀπομάκρυνσις ἀπό τίς αἱρέσεις καί τούς φορεῖς τῶν αἱρέσεων. Δι’ αὐτό προκειμένου νά στηρίξετε κάτι ἤ νά λάβετε κάποια θέσι στήν ἀντιμετώπισι τῶν θεμάτων τῆς πίστεως, ἔπρεπε πρωτίστως νά ἐξακριβώσετε, ἄν ἡ θέσις σας αὐτή συμφωνεῖ μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Τρίτον δέ, ἀποτελεῖ τήν ἀκρίβεια, διότι ἐν καιρῷ αἱρέσεως διασφαλίζει τούς Ὀρθοδόξους ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς. Ὅπως δηλαδή ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό μία μολυσματική ἀσθένεια διασφαλίζει τούς ὑγιεῖς ἀπό τήν μετάδοσι τῆς ἀσθενείας, ἔτσι καί πολύ περισσότερο ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους μᾶς διασφαλίζει ὡς πρός τήν ὀρθόδοξο πίστι καί τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τήν αἵρεσι.
Τέταρτον δέ, διότι εἰς τά τῆς πίστεως δέν χωρεῖ συγκατάβασις καί οἰκονομία. Οἰκονομία ἐμεταχειρίζοντο οἱ Πατέρες μόνον ὅταν οἱ αἱρετικοί ἐμετανόουν καί ἐπέστρεφον εἰς τήν Ὀρθοδοξία, ὅπως βλέπομε τόν Μ. Βασίλειο νά δέχεται τό βάπτισμα σέ ὅσους Ἐγκρατῖτας ἐμετανόουν καί ἐπέστρεφον εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν. Δηλαδή οἰκονομία γίνεται ὡς πρός τόν τρόπο ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν εἰς τήν Ὀρθοδοξία καί ὄχι ὡς πρός τήν ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, οὔτε ἀκρίβεια εἶναι διά τούς λόγους πού προαναφέραμε, οὔτε οἰκονομία διότι, ἀφ’ ἑνός μέν δέν ὁμιλοῦμε περί μετανοούντων αἱρετικῶν, ἀλλά περί λύκων (οἱ ὁποῖοι μάλιστα τίθενται εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, μέ κίνδυνο νά ἀπωλεσθῆ ὅλο τό ποίμνιο), αφ’ ἑτέρου δέ ἡ δυνητική ἑρμηνεία δέν ἀποτελεῖ οὔτε οἰκονομία, διότι δέν βοηθᾶ στήν καταστολή τῆς αἱρέσεως, ἀλλά στήν διαιώνισί της, ὅπως ἀνάγλυφα βλέπομε νά συμβαίνη μέ τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας, γιά τήν ὁποία ὁμολογεῖτε, πατέρες, στήν κριτική σας μελέτη, ὅτι ἐπί ἑκατό χρόνια δέν ἔχει καταδικασθῆ καὶ συνεχῶς ἐπεκτείνεται. Ἡ σκέψις τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, ἦταν νά κάμη οἰκονομία μέ σκοπό νά βοηθήση νά ἐπανέλθουν οἱ αἱρετικοί εἰς τήν Ὀρθοδοξία, διότι ὅπως προανέφερα, ἡ ἀκρίβεια θά τούς ἐμπόδιζε «διά τό τῆς προστάξεως αὐστηρόν».
Ἐσεῖς ἀντιθέτως πατέρες, ὑπογραμμίζετε «καί μάλιστα μέ κεφαλαῖα γράμματα», ὅπως ἀναφέρετε, καί διδάσκετε ὡς παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, τήν μετά τήν συνοδική καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ ἀποτείχισι καί διακοπή τῆς μνημονεύσεως. Παρουσιάζετε δέ τήν παράγραφο αὐτή τοῦ Κανόνος, ὡς νά ἀντιστρατεύεται σέ ὅλη τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι καί ἐπαναλαμβάνετε ὡς καταστάλαγμα καί ἀποδεικτικό στοιχεῖο τό ἑξῆς: «Ἐάν ὁ 15ος Κανόνας τῆς ΑΒ' ἀποτελοῦσε τήν γραμμή τῆς ἀκριβείας, τότε οἱ Ἅγιοι Πατέρες θά περιορίζοντο στίς Συνόδους νά καταδικάσουν μόνο τήν αἵρεση καί ὄχι καί τούς αἱρετικούς, διότι ἡ καταδικαστική κρίση καί στή συνέχεια ἡ ἀποτείχιση ἀπό αὐτούς, ὄφειλε νά γίνει ἀπό τούς ἰδίους τούς πιστούς. Μιά τέτοια γραμμή, ὅμως, ποτέ δέν ἐφαρμόστηκε στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας».
Ἐδῶ παρουσιάζετε παραπλανητικά, γιά νά μή πῶ ἐσκεμμένα τούς ἀποτειχισμένους πρό συνοδικῆς κρίσεως, σά νά λειτουργοῦν ὡς Σύνοδος καί μάλιστα τέτοιου κύρους πού νά προαρπάζει τήν συνοδική κρίσι καί ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο συγχέετε τά ὅρια λειτουργίας, ἁρμοδιότητος καί ἐνεργείας τῆς Συνόδου καί τῶν ἀποτειχισμένων πρό συνοδικῆς διαγνώμης. Συγχέετε ἀκόμη καί τά ὅρια τῆς εὐθύνης τῶν ἀποτειχισμένων καί τῆς Συνόδου. Διότι οἱ ἀποτειχισμένοι μέ τήν ἀπομάκρυνσί των ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο διασφαλίζουν τούς ἑαυτούς των, ἐνῶ ἡ Σύνοδος διασφαλίζει ὁλόκληρο τό ποίμνιο. Οἱ ἀποτειχισμένοι διαιωνίζουν τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως στούς ὀλίγους, ἐνῶ ἡ Σύνοδος τήν ἀλήθεια αὐτή τήν ἑδραιώνει ὡς σώζουσα πίστι καί τήν καθιστᾶ γραμμή τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰλικρινά πατέρες, δέν δύναμαι νά κατανοήσω ποιά ἀντιπαλότητα ὑπάρχει μεταξύ τῶν ἀποτειχισμένων πρό συνοδικῆς διαγνώμης καί μιᾶς ὄντως ὀρθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία θά καταδικάση ἐπισήμως τήν αἵρεσι καί θά βάλη, κατά τό δή λεγόμενο, τά πράγματα εἰς τήν θέσι των. Αὐτή ἡ ὄντως ὀρθόδοξος Σύνοδος θά ἀποδώση καί τιμή, σύμφωνα μέ τόν ἐν λόγῳ Κανόνα, στούς ἀποτειχισμένους, διότι ἐν τῷ καιρῷ τῆς αἱρέσεως ἐτήρησαν διά τῆς ἀποτειχίσεως ὀρθόδοξο καί ὁμολογιακή στάσι. Ἀντιπαλότητα ὄντως ὑπάρχει μεταξύ τῶν ἀποτειχισμένων καί μιᾶς αἱρετικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ὄχι μόνον καλύπτει τήν αἵρεσι, ἀλλά καί πολεμᾶ καί ἀντιστρατεύεται μέ κάθε τρόπο τούς ἀποτειχισμένους. Ἡ αἱρετική αὐτήΣύνοδος, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἐνῶ πολεμᾶ τοὺς ἀποτειχισμένους, δέν πολεμᾶ αὐτούς πού ἀνθίστανται στήν αἵρεσι μόνο μέ λόγια ἤ χαρτοπόλεμο, διότι αὐτοί κατ’ οὐσίαν ἀκολουθοῦν καί ἐνσωματώνονται ἐκκλησιαστικά μέ αὐτήν.
Γιά τόν ἅγ. Μάξιμο τόν Ὁμολοτητή καί τήν ἀναφορά σας εἰς αὐτόν στό κεφάλαιο αὐτό, ὡς ἐν παρόδῳ, θά ἀναφερθῶ κι ἐγώ ὅταν φθάσωμε εἰς τό σημεῖο αὐτό, διότι μοῦ δίδετε τήν εὐκαιρία πατέρες, πολλά νά ἀναφέρω.
Στή συνέχεια τῆς κριτικῆς σας μελέτης στό κεφάλαιο αὐτό ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Στή συνέχεια ἀναφέρει μία σειρά Κανόνων (Ἀποστολικῶν καί τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου), πού ἀναφέρονται στά θέματα τῶν συμπροσευχῶν μέ αἱρετικούς καί τῶν μυστηρίων αὐτῶν. Ἀσφαλῶς ὅλοι αὐτοί οἱ Κανόνες ἔχουν ὑποχρεωτικό χαρακτῆρα. Οἱ αἱρετικοί αὐτοί, γιά τούς ὁποίους ἐδῶ γίνεται λόγος, ἀνήκουν σέ αἱρέσεις, πού ἔχουν καταδικαστεῖ ἐπίσημα ἀπό Συνόδους καί ὀφείλουμε νά τούς ἐφαρμόσουμε, χωρίς νά ἐξετάσουμε, ἄν οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί σάν πρόσωπα ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό Σύνοδο».
Ἐδῶ πατέρες, ὁμολογεῖτε ὅτι οἱ Κανόνες αὐτοί πού ἀνέφερα στό βιβλίο μου ἔχουν ὑποχρεωτικό χαρακτῆρα. Δηλαδή ὁ μόνος Κανόνας πού ἔχει δυνητικό χαρακτῆρα σέ ὅλο τό Πηδάλιο εἶναι ὁ 15ος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου· καί μάλιστα ἔχει δυνητικό χαρακτῆρα κατά τό δεύτερο μέρος του, τό δογματικό.
Ἔπειτα αὐτό πού γράφετε: «Οἱ αἱρετικοί αὐτοί, γιά τούς ὁποίους ἐδῶ γίνεται λόγος, ἀνήκουν σέ αἱρέσεις, πού ἔχουν καταδικαστεῖ ἐπίσημα ἀπό Συνόδους καί ὀφείλουμε νά τούς ἐφαρμόσουμε, χωρίς νά ἐξετάσουμε, ἄν οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί σάν πρόσωπα ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό Σύνοδο», πῶς νά τό δικαιολογήσωμε, εἰδικά γιά τούς Ἀποστολικούς Κανόνες; Διότι, τί Σύνοδοι ἔγιναν, ὑποτίθεται, πρό τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων ἤ τουλάχιστον συγχρόνως, οἱ ὁποῖες κατεδίκασαν καί μάλιστα ὅπως ἀναφέρετε «ἐπίσημα» αὐτές τίς αἱρέσεις; Καί ἄν ἔγιναν τέτοιοι Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες κατεδίκασαν ἐπίσημα αὐτές τίς αἱρέσεις, τότε αὐτές οἱ Σύνοδοι θά εἶχαν φαίνεται μεγαλύτερο κύρος ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους, μιά καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, κατά τά λεγόμενά σας, στηρίζονται σ’ αὐτές τίς Συνόδους. Ἀλλά καί ἄν ὑποθέσωμε ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ὁμιλοῦν διαχρονικά, πάλι θά ἀναφέρωνται καί στούς συγχρόνους Χριστιανούς, γιά τούς ὁποίους δέν ὑπῆρχαν Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες νά κατεδίκασαν αὐτούς τούς αἱρετικούς.
Τό ὅτι δέ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι δέν ἀναφέρονται σέ συγκεκριμένους αἱρετικούς, οὔτε βεβαίως, ὅπως ἐσεῖς νομίζετε, σέ καταδικασμένους ἐπίσημα ἀπό Συνόδους, αὐτό νομίζω σημαίνει ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐνδιαφέρονται καί ἐφιστοῦν τήν προσοχή τοῦ κάθε χριστιανοῦ, εἰς τό νά ἐξετάζη τό φρόνημα ἑκάστου, προκειμένου νά ἔχη μαζί του οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία. Δι’ αὐτόν τόν λόγο οἱ Ἀποστολικοί Κανόνες οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γιά τίς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς εἶναι αὐστηρότεροι ἀπό τόν 15ον τῆς ΑΒ Συνόδου, διότι ὁ Κανόνας αὐτός τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου προϋποθέτει τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως ὑπό Συνόδου ἤ Πατέρων, ἐνῶ οἱ Ἀποστολικοί Κανόνες ὁμιλοῦν ἀπροϋπόθετα, δηλαδή ὅπως ἀκριβῶς ὁμιλεῖ καί ἡ ἁγ. Γραφή.
Στήν συνέχεια τοῦ λόγου σας ἀναφέρετε περιέργως τά ἑξῆς: «Στήν προκειμένη περίπτωση ὀφείλουμε νά λάβουμε ὑπ' ὄψιν μας, ἐκτός ἀπό τούς παραπάνω Κανόνες, καί τούς Κανόνες Α', Β' καί Ζ' τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς, οἱ ὁποῖοι καταδικάζουν μέ ἀφορισμό καί καθαίρεση κάθε κληρικό ἤ λαϊκό, ὁ ὁποῖος θά παρασυρθεί σέ γνωστή αἵρεση, πού ἔχει ἤδη καταδικαστεί ἀπό Σύνοδο καί θά ἔρθει σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς αὐτῆς τῆς αἱρέσεως». Εἰλικρινά πατέρες δέν μπορῶ νά καταλάβω τί σχέσι ἔχουν οἱ Κανόνες αὐτοί μέ τό ὑπό ἐξέτασι θέμα καί μέ ποῖο σκοπό τούς παρεμβάλατε. Διότι ὁ μέν Α΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς ὁμιλεῖ γιά τούς Μητροπολίτες ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐχωρίστηκαν ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική καί ἑνώθηκαν μέ τήν Σύνοδο τοῦ Νεστορίου, τούς ὁποίους βεβαίως καθαιρεῖ, ὁ δέ Β΄ τῆς Συνόδου αὐτῆς Κανών παρομοίως μέ τό Α’ Κανόνα καθαιρεῖ ὅσους Ἐπισκόπους ἀπό τήν περιοχή τῆς Ἀντιοχείας ἑνωθοῦν μέ τόν Ἀντιοχείας Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος ἐφρόνει τά τοῦ Νεστορίου. Ὁ Ζ΄ τέλος τῆς αὐτῆς Συνόδου καθαιρεῖ καί ἀποβάλλει τούς κληρικούς καί ἀναθεματίζει τούς λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι θά συνθέσουν ἄλλο Σύμβολο Πίστεως ἐκτός τοῦ Συμβόλου τῆς ἐν Νικαίᾳ Α΄ Συνόδου. Δέν ἀναφέρουν λοιπόν οἱ Κανόνες αὐτοί, αὐτά πού ἰσχυρίζεσθε, ὅτι δηλαδή « καταδικάζουν μέ ἀφορισμό καί καθαίρεση κάθε κληρικό ἤ λαϊκό, ὁ ὁποῖος θά παρασυρθεί σέ γνωστή αἵρεση, πού ἔχει ἤδη καταδικαστεί ἀπό Σύνοδο καί θά ἔρθει σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς αὐτῆς τῆς αἱρέσεως». Οἱ Κανόνες ἀναφέρουν τήν προσφυγή σέ συγκεκριμένους αἱρετικούς καί τήν διατύπωσι ἄλλου Συμβόλου πίστεως.
Ἐδῶ πατέρες, θά ἔπρεπε νά προσαγάγετε ὄχι τούς προειρημένους τρεῖς Κανόνες ἀλλά τόν Γ΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς, ὁ ὁποῖος δικαιώνει ὅσους κληρικούς ἀποτειχίστηκαν ἀπό τόν Νεστόριο πρό Συνοδικῆς κρίσεως καί καταδίκης τοῦ Νεστορίου καί τῆς αἱρέσεώς του καί δι’ αὐτό ὁ Νεστόριος τούς καθήρεσε. Ἀναφέρει ὁ Κανόνας αὐτός τά ἑξῆς σέ ἑρμηνεία τοῦ ἁγ. Νικοδήμου: «Ἐπειδή Πατριάρχης ὢν ὁ Νεστόριος, ἀφώρισε, καὶ ἐκάθηρε τοὺς κληρικοὺς ἐκείνους ὁποῦ δὲν ἦσαν σύμφρονες μὲ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ οἱ ὁμόφρονες τούτῳ Ἐπίσκοποι ἐν ἄλλαις χώραις τὸ αὐτὸ ἔκαμαν· διὰ τοῦτο ὁ παρὼν Κανὼν ἔκρινε δίκαιον νὰ ἀπαλάβωσιν οἱ καθαιρεθέντες οὗτοι τὸν ἐδικὸν τους βαθμόν. Καὶ καθολικῶς εἰπεῖν, ἐπρόσταξε κατ’ οὐδένα τρόπον νὰ ᾖναι ὑποκείμενοι εἰς τοὺς ἀποστατήσαντας Ἐπισκόπους οἱ κληρικοὶ ἐκεῖνοι, ὁποῦ εἶναι ὁμόφρονες μὲ τὴν ὀρθόδοξον, καὶ οἰκουμενικὴν Σύνοδον ταύτην».
Θά πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά θαυμάσωμε τό πῶς μία ὄντως ὀρθόδοξος Σύνοδος συντάσσεται καί δικαιώνει τούς ἀποτειχισμένους πρό συνοδικῆς κρίσεως καί καταδίκης, ὄχι ἁπλῶς τοῦ αἱρετικοῦ, ἀλλά καί τῆς αἱρέσεως καί νά διδαχθοῦμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐργάζονται ἀνά τούς αἰῶνας οἱ αἱρετικοί καί ἀκόμη τίς συνέπειες τῆς ἀποτειχίσεως. Ἐσεῖς ὅμως πατέρες, δέν προσκομίσατε αὐτόν τόν Κανόνα τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς, ἀλλά τούς τρεῖς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι οὐδεμίαν σχέσιν ἔχουν μέ τήν παροῦσα ὑπόθεσι. Αὐτός δέ ὁ Κανόνας ὄχι μόνον συμφωνεῖ μέ τόν 15ον τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ἀλλά καί θεωρεῖται αὐστηρότερος διότι δικαιώνει τούς ἀποτειχισμένους ἀπό αἵρεσι μή κατεγνωσμένη.
Τελειώνοντας μέ αὐτό τό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς μελέτης σας πρέπει νά ἀναφέρωμε καί τίς παραλείψεις σας. Διότι ἔτσι νομίζω πατέρες, θά φανῆ καθαρώτερα ἡ πρόθεσίς σας, ἡ ὁποία, ἔχω τήν γνώμη, ὅτι συνίσταται εἰς τήν ἐπιβολή τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, ἔστω καί ἄν αὐτή δέν συμφωνεῖ μέ κανέναν καί μέ τίποτα.
Ἡ πρώτη σας λοιπόν βασική παράλειψις εἰς τήν ἐνασχόλησί σας μέ τούς ἱερούς Κανόνες πού προσεκόμισα εἰς τό βιβλίο μου, ὡς συνηγοροῦντας μέ τόν 15ον τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, εἶναι ὅτι οὐδόλως ἀναφερθήκατε σέ δύο Κανόνες τούς ὁποίους παρέθεσα στό τέλος τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ τοῦ βιβλίου μου, γιά τούς ὁποίους γράφω τά ἑξῆς σημαντικά, τά ὁποῖα ἔπρεπε νά σᾶς ἐρεθίσουν τό ἐνδιαφέρον καί νά εὐαισθητοποιήσουν ἔτι περισσότερο, ὥστε νά ἀσχοληθῆτε καί μέ αὐτούς. Γράφω τά ἑξῆς: «Ἀφήσαμε στό τέλος τῆς ἀναφορᾶς μας στήν ἔρευνα καί σύγκρισι τοῦ ΙΕ’ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου μέ ἄλλους, πού ἀναφέρονται σέ αἱρετικούς καί στήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτούς, δύο Κανόνες τούς ὁποίους κρίνομε ὅτι ἀποδεικνύουν ἐναργέστατα τήν ὑποχρεωτική καί μή δυνητική θεώρησι τοῦ ὑπό ἐξέτασι ἱεροῦ Κανόνος» (σελ. 70). Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρω τόν 33ον Ἀποστολικό Κανόνα καί τόν 17ον τοῦ ἁγ. Νικηφόρου τοῦ ὁμολογητοῦ. Καί ὁ μέν ἕνας Ἀποστολικός ἐπιτάσσει τήν ἀκριβῆ καί λεπτομερῆ ἐξέτασι τῆς πίστεως κάθε κληρικοῦ, ὁ ὁποῖος ἔρχεται ἀπό ἄλλη χώρα καί προσκομίζει συστατικές ἐπιστολές, οἱ ὁποῖες τόν παρουσιάζουν ὡς Ὀρθόδοξο. Ἐπιτρέπει δέ ὁ Κανόνας τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτόν, μόνον καί ἐφ’ ὅσον αὐτός μετά τήν λεπτομερῆ ἐξέτασι εὑρεθῆ ὅτι ἔχει καθ’ ὅλα ὀρθόδοξο φρόνημα, εἰδ΄ ἄλλως νά τοῦ χορηγήσουν τά ἀναγκαῖα τρόφιμα δηλαδή καί λοιπά καί νά τόν ἀποδιώξουν. Ὁ δέ Κανόνας τοῦ ἁγ. Νικηφόρου ἐπιτρέπει τήν ἀναχώρησι ἀπό τήν μονή κάθε μοναχοῦ, ἐφ’ ὅσον διαπιστώσει ὅτι ὁ ἡγούμενος εἶναι αἱρετικός. Δέν γνωρίζω πατέρες, γιατί δέν ἀσχοληθήκατε μέ αὐτούς τούς Κανόνες τούς ὁποίους προλογίζω κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε νά προσπαθήσετε καί αὐτούς νά τούς ἐντάξετε στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος.
Ἡ δευτέρα ἴσως σοβαρώτερη παραλειψίς σας εἰς αὐτό τό κεφάλαιο εἶναι τό ὅτι δέν ἀναφέρετε κανένα ἱερό Κανόνα ὁ ὁποῖος νά συνηγορῆ, καί τρόπον τινά νά ὑπερασπίζεται, τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ὑπό ἐξέτασι Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Διά νά ἀναιρέσετε δηλαδή κάτι, πρέπει νά προσαγάγετε ἀνάλογα στοιχεῖα τά ὁποῖα νά συνηγοροῦν μέ τίς ἀπόψεις σας. Ἐφ’ ὅσον ἐγώ, διά νά καταδείξω ὅτι ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἡ μόνη ἀσφαλής ὁδός εἶναι ἡ ἀποτείχισις, προσάγω αὐτούς τούς Κανόνες, ἔπρεπε καί ἐσεῖς παρομοίως νά προσκομίσετε κάποιους Κανόνες, οἱ ὁποῖοι νά ἐντέλλωνται ἤ ἔστω νά ὑπαινίσσωνται, τήν παραμονή στούς αἱρετικούς ποιμένες μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, ἤ τήν ἐξίσωσι τῶν θεμάτων τῆς πίστεως μέ ὅλα τά ἄλλα προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου κλπ. Ἴσως ὅμως αὐτό τό πράξετε ἐκ τῶν ὑστέρων δευτερολογώντας καί διορθώνοντας τά λάθη καί τίς παραλείψεις, τοῦ πρώτου αὐτοῦ κειμένου.
(Συνεχίζεται)
ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΤ΄
Εἶναι ἀπίστευτη ἡ ἐπιπολαιότητα μὲ τὴν ὁποία ἀντιμετωπίζει τὸ Ἀντιαιρετικὸ Γραφεῖο τῆς Ἱ. Μητρ. Πειραιῶς, σοβαρά θέματα τῆς Πίστεως. Ἐξέδωσε ἕνα μικρό βιβλίο-κριτικὴ στὶς θέσεις τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ περὶ Διακοπῆς Μηνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν. Στὶς θέσεις τους ἄρχισε νὰ ἀπαντᾶ ὁ π. Εὐθύμιος μὲ σειρὰ ἄρθρων, ποὺ δημοσιεύουμε στὸ ἱστολόγιό μας.
Ἤδη εἶχαν δημοσιευθεῖ πέντε (5) συνέχειες (καὶ ἕπονται ἄλλες ὀκτὼ περίπου), ὅταν μὲ ἔκπληξη εἴδαμε τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα, νὰ ἀπαντοῦν οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ Ἀντιαιρετικοῦ Γραφείου τῆς μητρ. Πειραιῶς μόνο στὴν πρώτη συνέχεια τῆς ἀνταπάντησης τοῦ π. Εὐθύμιου! Μάλιστα σ’ αὐτὴ κατηγοροῦντὸν π. Εὐθύμιο, ὅτι δὲν ἀπάντησε σὲ ὅλο τὸ βιβλίο τους(!!!), παρὰ μόνο στὴν εἰσαγωγή του! Ὅπως δὲ διαβάσαμε στὸ ἱστολόγιο «Ἀποτείχιση» (στὸ ὁποῖο ἐστάλη ἡ ἀπάντηση τῆς ἱ. Μητροπόλεως), ὁ ἱστολόγος μίλησε μὲ τὸν π. Παῦλο Δημητρακόπουλο, ἐξηγώντας του ὅτι ἡ ἀνταπάντηση τοῦ π. Εὐθυμίου δὲν περατώθηκε ἀκόμα. Καὶ ὁ π. Παῦλος, ἀντὶ νὰ ἀναγνωρίσει τὴν «βιασύνη» του, ἐπέμενε: «Το κείμενό μας το έχουμε ήδη δημοσιεύσει σε άλλα ιστολόγια, γι αυτό νομίζω, ότι καλό είναι, να το δημοσιεύσετε και εσείς στο ιδικό σας»!
Τὰ συμπεράσματα δικά σας.
Συνεχίζουμε μὲ τὸ ἕκτο μέρος.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
Ι. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ π. ΕΥΘΥΜΙΟ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ
ΣΤ΄ Μέρος
Θά ἀναφερθῶ, ἐν συνεχείᾳ, εἰς τό κεφάλαιο τῆς σελ. 22 τῆς κριτικῆς μελέτης σας «Ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ Συνόδου ἐν σχέσει μέ τήν Ἁγ. Γραφή καί τούς Ἁγ. Πατέρες».
Ἐδῶ πάλι πατέρες, προκειμένου νά ἀποδείξετε ὅτι τά συμπεράσματα, τά ὁποῖα ἐξάγω ἀπό τά ἁγιογραφικά χωρία, εἶναι λανθασμένα, στηρίζεσθε στήν τεχνολογία τῶν συλλογισμῶν στούς ὁποίους ἀνωτέρω ἀναφέρθηκα. Στηρίζεσθε ἀκόμη καί στό συμπέρασμα τό ὁποῖο ἔχετε βγάλει, ὅτι ἡ ἀποτείχισις καταργεῖ τόν συνοδικό θεσμό καί προαρπάζει τήν κρίσι τῆς Συνόδου. Στηρίζεσθε ἀκόμη στό συμπέρασμά σας ὅτι ἡ ἀποτείχισις καταδικάζει τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο τελεσιδίκως καί, ὡς ἐκ τούτου, δέν χρειάζεται ἡ συνοδική καταδίκη του.
Γράφετε συγκεκριμένα μετά τήν παράθεσι τῶν ἁγιογραφικῶν χωρίων (Γαλάτ. 1,8 καί Τίτ. 3,10) τά ἑξῆς: «Τό ὅτι τά συμπεράσματα αὐτά εἶναι αὐθαίρετα, μόλις εἶναι ἀνάγκη νά ὑπογραμμιστεῖ, γιά τούς λόγους, πού ἐξηγήσαμε παραπάνω, στό προηγούμενο κεφάλαιο, ὅπως ἐπίσης καί στό κεφάλαιο της ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος».
Ἐσεῖς δηλαδή πατέρες ἐβγάλατε αὐτά τά συμπεράσματα καί βάσει αὐτῶν καταδικάζετε ὅλα τά ἑπόμενα, ἐγώ δέ οὐδόλως πιστεύω, οὔτε διενοήθηκα ὅτι αὐτά ἰσχύουν ἤ φαίνεται νά τά πρεσβεύω κάπου εἰς τό βιβλίο μου. Ἄρα λοιπόν φροντίσατε νά βγάλετε αὐτά τά συμπεράσματα, προκειμένου νά διευκολυνθῆτε στήν κριτική σας καί νά ἀποδείξετε τήν θεωρία σας περί τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος.
Ὅταν λοιπόν ἐγώ ἀναφέρω, ὅτι ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Ἀπ. Παύλου ἰσχύει διά τούς κηρύσσοντας αἵρεσι «καί δέν χρειάζεται ἄλλη ἀπόφασις Συνόδου παρά μόνο πρός κατοχύρωσι τῶν Ὀρθοδόξων», ἐννοῶ ὅτι δέν χρειάζεται ἀπόφασι Συνόδου, προκειμένου νά ἀποτειχισθῆ κάποιος πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀπό αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο∙ ὅτι δηλαδή αὐτός ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει μεταβληθῆ διά τῆς αἱρέσεως σέ λύκο καί ὅτι δέν θά τόν μεταβάλη σέ λύκο ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου, ὅπως ἐσεῖς πρεσβεύετε. Ἐννοῶ τέλος πάντων ὅτι πρέπει κάθε Ὀρθόδοξος νά διασφαλίση τήν ὀρθόδοξο πορεία του μόνος του, ἐφ’ ὅσον δὲν τὸ κάνουν αὐτὸ οἱ Ποιμένες, καί μάλιστα ἀπομακρυνόμενος ἀπό ἕνα τέτοιο Ἐπίσκοπο.
Θά σᾶς ἀναφέρω ἐν προκειμένῳ ἕνα ἁπλό παράδειγμα διά νά γίνη ἴσως κατανοητό ἀπό ἐσᾶς αὐτό, τό ὁποῖο εἶναι ὀφθαλμοφανές. Ὅταν κάποιος διαπιστώση ὅτι ὁ ἰατρός τόν ὁποῖο ἐπισκέπτεται εἶναι ἀπατεώνας καί κομπογιαννίτης, θά συνεχίση νά τόν ἐπισκέπτεται μέχρι νά τόν καταδικάση ἐπισήμως ἡ ἁρμοδία ὑπηρεσία ἤ θά σταματήση κάθε ἐπικοινωνία μαζί του προασπιζόμενος ἔτσι τήν ὑγεία του; Κάθε λογικός ἄνθρωπος πιστεύω ὅτι θά ἀπεμακρύνετο πάραυτα ἀπό αὐτόν τόν δῆθεν γιατρό. Ἐσεῖς ὅμως πατέρες, ἄν σᾶς ἑρμηνεύω σωστά, διδάσκετε ὅτι μέχρι τήν τελική καταδίκη του ὀφείλομε νά τόν ἔχωμε ὡς ἰατρό μας καί ἁπλῶς νά διαμαρτυρώμεθα πρός τίς ἁρμόδιες ὑπηρεσίες δι’ αὐτήν τήν κατάστασι. Ἰσχυρίζεσθε ἀκόμη ὅτι δέν θά ἔχη καμμία ἐπίπτωσι στήν ὑγεία μας ἡ συνεργασία μας μέ αὐτόν τόν ἰατρό καί, βεβαίως, ἰσχυρίζεσθε ἀκόμη ὅτι δέν εἴμεθα ἐμεῖς ἁρμόδιοι νά τόν κρίνωμε, ἀλλά προφανῶς εἴμεθα ἁρμόδιοι νά ὑποστοῦμε τίς συνέπειες στήν ὑγεία μας.
Γι’ αὐτές τίς συνέπειες ἀπό ἕνα τέτοιο Ἐπίσκοπο, προκειμένου μάλιστα γιά τήν πνευματική μας ὑγεία καί τή σωτηρία μας, δυστυχῶς πατέρες, δέν ἀσχολεῖσθε καθόλου, ἐπειδή προφανῶς δέν μπορεῖτε νά τίς ἐναρμονίσετε μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Οἱ Ἅγιοι ὅμως, ἐπειδή πρωτίστως δι’ αὐτό ἐνδιαφέρονται, διδάσκουν παντοῦ καί πάντοτε τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἱρετικό Ἐπίσκοπο, τόν ὁποῖο μάλιστα ἀποκαλοῦν λύκο καί φαρμακερό φίδι, διά νά ὑποδηλώσουν τόν κίνδυνο πού ἐνέχει κάθε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί του. Αὐτή ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων εἶναι, θά λέγαμε, ἡ αὐθεντική ἑρμηνεία τῶν δύο αὐτῶν ἁγιογραφικῶν χωρίων, τά ὁποῖα ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν.
Ἐσεῖς ὅμως ἐκ τοῦ ἀντιθέτου πατέρες, ἀντιστρατεύεσθε στόν Ἀπόστολο Παῦλο καί κατ’ ἐπέκτασιν στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, διότι τήν ὀρθόδοξο πορεία καί τήν ἀσφάλεια διά τήν σωτηρία τοῦ κάθε πιστοῦ τήν ἐναποθέσατε ἀποκλειστικῶς καί μόνον στή Σύνοδο, τήν στιγμή μάλιστα πού, ὅπως καί ἐσεῖς ἀναφέρετε, πολλοί Σύνοδοι ὑπῆρξαν πού ἐπεκύρωσαν τίς αἱρέσεις καί κατεδίκασαν τούς Ὀρθοδόξους ὁμολογητές. Στήν σύγχρονη δέ πραγματικότητα ὁμολογεῖτε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός ἐπί ἑκατό χρόνια δέν ἔχει καταδικασθῆ Συνοδικῶς, ἀλλά οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι βαδίζουν ἀνεξέλεγκτοι ἐπί τά χείρω «πλανῶντες καί πλανώμενοι».
Θά ἔλθω ἐν συνεχείᾳ, ἀναιρῶντας τήν κριτική μελέτη σας, στίς ἑρμηνεῖες τίς ὁποῖες μᾶς ἔδωσαν οἱ Ἅγιοι στά δύο αὐτά ἁγιογραφικά χωρία τοῦ Ἀπ. Παύλου, διά νά διακρίνωμε καί ἐμεῖς πού ἀντιπαρατιθέμεθα, ἀλλά καί κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης τῶν γραφομένων μας, τό ποῦ εὑρίσκεται ἡ ἀλήθεια. Στήν μελέτη σας πατέρες, δυστυχῶς δέν διέκρινα τίποτε συγκεκριμένο ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, προκειμένου νά κατοχυρώσετε τίς θέσεις σας. Ἁπλῶς στηρίζεσθε στή λογική σας, τήν ὁποία μέ διαφόρους συλλογισμούς προσπαθεῖτε νά παρουσιάσετε ὡς Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Κατ’ ἀρχάς θά ἀναφέρω τόν ἄριστον τῶν ἑρμηνευτῶν, ὁ ὁποῖος κατ’ ἀναλογίαν ὀνομάσθηκε στόμα τοῦ Παύλου, ὅπως ὁ Παῦλος ὀνομάστηκε στόμα Χριστοῦ, δηλαδή τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Εἰς τό χωρίον λοιπόν (Γαλατ. 1,8) ἀναφέρει τά ἑξῆς ἑρμηνευτικά: «Ἀλλὰ κἂν ἐγὼ, ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω. Ὅρα σύνεσιν ἀποστολικήν. Ἵνα γὰρ μή τις λέγῃ, ὅτι κενοδοξίας ἕνεκεν τὰ ἴδια συγκροτεῖ δόγματα, καὶ ἑαυτὸν ἀνεθεμάτισεν. Ἐπειδὴ δὲ καὶ εἰς ἀξιώματα κατέφευγον, Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, διὰ τοῦτο καὶ ἀγγέλων ἐμνήσθη. Μὴ γάρ μοι Ἰάκωβον εἴπῃς, φησὶ, καὶ Ἰωάννην· κἂν γὰρ τῶν πρώτων ἀγγέλων ᾖ τις τῶν ἐξ οὐρανοῦ διαφθείρων τὸ κήρυγμα, ἀνάθεμα ἔστω. Καὶ οὐχ ἁπλῶς εἶπεν, Ἐξ οὐρανοῦ, ἀλλ' ἐπειδὴ καὶ οἱ ἱερεῖς ἄγγελοι ἐκαλοῦντο· Χείλη γὰρ ἱερέως φυλάξεται γνῶσιν, καὶ νόμον ἐκζητήσουσιν ἐκ στόματος αὐτοῦ, ὅτι ἄγγελος Κυρίου παντοκράτορός ἐστιν· ἵνα μὴ τούτους νομίσῃς ἀγγέλους λέγεσθαι νῦν, τῇ τοῦ οὐρανοῦ προσθήκῃ τὰς ἄνω δυνάμεις ᾐνίξατο. Καὶ οὐκ εἶπεν, Ἐὰν ἐναντία καταγγέλλωσιν, ἢ ἀνατρέπωσι τὸ πᾶν, ἀλλὰ, Κἂν μικρόν τι εὐαγγελίζωνται παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα, κἂν τὸ τυχὸν παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστωσαν» (ΕΠΕ 20,200).
Ἐδῶ ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Ἀπ. Παύλου ἰσχύει σέ κάθε ἕναν ὁ ὁποῖος ἀλλοιώνει καί στό ἐλάχιστο τό εὐαγγελικό καί ἀποστολικό κήρυγμα. Δι’ αὐτό συμπεραίνει ὅτι στόν ἀναθεματισμό περιέβαλε καί τούς ἰδίους τούς Ἀποστόλους καί ἀκόμη τούς πρώτους τῶν ἀγγέλων. «Μὴ γάρ μοι Ἰάκωβον εἴπῃς, φησὶ, καὶ Ἰωάννην· κἂν γὰρ τῶν πρώτων ἀγγέλων ᾖ τις τῶν ἐξ οὐρανοῦ διαφθείρων τὸ κήρυγμα, ἀνάθεμα ἔστω».
Ποία Σύνοδος ἄραγε, πατέρες, θά εἶχε τό δικαίωμα καί τό ἀξίωμα νά καταδικάση τούς ἰδίους τούς Ἀποστόλους καί τούς πρώτους τῶν Ἀγγέλων; Ἐδῶ ἀκόμη ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ ἀναθεματισμός κατ’ οὐσίαν δέν προέρχεται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἤ ἀπό τήν Σύνοδο, ὅπως ἐσεῖς ἰσχυρίζεσθε, ἀλλά ἀπό τήν ἴδια τήν φύσι τῆς αἱρέσεως. Ἐπειδή δηλαδή καί αἵρεσις προσβάλλει τήν ἀλήθεια ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τό ἁγιογραφικό χωρίο (Ἰωαν. 14,6) εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, δι’ αὐτό ὁ αἱρετικός εἶναι ἀναθεματισμένος ἐκ τῆς ἰδίας τῆς αἱρέσεώς του, ὡς κηρύσσων δηλαδή ἄλλον Χριστόν καί ἄλλον Εὐαγγέλιο. Ἡ Σύνοδος δηλαδή ἐπεκύρωσε αὐτό τό ὁποῖο ἤδη ὑφίσταται. Ἄν ἡ Σύνοδος δέν τό κάνει αὐτό, ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως, ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι καί αὐτή αἱρετική, ὡς ὑποθάλπουσα καί ἀναγνωρίζουσα τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς.
Εἶναι ἐπίσης σημαντικό, καί πρέπει νά τονισθῆ, αὐτό τό ὁποῖο ἀναφέρει ἑρμηνευτικά ὁ ἅγιος: «Καὶ οὐκ εἶπεν, Ἐὰν ἐναντία καταγγέλλωσιν, ἢ ἀνατρέπωσι τὸ πᾶν, ἀλλὰ, Κἂν μικρόν τι εὐαγγελίζωνται παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα, κἂν τὸ τυχὸν παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστωσαν».
Νομίζω πατέρες ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός, διά νά ὀνομασθῆ εὐστόχως ἀπό ἐσᾶς καί ἀπό ἄλλους πολλούς «παναίρεσι», δέν ἀλλοιώνει κάτι «μικρόν ἤ τό τυχόν» ἀπό τό εὐαγγελικό κήρυγμα, ἀλλά ἀνατρέπει τό πᾶν.
Στή συνέχεια ὁ ἅγιος ἑρμηνεύοντας τόν ἑπόμενο στίχο (Γαλατ. 1,9) ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὡς προείρηκα, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω. Ἵνα γὰρ μὴ νομίσῃς θυμοῦ τὰ ρήματα εἶναι, ἢ ὑπερβολικῶς εἰρῆσθαι, ἢ κατὰ συναρπαγήν τινα, δεύτερον τὰ αὐτὰ πάλιν τίθησιν. Ὁ μὲν γὰρ θυμῷ τι προαχθεὶς εἰπεῖν, κἂν μεταγνοίη ταχέως· ὁ δὲ δεύτερον τὰ αὐτὰ λέγων, δείκνυσιν ὅτι κρίνας οὕτως εἶπε, καὶ πρότερον ἐν τῇ γνώμῃ κυρώσας, οὕτως ἐξήνεγκε τὸ λεχθέν. Ὁ μὲν οὖν Ἀβραὰμ ἀξιούμενος πέμψαι τὸν Λάζαρον ἔλεγεν, Ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἐὰν μὴ ἐκείνων ἀκούσωσιν, οὐδὲ νεκρῶν ἀνισταμένων ἀκούσονται. Ταῦτα δὲ αὐτὸν εἰσάγει λέγοντα ὁ Χριστὸς, δεικνὺς ὅτι καὶ νεκρῶν ἐγειρομένων ἀξιοπιστοτέρας εἶναι βούλεται τὰς Γραφάς. Ὁ δὲ Παῦλος (ὅταν δὲ Παῦλον εἴπω, τὸν Χριστὸν πάλιν λέγω· αὐτὸς γὰρ ἦν ὁ κινῶν αὐτοῦ τὴν ψυχήν) καὶ ἀγγέλων ἐξ οὐρανοῦ καταβαινόντων αὐτὰς προτίθησι· καὶ μάλα εἰκότως. Οἱ γὰρ ἄγγελοι, κἂν μεγάλοι, ἀλλὰ δοῦλοι καὶ ὑπουργοὶ τυγχάνουσιν ὄντες· αἱ δὲ Γραφαὶ πᾶσαι οὐ παρὰ δούλων, ἀλλὰ παρὰ τοῦ τῶν ὅλων Θεοῦ Δεσπότου γραφεῖσαι ἐπέμφθησαν» (ΕΠΕ 20,200).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει ὅτι ἡ ἁγ. Γραφή εἶναι ἀξιοπιστώτερη ἀπό ὅλους καί ὅλα, διότι ἐγράφη ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό καί μᾶς ἀπεστάλη διά μέσου τῶν Ἀποστόλων. Παραδόξως ἐσεῖς, εἰς αὐτό τό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς μελέτης σας, ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Δέν εἶναι δυνατόν ἡ Ἁγία Γραφή νά ἀκυρώνει τήν Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, διότι τά δύο αὐτά μεγέθη, Γραφή καί Παράδοση, ὡς ἰσόκυρα, ἀλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους, ὥστε νά ἀποτελουν ἕνα ἑνιαῖο σύνολο». Αὐτά προφανῶς πατέρες, εἶναι λάθος καί ἀπορῶ πῶς τά ἰσχυρίζεσθε, διότι ἡ ἁγ. Γραφή εἶναι πλήρης καί δέν ἀλληλοσυμπληρώνεται ἀπό τήν «Κανονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας», ἀλλά ἁπλῶς ἐκφράζεται καὶ ἑρμηνεύεται δι’ αὐτῆς.
Αὐτό σημαίνει πώς ὅ,τι δέν συμφωνεῖ μέ τήν ἁγ. Γραφή δέν εἶναι Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι φυσικά τό ἀντίθετο, δηλαδή ὅ,τι δέν συμφωνεῖ μέ τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἁγ. Γραφή. Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἁγ. Γραφή εἶναι ἡ βάσις ἀπό τήν ὁποία ἐδημιουργήθη ἡ ἱερά Παράδοσις καί ἡ ἱερά Παράδοσις καί ἡ «Κανονική Παράδοσις» τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζουν τήν ἁγία Γραφή, τήν ἀκολουθοῦν πιστά καί τήν ἑρμηνεύουν ἀλάνθαστα, ποτέ ὅμως δέν συμπληρώνουν, διότι τότε αὐτή θά ἦτο ἐλλιπής. Τό γεγονός δέ ὅτι αὐτά ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο σύνολο καί εἶναι ἰσόκυρα, σημαίνει ἀκριβῶς τήν πιστότητα τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως στήν ἁγ. Γραφή καί μάλιστα στό σημεῖο πού, μέ βάσι τήν ἱερά Παράδοσι, νά προσδιορισθοῦν καί καταγραφοῦν τά γνήσια βιβλία τῆς ἁγ. Γραφῆς, ὥστε νά προστατευθῆ ἀπό τά νόθα καί ψευδεπίγραφα. Αὐτό ἀκριβῶς διδάσκει ἐδῶ ὁ ἅγιος ὅταν λέγει «Ὁ δὲ Παῦλος (ὅταν δὲ Παῦλον εἴπω, τὸν Χριστὸν πάλιν λέγω· αὐτὸς γὰρ ἦν ὁ κινῶν αὐτοῦ τὴν ψυχήν».
Ἐδῶ θαυμάσια ὁ ἅγιος μᾶς παρουσιάζει τήν πραγματικότητα ὅτι, ὅταν ὁμιλεῖ ὁ Παῦλος στίς ἐπιστολές, ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἐσεῖς, ἀντιθέτως, πατέρες, διδάσκετε ὅτι δέν ἰσχύουν τά λόγια τοῦ Παύλου (δηλαδή κατά τόν Χρυσόστομο, τοῦ Χριστοῦ), ἀλλά ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου. Δέν γνωρίζω ποῦ τά εὑρήκατε αὐτά γραμμένα καί τί σχέσι ἔχουν μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Θά εἶναι ἄκρως λυπηρό βεβαίως, ἄν μέ αὐτές τίς ἀπόψεις συμφωνεῖ καί ὁ Μητροπολίτης σας.
Ἐδῶ ἐπίσης ὁ ἅγιος ἐπικυρώνει τήν μοναδικότητα τῆς ἁγ. Γραφῆς καί καθορίζει τήν θέσι της, ὅταν γράφει «αἱ δὲ Γραφαὶ πᾶσαι οὐ παρὰ δούλων, ἀλλὰ παρὰ τοῦ τῶν ὅλων Θεοῦ Δεσπότου γραφεῖσαι ἐπέμφθησαν». Μολονότι δηλαδή ὁ Χριστός ἐν τῇ πράξει δέν ἔγραψε τίποτε, ὅμως κατ’ οὐσίαν ὅ,τι γράφει ἡ ἁγ. Γραφή εἶναι λόγια καί γράμματα δικά Του.
Συνεχίζοντας ὁ ἅγιος καί ἑρμηνεύοντας τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διὰ τοῦτό φησιν· Ἐάν τις ὑμᾶς εὐαγγελίσηται παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν. Καὶ οὐκ εἶπεν, Ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα, συνετῶς σφόδρα καὶ ἀνεπαχθῶς. Τί γὰρ ἔδει λοιπὸν ὀνομάτων μνησθῆναι τὸν τοσαύτῃ χρησάμενον ὑπερβολῇ, ὡς καὶ ἅπαντας, καὶ τοὺς ἄνω καὶ τοὺς κάτω, περιλαβεῖν; Διὰ μὲν γὰρ τοῦ τοὺς εὐαγγελιστὰς καὶ ἀγγέλους ἀναθεματίσαι, πᾶν ἀξίωμα περιέγραψε· διὰ δὲ τοῦ ἑαυτὸν, πᾶσαν οἰκειότητα καὶ γνησιότητα. Μὴ γάρ μοι εἴπῃς, ὅτι Οἱ συναπόστολοί σου καὶ ἑταῖροι ταῦτα λέγουσιν· οὐδὲ γὰρ ἐμαυτοῦ φείδομαι τοιαῦτα κηρύττοντος. Ταῦτα δὲ οὐχ ὡς καταγινώσκων τῶν ἀποστόλων φησὶν, οὐδὲ ὡς παραβαινόντων τὸ κήρυγμα, ἄπαγε· Εἴτε γὰρ ἡμεῖς, εἴτε ἐκεῖνοι, φησίν, οὕτω κηρύσσομεν· ἀλλὰ δεῖξαι βουλόμενος, ὅτι ἀξίωμα προσώπων οὐ προσίεται, ὅταν περὶ ἀληθείας ὁ λόγος ᾖ» (ΕΠΕ 20,202).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει ὅτι ὁ Ἀπ. Παῦλος εἰς τόν ἀναθεματισμό του συμπεριέλαβε ἅπαντας τούς κηρύσσοντας κάτι ἀντίθετο ἀπό τό εὐαγγελικό κήρυγμα. «Καὶ οὐκ εἶπεν, Ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα, συνετῶς σφόδρα καὶ ἀνεπαχθῶς. Τί γὰρ ἔδει λοιπὸν ὀνομάτων μνησθῆναι τὸν τοσαύτῃ χρησάμενον ὑπερβολῇ, ὡς καὶ ἅπαντας, καὶ τοὺς ἄνω καὶ τοὺς κάτω, περιλαβεῖν;»
Ἐπίσης διδάσκει τήν διαφορά τῶν θεμάτων τῆς πίστεως ἀπό ὅλα τά ἄλλα παραπτώματα τοῦ Ἐπισκόπου, τά ὁποῖα ἐσεῖς πατέρες ἐπαναλαμβάνω ἐξισώσατε «ἀλλὰ δεῖξαι βουλόμενος, ὅτι ἀξίωμα προσώπων οὐ προσίεται, ὅταν περὶ ἀληθείας ὁ λόγος ᾖ».
Ἐφ’ ὅσον λοιπόν «ὅταν περί ἀληθείας ὁ λόγος ᾖ» ὁ Θεός «ἀξίωμα προσώπων οὐ προσίεται», ἐσεῖς πῶς θέτετε γιά τά θέματα τῆς πίστεως τό ἀξίωμα τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία μάλιστα, ὅπως ὁμολογεῖτε, πολλάκις ἔσφαλε καί ἐδικαίωσε τήν αἵρεσι καί κατεδίκασε τήν Ὀρθοδοξία;
Εἰλικρινά πατέρες, πιστεύω ὅτι στήν σκέψι σας κυριαρχεῖ ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος ἀπό τήν ὁποία ξεκινᾶτε καί στήν ὁποία καταλήγετε καί ὅ,τι γράφετε τό προσαρμόζετε ἀστήρικτα μέ τήν μέθοδο τοῦ ὀρθολογισμοῦ εἰς τήν ἑρμηνεία αὐτή. Ἄν, πάντως, εἴδατε στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου κάτι πού νά μᾶς ὁδηγῆ εἰς τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος ἤ στήν ἀναμονή τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου προκειμένου νά ἰσχύουν τά ἀναθέματα τοῦ Παύλου, σᾶς παρακαλῶ νά μᾶς τό ὑποδείξετε, ὅπως ἐπίσης κι ἄν κάπου δέν τόν κατανοήσαμε τόν ἅγιο ἤ δέν τόν ἑρμηνεύσαμε σωστά.
Γιά τό δεύτερο ἐπίμαχο χωρίο τοῦ ἀπ. Παύλου (Τίτου 3,10) ὁ Χρυσορρήμων πατήρ ἔχει νά μᾶς διδάξη τά ἑξῆς: «Ἔρεις δὲ, φησί, τὰς πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς, ἵνα μὴ κάμνωμεν εἰκῆ, ὅταν μηδὲν ᾖ κέρδος· τὸ γὰρ τέλος αὐτῶν οὐδέν. Ὅταν ᾖ τις διεστραμμένος, καὶ μηδ', ἂν ὁτιοῦν γένηται, προῃρημένος μεταθέσθαι τὴν γνώμην, τίνος ἕνεκεν εἰκῆ κάμνεις κατὰ πετρῶν σπείρων, δέον πονεῖν τὸν καλὸν τοῦτον πόνον εἰς τοὺς σοὺς τὰ περὶ ἐλεημοσύνης αὐτοῖς διαλεγόμενος καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς; πῶς οὖν ἑτέρωθί φησι, Μή ποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν, ἐνταῦθα δὲ, Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν νουθεσίαν καὶ δευτέραν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος, καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος; Ἐκεῖ μὲν περὶ τῆς τῶν ἐλπίδα ἐχόντων διορθώσεώς φησι, καὶ περὶ τῶν ἀντιδιατιθεμένων ἁπλῶς· ὅταν δὲ δῆλος ᾖ πᾶσι καὶ φανερὸς, τίνος ἕνεκεν πυκτεύεις εἰκῆ; τί τὸν ἀέρα δέρεις; Τί ἐστιν, Ὢν αὐτοκατάκριτος; Οὐ γὰρ ἔχει εἰπεῖν, ὅτι οὐδεὶς εἶπεν, οὐδεὶς ἐνουθέτησεν. Ὅταν οὖν μετὰ τὴν παραίνεσιν ὁ αὐτὸς ἐπιμένῃ, αὐτοκατάκριτος γίνεται» (ΕΠΕ 24,120).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἑρμηνεύοντας μέ πιστότητα τόν Παῦλο ἀπαγορεύει κατ’ ἀρχάς τίς συζητήσεις μέ τούς αἱρετικούς, «ὅταν μηδέν ᾖ κέρδος». Καί μάλιστα ὁμιλεῖ γιά «ἔρεις» δηλαδή φιλονεικίες καί ὄχι γιά συμβιβαστικούς καί προσκυνημένους «θεολογικούς διαλόγους», οἱ ὁποῖοι μάλιστα γίνονται, ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδόξων, ἀπό τούς βετεράνους καί, κατά τό δή λεγόμενο, ξεφωνημένους Οἰκουμενιστές. Καταλαβαίνετε πατέρες, ὅτι οἱ ἔριδες καί οἱ φιλονεικίες στίς συζητήσεις μέ τούς αἱρετικούς, τίς ὁποῖες ἀπαγορεύει ὁ Παῦλος, ἔχουν κάτι τό ὁμολογιακό, ἐφ’ ὅσον δημιουργεῖται ἕνας παροξυσμός στήν συζήτησι, ἐνῶ τό νά ἀνήκη π.χ. ἡ Μητρόπολις Πειραιῶς στό Π.Σ.Ε. ὡς ἰσότιμο μέλος, εἶναι σά νά συμπλέης στό ἴδιο πλοῖο μέ ὅλους αὐτούς πού συστεγάζονται (καί συγχρωτίζονται) σ’ αὐτόν τόν ὀργανισμό. Δηλαδή πατέρες, μέ ἁπλά λόγια, οἱ Παπικοί εἰς τό σημεῖο αὐτό εἶναι ὀρθοδοξώτεροι ἀπό ἐσᾶς καί τόν Μητροπολίτη σας, διότι αὐτοί συμμετέχουν εἰς τό Π.Σ.Ε. ὄχι ὡς ἰσότιμα μέλη, ἀλλά ὡς παρατηρητές καί φυσικά χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Ἐδῶ ἐπίσης ὁ ἅγιος, ὁμιλῶντας γιά τούς αἱρετικούς, τούς μή καταδικασθέντες ὑπό Συνόδου, ἀπαγορεύει καί κάθε ἀσχολία καί ἀγῶνα ἐναντίον των «ὅταν δέ δῆλος ᾖ καί πᾶσι φανερός (ὁ αἱρετικός), τίνος ἕνεκεν πυκτεύεις εἰκῇ; τί τόν ἀέρα δέρεις;». Θά λέγαμε σήμερα, ἀκολουθῶντας τήν σκέψι τοῦ ἁγίου: τί πυκτεύεις πρός τούς Οἰκουμενιστάς καί τόν ἀέρα δέρεις σκορπώντας χαρτοπόλεμο; Τό ὅτι ὁ ἅγιος ὁμιλεῖ γιά αἱρετικούς μή καταδικασθέντας ὑπό Συνόδου, φαίνεται ἀπό τίς ἐκφράσεις «ὅταν δέ δῆλος ᾖ καί πᾶσι φανερός»,· διότι ὁ καταδικασμένος αἱρετικός ὑπό τῆς Συνόδου δέν εἶναι «δῆλος καί πᾶσι φανερός», ἀλλά χωρισμένος ὑπό τῆς Συνόδου ἀπό τήν ὀρθόδοξον ὁμήγυριν.
Ἐν συνεχείᾳ, ὁ ἅγιος ἑρμηνεύει τήν λέξι «αὐτοκατάκριτος», τήν ὁποία ἐσεῖς στήν κριτική σας μελέτη ἀφήσατε ἀνερμήνευτη, ἐνῶ ἐγώ τήν ἑρμήνευσα γράφοντας τά ἑξῆς: «Καί ἐδῶ τό «αὐτοκατάκριτος» σημαίνει τήν αὐτόματη ἀποκοπή τοῦ αἱρετικοῦ ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς ἀπόφασι Συνόδου. Ἡ αἵρεσις δηλαδή μᾶς ἀποκόπτει ἀμέσως ἀπό τήν Ἐκκλησία» (σελ. 77). Ἐσεῖς σχολιάζοντας τό ἐν λόγῳ κείμενο ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Τό ὅτι τά συμπεράσματα αὐτά εἶναι αὐθαίρετα, μόλις εἶναι ἀνάγκη νά ὑπογραμμιστεῖ, γιά τούς λόγους, πού ἐξηγήσαμε παραπάνω, στό προηγούμενο κεφάλαιο, ὅπως ἐπίσης καί στό κεφάλαιο τῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό συγκεκριμένο χωρίο τοῦ ἀπ. Παύλου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Τί ἐστιν, Ὢν αὐτοκατάκριτος; Οὐ γὰρ ἔχει εἰπεῖν, ὅτι οὐδεὶς εἶπεν, οὐδεὶς ἐνουθέτησεν. Ὅταν οὖν μετὰ τὴν παραίνεσιν ὁ αὐτὸς ἐπιμένῃ, αὐτοκατάκριτος γίνεται». Δηλαδή ὁ ἅγιος ἀναφέρει ὅτι, ἐφ’ ὅσον τοῦ ἔγιναν μία – δύο νουθεσίες καί αὐτός παραμένει σταθερός στίς ἀπόψεις του, γίνεται αὐτοκατάκριτος, δηλαδή αὐτοκαταδικάζεται.
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἐξαιρεῖ τήν περίπτωσι πού κάποιος ἀπό ἄγνοια κηρύττει κάτι αἱρετικό, δι’ αὐτό ἀναφέρει: «Οὐ γάρ ἔχει εἰπεῖν, ὅτι οὐδείς εἶπεν, οὐδεὶς ἐνουθέτησεν». Ἐπίσης, στήν ἑρμηνευτική σκέψι τοῦ ἁγίου, ὁ αἱρετικός αὐτός δέν ἔχει καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, διότι τότε οἱ νουθεσίες καί οἱ συμβουλές θά εἶχαν γίνει καί μάλιστα εἰς τό ἔπακρον ἀπό τήν Σύνοδο. Τό «αὐτοκατάκριτος» δέ στήν «Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια» ἑρμηνεύεται ὡς «ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ κατακρινόμενος». Μάλιστα ἡ ἐγκυκλοπαίδεια στήν ἑρμηνεία τῆς λέξεως πού δίδει, ἔχει παραπομπή τό σημεῖο αὐτό τῆς πρός Τίτον ἐπιστολῆς τοῦ Παύλου.
Ἐσεῖς προφανῶς πατέρες, τό «αὐτοκατάκριτος» τό ἑρμηνεύετε ὡς «κατακριτέος», δηλαδή δέν κατακρίνεται ἀφ’ ἑαυτοῦ του κάποιος λόγῳ τῆς αἱρέσεως, ἀλλά κατακρίνεται ἀπό τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Ὁ ἅγιος ὅμως ἀναφέρει ὅτι «Ὅταν οὖν μετά τήν παραίνεσιν ὁ αὐτός ἐπιμένει, αὐτοκατάκριτος γίνεται»· δηλαδή μετά τήν παραίνεσι καί ὄχι μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Καταλαβαίνω ὅμως πατέρες, ὅτι ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου δέν ταιριάζει στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, διότι αὐτή ἡ ἑρμηνεία δέν δέχεται αὐτοκατάκριτους καί ἀποτειχίσεις, ἀλλά μόνον καταδικασμένους κατόπιν ἀποφάσεως τῆς Συνόδου. Δηλαδή ἡ Σύνοδος εἶναι ἀνώτερη ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ἀπό τήν ἁγ. Γραφή, ἀπό τούς ἀγγέλους καί βεβαίως ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, διότι ὅπως προανέφερα τό στόμα τοῦ Παύλου, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο ἦταν τό στόμα τοῦ Χριστοῦ. Καί μάλιστα σήμερα ὁμιλοῦμε γιά Σύνοδο, ἡ ὁποία κατά τό πλεῖστον συγκροτεῖται ἀπό τούς ἰδίους τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές.
Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου περί ἀμέσου ἀπομακρύνσεως ἀπό τούς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας αἱρετικούς, φαίνεται καί ἀπό τήν ἑρμηνεία ἄλλων χωρίων τῆς ἁγ. Γραφῆς καί δή τοῦ Ἀπ. Παύλου. Εἰς τήν ἑρμηνεία π.χ. τοῦ χωρίου (Ρωμ. 16,17), ἀναφερόμενος ὁ ἅγιος γιά τίς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας διχοστασίες, οἱ ὁποῖες προέρχονται ἀπό δογματικές παρεκκλίσεις, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἡ δὲ διχοστασία πόθεν; Ἀπὸ τῶν δογμάτων τῶν παρὰ τὴν διδαχὴν τῶν ἀποστόλων. Τὰ δὲ δόγματα τὰ τοιαῦτα πόθεν; Ἀπὸ τοῦ γαστρὶ δουλεύειν καὶ τοῖς ἄλλοις πάθεσιν. Οἱ γὰρ τοιοῦτοι, φησὶ, τῷ Κυρίῳ οὐ δουλεύουσιν, ἀλλὰ τῇ αὑτῶν κοιλίᾳ. Ὥστε οὐκ ἂν γένοιτο σκάνδαλα, οὐκ ἂν γένοιτο διχοστασία, εἰ μή τι παρὰ τὴν ἀποστολικὴν διδαχὴν ἐπινοηθείη δόγμα· ὃ καὶ ἐνταῦθα δηλῶν ἔλεγε, Παρὰ τὴν διδαχήν. Καὶ οὐκ εἶπεν, Ἣν ἐδιδάξαμεν, ἀλλ', Ἣν ὑμεῖς ἐμάθετε, προκαταλαμβάνων αὐτοὺς, καὶ δεικνὺς πεπεισμένους δὴ καὶ ἀκούσαντας καὶ καταδεξαμένους. Καὶ τί ποιήσομεν τοῖς τὰ τοιαῦτα κακουργοῦσιν; Οὐκ εἶπεν, Ὁμόσε χωρεῖτε καὶ πυκτεύετε, ἀλλ', Ἐκκλίνατε ἀπ' αὐτῶν. Εἰ μὲν γὰρ ἐξ ἀγνοίας ἢ πλάνης τοῦτο ἐποίουν, ἔδει διορθοῦν· ἐπειδὴ δὲ εἰδότες ἁμαρτάνουσιν, ἀποπηδᾶτε. Καὶ ἀλλαχοῦ δὲ τοῦτο λέγει· Συστέλλεσθε γάρ, φησὶν, ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος. Καὶ Τιμοθέῳ περὶ τοῦ χαλκέως διαλεγόμενος, τοιαῦτα παρῄνει λέγων· Ὃν καὶ σὺ φυλάσσου» (ΕΠΕ 17,718).
Ἐδῶ πάλι βλέπομε τήν ἀπόλυτο ταύτησι καί συνέπεια τοῦ ἁγίου μέ τό χωρίον τοῦ Παύλου (Τίτ. 3,10), τό ὁποῖον περιέχει τήν λέξι «αὐτοκατάκριτος». Πάλι στό σημεῖο αὐτό παραγγέλλει ὁ ἅγιος νά ἀπομακρυνώμεθα πάραυτα ἀπό αὐτούς πού, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, δημιουργοῦν διχοστασίες ἐξ αἰτίας τῶν διεστραμμένων δογμάτων, χωρίς νά περιμένωμε τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Μάλιστα ἐδῶ ὁ ἅγιος, ὅπως συνηθίζει νά κάνη, πρός κατοχύρωσι τῆς διδασκαλίας του ἀναφέρει καί ἄλλα παρόμοια χωρία. Δέν θεωρῶ ὅτι θά χωροῦσε στήν πιό ἀκατάσχετη φαντασία ἡ πιθανότης ὅτι τό «ἐκκλίνατε ἀπ’ αὐτῶν» τοῦ Παύλου καί τό «ἀποπηδᾶτε» τοῦ Χρυσοστόμου προϋποθέτει γιά τήν ἐφαρμογή των τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Ἡ δυνητική ὅμως ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ὁπωσδήποτε προϋποθέτει αὐτήν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, διότι ἄλλως καταρρίπτεται.
Στήν δευτέρα ἐπίσης ὁμιλία του «Περί Ἀκαταλήπτου» ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ταῦτα πρὸς τοὺς ἰσχυροτέρους λέγω καὶ ἀνεπηρεάστους καὶ δυναμένους ἐκ τῆς ἐκείνων ὁμιλίας μηδεμίαν παραδέξασθαι βλάβην· ὡς εἴ τις ἀσθενέστερος εἴη, φευγέτω τούτων τὰς συνουσίας, ἀποπηδάτω τοὺς συλλόγους, ὥστε μὴ τὴν τῆς φιλίας ὑπόθεσιν ἀφορμὴν ἀσεβείας γενέσθαι. Οὕτω καὶ Παῦλος ποιεῖ, αὐτὸς μὲν τοῖς ἀρρωστοῦσιν ἀναμίγνυται καὶ λέγει· “Ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος”, τοὺς δὲ μαθητὰς καὶ ἀσθενέστερον διακειμένους ἀπάγει παραινῶν οὕτω καὶ διδάσκων· “Φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί”. Καὶ πάλιν· “Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος”.
»Ὁ μὲν γὰρ ἰατρός, ἐὰν ἔλθῃ πρὸς τὸν κάμνοντα, κἀκεῖνον καὶ ἑαυτὸν πολλάκις ὠφέλησεν· ὁ δὲ ἀσθενέστερος καὶ ἑαυτὸν καὶ τὸν ἀρρωστοῦντα παρέβλαψε, τοῖς νοσοῦσιν ἀναμιγνύμενος· ἐκεῖνόν τε γὰρ οὐδὲν ὠφελῆσαι δυνήσεται, καὶ αὐτὸς ἐπισπάσεται πολλὴν ἀπὸ τῆς ἀρρωστίας τὴν βλάβην. Καὶ ὅπερ οἱ πρὸς τοὺς ὀφθαλμιῶντας ὁρῶντες πάσχουσιν, ἐφελκόμενοί τι τῆς ἀρρωστίας ἐκείνης, τοῦτο καὶ οἱ τοῖς βλασφήμοις συναναμιγνύμενοι τούτοις ὑπομένουσιν, ἂν ὦσιν ἀσθενέστεροι, πολὺ τῆς ἀσεβείας πρὸς ἑαυτοὺς ἐπισπώμενοι μέρος» (ΕΠΕ 35,74).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει ὅτι οἱ ἀσθενέστεροι κατά τήν πίστι πρέπει ἀμέσως νά ἀπομακρύνωνται ἀπό κάθε αἱρετικό, διότι αὐτοί θά ὑποστοῦν μεγαλυτέρα βλάβη, ἐπηρεαζόμενοι προφανῶς ἀπό τήν αἵρεσι. Δυστυχῶς ἐσεῖς πατέρες, διδάσκετε τά ἐντελῶς ἀντίθετα.
Γιά παράδειγμα στήν σελ. 13 τῆς κριτικῆς σας μελέτης ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ἀλλοίμονο, ἄν ὁ κάθε πιστός μεταβληθεῖ σέ κριτή καί δικαστή καί τοποθετήσει ἔτσι τόν ἑαυτό του ὑπεράνω Συνόδων καί Πατέρων καί ἔχει τήν ἀξίωση νά κρίνει τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τοῦ κάθε ἐπισκόπου». Ὁ κάθε πιστός λοιπόν, σύμφωνα μέ τά λόγια σας δέν ἔχει δικαίωμα νά κρίνη «τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τοῦ κάθε ἐπισκόπου». Ὁ Χρυσόστομος ὅμως διδάσκει ὅτι ὁ κάθε πιστός κινδυνεύει ἄμεσα καί πρέπει νά ἀπομακρυνθῆ ἀμέσως ἀπό αὐτόν πού ἔχει διεστραμένη πίστι. Τώρα τό ἄν ὀφείλετε ἐσεῖς πατέρες, νά συμφωνήσετε μέ τόν ἅγιο ἤ ὁ ἅγιος μέ ἐσᾶς, κρίνετέ το ἐσεῖς καί φυσικά ἄς τό κρίνουν καί οἱ ἀναγνῶστες τῶν κειμένων μας.
(Συνεχίζεται)
ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ Ζ΄
Ζ΄ Μέρος
Θά ἀναφερθῶ ἐν συνεχείᾳ, ἀφήνοντας τόν Χρυσορρήμονα, εἰς τόν Μ. Φώτιο, ὁ ὁποῖος ὡς γνωστόν προήδρευσε τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἐξέδωσε τόν περί ἀποτειχίσεως Κανόνα.
Ὁ Μ. Φώτιος λοιπόν εἰς τόν λόγον του «Περί τῆς τοῦ ἁγ. Πνεύματος μυσταγωγίας» ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Καί οὐδέ τῶν τοῦ θεσπεσίου Παύλου φρίττουσι φωνήν, ἥν αὐτοί κατά τῶν Πατέρων αὐτῶν μετά πολλῆς ἀπορρίπτουσι τῆς κακουργίας. Καί γάρ οὗτος ὁ τήν ἐξουσίαν λαβών δεσμεῖν καί λύειν καί τοῦ δεσμοῦ φοβερόν ἅμα καί κραταιόν (μέχρι γάρ αὐτῆς ἀναφέρεται τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν), οὗτος δή μεγάλη καί διαπρυσΐῳ κέκραγε τῇ φωνῇ∙ “Κἄν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐαγγελιζόμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω”.
»Παῦλος ἡ ἀσίγητος τῆς Ἐκκλησίας σάλπιξ ὁ τοσοῦτος καί τηλικοῦτος τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι παραπέμπει, καί οὐ τούς ἄλλους μόνον, οἵτινες τοῦτο τολμήσειαν, ἀραῖς ἀνυπερβλήτοις ὑπάγει, ἀλλά καί ἑαυτόν, ἔνοχος εἰ ὀφθείη, πρός τήν ἴσην συνωθεῖ δίκην. Καί οὐδέ μέχρι τούτου τό φοβερόν τῆς ἀποφάσεως περιγράφει, ἀλλά καί τόν οὐρανόν αὐτόν ἐρευνᾷ∙ κἄν ἄγγελον εὕρῃ τοῖς ἐπί γῆς ἐκεῖθεν ἐπιστάντα καί ἕτερόν τι παρά τό εὐαγγελικόν εὐαγγελιζόμενον κήρυγμα, τοῖς ὁμοίοις δεσμοῖς ὑποβάλλει καί τῷ διαβόλῳ παραπέμπει» (ΕΠΕ 4,396,30).
Ἐδῶ, ὁμολογεῖ κατ’ ἀρχάς ὁ Μ. Φώτιος ὅτι ὁ Παῦλος ἔλαβε τήν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καί λύειν καί ὄχι, ὅπως ἐσεῖς ἀναφέρετε πατέρες, τήν ἐξουσία τοῦ νά παραπέμπη στήν Σύνοδο τούς αἱρετικούς. Μάλιστα ἀναφέρει ὁ ἅγιος, ἡ ἐξουσία του ἐπεκτάθηκε καί στόν οὐρανό, ἐφ’ ὅσον δηλαδή ἀναθεματίζει καί ἀγγέλους, ἄν κηρύττουν κάτι ἀντίθετο στό εὐαγγελικό κήρυγμα. Ἀναφέροντας ἐν συνεχείᾳ τό χωρίον τοῦ Παύλου (Γαλατ. 1,8) τό ἑρμηνεύει λέγοντας ὅτι «τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερον τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι παραπέμπει».
Ἄρα λοιπόν, ὅλους αὐτούς, ὁ Παῦλος τούς παραπέμπει εἰς τό ἀνάθεμα, σύμφωνα μέ τόν Μ. Φώτιο καί ὄχι στήν Σύνοδο. Τά λόγια τοῦ ἀπ. Παύλου ὁ Φώτιος τά ἀναφέρει ὡς καταδικαστική ἀπόφασι: «Καί οὐδέ μέχρι τούτου τό φοβερόν τῆς ἀποφάσεως περιγράφει». Ἐν συνεχείᾳ ἐπεκτείνει τήν ἐξουσία τοῦ Παύλου στόν οὐρανό: «ἀλλά καί τόν οὐρανόν αὐτόν ἐρευνᾷ». Στήν ἔρευνα τοῦ οὐρανοῦ ἐξετάζει τό φρόνημα τῶν ἀγγέλων: «κἄν ἄγγελον εὕρη τοῖς ἐπί γῆς ἐκεῖθεν ἐπιστάντα καί ἕτερόν τι παρά τό εὐαγγελικόν εὐαγγελιζόμενον κήρυγμα...». Αὐτούς τούς ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι θά ἔχουν ἄλλο φρόνημα ἀπό τό εὐαγγελικό «τοῖς ὁμοῖοις δεσμοῖς ὑποβάλλει καί τῷ διαβόλῳ παραπέμπει».
Ἀπ’ ὅτι φαίνεται λοιπόν, πατέρες, ἐσεῖς περιωρίσατε τήν ἐξουσία τοῦ Παύλου ἤ μᾶλλον τήν καταργήσατε καί τήν ἀποδώσατε στήν Σύνοδο, πρᾶγμα τό ὁποῖον σημαίνει γιά τίς ἡμέρες μας, ὅτι τήν ἐξουσία τοῦ Παύλου τήν ἀποδώσατε στούς ἴδιους τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία σας, πρέπει νά καταδικάσουν πρῶτα τήν αἵρεσί των καί ἔπειτα τούς ἑαυτούς των. Ἄν δέν ἔχετε κατανοήσει τό πόσο ἀπέχετε ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί μάλιστα αὐτήν πού ἑρμηνεύει τήν ἁγ. Γραφή, τουλάχιστον νά σᾶς πείση ἡ κατάστασις στήν ὁποία ἔχει ὁδηγηθῆ ἡ Ὀρθοδοξία, διότι οἱ ἀντιοικουμενιστές ἐνστερνίστηκαν τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καί μέ βάσι αὐτήν πολεμοῦν μέ χαρτοπόλεμο τούς αἱρετικούς.
Καί κάτι ἀκόμη τό ὁποῖο ἀνίχνευσα εἰς τόν Μ. Φώτιο, ὑπάρχει ὅμως καί εἰς τό Συνοδικό τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς. Πρόκειται γιά τό ἔργο τοῦ Φωτίου «Σύνταγμα τῶν Κανόνων» (Τίτλος Α΄ Κεφαλ. 2) καί ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἅπαντα τά παρά τήν ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν καί τήν διδασκαλίαν καί ὑποτύπωσιν τῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων καινοτομηθέντα καί πραχθέντα ἤ μετά τοῦτο πραχθησόμενα, ἀνάθεμα» (ΕΠΕ 10,30).
Ἐδῶ θέλω νά προβληματισθῆτε, πατέρες, εἰς τό ἑξῆς. Πῶς εἶναι δυνατόν οἱ Πατέρες αὐτοί, συνοδικῶς διασκεψάμενοι, νά ἀναθεματίζουν πέραν τῶν ἄλλων καί κάθε μελλοντική καινοτομία καί νά μήν ἔχη αὐτήν τήν ἐξουσία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; Διότι ἐσεῖς διδάσκετε ὅτι, διά νά ἔχη ἰσχύ ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Παύλου, πρέπει νά ἐπιληφθῆ ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία θά κρίνη καί θά καταδικάση τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Ἄν εἶναι ἔτσι τά πράγματα, τότε πολύ περισσότερο δέν ἰσχύει ὁ μελλοντικός ἀναθεματισμός τῶν Πατέρων αὐτῶν καί μάλιστα, γιά καινοτομίες πού ἀφοροῦν τήν διδασκαλία τῶν ἁγ. Πατέρων καί τήν ἐκκλησιαστική Παράδοσι. Στήν περίπτωσι ὅμως αὐτή, τό Συνοδικό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς εἰς τό ὁποῖο ἀναφέρεται αὐτός ὁ ἀναθεματισμός, εἶναι λάθος καί συνεπῶς κακῶς τό ἐδιάβασε ὁ Μητροπολίτης σας προσφάτως κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Εἰς ὅλα αὐτά τά ἀδιέξοδα καί τά ἀσυμβίβαστα θά ὁδηγῆσθε διαρκῶς, πατέρες, μέχρις ὅτου ἀπορρίψετε τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Διότι καί ὁ ἀπ. Παῦλος ἔχει αὐτήν τήν ἐξουσία νά ἀναθεματίζη τούς αἱρετικούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, καί οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς ἔχουν τήν ἐξουσία νά ἀναθεματίζουν τούς μελλοντικούς αἱρετικούς, καί ἀκόμη καί μεμονωμένοι Πατέρες.
Ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν προκειμένῳ ἀναφέρει τά ἑξῆς: «ἀλλὰ καὶ ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος, ὅμως αἱρετικὸς κατὰ τὴν ἐκείνων αἵρεσιν ἢ ἑτέραν, κἂν ἐπίσκοπος, κἂν ἀσκητής, κἂν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλὰ καὶ εἴ τις μὴ ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατὰ τὸ ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος» (Φατ. 34, 99, 138). Καί σέ ἄλλη ἐπίσης ἐπιστολή ὁ ὅσιος ἀναφέρει: «Ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα, πάντα αἱρετικόν δυνάμει κἄν οὔ ρήματι, ἀναθεματίζει» (Φατ. 49, 142,85). Σημειωτέον ὅτι καί τά δύο αὐτά χωρία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἶναι ἀπό ἐπιστολές πού τίς ἀπέστειλε κατά τήν χρονική περίοδο τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως.
Ἐσεῖς πατέρες, ἀντιθέτως πρός τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, θεωρεῖτε ἀναθεματισμένους μόνον ἐκείνους γιά τούς ὁποίους θά ἐκφωνήσει ἡ Σύνοδος συγκεκριμένως καί ὀνομαστικῶς τό ἀνάθεμα, ἀφοῦ ὅπως ἰσχυρίζεσθε, ἐξετάσει τήν αἵρεσι σάν τόν χειροῦργο ἰατρό, ὁ ὁποῖος θά ἀποκόψη τό τμῆμα αὐτό τοῦ σώματος τό ὁποῖο ἔχει γάγγραινα. Δηλαδή, οἱ ἀναθεματισμένοι ἀπό τόν ἀπ. Παῦλο καί τούς Ἁγίους, εἶναι γιά σᾶς ἀναθεματιστέοι.
Φυσικό λοιπόν εἶναι, ἐφ’ ὅσον ἡ Σύνοδος ἔχει αὐτήν τήν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν, ἔχει καί τήν ἐξουσία τοῦ λύειν, ὁπότε ἡ περί τόν Ἀθηναγόρα Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου κατά τό 1965 προέβη στήν λεγομένη ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων μέ τούς Παπικούς. Ἄν λοιπόν αὐτά εἶναι τά θέματα τῆς κάθε Συνόδου καί ἄν τήν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καί λύειν τήν ἔχετε μεταφέρει ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί τούς ἁγίους Πατέρας στήν ἐνδημοῦσα Σύνοδο, τότε ἀσφαλῶς πρέπει νά ἀναγνωρίζετε καί τήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων ἐπί Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, διότι διαφορετικά εἶστε ἀνακόλουθοι, δηλαδή δέν ἀκολουθεῖτε αὐτά πού διδάσκετε.
Θά ἀναφερθῶ κατωτέρω στή συνέχεια τῆς κριτικῆς σας μελέτης, τό κεφάλαιο τῆς ὁποίας ἐπιγράφεται «Ἀποστολικοί Πατέρες». Ἡ γενική εἰκόνα καί αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου, πλήν τοῦ ὅτι ἀρχίζετε τήν κάθε ἐπιχειρηματολογία ἔχοντας προσδιορισμένο σκοπό, νά καταλήξετε δηλαδή στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, εἶναι ἐπί πλέον εὐδιάκριτος ἡ προχειρότης μέ τήν ὁποία κατασκευάζετε αὐτήν τήν ἐπιχειρηματολογία. Ἐννοῶ ὅτι τά ἐπιχειρήματα πού προσάγετε εἶναι λανθασμένα καί προσπαθεῖτε νά τά στηρίξετε ἀποκλειστικά καί μόνο μέ τόν ὀρθολογισμό. Τελικά τό συμπέρασμα πού ἐξάγετε ταιριάζει βεβαίως ἀπόλυτα μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἀλλά δέν ταιριάζει καθόλου μέ τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν. Θά ἀναφερθῶ ἐν συνεχείᾳ ἀναλυτικά γιά νά γίνω σαφής.
Τό χωρίο αὐτό τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν (2,19) τό σχολιάζετε καί ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Κατ' ἀρχήν στό χωρίο αὐτό δέν γίνεται λόγος ἀποκλειστικά περί αἱρετικῶν ποιμένων, ἀλλά περί πονηρῶν ποιμένων, πού εἶναι μία γενικότερη ἔκφρασις, διότι πονηροί ποιμένες δέν εἶναι μόνον οἱ αἱρετικοί, ἀλλά γενικότερα ἄνθρωποι διεφθαρμένοι, πού μέ τήν ζωή καί τά ἔργα τους, σκανδαλίζουν καί καταστρέφουν τίς ψυχές τοῦ λογικοῦ ποιμνίου τους».
Αὐτό τό ὁποῖον ἀναφέρετε, πατέρες, εἶναι λάθος, διότι ἐδῶ οἱ Ἀποστολικές Διαταγές ὁμιλοῦν μόνο γιά αἱρετικούς. Γιά νά τό ἀντιληφθῆτε πρέπει νά σκεφθῆτε ὅτι μόνο γιά θέματα πίστεως, δηλαδή αἱρέσεως, ἡ ἁγ. Γραφή καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων ἀπαιτοῦν τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτούς τούς ποιμένας. Γιά ὅλα τά ἄλλα θέματα, ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων εἶναι νά μήν τούς κρίνωμε, ἀλλά νά ἀναμένωμε τήν κρίσι τῆς Συνόδου. Θά σᾶς ἀναφέρω τό χαρακτηριστικό χωρίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ξεχωρίζει τούς πονηρούς ποιμένες σέ αἱρετικούς καί σ’ αὐτούς πού ἔχουν ἄλλα ἁμαρτήματα. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς: «Πῶς οὖν ὁ Παῦλός φησι· Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε; Ἀνωτέρω εἰπών, Ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν, τότε εἶπε, Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε. Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρὸς ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου. Καὶ τοῦτο οὐκ οἴκοθεν λέγω τὸ ὑπόδειγμα, ἀλλ' ἀπὸ τῆς θείας Γραφῆς» (ΕΠΕ 25,370-PG63,231.
Ἐδῶ ὁ ἅγιος διαχωρίζει τούς πονηρούς ποιμένες α) σέ αἱρετικούς καί β) σ’ αὐτούς πού ἔχουν διάφορα ἄλλα προσωπικά ἁμαρτήματα. Ἀπό μέν λοιπόν τούς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι σφάλλουν περί τήν πίστι, παραγγέλλει ἀμέσως νά φεύγωμε ἀπό κοντά τους. Ἄν ὅμως ἔχουν διάφορα ἄλλα ἁμαρτήματα, μᾶς διδάσκει νά μήν τά ἐξετάζωμε. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν καί ἐδῶ οἱ Ἀποστολικές Διαταγές ὁμιλοῦν περί πονηρῶν ποιμένων, ἀπό τούς ὁποίους πρέπει ἀμέσως νά ἀπομακρυνθοῦμε, σημαίνει ὅτι οἱ πονηροί αὐτοί ποιμένες σφάλλουν εἰς τήν πίστι, δηλαδή εἶναι αἱρετικοί. Διότι ἄν ἐπρόκειτο νά σφάλλουν σέ ἄλλα θέματα, δέν θά τούς ἀπεκάλουν φθορεῖς, οὔτε λύκους, οἱ ὁποῖοι θά κατασπαράξουν τά λογικά πρόβατα, οὔτε βεβαίως θά ἀπαιτοῦσαν τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτούς, σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Ἄρα λοιπόν, αὐτά τά ὁποῖα γράφετε εἶναι λάθος καί προφανῶς τά γράφετε, ἐπειδή τά θέματα τῆς πίστεως καί ὅλα τά ἄλλα θέματα τῶν προσωπικῶν ἁμαρτιῶν τοῦ Ἐπισκόπου, τά ἔχετε κατατάξει στήν ἴδια κατηγορία καί προτείνετε τήν ἴδια ἀντιμετώπισι, σύμφωνα μέ ὅλο τό σκεπτικό σας καί εἰδικά μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Οἱ Ἀποστολικές ὅμως Διαταγές τά ξεχωρίζουν καί μάλιστα διδάσκουν τήν προσωπική εὐθύνη τοῦ κάθε πιστοῦ καί τόν ἄμεσο κίνδυνο πού διατρέχει, ὅταν δέν ἀπομακρύνεται ἀμέσως ἀπό ἕναν αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, πατέρες, εἶναι ξεκάθαρη ἡ διδασκαλία τῶνἁγίων Ἀποστόλων καί δέν θά ἔπρεπε τόσο πρόχειρα καί ἀβασάνιστα νάγράφετε αὐτά τά πράγματα. Ἀναφέρουν λοιπόν τά ἑξῆς: «ἵνα μήποτε εἴπῃὁ λαϊκός, ὅτι ἐγώ πρόβατόν εἰμι καί οὐ ποιμήν καί οὐδένα λόγον ἐμαυτοῦπεποίημαι· ὁ ποιμήν ὄψεται, καί αὐτός μόνος εἰσπραχθήσεται τήν ὑπέρ ἐμοῦδίκην ὥσπερ γάρ τῷ καλῷ ποιμένι τό μή ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκειταιεἰς διαφθοράν, οὕτῳ τῷ πονηρῷ ποιμένι τό ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τόνθάνατον, ὅτι κατατρώξεται αὐτό! διό φευκτέον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων».
Δηλαδή τονίζουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία δικαιολογία, ὅταν ὁ λαϊκός δέν ἀπομακρυνθῆ ἀμέσως ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Οἱ δικαιολογίες πού θά προβάλλουν οἱ λαϊκοί, ἀναφέρουν οἱ Διαταγές, εἶναι ὅτι ἐγώ εἶμαι πρόβατο καί ὄχι ποιμένας, καί δέν ἔχω καμμία εὐθύνη εἰς αὐτήν τήν ὑπόθεσι∙ ὁ ποιμένας θά φέρη τήν εὐθύνη καί αὐτός θά τιμωρηθῆ γιά τήν ἰδική μου ζημία. Οἱ δικαιολογίες τίς ὁποῖες, ἀναφέρετε ἐσεῖς, πατέρες, ὑπερασπιζόμενοι τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος εἶναι παρόμοιες.
Ἀναφέρετε ἀμέσως κατωτέρω τά ἑξῆς: «Ὅπως τονίσαμε παραπάνω στό κεφάλαιο τῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, δέν εἶναι ἱκανό καί ἁρμόδιο τό κάθε πιστό μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά διαγνώσει μέ ἀσφάλεια τίς αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ ἐπισκόπου, πού κατηγορεῖται γιά αἵρεση». Ἀναφέρατε σέ ἄλλα σημεῖα τῆς κριτικῆς μελέτης σας καί ἄλλες δικαιολογίες, ὅτι δηλαδή δέν ὑπάρχει Κανόνας πού νά τιμωρῆ ὅσους δέν ἀποτειχίστηκαν, ὅτι οἱ ἀποτειχισμένοι προαρπάζουν τήν κρίσι τῆς Συνόδου, ὅτι τό ἔργο τῆς διαγνώσεως τῆς αἱρέσεως εἶναι ἔργο τῶν Ἐπισκόπων καί δή τῆς Συνόδου κλπ.
Ὁ σκοπός λοιπόν τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν εἶναι νά δηλώση τήν εὐθύνη πού ἔχει ὁ κάθε πιστός λαϊκός· εὐθύνη τόσο μεγάλη πού νά κινδυνεύη ἡ σωτηρία του, ἐάν ἀκολουθῆ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο καὶ γιὰ νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ αὐτόν, ἀναμένει τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Ἐνῶ ἐσεῖς, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, τόν ἀποκοιμίζετε καί τοῦ συνιστᾶτε ἀναμονή στήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου∙ τόν καθησυχάζετε ὅτι δέν πρόκειται νά βλαφθῆ ἀκολουθώντας αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο∙ τόν φοβίζετε ὅτι θά κάνη σχίσμα, θά βγῆ ἐκτός Ἐκκλησίας κλπ., καί στήν καλύτερη περίπτωσι τοῦ συνιστᾶτε πόλεμο μέ χαρτοπόλεμο. Πόσο ἀλήθεια διαφέρει ἡ διδασκαλία σας ἀπό αὐτή τῶν ἁγ. Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν Ἁγίων!
Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές διδάσκουν ὅτι ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος εἶναι λύκος καί θά κατασπαράξη τόν πιστό, κι ἐσεῖς διδάσκετε: «δέν εἶναι ἱκανό καί ἁρμόδιο τό κάθε πιστό μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά διαγνώσει μέ ἀσφάλεια τίς αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ ἐπισκόπου». Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές ἐπιτάσσουν «Διό φευκτέον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων» κι ἐσεῖς τά ἐντελῶς ἀντίθετα: «Τό ἔργο τῆς διαγνώσεως καί τῆς κρίσεως ἀνήκει στούς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται Συνοδικῶς νά κρίνουν τόν κατηγορούμενο ἐπίσκοπο».
Τελικῶς φθάνετε εἰς τό σημεῖο νά κακοποιήσετε τελείως τό κείμενο αὐτό τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν καί νά τό φέρετε στά μέτρα τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος. Γράφετε τά ἑξῆς: «Ἑπομένως τήν φράση τοῦ χωρίου τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, “...διό φευκταῖον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων”, θά πρέπει νά τήν ἑρμηνεύσουμε ὡς ἑξῆς: “Φευκταῖον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων, τῶν ὁποίων τά διεφθαρμένα ἔργα ἤ ἡ διεφθαρμένη διδασκαλία, ἔχουν διαγνωσθεῖ καί κατακριθεῖ ἀπό Σύνοδο ἐπισκόπων». Προφανῶς πατέρες, μόλις γίνει ἡ διάγνωσις τῆς Συνόδου μεταμορφώνεται ὁ Ἐπίσκοπος σέ λύκο, ἀποκτᾶ δόντια κοφτερά καί εἶναι ἐπικίνδυνος γιά τούς πιστούς. Ἐνῶ πρίν καταδικασθῆ, κατὰ τὴν κρίση σας, ἦταν ἀρνάκι ἄκακο! Τώρα, τί πειράζει, ἐάν αὐτό δέν τό διδάσκει ἡ ἁγ. Γραφή, οἱ Ἀποστολικές Διαταγές καί ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἅγιοι; Ἀρκεῖ πού προσαρμόζεται στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος.
Ἐν συνεχείᾳ γιά νά καταδείξετε τό πόση ἀσφάλεια ὑπάρχει στόν ἐφησυχασμό καί στήν ἀναμονή τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Γιά νά καταλάβουμε καλύτερα πόσο λανθασμένη εἶναι ἡ ἑρμηνεία, πού δίδει ὁ π. Εὐθύμιος στό παρόν χωρίο, ἄς σκεφθοῦμε τήν ἀντίθετη περίπτωση. Τήν περίπτωση δηλαδή, πού ὁ ἐπίσκοπος ἄδικα κατηγορεῖται μέ συκοφαντικές κατηγορίες, γιά δῆθεν ἠθικά παραπτώματα ἤ γιά διδασκαλίες του, πού, ἐπειδή παρανοήθηκαν, θεωρήθηκαν ὡς αἱρετικές. Τί γίνεται, λοιπόν, στήν περίπτωση αὐτή; Ποιός παίρνει τήν εὐθύνη τόσο γιά τὶς ἄδικες κατηγορίες ἑνός ἀθώου ἀνθρώπου ἤ τό χειρότερο γιά τό σχίσμα, πού θά ἐπακολουθήσει ἐξαιτίας τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ποιμνίου ἀπό ἕναν ἄξιο ἐπίσκοπο; Καί δέν εἶναι λίγες οἱ περιπτώσεις ἄδικων, συκοφαντικῶν κατηγοριῶν ἤ παρανοήσεων».
Ἐδῶ προσπαθεῖτε νά ἀνακόψετε τήν ὀρθόδοξο πορεία, πού διδάσκει ἡ ἁγ. Γραφή καί ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἅγιοι, ὡς πρός τήν ἀντιμετώπισι τῶν αἱρετικῶν, βάζοντας ὡς τροχοπέδη τήν ὑποθετική περίπτωσι τῆς ἀδίκου κρίσεως διά τά φρονήματα καί τήν πίστι τοῦ Ἐπισκόπου· καί θέτετε ὡς δεδομένο ὅτι στήν περίπτωσι αὐτή θά γίνη σχίσμα καί τρόπον τινά οἱ πιστοί θά ἀπομακρυνθοῦν ἐκκλησιαστικά ἀπό ἕναν ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο.
Αὐτό βεβαίως δέν εἶναι κἄν πρόβλημα, διότι εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι τῆς λανθασμένης κρίσεως τῶν πιστῶν ὡς πρός τά φρονήματα τοῦ Ἐπισκόπου, θά δώση ὁ Ἐπίσκοπος ἀμέσως τίς δέουσες ἐξηγήσεις περί τῆς πίστεώς του, θά κάνη δηλαδή δημοσίως ὁμολογία πίστεως, καί ἀμέσως ἡ κατάστασις θά διορθωθῆ. Δηλαδή ἡ ὁμολογία πίστεως χρειάζεται σέ περίπτωσι πού ἀμφιβάλλουμε γιά τήν πίστι κάποιου καί ὄχι βεβαίως, ἐν καιρῷ αἱρέσεως, οἱ Ὀρθόδοξοι νά κάνουν ὁμολογία πίστεως, ἐνῶ στήν πράξι νά ἀκολουθοῦν τούς αἱρετικούς ἀναμένοντες τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Ἀλλά ἐγώ θά σᾶς ἔλεγα, πατέρες, ὅτι καί στήν περίπτωσι ἀκόμη πού ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει ἀγαθή προαίρεσι καί σέ κάτι ἔσφαλε, τό ὁποῖο εἶναι θέμα πίστεως καί σκανδαλίζει τούς πιστούς, ἀμέσως τό διορθώνει καί πάλι λύεται τό θέμα. Ἄν γιά παράδειγμα, σκανδαλίζωνται οἱ πιστοί, γιατί ἔκανε ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων, ἀμέσως τά ἐπαναφέρει ὅπως εἶναι στήν πραγματικότητα καί ταυτίζεται μέ τούς πιστούς στήν Ὀρθοδοξία. Ἄν σκανδαλίζωνται γιά τίς συμπροσευχές, ἀμέσως τίς διακόπτει καί εἰρηνεύει τό ποίμνιο. Ἄν σκανδαλίζωνται γιά τήν ἀναγνώρισι τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν, γιά τούς θεολογικούς διαλόγους, γιά τήν συμμετοχή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ὡς ἰσότιμο μέλους στό Π.Σ.Ε., γιά τήν ἀποδοχή τῆς λεγομένης βαπτισματικῆς θεολογίας κλπ., ἀμέσως διορθώνει τά σημεῖα αὐτά, εἰς τά ὁποῖα ἐγκαλεῖται, καί ὄντως ἔχει χαράξει ἄλλη πορεία καί ἐπανέρχεται πάραυτα ἡ εἰρήνη καί μάλιστα χαίρεται καί ὁ οὐρανός εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι.
Δηλαδή ἐσεῖς, πατέρες, θέσατε θέμα ἀδίκου κρίσεως τῶν πιστῶν διά τά φρονήματα καί τήν πίστι τοῦ Ἐπισκόπου κι ἐγώ σᾶς τονίζω ὅτι καί σέ ἄδικο κρίσι ἤ σέ δικαία κρίσι δέν ὑφίσταται πρόβλημα σχίσματος, ἐφ’ ὅσον ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει ἀγαθή προαίρεσι καί, μέ γνώμοντα τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, τοποθετηθοῦν τά πράγματα εἰς τήν θέσι των. Ἄρα λοιπόν, οἱ ἐπιπτώσεις τῆς ἀποτειχίσεως σὲ ὅλες τίς περιπτώσεις ἔχουν θετικό καί εὐεργετικό ἀποτέλεσμα, διότι δίδουν τήν εὐκαιρία στόν Ἐπίσκοπο νά ἐλέγξη τήν πορεία του, τήν πίστι του καί τήν γραμμή πλεύσεως τήν ὁποία ἔχει χαράξει στήν τοπική Ἐκκλησία τήν ὁποία ποιμαίνει.
Οὕτως λοιπόν ἐχόντων τῶν πραγμάτων, τόν προβληματισμό αὐτόν τόν θέτετε μόνο καί μόνο προκειμένου νά ἀλλάξετε τήν ὀρθόδοξο πορεία τῶν πιστῶν καί νά τούς ὁδηγήσετε στόν ἐφησυχασμό, στήν ἀδράνεια ἤ στήν καλύτερη περίπτωσι στόν χαρτοπόλεμο. Διότι, ἄν ὑπῆρχε ἐκ μέρους σας ἀγαθή πρόθεσις, δέν θά θέτατε αὐτόν τόν προβληματισμό, ὁ ὁποῖος, ἀφ’ ἑνός μέν εἶναι τελείως ὑποθετικός, ἀφ’ ἑτέρου, γνωρίζετε πατέρες πολύ καλά ὅτι δέν ἔχει καμμία ἰσχύ στήν περίπτωσι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν ὁποία ὀρθότατα ὀνομάσατε «παναίρεσι».
Ἄν ὑπῆρχε λοιπόν ἐκ μέρους σας ἀγαθή πρόθεσις θά θέτατε π.χ. τόν προβληματισμό γιά τό πόσο συμμετέχουμε στήν αἵρεσι ἀκολουθώντας ἤ μνημονεύοντας αἱρετικούς Ἐπισκόπους, γιά τό ἄν βοηθᾶμε μέ τήν στάσι μας στήν καταστολή ἤ στήν ἐξάπλωσι τῆς αἱρέσεως ἤ κυρίως θά προβληματιζόσαστε γιά τήν εὐθύνη τήν ὁποία ἔχομε σέ ὅλη αὐτή τήν ὑπόθεσι. Ἐσεῖς τώρα, πατέρες, θέτετε ἕναν προβληματισμό, ὁ ὁποῖος κατ’ οὐσίαν δέν πρέπει νά ὑφίσταται καί παραβλέπετε τά τεράστια σωτηριολογικά προβλήματα τά ὁποῖα ὑπάρχουν.
Στή συνέχεια ἀσχολεῖσθε μέ τό χωρίο τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου ἀπό τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του (ΒΕΠΕΣ 2,291), ὅπου εἰλικρινά, κι ἐδῶ πατέρες, κυριολεκτικά «τά κάνατε θάλασσα». Εἶναι τέτοιες οἱ ἑρμηνευτικές σας ἀκροβασίες, πού ἀδυνατεῖ νά τίς συλλάβη ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Τό χωρίο τοῦ ἁγίου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Εἰ δὲ οἱ τοὺς ἀνθρώπινους οἴκους διαφθείροντες θανάτῳ καταδικάζονται, πόσῳ μᾶλλον οἱ τὴν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν νοθεύειν ἐπιχειροῦντες, αἰώνιαν τίσσουσιν δίκην. Ὁμοίως δὲ καὶ πᾶς ἄνθρωπος ὁ τὸ διακρίνειν παρὰ θεοῦ εἰληφῶς, κολασθήσεται, ἀπείρω ποιμένι ἐξακολουθήσας καὶ ψευδῆ δόξαν ὡς ἀληθῆ δεξάμενος».
Προκειμένου λοιπόν νά «ἐξουδετερώσετε» τόν ἅγιο καί νά ὑπαγάγετε τήν διδασκαλία του στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος γράφετε τά ἑξῆς ἑρμηνευτικά σχόλια: «Στό χωρίο αὐτό ὁ Ἅγιος θεωρεῖ ἀξιοκατάκριτο τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, πού, ἐνῶ ἔχει λάβει ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα τῆς διακρίσεως, δέν ἀπομακρύνεται ἀπό ἄπειρο ποιμένα καί ἀποδέχεται τίς ψευδεῖς διδασκαλίες του ὡς ἀληθεῖς. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος ὁμιλεῖ γιά τήν εἰδική περίπτωση τοῦ ἄνθρωπου ἐκείνου, πού ἔχει τό χάρισμα τῆς διακρίσεως. Δέν ἀναφέρεται στούς ἄνθρωπους, πού δέν ἔχουν αὐτό τό χάρισμα. Καί αὐτοί βέβαια ἀποτελοῦν τήν συντριπτική πλειοψηφία, διότι πολύ ὀλίγοι εἶναι ἐκεῖνοι, πού ἔχουν ἀξιωθεῖ νά λάβουν ἕνα τέτοιο χάρισμα».
Ὥστε λοιπόν πατέρες, ὁ ἅγιος ὁμιλεῖ γιά τούς χαρισματούχους· ἐνδιαφέρεται νά σωθοῦν μόνον αὐτοί καί ἀδιαφορεῖ γιά τούς ὑπολοίπους, ἄν δηλαδή θά σωθοῦν ἤ θά πᾶνε στά τάρταρα. Πῶς ὅμως, ἐφ’ ὅσον ὁμιλεῖ δι’ αὐτούς, εἶναι δυνατόν αὐτοί οἱ χαρισματοῦχοι καί διακριτικοί νά μήν ἔχουν τήν στοιχειώδη γνώσι, ἡ ὁποία παρέχεται διάχυτα μέσα στήν ἁγ. Γραφή, ὅτι δηλαδή πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦν ἀμέσως ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες; Ἐπί πλέον διατί, ἐφ’ ὅσον αὐτοί ἔχουν τό χάρισμα, δέν τούς συμβουλεύει νά καθοδηγήσουν καί τούς ὑπολοίπους πού δέν ἔχουν τό χάρισμα, ὥστε νά σωθοῦν καί αὐτοί;
Ἐφ’ ὅσον ὅμως ὁμολογεῖτε, πατέρες, ὅτι οἱ ὑπόλοιποι μή χαρισματοῦχοι «ἀποτελοῦν τήν συντριπτική πλειοψηφία» παρουσιάζετε τόν ἅγιο νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν σωτηρία τῶν ὀλίγων ἤ ἐλαχίστων καί νά ἀδιαφορεῖ γιά τούς πολλούς. Δηλαδή παρουσιάζετε στήν Ἐκκλησία ἕνα ἰδιότυπο εἶδος ρατσισμοῦ ἤ ἐλιτισμοῦ, ἐφ’ ὅσον ὁ ἅγιος ὡς χαρισματοῦχος συμβουλεύει τούς ὁμοίους του χαρισματούχους γιά τό πῶς νά ἀντιμετωπίζουν τούς αἱρετικούς ποιμένες.
Τά πράγματα ὅμως πατέρες, δυστυχῶς, ἤ μᾶλλον εὐτυχῶς, δέν ἔχουν ἔτσι ὅπως τά ἐφανταστήκατε. Διότι ἡ ἔκφρασις τοῦ ἁγίου «πᾶς ἄνθρωπος ὁ τό διακρίνειν παρά Θεοῦ εἰληφώς» ἀναφέρεται σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι διαφέρουν ἀπό τά ἄλογα ζῶα, ἔχουν ψυχή καί νοῦν σκεπτόμενο καί δύνανται, ὡς ἐκ τούτου, νά διακρίνουν τούς καλούς ἤ τούς κακούς ποιμένες καί μάλιστα τούς Ὀρθοδόξους ἀπό τούς αἱρετικούς. Αὐτή ἡ πρωταρχική χάρις, ὁ ἁπλός φωτισμός καί ἡ γενική διάκρισις ὑπάρχει σέ κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται εἰς τόν κόσμο σύμφωνα μέ τό χωρίο (Ἰωάν. 1,9): «Ἦν τό φῶς τό ἀληθινόν ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἐν προκειμένῳ ἀναφέρει τά ἑξῆς ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό τοῦ Ἰωάννου:
«Καί πῶς φωτίζει λέγει πάντα ἄνθρωπον, ὁποῦ βλέπομεν πολλούς ἐσκοτισμένους; ὅσον εἰς τοῦ λόγου του, ὅλους τούς φωτίζει. Διότι εἰπέ μου, δέν εἶναι ὅλοι λογικοί; δέν ἠξεύρουν πάντες τό καλόν, καί τό κακόν, ἐκ φύσεως; δέν ἔχουν ὅλοι δύναμιν νά γνωρίσουν τόν κτίστην ἀπό τά κτίσματα; εἰς τόσον ὅτι ὁ λόγος ὁποῦ ἐδόθη εἰς ἡμᾶς, καί μᾶς διδάσκει ἐκ φύσεως, ὁ ὁποῖος λέγεται καί νόμος φυσικός, οὗτος λέγεται τό φῶς, ὁποῦ μᾶς ἐδόθη ἀπό τόν Θεόν. Εἰ δέ τινες, εἰς κακόν ἐχρειάσθηκαν τόν λόγον, ἐσκότισαν τόν ἑαυτόν τους; Μερικοί δέ οὕτω λύουσι τήν φιλονεικίαν ταύτην, καί λέγουσιν, ὅτι φωτίζει ὁ Κύριος, πάντα ἄνθρωπον ὁποῦ ἔρχεται εἰς τόν Κόσμον∙ ἤγουν εἰς τάξιν καλυτέραν, καί σπουδάζει νά στολίσῃ τήν ψυχήν του, καί νά μή τήν ἀφήσῃ ἄκοσμον, καί ἀκαλῆ, ἤγουν ἀστόλιστην καί ἄσχημην» (Ἑρμηνεία εἰς τά τέσσαρα ἱερά Εὐαγγέλια, τόμ. Β΄σελ. 137).
Ἄρα λοιπόν ἐδῶ, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἀναφέρεται σέ ὅλους τούς Χριστιανούς καί ὄχι, ὅπως ἐσεῖς, πατέρες, ἐφανταστήκατε, στούς ἐλάχιστους, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν κατόπιν ἀγῶνος καί κόπου τό εἰδικό χάρισμα τῆς διακρίσεως. Ἄλλωστε ἡ λέξις «πᾶς» δέν εἶναι δυνατόν νά χρησιμοποιηθῆ γιά τούς ἐλαχίστους καί τούς ἀνήκοντας εἰς μίαν εἰδικωτάτη ἐξαίρεσι, ἀλλά εἰς τούς πολλούς ἤ εἰς ὅλους. Ἔτσι βλέπομε νά χρησιμοποιῆται ἡ λέξις αὐτή καί στήν ἁγ. Γραφή π.χ. (Ματθ. 3,10): «Πᾶν οὖν δένδρον μή ποιοῦν καρπόν καλόν ἐκκόπτεται», δηλαδή ὅλα τά δένδρα τά ὁποῖα δέν κάνουν καρπό καλό. Ἐπίσης (Ματθ. 5,22): «πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῇ ἔνοχος ἔστω τῇ κρίσει», δηλαδή ὅλοι οἱ ὀργιζόμενοι ἀδίκως εἶναι ἔνοχοι. Ἀκόμη τό (Μαρκ. 13,20): «οὐκ ἄν ἐσώθη πᾶσα σάρξ», δηλαδή δέν θά ἐσώζετο κανένας, ἄν ὁ Κύριος δέν ἐπεριώριζε τόν χρόνο κατά τίς ἡμέρες τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἐπίσης τά χωρία: «Πᾶς ὁ ἀπολύων γυναῖκα» (Λουκ. 16,18), «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν» (Λουκ. 18,14), «πᾶς ὁ φαῦλα πράσσων» (Ἰωαν. 3,20), «πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου» (Ἰωαν. 4,13) κλπ. Ποτέ δηλαδή ἡ ἀόριστη ἀντωνυμία πᾶς–πᾶσα-πᾶν δέν τίθεται, ὅπως ἐσεῖς ἰσχυρίζεσθε, γιά νά δηλώση τήν ἐξαίρεσι τῆς ἐξαιρέσεως, ἀλλά γιά νά δηλώση τούς πολλούς ἤ ὅλους.
Ἄν ἐπίσης ἐξετάσωμε λογικά τό θέμα, ὁ ἅγιος θά πρέπει νά ἐνδιαφέρεται μᾶλλον διά τούς πολλούς, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν κάποιο εἰδικό χάρισμα καί ὡς ἐκ τούτου χρειάζονται καθοδήγησι, καί νά τούς ἐπισημάνη τόν κίνδυνο πού διατρέχουν ἀκολουθώντας ἐκκλησιαστικά ἕναν αἱρετικό ποιμένα. Αὐτοί δέ οἱ ἁπλοί Χριστιανοί κινδυνεύουν νά ἐπηρεασθοῦν ἀπό τήν διδασκαλία αὐτοῦ τοῦ Ἐπισκόπου καί ὄχι οἱ χαρισματοῦχοι καί διακριτικοί. Σέ ὅλους αὐτούς τούς ἁπλούς Χριστιανούς ἐσεῖς, πατέρες, δυστυχῶς συνιστᾶτε ὑπομονή καί ἀναμονή στήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἐνῶ ὁ ἅγιος τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο τόν θεωρεῖ λύκο ἀπό τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦν πρωτίστως οἱ ἁπλοί Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν τό χάρισμα τῆς διακρίσεως. Δι’ αὐτό προφανῶς δέν ἀσχοληθήκατε καθόλου μέ τό ἑπόμενο χωρίο τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου τό ὁποῖο ὑπάρχει εἰς τό βιβλίο πού σχολιάζετε καί πού ἀποκαλεῖ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο προβατόσχημο λύκο «φθοράν προβάτων κατεργαζόμενος». Ἴσως πατέρες, δυσκολευτήκατε νά τό προσαρμόσετε στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καί δι’ αὐτό τό ἀφήσατε ἀσχολίαστο.
Σᾶς ἀναφέρω, ἐπί πλέον, ἕνα ἀκόμη χωρίο τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου, τό ὁποῖο ὁμιλεῖ παρομοίως διά τήν στάσι τῶν πιστῶν ἔναντι τῶν αἱρετικῶν:«Μή πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου, οἱ οἰκοφθόροι “βασιλείαν θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν”. εἰ οὖν οἱ κατά σάρκα ταῦτα πράσσοντες ἀπέθανον, πόσῳ μᾶλλον, ἐάν τις πίστιν θεοῦ ἐν κακῇ διδασκαλίᾳ φθείρῃ, ὑπέρ ἧς Ἰησοῦς Χριστός ἐσταυρώθη; ὁ τοιοῦτος, ρυπαρός γενόμενος, εἰς τό πῦρ τό ἄσβεστον χωρήσει, ὁμοίως καί ὁ ἀκούων αὐτοῦ» (ΒΕΠΕΣ 2, Ἐπιστ. Πρός Ἐφεσίους 267 σελ).
Ὁ ἁγ. Ἰγνάτιος ἐδῶ, σαφῶς διδάσκει ὅτι στό πῦρ τό ἄσβεστο θά καταδικασθῆ ὄχι μόνον αὐτός πού διαφθείρει τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ (δηλ. ὁ αἱρετικός), ἀλλά ἐπιπλέον καί «ὁ ἀκούων αὐτοῦ». Βλέπετε, πατέρες, ὅτι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, ὅπως καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἐναποθέτουν τήν εὐθύνη καί τόν κίνδυνο πού διατρέχουν ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες στούς ἰδίους τούς πιστούς, καί ὄχι, ὅπως ἐσεῖς πράττετε, μέ τό νά τά μεταφέρετε στή Σύνοδο, οὔτε φυσικά ὑπαινίσσεται ὁ ἅγιος ὅτι αὐτά θά ἰσχύουν μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Τελειώνοντας ἀναφέρω τίς παραλείψεις σας καί σ’ αὐτό τό κεφάλαιο. Αὐτές συνοψίζονται εἰς τό ὅτι δέν ἀναφέρετε ἔστω καί ἕνα χωρίο ἀπό τίς Ἀποστολικές Διαταγές καί τούς ἀποστολικούς Πατέρες, τό ὁποῖο νά ταιριάζη ἤ ἔστω νά ὑπαινίσσεται τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Γιά παράδειγμα, νά ἀναφέρη τήν παραμονή τῶν πιστῶν κοντά στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, μέχρι νά ἀποφασίση ἡ Σύνοδος δι’ αὐτόν, ἤ ὅτι, μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός γίνεται λύκος, ἤ ὅτι ὁ κάθε πιστός εἶναι ἀνεύθυνος, ἐφ΄ ὅσον ἀναμένει τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου κλπ. Εἶναι ὁλοφάνερο, πατέρες ὅτι, ἐφ’ ὅσον δέν δύνασθε νά στηρίξετε τίς θεωρίες σας στήν ἁγ. Γραφή καί στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, καταφεύγετε στόν ὀρθολογισμό καί στίς ἀκροβατικές ἑρμηνεῖες.
(Συνεχίζεται)
Α΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/02/blog-post_22.html
Β΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/02/blog-post_28.html
Γ΄ ΜΕΡΟΣ: http://paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_7.html
Δ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_8517.html
Ε΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_15.html
ΣΤ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_19.html
No comments:
Post a Comment