Friday, October 23, 2015

Η Αγία Γραφή για την άμεση απομάκρυνση από τους Οικουμενιστές, Ζ΄ Μέρος, τελευταίο (του π. Ευθ. Τρικαμηνά).

Η Αγία Γραφή για την άμεση απομάκρυνση από τους Οικουμενιστές, 

Ζ΄ Μέρος, τελευταίο (του π. Ευθ. Τρικαμηνά).












Μέρος Ζ΄.
Πικρὲς ἀλήθειες περικλείει γιὰ τοὺς ἀντι-Οἰκουμενιστές, ὁ ἐπίλογος τοῦ π. Εὐθυμίου! Ἀλήθειες ποὺ κατοχυρώνονται θαυμάσια μὲ ἕνα κείμενο τοῦ Μ. Βασιλείου, ἀλλὰ καὶ ἕνα ἐπίσης καταπληκτικὸ (καὶ ἄγνωστο στοὺς πολλούς) κείμενο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὡς πρὸς τὴν στάση μας ἔναντι τῶν αἱρετικῶν.
Νὰ εὐχηθοῦμε, ὅσοι Ποιμένες καὶ πιστοί, δὲν ἔχουν ὑποταγεῖ ἀκόμα ὁλοκληρωτικὰ στὶς οἰκουμενιστικὲς ἰδέες περὶ ἀδιάκριτης ὑποταγῆς σὲ Οἰκουμενιστές, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀγωνιοῦν, καὶ προβληματίζονται, καὶ προσεύχονται,παρακαλώντας τὸν Κύριο νὰ τοὺς δείξει δρόμο ἀληθείας στὴν ἐσχατολογικὴ πανσύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ, νὰδιακρίνουν τὴν ἀλήθεια, αὐτὴ ποὺ ἀβιάστως ἐκχυλίζει ἀπὸ τὰ ἁγιοπατερικὰ κείμενα ποὺ συγκέντρωσε στὴν μελέτη αὐτὴ ὁ π. Εὐθύμιος.
«Ἐσχάτη ὥρα ἐστίν, καὶ καθὼς ἠκούσατε ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν» (1Ἰωάν. 2, 18)!
Π.Σ.

Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ

        








Εἶναι βέβαιο ὅτι, ἄν αὐτή τήν ἐργασία, τῆς συγκεντρώσεως τῶν χωρίων, τά ὁποῖα διδάσκουν τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς πάσης φύσεως αἱρετικούς, τήν παρουσιάζαμε σέ μία παλαιότερη ἐποχή, τότε δηλαδή πού ἦταν ζωντανή ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων καί ἀνύστακτο τό ἐνδιαφέρον γιά τά θέματα τῆς Ἐκκλησίας καί δή τῆς πίστεως,  θά παρεξενεύοντο καί θά ἐγελοῦσαν οἱ ἄνθρωποι αὐτῆς τῆς ἐποχῆς γιά τό περιττό κι αὐτονόητο τῆς ἐργασίας αὐτῆς, ἐπειδή θά ἦτο σάν νά προσπαθούσαμε νά τούς ἀποδείξωμε ὅτι ὑπάρχει νύκτα καί ἡμέρα, γῆ στερεά καί θάλασσα.

Σήμερα ὅμως πού διερχόμεθα τήν ἐποχή τῆς ἀμφισβητήσεως τῶν πάντων, ἀκόμη καί τῶν αὐτονοήτων καί πασιφανῶν, σήμερα πού ἐψύγη, ὄχι μόνον ἡ ἀγάπη, ἀλλά καί ἡ πίστις καί δή τό ἐνδιαφέρον διά τά θέματα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς αἱρέσεως, σήμερα πού ἔχομε ἐφεύρει ἄλλους δρόμους συμβιβασμοῦ καί συνυπάρξεως μετά τῶν αἱρετικῶν, ἐφησυχασμοῦ καί βολέματος, δρόμους χωρίς σταυρό καί προσωπική εὐθύνη διά τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως, σήμερα λοιπόν, αὐτό τό περιττό, ὡς αὐτονόητο δι’ ἄλλες ἐποχές, εἶναι ἴσως ἀναγκαῖο περισσότερο ἀπό ὁ,τιδήποτε ἄλλο.
Εἶναι ἀναγκαῖο γιά τόν ἐπιπλέον λόγο ὅτι ἡ αἵρεσις τῆς ἐποχῆς μας εἶναι αἵρεσις τῶν ἐσχάτων χρόνων, πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἡ αἵρεσις αὐτή ὄχι μόνον δέν θά καταδικασθῆ, ἀλλά θά προάγεται συνεχῶς, ἐπειδή θά συμπορεύεται μέ τά κελεύσματα τῆς Ν. Ἐποχῆς καί τῆς Παγκοσμιοποιήσεως καί, κυρίως, ἐπειδή ἡ ἴδια ἡ αἵρεσις θά ἐνδυθῆ τό προσωπεῖο τῆς Ἐκκλησίας καί θά ὁδηγήση τούς Χριστιανούς εἰς τήν Πανθρησκεία, τό σφράγισμα καί τόν Ἀντίχριστο.
     Τό συμπέρασμα λοιπόν ἀπό τά ἁγιογραφικά χωρία πού ἐπαρουσιάσαμε, καί ἀπό δεκάδες ἄλλα πού παραλείψαμε, εἶναι ὅτι παντοῦ ὁ Θεός μέσα στήν Ἁγία Γραφή διδάσκει τήν πλήρη καί ἄμεση ἀπομάκρυνσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς. Ἀντιθέτως, οἱ Ἀντιοικουμενιστές σήμερα διδάσκουν τήν συνύπαρξι, τήν συμπόρευσι καί τόν συναγελασμό μέ τούς αἱρετικούς “ἄχρι καιροῦ”καί μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, καί μάλιστα σέ σημεῖο πού οἱ μέν αἱρετικοί ὡς ποιμένες καί Ἐπίσκοποι νά κατευθύνουν τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ αἱρετικοί νά παίρνουν ἀποφάσεις γιά τό δέον γενέσθαι, οἱ αἱρετικοί νά ὁδηγοῦν καί κατευθύνουν τούς Ὀρθοδόξους, οἱ δέ Ὀρθόδοξοι νά παραμένουν ἐνσωματωμένοι μέ τούς αἱρετικούς ἐξαιτίας δῆθεν τοῦ φόβου τῆς δημιουργίας σχίσματος.
     Συμβαίνει λοιπόν σήμερα στήν Ἐκκλησία αὐτό τό ἄκρως λυπηρό καί ἄξιον πολλῶν δακρύων, τό ὁποῖο συμβαίνει καί στά πολιτικά δρώμενα καί ἔχει σχέσι μέ τήν πατρίδα μας. Ὅπως δηλαδή, οἱ πολιτικοί μας ἡγέτες ἔχουν προδώσει τήν ἀποστολή των, κατέστησαν ἐπίορκοι καί κατευθύνονται ἀπό ξένα κέντρα, ἐχθρικά πρός τήν πατρίδα καί τό ἔθνος μας, καί ὑπογράφουν ὅ,τι αὐτά τά κέντρα τούς διατάξουν, καί νομοθετούν ὅ,τι ἐξυπηρετεῖ τούς ἐχθρούς μας, κ.λπ. κ.λπ., ἔτσι ἀπαραλλάκτως συμβαίνει καί μέ τούς ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καί αὐτοί προδώσει τήν ἀποστολή των, κατευθύνονται κι αὐτοί ἀπό τά ἴδια ξένα κέντρα ἐξουσίας, ἐχθρικά πρός τήν Ἐκκλησία καί τήν Ὀρθοδοξία, λαμβάνουν ἀποφάσεις ἀντίθετες πρός τήν Ἁγία Γραφή, ὅπως ἐξυπηρετοῦνται οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως, νομοθετοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές πού λαμβάνουν ἀπό αὐτούς κ.λπ.
Οἱ Ἀντιοικουμενιστές δέ, ἔχουν ἀναλάβει τήν στήριξί των, ἔχουν ἀναλάβει τό ἔργο τῆς ἐκτονώσεως τῶν ἀντιδράσεων, δίκην λιμενοβραχίονος, στόν ὁποῖον ξεσποῦν τά ἀφρίζοντα κύματα· διά μέσου τῶν γραπτῶν διακηρύξεων, τῶν ὁμολογιῶν καί δή τοῦ χαρτοπολέμου, ἔχουν ἀναλάβει τήν θεολογική καί θεωρητική ἀλλαγή τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὥστε αὐτή ἀπό ὁμολογιακή, σταυρική καί μαρτυρική νά μεταλλαχθῆ σέ συμβιβαστική, ἐκκοσμικευμένη καί ἐφησυχαστική. Ἔχουν ἀναλάβει, τήν προσωπική εὐθύνη ἑκάστου γιά τήν προαγωγή τῆς αἱρέσεως, νά τήν μεταφέρουν στούς ἔχοντας τά ἐκκλησιαστικῶς ἀξιώματα, δηλαδή στούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές· τήν συμμετοχή στήν αἵρεσι καί τόν μολυσμό νά τά ἀπαλείψουν ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί τήν συνείδησι τῶν πιστῶν ἤ νά τά παρουσιάσουν ὡς ἁπλό κρυολόγημα, καί τό σχίσμα ὡς καρκίνο, ἐνῶ οἱ Πατέρες  διακελεύουν τό ἀντίθετο.

    Εἶναι ὄντως πρωτόγνωρο καί ἀνεπανάληπτο στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας νά διδάσκωμε σήμερα θεωρίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν σχέσι μέ τήν πίστι καί τήν στάσι τῶν πιστῶν ὡς πρός τήν αἵρεσι, χωρίς καμμία, ἀπολύτως καμμία ἁγιογραφική καί πατερική κατοχύρωσι καί ἐνῶ μάλιστα βλέπουμε, ὅτι σύσσωμη ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων ὁμιλοῦν καί διδάσκουν μέ φρικτά ἐπιτίμια ἀκριβῶς τό ἀντίθετο.
         Ἐδῶ ἔγκειται καί ἡ κακή προαίρεσις, ἡ ὑστεροβουλία καί ἡ ὑποκρισία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, διότι, ἄν ὑπῆρχε ἀγαθή προαίρεσις, μετά ἀπό ὅλα, ὅσα ἔχουν εἰπωθῆ, μετά τόσες διενέξεις, ἀντεγκλήσεις, ἀντιπαραθέσεις καί γραπτά κείμενα, θά ἐπροβληματίζοντο σοβαρῶς γιά τό θέμα που ἔχει δημιουργηθῆ καί θά ἔκαναν ὅ,τι καί οἱ Ἅγιοι διά μέσου τῶν αἰώνων: θά κατέφευγον στὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί θά ἀπεδείκνυαν τήν τυχόν λανθασμένη τοποθέτησί μας, α) διά να προφυλάξουν τούς πιστούς ἀπ’ αὐτήν, β) ἀλλά καί νά προφυλάξουν καί μᾶς ἐξ ἀγάπης, ἀπό τό βάραθρο τῆς πλάνης, ὥστε νά διορθωθοῦμε (κάτι πού ἐπανειλημμένως τούς παρακαλέσαμε νά κάνουν). Ἤ, ἄν ἀπό τήν ἔρευνά των αὐτή διεπίστωναν τήν ἀπουσίαν τῶν σχετικῶν χωρίων πού θα δικαιολογοῦσε τίς θέσεις των, ἔντιμα καί ταπεινά νά διόρθωναν τήν στάσι των, ἐφ’ ὅσον δέν ἠδυνήθησαν νά τήν στηρίξουν ὄχι διά τῶν ἰδικῶν των συλλογισμῶν, ἀλλά ἁγιογραφικῶς καί πατερικῶς. Δέν ἔπραξαν ὅμως, οὔτε το ἕνα, οὔτε το ἄλλο.
 Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ἐπιμένουν ἀσυζητητί καί εἰς πεῖσμα τῶν
Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων, αὐτό ἐμεῖς τό ἑρμηνεύομε ὡς κακή προαίρεσι καί ὡς συνδιαλλαγή καί συνεργασία μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές. Εἴθε ὅμως, στό σημεῖο αὐτό νά κάνωμε λάθος καί νά μᾶς ἀποδείξουν ὅτι ἔχουν διαφορετικά τά πράγματα.
            Πάντως ἔχει καταστεῖ σαφές καί κατανοητό, γιατί μέχρι τώρα, καί ἐπί σειρά ἐτῶν, δέν ἀπαντοῦν οἱ Ἀντιοικουμενιστές στίς ἐρωτήσεις πού ἐπανειλημμένως τούς ἐθέσαμε, ὅσον ἀφορᾶ στήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία, ἡ ὁποία κατοχυρώνει ἤ ἔστω συνηγορεῖ στίς θεωρίες των.
Τό κακό εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι εἶναι ὅτι ἄν κάποτε ἀνανήψουν καί θελήσουν νά εὐθυγραμμίσουν τήν πορεία των μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, δέν θά ὑπάρχη πλέον τό ἔμψυχο ὑλικό, τό ὁποῖο θά τούς στηρίξη καί θά ὑπερμαχήση τῶν θεμάτων τῆς πίστεως, ὥστε νά ὑπάρξη ἀποκατάστασις καί ἀναλαμπή τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί αὐτό θά συμβῆ ἐξ αἰτίας τοῦ ἐθισμοῦ καί τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ φρονήματος τῶν Ὀρθοδόξων, ἐπειδή πλέον θά ἔχουν συνηθίσει καί θά ἀντιλαμβάνωνται τήν Ὀρθοδοξία μέσα στόν συμβιβασμό καί τήν συνύπαρξι μέ τήν αἵρεσι. Εἶναι ὡς ἐκ τούτου γεγονός, καί πρέπει δεόντως νά τό ἐπισημάνωμε, ὅτι το μεγαλύτερο κακό στό ὁποῖο συνήργησαν, καί συνεχίζουν νά συνεργοῦν ἀκόμη καί σήμερα οἱ Ἀντιοικουμενιστές, εἶναι ὅτι κατ’ οὐσίαν καταργοῦν τόν σταυρό καί τό μαρτύριο διά τά θέματα τῆς πίστεως, τά ὁποῖα ἐπί αἰῶνες διετήρησε ἡ Ἐκκλησία ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ καί, ἀντ’ αὐτοῦ, εἰσάγουν τήν δῆθεν διάκρισι γιά ἀποφυγή τοῦ σχίσματος καί τίς ἄκαιρες  καί ἀνούσιες ὁμολογίες μέ χαρτοπόλεμο.
         Πρέπει ἀκόμη νά ὁμολογήσωμε ὅτι πρώτη φορά συμβαίνει νά κηρύσσεται διδασκαλία, νά χαράσσεται γραμμή καί πορεία ἐν καιρῷ αἱρέσεως, κατά τήν γνώμη μας αἱρετική καί ἄκρως ἐπιβλαβής καί ψυχοκτόνος διά τούς Ὀρθοδόξους καί ἀντίθετος εἰς ὅλη τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι (ἐννοοῦμε αὐτήν, τήν ἐκ μέρους τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, μέ τήν μορφή τῆς στάσεως καί διδασκαλίας τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν) χωρίς ἁγιογραφική καί πατερική κατοχύρωσι, ἀλλά στηριζομένη ἀποκλειστικά στόν ὀρθολογισμό  καί οὐσιαστικά στό πουθενά.
     Ὅλοι οἱ αἱρετικοί ἀνά τούς αἰῶνας προσπαθοῦσαν νά κατοχυρώσουν τίς αἱρέσεις των πρωτίστως στήν Ἁγία Γραφή (φυσικά παρερμηνεύοντάς την) ἤ καί στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ὅπως οἱ Μονοφυσίτες στόν λόγο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου «Μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη». Ἀκόμη καί ὁ διάβολος, στούς πειρασμούς πού ὑπέβαλε στόν Κύριο στήν ἔρημο μετά τήν τεσσαρακονθήμερη νηστεία, προσπάθησε νά κατοχυρώση καί ἁγιογραφικῶς τή στάσι Του: «καὶ λέγει αὐτῷ, εἰ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτὸν κάτω· γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ, καὶ ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου» (Ματθ. 4, 6).Καί ὁ Κύριος ἐκ τοῦ ἀντιθέτου σέ κάθε πειρασμό πού Τοῦ προκαλοῦσε καί Τόν ὠθοῦσε ὁ διάβολος, ἀντέτασσε τήν διδασκαλία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εὑρίσκεται μέσα στήν Ἁγία Γραφή.  Δέν εἶπε δηλαδή ἁπλῶς: «ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ»,  ἀλλά συνέχισε, στηρίζοντας ἁγιογραφικῶς τήν στάσι Του: «γέγραπται γάρ, Κύριον τόν Θεόν σου προσκυνήσῃς καί αὐτῷ μόνῳ λατρεύσῃς» (Ματθ. 4,10). Τό ἴδιο παρατηροῦμε, κατά μίμησι τοῦ διδασκάλου των, νά πράττουν καί οἱ Ἅγιοι· ὅ,τι δηλαδή ἐδίδασκον ἤ ἔπραττον, εἰδικά εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, τό ἐστήριζαν ἁγιογραφικῶς πρωτίστως, καί ἑπομένως πατερικῶς. Ἔτσι μόνον ἡ διδασκαλία των εἶχε τό ἀπλανές καί τό βέβαιο.
  Τοιουτοτρόπως θά ἔπρεπε νά πράξουν καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές, εὐθύς ἐξ ἀρχῆς, χωρίς κἄν νά τούς τό ζητήσωμε ἐμεῖς, ἄν φυσικά ἦταν καθαρή, ἄμεμπτος καί εἰλικρινής ἡ στάσις των. Αὐτό δηλαδή τό ὁποῖο ἔπραξε ὁ Κύριος, οἱ Ἅγιοι ἅπαντες, οἱ αἱρετικοί, ἀκόμη καί ὁ διάβολος, ἔπρεπε νά τό εἶχαν πράξει καί αὐτοί. Δι’ αὐτό, ἐπισημαίνομε, δέν εἶναι μόνον αἱρετικές οἱ θέσεις των, στερούμενες ἁγιογραφικῆς καί πατερικῆς στηρίξεως, ἀλλά καί ὁ τρόπος ὅλης τῆς στάσεώς των, καί ἡ ὑπουλότης μέ τήν ὁποία εἰσάγουν τίς θεωρίες των καί ἡ ὑποκρισία πού τούς διακατέχει, ἐπειδή, ἀφ’ ἑνός μέν ἀποφεύγουν τεχνηέντως νά στηρίξουν ἁγιογραφικῶς καί πατερικῶς τίς θεωρίες των, ἀφ’ ἑτέρου δέ παρουσιάζονται ὡς διακριτικοί καί συνετοί, ὡς ἀκολουθοῦντες τούς συγχρόνους γέροντες, ὡς ἀποφεύγοντες τό ἀσυγχώρητο ἔγκλημα τοῦ σχίσματος κ.λπ., ἐνῶ κατ’ οὐσίαν βολεύονται, βολεύουν καί ἐπαναπαύουν καί τούς ἄλλους, ὅλους ὅσους ἐξυπηρετοῦνται ἀπό τίς θεωρίες των.
         Πρίν κλείσουμε τόν μικρό αὐτόν ἐπίλογο, θά ἐπικαλεσθοῦμε τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ φωστῆρος τῆς οἰκουμένης, σχετικά μέ τήν ἁγιογραφική κατοχύρωσι ὅσων λέγομε ἤ πράττομε. Αὐτή φυσικά ἡ διδασκαλία τοῦ μεγάλου φωστῆρος ἰσχύει πρωτίστως γιά τά θέματα τῆς πίστεως. Ἐρωτήθηκε λοιπόν ἄν ἐπιτρέπεται ἤ εἶναι συμφέρον σέ κάποιον γιά τόν ἑαυτόν του, νά διδάσκη ὅσα νομίζει ὅτι εἶναι καλά, χωρίς τήν μαρτυρία τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν. Ἡ ἀπάντησις τοῦ Ἁγίου εἶναι καταλυτική καί θά πρέπει νά τήν λάβωμε ὅλοι μας ὑπ’ ὄψιν, ἄν δέν θέλωμε νά ἐκτροχιασθοῦμε σέ αἱρετικά μονοπάτια, μόνο καί μόνο ἐπειδή δέν στηριζόμεθα στήν θεόπνευστη Γραφή. Παραθέτουμε κατωτέρω ὅλη τήν ἀπάντησι τοῦ ἁγίου ἀπό τά ἀσκητικά του κείμενα, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπό ἁγιογραφικά χωρία, προκειμένου νά στηρίξη τήν διδασκαλία του:
«Ἐρώτησις Α΄: Εἰ ἔξεστιν, ἤ συμφέρει τινὶ ἑαυτῷ, ἐπιτρέπειν, καὶ ποιεῖν ἤ λέγειν ἃ νομίζει καλά, ἄνευ τῆς μαρτυρίας τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν»
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ. Τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ λέγοντος περὶ μὲν τοῦ ἁγίου Πνεύματος· Οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ' ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὅσα ἂν ἀκούσῃ, ταῦτα λαλήσει· περὶ δὲ ἑαυτοῦ· Οὐ δύναται ὁ Υἱὸς ποιεῖν ἀφ' ἑαυτοῦ οὐδέν· καὶ πάλιν· Ὅτι ἐγὼ ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα, ἀλλ' ὁ πέμψας με Πατήρ, αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε, τί εἴπω, καὶ τί λαλήσω· καὶ οἶδα, ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ ζωὴ αἰώνιός ἐστιν· ἃ οὖν λαλῶ ἐγώ, καθὼς εἴρηκέ μοι ὁ Πατὴρ, οὕτω λαλῶ· τίς ἂν εἰς τοσαύτην ἐξέλθῃ μανίαν, ὥστε ἀφ' ἑαυτοῦ τολμῆσαί τι καὶ μέχρις ἐννοίας λαβεῖν, ὃς ὁδηγοῦ μὲν τοῦ ἁγίου καὶ ἀγαθοῦ Πνεύματος χρείαν ἔχει, ἵνα κατευθυνθῇ εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἀληθείας κατά τε νοῦν καὶ λόγον, καὶ πρᾶξιν, τυφλὸς δὲ καὶ ἐν σκότει διάγει, ἄνευ τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ φωτίζοντος, ὥσπερ ἀκτῖσι, ταῖς ἑαυτοῦ ἐντολαῖς; Ἡ γὰρ ἐντολὴ Κυρίου, φησί, τηλαυγής, φωτίζουσα ὀφθαλμούς.  Ἐπειδὴ δὲ τῶν ἐν ἡμῖν στρεφομένων πραγμάτων ἢ ῥημάτων τὰ μέν ἐστιν ὑπὸ τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ ἁγίᾳ Γραφῇ διεσταλμένα, τὰ δὲ σεσιωπημένα· περὶ μὲν τῶν γεγραμμένων οὐδεμία ἐξουσία δέδοται καθόλου οὐδενί, οὔτε ποιῆσαί τι τῶν κεκωλυμένων, οὔτε παραλεῖψαί τι τῶν προστεταγμένων, τοῦ Κυρίου ἅπαξ παραγγείλαντος, καὶ εἰπόντος· Καὶ φυλάξῃ τὸ ῥῆμα ὃ ἐντέλλομαί σοι σήμερον· οὐ προσθήσεις ἐπ' αὐτῷ, καὶ οὐκ ἀφελεῖς ἀπ' αὐτοῦ. Φοβερὰ γάρ τις ἐκδοχὴ κρίσεως, καὶ πυρὸς ζῆλος ἐσθίειν μέλλοντος τοὺς τοιοῦτόν τι τολμῶντας· περὶ δὲ τῶν σεσιωπημένων κανόνα ἡμῖν ἐξέθετο ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἰπών· Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ' οὐ πάντα οἰκοδομεῖ. Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος. Ὥστε παντὶ λόγῳ ἐπάναγκες ᾖ ἢ τῷ Θεῷ ὑποτάσσεσθαι κατὰ τὴν ἐντολὴν αὐτοῦ, ἢ ἄλλοις διὰ τὴν ἐντολὴν αὐτοῦ. Γέγραπται γάρ· Ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Κύριός φησιν· Ὁ θέλων ἐν ὑμῖν εἶναι μέγας, ἔστω πάντων ἔσχατος, καὶ πάντων δοῦλος· ἀπηλλοτριωμένος δηλονότι τῶν ἰδίων θελημάτων κατὰ μίμησιν αὐτοῦ τοῦ Κυρίου λέγοντος· Καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός» (Ε.Π.Ε. 9, 12,9).
         Εἶναι ὄντως ἀξιοθαύμαστη ἡ ἀκρίβεια τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων καί ἡ ἁγιογραφική της κατοχύρωσι καί τό σημαντικό, στήν προκειμένη περίπτωσι, εἶναι ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος θεωρεῖ ὅτι εἶναι μανία καί τρέλα, ὄχι μόνο νά διδάσκη κάποιος αὐθαίρετα ὁ,τιδήποτε, χωρίς τήν κατοχύρωσι τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς, ἀλλά ἁπλῶς καί νά διανοηθῆ νά τό πράξη: «τίς ἄν εἰς τοσαύτην ἐξέλθῃ μανίαν ὥστε ἀφ’ ἑαυτοῦ τολμῆσαί τι και μέχρις ἐννοίας λαβεῖν...». Αὐτός ἐπίσης, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο, εἶναι τυφλός διότι δέν δέχεται νά φωτισθῆ ἡ διάνοιά του ἀπό τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης: «τυφλός δέ καί ἐν σκότει διάγει ἄνευ τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
         Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἅγιος διδάσκει, μέ ἁγιογραφική πάντοτε κατοχύρωσι, ὅτι δέν ἔχει κανείς ἐξουσία ἤ δικαίωμα νά πράξη κάτι ἀπό αὐτά πού ἀπαγορεύει ἡ Ἁγία Γραφή, οὔτε ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, νά παραλείψη κάτι ἀπό αὐτά πού ἡ Ἁγία Γραφή ἐπιτάσσει: «περί τῶν γεγραμμένων οὐδεμία ἐξουσία δίδοται καθόλου (δηλαδή καθ’ ὁλοκληρίαν, ἀπολύτως) οὐδενί (εἰς τόν οἱονδήποτε) οὔτε ποιῆσαί τι τῶν κεκωλυμένων  οὔτε παραλείψαί τι τῶν προστεταγμένων». Αὐτοί πού τολμοῦν κάτι τέτοιο, συνεχίζει ὁ ἅγιος, θά πᾶνε στήν κόλασι:«"φοβερά γάρ τις ἐκδοχή κρίσεως καί πυρός ζῆλος ἐσθίειν μέλλοντος" τούς τοιοῦτόν τι τολμῶντας».
         Τελικῶς διδάσκει ὁ Ἅγιος ὅτι πρέπει, ἤ νά ὑποτασσώμεθα στόν Θεό τηρῶντας τίς ἐντολές του, ἤ νά ὑποτασσώμεθα στούς ἄλλους χάριν τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ καί ἐφ’ ὅσον, βεβαίως, αὐτοί ἀκολουθοῦν ἤ προστάσσουν αὐτά πού διακελεύται ὁ Θεός: «Ὥστε παντί λόγῳ ἐπάναγκες ᾖ ἤ τῷ Θεῷ ὑποτάσσεσθαι κατά τήν ἐντολήν αὐτοῦ ἤ ἄλλοις διά τήν ἐντολήν αὐτοῦ».
Ἄς μελετήσουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές λοιπόν,  ἄν ὄχι τήν διδασκαλία τοῦ Θεοῦ, τουλάχιστον τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, διά νά διαπιστώσουν ὅτι ἡ μή ἁγιογραφική κατοχύρωσις τῶν θεωριῶν τους εἶναι πλάνη, καί αἵρεσις, καί μανία, καί τρέλα, καί τυφλότης, καί σκότος ἀμέτρητο.
         Ὡς ἐπιδόρπιο καί ἕνα, τροπόν τινά γλύκισμα, αὐτῆς τῆς μελέτης θά παραθέσωμε ἕνα γεγονός ἀπό τή διδασκαλία τῆς πλούσιας χρυσοστομικῆς τράπεζας. Πρόκειται γιά τό γεγονός τῆς μεταθέσεως τῶν λειψάνων  τῶν ἁγίων Μαρτύρων  ἀπό τήν Ἀντιόχεια σέ ἄλλο μέρος, ἐπειδή αὐτά εὑρίσκοντο θαμμένα μαζί μέ λείψανα αἱρετικῶν. Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο παραθέτωμε τή διήγησι αὐτή καί ὁ σκοπός μας εἶναι νά καταδείξωμε τήν σκέψι καί διάθεσι τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι δέν ἤθελαν, ὄχι μόνο αὐτοί νά συναγελάζωνται  μέ αἱρετικούς, ἀλλά οὔτε κἄν τά λείψανα τῶν Ἁγίων νά εὑρίσκωνται πλησίον τῶν λειψάνων τῶν αἱρετικῶν.
         Ἡ ὁμιλία, ἡ ὁποία παρουσιάζει τό γεγονός αὐτό εἶναι στήν Ἀνάληψι τοῦ Κυρίου, εἰπώθηκε στήν Ἀντιόχεια, ὅταν ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἦτο ἀκόμη πρεσβύτερος καί φέρει τόν ὑπότιτλο: «Ἐλέχθη ἐν τῷ μαρτυρίῳ τῆς Ρωμανησίας, ἔνθα μαρτύρων σώματα, ὑπὸ τό ἔδαφος κείμενα ἐγγύς λειψάνων αἱρετικῶν, ἀνηνέχθησαν, καί ἄνω κατ’ ἰδίαν ἐτάφησαν» (Ε.Π.Ε. 36, 200).
Ἡ Ρωμανησία ἦτο προάστιο τῆς Ἀντιοχείας καί προφανῶς ἐκεῖ εἶχαν μαρτυρήσει  κάποιοι Ἅγιοι καί εἶχαν ταφῆ ἀπό τά χρόνια τῶν διωγμῶν καί, ἐν συνεχείᾳ, οἱ αἱρετικοί στό ἴδιο μέρος ἔθαψαν καί δικά των λείψανα, εἴτε ἁγίων τους, εἴτε πιστῶν. Ἡ ἀνάμειξις αὐτή σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, εἴτε λειψάνων, εἴτε ἐκκλησιαστικοῦ συναγελασμοῦ, εἴτε κειμένων κ.λπ. ἐπιχειρεῖται πάντοτε ἀπό τούς αἱρετικούς· διότι τοιουτοτρόπως παίρνουν ἀξία αὐτοί (καί ὠφελοῦνται τά μέγιστα ἀπό αὐτόν τόν συναγελασμό καί συγχρωτισμό) μέ τό νά παρουσιάζωνται καί αὐτοί καί νά τιμῶνται ὡς Ὀρθόδοξοι, προκαλώντας σύγχυσι στούς Ὀρθοδόξους.  Τέτοιον π.χ. συναγελασμό ἐπιδιώκουν σήμερα οἱ Παπικοί καί οἱ Προτεστάντες μέ τούς Ὀρθοδόξους γιά τούς λόγους πού ἀναφέραμε, ἀλλά καί οἱ Οἰκουμενιστές μέ τούς Ἀντιοικουμενιστές καί τούς Ὀρθοδόξους, διά νά παρουσιάζωνται καί αὐτοί ὡς Ὀρθόδοξοι.
         Ἀρχίζοντας αὐτή τήν ὁμιλία στήν Ἀνάληψι τοῦ Κυρίου ὁ Χρυσόστομος ἅγιος κάνει ἀναφορά στό γεγονός αὐτό τοῦ διαχωρισμοῦ τῶν λειψάνων τῶν Ὀρθοδόξων ἁγίων ἀπό τούς αἱρετικούς: «Εἰ γάρ καί πρό τούτου ἔδει πρός τούς γενναίους τούτους τῆς εὐσεβείας ἀθλητάς τρέχειν, ὅτε ὑπὸ τὸ ἔδαφος ἔκειντο· πολλῷ μᾶλλον νῦν τοῦτο ποιεῖν χρή, ὅτε καθ’ ἑαυτούς οἱ μαργαρῖται, ὅτε ἀπηλλάγη τῶν λύκων τὰ πρόβατα, ὅτε ἀπέστησαν τῶν νεκρῶν οἱ ζῶντες».
Ἐδῶ ὁ ἅγιος μέ ἀπαράμιλλη πραότητα στιγματίζει τόν διαχωρισμό αὐτόν ὡς ἀναγκαῖο, διότι τά πρόβατα ἔπρεπε νά διαχωρισθοῦν ἀπό τούς λύκους, οἱ ζῶντες ἀπό τούς νεκρούς καί οἱ μαργαρίτες νά τεθοῦν καθ’ ἑαυτούς. Ἡ Ὀρθοδοξία δηλαδή, δέν γνωρίζει τόν συναγελασμό καί τήν συνύπαρξι, πολύ περισσότερο τήν ἐνσωμάτωσι μέ τούς αἱρετικούς, οὔτε καί στά νεκρά καί ἄψυχα σώματα.
         Συνεχίζοντας ὁ Χρυσορρήμων ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Αὐτοῖς μέν γάρ οὐδέ πρό τούτου βλάβη τις ἦν ἀπὸ τῆς κοινωνίας τῆς κατά τήν ταφήν· ὧν γάρ τά πνεύματα ἐν τοῖς οὐρανοῖς, οὐδὲν τά σώματα ἐβλάπτετο ἀπὸ τῆς γειτνιάσεως· ὧν ἡ ψυχή ἐν τῇ χειρί τοῦ Θεοῦ, οὐδέν τά λείψανα  ἀπό τῆς θέσεως ἔπασχεν».
Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ Ἅγιος ὅτι ὑπῆρχε μία κοινωνία τῶν Ἁγίων μέ τούς αἱρετικούς ἀπό τήν γειτνίασι κατά τήν ταφή, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἔβλαπτε τούς Ἁγίους, διότι ἡ ψυχή των εὑρίσκετο κοντά στόν Θεό.
Ἄς ἀναλογισθοῦμε στό σημεῖο αὐτό, ὄχι τήν γειτνίασι, ἀλλά τήν πλήρη ἐκκλησιαστική ἐνσωμάτωσι τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές καί τό γεγονός ὅτι οἱ Ἀντιοικουμενιστές δέν θεωροῦν ὅτι βλάπτονται καί μολύνονται ἀπό αὐτήν τήν συνύπαρξι, λές καί εὑρίσκονται σάν τούς νεκρούς, τά σώματά των στόν τάφο καί οἱ ψυχές των στά χέρια τοῦ Θεοῦ!  Διότι μόνο τότε, σύμφωνα μέ τόν Χρυσόστομο ἅγιο, δέν βλάπτονται τά πρόβατα ἀπό τούς λύκους καί οἱ ζῶντες ἀπό τούς νεκρούς.
Συνεχίζει ὁ Ἅγιος λέγοντας τά ἑξῆς: «Αὐτοῖς μέν οὖν οὐδεμία βλάβη ἦν, οὐδέ πρό τούτου· ὁ δέ λαός ἡμῖν οὐ τήν τυχοῦσαν ζημίαν ὑπέμεινεν ἀπό τῶν τόπων, τρέχων μὲν πρός τά λείψανα τῶν μαρτύρων, μετά τῆς ἀμφιβολίας καί διακρίσεως ποιούμενος τάς εὐχάς διά τό ἀγνοῆσθαι τάς θήκας τῶν ἁγίων, καί ποῦ κεῖνται οἱ θησαυροί οἱ ἀληθινοί. Και ταυτόν ἐγίνετο, ὥσπερ ἄν εἰ ποίμνια προβάτων καθαρῶν ἀπολαῦσαι ρείθρων ἐπειγόμενα ἔρχοιτο μέν ἐπί τάς πηγάς τάς καθαράς, βρώμου δε πόθεν ἐγγύθεν καί δυσωδίας ἐμπεσούσης ἀναχαιτίζοιτο πάλιν· οὕτω καί ἐπί τῆς ποίμνης ταύτης συνέβαινε. Ἐβάδιζεν ὁ λαός πρός τάς καθαράς τῶν μαρτύρων πηγάς·αἰσθανόμενος δέ δυσωδίας αἱρετικῆς ἐγγύθεν ἀνιούσης, ἀνεχαιτίζοντο πάλιν».
Ἐδῶ πάλι μᾶς διδάσκει ὁ χρυσορρήμων ὅτι οἱ Ἅγιοι μέν δέν εἶχαν ὑποστῆ καμμία βλάβη ἀπό τήν γειτνίασι μέ τούς αἱρετικούς, εἶχε ὅμως ὑποστῆ βλάβη ὁ λαός. Ἡ βλάβη αὐτή συνίστατο εἰς τό ὅτι ἐδημιουργεῖτο μία σύγχυσις καί ἀμφιβολία στόν λαό, μέ τό νά μήν δύναται νά διαχωρίση τό καθαρό ἀπό τό βρώμικο, τό ὑγιές ἀπό τό ἄρρωστο, τό νεκρό ἀπό τό ζωντανό κ.λπ. Διότι, ἀναφέρει, ὅτι ἀνακατεύετο ἡ καθαρή πηγή μέ τόν βοῦρκο καί τήν δυσωδία, δηλαδή  κατ’ ἐπέκτασιν θά λέγαμε ἡ ἀλήθεια μέ τό ψεῦδος, τήν ἀπάτη καί τήν αἵρεσι. Αὐτή ἡ ἀνάμειξις καί τό συνονθήλευμα γίνεται πάντοτε εἰς βάρος τῆς ἀληθείας καί τήν ἐπιδιώκουν πάντοτε οἱ αἱρετικοί μέ σκοπό νά παραπλανήσουν τόν λαό.  Οἱ μόνοι, ὅπως φαίνεται, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι δέν βλάπτονται ἀπό αὐτήν τήν συνύπαρξι καί ἐνσωμάτωσι εἶναι οἱ Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι μάλιστα θεωροῦν ὅτι εὑρίσκονται σέ ἀσφάλεια, γιατί δέν δημιουργοῦν σχίσμα.
         Καταλήγοντας ὁ ἅγιος τήν ἀναφορά του στό προεκτεθέν γεγονός, ἀναφέρει: «Ὅπερ οὖν συνειδώς ὁ σοφός οὗτος ποιμήν καί κοινός διδάσκαλος, ὁ πάντα πρός οἰκοδομήν τῆς Ἐκκλησίας οἰκονομῶν, οὐκ ἠνήσχετο μέχρι πολλοῦ ταύτην τήν ζημίαν πειριιδεῖν οὗτος ὁ θερμός ἐραστής καί ζηλωτής τῶν μαρτύρων. Ἀλλά τί ποιεῖ; Θεάσασθαι τήν σοφίαν· τά μέν θολερά καί δυσώδη ρεύματα κατέχωσε καί ἀπέφραξε κάτω, τάς δέ καθαράς τῶν μαρτύρων πηγάς ἐν καθαρῷ χωρίῳ κατέστησε. Καί σκοπεῖτε ὅσην καί περί τούς κατοιχομένους τήν φιλανθρωπίαν ἐπεδείξατο, καί περί τούς μάρτυρας τήν τιμήν, καί περί τόν λαόν τήν κηδεμονία. Περί μέν τούς κατοιχομένους φιλανθρωπίαν ἐπεδείξατο, μή κινήσας αὐτῶν τά ὀστᾶ, ἀλλ’ ἀφείς ἐπί τοῦ τόπου μένειν· περί δέ τούς μάρτυρας τιμήν, ἀπαλλάξας αὐτούς τοῦ πονηροῦ γειτονήματος· περί δέ τόν λαόν κηδεμονίαν, οὐκ ἀφείς αὐτούς μετά διακρίσεως ποιεῖσθαι τάς εὐχάς».
Ἐδῶ διαπιστώνομε ὅτι ὁ διαχωρισμός ἀκόμη καί τῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων καί τῶν αἱρετικῶν, πού ἦταν θαμμένα στή γῆ, ἐκρίθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας ἀναγκαῖος καί ἐπαινεῖται ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο, διά νά μήν ὑπάρχη οὐδεμία κοινωνία Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, ἔστω καί ἀπό αὐτήν τήν γειτνίασι, τήν ὁποία ὁ ἅγιος ἀποκαλεῖ πονηρά, ἐπειδή προφανῶς  ὠφελεῖ καί ἐξυπηρετεῖ τούς αἱρετικούς.
        
ν κατακλεῖδι, ἐπειδή προφανῶς οἱ Ἀντιοικουμενιστές στεροῦνται ἁγιογραφικῶν ἐρεισμάτων πρός κατοχύρωσι τῶν θέσεων καί θεωριῶν των, θά τούς προτείναμε ἐμεῖς ἕνα ἁγιογραφικό χωρίο στό ὁποῖο δύνανται νά στηριχθοῦν, προκειμένου νά μήν μείνουν χωρίς ἁγιογραφική κατοχύρωσι. Πρόκειται γιά τό χωρίον τῆς παραβολῆς τοῦ σίτου καί τῶν ζιζανίων (Ματθ. ιγ΄, 24-30), εἰς τό ὁποῖο ἀπέτρεψε ὁ Κύριος τήν ἐκρίζωσι τῶν ζιζανίων καί τά ἄφησε νά συναυξάνωνται  μέ τόν σίτο:
«Ἄλλην παραβολήν παρέθηκεν αὐτοῖς λέγων∙ ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ σπείραντι καλόν σπέρμα ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ. Ἐν δέ τῷ καθεύδειν τούς ἀνθρώπους  ἦλθεν αὐτοῦ ὁ ἐχθρός καί ἔσπειρε ζιζάνια ἀνά μέσον τοῦ σίτου καί ἀπῆλθεν. ὅτε δέ ἐβλάστησεν ὁ χόρτος καί καρπόν ἐποίησε, τότε ἐφάνη καί τά ζιζάνια. προσελθόντες δέ οἱ δοῦλοι τοῦ οἰκοδεσπότου εἶπον αὐτῷ∙ κύριε, οὐχί καλόν σπέρμα ἔσπειρας ἐν τῷ σῷ ἀγρῷ; πόθεν οὖν ἔχει ζιζάνια; ὁ δέ ἔφη αὐτοῖς∙ ἐχθρός ἄνθρωπος τοῦτο ἐποίησεν. οἱ δέ δοῦλοι εἶπον αὐτῷ∙ θέλεις οὖν ἀπελθόντες συλλέξωμεν αὐτά; ὁ δέ ἔφη∙ οὔ, μήποτε συλλέγοντες τά ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σῖτον. ἄφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ, καί ἐν καιρῷ τοῦ θερισμοῦ ἐρῶ τοῖς θερισταῖς∙ συλλέξατε πρῶτον τά ζιζάνια καί δήσατε αὐτά εἰς δέσμας πρός τό κατακαῦσαι αὐτά, τόν δέ σῖτον συναγάγετε εἰς τήν ἀποθήκην μου».
Βεβαίως ἡ παραβολή αὐτή, σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται στόν κόσμο καί ὄχι στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀκόμη κι αὐτό τούς ἐκφράζει πλήρως, διότι διά τῆς εἰσαγωγῆς τῆς αἱρέσεως στήν Ἐκκλησία, αὐτή μεταβάλλεται σέ κόσμο, ὁ ναός χάνει κάθε ἱερότητα καί ἀποχωρεῖ ὁ φύλακας ἄγγελος ἐξ αὐτοῦ, σύμφωνα καί μέ τόν Μ. Βασίλειο.
         Σέ μία ἴσως προσεχῆ μικρά μελέτη μας θά παρουσιάσωμε τά λειτουργικά κείμενα, τίς λειτουργικές αἰτήσεις καί εὐχές, οἱ ὁποῖες καί αὐτές ἀπαιτοῦν καί ὑπαινίσσονται τήν ἀποτείχισι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς.


                                           Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

Πηγή 

No comments:

ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΙΟΣ

Δέν θά σέ ἀρνηθῶμεν ὦ φίλη Ὀρθοδοξία!

Δέν θά σέ ἀπαρνηθῶμεν ὦ πατροπαράδοτον σέβας!

Δέν ἀποχωριζόμεθα ἀπό σέ, ὦ μῆτερ εὐσέβεια!

Ἐντός σοῦ ἐγεννήθημεν καί διά ἐσέ ζῶμεν καί μετά σοῦ θα κοιμηθῶμεν.

Εἴθε νά τό καλέσῃ ὁ καιρός! καί μυριάκις ὑπέρ σοῦ θά ἀποθάνωμεν· διότι ἐκεῖνος ὁποῦ συμφιλιάζει μέ τούς ἐχθρούς τοῦ βασιλέως δέν δύναται νά εἶναι φίλος τοῦ βασιλέως!

Ὁ ἀπαρνούμενος διά νεύματος μόνον τόν Θεόν ὑπόκειται εἰς ἀπώλειαν καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέ τόν λόγον, μέ τόν τρόπον καί διά γραμμάτων κινδυ­νεύει περί τήν πίστιν, πῶς θά εἶναι Ὀρθόδοξος; ».

Η Αντιμετώπιση του Οικουμενισμού

Η Αντιμετώπιση του Οικουμενισμού

Χρυσόστομος Σμύρνης

Χρυσόστομος Σμύρνης

Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης

Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης