Friday, October 23, 2015

Η Αγία Γραφή για την άμεση απομάκρυνση από τους Οικουμενιστές, Ζ΄ Μέρος, τελευταίο (του π. Ευθ. Τρικαμηνά).

Η Αγία Γραφή για την άμεση απομάκρυνση από τους Οικουμενιστές, 

Ζ΄ Μέρος, τελευταίο (του π. Ευθ. Τρικαμηνά).












Μέρος Ζ΄.
Πικρὲς ἀλήθειες περικλείει γιὰ τοὺς ἀντι-Οἰκουμενιστές, ὁ ἐπίλογος τοῦ π. Εὐθυμίου! Ἀλήθειες ποὺ κατοχυρώνονται θαυμάσια μὲ ἕνα κείμενο τοῦ Μ. Βασιλείου, ἀλλὰ καὶ ἕνα ἐπίσης καταπληκτικὸ (καὶ ἄγνωστο στοὺς πολλούς) κείμενο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὡς πρὸς τὴν στάση μας ἔναντι τῶν αἱρετικῶν.
Νὰ εὐχηθοῦμε, ὅσοι Ποιμένες καὶ πιστοί, δὲν ἔχουν ὑποταγεῖ ἀκόμα ὁλοκληρωτικὰ στὶς οἰκουμενιστικὲς ἰδέες περὶ ἀδιάκριτης ὑποταγῆς σὲ Οἰκουμενιστές, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀγωνιοῦν, καὶ προβληματίζονται, καὶ προσεύχονται,παρακαλώντας τὸν Κύριο νὰ τοὺς δείξει δρόμο ἀληθείας στὴν ἐσχατολογικὴ πανσύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ, νὰδιακρίνουν τὴν ἀλήθεια, αὐτὴ ποὺ ἀβιάστως ἐκχυλίζει ἀπὸ τὰ ἁγιοπατερικὰ κείμενα ποὺ συγκέντρωσε στὴν μελέτη αὐτὴ ὁ π. Εὐθύμιος.
«Ἐσχάτη ὥρα ἐστίν, καὶ καθὼς ἠκούσατε ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν» (1Ἰωάν. 2, 18)!
Π.Σ.

Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ

        








Εἶναι βέβαιο ὅτι, ἄν αὐτή τήν ἐργασία, τῆς συγκεντρώσεως τῶν χωρίων, τά ὁποῖα διδάσκουν τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς πάσης φύσεως αἱρετικούς, τήν παρουσιάζαμε σέ μία παλαιότερη ἐποχή, τότε δηλαδή πού ἦταν ζωντανή ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων καί ἀνύστακτο τό ἐνδιαφέρον γιά τά θέματα τῆς Ἐκκλησίας καί δή τῆς πίστεως,  θά παρεξενεύοντο καί θά ἐγελοῦσαν οἱ ἄνθρωποι αὐτῆς τῆς ἐποχῆς γιά τό περιττό κι αὐτονόητο τῆς ἐργασίας αὐτῆς, ἐπειδή θά ἦτο σάν νά προσπαθούσαμε νά τούς ἀποδείξωμε ὅτι ὑπάρχει νύκτα καί ἡμέρα, γῆ στερεά καί θάλασσα.

Σήμερα ὅμως πού διερχόμεθα τήν ἐποχή τῆς ἀμφισβητήσεως τῶν πάντων, ἀκόμη καί τῶν αὐτονοήτων καί πασιφανῶν, σήμερα πού ἐψύγη, ὄχι μόνον ἡ ἀγάπη, ἀλλά καί ἡ πίστις καί δή τό ἐνδιαφέρον διά τά θέματα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς αἱρέσεως, σήμερα πού ἔχομε ἐφεύρει ἄλλους δρόμους συμβιβασμοῦ καί συνυπάρξεως μετά τῶν αἱρετικῶν, ἐφησυχασμοῦ καί βολέματος, δρόμους χωρίς σταυρό καί προσωπική εὐθύνη διά τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως, σήμερα λοιπόν, αὐτό τό περιττό, ὡς αὐτονόητο δι’ ἄλλες ἐποχές, εἶναι ἴσως ἀναγκαῖο περισσότερο ἀπό ὁ,τιδήποτε ἄλλο.
Εἶναι ἀναγκαῖο γιά τόν ἐπιπλέον λόγο ὅτι ἡ αἵρεσις τῆς ἐποχῆς μας εἶναι αἵρεσις τῶν ἐσχάτων χρόνων, πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἡ αἵρεσις αὐτή ὄχι μόνον δέν θά καταδικασθῆ, ἀλλά θά προάγεται συνεχῶς, ἐπειδή θά συμπορεύεται μέ τά κελεύσματα τῆς Ν. Ἐποχῆς καί τῆς Παγκοσμιοποιήσεως καί, κυρίως, ἐπειδή ἡ ἴδια ἡ αἵρεσις θά ἐνδυθῆ τό προσωπεῖο τῆς Ἐκκλησίας καί θά ὁδηγήση τούς Χριστιανούς εἰς τήν Πανθρησκεία, τό σφράγισμα καί τόν Ἀντίχριστο.
     Τό συμπέρασμα λοιπόν ἀπό τά ἁγιογραφικά χωρία πού ἐπαρουσιάσαμε, καί ἀπό δεκάδες ἄλλα πού παραλείψαμε, εἶναι ὅτι παντοῦ ὁ Θεός μέσα στήν Ἁγία Γραφή διδάσκει τήν πλήρη καί ἄμεση ἀπομάκρυνσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς. Ἀντιθέτως, οἱ Ἀντιοικουμενιστές σήμερα διδάσκουν τήν συνύπαρξι, τήν συμπόρευσι καί τόν συναγελασμό μέ τούς αἱρετικούς “ἄχρι καιροῦ”καί μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, καί μάλιστα σέ σημεῖο πού οἱ μέν αἱρετικοί ὡς ποιμένες καί Ἐπίσκοποι νά κατευθύνουν τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ αἱρετικοί νά παίρνουν ἀποφάσεις γιά τό δέον γενέσθαι, οἱ αἱρετικοί νά ὁδηγοῦν καί κατευθύνουν τούς Ὀρθοδόξους, οἱ δέ Ὀρθόδοξοι νά παραμένουν ἐνσωματωμένοι μέ τούς αἱρετικούς ἐξαιτίας δῆθεν τοῦ φόβου τῆς δημιουργίας σχίσματος.
     Συμβαίνει λοιπόν σήμερα στήν Ἐκκλησία αὐτό τό ἄκρως λυπηρό καί ἄξιον πολλῶν δακρύων, τό ὁποῖο συμβαίνει καί στά πολιτικά δρώμενα καί ἔχει σχέσι μέ τήν πατρίδα μας. Ὅπως δηλαδή, οἱ πολιτικοί μας ἡγέτες ἔχουν προδώσει τήν ἀποστολή των, κατέστησαν ἐπίορκοι καί κατευθύνονται ἀπό ξένα κέντρα, ἐχθρικά πρός τήν πατρίδα καί τό ἔθνος μας, καί ὑπογράφουν ὅ,τι αὐτά τά κέντρα τούς διατάξουν, καί νομοθετούν ὅ,τι ἐξυπηρετεῖ τούς ἐχθρούς μας, κ.λπ. κ.λπ., ἔτσι ἀπαραλλάκτως συμβαίνει καί μέ τούς ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καί αὐτοί προδώσει τήν ἀποστολή των, κατευθύνονται κι αὐτοί ἀπό τά ἴδια ξένα κέντρα ἐξουσίας, ἐχθρικά πρός τήν Ἐκκλησία καί τήν Ὀρθοδοξία, λαμβάνουν ἀποφάσεις ἀντίθετες πρός τήν Ἁγία Γραφή, ὅπως ἐξυπηρετοῦνται οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως, νομοθετοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές πού λαμβάνουν ἀπό αὐτούς κ.λπ.
Οἱ Ἀντιοικουμενιστές δέ, ἔχουν ἀναλάβει τήν στήριξί των, ἔχουν ἀναλάβει τό ἔργο τῆς ἐκτονώσεως τῶν ἀντιδράσεων, δίκην λιμενοβραχίονος, στόν ὁποῖον ξεσποῦν τά ἀφρίζοντα κύματα· διά μέσου τῶν γραπτῶν διακηρύξεων, τῶν ὁμολογιῶν καί δή τοῦ χαρτοπολέμου, ἔχουν ἀναλάβει τήν θεολογική καί θεωρητική ἀλλαγή τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὥστε αὐτή ἀπό ὁμολογιακή, σταυρική καί μαρτυρική νά μεταλλαχθῆ σέ συμβιβαστική, ἐκκοσμικευμένη καί ἐφησυχαστική. Ἔχουν ἀναλάβει, τήν προσωπική εὐθύνη ἑκάστου γιά τήν προαγωγή τῆς αἱρέσεως, νά τήν μεταφέρουν στούς ἔχοντας τά ἐκκλησιαστικῶς ἀξιώματα, δηλαδή στούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές· τήν συμμετοχή στήν αἵρεσι καί τόν μολυσμό νά τά ἀπαλείψουν ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί τήν συνείδησι τῶν πιστῶν ἤ νά τά παρουσιάσουν ὡς ἁπλό κρυολόγημα, καί τό σχίσμα ὡς καρκίνο, ἐνῶ οἱ Πατέρες  διακελεύουν τό ἀντίθετο.

    Εἶναι ὄντως πρωτόγνωρο καί ἀνεπανάληπτο στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας νά διδάσκωμε σήμερα θεωρίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν σχέσι μέ τήν πίστι καί τήν στάσι τῶν πιστῶν ὡς πρός τήν αἵρεσι, χωρίς καμμία, ἀπολύτως καμμία ἁγιογραφική καί πατερική κατοχύρωσι καί ἐνῶ μάλιστα βλέπουμε, ὅτι σύσσωμη ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων ὁμιλοῦν καί διδάσκουν μέ φρικτά ἐπιτίμια ἀκριβῶς τό ἀντίθετο.
         Ἐδῶ ἔγκειται καί ἡ κακή προαίρεσις, ἡ ὑστεροβουλία καί ἡ ὑποκρισία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, διότι, ἄν ὑπῆρχε ἀγαθή προαίρεσις, μετά ἀπό ὅλα, ὅσα ἔχουν εἰπωθῆ, μετά τόσες διενέξεις, ἀντεγκλήσεις, ἀντιπαραθέσεις καί γραπτά κείμενα, θά ἐπροβληματίζοντο σοβαρῶς γιά τό θέμα που ἔχει δημιουργηθῆ καί θά ἔκαναν ὅ,τι καί οἱ Ἅγιοι διά μέσου τῶν αἰώνων: θά κατέφευγον στὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί θά ἀπεδείκνυαν τήν τυχόν λανθασμένη τοποθέτησί μας, α) διά να προφυλάξουν τούς πιστούς ἀπ’ αὐτήν, β) ἀλλά καί νά προφυλάξουν καί μᾶς ἐξ ἀγάπης, ἀπό τό βάραθρο τῆς πλάνης, ὥστε νά διορθωθοῦμε (κάτι πού ἐπανειλημμένως τούς παρακαλέσαμε νά κάνουν). Ἤ, ἄν ἀπό τήν ἔρευνά των αὐτή διεπίστωναν τήν ἀπουσίαν τῶν σχετικῶν χωρίων πού θα δικαιολογοῦσε τίς θέσεις των, ἔντιμα καί ταπεινά νά διόρθωναν τήν στάσι των, ἐφ’ ὅσον δέν ἠδυνήθησαν νά τήν στηρίξουν ὄχι διά τῶν ἰδικῶν των συλλογισμῶν, ἀλλά ἁγιογραφικῶς καί πατερικῶς. Δέν ἔπραξαν ὅμως, οὔτε το ἕνα, οὔτε το ἄλλο.
 Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ἐπιμένουν ἀσυζητητί καί εἰς πεῖσμα τῶν
Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων, αὐτό ἐμεῖς τό ἑρμηνεύομε ὡς κακή προαίρεσι καί ὡς συνδιαλλαγή καί συνεργασία μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές. Εἴθε ὅμως, στό σημεῖο αὐτό νά κάνωμε λάθος καί νά μᾶς ἀποδείξουν ὅτι ἔχουν διαφορετικά τά πράγματα.
            Πάντως ἔχει καταστεῖ σαφές καί κατανοητό, γιατί μέχρι τώρα, καί ἐπί σειρά ἐτῶν, δέν ἀπαντοῦν οἱ Ἀντιοικουμενιστές στίς ἐρωτήσεις πού ἐπανειλημμένως τούς ἐθέσαμε, ὅσον ἀφορᾶ στήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία, ἡ ὁποία κατοχυρώνει ἤ ἔστω συνηγορεῖ στίς θεωρίες των.
Τό κακό εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι εἶναι ὅτι ἄν κάποτε ἀνανήψουν καί θελήσουν νά εὐθυγραμμίσουν τήν πορεία των μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, δέν θά ὑπάρχη πλέον τό ἔμψυχο ὑλικό, τό ὁποῖο θά τούς στηρίξη καί θά ὑπερμαχήση τῶν θεμάτων τῆς πίστεως, ὥστε νά ὑπάρξη ἀποκατάστασις καί ἀναλαμπή τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί αὐτό θά συμβῆ ἐξ αἰτίας τοῦ ἐθισμοῦ καί τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ φρονήματος τῶν Ὀρθοδόξων, ἐπειδή πλέον θά ἔχουν συνηθίσει καί θά ἀντιλαμβάνωνται τήν Ὀρθοδοξία μέσα στόν συμβιβασμό καί τήν συνύπαρξι μέ τήν αἵρεσι. Εἶναι ὡς ἐκ τούτου γεγονός, καί πρέπει δεόντως νά τό ἐπισημάνωμε, ὅτι το μεγαλύτερο κακό στό ὁποῖο συνήργησαν, καί συνεχίζουν νά συνεργοῦν ἀκόμη καί σήμερα οἱ Ἀντιοικουμενιστές, εἶναι ὅτι κατ’ οὐσίαν καταργοῦν τόν σταυρό καί τό μαρτύριο διά τά θέματα τῆς πίστεως, τά ὁποῖα ἐπί αἰῶνες διετήρησε ἡ Ἐκκλησία ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ καί, ἀντ’ αὐτοῦ, εἰσάγουν τήν δῆθεν διάκρισι γιά ἀποφυγή τοῦ σχίσματος καί τίς ἄκαιρες  καί ἀνούσιες ὁμολογίες μέ χαρτοπόλεμο.
         Πρέπει ἀκόμη νά ὁμολογήσωμε ὅτι πρώτη φορά συμβαίνει νά κηρύσσεται διδασκαλία, νά χαράσσεται γραμμή καί πορεία ἐν καιρῷ αἱρέσεως, κατά τήν γνώμη μας αἱρετική καί ἄκρως ἐπιβλαβής καί ψυχοκτόνος διά τούς Ὀρθοδόξους καί ἀντίθετος εἰς ὅλη τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι (ἐννοοῦμε αὐτήν, τήν ἐκ μέρους τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, μέ τήν μορφή τῆς στάσεως καί διδασκαλίας τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν) χωρίς ἁγιογραφική καί πατερική κατοχύρωσι, ἀλλά στηριζομένη ἀποκλειστικά στόν ὀρθολογισμό  καί οὐσιαστικά στό πουθενά.
     Ὅλοι οἱ αἱρετικοί ἀνά τούς αἰῶνας προσπαθοῦσαν νά κατοχυρώσουν τίς αἱρέσεις των πρωτίστως στήν Ἁγία Γραφή (φυσικά παρερμηνεύοντάς την) ἤ καί στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ὅπως οἱ Μονοφυσίτες στόν λόγο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου «Μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη». Ἀκόμη καί ὁ διάβολος, στούς πειρασμούς πού ὑπέβαλε στόν Κύριο στήν ἔρημο μετά τήν τεσσαρακονθήμερη νηστεία, προσπάθησε νά κατοχυρώση καί ἁγιογραφικῶς τή στάσι Του: «καὶ λέγει αὐτῷ, εἰ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτὸν κάτω· γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ, καὶ ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου» (Ματθ. 4, 6).Καί ὁ Κύριος ἐκ τοῦ ἀντιθέτου σέ κάθε πειρασμό πού Τοῦ προκαλοῦσε καί Τόν ὠθοῦσε ὁ διάβολος, ἀντέτασσε τήν διδασκαλία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εὑρίσκεται μέσα στήν Ἁγία Γραφή.  Δέν εἶπε δηλαδή ἁπλῶς: «ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ»,  ἀλλά συνέχισε, στηρίζοντας ἁγιογραφικῶς τήν στάσι Του: «γέγραπται γάρ, Κύριον τόν Θεόν σου προσκυνήσῃς καί αὐτῷ μόνῳ λατρεύσῃς» (Ματθ. 4,10). Τό ἴδιο παρατηροῦμε, κατά μίμησι τοῦ διδασκάλου των, νά πράττουν καί οἱ Ἅγιοι· ὅ,τι δηλαδή ἐδίδασκον ἤ ἔπραττον, εἰδικά εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, τό ἐστήριζαν ἁγιογραφικῶς πρωτίστως, καί ἑπομένως πατερικῶς. Ἔτσι μόνον ἡ διδασκαλία των εἶχε τό ἀπλανές καί τό βέβαιο.
  Τοιουτοτρόπως θά ἔπρεπε νά πράξουν καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές, εὐθύς ἐξ ἀρχῆς, χωρίς κἄν νά τούς τό ζητήσωμε ἐμεῖς, ἄν φυσικά ἦταν καθαρή, ἄμεμπτος καί εἰλικρινής ἡ στάσις των. Αὐτό δηλαδή τό ὁποῖο ἔπραξε ὁ Κύριος, οἱ Ἅγιοι ἅπαντες, οἱ αἱρετικοί, ἀκόμη καί ὁ διάβολος, ἔπρεπε νά τό εἶχαν πράξει καί αὐτοί. Δι’ αὐτό, ἐπισημαίνομε, δέν εἶναι μόνον αἱρετικές οἱ θέσεις των, στερούμενες ἁγιογραφικῆς καί πατερικῆς στηρίξεως, ἀλλά καί ὁ τρόπος ὅλης τῆς στάσεώς των, καί ἡ ὑπουλότης μέ τήν ὁποία εἰσάγουν τίς θεωρίες των καί ἡ ὑποκρισία πού τούς διακατέχει, ἐπειδή, ἀφ’ ἑνός μέν ἀποφεύγουν τεχνηέντως νά στηρίξουν ἁγιογραφικῶς καί πατερικῶς τίς θεωρίες των, ἀφ’ ἑτέρου δέ παρουσιάζονται ὡς διακριτικοί καί συνετοί, ὡς ἀκολουθοῦντες τούς συγχρόνους γέροντες, ὡς ἀποφεύγοντες τό ἀσυγχώρητο ἔγκλημα τοῦ σχίσματος κ.λπ., ἐνῶ κατ’ οὐσίαν βολεύονται, βολεύουν καί ἐπαναπαύουν καί τούς ἄλλους, ὅλους ὅσους ἐξυπηρετοῦνται ἀπό τίς θεωρίες των.
         Πρίν κλείσουμε τόν μικρό αὐτόν ἐπίλογο, θά ἐπικαλεσθοῦμε τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ φωστῆρος τῆς οἰκουμένης, σχετικά μέ τήν ἁγιογραφική κατοχύρωσι ὅσων λέγομε ἤ πράττομε. Αὐτή φυσικά ἡ διδασκαλία τοῦ μεγάλου φωστῆρος ἰσχύει πρωτίστως γιά τά θέματα τῆς πίστεως. Ἐρωτήθηκε λοιπόν ἄν ἐπιτρέπεται ἤ εἶναι συμφέρον σέ κάποιον γιά τόν ἑαυτόν του, νά διδάσκη ὅσα νομίζει ὅτι εἶναι καλά, χωρίς τήν μαρτυρία τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν. Ἡ ἀπάντησις τοῦ Ἁγίου εἶναι καταλυτική καί θά πρέπει νά τήν λάβωμε ὅλοι μας ὑπ’ ὄψιν, ἄν δέν θέλωμε νά ἐκτροχιασθοῦμε σέ αἱρετικά μονοπάτια, μόνο καί μόνο ἐπειδή δέν στηριζόμεθα στήν θεόπνευστη Γραφή. Παραθέτουμε κατωτέρω ὅλη τήν ἀπάντησι τοῦ ἁγίου ἀπό τά ἀσκητικά του κείμενα, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπό ἁγιογραφικά χωρία, προκειμένου νά στηρίξη τήν διδασκαλία του:
«Ἐρώτησις Α΄: Εἰ ἔξεστιν, ἤ συμφέρει τινὶ ἑαυτῷ, ἐπιτρέπειν, καὶ ποιεῖν ἤ λέγειν ἃ νομίζει καλά, ἄνευ τῆς μαρτυρίας τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν»
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ. Τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ λέγοντος περὶ μὲν τοῦ ἁγίου Πνεύματος· Οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ' ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὅσα ἂν ἀκούσῃ, ταῦτα λαλήσει· περὶ δὲ ἑαυτοῦ· Οὐ δύναται ὁ Υἱὸς ποιεῖν ἀφ' ἑαυτοῦ οὐδέν· καὶ πάλιν· Ὅτι ἐγὼ ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα, ἀλλ' ὁ πέμψας με Πατήρ, αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε, τί εἴπω, καὶ τί λαλήσω· καὶ οἶδα, ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ ζωὴ αἰώνιός ἐστιν· ἃ οὖν λαλῶ ἐγώ, καθὼς εἴρηκέ μοι ὁ Πατὴρ, οὕτω λαλῶ· τίς ἂν εἰς τοσαύτην ἐξέλθῃ μανίαν, ὥστε ἀφ' ἑαυτοῦ τολμῆσαί τι καὶ μέχρις ἐννοίας λαβεῖν, ὃς ὁδηγοῦ μὲν τοῦ ἁγίου καὶ ἀγαθοῦ Πνεύματος χρείαν ἔχει, ἵνα κατευθυνθῇ εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἀληθείας κατά τε νοῦν καὶ λόγον, καὶ πρᾶξιν, τυφλὸς δὲ καὶ ἐν σκότει διάγει, ἄνευ τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ φωτίζοντος, ὥσπερ ἀκτῖσι, ταῖς ἑαυτοῦ ἐντολαῖς; Ἡ γὰρ ἐντολὴ Κυρίου, φησί, τηλαυγής, φωτίζουσα ὀφθαλμούς.  Ἐπειδὴ δὲ τῶν ἐν ἡμῖν στρεφομένων πραγμάτων ἢ ῥημάτων τὰ μέν ἐστιν ὑπὸ τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ ἁγίᾳ Γραφῇ διεσταλμένα, τὰ δὲ σεσιωπημένα· περὶ μὲν τῶν γεγραμμένων οὐδεμία ἐξουσία δέδοται καθόλου οὐδενί, οὔτε ποιῆσαί τι τῶν κεκωλυμένων, οὔτε παραλεῖψαί τι τῶν προστεταγμένων, τοῦ Κυρίου ἅπαξ παραγγείλαντος, καὶ εἰπόντος· Καὶ φυλάξῃ τὸ ῥῆμα ὃ ἐντέλλομαί σοι σήμερον· οὐ προσθήσεις ἐπ' αὐτῷ, καὶ οὐκ ἀφελεῖς ἀπ' αὐτοῦ. Φοβερὰ γάρ τις ἐκδοχὴ κρίσεως, καὶ πυρὸς ζῆλος ἐσθίειν μέλλοντος τοὺς τοιοῦτόν τι τολμῶντας· περὶ δὲ τῶν σεσιωπημένων κανόνα ἡμῖν ἐξέθετο ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἰπών· Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ' οὐ πάντα οἰκοδομεῖ. Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος. Ὥστε παντὶ λόγῳ ἐπάναγκες ᾖ ἢ τῷ Θεῷ ὑποτάσσεσθαι κατὰ τὴν ἐντολὴν αὐτοῦ, ἢ ἄλλοις διὰ τὴν ἐντολὴν αὐτοῦ. Γέγραπται γάρ· Ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Κύριός φησιν· Ὁ θέλων ἐν ὑμῖν εἶναι μέγας, ἔστω πάντων ἔσχατος, καὶ πάντων δοῦλος· ἀπηλλοτριωμένος δηλονότι τῶν ἰδίων θελημάτων κατὰ μίμησιν αὐτοῦ τοῦ Κυρίου λέγοντος· Καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός» (Ε.Π.Ε. 9, 12,9).
         Εἶναι ὄντως ἀξιοθαύμαστη ἡ ἀκρίβεια τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων καί ἡ ἁγιογραφική της κατοχύρωσι καί τό σημαντικό, στήν προκειμένη περίπτωσι, εἶναι ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος θεωρεῖ ὅτι εἶναι μανία καί τρέλα, ὄχι μόνο νά διδάσκη κάποιος αὐθαίρετα ὁ,τιδήποτε, χωρίς τήν κατοχύρωσι τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς, ἀλλά ἁπλῶς καί νά διανοηθῆ νά τό πράξη: «τίς ἄν εἰς τοσαύτην ἐξέλθῃ μανίαν ὥστε ἀφ’ ἑαυτοῦ τολμῆσαί τι και μέχρις ἐννοίας λαβεῖν...». Αὐτός ἐπίσης, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο, εἶναι τυφλός διότι δέν δέχεται νά φωτισθῆ ἡ διάνοιά του ἀπό τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης: «τυφλός δέ καί ἐν σκότει διάγει ἄνευ τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
         Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἅγιος διδάσκει, μέ ἁγιογραφική πάντοτε κατοχύρωσι, ὅτι δέν ἔχει κανείς ἐξουσία ἤ δικαίωμα νά πράξη κάτι ἀπό αὐτά πού ἀπαγορεύει ἡ Ἁγία Γραφή, οὔτε ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, νά παραλείψη κάτι ἀπό αὐτά πού ἡ Ἁγία Γραφή ἐπιτάσσει: «περί τῶν γεγραμμένων οὐδεμία ἐξουσία δίδοται καθόλου (δηλαδή καθ’ ὁλοκληρίαν, ἀπολύτως) οὐδενί (εἰς τόν οἱονδήποτε) οὔτε ποιῆσαί τι τῶν κεκωλυμένων  οὔτε παραλείψαί τι τῶν προστεταγμένων». Αὐτοί πού τολμοῦν κάτι τέτοιο, συνεχίζει ὁ ἅγιος, θά πᾶνε στήν κόλασι:«"φοβερά γάρ τις ἐκδοχή κρίσεως καί πυρός ζῆλος ἐσθίειν μέλλοντος" τούς τοιοῦτόν τι τολμῶντας».
         Τελικῶς διδάσκει ὁ Ἅγιος ὅτι πρέπει, ἤ νά ὑποτασσώμεθα στόν Θεό τηρῶντας τίς ἐντολές του, ἤ νά ὑποτασσώμεθα στούς ἄλλους χάριν τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ καί ἐφ’ ὅσον, βεβαίως, αὐτοί ἀκολουθοῦν ἤ προστάσσουν αὐτά πού διακελεύται ὁ Θεός: «Ὥστε παντί λόγῳ ἐπάναγκες ᾖ ἤ τῷ Θεῷ ὑποτάσσεσθαι κατά τήν ἐντολήν αὐτοῦ ἤ ἄλλοις διά τήν ἐντολήν αὐτοῦ».
Ἄς μελετήσουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές λοιπόν,  ἄν ὄχι τήν διδασκαλία τοῦ Θεοῦ, τουλάχιστον τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, διά νά διαπιστώσουν ὅτι ἡ μή ἁγιογραφική κατοχύρωσις τῶν θεωριῶν τους εἶναι πλάνη, καί αἵρεσις, καί μανία, καί τρέλα, καί τυφλότης, καί σκότος ἀμέτρητο.
         Ὡς ἐπιδόρπιο καί ἕνα, τροπόν τινά γλύκισμα, αὐτῆς τῆς μελέτης θά παραθέσωμε ἕνα γεγονός ἀπό τή διδασκαλία τῆς πλούσιας χρυσοστομικῆς τράπεζας. Πρόκειται γιά τό γεγονός τῆς μεταθέσεως τῶν λειψάνων  τῶν ἁγίων Μαρτύρων  ἀπό τήν Ἀντιόχεια σέ ἄλλο μέρος, ἐπειδή αὐτά εὑρίσκοντο θαμμένα μαζί μέ λείψανα αἱρετικῶν. Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο παραθέτωμε τή διήγησι αὐτή καί ὁ σκοπός μας εἶναι νά καταδείξωμε τήν σκέψι καί διάθεσι τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι δέν ἤθελαν, ὄχι μόνο αὐτοί νά συναγελάζωνται  μέ αἱρετικούς, ἀλλά οὔτε κἄν τά λείψανα τῶν Ἁγίων νά εὑρίσκωνται πλησίον τῶν λειψάνων τῶν αἱρετικῶν.
         Ἡ ὁμιλία, ἡ ὁποία παρουσιάζει τό γεγονός αὐτό εἶναι στήν Ἀνάληψι τοῦ Κυρίου, εἰπώθηκε στήν Ἀντιόχεια, ὅταν ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἦτο ἀκόμη πρεσβύτερος καί φέρει τόν ὑπότιτλο: «Ἐλέχθη ἐν τῷ μαρτυρίῳ τῆς Ρωμανησίας, ἔνθα μαρτύρων σώματα, ὑπὸ τό ἔδαφος κείμενα ἐγγύς λειψάνων αἱρετικῶν, ἀνηνέχθησαν, καί ἄνω κατ’ ἰδίαν ἐτάφησαν» (Ε.Π.Ε. 36, 200).
Ἡ Ρωμανησία ἦτο προάστιο τῆς Ἀντιοχείας καί προφανῶς ἐκεῖ εἶχαν μαρτυρήσει  κάποιοι Ἅγιοι καί εἶχαν ταφῆ ἀπό τά χρόνια τῶν διωγμῶν καί, ἐν συνεχείᾳ, οἱ αἱρετικοί στό ἴδιο μέρος ἔθαψαν καί δικά των λείψανα, εἴτε ἁγίων τους, εἴτε πιστῶν. Ἡ ἀνάμειξις αὐτή σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, εἴτε λειψάνων, εἴτε ἐκκλησιαστικοῦ συναγελασμοῦ, εἴτε κειμένων κ.λπ. ἐπιχειρεῖται πάντοτε ἀπό τούς αἱρετικούς· διότι τοιουτοτρόπως παίρνουν ἀξία αὐτοί (καί ὠφελοῦνται τά μέγιστα ἀπό αὐτόν τόν συναγελασμό καί συγχρωτισμό) μέ τό νά παρουσιάζωνται καί αὐτοί καί νά τιμῶνται ὡς Ὀρθόδοξοι, προκαλώντας σύγχυσι στούς Ὀρθοδόξους.  Τέτοιον π.χ. συναγελασμό ἐπιδιώκουν σήμερα οἱ Παπικοί καί οἱ Προτεστάντες μέ τούς Ὀρθοδόξους γιά τούς λόγους πού ἀναφέραμε, ἀλλά καί οἱ Οἰκουμενιστές μέ τούς Ἀντιοικουμενιστές καί τούς Ὀρθοδόξους, διά νά παρουσιάζωνται καί αὐτοί ὡς Ὀρθόδοξοι.
         Ἀρχίζοντας αὐτή τήν ὁμιλία στήν Ἀνάληψι τοῦ Κυρίου ὁ Χρυσόστομος ἅγιος κάνει ἀναφορά στό γεγονός αὐτό τοῦ διαχωρισμοῦ τῶν λειψάνων τῶν Ὀρθοδόξων ἁγίων ἀπό τούς αἱρετικούς: «Εἰ γάρ καί πρό τούτου ἔδει πρός τούς γενναίους τούτους τῆς εὐσεβείας ἀθλητάς τρέχειν, ὅτε ὑπὸ τὸ ἔδαφος ἔκειντο· πολλῷ μᾶλλον νῦν τοῦτο ποιεῖν χρή, ὅτε καθ’ ἑαυτούς οἱ μαργαρῖται, ὅτε ἀπηλλάγη τῶν λύκων τὰ πρόβατα, ὅτε ἀπέστησαν τῶν νεκρῶν οἱ ζῶντες».
Ἐδῶ ὁ ἅγιος μέ ἀπαράμιλλη πραότητα στιγματίζει τόν διαχωρισμό αὐτόν ὡς ἀναγκαῖο, διότι τά πρόβατα ἔπρεπε νά διαχωρισθοῦν ἀπό τούς λύκους, οἱ ζῶντες ἀπό τούς νεκρούς καί οἱ μαργαρίτες νά τεθοῦν καθ’ ἑαυτούς. Ἡ Ὀρθοδοξία δηλαδή, δέν γνωρίζει τόν συναγελασμό καί τήν συνύπαρξι, πολύ περισσότερο τήν ἐνσωμάτωσι μέ τούς αἱρετικούς, οὔτε καί στά νεκρά καί ἄψυχα σώματα.
         Συνεχίζοντας ὁ Χρυσορρήμων ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Αὐτοῖς μέν γάρ οὐδέ πρό τούτου βλάβη τις ἦν ἀπὸ τῆς κοινωνίας τῆς κατά τήν ταφήν· ὧν γάρ τά πνεύματα ἐν τοῖς οὐρανοῖς, οὐδὲν τά σώματα ἐβλάπτετο ἀπὸ τῆς γειτνιάσεως· ὧν ἡ ψυχή ἐν τῇ χειρί τοῦ Θεοῦ, οὐδέν τά λείψανα  ἀπό τῆς θέσεως ἔπασχεν».
Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ Ἅγιος ὅτι ὑπῆρχε μία κοινωνία τῶν Ἁγίων μέ τούς αἱρετικούς ἀπό τήν γειτνίασι κατά τήν ταφή, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἔβλαπτε τούς Ἁγίους, διότι ἡ ψυχή των εὑρίσκετο κοντά στόν Θεό.
Ἄς ἀναλογισθοῦμε στό σημεῖο αὐτό, ὄχι τήν γειτνίασι, ἀλλά τήν πλήρη ἐκκλησιαστική ἐνσωμάτωσι τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές καί τό γεγονός ὅτι οἱ Ἀντιοικουμενιστές δέν θεωροῦν ὅτι βλάπτονται καί μολύνονται ἀπό αὐτήν τήν συνύπαρξι, λές καί εὑρίσκονται σάν τούς νεκρούς, τά σώματά των στόν τάφο καί οἱ ψυχές των στά χέρια τοῦ Θεοῦ!  Διότι μόνο τότε, σύμφωνα μέ τόν Χρυσόστομο ἅγιο, δέν βλάπτονται τά πρόβατα ἀπό τούς λύκους καί οἱ ζῶντες ἀπό τούς νεκρούς.
Συνεχίζει ὁ Ἅγιος λέγοντας τά ἑξῆς: «Αὐτοῖς μέν οὖν οὐδεμία βλάβη ἦν, οὐδέ πρό τούτου· ὁ δέ λαός ἡμῖν οὐ τήν τυχοῦσαν ζημίαν ὑπέμεινεν ἀπό τῶν τόπων, τρέχων μὲν πρός τά λείψανα τῶν μαρτύρων, μετά τῆς ἀμφιβολίας καί διακρίσεως ποιούμενος τάς εὐχάς διά τό ἀγνοῆσθαι τάς θήκας τῶν ἁγίων, καί ποῦ κεῖνται οἱ θησαυροί οἱ ἀληθινοί. Και ταυτόν ἐγίνετο, ὥσπερ ἄν εἰ ποίμνια προβάτων καθαρῶν ἀπολαῦσαι ρείθρων ἐπειγόμενα ἔρχοιτο μέν ἐπί τάς πηγάς τάς καθαράς, βρώμου δε πόθεν ἐγγύθεν καί δυσωδίας ἐμπεσούσης ἀναχαιτίζοιτο πάλιν· οὕτω καί ἐπί τῆς ποίμνης ταύτης συνέβαινε. Ἐβάδιζεν ὁ λαός πρός τάς καθαράς τῶν μαρτύρων πηγάς·αἰσθανόμενος δέ δυσωδίας αἱρετικῆς ἐγγύθεν ἀνιούσης, ἀνεχαιτίζοντο πάλιν».
Ἐδῶ πάλι μᾶς διδάσκει ὁ χρυσορρήμων ὅτι οἱ Ἅγιοι μέν δέν εἶχαν ὑποστῆ καμμία βλάβη ἀπό τήν γειτνίασι μέ τούς αἱρετικούς, εἶχε ὅμως ὑποστῆ βλάβη ὁ λαός. Ἡ βλάβη αὐτή συνίστατο εἰς τό ὅτι ἐδημιουργεῖτο μία σύγχυσις καί ἀμφιβολία στόν λαό, μέ τό νά μήν δύναται νά διαχωρίση τό καθαρό ἀπό τό βρώμικο, τό ὑγιές ἀπό τό ἄρρωστο, τό νεκρό ἀπό τό ζωντανό κ.λπ. Διότι, ἀναφέρει, ὅτι ἀνακατεύετο ἡ καθαρή πηγή μέ τόν βοῦρκο καί τήν δυσωδία, δηλαδή  κατ’ ἐπέκτασιν θά λέγαμε ἡ ἀλήθεια μέ τό ψεῦδος, τήν ἀπάτη καί τήν αἵρεσι. Αὐτή ἡ ἀνάμειξις καί τό συνονθήλευμα γίνεται πάντοτε εἰς βάρος τῆς ἀληθείας καί τήν ἐπιδιώκουν πάντοτε οἱ αἱρετικοί μέ σκοπό νά παραπλανήσουν τόν λαό.  Οἱ μόνοι, ὅπως φαίνεται, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι δέν βλάπτονται ἀπό αὐτήν τήν συνύπαρξι καί ἐνσωμάτωσι εἶναι οἱ Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι μάλιστα θεωροῦν ὅτι εὑρίσκονται σέ ἀσφάλεια, γιατί δέν δημιουργοῦν σχίσμα.
         Καταλήγοντας ὁ ἅγιος τήν ἀναφορά του στό προεκτεθέν γεγονός, ἀναφέρει: «Ὅπερ οὖν συνειδώς ὁ σοφός οὗτος ποιμήν καί κοινός διδάσκαλος, ὁ πάντα πρός οἰκοδομήν τῆς Ἐκκλησίας οἰκονομῶν, οὐκ ἠνήσχετο μέχρι πολλοῦ ταύτην τήν ζημίαν πειριιδεῖν οὗτος ὁ θερμός ἐραστής καί ζηλωτής τῶν μαρτύρων. Ἀλλά τί ποιεῖ; Θεάσασθαι τήν σοφίαν· τά μέν θολερά καί δυσώδη ρεύματα κατέχωσε καί ἀπέφραξε κάτω, τάς δέ καθαράς τῶν μαρτύρων πηγάς ἐν καθαρῷ χωρίῳ κατέστησε. Καί σκοπεῖτε ὅσην καί περί τούς κατοιχομένους τήν φιλανθρωπίαν ἐπεδείξατο, καί περί τούς μάρτυρας τήν τιμήν, καί περί τόν λαόν τήν κηδεμονία. Περί μέν τούς κατοιχομένους φιλανθρωπίαν ἐπεδείξατο, μή κινήσας αὐτῶν τά ὀστᾶ, ἀλλ’ ἀφείς ἐπί τοῦ τόπου μένειν· περί δέ τούς μάρτυρας τιμήν, ἀπαλλάξας αὐτούς τοῦ πονηροῦ γειτονήματος· περί δέ τόν λαόν κηδεμονίαν, οὐκ ἀφείς αὐτούς μετά διακρίσεως ποιεῖσθαι τάς εὐχάς».
Ἐδῶ διαπιστώνομε ὅτι ὁ διαχωρισμός ἀκόμη καί τῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων καί τῶν αἱρετικῶν, πού ἦταν θαμμένα στή γῆ, ἐκρίθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας ἀναγκαῖος καί ἐπαινεῖται ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο, διά νά μήν ὑπάρχη οὐδεμία κοινωνία Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, ἔστω καί ἀπό αὐτήν τήν γειτνίασι, τήν ὁποία ὁ ἅγιος ἀποκαλεῖ πονηρά, ἐπειδή προφανῶς  ὠφελεῖ καί ἐξυπηρετεῖ τούς αἱρετικούς.
        
ν κατακλεῖδι, ἐπειδή προφανῶς οἱ Ἀντιοικουμενιστές στεροῦνται ἁγιογραφικῶν ἐρεισμάτων πρός κατοχύρωσι τῶν θέσεων καί θεωριῶν των, θά τούς προτείναμε ἐμεῖς ἕνα ἁγιογραφικό χωρίο στό ὁποῖο δύνανται νά στηριχθοῦν, προκειμένου νά μήν μείνουν χωρίς ἁγιογραφική κατοχύρωσι. Πρόκειται γιά τό χωρίον τῆς παραβολῆς τοῦ σίτου καί τῶν ζιζανίων (Ματθ. ιγ΄, 24-30), εἰς τό ὁποῖο ἀπέτρεψε ὁ Κύριος τήν ἐκρίζωσι τῶν ζιζανίων καί τά ἄφησε νά συναυξάνωνται  μέ τόν σίτο:
«Ἄλλην παραβολήν παρέθηκεν αὐτοῖς λέγων∙ ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ σπείραντι καλόν σπέρμα ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ. Ἐν δέ τῷ καθεύδειν τούς ἀνθρώπους  ἦλθεν αὐτοῦ ὁ ἐχθρός καί ἔσπειρε ζιζάνια ἀνά μέσον τοῦ σίτου καί ἀπῆλθεν. ὅτε δέ ἐβλάστησεν ὁ χόρτος καί καρπόν ἐποίησε, τότε ἐφάνη καί τά ζιζάνια. προσελθόντες δέ οἱ δοῦλοι τοῦ οἰκοδεσπότου εἶπον αὐτῷ∙ κύριε, οὐχί καλόν σπέρμα ἔσπειρας ἐν τῷ σῷ ἀγρῷ; πόθεν οὖν ἔχει ζιζάνια; ὁ δέ ἔφη αὐτοῖς∙ ἐχθρός ἄνθρωπος τοῦτο ἐποίησεν. οἱ δέ δοῦλοι εἶπον αὐτῷ∙ θέλεις οὖν ἀπελθόντες συλλέξωμεν αὐτά; ὁ δέ ἔφη∙ οὔ, μήποτε συλλέγοντες τά ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σῖτον. ἄφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ, καί ἐν καιρῷ τοῦ θερισμοῦ ἐρῶ τοῖς θερισταῖς∙ συλλέξατε πρῶτον τά ζιζάνια καί δήσατε αὐτά εἰς δέσμας πρός τό κατακαῦσαι αὐτά, τόν δέ σῖτον συναγάγετε εἰς τήν ἀποθήκην μου».
Βεβαίως ἡ παραβολή αὐτή, σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται στόν κόσμο καί ὄχι στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀκόμη κι αὐτό τούς ἐκφράζει πλήρως, διότι διά τῆς εἰσαγωγῆς τῆς αἱρέσεως στήν Ἐκκλησία, αὐτή μεταβάλλεται σέ κόσμο, ὁ ναός χάνει κάθε ἱερότητα καί ἀποχωρεῖ ὁ φύλακας ἄγγελος ἐξ αὐτοῦ, σύμφωνα καί μέ τόν Μ. Βασίλειο.
         Σέ μία ἴσως προσεχῆ μικρά μελέτη μας θά παρουσιάσωμε τά λειτουργικά κείμενα, τίς λειτουργικές αἰτήσεις καί εὐχές, οἱ ὁποῖες καί αὐτές ἀπαιτοῦν καί ὑπαινίσσονται τήν ἀποτείχισι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς.


                                           Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

Πηγή 

Thursday, October 22, 2015

Η Αγία Γραφή για την άμεση απομάκρυνση από τους Οικουμενιστές, Στ΄ Μέρος (του π. Ευθ. Τρικαμηνά).

Η Αγία Γραφή για την άμεση απομάκρυνση από τους Οικουμενιστές, Στ΄ Μέρος (του π. Ευθ. Τρικαμηνά).














Μέρος Στ΄
26. Β΄ Πέτρου 2, 1-3: «Ἐγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας, καὶ τὸν ἀγοράσαντα αὐτοὺς δεσπότην ἀρνούμενοι ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινὴν ἀπώλειαν· καὶ πολλοὶ ἐξακολουθήσουσιν αὐτῶν ταῖς ἀσελγείαις, δι᾿ οὓς ἡ ὁδὸς τῆς ἀληθείας βλασφημηθήσεται».
        







Εἶναι πολύ σημαντικό  καί αὐτό τό χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, εἰς τό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ καί δή τῆς αἱρέσεως. Οἱ αἱρέσεις ὀνομάζονται ἀπό τόν Πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο «αἱρέσεις ἀπωλείας» καί αὐτοί πού τίς διδάσκουν ὀνομάζονται «ψευδοδιδάσκαλοι». Oἱ αἱρέσεις λοιπόν εἰσάγονται διά τῶν ψευδοδιδασκάλων, σύμφωνα μέ τό παρόν χωρίον, τῶν ψευδαποστόλων, σύμφωνα μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο (Β΄ Κορινθ. 11,13) καί τῶν ψευδεπισκόπων, σύμφωνα μέ τόν 15ον Ιερό Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου. Αὐτοί οἱ χαρακτηρισμοί γιά τούς αἱρετικούς εἶναι συνώνυμοι καί ταυτόσημοι.  Δηλαδή ὁ αἱρετικός εἶναι καί  ψευδαπόστολος, καί ψευδοδιδάσκαλος, καί ψευδεπίσκοπος. Δι’ αὐτό ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Μέ τό ὄνομα γάρ τῶν ψευδοδιδασκάλων συμπεριέλαβεν ὁ κορυφαῖος καί τούς ψευδαποστόλους.  Πολλά δέ συμφερόντως προλέγει ὁ κορυφαῖος εἰς τούς χριστιανούς διά τό τάγμα τῶν μελλόντων ψευδοδιδασκάλων καί αἱρεσιαρχῶν, διά νά προφυλάττωνται καί ὡς προειδότες νά μή πιασθοῦν ἀπό τάς αἱρέσεις αὐτῶν καί λάβουν τήν ὁμοίαν ἐκείνων ἀπώλειαν. Καθώς καί τά πετεινά, ὅταν προϊδοῦν τά βρόχια ἀπό μακρόθεν δέν πιάνονται ἀπό αὐτά οὔτε λαμβάνουν θάνατον»(Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 378). 
         Σύμφωνα λοιπόν μέ τόν ἅγιο Νικόδημο αὐτός πού θά πιασθῆ  ἀπό τήν αἵρεσι θά λάβη τήν ἴδια ἀπώλεια καί κόλασι μέ τόν ψευδοδιδάσκαλο.
         Ἐδῶ πρέπει γιά ἄλλη μία φορά νά διευκρινισθῆ ὅτι ἡ αἵρεσις διαφέρει ἀπό τήν κάθε ἄλλη ἁμαρτία, διότι εἶναι ὁδός πλάνης καί διαστροφῆς τῆς ἀληθείας και, ὡς ἐκ τούτου, ἀποκλείει τήν μετάνοια καί ἐπαναφορά εἰς τήν ἀλήθεια καί τήν Ὀρθοδοξία. Ἄν δηλαδή κάποιος πιστεύση ὅτι π.χ. ἡ πορνεία δέν εἶναι ἁμαρτία, ὅπως οἱ αἱρετικοί Νικολαΐτες· ἤ ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ὅπως οἱ Παπικοί· ἤ ὅτι σωζόμεθα μόνο μέ τήν πίστι χωρίς τά ἀνάλογα ἔργα, ὅπως οἱ Προτεστάντες· ἤ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐπισκοποκεντρική καί ὄχι Χριστοκεντρική· ὅτι καταργοῦνται τά ἀναθέματα κατά τῶν αἱρετικῶν, ὅταν ἀποφασίση ὁ Πατριάρχης καί ἡ Σύνοδος, χωρίς αὐτοί (οἱ αἱρετικοί) νά μετανοήσουν καί ἐπιστρέψουν στην Ὀρθοδοξία· ὅτι τά μυστήριά των εἶναι ἔγκυρα κ.λπ., ὅπως οἱ Οἰκουμενιστές· ἤ ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἐν καιρῷ αἱρέσεως εἶναι σχίσμα καί ἔξοδος ἀπό τήν Ἐκκλησία· ὅτι ὁ 15ος Ἱερός Κανόνας τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐν καιρῷ αἱρέσεως δέν εἶναι ὑποχρεωτικός, ἀλλά προαιρετικός· ὅτι δέν μολυνόμεθα, οὔτε συμμετέχομε στήν αἵρεσι ὅταν παραμένομε ἐνσωματωμένοι μέ τούς αἱρετικούς καί τούς μνημονεύομε μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου κλπ., ὅπως οἱ Ἀντιοικουμενιστές· ἄν λέγω πιστεύση κάποιος σ’ αὐτές τίς πλάνες, δέν δύναται να μετανοήση, διότι ἁπλούστατα πιστεύει ὅτι εὑρίσκεται στήν ὁδό τῆς ἀληθείας, δηλαδή ἐξέλαβε τήν πλάνη ὡς ἀλήθεια καί, ὡς ἐκ τούτου, ἔχει ἥσυχη τήν συνείδησί του, ἐνῶ εὑρίσκεται συγχρόνως στήν ὁδό τῆς ἀπωλείας. Δι’ αὐτό ἡ αἵρεσις καθησυχάζει καί παραπλανᾶ τήν συνείδησι, ἐνῶ ἡ διάπραξις οἱασδήποτε ἄλλης ἁμαρτίας τήν ἐνεργοποιεῖ, τήν κάνει νά ἐπανίσταται σέ σημεῖο νά μήν ἀφήνη τόν ἁμαρτωλό ἥσυχο οὔτε καί κατά τήν ὥρα τοῦ ὕπνου.
         Ἡ αἵρεσις ἐπίσης, στό χωρίο αὐτό, χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο ὡς ἄρνησις τοῦ Χριστοῦ, προφανῶς ἐπειδή διδάσκει ἀντίθετα ἀπό αὐτά πού ὁ Χριστός μέσα στήν Ἁγία Γραφή ἐνομοθέτησε καί, ὡς ἐκ τούτου, ὁδηγεῖ μέ ἀσφάλεια καί ταχύτητα τούς ἀποδεχομένους αὐτήν, εἰς τήν ἀπώλεια· «ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινήν ἀπώλεια».
     Ἡ αἵρεσις, τέλος, χαρακτηρίζεται στό χωρίο αὐτό ὡς βλασφημία τῆς ὁδοῦ τῆς ἀληθείας, πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἀποτελεῖ βλασφημία τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, διότι Αὐτός εἶναι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή (Ἰωάν. 14,6).
         Ὑπάρχει καί μία ἄλλη πλάνη, χειροτέρα ἀπό τίς ἄλλες καί δι’ αὐτό ἐπιφέρει διπλασία καί βαρυτέρα τιμωρία.  Πρόκειται γιά τήν πλάνη κατά τήν ὁποία, κάποιος διδάσκει καί πράττει τό κακό μέ τό πρόσχημα ὅτι αὐτό εἶναι καλό, ὅτι γίνεται κατ’ οἰκονομίαν, ὅτι ἔχει ἀγαθό σκοπό, ὅτι γίνεται μέ διάκρισι γιά νά ἀποφευχθῆ κάτι χειρότερο κ.λπ.  Αὐτή τήν πλάνη τήν ἐπισημαίνει ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἐπίσκοπο Μιλήτου Ἰγνάτιο, χρησιμοποιῶντας, ὅπως συνηθίζει, τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου: «ἐάν γάρ τις τό κακόν ἐν προσχήματι ἀγαθοῦ ποιῇ, διπλοῦν ἐργάζηται τό ἁμάρτημα, ὅτι αὐτός τε τό οὐκ ἀγαθόν ποιεῖ καί κέχρηται οἱονεί παραπετάσματι τῷ τοῦ ἀγαθοῦ ὀνόματι, φωνή ἐστι τοῦ θείου Βασιλείου. Οὕτω μέν ἐκεῖνοι πρός τῇ οἰκείᾳ πτώσει καί πολλοῖς ἄλλοις ὄλισθος γενόμενοι» (Φατ. 267, 395,20).
         Αὐτή ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων εἶναι στίς ἡμέρες μας πολύ ἐπίκαιρη, διότι κατά κόρον διδάσκεται καί σήμερα, κυρίως ἀπό τούς Ἀντιοικουμενιστές, ἡ ἐν προσχήματι τοῦ ἀγαθοῦ πλάνη, γιά δῆθεν ἀποφυγή σχίσματος, ἐξόδου ἀπό τήν Ἐκκλησία κ.λπ.  Ἔτσι
συμβαίνει ἐπακριβῶς αὐτό πού διδάσκει ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὅτι δηλαδή «ἐκεῖνοι (οἱ Ἀντιοικουμενιστές σήμερα) πρός τῇ οἰκείᾳ πτώσει καί πολλοῖς ἄλλοις ὄλισθος γενόμενοι», δηλαδή ἔγιναν αἰτία νά παρασυρθοῦν καί πολλοί ἄλλοι στήν πλάνη. 
         Στήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου τῆς δευτέρας ἐπιστολής τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς μεταφέρει μία διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, σχετικά μέ τίς ἐπιπτώσεις τίς ὁποῖες ὑφίστανται ὅσοι καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἀκολουθοῦν τούς αἱρετικούς: «...πάθοιεν δ’ ἄν αὐτό, καί οἷς ὁ νοῦς ἀμαθῶς εἰσκέκλικεν εἴς γε τό χρῆναι προσέχειν τοῖς ἑτεροδοξεῖν εἰωθόσι καί τά ὀρθά τῆς ἐκκλησίας παραλύειν διδάγματα.  Περί ὧν ἄν λέγοιτο, καί μάλα εἰκότως οἱ ὀδόντες αὐτῶν ὀδόντες λέοντος καί αἱ μύλαι αὐτῶν σκύμνου, θεομισές γάρ τό γένος (τῶν αἱρετικῶν δηλαδή)κίβδηλόν τε καί ἀλιτήριον καί τῶν ἁπλουστέρων τόν νοῦν τοῖς σφῶν εὑρήμασι κατεσθίον τε καί καταναλίσκον, ὡς μηδέ ὀρθότητος ἐν αὐτοῖς ὁρᾶσθαι λείψανον. Οὗτοι δεσποτικόν ἀμπελῶνα καταμαραίνουσι.  Συκῶν ἔρημον ἀποφαίνουσι τόν κῆπον, ψιλόν τε δεικνύουσι καί κεχερσωμένον, ὧν τό κρίμα οὐκ ἀργεῖ,  ἀλλ’ ἔνδικον ἔσται κατά καιρούς» (Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 381).
         Ἡ περιγραφή αὐτή τοῦ ἁγίου Κυρίλλου γιά τό κακό πού προξενοῦν στήν Ἐκκλησία οἱ αἱρετικοί, ἀσφαλῶς ἀφορᾶ καί τούς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχοντας αἱρετικούς, διότι αὐτοί κατ’ ἐξοχήν δύνανται νά διαπράξουν αὐτήν τήν καταστροφή ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, νά κατασπαράξουν δηλαδή σάν λιοντάρια τούς ἁπλουστέρους καί ἀφελεῖς περί τήν πίστι Ὀρθοδόξους, νά ἀποξηράνουν τόν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, νά ξεριζώσουν ἀπό τόν κῆπο τοῦ Θεοῦ τά δένδρα καί νά τόν καταστήσουν χέρσα γῆ.

         27. B’ Ιωάνν. 10-11: «Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε∙ ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ  τοῖς ἔργοιςαὐτοῦ τοῖς πονηροῖς».
         Aὐστηροτάτη εἶναι  διδασκαλία τοῦ Θεοῦ γιά τούς αἱρετικούς, ἡ ὁποία στό χωρίο αὐτό μεταφέρεται διά τοῦ μαθητοῦ τῆς ἀγάπης. Ἀπαγορεύει ὁ Θεός οἱαδήποτε σχέσι σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν τήν Ὀρθόδοξο καί Ἀποστολική πίστι.  Ἡ ἀπαγόρευσις αὐτή φθάνει εἰς τό σημεῖο τοῦ ἁπλοῦ χαιρετισμοῦ, διότι καί μέ τόν ἁπλό χαιρετισμό τῶν αἱρετικῶν γινόμεθα κοινωνοί τῆς πίστεως αὐτῶν.  Ἡ κοινωνία αὐτή εἶναι αὐτός ἀκριβῶς ὁ μολυσμός, τόν ὁποῖον ἀναφέρουν οἱ Πατέρες. Δηλαδή καί μέ τόν ἁπλό χαιρετισμό γινόμεθα κοινωνοί τῆς αἱρέσεως καί ἄρα μολυνόμεθα ὡς πρός τήν πίστι.
         Καταλαβαίνει ἀπό αὐτήν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἕκαστος ὅτι, τό θέμα τῆς κοινωνίας μέ τήν αἵρεσι, δέν ἐξαντλεῖται μόνο μέ τήν θεωρητική ὁμολογία τῆς πίστεως· οὔτε μέ τήν αἰτίασι καί διαβεβαίωσι ὅτι ἐμεῖς ἔχομε Ὀρθόδοξο φρόνημα καί δέν δεχόμεθα καμμία αἵρεσι, ἤ ὅτι πιστεύομε ὅσα ἐθέσπισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί αὐτό εἶναι ἀρκετό· ἀλλά εἶναι ἀπαραίτητος ἡ ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσις ἀπό κάθε αἱρετικό. Ἡ ἐνσωμάτωσίς μας στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ γίνεται διά τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ἡ ἀπομάκρυνσίς μας ἀπό αὐτό γίνεται διά τῆς κοινωνίας τῆς αἱρέσεως ἤ, τό πολύ χειρότερο, διά τῆς ἀποδοχῆς τῆς αἱρέσεως.  Τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁμοιόμορφο ὡς πρός τήν πίστι, ἡ δέ πίστις εἶναι ἡ ὁλόψυχος ἀποδοχή τῆς διδασκαλίας ὁλοκλήρου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁλόθερμος ἀποδοχή τῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅπως διδάσκεται καί ὅπως ἔχει διατυπωθεῖ ἀπό τους Ἁγίους καί ὄχι συμφώνως μέ τήν γνώμη καί τήν λογική ἑκάστου καί, ἐπί πλέον, ἡ ὁλόκληρος ἀποδοχή τῶν ἱερῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί ἐθεσπίσθησαν μέ γνώμονα τήν Ἁγία Γραφή καί μέ σκοπό νά διασφαλίσουν τό κῦρος της καί νά προστατεύσουν τούς πιστούς.
       Δέν εἶναι λοιπόν δυνατόν νά εἴμεθα ἐνσωματωμένοι διά τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως εἰς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί συγχρόνως νά εἴμεθα κοινωνοί μέ τήν αἵρεσι, εἴτε ὡς μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., εἴτε κοινωνοῦντες μέ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι συμπροσεύχονται μέ τούς αἱρετικούς, ὑπογράφουν κοινές δηλώσεις, ἀναγνωρίζουν τά μυστήριά των ὡς ἔγκυρα, κ.λπ., εἴτε κοινωνοῦντες μέ Οἰκουμενιστές αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀποδεχθῆ καί ἀκολουθοῦν τήν χειροτέρα ὅλων τῶν αἱρέσεων, τήν  αἵρεσι ἡ ὁποία συμπορεύεται μέ τή Ν. Ἐποχή καί προετοιμάζει τό ἔδαφος γιά τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου.
         Θά παραθέσωμε ἐν συνεχείᾳ τίς ἑρμηνεῖες τῶν Πατέρων στό χωρίο αὐτό τῆς Ἁγίας Γραφῆς διά νά διδαχθοῦμε ἀπό αὐτούς τό ἀληθινό νόημά του καί νά κατανοήσωμε τήν ἀπάτη τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ὁδοστρωτήρας καί ὁ ἰσοπεδωτής τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.
Πρέπει ἐδῶ νά ἀναφέρωμε ὅτι δέν ἔχωμε συστηματική ἑρμηνεία τοῦ χωρίου αὐτοῦ ἀπό τόν Χρυσορρήμονα ἅγιο, οὔτε ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, διότι οἱ μεγάλοι αὐτοί Πατέρες δέν ἑρμήνευσαν τίς καθολικές λεγόμενες ἐπιστολές τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Αὐτό  τό ἀναφέρωμε ἁπλῶς καί μόνο γιά  νά μή νομισθῆ ὅτι στήν σημαντική αὐτή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς οἱ μεγάλοι αὐτοί Πατέρες παραθεωροῦνται, ἐνῶ τούς ἀναφέρωμε σέ τόσα ἄλλα ἑρμηνευτικά σημεῖα τῆς μελέτης μας.
         Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς τό χωρίο αὐτό: «Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρειμήλαμβάνεται αὐτόν εἰς οἰκείανκαί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε γάρλέγων αὐτῷ χαίρεινκοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖςΠολλάἔχων ὑμῖν γράφεινοὐκ ἐβουλήθην διά χάρτου καί μέλανος· ἀλλ΄ἐλπίζω γενέσθαι πρός ὑμᾶςκαί στόμα πρός στόμα λαλῆσαιἵνα χαρά ἡμῶν πεπληρωμένη . -Ἐξασφαλίζεται πρός τούς οὕς Ἐπιστολήὅτι Εἴ τις μή μετά τῆς ὁμολογίας ταύτης ἔρχεται πρόςὑμᾶςμή μόνον σκέπης παρ’ ὑμῶν τυγχανέτωἀλλά μηδέπροσρήσεως ἀξιούσθωἀκριβῶς ταῦτα λέγωνὡς τῆς προσρήσεωςταύτης τοῖς ὁμοτρόποις ἡμῶν μόνοις ὀφειλομένης καί ὁμοπίστοις. Τίνιγάρ χαίρειν εὐξόμεθαἀλλ’  τοῖς ὁμοτρόποις καί ὁμοπίστοιςὭστε εἰτοῖς ἀσεβέσι προσενεχθοίη παρ’ ἡμῶν  τοιαύτη πρόσρησιςπάντωςκαι ὁμοτρόποις προσενεχθείη καί ὁμοπίστοις ἡμῶνκαί κοινωνοῖςαὐτοῖς ἐχρησάμεθα διά τούτουκαί ἐπί τό ἑαυτῶν ἡμᾶς οὗτοικατέσπασαν βάραθρον» (P.G. 126, 77C).
Ἀναφέρει ἐδῶ ρητῶς ὅτι αὐτή  ἐντολή ἀποτελεῖ ἀσφάλεια γιάτούς Ὀρθοδόξουςὅτι  χαιρετισμός ἀποδίδεται στούς ὁμοτρόπουςκαί ὁμοπίστουςὅτι ἄν τόν ἀποδώσωμε στούς αἱρετικούς τούςθεωροῦμε ὡς Ὀρθοδόξουςὅτι ἄν ἀποδώσωμε τόν χαιρετισμό ἔχομεκοινωνία με τήν αἵρεσι καίτέλοςὅτι διά τῆς κοινωνίας αὐτῆςἐξεπέσαμε εἰς τόν γκρεμό τῆς αἱρέσεως· «καί κοινωνούς αὐτούςἐχρησάμεθα διά τούτουκαί ἐπί τό ἑαυτῶν ἡμᾶς οὗτοι κατέσπασανβάραθρον».
         Ὅπως λοιπόν γίνεται κατανοητό, τά πράγματα στά θέματα τῆς πίστεως δέν εἶναι ἁπλά, οὔτε δύναται ἕκαστος νά τά ἀντιμετωπίζη κατά τό δοκοῦν, ἀλλά πρέπει νά ἀσφαλίζεται ὡς πρός τήν πίστι διά νά μήν εὑρεθῆ στόν γκρεμό. Στόν γκρεμό δέ εὑρίσκεται διά τῆς κοινωνίας μέ τήν αἵρεσι, ἔστω καί ἄν δέν ἀποδέχεται κάποιος αὐτήν καί ἔχει Ὀρθόδοξο φρόνημα.
Ὁ Οἰκουμένιος Τρίκκης ἐπίσης ἀναφέρει τήν ἴδια ἑρμηνεία μέ τόν Θεοφύλακτο Βουλγαρίας, τήν ὁποία καταχωροῦμε χωρίς σχολιασμό, διά νά φανῆ ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων: «”Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς”. Ἐξασφαλίζεται τούς πρός οὕς ἡ Ἐπιστολή, ὅτι εἴ τις μετά τῆς ὁμολογίας ταύτης ἔρχεται πρός ὑμᾶς, μή μόνον σκέπης παρ’ ὑμῶν μή τυγχανέτω, ἀλλά μηδέ προρρήσεως ταύτης τοῖς ὁμοτρόποις ἡμῶν μόνοις καί ὁμοπίστοις ὀφειλομένης.  Τίνι γάρ χαίρειν εὐξόμεθα, ἀλλ’ ἤ τοῖς ὁμοτρόποις καί ὁμοπίστοις; Ὥστε εἰ τοῖς ἀσεβέσι προσενεχθείη παρ’ ἡμῶν ἡ τοιαύτη πρόρρησις, πάντως ὡς ὁμοτρόποις καί πιστοῖς προσηνέχθη, καί κοινωνοί ἡμῶν ἐλήφθησαν διά τούτου, καί ἐπί τό ἑαυτῶν ἡμᾶς κατέσπασαν βάραθρον» (P.G. 119, 696B).
         Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἐπίσης, ἀναφέρει πολύ σημαντικά πράγματα, συμφωνώντας σέ γενικές γραμμές μέ τούς ἄλλους ἑρμηνευτές. Μετά τό θέμα τῆς ἀσφαλείας τῶν Ὀρθοδόξων, τό ὁποῖο θέτει ὡς σκοπό τῆς ἐντολῆς, καί τήν ἐξέτασι πού πρέπει νά κάνουν οἱ Ὀρθόδοξοι σέ κάθε ἕνα πού δέν γνωρίζουν τήν πίστι του, προκειμένου νά ἐπικοινωνήσουν ἐκκλησιαστικῶς, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἀλλ’ οὐδέ νά τούς προσφωνῆτε καί νά λέγετε εἰς αὐτούς τό συνειθισμένον χαῖρε, ἤτοι νά μή τούς χαιρετᾶτε.  Διατί ὅποιος εὑρεθῇ καί εἰπῇ τοῦτον μόνον τόν ψιλόν λόγον τοῦ χαιρετισμοῦ εἰς αὐτούς, αὐτός εὑρίσκεται ἐνταυτῷ καί τῶν ἀσεβῶν δογμάτων καί τῶν πονηρῶν αὐτῶν ἔργων συγκοινωνός καί συμμέτοχος. Ταύτην δέ τήν παραγγελίαν ἐρανίσθη ὁ Θεολόγος ἀπό τόν προφήτην Ἡσαΐαν, ὅστις λέγει ταῦτα∙ “οὐκ ἔστι χαίρειν, λέγει Κύριος, τοῖς ἀσεβέσιν” (Ἡσ. 48,22).  Ἀλλά καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος τό αὐτό σχεδόν γράφει πρός τόν Τιμόθεον λέγων∙ “τάς δέ βεβήλους κενοφωνίας περιΐστασο∙ (ἤτοι ἀπόφευγε καί ἀποστρέφου) ἐπί πλεῖον γάρ προκόψουσιν ἀσεβείας, καί ὁ λόγος αὐτῶν ὡς γάγγραινα νομήν ἕξει” (Β΄ Τιμ.2,16-17). Καί πάλιν λέγει εἰς τόν αὐτόν∙ “Καί τούτους ἀποτρέπου” (Β΄ Τιμ. 3,5)». (Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά  Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 655).
         Ἐδῶ διδασκόμεθα ἐκτός ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἀσεβῶν δογμάτων, ἡ ὁποία γίνεται μέ τόν ἁπλό χαιρετισμό καί τήν συμφωνία τοῦ χωρίου αὐτοῦ μέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη.  Ἡ συμφωνία αὐτή, τήν ὁποία πάντοτε ἔχουν ὑπ’ ὄψιν τους οἱ Ἅγιοι, προκειμένου νά ἑρμηνεύσουν ἀπλανῶς τήν Ἁγία Γραφή, εἶναι ἐκείνη πού ἐπισφραγίζει κάθε Ὀρθόδοξο ἑρμηνεία καί, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἡ ἀπομόνωσις καί ἑρμηνεία  ἁγιογραφικῶν ἤ ἁγιοπατερικῶν κειμένων, χωρίς τήν συμφωνία τῆς Ἁγία Γραφῆς, Ἱερῶν Κανόνων καί ἁγίων Πατέρων, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἑρμηνεία πού δίδομε σέ κάποιο χωρίο, ἤ Ἱερό Κανόνα εἶναι αὐθαίρετος καί αἱρετική.
         Συνεχίζοντας ὁ Ἅγιος Νικόδημος τήν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου τούτου, ἀναφέρει τά ἑξῆς σχετικά μέ τήν διάθεσι τήν ὁποία πρέπει νά ἔχωμε γιά τούς αἱρετικούς: «Διδασκόμεθα λοιπόν ἀπό ὅλα τά λόγια ταῦτα, ὅτι πρέπει νά ἀποστρεφώμεθα τούς κακοδόξους καί αἱρετικούς καί καμμίαν κοινωνίαν καί ἕνωσιν νά μήν ἔχωμεν μέ αὐτούς, οὐδέ τό χαῖρε νά προσφωνοῦμεν εἰς αὐτούς, ἀλλά νά τούς ἔχωμεν μισητούς και σιχαμερούς».
Ἐδῶ πρέπει νά τονίσωμε ὅτι, μισητός καί σιχαμερός γίνεται ὁ ἄνθρωπος αὐτός, διά τήν αἵρεσι καί διά τήν βλάβη πού δύναται νά προκαλέση στούς Ὀρθοδόξους, καί ὄχι ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Δι’ αὐτό, ἀλλοῦ ὁ χρυσορρήμων ἅγιος, αὐτό τό ξεχωρίζει καί διευκρινίζει, ὅτι πρέπει νά μισοῦμε τήν αἵρεσι, ἀλλά νά ἀγαπᾶμε τόν αἱρετικό, ἐννοώντας βεβαίως νά ἀγαπᾶμε τόν αἱρετικό ὄχι ὡς ἔχοντα αἱρετικά φρονήματα, ἀλλά ὡς ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθέντα. Ἐδῶ λοιπόν ὁ Ἅγιος Νικόδημος ταυτίζει τόν αἱρετικό μέ τήν πίστι του καί δι’ αὐτό ἀναφέρει ὅτι πρέπει νά τόν μισοῦμε καί νά τόν ἀποστρεφώμεθα, ὡς ἐχθρό δηλαδή τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀληθείας, σύμφωνα μέ τό ἁγιογραφικό: «οὐχί Κύριε τούς μισοῦντας Σε ἐμίσησα καί ἐπί τούς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην; τέλειον μίσος ἐμίσουν αὐτούς εἰς ἐχθρούς ἐγένοντό μοι» (Ψαλμ. 138, 21-22).
         Κατωτέρω ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ἀφοῦ   ἀναφέρει τήν γνώμη τοῦ Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας διά τό ποῦ ἀποδίδεται ὁ χαιρετισμός, προσθέτει τά ἑξῆς: «Ὅθεν ὅποιος χριστιανός εἰπῇ εἰς τούς ἀσεβεῖς νά χαίρουν, αὐτός προσφέρεται εἰς αὐτούς, ὡσάν νά ἦτον ὁμόπιστοι καί ὁμότροποί των, καί διά τοῦ χαιρετισμοῦ κοινωνός γίνεται τῆς ἀσεβείας καί κακίας των. Καί ἀντί νά τραβίξῃ αὐτός τούς ἀσεβεῖς εἰς τήν εὐσέβειαν, ἐτραβίχθη (φεῦ!) αὐτός ὑπό τῶν ἀσεβῶν εἰς τό τῆς ἀσεβείας  ἐκείνων βάραθρον».
Ἐδῶ μέ πολύ σαφήνεια ἀναιρεῖ ὁ ἅγιος τίς δικαιολογίες τῶν Οἰκουμενιστῶν, ὅτι δηλαδή εὑρίσκονται στό Π.Σ.Ε. γιά νά κάνουν δῆθεν ὁμολογία πίστεως καί νά προσελκύσουν  τούς αἱρετικούς στήν Ὀρθοδοξία, κ.λπ., ἀλλά καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, ὅτι δηλαδή δέν βλάπτονται ἀπό τήν κοινωνία μέ τούς Οἰκουμενιστάς, ἐπειδή δῆθεν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἡ κοινωνία, αὐτή καθ’ ἑαυτή, εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία σέ ὁδηγεῖ «εἰς τό τῆς ἀσεβείας βάραθρον», δηλαδή σέ μολύνει ὡς πρός τήν πίστι, ἐφ’ ὅσον ἑνώνει τό καθαρό μέ τό μολυσμένο. Καί ἄν αὐτό συμβαίνει μέ τόν ἁπλό χαιρετισμό τῶν αἱρετικῶν, ἀντιλαμβάνεται ἕκαστος, ποῖον μολυσμό ὑφίστανται καί σέ τί «ἀσεβείας βάραθρα» ἐμπίπτουν οἱ ἔχοντες μέ αὐτούς πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία, οἱ μνημονεύοντες αὐτούς ὡς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους καί οἱ ἐνσωματωμένοι εἰς τό αἱρετικό αὐτό σῶμα.
         Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει καί κάποια παραδείγματα ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Στήν ὑποσημείωσι τοῦ χωρίου αὐτοῦ ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἔτσι ἔπραττον πάντοτε καί οἱ θεοφιλεῖς ἄνδρες οἱ τήν εὐσέβειαν ἀκριβῶς τηροῦντες. Ἔτσι ἔκαμνεν ὁ θεῖος οὗτος Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής καί ἠγαπημένος τῷ Χριστῷ, ὁ ὁποῖος πηγαίνοντας μίαν φοράν εἰς ἕνα λουτρόν τῆς Ἐφέσου (ἴσως δι’ ἀσθένειαν σώματος καί ἀνάληψιν τῆς ὑγείας του) ὡς ἤκουσεν, ὅτι ἦτον μέσα ὁ αἱρετικός Κήρινθος, ἐξεπήδησεν εὐθύς ὁ τοῦ Κυρίου μαθητής. Καί φεύγωμεν, ἔκραξε, φεύγωμεν μήπως πέσῃ τό λουτρόν ἐπάνω μας, ἐπειδή καί εἶναι μέσα Κήρινθος ὁ τῆς ἀληθείας ἐχθρός, καθώς τοῦτο διηγεῖται ὁ θείος Εἰρηναῖος, ἐξ ἀκοῆς τοῦ ἱεροῦ Πολυκάρπου (βιβλ. γ΄ Κεφ. γ΄).  Ἔτσι οἱ Σαμοσατεῖς χριστιανοί, δέν ἤθελαν πλέον νά ἔμβουν εἰς τά θερμά νερά, διατί μίαν φοράν εἶχε πλυθῇ εἰς αὐτά ὁ Ἀρειανός Εὐνόμιος.  Καί τά παιδία τῶν Σαμοσατέων χριστιανῶν, παίζοντα μίαν φοράν ταῖς μπάλλαις, ἐπειδή ἔτυχε μία μπάλλα νά κυλισθῇ ἀναμεταξύ εἰς τά ποδάρια τοῦ μουλαρίου, εἰς τό ὁποῖον ἐπάνω καθήμενος ὁ Ἀρειανός ἐπίσκοπος Λούκιος, ἠκολούθησε νά περάσῃ ἀπό τόν δρόμον ἐκεῖνον.  Τοῦτο, λέγω, βλέποντα τά παιδία, δέν ἐτόλμησαν νά παίξουν πλέον μέ τήν μπάλλαν ἐκείνην, ἕως οὗ ἄναψαν φωτίαν καί τήν ἐπέρασαν ἐπάνω τοῦ πυρός διά νά τήν καθαρίσουν, ἐπειδή ἐστοχάσθηκαν, ὅτι ἐμολύνθη μόνον διατί ἄγγισεν εἰς τά ποδάρια τοῦ μουλαρίου τοῦ αἱρετικοῦ (ὅρα εἰς τό βιβλίον τῆς ἀνεξιθρησκείας σελ. 232).  Τόση προφύλαξιν καί ἀσφάλειαν εἶχον οἱ παλαιοί ἐκεῖνοι χριστιανοί εἰς τόν ἑαυτόν τους διά νά μήν συγκοινωνοῦν μέ τούς αἱρετικούς, ἵνα μή ἐκ τῆς συγκοινωνίας αὐτῶν βλαβοῦν εἰς τήν ψυχήν.  Διά τοῦτο καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ λέγει∙ “Τούς αἱρεσιώτας ὡς βλασφήμους καί τοῦ Θεοῦ ἐχθρούς ἡ Γραφή οὐκ ὠνόμασεν ἀνθρώπους, ἀλλά κύνας καί λύκους καί χοίρους καί ἀντιχρίστους, καθώς φησιν ὁ Κύριος Mή δῶτε τό ἅγιον τοῖς κυσί”. Καί Ἰωάννης λέγει∙ “ὅτι ἀντίχριστοι πολλοί γεγόνασι”. Τούτους οὖν οὐ χρή ἀγαπᾶν, οὐδέ συνδυάζειν, οὐδέ συνεύχεσθαι, οὐδέ συνεσθίειν, οὐδέ λαμβάνειν εἰς οἶκον, ἵνα μή τῶν ἔργων τῶν πονηρῶν αὐτῶν κοινωνήσωμεν».
         Εἶναι ὄντως φοβερά καί ἀποκαλυπτικά τά παραδείγματα καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἀπολύτως σύμφωνη μέ τήν Ἁγία Γραφή. Σέ ἐμᾶς βεβαίως σήμερα πού ἐσυνηθίσαμε στόν συμβιβασμό καί στό βόλεμα μᾶς φαίνονται παράξενα, μή ἐφαρμόσιμα καί ἴσως ἀκραῖα, διότι ὁ Οἰκουμενισμός μᾶς ἔχει ἐπηρεάσει βαθύτατα, καί ὁ ἐθισμός πού ἔχομε ὑποστῆ μᾶς ἔχει ἀλλοιώσει τό φρόνημα, σέ σημεῖο νά μᾶς εἶναι ἀκατανόητη ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγία Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων· καί εἰς αὐτόν τόν ἐθισμό συντελοῦν, ὅπως εἶναι φανερό, καί οἱ ἀντιοικουμενιστές.
         Ἄν ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἔφυγε ἀπό τό λουτρό, διότι εἰσῆλθε εἰς αὐτό ὁ αἱρετικός Κήρινθος, ἐμεῖς ἀντιθέτως σήμερα παραμένουμε ὄχι στό λουτρό, ἀλλά στόν ἱερό ναό (καί δή στό θυσιαστήριο), στό ὁποῖο ὄχι ἁπλῶς εἰσέρχονται, ἀλλά λειτουργοῦν οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι.
         Καί ἄν οἱ Σαμοσατεῖς Ὀρθόδοξοι δέν εἰσήρχοντο εἰς τά θερμά λουτρά, διότι εἰς αὐτά μία φορά εἰσῆλθε ὁ Ἀρειανός Εὐνόμιος, ἐμεῖς σήμερα ὄχι μόνο εἰσερχόμεθα στούς ναούς τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἀλλά καί κοινωνοῦμε ἀπό τήν κοινωνία εἰς τήν ὁποία εἰσῆλθε ὡς μολυσμός ἡ μερίδα τοῦ Οἰκουμενιστοῦ Ἐπισκόπου. Καί ἄν τά παιδιά τῶν Σαμοσατέων ἐθεώρησαν μολυσμένη τή μπάλα εἰς τήν ὁποία ἀκούμπησαν τά πόδια τοῦ μουλαριοῦ, εἰς τό ὁποῖο ἐπέβαινε ὁ Ἀρειανός Ἐπίσκοπος Λούκιος, καί τήν ὑπέβαλαν σέ κάποιο αὐτοσχέδιο καθαρισμό γιά νά μήν μολυνθοῦν, ἐμεῖς σήμερα δέν θεωροῦμε μολυσμένους οὔτε τούς ναούς, οὔτε τά μυστήρια, οὔτε τήν πίστι μας, οὔτε τούς ἑαυτούς μας, παρά τήν πλήρη ἐκκλησιαστική ἐνσωμάτωσι μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές.
Τό χειρότερο, ὅμως, ἀπό ὅλο αὐτό τό κατάντημα καί τόν ξεπεσμό εἶναι ὅτι οἱ Ἀντιοικουμενιστές, αὐτούς τούς συμβιβασμούς καί τίς προδοσίες τῆς πίστεώς μας, τούς ἐβάπτισαν μέ τό ὄνομα τῆς διακρίσεως, τῆς ἀποφυγῆς τῶν σχισμάτων, τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος κ.λπ. Δηλαδή, ἐνῶ προδίδουμε, καθησυχάζουμε τήν συνείδησί μας ὅτι καλῶς καί Ὀρθοδόξως βασίζομε, εἰς πεῖσμα τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων. Μᾶλλον (ὁμιλῶ ἐδῶ γιά τούς Ἀντιοικουμενιστές) δέν κατενοήσαμε, τί ἐστί Ὀρθόδοξος πίστις καί δι’ αὐτό τήν ἐθεωρήσαμε ὡς κάτι ἐμπορεύσιμο καί ἀναλώσιμο, ἡ ὁποία ταιριάζει καί χωρεῖ καί ὑφίσταται παντοῦ, ἀκόμη καί μέσα στήν αἵρεσι.
Ἡ διδασκαλία αὐτή τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων, ὡς πρός τούς αἱρετικούς, πολύ περισσότερο ἰσχύει γιά τήν ἐντός τοῦ ναοῦ λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικά γιά τήν μνημόνευσι στίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια. Οἱ Ἅγιοι ὁσιομάρτυρες Ἁγιορεῖτες, οἱ ἐπί Πατριάρχου Ἰωάννου τοῦ Βέκκου ἀθλήσαντες, ἀναφέρουν αὐτό τό χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς διά τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως ὄχι μόνο τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά καί ὅσων τούς μνημονεύουν. Στήν ὁμολογιακή των ἐπιστολή πρός τόν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Ἰωάννη τόν Η’ τόν Παλαιολόγο ἀναφέρουν μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς:
«Ὁ μέγας τοῦ Κυρίου ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει· “εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει μεθ᾿ ἑαυτοῦ, χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε, καὶ εἰς οἰκίαν μὴ λαμβάνετε· ὁ γὰρ λέγων αὐτῷ χαίρειν, κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς”. Εἰ δὲ ἁπλῶς ἐν ὁδῷ χαίρειν αὐτῷ κωλυόμεθα λέγειν, εἰ τὸ εἰσάγειν εἰς οἰκίαν κοινὴν εἰργόμεθα, πῶς οὐκ ἐν οἰκίᾳ, ἀλλ᾿ ἐν ναῷ Θεοῦ ἀλλ᾿ ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀδύτοις ἐπὶ τῆς μυστικῆς καὶ φρικτῆς τραπέζης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀθύτως σφαγιαζομένου· τὸ μέν, ὡς Θεοῦ· τὸ δὲ ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου, ἵνα ἡμᾶς ἐξιλάσηται τῷ Πατρὶ καὶ ἑαυτῷ, καὶ τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν, διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος καθαρίσῃ ὁ ἀναμάρτητος. Ποῖος ᾅδης ἐξερεύξεται τὸ μνημόσυνον τοῦ παρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκκοπέντος ἀξίως, ὡς κατὰ Θεοῦ καὶ τῶν θείων τραχηλιάσαντος, καὶ διὰ τοῦτο ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ γενήσεται. Εἰ γὰρ τὸ ἁπλῶς χαίρειν εἰπεῖν, κοινωνίαν δίδωσι τοῖς ἔργοις τοῖς πονηροῖς, πόσον ἡ διάτορος αὐτοῦ μνημοσύνη καὶ ταῦτα αὐτῶν τῶν θείων μυστηρίων φρικτῶς προκειμένων. Εἰ δὲ ὁ προκείμενος αὐτός ἐστιν ἡ αὐτοαλήθεια, πῶς ἂν τὸ μέγα τοῦτο ψεῦδος δέχηται εἰκάζειν εἰκός, τὸ συντάττειν αὐτὸν ὡς ὀρθόδοξον πατριάρχην μεταξὺ τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, ἐν καιρῷ φρικτῶν μυστηρίων, σκηνικῶς παίξομεν; καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καὶ οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καὶ ὡς καπηλεύοντας τὰ θεῖα, τούτοις ἡγήσεται. Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως,συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο. Γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγήν, καὶ ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ, καὶ πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος»(Ἐπιστολή Ἁγιορειτῶν Πατέρων πρός τόν βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον, εἰς: Δοκίμιον Ἱστορικόν Μοναχοῦ Καλλίστου Βλαστοῦ, ἐκδ. 1896, σελ. 97-107).
         Ἐδῶ οἱ Ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες μεταφέρουν τήν διδασκαλία τοῦ παρόντος χωρίου εἰς τήν λειτουργικήν πρᾶξι τῆς Ἐκκλησίας καί δή εἰς τήν μνημόνευσι κατά τήν Θ. Λειτουργία. Ἀναφέρουν λοιπόν ὅτι διά τῆς μνημονεύσεως στή Θ. Λειτουργία ὁμολογοῦμε ὡς Ὀρθόδοξο τόν Ἐπίσκοπο τόν ὁποῖο μνημονεύομε: «...τό συντάττειν αὐτόν ὡς ὀρθόδοξον πατριάρχην μεταξύ τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν». Αὐτόν δηλαδή, εἰς τόν ὁποῖο ἀπαγορεύεται καί ὁ ἁπλός χαιρετισμός σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, ἐμεῖς διά τῆς μνημονεύσεως τόν παρουσιάζομε καί τόν ἐκλαμβάνομε ὡς Ὀρθόδοξο εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.
Δι’ αὐτό ἀκριβῶς σήμερα οἱ Ἐπίσκοποι γιά τό μόνο πού ἐνδιαφέρονται εἶναι μήπως διακοπεῖ, ἀπό τήν Θ. Λειτουργία καί τά μυστήρια πού τελοῦν, ἡ μνημόνευσίς των, διότι διά τῆς μνημονεύσεως δηλώνονται ἐμπράκτως τά πάντα, δηλαδή ἡ ἐπίσημος ἔνταξις, ἡ ἀναγνώρισίς των ὡς Ὀρθοδόξων κ.λπ. καί ἀναιροῦνται, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἐμπράκτως τά πάντα· ὅ,τι δηλαδή ἀγῶνες κάνουμε ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
         Δηλώνουν ἐπίσης, οἱ Πατέρες στήν ὁμολογιακή αὐτή ἐπιστολή των, ὅτι ἡ μνημόνευσις στή Θ. Λειτουργία εἶναι κάτι ἀσυγκρίτως χειρότερο καί βαρύτερο ἀπό τόν ἁπλό χαιρετισμό, εἶναι ἡ κοινωνία τῶν πονηρῶν ἔργων καί δή τῆς αἱρέσεως στήν πλήρη της μορφή: «εἰ γάρ το ἁπλῶς χαίρειν  εἰπεῖν, κοινωνίαν δίδωσι τοῖς ἔργοις τοῖς πονηροῖς, πόσον ἡ διάτορος αὐτοῦ μνημοσύνη καὶ ταῦτα αὐτῶν τῶν θείων μυστηρίων φρικτῶς προκειμένων».
        Τελικῶς ἀναφέρουν τό φοβερό καί ἀκουόμενο, πόσο μᾶλλον πραττόμενο, ὅτι διά τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου ἐξευτελίζομε τελείως τά Θεῖα, τά θεατρίζομε, τά ἀντιμετωπίζομε ὡς ἕνα ἐμπορεύσιμο εἶδος, τά νοθεύομε καί τά προδίδομε (αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἔννοια τῆς λέξεως «καπηλεύω» στά λεξικά): «...ἐν καιρῷ φρικτῶν μυστηρίων σκηνικῶς παίξομεν; καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καὶ οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καὶ ὡς καπηλεύοντας τὰ θεῖα, τούτοις ἡγήσεται». Ἀναφέρουν τέλος οἱ Ἅγιοι ἐπί Βέκκου ὁσιομάρτυρες ὅτι ἡ ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν γίνεται ἀπό τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα «Ποῖος ᾅδης ἐξερεύξεται τό μνημόσυνον τοῦ παρά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκκοπέντος ἀξίως....».
Ἄν τώρα ἐμεῖς ὅλα αὐτά δέν τά κατανοοῦμε ἤ τά θεωροῦμε ὑπερβολικά καί ἀκραῖα, αὐτό συμβαίνει διότι ὁ ἐθισμός μας στήν αἵρεσι καί ἡ ἀδιαφορία μας πρός τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Πατέρων ἔχουν φθάσει στόν μέγιστο βαθμό, πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι εἴμεθα πανέτοιμοι πλέον καί καταλλήλως προετοιμασμένοι νά ἀποδεχθοῦμε ὅλα ὅσα ἔχουν σχεδιάσει καί προγραμματίσει γιά τό ἐγγύς μέλλον οἱ ἄνθρωποι τῆς Ν. Ἐποχῆς μέ σκοπό τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου. 


Πηγή 

ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΙΟΣ

Δέν θά σέ ἀρνηθῶμεν ὦ φίλη Ὀρθοδοξία!

Δέν θά σέ ἀπαρνηθῶμεν ὦ πατροπαράδοτον σέβας!

Δέν ἀποχωριζόμεθα ἀπό σέ, ὦ μῆτερ εὐσέβεια!

Ἐντός σοῦ ἐγεννήθημεν καί διά ἐσέ ζῶμεν καί μετά σοῦ θα κοιμηθῶμεν.

Εἴθε νά τό καλέσῃ ὁ καιρός! καί μυριάκις ὑπέρ σοῦ θά ἀποθάνωμεν· διότι ἐκεῖνος ὁποῦ συμφιλιάζει μέ τούς ἐχθρούς τοῦ βασιλέως δέν δύναται νά εἶναι φίλος τοῦ βασιλέως!

Ὁ ἀπαρνούμενος διά νεύματος μόνον τόν Θεόν ὑπόκειται εἰς ἀπώλειαν καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέ τόν λόγον, μέ τόν τρόπον καί διά γραμμάτων κινδυ­νεύει περί τήν πίστιν, πῶς θά εἶναι Ὀρθόδοξος; ».

Η Αντιμετώπιση του Οικουμενισμού

Η Αντιμετώπιση του Οικουμενισμού

Χρυσόστομος Σμύρνης

Χρυσόστομος Σμύρνης

Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης

Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης