Tuesday, March 31, 2015

Ομιλία του κ.Νικόλαου Χειλαδάκη στην Λάρισα 15/03/2015 "Ελληνισμός και Ορθοδοξία Εν Διωγμώ"









Ομιλία του κ.Νικόλαου Χειλαδάκη στην Λάρισα 15/03/2015 για τον Ορθόδοξο Χριστιανικό Αγωνιστικό Σύλλογο "Αγ.Θεόδωρος Στουδίτης"-"Ελληνισμός και Ορθοδοξία Εν Διωγμώ"

Wednesday, March 18, 2015

Κριτική μελέτη της εισηγήσεως του π. Ιωάννη Φωτόπουλου Περί αποτειχίσεως από τον π. Ευθ. Τρικαμηνά
















Εἶναι   γεγονός  ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Φωτόπουλος εἰς τήν εἰσήγησί του ἦτο εἰλικρινέστερος  καί συνεπέστερος ἀπό τούς δύο προηγουμένους εἰσηγητές τῆς Ἡμερίδος αὐτῆς, παρ’ ὅτι καί αὐτός προσεπάθησε νά ὁδηγήση τά συμπεράσματά του, ὥστε  αὐτά νά ἐναρμονισθοῦν πλήρως μέ τήν γενική πορεία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί βεβαίως τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς.
      Καί λέγομε ὅτι ἦταν εἰλικρινέστερος καί συνεπέστερος, διότι δέν ἐχρησιμοποίησε τήν μέθοδο τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς (ἐδῶ), ὁ ὁποῖος ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος τῆς  εἰσηγήσεώς του δέν ἔκανε τίποτε ἄλλο, ἀπό τό νά διαστρέφη, νά ἀλλοιώνη καί κυριολεκτικά νά στραγγαλίζη τήν διδασκαλία καί τόν βίο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου· οὔτε ἐχρησιμοποίησε τήν μέθοδο τοῦ δευτέρου εἰσηγητοῦ π. Βασιλείου Παπαδάκη (ἐδῶ), ὁ ὁποῖος ἐπέταξε στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ἀσχολήθηκε μέ κάποια παραδείγματα  ἀπό τήν Ἱστορία, τά ὁποῖα, ὅταν ἀνεφέροντο σέ Ἁγίους, τά διέστρεφε ἀρκούντως, ἐνῶ, ὅταν ἀνεφέροντο σέ διάφορα ἄλλα γεγονότα, ἦσαν ὄχι πρός μίμησι, ἀλλά πρός ἀποφυγή.
Ο π. Ιωάννης Φωτόπουλος
    Ὁ π. Ἰωάννης Φωτόπουλος λοιπόν ἀνεφέρθη κατ’ ἀρχάς  εἰς τήν λειτουργική ἑνότητα καί τή θέσι τοῦ Ἐπισκόπου μέσα σ’ αὐτήν, ὅπως ἐπίσης καί σέ κάποιες διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων, σχετικές μέ τό θέμα τό ὁποῖο διεπραγματεύετο καθώς καί κάποια παραδείγματα ἀπό τόν βίο τους. Ἔκανε ἀκόμη καί κάποια ἀναφορά στούς δύο Κανόνες (31ον Ἁγίων Ἀποστόλων καί 15ονΠρωτοδευτέρας Συνόδου) καί τελικά κατέληξε μέ τή μόνιμη ἐπωδό τῶν ἐφησυχαστῶν καί χαρτοπολεμιστῶν, δηλαδή μέ τήν τακτική τῶν συγχρόνων γερόντων.
Ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἀνέφερε, ἄν ἐλέγοντο χωρίς σκοπιμότητα καί κυρίως χωρίς τίς διπλωματικές ἐπεξηγήσεις, οἱ ὁποῖες ἀποσκοποῦσαν στήν ἀποπλάνησι ἀπό τήν ἀλήθεια καί στήν ἐξαγωγή τῶν συμπερασμάτων πού ἐνδιέφερε τούς διοργανωτές τῆς Ἡμερίδος, θά ἦσαν ὅλα ὑπέρ τῆς ἀμέσου ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, πλήν βεβαίως τῆς κατακλεῖδος, δηλαδή τῆς τακτικῆς τῶν συγχρόνων γερόντων. Οἱ διπλωματικές ὅμως ἐπεξηγήσεις καί παρεμβάσεις τοῦ π. Ἰωάννου Φωτόπουλου στήν διδασκαλία καί τόν βίο τῶν Ἁγίων, ὡδηγοῦσαν στά συμπεράσματα τά ὁποῖα ἦσαν ἐπιθυμητά καί ἀποδεκτά ἀπό τούς Ἀντιοικουμενιστές.
Καί εἰς αὐτήν βεβαίως τήν εἰσήγησι δέν ἔλλειψαν οἱ ἀλλοιώσεις τῶν κειμένων, οἱ κατάλληλες περικοπές των καί ἀποσπασματικές ἀναφορές, καθώς καί ἡ ἀποσιώπησι ὅσων δέν ἐξυπηρετοῦσαν τόν στόχο τῶν διοργανωτῶν καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν. Πάντως, ἀκούστηκαν ἐκ μέρους του καί κάποιες ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες εἰσῆλθαν στήν ἴδια χοάνη τῆς στρατηγικῆς τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, ἀνεφέρθησαν ὡς ἐν παρόδῳ διά νά ἀλεσθοῦν κατόπιν στόν μύλο τῶν διπλωματικῶν ἐπεξηγήσεων καί παρουσιασθοῦν, τελικῶς, στόν γενικό πίνακα ὡς δῆθεν συνηγοροῦσες ἤ ἔστω μή ἀντιστρατευόμενες στήν ἐνσωμάτωσι καί παραμονή τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς.
Εἰς αὐτήν τήν κριτική μελέτη τῆς εἰσηγήσεως τοῦ π. Ἰωάννου Φωτόπουλου δέν θά ἀναφερθοῦμε λεπτομερῶς, διότι πολλά ἀπό αὐτά πού εἰσηγήθηκε τά σχολιάσαμε στήν κριτική μελέτη τῶν προηγουμένων εἰσηγήσεων, ἀλλά θά ἀσχοληθοῦμε ἀκροθιγῶς, ἁπλῶς καί μόνον γιά νά μή φανῆ στόν κάθε καλοπροαίρετο ἀναγνώστη, ὅτι ἀδικοῦμε τόν εἰσηγητή ἤ μεροληπτοῦμε ὑπέρ τῆς ἀποτειχίσεως.
Κατ’ ἀρχάς ξεκινώντας ὁ π. Ἰωάννης ἀνέφερε τά ἑξῆς:«Εὐχαριστῶ γιά τήν πρόσκληση νά ὁμιλήσω γι’ αὐτό τό ἀκανθῶδες θέμα τῆς ἀποτειχίσεως».
Πῶς ἀλήθεια τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, ἀπό ἁπλό καί ξεκάθαρο, ἔγινε ἀκανθῶδες; Ὅταν δηλαδή στήν Ἁγία Γραφή ὑπάρχουν περισσότερα ἀπό εἴκοσι (20) χωρία, στά ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὁμιλεῖ ξεκάθαρα δι’ αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι, ὅταν ὅλη ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων ὁμιλεῖ δι’ αὐτήν, ὅταν τέλος οἱ ἱεροί Κανόνες τό κατοχυρώνουν, πῶς εἶναι ἀκανθῶδες, π. Ἰωάννη, αὐτό τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους; Θά ἔπρεπε νά θεωρῆται ἀκανθῶδες τό θέμα τῆς ἐνσωματώσεως καί ἐκκλησιαστικῆς παραμονῆς εἰς αὐτούς, διότι αὐτό ἀντίκειται στήν Ἁγία Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί θά ἔπρεπε, ἐπειγόντως, νά ἀσχοληθοῦμε μόνον μέ αὐτούς, διότι εἶναι παραβάτες τῶν εὐαγγελικῶν καί πατερικῶν ἐνταλμάτων καί παρακαταθηκῶν, θά ἔπρεπε δέ διαρκῶς νά προσπαθοῦμε νά τούς πείσουμε διά τό δέον γενέσθαι καί βεβαίως, ἄν χρειάζεται, νά τούς οἰκονομήσωμε γιά τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία των.
 Παρά ταῦτα ἐσεῖς θεωρεῖτε ἀκανθῶδες τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως, δηλαδή τῆς Ὀρθοδόξου στάσεως καί πορείας ἐν καιρῷ αἱρέσεως, τήν δέ ἐνσωμάτωσι καί ἀλληλοπεριχώρησι μέ τούς αἱρετικούς, δηλαδή τήν παρανομία,  τήν θεωρεῖτε διάκρισι, σύνεσι, παραμονή ἐντός τῆς Ἐκκλησίας κλπ.
Εἶναι σάν νά ἐγίνετο αὐτή ἡ Ἡμερίδα τήν ἐποχή τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων καί, κάποιος εἰσηγητής, νά διεκήρυττε ὅτι εἶναι ἀκανθῶδες τό θέμα τῶν διωγμῶν ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί πρέπει  νά συμβιβασθοῦμε,  κοινῶς «νά τά βροῦμε» μέ αὐτούς ἤ, ὅταν συλλαμβάνεται κάποιος Χριστιανός ἀπό αὐτούς, νά συμβιβάζεται διά νά γλυτώση τά μαρτύρια καί νά παραμένη συγχρόνως μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἤ, τό χειρότερο, νά ἐδήλωνε ὁ εἰσηγητής ὅτι εἶναι ἀκανθῶδες τό θέμα καί δέν γνωρίζουμε τί πρέπει νά κάνωμε ἤ ὅτι χρειαζόμαστε κάποιους Ἁγίους νά μᾶς καθοδηγήσουν στήν πορεία μας ἤ δέν ἔχουμε τόν θεῖο φωτισμό καί τήν ἄσκησι τῶν Ἁγίων καί πρέπει νά συνοδοιπορήσωμε μέ  τούς ἀπίστους «ἄχρι καιροῦ».
Τό θέμα τελικῶς τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς εἶναι ὄντως ἀκανθῶδες, δι’ ἄλλο ὅμως λόγο· ἐπειδή δηλαδή τό ἐφέραμε, μέ τίς δολιχοδρομίες καί τούς συμβιβασμούς μας, στά μέτρα τῆς Ν. Ἐποχῆς καί ἐπειδή δέν ἐπιθυμοῦμε νά σηκώσωμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ στήν προκειμένη περίπτωσι, ὥστε νά ὑποστοῦμε τόν ὀνειδισμό Του. Δι’ αὐτόν τόν λόγο ἐφευρίσκουμε πονηρές δικαιολογίες, ὅπως τόν κίνδυνο τῆς δημιουργίας σχισμάτων, τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν Ἐκκλησία κλπ., γιά τά ὁποῖα οὔτε ἡ Ἁγία Γραφή ὡμίλησε, οὔτε οἱ Ἅγιοι, οὔτε οἱ ἱεροί Κανόνες, ἀπεναντίας μάλιστα, δηλώνεται ἀπερίφραστα ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς αἱρετικούς δέν δημιουργεῖ σχίσμα, διότι γίνεται ἀπό ψευδεπισκόπους, ψευδοδιδασκάλους καί λύκους.
 Τελικῶς συμβαίνει αὐτό τό ἐξωφρενικό καί ἀδιανόητο. Οἱ μέν Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι  νά βαδίζουν μεθοδευμένα πρός τήν αἵρεσι, ἀδιαφορώντας γιά τά σχίσματα, οἱ δέ Ἀντιοικουμενιστές νά μήν ἀπομακρύνωνται ἀπό αὐτούς, γιά τόν φόβο δῆθεν τῶν σχισμάτων! Μέ τήν στάσι των αὐτή ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ σχίσματος ἔχει διαστραφῆ μέσα των, ὥστε νά θεωροῦν ὅτι σχίσμα δέν εἶναι ἡ ἀπόσχισις ἀπό τήν ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἐφαρμόζεται διά τῆς ἐνσωματώσεως καί συμπορεύσεως μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, ἀλλά ἡ ἀπόσχισις ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, τό ὁποῖο συντελεῖ οὐσιαστικά στήν σωτηρία καί στήν ἀποφυγή τοῦ σχίσματος. Δηλαδή πρεσβεύουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές τήν Ἐκκλησία τῆς Ν. Ἐποχῆς ἡ ὁποία εἶναι Ἐπισκοποκεντρική.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ π. Ἰωάννης ἐγκωμιάζοντας τόν Μητροπολίτη Πειραιῶς ὅτι δῆθεν σηκώνει τό βάρος καί τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ ἀνέφερε καί τά ἑξῆς:
«Ἐνθυμοῦμαι τόν μακαριστό π. Ἀντώνιο πού ἔλεγε ὅτι, ἐάν κάνουμε τό καλό καί δέν βρίσκουμε τόν μπελά μας, κάτι δέν πηγαίνει καλά».
Ἐδῶ φαίνεται π. Ἰωάννη, πέραν τῶν φιλοφρονήσεων δι’ εὐνοήτους λόγους πρός τόν Πειραιῶς, ὅτι κάτι δέν πάει καλά στήν συλλογιστική σας. Διότι αὐτός πού ἀγωνίζεται Ὀρθόδοξα βρίσκει ὄντως τόν μπελά του, ἀλλά ἀπό τούς αἱρετικούς καί τούς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Ὅταν ὅμως ὁ Πειραιῶς συμπορεύεται, «τά πηγαίνει  καλά» καί «τά βρίσκει» κοινῶς μέ τούς αἱρετικούς καί βρίσκει τόν μπελά του ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, τότε ὄντως κάτι δέν πηγαίνει καλά, ἀλλά μέ διαφορετική ἔννοια, δηλαδή ὑπάρχει πρόβλημα μέ τόν ἀγῶνα του καί τήν Ὀρθοδοξία του. Ὁ Χριστός «εὑρῆκε τόν μπελά Του» καί κυνηγήθηκε ἀπό τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, οἱ Ἅγιοι εὑρῆκαν τόν μπελά τους ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί τούς αἱρετικούς, οἱ Ὅσιοι ἀπό τούς πειρασμούς τοῦ διαβόλου καί τώρα, ἐσεῖς, διαστρέφετε πλήρως τήν ἔννοια τῶν λόγων καί τούς ἀποδίδετε ὅ,τι ἰσχύουν γιά τούς Ὀρθοδόξους!
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, αὐτό ὡς ἐπουσιῶδες τό ἀντιπαρερχόμεθα, ἐπειδή ἀναφέρεται προσωπικῶς σέ Ἐπίσκοπο καί τέτοιους ἐπαίνους ὄχι μόνον τούς ἐπιθυμοῦν οἱ δεσποτάδες, ἀλλά εἶναι ἡ χαρά καί ἡ ζωή των. Σκεφθεῖτε μόνο π. Ἰωάννη, ὁ Μ. Ἀθανάσιος, γιά παράδειγμα, ἤ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ὅλοι οἱ ἅγιοι Ἐπίσκοποι νά ἐσήκωναν τό βάρος καί τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τόν σηκώνει σήμερα ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς, θά εἶχε ἀσφαλῶς ἐκλείψει ἡ πίστις καί ἡ σώζουσα ἀλήθεια ἀπό τήν γῆ.
ρχίζετε τόν λόγο σας μέ μία πολύ ὡραία λειτουργική ἀναφορά γιά νά δηλώσετε ὅτι στήν Θ. Λειτουργία ἐνσωματούμεθα ὅλοι μέ τόν Χριστό ὡς μέλη πρός τήν κεφαλή, καί μεταξύ μας ὡς μέλη ἐκ μέρους. Ἐδῶ, μεταξύ ἄλλων ἀναφέρετε καί τά ἑξῆς:«Ὁμολογεῖται κοινὴ πίστις ἡ Ὀρθόδοξος, μνημονεύεται τρεῖς φορὲς ὁ τοπικὸς Ἐπίσκοπος ὡς ἐγγυητὴς καὶ φύλαξ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας».
Αὐτή εἶναι ὄντως μία Ὀρθόδοξος διδασκαλία, τήν ὁποία ὅμως στήν πράξι τήν ἀναιρεῖτε καί τήν ἀκυρώνετε, ὄχι μόνον ἐσεῖς, ἀλλά καί οἱ ὑπόλοιποι Ἀντιοικουμενιστές, διότι μνημονεύετε ὄχι τόν ἐγγυητή καί φύλακα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀλλά τόν ἐγγυητή καί φύλακα  τῆς πλάνης καί τῆς αἱρέσεως. Δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἐνσωματώνετε καί συντάσσετε μέ τόν Χριστό δημοσίως καί ἐκκλησιαστικῶς ὄχι κάποιο τυχαῖο μέλος τοῦ σώματος (αὐτό θά ἦτο πολύ μικρότερο κακό), ἀλλά αὐτόν, πού εἶναι ἡ ὁρατή εἰκόνα τοῦ ἀοράτου Θεοῦ, τοῦ παρόντος ἀοράτως καί ὁρατοῦ μόνον διά τῶν μετουσιωμένων τιμίων δώρων. Διακηρύσσετε λοιπόν δημοσίως, ὅτι ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος εἶναι ἡ ὁρατή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὅτι τελικῶς ὅ,τι εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι καί ὁ Χριστός, κατά τόν τύπο τῆς εἰκόνας καί τοῦ πρωτοτύπου καί κατά τόν τύπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι «εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολασ. 1,15).
Αὐτό θεωρῶ, π. Ἰωάννη, ὅταν μάλιστα γίνεται ἐν γνώσει, πώς ἐγγίζει τά ὅρια τῆς βλασφημίας, καί ὄχι αὐτά τά ὁποῖα προσάγετε γιά κάποιες θέσεις τῶν ἀποτειχισμένων, τίς ὁποῖες ἀναφέρετε ἀποσπασματικά καί ὅπως σᾶς ἐξυπηρετοῦν. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ἀπαγορεύεται στήν Θ. Λειτουργία νά μνημονεύεται αἱρετικός Ἐπίσκοπος ὡς Ὀρθόδοξος.
Ὅταν ἐπιπλέον μνημονεύεται ὁ Οἰκουμενιστής Ἐπίσκοπος, ὁμολογεῖται πάλι κοινή πίστις, ὄχι ὅμως ἡ Ὀρθόδοξος, ἀλλά ἐκείνη τῶν Οἰκουμενιστῶν, διότι κατά τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν  Στουδίτη: «οἵα ἡ κεφαλή τοιοῦτο καί τό σῶμα» καί ἀλλοῦ «οἷον τό ἄρχον τοιοῦτον καί τό ἀρχόμενον». Ὁ Ἐπίσκοπος τότε ὁμολογεῖται ὅτι εἶναι ἐγγυητής καί φύλαξ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δέν ὑπάρχει νομίζω ἐπισημότερη καί ἐγγυρότερη ἀναφορά γιά τήν ἔνταξί μας στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό αὐτήν τήν λειτουργική μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου. Δι’ αὐτῆς ἀκυρώνεται ἡ ὁμολογία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ὅπως δηλαδή δέν θά εἶχε ἰσχύ ἡ ὁμολογία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως σέ μία Θ. Λειτουργία πού θά ἐμνημονεύετο ἕνας εἰκονομάχος ἤ μονοφυσίτης Ἐπίσκοπος.
Τώρα τά περί καταδικασμένων καί μή καταδικασμένων αἱρετικῶν Ἐπισκόπων εἶναι ἐφευρέματα τῆς Ν. Ἐποχῆς πρός ἀποπλάνησι τῶν Ὀρθοδόξων καί ἔνταξί των «ἄχρι καιροῦ» στό μαντρί τῆς αἱρέσεως. Ἀπόδειξις τούτου εἶναι ὅτι, εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι, τῶν μή καταδικασμένων αἱρετικῶν Ἐπισκόπων, οἱ Πατέρες καί οἱ ἱεροί Κανόνες μᾶς ἔδωσαν τήν λύσι καί τήν ὁδό τῆς ἀποτειχίσεως καί τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως, διά νά εἴμεθα ἐνσωματωμένοι διά τῆς  Ὀρθοδόξου πίστεως μέ τόν Χριστό ὡς μέλη τοῦ σώματός Του. Αὐτό βεβαίως τό καταντήσαμε «ἀκανθῶδες θέμα», διότι προφανῶς, ὅπως προανέφερα, ἔτσι ἐξυπηρετεῖ τήν προαίρεσί μας καί μέχρις ἐκεῖ μᾶς ἐπιτρέπουν νά σταθοῦμε οἱ Οἰκουμενιστές, δηλαδή προφορική καί γραπτή ὁμολογία καί πρακτικά συμπόρευσι μαζί των διά τῆς λειτουργικῆς των κυρίως ἀναγνωρίσεως καί μνημονεύσεως.
Κατωτέρω, μετά ἀπό κάποιες ἀσαφεῖς καί θολές ἀναφορές δι’ αὐτούς πού ἀκολουθοῦν τόν ζηλωτισμό καί δι’ αὐτούς πού ἀκολουθοῦν τόν Οἰκουμενισμό, ἀναφέρετε, π. Ἰωάννη, στήν εἰσήγησί σας, τά ἑξῆς ἀξιόλογα καί ἄξια σχολιασμοῦ:
«Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν Συνόδων της ἀποκόπτει ἀπὸ τὸ σῶμα της, ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν, καθιστᾶ ἀκοινωνήτους ὅσους σφάλλουν περὶ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀφοῦ διασποῦν τὴν ἑνότητά της. Εἶναι ἀδύνατον ἐκκλησιολογικῶς στὸ ἄμωμο σῶμα τοῦ Χριστοῦ νὰ συνυπάρξει ὁ αἱρετικὸς ἢ ὁ βαρέως ἁμαρτάνων μὲ τοὺς ἑνωμένους ἐν τῇ πίστει καὶ τῇ Εὐχαριστίᾳ Χριστιανούς. Πολὺ περισσότερο ἀποκόπτει ἡ Ἐκκλησία τοὺς αἱρετικοὺς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἀντί νὰ φροντίζουν καὶ νὰ ἐγγυῶνται μὲ τὴν διδασκαλία, τὶς νουθεσίες, τὰ ἐπιτίμια καὶ τὶς πράξεις τους τὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα ποὺ φέρει στὴν σωτηρία, διασποῦν τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια».
Ὄντως π. Ἰωάννη, δέν θά ὑπῆρχαν λόγια νά ἐκθειάσουμε τίς θέσεις σας, ἄν αὐτά δέν ἦταν μόνο λόγια καί πομφόλυγες(σαπουνόφουσκες) καί ἄν αὐτά συνοδεύοντο μέ τήν ἐν τῇ πράξει ἐφαρμογή των. Διότι ἐφ’ ὅσον, σύμφωνα μέ τά λόγια σας, «εἶναι ἀδύνατον ἐκκλησιολογικῶς στό ἄμωμο σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά συνυπάρξη ὁ αἱρετικός», πῶς αὐτό τό ὁμολογουμένως ἀδύνατο τό καθιστᾶτε δυνατόν; Μέ ποιά ἐξουσία, μέ ποιά εὐλογία βεβηλώνετε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐσεῖς μάλιστα οἱ τόσο εὐαίσθητοι, οἱ ὁποῖοι θέλετε Ἁγίους γιά τήν κατάγνωσι τῆς αἱρέσεως, Ἁγίους γιά τήν Συνοδική καταδίκη της, ἐσεῖς, τέλος πάντων, πού θέλετε νά ἀκολουθῆτε τούς συγχρόνους γέροντες, προκειμένου νά μήν πλανηθῆτε; Ἐάν εἶναι ὄντως ἀδύνατη αὐτή ἡ συνύπαρξις στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τότε γιατί θέτετε ἐκτός Ἐκκλησίας τούς ἀποτειχισμένους, αὐτούς δηλαδή πού ὄντως θεωροῦν ἀδύνατη αὐτή τήν συνύπαρξι, καί ἐντός Ἐκκλησίας αὐτούς πού βεβηλώνουν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ; Ποιος σᾶς ἔδωσε τό δικαίωμα καί τό ἀξίωμα τοῦ θυρωροῦ στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ἀνοίγετε καί νά κλείνετε αὐτοβούλως, καί μάλιστα σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς αἱρέσεως, τήν θύρα στούς προσερχομένους;
Μέ τά λόγια σας αὐτά, π. Ἰωάννη, μπαίνω στόν πειρασμό νά θίξω καί κάποια ζητήματα πολύ ἐπίκαιρα στίς ἡμέρες μας. Εἴπατε ὅτι: «ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν Συνόδων της ἀποκόπτει ἀπὸ τὸ σῶμα της, ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν, καθιστᾶ ἀκοινωνήτους ὅσους σφάλλουν περὶ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀφοῦ διασποῦν τὴν ἑνότητά της».
Ἐδῶ ἀποδεικνύετε ὅτι δέχεσθε τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ ἑνότης δέν διασπᾶται μέ τήν ἀποτείχισι, ἀλλά μέ τήν αἵρεσι. Αὐτό ἄλλωστε διδάσκει καί ὁ πολυσυζητημένος 15ος ἱερός Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Ὅταν λοιπόν ἡ ὑπάρχουσα Σύνοδος, ὄχι μόνον δέν ἀποκόπτει τούς αἱρετικούς ἀπό τό σῶμα της, ὄχι μόνον τούς καλύπτει καί συμφωνεῖ μαζί των, ἀλλά ἐπί πλέον τούς ἀποστέλλει ὡς ἐκπροσώπους της στούς διαλόγους μέ τούς αἱρετικούς και στίς προπαρασκευαστικές ἐργασίες γιά τήν μελλοντική πανορθόδοξο Σύνοδο τοῦ 2016, ἐνῶ καθαιρεῖ καί ἀποκόπτει ἀπό τό σῶμα της ὅσους ἀντιδροῦν πρός τήν αἵρεσι καί ἀποτειχίζονται ἀπό αὐτούς τούς Ἐπισκόπους, τότε θέλουμε νά μᾶς διευκρινίσετε,  π. Ἰωάννη, ἡ Σύνοδος αὐτή, πέραν ὅλων τῶν ἄλλων, εἶναι Ὀρθόδοξος ἤ αἱρετική; Διότι ἐμεῖς γνωρίζομε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Σύνοδος καθαιρεῖ καί ἀποκόπτει, ὅπως εἴπατε κι ἐσεῖς ἐξάλλου, τούς αἱρετικούς, ἡ δέ αἱρετική Σύνοδος καθαιρεῖ καί ἀποκόπτει τούς Ὀρθοδόξους, ὅπως π.χ. ἡ Σύνοδος τῆς Τύρου καθήρεσε τόν Μ. Ἀθανάσιο, ἡ ληστρική Σύνοδος τῆς Ἐφέσου καθήρεσε τόν ἅγιο Φλαβιανό καί τόν ἐφόνευσε, ἡ Σύνοδος τῆς Δρυός καθήρεσε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ἡ Σύνοδος τῆς Ἱέρειας καθήρεσε καί ἀναθεμάτισε τούς ἁγίους Γερμανό Κων/πόλεως καί Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό κλπ.
Τό χειρότερο ὅμως ἀπό ὅλα εἶναι ὅτι ἐσεῖς, αὐτήν τήν Σύνοδο, τήν ἀναγνωρίζετε ὡς Ὀρθόδοξο καί, τό πλέον ἀθλιότερο καί ἐξωφρενικό, ὅτι ἀναμένετε αὐτή ἡ Σύνοδος νά καταδικάση τήν αἵρεσι, ὥστε νά ἐγερθῆτε ὡς παληκάρια καί νά ξιφουλκίσετε κατά τῶν αἱρετικῶν. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής διδάσκει ὅτι ἐκ τῶν πράξεών της κρίνεται ἡ Σύνοδος, ἄν εἶναι Ὀρθόδοξος ἤ αἱρετική καί ἐσεῖς, ἀντιθέτως, διδάσκετε ὅτι ἡ  Σύνοδος κρίνεται ὡς Ὀρθόδοξος ἐκ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς.
Στό τέλος, αὐτοῦ τοῦ τμήματος τῆς εἰσηγήσεώς σας, ἀναφέρετε ὅτι οἱ αἱρετικοί ποιμένες ἀντί νά διασφαλίσουν τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα, ἡ ὁποία φέρει τήν σωτηρία, «διασποῦν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια». Παρ’ ὅλα αὐτά πού εἰσηγεῖστε, προτιμᾶτε τήν ἑνότητα πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια, ἀπό τήν ἀποτείχισι, ἐπειδή δῆθεν ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος νά προκληθῆ σχίσμα. Δέν εἶναι ὅμως ἀσυγκρίτως καλύτερο ἡ ὕπαρξι ὄχι ἑνός, ἀλλὰ πολλῶν σχισμάτων, μέ σκοπό κάποιοι νά γλυτώσουν ἀπό τό στόμα τοῦ λύκου, παρά μία τέτοιου εἴδους ἑνότητα, κατά τήν ὁποία χέρι–χέρι ὁδηγούμεθα στήν ἀπώλεια κατά τόν τύπο τοῦ χοροῦ τοῦ Ζαλόγγου;
Εἶναι ὄντως ἀδιανόητη ἡ λογική σας, ἀπό τήν μία νά ὁμολογῆτε τό ποῦ μᾶς ὁδηγοῦν οἱ αἱρετικοί ποιμένες καί ἀπό τήν ἄλλη νά διδάσκετε νά μήν ἀπομακρυνθῆ κανείς ἀπό αὐτούς, χάριν μάλιστα μιᾶς αἱρετικῆς καί ὄχι Ὀρθοδόξου ἑνότητος, πρός  ἀποφυγήν τῶν σχισμάτων.
Κατωτέρω δίδετε, π. Ἰωάννη, κάποιες ἑρμηνεῖες τοῦ «καθαιρείσθω» καί «ἀφοριζέσθω», ποινές τίς ὁποῖες ἐπιβάλλουν οἱ ἱεροί Κανόνες ὡς ἐπιτίμια διά τούς ἁμαρτάνοντας. Ἐδῶ προφανῶς συγχέετε τά πράγματα, διότι αὐτά τά ἐπιτίμια, τά ὁποῖα ἐπιβάλλουν οἱ ἱεροί Κανόνες δι’ ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα, καί πρέπει νά ἐνεργήση ἡ Σύνοδος τόν ἀφορισμό ἤ τήν καθαίρεσι γιά νά ἰσχύση, τόν ἐπεκτείνετε δολίως καί γιά τά θέματα τῆς πίστεως. Ἔτσι ταυτίζετε τά θέματα τῆς πίστεως, ὡς πρός τήν ἀντιμετώπισί των, μέ ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα τῶν Ἐπισκόπων, ὅπως δηλαδή πρεσβεύουν καί οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς καί φυσικά ὅλοι οἱ Ἀντιοικουμενιστές.
Στό σημεῖο αὐτό μέ τήν διδασκαλία σας παραβαίνετε βασικές ἐντολές καί διδασκαλίες τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων. Διότι ὁ Θεός διά τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἐδίδαξε ὅτι ὁ αἱρετικός εἶναι αὐτοκατάκριτος  (Τιτ. 3, 10-11) καί ἀναθεματισμένος (Γαλ. 1, 8-9)· ὁ δέ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής (ἐσεῖς ὁ ἴδιος ἀναφέρετε τήν διδασκαλία του αὐτή στήν εἰσήγησί σας) διδάσκει, ἐναρμονισμένος ἀπολύτως μέ τήν Ἁγία Γραφή, γιά τούς Μονοθελητές: «Οἱ τοίνυν ὑφ᾿ ἑαυτῶν κατακριθέντες καὶ ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων, καὶ τῆς μετὰ ταῦτα ἐπὶ τῆς ὀγδόης ἰνδικτιῶνος γενομένης συνόδου καθαιρεθέντες, ποίαν ἐπιτελέσουσι μυσταγωγίαν· ἢ ποῖον πνεῦμα τοῖς παρὰ τῶν τοιούτων ἐπιτελουμένοις ἐπιφοιτᾷ;»· ὁ δέ 15ος, τέλος, Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τούς ὀνομάζει ψευδεπισκόπους καί ψευδοδιδασκάλους.
Ἄν ὅμως χρειάζεται, ὅπως διδάσκετε, ἡ συνοδική καταδίκη γιά νά κατακριθῆ ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος, τότε οὔτε αὐτοκατάκριτος εἶναι μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, οὔτε ἀναθεματισμένος, οὔτε ἀφ’ ἑαυτοῦ κατακεκριμένος, οὔτε τέλος ψευδεπίσκόπος καί ψευδοδιδάσκαλος καί, ὡς ἐκ τούτου, κάνουμε σχίσμα ἄν ἀποτειχισθοῦμε ἀπό αὐτόν. Τώρα ποιόν νά πιστεύσωμε, π. Ἰωάννη, τόν Θεό καί τούς Ἁγίους ἤ ἐσᾶς καί τούς ἄλλους Ἀντιοικουμενιστές, κρίνετέ το ἐσεῖς καί ἀπαντεῖστε μας.
Περαίνοντας τόν λόγο μου ἐπί τοῦ θέματος τούτου, σᾶς ἀναφέρω καί μία ἀκόμη σαφέστερη διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος διδάσκει ὅτι οἱ αἱρετικοί Ἐπίσκοποι εἶναι αὐτοκατάκριτοι καί ἀναθεματισμένοι καί πρό τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου. Ἡ ἀπόφασις δηλαδή τῆς Συνόδου δέν ἐπιβάλλει εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι τήν ποινή πρός τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ἀλλά τήν ἐπικυρώνει καί τήν ἀναγνωρίζει καί προστατεύει δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου τό Ὀρθόδοξο ποίμνιο.
Ὅταν λοιπόν ἔφεραν τόν ἅγιο Μάξιμο ἀπό τήν ἐξορία πρός ἐξέτασι ἐνώπιον τῆς Συγκλήτου, μεταξύ τῶν ἄλλων τοῦ ἀνέφεραν ὅτι οἱ Ρωμαῖοι συνεφώνησαν μέ τούς Βυζαντινούς στήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Μονοθελητισμοῦ καί θά συλλειτουργοῦσαν τήν ἑπομένη Κυριακή. Ὁ ὅσιος δέν τό ἐπίστευσε αὐτό, καί τότε οἱ ἄρχοντες τοῦ θέτουν τό θέμα αὐτό ὑποθετικά καί ζητοῦν νά μάθουν τήν στάσι του σ’ αὐτήν τήν περίπτωσι. Ὁ ὅσιος τότε δέν ἀπάντησε μέ δικά του λόγια ἀλλά μέ τά λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τά ὁποῖα ἐδήλωσε σαφῶς ὅτι εἶναι τά λόγια τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, ἐκφωνηθέντα ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί τά ὁποῖα ἔχουν ἰσχύ καί ἐνεργοῦν σέ κάθε αἱρετικό, χωρίς ἀποφάσεις Συνόδου:
«Καί τί ἔχεις ποιῆσαι, τῶν Ρωμαίων ἑνουμένων τοῖς Βυζαντίοις; Ἰδού γάρ χθές ἦλθον οἱ ἀποκρισιάριοι Ρώμης, καί αὔριον τῇ Κυριακῇ κοινωνοῦσι τῷ πατριάρχῃ, καί πᾶσι δῆλον γίνεται, ὅτι σύ διέστρεφες τούς Ρωμαίους· ἀμέλει, σοῦ ἀπαρθέντος ἐκεῖθεν, συνέθεντο τοῖς ἐνταῦθα. Καί εἶπε πρός αὐτούς· Οἱ ἐλθόντες, οἱονδήποτε πρόκριμα τῷ θρόνῳ Ρώμης, κἄν κοινωνήσωσιν, ἐπάν οὐκ ἤγαγον πρός τόν πατριάρχην ἐπιστολήν, οὐ ποιοῦσι, καί οὐ πείθομαι πάντως ὅτι οἱ Ρωμαῖοι ἑνοῦνται τοῖς ἐνταῦθα, εἰ μή ὁμολογήσωσι τόν Κύριον ἡμῶν καί Θεόν, καθ’ ἑκατέραν τῶν ἐξ ὧν, ἐν οἷς τε καί ἅπερ ἐστίν, εἶναι φύσει θελητικόν τε καί ἐνεργητικόν τῆς ἡμῶν σωτηρίας. Καί λέγουσιν· Εἰ δέ συμβιβασθῶσι τοῖς ἐνταῦθα οἱ Ρωμαῖοι, τί ποιεῖς; Καί εἶπε· Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου, καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμα τι νομοθετοῦντας» (ΕΠΕ 15,Γ, 92).
Τό Ἅγιον Πνεῦμα λοιπόν δέν δεσμεύεται ἀπό τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, οὔτε προσαρμόζεται σύμφωνα μέ αὐτές διά τά θέματα τῆς πίστεως, ἀλλά ἡ Σύνοδος, διά νά εἶναι Ὀρθόδοξος, πρέπει νά προσαρμόζεται ἀπολύτως μέ τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν. Ἄν ἐπίσης διά τά θέματα τῆς πίστεως,  προκειμένου νά ἰσχύσουν οἱ ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ, χρειάζεται ἀπόφασις τῆς Συνόδου, τότε ἡ Σύνοδος προηγεῖται καί θεωρεῖται ἀνωτέρα τοῦ Θεοῦ καί, συνεπῶς, ὁ Θεός ὑποτάσσεται καί ὑπάκούει τρόπόν τινά στήν Σύνοδο καί ἀναμένει τίς ἀποφάσεις της διά νά ἰσχύσουν οἱ λόγοι Του. Τότε ἡ Ἐκκλησία καθίσταται ἕρμαιο τῶν ἀποφάσεων ἑκάστης Συνόδου, ἡ ὁποία γίνεται παντοδύναμος, καί ὁ Θεός ἀδύναμος, ἐφ’ ὅσον δέν ἰσχύουν οἱ ἀποφάσεις καί ἐντολές Του, χωρίς ἀπόφασι τῆς Συνόδου.  Δι’ αὐτό ὁ  ἅγιος Μάξιμος θεωρεῖ δεδομένο καί ἐν ἰσχύει τόν ἀναθεματισμό ἐκ μέρους  τοῦ Θεοῦ χωρίς ἀπόφασι Συνόδου.
Αὐτά διδάσκουν οἱ Ἅγιοι καί, προφανῶς, αὐτά τά ὁποῖα εἰσηγηθήκατε εἰς αὐτό τό σημεῖο, εἶναι ἀνθρώπινες διδασκαλίες καί μάλιστα προσαρμοσμένες στίς ἐπιταγές τῆς Ν. Ἐποχῆς. Θά συνέφερε ἀσφαλῶς στούς Οἰκουμενιστές διά τά θέματα τῆς πίστεως νά προηγεῖτο ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου καί νά ἀκολουθοῦσε ἡ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ. Εἰς τήν περίπτωσι ὅμως αὐτή δέν θά εἴχαμε ἑνότητα πίστεως, ἀλλά ἑνότητα Συνοδική καί Ἐπισκοποκεντρική. Διότι ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως, πέραν τῶν ἄλλων, σημαίνει ὅτι ἑνούμεθα γύρω ἀπό αὐτά τά ὁποῖα διδάσκει καί ἐντέλλεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Θά συνεχίσωμε μέ τήν ἀναφορά σας στήν ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισι«Ἀναδιφώντας τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορία παρατηροῦμε πώς, ὅταν ἐμφανίζεται κάποια κακοδοξία στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, γίνεται ἕνας συναγερμὸς καὶ συντονισμὸς ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ἐξ ἐνστίκτου, ὅπως ἀτυχῶς εἰπώθηκε, ἀλλὰ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σκοπὸς ὅλων γίνεται νὰ ἐξοστρακιστεῖ ὁ αἱρετικὸς ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα, ἢ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ποιμένα οἱ πιστοί, εἰδικὰ ὅταν ὁ τελευταῖος, καταχρώμενος τῆς ἐξουσίας καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων λυμαίνεται τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀνεκτὴ ἡ κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση καὶ τὸν αἱρετικό.  “Τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου;”».
Ἐδῶ προφανῶς, π. Ἰωάννη, τά ἁπλά καί αὐτονόητα θέλετε νά τά κάνετε δυσεπίλητα καί ἀκατανόητα. Δι’ αὐτό χωρίζετε προφανῶς τήν ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισι ἀπό τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἡ ἐξ ἐνστίκτου ὅμως ἀποτείχισις εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί ὄχι αὐτή τήν ὁποία τεχνηέντως σερβίρετε ἐσεῖς. Διότι ἡ ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισις συμφωνεῖ μέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή, μέ τούς ἱερούς Κανόνες καί μέ ὅλη τήν περί αἱρετικῶν ποιμένων διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Αὐτή ὅμως τήν ὁποία ἐσεῖς εἰσάγετε εἶναι ἄγνωστη στίς Γραφές καί στούς Ἁγίους, ὁδηγεῖ στόν συναγελασμό καί στή συνύπαρξι μέ τούς αἱρετικούς, ὁδηγεῖ στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ὁδηγεῖ ἀβίαστα στό σημερινό κατάντημα τῶν Οἰκουμενιστῶν καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐνσωματωμένοι κατ’ οὐσίαν ἐκκλησιαστικῶς καί κατ’ ἐπίφασιν ἀντιμαχόμενοι.
Ὁ συναγερμός αὐτός ἐπίσης, γιά τόν ὁποῖο ὁμιλεῖτε, ἐνεργοποιεῖται ὅταν εἶναι δυνατόν νά ἐκδιωχθοῦν οἱ αἱρετικοί ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὅταν ὅμως οἱ ἴδιοι οἱ Ἐπίσκοποι καλύπτουν τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς συναδέλφους των ἐπί δεκαετίες, ὅταν προχωροῦν προσηλωμένοι σταθερά στίς ἀρχές καί τόν τελικό σκοπό τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμού, ὅταν ὑπάρχει τέτοιος ἐθισμός τῶν Ὀρθοδόξων στήν αἵρεσι, σέ σημεῖο νά βλέπωμε τόν Πατριάρχη μέ τόν Πάπα, νά συλλειτουργοῦν καί νά δίδουν τόν ἀσπασμό τῆς λειτουργικῆς ἀγάπης καί νά μᾶς φαίνεται πλέον ὡς κάτι φυσιολογικό, τότε, καταλάβετέ το ἐπιτέλους, τότε οἱ Ὁμολογίες Πίστεως καί οἱ διαμαρτυρίες εἶναι ἁπλός χαρτοπόλεμος (ὅσο καί ἄν σᾶς κακοφαίνεται αὐτός ὁ χαρακτηρισμός) καί ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεώς μας.
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ ἀγῶνας δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τούς ἀντιρρητικούς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι συνοδεύοντο πάντοτε μέ τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς, μέ τούς διωγμούς καί τά μαρτύρια.
Ἐσεῖς ἔχετε ἐφεύρει νέα μέθοδο καί τρόπο ἀγῶνος, ἀντιαγιογραφικό, ἀντικανονικό καί ἀντιπατερικό, διά τοῦ ὁποίου ἐπιδεικνύετε  θεωρητικά μία ἀντίδρασι, ἡ ὁποία δέν ἐμποδίζει  τήν προαγωγή τῆς αἱρέσεως καί, συγχρόνως, συνοδοιπορεῖτε μέ τήν αἵρεσι πρακτικά, εἶστε ἐνσωματωμένοι ἐκκλησιαστικά καί, τό χειρότερο, ἔχετε ἐφεύρει καινούριες θεωρίες γιά νά δικαιολογήσετε αὐτή τήν νεοεποχίτικη στάσι σας.
Ποία αἵρεσις κατεστάλη καί ἐνικήθη χωρίς μαρτύρια, διωγμούς καί θανάτους; Ἐσεῖς ἀπό τή μία ἐκθειάζετε τούς Ἁγίους δι’ αὐτούς τούς ἀγῶνες των καί συγχρόνως ὁδηγεῖτε στήν ἀπραξία καί τό βόλεμα τούς Ὀρθοδόξους, χάριν δῆθεν μίας σάπιας καί αἱρετικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος καί χάριν τῆς προλήψεως καί ἀποφυγῆς τῶν σχισμάτων.
Ἐσεῖς, πάτερ, ἐπικαλεῖσθε ἐπιτέλους ἕνα ἁγιογραφικό χωρίο, στό ὁποῖο ὁ Θεός διά τοῦ ἀποστόλου Παύλου διδάσκει ὅτι δέν ὑπάρχει κοινωνία φωτός καί σκότους, πιστοῦ καί ἀπίστου καί, συγχρόνως, πράττετε τά ἄκρως ἀντίθετα, ἑνώνοντας ἐκκλησιαστικά τούς αἱρετικούς μέ τούς Ὀρθοδόξους, δηλαδή τό φῶς μέ τό σκότος, τόν πιστό μέ τόν ἄπιστο καί δηλώνοντας ἐμπράκτως ὅτι ἡ ἰδική σας διδασκαλία ὑπερτερεῖ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, διότι προφανῶς προλαμβάνετε τή δημιουργία σχισμάτων.
Ἐρχόμενοι, τέλος, στήν ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισι, θέλω νά ὑποβάλω τήν ἐρώτησι, πάτερ Ἰωάννη, γιατί δέν σᾶς ἀρέσει αὐτή ἡ ἔκφρασις; Μήπως ἀντιτίθεται στήν Ἁγία Γραφή ἤ στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων; Ἤ μήπως σᾶς ἐνοχλεῖ, διότι ἀντιτίθεται στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, στόν χαρτοπόλεμο καί στό βόλεμα καί κυρίως στή νεοεποχίτικη συνύπαρξι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς;
Ὅταν οἱ Γραφές καί οἱ Πατέρες δηλώνουν ἀπερίφραστα ὅτι ὁ αἱρετικός εἶναι λύκος καί μάλιστα λύκος βαρύς καί λύκος ἀραβικός, θέλει ἄραγε νά ἔχη κάποιος εἰδικό φωτισμό καί ἰδιαίτερο χάρισμα ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα γιά νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό αὐτόν;
Νομίζω ὅτι οἱ Γραφές καί οἱ Πατέρες ὡμίλησαν τόσο ἁπλοϊκά στό συγκεκριμένο θέμα καί, μάλιστα, μέ μία τόσο ἀνάγλυφη καί παραστατική παρομοίωσι, ὥστε νά μήν ὑπάρξη κανένας προβληματισμός περί τοῦ πρακτέου, ἐκτός ἀπό ἐκείνους πού θέλουν, κατά τό δή λεγόμενο, σάν τήν σουπιά νά θολώσουν τά νερά, τά εὔκολα νά τά κάνουν δύσκολα, τά εὐδιάκριτα καί πασίδηλα, ἀόρατα καί θολά καί, τέλος πάντων, αὐτοί μόνο νά μήν τά κατανοοῦν, νά ἰσχυρίζωνται ὅτι  χρειάζεται ἰδιαίτερος φωτισμός ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ὑπέρμετρη διάκρισι (γιά νά προβῆ κάποιος σέ μία τέτοια ἐνέργεια), ἀφήνοντας κατ’ οὐσίαν τά πρόβατα νά συναγελάζωνται μέ τούς λύκους.
Ἐξάλλου τό παράδειγμα πού ἐσεῖς ὁ ἴδιος επικαλεσθήκατε γιά τήν ἄμεσο ἀντίδρασι τῶν πιστῶν ἐντός τοῦ Ναοῦ ἐπί Νεστορίου, δέν ἦταν ἀναμφισβήτητα μία ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισις τοῦ λαοῦ ἀπό τόν λυκοποιμένα πού ἐξεφώνησε βλασφημία‒αἵρεσι γυμνῇ τῇ κεφαλῇ καί μάλιστα πρό συνοδικῆς διαγνώμης;
Ἄν ἐσεῖς, π. Ἰωάννη, καί ὅλοι βεβαίως οἱ Ἀντιοικουμενιστές, χρειάζεσθε εἰδικό φωτισμό καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι νά πορευθῆτε, προκειμένου νά ἀπομακρυνθῆτε ἀπό τόν λύκο, κατανοοῦμε ἀβίαστα πόσο φωτισμό καί θεία ἔμπνευσι πρέπει νά ἔχετε ὅταν χρειασθῆ νά καθαιρεθῆτε ἀπό τούς αἱρετικούς, νά διωχθῆτε ἀπό τίς θέσεις σας καί νά ὑποστῆτε οἱοδήποτε δεινό καί ὀνειδισμό.
Θά πρέπει νά γνωρίζετε ὅτι οἱ Οἰκουμενιστές σᾶς θεωροῦν ὡς πρότυπα πρός μίμησι καί σᾶς προβάλλουν ὡς παράδειγμα γνησίου ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος, κάθε φορά πού χρειάζεται νά ἀποτρέψουν κάποια ἐκκλησιαστική ἀποτείχισι καί νά καθησυχάσουν τά ἀνησυχοῦντα πνεύματα τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἐνθυμοῦμαι συγκεκριμένα ὅτι εἰς τό Ἅγιον Ὄρος, ὅταν συζητούσαμε μέ διαφόρους Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους καί ἄλλους (στό ἀρχονταρίκι κάποιας μονῆς καί ἀλλοῦ), πάντοτε μᾶς ἔφεραν ὡς παράδειγμα τόν π. Γεώργιο τόν Καψάνη, ὁ ὁποῖος ὡμιλοῦσε μέν γιά τά θέματα αὐτά καί διεμαρτύρετο, ἀκολουθοῦσε ὅμως καί ἐμνημόνευε τόν Πατριάρχη πρακτικά. Ἐσεῖς ἀντιθέτως ἔχετε τήν ψευδαίσθησι ὅτι, μέ τόν χαρτοπόλεμο πού ἐφαρμόζετε, προκαλεῖτε πονοκέφαλο καί ἐκνευρισμό στούς Οἰκουμενιστές, ἐνῶ δι’ αὐτούς εἶστε ἡ βιτρίνα καί τό πρότυπον τῆς ὑποταγῆς σ’ αὐτούς τούς αἱρετικούς, σύμφωνα μέ τή νέα ἐκκλησιολογία τῆς συνυπάρξεως τήν ὁποία ἔχετε εἰσαγάγει.
Κατωτέρω στήν εἰσήγησί σας ἀναφέρετε τά ἑξῆς σχετικά μέ τόν πρωταγωνιστικό ρόλο τῶν Ἁγίων στήν καταπολέμησι τῶν αἱρέσεων: «Πάντοτε ὄντως, ὅταν ἐμφανιστεῖ μιὰ αἵρεση, ἔχουμε κυριαρχοῦσα στὸν ἀγῶνα κατὰ τῶν αἱρέσεων τὴν παρουσία ἑνὸς τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὅπως ξέρουμε τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ ἁγίου Κυρίλλου μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Νεστοριανισμοῦ, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου στὴν β’ φάση τῆς Εἰκονομαχίας καὶ σὲ ἄλλες αἱρέσεις χθόνιες, ποὺ δὲν ἐντοπίζονται εὔκολα ἀπὸ τοὺς πολλούς, τοὺς ἀγῶνες τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἁγίου Φωτίου στὴν μάχη κατὰ τοῦ filioque καὶ τῆς Παπικῆς..., τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Βαρλααμισμοῦ, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ κατὰ τὴν περίοδο τῶν προσπαθειῶν ἑνώσεως μὲ τὸν Παπισμό».
Στό σημεῖο αὐτό, π. Ἰωάννη, ἄθελά σας ἐκθέτετε τούς σημερινούς ἁγίους Γέροντες, οἱ ὁποῖοι, ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως, δέν ἀνέλαβον πρωταγωνιστικό ρόλο διά τήν καταπολέμησί της, ὑποβαθμίζοντας τὴν σημασία της λόγῳ τῆς συγχύσεως ποὺ διὰ τῆς ἀγαπολογίας καὶ τῆς δολιότητος ἡ αἵρεσι προεκάλεσε, λόγῳ τοῦ φόβου τῶν σχισμάτων ἢ ἄλλων δικαιολογιῶν, καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει ἔδωσαν δι’ αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς κακό παράδειγμα, διά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἐσεῖς ἀναφέρατε σέ ἄλλο σημεῖο τῆς εἰσηγήσεώς σας τά λόγια τοῦ π. Παϊσίου, ὅτι δηλαδή, ὅταν θά πρέπει ὁ Θεός θά παρουσιάση τούς Μάρκους τούς Εὐγενικούς καί τούς Γρηγορίους τούς Παλαμᾶδες διά νά ὁμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξο πίστι κλπ. καί, ἐπίσης, τονίσατε ὅτι εἶπε, πώς δέν εἶναι καθόλου καλό νά ἀποχωριζώμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησία κάθε φορά πού πταίει ὁ Πατριάρχης. Ὁ δέ π. Πορφύριος, ὁ ὁποῖος δὲν πῆρε θέσι εἰς τό θέμα τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σᾶς εἶπε, ὅταν τόν ἐρωτήσατε, ὅτι πρέπει νά εἴμεθα προσεκτικοί, ἐννοώντας, ὅπως διευκρινίσατε, τήν ἀποφυγή τῶν σχισμάτων.
Στήν εἰσήγησί σας, λοιπόν, ἀναφέρατε ὅτι οἱ Ἅγιοι πρωτοστατοῦσαν στήν καταπολέμησι τῶν αἱρέσεων καὶ πρὶν αὐτὲς καταδικαστοῦν ἀπὸ Σύνοδο, καί τώρα βλέπουμε νὰ μᾶς παρουσιάζετε τούς σημερινούς Ἁγίους νά μήν πρωτοστατοῦν στὴν καταπολέμησι τῆς αἱρέσεως ποὺ παραδέχεσθε ὅτι εἶναι παναίρεσι, ἀλλά καί νά ἐπιτρέπουν στούς Ὀρθοδόξους τήν ἐκκλησιαστική συνύπαρξι μέ τούς αἱρετικούς.
Τί συμβαίνει λοιπόν μέ τούς σημερινούς Ἁγίους; Ἤ ἄλλαξαν πορεία ἐν σχέσει μέ τούς παλαιούς ἤ ἄλλαξαν θεολογία καί ἐπείστηκαν ὅτι τό σχίσμα εἶναι μεγαλύτερο κακό ἀπό τήν αἵρεσι.
Ἐσεῖς, ὅπως καί ὅλοι οἱ Ἀντιοικουμενιστές, ὁμολογεῖτε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ ὑπουλώτερη καί χειρότερη ὅλων τῶν αἱρέσεων καί δι’ αὐτό τήν ὀνομάζετε παναίρεσι, ἐνῶ οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι ἐκ τοῦ ἀντιθέτου τήν ἀντιμετώπισαν σάν κάτι ἐπουσιῶδες καί ἄνευ ἰδιαιτέρας σημασίας. Πότε ὅμως, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ  ἁγίου π. Παϊσίου, θά στείλη ὁ Θεός τούς Παλαμάδες καί τούς Εὐγενικούς; Ὅταν ἐξουνιτισθῆ τελείως ὁ λαός, ὅταν χαθοῦν πλήθη Ὀρθοδόξων καί ὅταν ὁ ἐθισμός στήν αἵρεσι γίνη τέτοιος, ὥστε νά ἐκλαμβάνεται ἡ αἵρεσις ὡς Ὀρθοδοξία καί ἀγάπη;
Ἐσεῖς π. Ἰωάννη ἀναφέρατε ὅτι: «Πάντοτε ὅμως ὅταν ἐμφανισθῆ μία αἵρεσι, ἔχουμε κυριαρχοῦσα στόν ἀγῶνα κατά τῆς αἱρέσεως τήν παρουσία ἑνός τῶν ἁγίων Πατέρων» καί τώρα μέ τούς σημερινούς Ἁγίους βλέπουμε τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Μήπως λοιπόν, οἱ μέν Οἰκουμενιστές τούς προβάλλουν καί τούς ἀναγνωρίζουν, διότι οὐσιαστικῶς τούς βοηθοῦν στήν προαγωγή τῆς αἱρέσεως μέ τήν θεωρία τῆς ἀποφυγῆς τῶν σχισμάτων καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές, ἀντιθέτως, τούς προβάλλουν, διότι τούς βοηθοῦν στόν ἐφησυχασμό καί στόν χαρτοπόλεμο;
Ἐμεῖς λοιπόν ἰσχυριζόμεθα γιά τούς συγχρόνους γέροντες ὅτι, ναί μέν εἶχαν ἁγία βιοτή, ἄσκησι, προσευχή κλπ., πλήν ὅμως εἰς αὐτό τό σημεῖο τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμού ὀλιγώρησαν καὶ ἔσφαλαν καί τό ἀντιμετώπισαν ὄχι ὀρθῶς, μέ συνέπεια νά γίνουν κακό παράδειγμα στοὺς Ὀρθοδόξους. Ἐσεῖς ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, αὐτήν τήν παθητική καί λίαν ὑποτονική στάσι των στά θέματα τῆς πίστεως, ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως, τήν προβάλλετε ὡς ἀρετή, διάκρισι, ἀποφυγή σχισμάτων κλπ. καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀποδεικνύετε ὅτι οἱ σημερινοί Ἅγιοι διαφέρουν ἀπό τούς προγενεστέρους στήν ἀντιμετώπισι εἰδικά τῶν θεμάτων τῆς πίστεως. Τό ὅτι δέ  τούς ἀκολουθεῖτε καί τούς προβάλλετε διά τά θέματα τῆς πίστεως καί μάλιστα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀποδεικνύει ὅτι ἔχετε ἀνεύρει καί ἐφεύρει ἕνα ἔρεισμα διά νά δικαιολογῆτε τήν στάσι σας καί τίς νέες θεωρίες σας, ἐφ’ ὅσον οὔτε ἡ Ἁγία Γραφή, οὔτε οἱ ἱεροί Κανόνες, οὔτε οἱ παλαιοί Ἅγιοι σᾶς τό παρέχουν.
Καί αὐτοί μέν οἱ σύγχρονοι ἅγιοι γέροντες δέν ἐτήρησαν αὐτήν τήν παθητική καί ὑποτονική στάσι στά θέματα τῆς πίστεως ἀπό δειλία καί σκοπιμότητα, διότι ἔκαναν τόσους ἄλλους ἀγῶνες πού ἀπέδειξαν τό ἀγωνιστικό καί μαρτυρικό φρόνημά των, καὶ ἔζησαν μερικὲς δεκαετίες πρίν, ὅταν ἡ αἵρεσι δέν εἶχε τόσο ἐπεκταθεῖ καί κατεγνωσθεῖ, ἐσεῖς ὅμως, π. Ἰωάννη, μαζί μέ τον Μητροπολίτη Πειραιῶς καί τούς ἄλλους Ἀντιοικουμενιστές, ζεῖτε στὸ 2015 ποὺ ἡ αἵρεσις κατέστη πασιφανὴς καὶ στοὺς πλέον δύσπιστους, καὶ σαφῶς καί ἐν γνώσει προβάλλετε  αὐτά τά λάθη καί τίς ἐλλείψεις των, ὡς νά ἐπρόκειτο περί ἀρετῶν, ἀναμφισβήτητα ἀπό ἔνοχη σκοπιμότητα καί δειλία καθώς καί πρός στήριξι τῶν ἀνεπέρειστων θεωριῶν σας.
Στὸ σημεῖο αὐτό, λοιπόν, ἡ εἰσήγησίς σας παρουσιάζει ἕνα κενό ἀγεφύρωτο, διότι ἀπό τήν μία πλευρά ὁμολογεῖτε τον πρωταρχικό ρόλο τῶν Ἁγίων στήν καταπολέμησι τῶν παλαιῶν αἱρέσεων, καί ἀπό τήν ἄλλη ἐπιδεικνύετε καί προβάλλετε πρὸς μίμησι τήν παθητική στάσι τῶν συγχρόνων ἁγίων γερόντων  καί μάλιστα γιά μία πιό ὕπουλη καί λίαν ἐπικίνδυνη αἵρεσι.
Ἡ ἀντίθεσίς μας λοιπόν, ὡς ἐκ τούτου, δέν ἑστιάζεται στούς συγχρόνους ἁγίους γέροντες, διότι πιστεύομε ὅτι αὐτοί ἀστόχησαν εἰς τό σημεῖο αὐτό ἐν ἀγνοίᾳ των, ἀλλά στους Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ἐν γνώσει των, μή ἔχοντες ἄλλο ἔρεισμα πρός στήριξι τῶν νεοεποχίτικων θεωριῶν τους, προβάλλουν τά λάθη καί τίς ἐλλείψεις ὡς ἀρετές, μέ σκοπό νά ἀλλάξουν τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί νά εἰσαγάγουν τόν ἐφησυχασμό καί τόν χαρτοπόλεμο.
Ἐπειδή, π. Ἰωάννη, δέν εἶναι δυνατόν, οὔτε καί εὔκολο νά ἀναφερθοῦμε λεπτομερῶς σέ ὅλα τά σημεῖα τῆς εἰσηγήσεώς σας (διά τόν ἐπί πλέον λόγο ὅτι πολλά ἀπό αὐτά πού ὑποστηρίξατε τά ἀναλύσαμε στήν κριτική μας πρός στίς προηγούμενες εἰσηγήσεις), θά ἀναφερθοῦμε σέ κάποια συγκεκριμένα σημεῖα τῆς εἰσηγήσεώς σας, στά ὁποῖα πιστεύομε ὅτι γίνεται συστηματική ἀποπλάνησις διά νά ὁδηγηθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι στίς θεωρίες τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν. Αὐτό δέν σημαίνει ἀσφαλῶς ὅτι μέ τά ὑπόλοιπα σημεῖα, τά ὁποῖα δέν θά σχολιάσωμε, συμφωνοῦμε ἤ ἀδυνατοῦμε νά ἀπαντήσωμε, ἀλλά θίγουμε τά οὐσιωδέστερα γιά νά κατανοήση ὁ οἱοσδήποτε καί τά ὑπόλοιπα καί, ἐπίσης, θίγουμε αὐτά τά ὁποῖα δέν ἐσχολιάσαμε στίς προηγούμενες εἰσηγήσεις.
Ἀναφέρετε λοιπόν, μεταξύ τῶν ἄλλων παραδειγμάτων, γιά νά στηρίξετε τίς ἀπόψεις σας, καί αὐτό τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ὁ ὁποῖος δέν συμπεριέλαβε στά ἀναθέματα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας, οὔτε ἐπίσης διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι στά δίπτυχα τόν ἐμνημόνευαν, τά ἑξῆς: «Ἔτσι ὁ ἅγιος Κύριλλος... δὲν περιέλαβε στὰ ἀναθέματα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὀνομαστικὴ καταδίκη τοῦ τότε ἤδη κοιμηθέντος αἱρετικοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, δασκάλου τοῦ Νεστορίου. Οὔτε διέκοψε τὸ Μνημόσυνο τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς ποὺ τὸν Μνημόνευαν στὰ δίπτυχά τους, γιατὶ φοβόταν τὰ σχίσματα ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσαν...».
Ἐδῶ πραγματικά, π. Ἰωάννη, παρουσιάζετε τήν νύκτα‒ἡμέρα καί ἀκόμη χειρότερα. Διότι τά σχίσματα τά ὁποῖα ἐφοβήθηκε ὁ ἅγιος Κύριλλος στήν περίπτωσι τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας ἦταν ὄντως σχίσματα, δηλαδή θά ἀπεσχίζοντο κάποιοι ἀπό τήν Ὀρθοδοξία καί θά ἀκολουθοῦσαν τήν διδασκαλία τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας. Αὐτά τά σχίσματα, ὄντως τά ἐφοβοῦντο οἱ Πατέρες. Τί σχέσι ὅμως ἔχει αὐτή ἡ περίπτωσις μέ τήν σημερινή αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στήν ὁποία οἱ ἀποσχιζόμενοι, δηλαδή  οἱ ἀποτειχιζόμενοι φεύγουν ἀπό τήν αἵρεσι, καί ὄχι ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, καί συντάσσονται ἐν καιρῷ αἱρέσεως διά τῆς ἀληθοῦς πίστεως μέ τήν ἀληθινή Ἐκκλησία; Ὁ ἅγιος Κύριλλος δηλαδή, φοβήθηκε νά μήν ἀποσχισθοῦν ἀπό τήν Ὀρθοδοξία καί ἐσεῖς, φοβᾶσθε νά μήν ἀποσχισθοῦν ἀπό τήν αἵρεσι, καί φέρετε ὡς παράδειγμα αὐτό τό ὁποῖο διδάσκει τά ἀντίθετα!
Εἶναι ὄντως, πάτερ, λυπηρό τό φαινόμενο αὐτό τῆς ἀλλοιώσεως καί διαστροφῆς τῶν κειμένων καί τῶν γεγονότων καί αὐτό ἀποδεικνύει περίτρανα τήν ἔλλειψι ἐπιχειρημάτων καί τό ἀστήρικτο καί ἔωλο ὑπόβαθρο τῆς διδασκαλίας καί τῆς πορείας τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν.
Ἀκοῦστε, σᾶς παρακαλῶ, στό σημεῖο αὐτό μία ὀρθόδοξο ἑρμηνεία τῆς στάσεως αὐτῆς τοῦ ἁγίου Κυρίλλου πρός τούς μνημονεύοντας στά δίπτυχα τόν αἱρετικό Θεόδωρο Μοψουεστίας ἀπό τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη: «...Ἐπί τάς ἐρωτήσεις σου τρεπτέον τόν λόγον. Ἔφης ἄνθ’ ὅτου ὁ θεῖος Κύριλλος ᾠκονόμει μή ἀποσχίζεσθαι τῶν τῆς ἑώας ἐν διπτύχοις ἀναφερόντων τόν Θεόδωρον Μοψουεστίας, αἱρετικόν ὄντα, ἐπάν ὀρθότατα καί καιριώτατα τά τῆς εὐσεβείας δόγματα παρ’ αὐτοῖς ἐσέσωστο∙  οὕτω γάρ γέγραπται... ὅτι τῶν οἰκονομιῶν αἱ μέν πρός καιρόν γεγόνασι παρά τῶν πατέρων,αἱ δέ τό διηνεκές ἔχουσιν. οἷον διηνεκές μέν, ὡς ἀντί τῶν ὑποστάσεων παραχωρεῖσθαι τά πρόσωπα πρός τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῖς Ἰταλοῖς∙ πρός καιρόν δέ, οἷον τοῦ ἀποστόλου ἐπί τῆς περιτομῆς, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐπί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἷον καί τό νῦν τοῦ θείου Κυρίλλου∙ ἅ μέχρι τινός καιροῦ γινόμενα, οὐδέν ἔχει τό μεμπτόν οὐδέ τό κατά τι ἀπηχές καί ἔκνομον, ὑφειμένον δ’ οὖν ὅμως καί οὐκ ἄγαν ἀκριβές∙ τοῦτο γάρ ἡ οἰκονομία ἡ πρός καιρόν. μηδέ γάρ δυνατόν ἰατρόν τόν ἠρρωστηκότα θᾶττον ἀπαλλάξαι τῆς νόσου μήτ’ αὖ ἵππον ἀκρατῆ ἤ ξηρόν πτόρθον τόν μέν εὐχάλινον, τό δέ εὐθύτομον ἐξ αὐτῆς καταστήστασθαι, εἰ μή τοῖς κατά μικρόν ποππυσμοῖς τε καί κολακεύμασι, μαλαγαῖς τε καί ἐπικλήσεσι χρώμενον τόν τῶν τοιούτων ἐμπειρότατον. οὕτω κἀν τοῖς ἁγίοις ἐν ταῖς οἰκονομίαις, ὡς καί Κυρίλλῳ τῷ μεγάλῳ ἐν τῷδε˙ μικρόν γάρ πάντως ἀνέμενε τῶν ἀνατολικῶν τό βραδύνουν ἤ προσπαθές πρός τό αἱρετικόν μή ὑπολαμβάνειν τόν ὄντως αἱρετικόν. Τί γάρ ἦν ἄλλο τό μεσολαβοῦν, ἐπάν ὀρθοδόξως ἐκήρυττον τήν πίστιν κἀν τούτῳ αὐτόν τόν μνημονευόμενον αὐτοῖς ἀναθεματίζοντες; ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα πάντα αἱρετικόν δυνάμει, κἄν οὐ ῥήματι, ἀναθεματίζει. ἔπειτα, ὅτε αὐτοῖς ἀνῆψεν ὁ τέλειος νοῦς, τότε αὐτοῖς συναφθέντος κατά πάντα τοῦ ἁγίου ἴσως. ἤ οὐχί καί ἡμεῖς τό αὐτό ποιοῦντες φαινόμεθα; ἔσθ’ ὅτε τινῶν ὁμογνωμόνων ἡμῖν κατά τι διαφερομένων, ἔνθα οὐ πολύ τό λυποῦν ἤ ἐξιστῶν τῆς ἀκριβείας, καί ὅμως καταδεχόμεθα τήν πρός αὐτούς κοινωνίαν, ἵνα μή διά μικρόν τι, μικρόν ὕστερον δυνάμενον κατορθωθῆναι, ἀπολέσωμεν τό πᾶν· τοῦτο δέ ἀτέχνων καί οὐ μυστηρίων θεοῦ οἰκονόμων» (Φατ. 49,141,57).
Στήν θαυμάσια αὐτή διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τόν δεύτερο εἰσηγητή, π. Βασίλειο Παπαδάκη, ἀνήκει στά ἀναθεματισμένα δῆθεν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας κείμενα, ἀναφέρεται καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον ὁ ἅγιος Κύριλλος προέβη εἰς αὐτήν τήν οἰκονομία, καί ὁ χρόνος κατά τόν ὁποῖο γίνονται οἱ προσωρινές οἰκονομίες, καί τό δέον γενέσθαι διά νά εἶναι κάποιος Ὀρθόδοξος, δηλαδή τό νά ἀναθεματίζη ὅλους τούς αἱρετικούς, καθώς καί πολλά ἄλλα παρόμοια θέματα. Τί σχέσι ὅμως ἔχουν ὅλα αὐτά μέ τήν ἐπί δεκαετίες ὑπαγωγή τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν στούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές; Ἀπορῶ ὄντως, π. Ἰωάννη, πῶς αὐτά τά ὁποῖα συνηγοροῦν ὑπέρ τῆς ἀποτειχίσεως, ἐσεῖς τά διαστρέφετε ὡς δῆθεν συνηγοροῦντα ὑπέρ  τῆς ἐνσωματώσεως μέ τούς αἱρετικούς.
Μέ τήν μελέτη τῶν τριῶν εἰσηγήσεων αὐτῆς τῆς ἡμερίδος θέλω νά θίξω καί ἕνα ἄλλο σοβαρό θέμα, τό ὁποῖο προκύπτει ἀπό τήν συλλογιστική μέθοδο τῶν εἰσηγητῶν. Παντοῦ ἀναφέρετε, καί ἐσεῖς π. Ἰωάννη καί οἱ ἄλλοι εἰσηγητές, τό πόσο διάκρισι καί ἁγιότητα χρειάζεται εἰς τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως διά νά μήν δημιουργήσωμε σχίσματα καί ἄλλα τινά. Ἀπό ὅ,τι ὅμως ἀντιλαμβάνομαι, δέν χρειάζεται ἁγιότητα καί διάκρισις γιά νά ἀποφασίσωμε ἂν θὰ φύγωμε ἢ ἂν θὰ παραμείνωμε πλησίον τῶν λύκων καί ἐνσωματωμένοι μέ τούς αἱρετικούς! Ἄν γιά νά ἀκολουθήσωμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ περί ἀποτειχίσεως, οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν σαφῶς μέσα στήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων, χρειάζεται εἰδικός φωτισμός, ἁγιότης, διάκρισις κλπ., γιά νά παραβοῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων (ἔστω κατ’ οἰκονομίαν) δέν θά πρέπει φυσιολογικά νά χρειάζεται πολύ περισσότερη ἁγιότητα, φωτισμός καί διάκρισις, ἐφ’ ὅσον βαδίζομε σέ ἀπαγορευμένη ὁδό καί στήν συγκεκριμένη περίπτωσι εὑρισκόμεθα πλησίον τῶν λύκων;
 Ἀπ’ ὅτι ὅμως μετά λύπης μου διαπιστώνω, π. Ἰωάννη, δέν σᾶς ἐπροβλημάτισε μέχρι τώρα αὐτό τό ζήτημα, ἀλλά μόνον ὁ φόβος τῆς δημιουργίας τῶν σχισμάτων, τόν ὁποῖο φόβο τόν ἔχει λύσει ὁ ἴδιος ὁ 15ος ἱερός Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, καί ἐπιμένετε νά μήν θέλετε νά τό καταλάβετε.
Ὁ φόβος ἄλλωστε τοῦ σχίσματος θά ὑπῆρχε μόνο σέ μία περίπτωσι· ἄν δηλαδή δέν ὑφίστατο αἵρεσις ὀργανωμένη, ἐξελισσομένη καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ κηρυσσομένη, καί κάποιοι ἀπετειχίζοντο ἀπό Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, ἐπειδή τούς ἐξέλαβον δῆθεν ὡς αἱρετικούς. Ἐφ’ ὅσον ὅμως ὅλοι (πλήν τοῦ π. Βασιλείου Παπαδάκη) συμφωνοῦν ὅτι ὑπάρχει αἵρεσις, ποῖος φόβος σχίσματος ὑπάρχει;
Καί στήν περίπτωσι κατά τήν ὁποία θά ἐγίνετο καθ’ ὑπόθεσιν ἕνα θαῦμα καί  θά μετεστρέφοντο στήν Ὀρθοδοξία οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι, θά κατεδικάζετο ἡ αἵρεσις Συνοδικῶς κλπ., πάλι δέν θά ὑπῆρχε κίνδυνος δημιουργίας σχίσματος, ἐφ’ ὅσον ἐμεῖς ὅλοι οἱ ἀποτειχισμένοι θά ὑποτασσώμεθα πλέον καί θά μνημονεύαμε αὐτούς τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, διότι οὔτε Συνόδους ἐκάναμε, οὔτε νέες Ἐκκλησίες ἐδημιουργήσαμε, οὔτε διολισθήσαμε εἰς τό ἐλάχιστο ἀπό αὐτά τά ὁποῖα ὑπαγορεύουν οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἄρα λοιπόν, ἄν σᾶς ἑρμηνεύω σωστά, θεωρεῖτε σχίσμα τήν ἴδια τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἐγγίζει ὄντως τά ὅρια τῆς βλασφημίας, ὡς ἀντιαγιογραφικό καί ἀντιπατερικό.
Ἐπί τοῦ θέματος τούτου θά ἤθελα νά προσθέσω καί κάτι ἐξίσου σημαντικό. Τήν προσοχή διά τήν ἀποφυγή τοῦ σχίσματος πρέπει νά τήν ἔχουν μόνον ὅσοι θέλουν νά φύγουν μακριά ἀπό τούς αἱρετικούς καί τούς λύκους, ἐνῶ ἀντιθέτως οἱ αἱρετικοί Ἐπίσκοποι, οἱ κατ’ ἐξοχήν ἁρμόδιοι καί ὑπεύθυνοι διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν πρόληψι τῶν σχισμάτων, δύνανται νά βαδίζουν ἐντεταγμένοι στήν αἵρεσι καί τή Νέα Ἐποχή;  Καί ἄν, ἐν τελικῇ ἀναλύσει, θεωρηθῆ ἔστω ἡ ἀποτείχισις ὡς σχίσμα, ποῖοι εἶναι ὑπεύθυνοι δι’ αὐτό; Οἱ ἀπομακρυνόμενοι ἀπό αὐτούς λόγῳ τῆς ὑπακοῆς τους στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἤ οἱ εὑρισκόμενοι εἰς τήν αἵρεσι Ἐπίσκοποι;
Ἄν πάλι οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι (ὁμιλῶ δι’ ὅλους, καί τούς ἀρχηγούς καί τούς συνοδοιπόρους) εἶχαν τόν ἐλάχιστο φόβο Θεοῦ καί τήν παραμικρή αἴσθησι τῆς εὐθύνης των, δέν θά ἠδύναντο ἐντός ἐλαχίστου χρονικοῦ διαστήματος, ὄχι μόνον νά προλάβουν τά σχίσματα, ἀλλά νά ἐξαλείψουν καί τά ἤδη ὑπάρχοντα; Ὁ τρόπος εἶναι ἁπλός καί δέν ἀπαιτεῖται εἰδικός φωτισμός καί ἁγιότης, ἀλλά ἁπλή ἀνθρώπινη λογική. Ἐφ’ ὅσον δηλαδή διαβλέπουν ὅτι κάτι ἐσκανδάλισε καί σκανδαλίζει τούς πιστούς καί τούς ὁδηγεῖ εἰς τό σχίσμα, νὰ τό διορθώσουν πάραυτα, νὰ ἐπαναφέρουν τήν ὀρθόδοξο πορεία καί τότε ὅλοι (κι αὐτοὶ ποὺ καταφεύγουν στὸ σχίσμα λόγῳ τῆς αἱρέσεως) θὰ ἑνώνονται γύρω ἀπό τήν Ὀρθόδοξο πίστι. Ἀκόμη καί τό θέμα τοῦ ἡμερολογίου, τό ὁποῖο ἐσκανδάλισε καί ἐταλάνισε τήν Ἐκκλησία καί ἔγινε αἰτία σχίσματος, τό ἐπαναφέρουν καί ἄς μήν ἀποτελεῖ θέμα πίστεως.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἀποχωροῦν ἀπό τό Π.Σ.Ε., διακόπτουν τίς συμπροσευχές καί τούς λεγομένους θεολογικούς διαλόγους μέ ὅλα τά ἔκτροπα πού γίνονται σ’ αὐτούς, ἐπαναφέρουν τά ἀναθέματα τά ὁποῖα κατήργησαν, καταδικάζουν ὅλες τίς αἱρέσεις καί ἰδιαίτερα τίς σύγχρονες, δηλαδή τόν Παπισμό, τόν Μονοφυσιτισμό, τόν Προτεσταντισμό καί τόν Οἰκουμενισμό, σταματοῦν τήν ἐκκοσμίκευσι  στήν Ἐκκλησία καί τήν πλήρη συμπόρευσι μέ τήν ἄθεη πολιτεία καί Μασωνία καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο θεωρηθεῖ θέμα πίστεως, τό ὁποῖο σκανδαλίζει τούς πιστούς.  Τότε καί μόνο τότε, ἄν κάποιοι δέν ἑνωθοῦν μέ αὐτούς τούς Ἐπισκόπους καί δέν τούς μνημονεύσουν, θά δημιουργήσουν σχίσμα στήν Ἐκκλησία μέ ἀπολύτως δική τους εὐθύνη, λόγῳ δηλαδή τῆς φιλαρχίας καί τῆς ἀνυποταξίας των.
Ὅπως ὅμως καταλαβαίνετε, π. Ἰωάννη, τούς Ἐπισκόπους δέν τούς ἐνδιαφέρει ἡ ἑνότης ἐν τῇ πίστει τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά ἡ ἑνότης ἐν τῇ ἀποστασίᾳ μέ ὅλους τούς αἱρετικούς. Καί ἐσεῖς τώρα, εἰσηγεῖστε νά τούς ἀκολουθήσωμε, προκειμένου νά μήν κάνωμε σχίσμα. Αὐτή ἡ λογική εἶναι ὄντως ἀκατανόητη καί ἐξωφρενική καί χρειάζεται ἴσως πολύ φωτισμό ἀπό ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς γιά νά τήν κατανοήσωμε. Θά πρέπει μᾶλλον γιά νά τήν κατανοήσωμε νά ξεχάσωμε καί διαγράψωμε τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Δέν θέλω νά ἐπεκταθῶ ἄλλο στήν εἰσήγησί σας, ἐπειδή κινηθήκατε στό πνεῦμα τῶν δύο προηγουμένων ὁμιλητῶν τῆς στημένης αὐτῆς Ἡμερίδος καί ἤδη ἐγράψαμε ἀρκετά, ἀπό τά ὁποῖα κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης δύναται νά συμπεράνη καί τά ὑπόλοιπα. Δύναμαι ὅμως νά ἐπανέλθω σέ ὁ,τιδήποτε μοῦ ὑποδείξετε, ἐάν νομίσατε, ὅτι δέν τό ἀνέφερα λόγῳ ἐλλείψεως ἐπιχειρημάτων.
Θεωρῶ πάντως, π. Ἰωάννη, ὅτι ἡ προσφορά σας πρός τούς Οἰκουμενιστές εἶναι τόσο μεγάλη, ὅσο δέν τήν φαντάζεσθε, διότι ἐξασφαλίζετε τήν ἑνότητα, τήν ὁποία ἐπιδιώκουν, προκειμένου νά βαδίσουν τόν δρόμο τῆς ἀποστασίας πού ἐπέλεξαν καί γιά τόν ὁποῖο ἐκρίθηκαν ἄξιοι νά προαχθοῦν ὡς Ἐπίσκοποι.
Πρίν περάνω τόν λόγο μου θέλω να ὑποβάλω καί σέ σᾶς τίς δύο ἐρωτήσεις τίς ὁποῖες  ἔθεσα καί στούς ὑπευθύνους τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς καί ἀρνήθηκαν νά ἀπαντήσουν, εἶμαι δέ ἕτοιμος καί ἐγώ νά ἀπαντήσω σέ ὅ,τι περαιτέρω μέ ἐρωτήσετε. Ἐπίσης ζητῶ συγγνώμη, π. Ἰωάννη, ἄν κάπου σᾶς ἐλύπησα ἤ δέν κατενόησα τά λεγόμενά σας καί σᾶς παρεξήγησα.
 Οἱ ἐρωτήσεις λοιπόν οἱ ὁποῖες ἐτέθησαν καί τίς ἐπαναλαμβάνω εἶναι οἱ ἑξῆς:
1. Ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ ὁποία συνηγορεῖ ἤ ἔστω ταιριάζει μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος; Μέ ἄλλα λόγια πρός κατανόησι, ποῦ διδάσκεται εἰς τήν Ἁγία Γραφή καί τούς ἁγίους Πατέρες ἡ παραμονή τῶν πιστῶν εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες, ἡ ἀναγνώρισίς των εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, ἡ μνημόνευσίς των κλπ. μέχρι δηλαδή ἀποφάσεως τῆς Συνόδου;
2. Ποῦ διδάσκεται στήν Ἁγία Γραφή καί στούς ἁγίους Πατέρες ὅτι μέ τήν παραμονή μας εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, δέν ταυτιζόμεθα μέ τήν πίστι των, δέν συνοδοιποροῦμε μέ τήν αἵρεσι καί δέν μολυνόμεθα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική αὐτή ἐπικοινωνία, ἔστω δηλαδή καί ἄν ἔχωμε ὀρθόδοξο φρόνημα.
Θά ἀναφέρωμε ἐν συνεχείᾳ καί ὀλίγα τινά διά τήν δραματική συζήτησι μέ τήν ὁποία κατάληξε ἡ ἐν λόγῳ  Ἡμερίδα.

                                     Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς.

Πηγή 

Wednesday, March 4, 2015

ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ του π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ, Δ΄ Μέρος



ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ 
ΤΗΣ  ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ  του π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ

  

π. Βασίλειος Παπαδάκης
Συνεχίζοντας τήν εἰσήγησί του ὁ π. Βασίλειος, προσπαθεῖ νά ἀποδείξη μέ τόν ὀρθολογισμό τήν αὐθεντικότητα τῶν θεωριῶν του: «άν μως  ΑΒ ́ Σύνοδος κάποια λλη Σύνοδος εχε σάν στόχο νάπιβάλλει τήν πρό συνοδικς κρίσεως μεση διακοπή τς κοινωνίας μέ τούς αρετικούς ποιμένες, θά λεγε σέ κάποιο εδικό κανόνα: “ποιος δέν ποσχίζεται μέσως πό τόν αρετικό πο
ιμένα του πρό συνοδικς κρίσεώς του, θά τιμωρεται”. Κάτι τέτοιομως δέν γινε ποτέ πό κάποια Σύνοδο γιά τούς ξς λόγους». Αὐτό ὅμως τό ἐπιχείρημα πού ἐπικαλεῖται εἶναι ἄστοχο καί ἐκτός θέματος γιά τούς ἑξῆς λόγους.
Πρῶτον, διότι ὅποιος ἀκολουθεῖ ψευδεπίσκοπο καί ψευδοδιδάσκαλο ἐξέρχεται διά τῆς αἱρέσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία καί εἶναι ὡς τό ἀπολωλός πρόβατο πού εὑρίσκεται ἐκτός τῆς μάνδρας ἐν μέσῳ τῶν θηρίων καί τῶν λύκων, ὁ ὁποῖος θέλει περιμάζεμα καί ὄχι Κανόνες, διότι οἱ Κανόνες τίθενται παιδαγωγικά εἰς τούς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἀρρώστους ὡς φάρμακα. Αὐτό τό λέγει ὁ Θεός διά τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Οἴδαμεν ὅτι ὅσα ὁ νόμος λέγει τοῖς ἐν τῷ νόμῳ λαλεῖ» (Ρωμ. 3,19). Ὁ ἴδιος ὁ Θεός κατά τήν ἐπιστροφή τοῦ Ἀσώτου εἰς τήν οἰκία τοῦ Πατρός, δέν ἔβαλε κανόνες, ἀλλά ἀπεναντίας ἀπέδωσε τίς πρότερον τιμές διά τήν χαρά τῆς ἐπιστροφῆς. Ἡ ἔλλειψις λοιπόν τιμωριῶν κατά τήν ἐπιστροφή, οὐδόλως σημαίνει ὅτι ὅταν ἀκολουθεῖς τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, εὑρίσκεσαι σέ ἀσφαλές καί ὀρθόδοξο ἔδαφος, ἀλλά ἀντιθέτως, εἶσαι αὐτοτιμωρούμενος, διότι συναγελάζεσαι μέ τούς λύκους.
Δεύτερον, δέν τιμωροῦν οἱ Πατέρες κάποιον πού ἐπιστρέφει ἀπό τήν αἵρεσι, ἐνῶ δηλαδή ἀκολουθοῦσε αἱρετικό Ἐπίσκοπο, διότι ἡ αἵρεσις ἔχει τήν ἔννοια τῆς πλάνης καί δυνατόν νά γίνη ἐν ἀγνοίᾳ ἤ καί ἀπό ζῆλο, ἐπειδή δηλαδή κάποιος πιστεύει ὅτι αὐτός ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι αἱρετικός. Ἔτσι ἦτο ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἐδίωκε τούς Χριστιανούς πιστεύοντας ὅτι κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ὑπηρετεῖ τόν Θεό. Ἐδῶ διαφέρει ἡ αἵρεσις ἀπό τήν ἄρνησι, διότι ἡ ἄρνησις γίνεται ἐν γνώσει ἀπό δειλία καί φόβο τῶν δεινῶν καί, ὡς ἐκ τούτου, οἱ Πατέρες θέτουν Κανόνες δι’ αὐτήν, ἐνῶ ἡ αἵρεσις ὡς πλάνη δέν ἔχει ἀπαραίτητη καί τήν προαίρεσι τοῦ ἀνθρώπου συνακολουθοῦσα μέ αὐτήν.
Τρίτον, ἄν θεωρηθῆ ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς ἀγνοίας καί ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ὁ αἱρετικός αὐτός Ἐπίσκοπος κινεῖται εἰς τόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἀκολουθοῦντες αὐτόν καί μή ἀποτειχιζόμενοι ἐξ αὐτοῦ εὑρίσκονται καί αὐτοί κατ’ οἰκονομίαν στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, τότε ἰσχύουν οἱ Κανόνες πού τιμωροῦν τούς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι συμπροσεύχονται μέ αἱρετικούς ἤ δέχονται ἀπό αὐτούς τά μυστήρια κλπ.
  Τό παράδοξο εἶναι ὅτι ὁ π. Βασίλειος καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές οὔτε ἐκτός Ἐκκλησίας θεωροῦν τούς ἑαυτούς των, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ἀκολουθοῦν καί ἐνσωματώνονται μέ αἱρετικούς Ἐπισκόπους, ὥστε νά ἰσχύη δι’ αὐτούς ἡ ἀτιμωρησία καί εὐσπλαγχνία κατά τό παράδειγμα τοῦ ἀπολωλότος προβάτου καί τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, οὔτε πάλι ἀποδέχονται τίς ποινές τῶν Κανόνων ὡς ἐντός Ἐκκλησίας, διότι διδάσκουν ὅτι οἱ Κανόνες αὐτοί τιμωροῦν τούς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι συμπροσεύχονται καί δέχονται τά μυστήρια ἀπό τούς καταδικασμένους καί ἀποκομμένους ὑπό Συνόδου αἱρετικούς, ἄν καί πουθενά δέν τό ἀναφέρουν αὐτό οἱ ἱεροί Κανόνες, ἀλλά ἀποτελεῖ ἑρμηνεία καί θέσι τῶν ἰδίων τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν. Προείπαμε ὅμως ὅτι, αὐτή ἡ ἑρμηνεία, ἀντιστρατεύεται μέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, καί φυσικά μέ αὐτούς τούς Κανόνες πού προσπάθησε νά ἑρμηνεύση ὁ π. Βασίλειος.
Συνεχίζοντας ἀναφέρει δικαιολογίες καί προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις:«Σέ ρκετές περιπτώσεις δέν ταν δυνατόν οτε ο πλοί πιστοί, λλάκόμη οτε καί ο κληρικοί νά ντιληφθον  νά διακρίνουν εκολα τό κακόδοξο νόημα κάποιας διόμορφης διδασκαλίας το πισκόπου τους.ντιθέτως,  κρίση καί ο ποφάσεις μις ρθόδοξης Συνόδου θά ταν γι΄ ατούς νας σφαλής δηγός».
Δηλαδή π. Βασίλειε, ἄν οἱ ἁπλοί πιστοί δέν διακρίνουν τόν λύκο, αὐτός θά τούς λυπηθῆ καί θά στραφῆ ἐναντίον μόνον ὅσων τόν ἀναγνωρίσουν καί τόν διακρίνουν; Καί ἄν δέν διακρίνης ἕναν κομπογιαννίτη ἰατρό  ἤ ἕνα τυφλό ὁδηγό σημαίνει ὅτι θά τήν γλυτώσης, κατά τό δή λεγόμενο, καί δέν θά φᾶς τό κεφάλι σου; Ἐδῶ θέλουμε κατά τήν λαϊκή παροιμία καί τήν πίττα σωστή καί τόν σκύλο χορτᾶτο. Δηλαδή, καί ἀγῶνα νά μήν κάνωμε, οὔτε νά ὑποστοῦμε τίς συνέπειες τῆς πραγματικῆς ὁμολογίας, καί να θεωρούμεθα Ὀρθόδοξοι, ἐντός Ἐκκλησίας καί κυρίως συνετοί καί διακριτικοί καί δῆθεν ἀποφεύγοντες τά σχίσματα. Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Ν. Ἐποχῆς, ἡ ὁποία  «τά βρίσκει» καί συμβιβάζεται καί συμπορεύεται μέ ὅλους.
Ἐν συνεχείᾳ μετά ἀπό τέτοιες ἀστεῖες δικαιολογίες ὁ π.
Βασίλειος συμπεραίνει τά ἑξῆς: «Γι΄ ατόν κριβς τόν λόγο κανείς ερός κανών  γιος Πατήρ δέν πέβαλλε τήν διακοπή τς κοινωνίας, μέσους κήρυτταν κάποια αρεση πρό τς συνοδικς κρίσεώς τους». Ἐδῶ ψεύδεται ὁ π. Βασίλειος καί παραπλανᾶ τό ἀκροατήριο, διότι καί ἡ Ἁγία Γραφή καί σύσσωμη ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων ἐπιβάλλουν τήν ἄμεσο ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι καί τήν διακοπή τῆς κοινωνίας μέ κάθε αἱρετικό Ἐπίσκοπο πρό τῆς συνοδικῆς κρίσεώς τους.  Ἀναφέρομε χαρακτηριστικά τήν διδασκαλία τοῦ ἰδίου τοῦ Μ. Φωτίου γιά τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους πρός τῆς συνοδικῆς καταδίκης των:
«Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι
προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ·φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως ἀγκίστρῳ μέν καί δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ πονηρά καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον ἔχουσα πολλούς τῶν ἁπλουστέρων προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν οὖν παντί σθένει διά ταῦτα προσήκει τούς τοιούτους. Ὀρθόδοξός ἐστιν ὁ ποιμήν, εὐσεβείᾳ ἐσφράγισται, οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται; Ὑποτάγηθι αὐτῷ, ὡς εἰς τύπον προκαθεζομένῳ Χριστοῦ·οὐκ ἐκείνῳ φέρεις τήν τιμήν, ἄν ἐξ ὅλης φέρῃς ταύτην τῆς ψυχῆς·Χριστός ταύτην ὑποδέχεται· μή περιεργάζου τά ἄλλα· Θεός ἐστιν ὁ τούτων ἐξεταστής· ἐκείνῳ τήν κρίσιν κατάλιπε, σύ δέ τήν ὑπακοήν, κατά τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καί καθαράν αὐτῷ τήν διάθεσιν ἐπεδείκνυσο» (ΕΠΕ 12, 400, 31).
Συνεχίζοντας ὁ π. Βασίλειος (παραλείπουμε πολλά τμήματα ἀπό τήν εἰσήγησί του γιά νά μήν ἐπαναλαμβάνουμε τά ἴδια καί τά ἴδια) ἀναφέρει συμπερασματικά τά ἑξῆς: «Γιά τούς λόγους ατούς  ΑΒ ́ Σύνοδος, κφράζοντας τήν ως τότε διδασκαλία καί πράξη τν γίων Πατέρων, οτε παγόρευε οτε πέβαλλε τήν διακοπή τς κοινωνίας μέ κάποιο πίσκοπο πού κήρυττε αρετικές διδασκαλίες· πλά τήνπέτρεπε καί τήν παινοσε».
Πάλι ἐδῶ χρησιμοποιεῖ ὅρους ξένους πρός τήν Ὀρθοδοξίαδιότιἄν  Ἐκκλησία ἐπέβαλε κάτι θά ἦτο ἀνελεύθερη καί δικτατορικήἄνἀπαγόρευε κάτι θά ἦτο νομικίστικη καί δικανικήκαί ἄν ἐπέτρεπεἁπλῶς κάτι θά ἦτο ἀμφίρροπηἀπροσδιόριστη καί ἄστατη.
Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν διδάσκει τήν σωτήριο ὁδό, τήν ὁποία, ὅποιος θέλει νά ἀκολουθήση, πρέπει νά ὑποβάλλη τόν ἑαυτό του σέ ἀπαγορεύσεις, περιορισμούς καί ἐπιβολές. Σέ διδάσκει λοιπόν ὅτι ἡ ὁδός γιά νά ἀκολουθήσης τόν Χριστό εἶναι ἡ ἀπάρνησις τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἡ ἄρσις τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁδός τῆς πτωχείας καί τῆς ταπεινώσεως κλπ. Ἔτσι λοιπόν σέ διδάσκει διά τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων ὅτι ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος εἶναι λύκος, ψευδεπίσκοπος καί ψευδοδιδάσκαλος, εἶναι φίδι φαρμακερό καί τυφλός ὁδηγός ἄλλων. Ἄν ἐσύ θέλης νά τόν ἀκολουθήσης, θά ὑποστῆς τίς συνέπειες τῶν πράξεων καί τῶν ἐπιλογῶν σου, ὅπως ἀκριβῶς, ἄν θέλης νά ζῆς εὐσεβῶς θά ὑποστῆς ὡς συνέπεια τόν διωγμό (Β΄Τιμοθ. 3,12).
Ἄλλο λοιπόν πρᾶγμα εἶναι οἱ παιδαγωγικοί Κανόνες τούς ὁποίους ἐλευθέρως δέχεται ὡς ἰατρικό φάρμακο καί θεραπευτική ἀγωγή κάθε ἀσθενής, προκειμένου νά ἰαθῆ, καί ἄλλο οἱ ἐπιβολές καί ἀπαγορεύσεις, οἱ ὁποῖες ἰσχύουν καί εἶναι γνωρίσματα τῶν ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων, ὅπως εἶναι ὁ Κομμουνισμός, καί τῶν ὁλοκληρωτικῶν θρησκειῶν, ὅπως εἶναι ὁ μουσουλμανισμός, ἐνῶ τό νά ἐπιτρέπεται καί τό ἕνα καί τό ἄλλο σέ βασικά θέματα τῆς πίστεως εἶναι δεῖγμα ἀνεμουρίου  καί γνώρισμα τοῦ Προτεσταντισμοῦ.
Συνεχίζει ὁ π. Βασίλειος ἀναφερόμενος στό σκοπό τῆς ἀποτειχίσεως: « πρόσκαιρη ατή διακοπή τς κοινωνίαςχει ς σκοπό τήν καταγγελία το αρετικο ποιμένος γιά παραπομπή του σέ συνοδικό δικαστήριο, τό ποο θάποφασίσει τελεσίδικα ετε τήν παύση ετε τήν ριστικοποίηση τς διακοπς τς κοινωνίας μαζί του».
Αὐτός δέν εἶναι φυσικά ὁ σκοπός τῆς ἀποτειχίσεως, διότι ἄν ἦταν, δέν θά καθίστατο αὐτή ἀναγκαία, ἀλλά θά ἀρκοῦσε μία γραπτή καταγγελία πρός τήν Σύνοδο· οὔτε φυσικά θά ἐθεωρεῖτο ἀπό τούς Πατέρες ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος ὡς λύκος καί φαρμακερό φίδι πρό τῆς Συνοδικῆς καταδίκης του.
Ἀλλά κι ἔτσι νά ἔχουν τά πράγματα θά ἔπρεπε νά ἀποτειχισθοῦν ἀμέσως ὅλοι οἱ Ἀντιοικουμενιστές (ἐκτός βεβαίως ἀπό τόν π. Βασίλειο, διότι αὐτός δέν πιστεύει ὅτι ὑπάρχει αἵρεσις) διά νά καταγγείλουν τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο πρός παραπομπή στό Συνοδικό Δικαστήριο.
Αὐτά ὅμως εἶναι κοινῶς ἱστορίες γιά ἀγρίους καί λέγονται πρός ἄγρα τῶν ἁπλουστέρων καί ἀφελῶν, διότι μέ τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τό Συνοδικό δικαστήριο δέν στρέφεται ἐναντίον τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλά ἐναντίον τοῦ ἀποτειχισθέντος κληρικοῦ καί ἔτσι δείχνει ἐμπράκτως τήν συμπόρευσί του μέ τήν αἵρεσι καί τήν φίμωσι τῆς ἀληθείας διά τῶν ποινῶν καί τοῦ ἐκφοβισμοῦ. Αὐτά ὅλα τά γνωρίζουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές καί τά ὑπολογίζουν ἀρκούντως, εἰς τρόπον ὥστε νά ρυθμίζουν τίς ὁμολογίες καί παληκαρισμούς των σύμφωνα μέ τά ὅρια πού τούς καθορίζει ἡ ἀσφάλειά των καί ἡ προστασία τῶν ἀξιωμάτων των.
Τελικῶς, ὁ π. Βασίλειος κατακλείει αὐτές τίς ἀντιφατικές ἑρμηνεῖες του μέ κάποιες ἀντιφατικές καί ἀλλοπρόσαλλες σκέψεις, οἱ ὁποῖες ἀποδεικνύουν περισσότερο σύγχυσι καί  ἀκαταστασία, παρά συγκροτημένα ἐπιχειρήματα καί καλοπροαίρετους προβληματισμούς: «Θά θέλαμε τέλος νά τονίσουμε τι  ΑΒ ́ Σύνοδοςπέτρεπε μέν τήν πρό συνοδικς κρίσεως διακοπή τς κοινωνίας, στόχος της μως δέν ταν νά θεσμοθετήσει να κανόνα πού θάπενθύμιζε στούς ρθοδόξους τι χουν ατό τό δικαίωμα καί τήν δυνατότητα.  Σύνοδος, πως προαναφέραμε, εχε να τελείως διαφορετικό στόχο, δηλαδή νά θεσμοθετήσει κανόνες πού θάπαγορεύουν τά δικαιολόγητα σχίσματα».
Ἄς βγάλουν ἄκρη οἱ ἔχοντες ὑψηλές διανοητικές ἀποδόσεις, διότι ὁ δικός μας νοῦς ἀδυνατεῖ νά ἐπεξεργαστῆ τέτοιους συλλογισμούς καί παθαίνει κατά τό δή λεγόμενο «μπλάκ ἄουτ».
Ἡ δικαιολογία πάλι πού προβάλλει διά τό μέρος αὐτό τοῦ Κανόνος ὅτι: «ταν μία πλή ξήγηση καί δέν συνιστοσε οτεποχρεωτικό κανόνα, λλά οτε καί προαιρετικό· λλωστε δέν θεωρομε τι πάρχουν προαιρετικοί κανόνες», εἶναι πάλι ἀκατανόητη ἀπό ἐμᾶς τούς ἁπλούς καί ἀφελεῖς, διότι μία ἐπεξήγησι ἡ ὁποία δέν εἶναι οὔτε ὑποχρεωτική, οὔτε προαιρετική, τί τέλος πάντων εἶναι; Καί γιατί νά γίνη, ἐφ΄ ὅσον δέν ἐξυπηρετεῖ καμμία σκοπιμότητα, ἀπεναντίας μάλιστα ὑπενθυμίζει στούς Ὀρθοδόξους αὐτό πού κατά τόν π. Βασίλειο δέν πρέπει νά ἐνθυμοῦνται.
Περιττό βεβαίως νά εἰποῦμε ὅτι ἡ τελική του γνωμάτευσις:«λλωστε δέν θεωρομε τι πάρχουν προαιρετικοί κανόνες» ἀναιρεῖ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καί αὐτά πού προηγουμένως στήν εἰσήγησί του ἰσχυρίζεται ὅτι δηλαδή: «Γιά τούς λόγους ατούς ΑΒ ́ Σύνοδος, κφράζοντας τήν ως τότε διδασκαλία καί πράξη τνγίων Πατέρων, οτε παγόρευε οτε πέβαλλε τήν διακοπή τς κοινωνίας μέ κάποιο πίσκοπο πού κήρυττε αρετικές διδασκαλίες·πλά τήν πέτρεπε καί τήν παινοσε». Ἐνῶ ἐδῶ ὁμιλεῖ καθαρά γιά προαιρετικό Κανόνα, στή συνέχεια αὐτό τό ἀναιρεῖ.
Ὅλα αὐτά, πιστεύουμε, ὅτι συμβαίνουν στόν π. Βασίλειο Παπαδάκη, διότι ἐλησμόνησε τελείως καί ἀπομακρύνθηκε ἠθελημένως ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων καί ἔτσι κατέληξε στόν Ὀρθολογισμό καί στήν κατά το δοκοῦν ἐξαγωγή συμπερασμάτων, τά ὁποῖα ταιριάζουν μόνο στά πρός ἀποφυγή παραδείγματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας.
Θά συνεχίσουμε, ἐπειδή δέν εἶναι δυνατόν νά σχολιάσουμε ὅλη της εἰσήγησι, ἀλλά τά κυριώτερα μέρη της, μέ μερικά παραδείγματα πού ἀνέφερε ὁ π. Βασίλειος ἀπό τούς Ἁγίους, τά ὁποῖα διέστρεψε τόσον, ὥστε νά τά φέρη καί αὐτά στά μέτρα τῆς Ν. Ἐποχῆς.
Στήν ἀναφορά του γιά τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό καί τόν Ἰωσήφ τόν Βρυέννιο γράφει τά ἑξῆς: «Παρά τήν παρξη καί τήν δράση τν νωτικν καί Λατινοφρόνων τόσο ο γιορετες σιομάρτυρες καίμολογητές κείνης τς ποχς, σο καί  γιος Μρκος  Εγενικός καί ο μόφρονές του, δύο αἰῶνες ργότερα, δέν διέκοψαν τήνκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους, παρά μόνο κατά τίς ψευδενώσεις τς Λυών καί τς Φλωρεντίας.  ντίδραση ατή τν Πατέρωνφαιρε προφανς στούς ζηλωτές τό δικαίωμα νά τούς πικαλονται καί νά τούς χουν ς πόδειγμά τους».
Ἐδῶ ἐκ τῶν προτέρων ἀναφέρομε αὐτό πού θά συναντήσωμε ἐν συνεχείᾳ, ὅτι δηλαδή ὁ π. Βασίλειος δηλώνει ἄγνοια, ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα, γιά τό πότε διακόπτομε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία καί ἀποτειχιζόμεθα. Ὁ π. Βασίλειος νομίζει ὅτι ἐμεῖς διδάσκομε ὅτι πρέπει νά ἀποτειχιστοῦμε, ὅταν ὁ οἱοσδήποτε εἶναι Λατινόφρων καί ἑνωτικός, ἐνῶ αὐτό εἶναι λάθος. Πιστεύομε δέ ὅτι ἐσκεμμένως παρουσιάζει ἔτσι τά πράγματα, γιά νά καταδείξη ὅτι δῆθεν οἱ Ἅγιοι Πατέρες δέν ἀποτειχίστηκαν, ἐνῶ στήν ἐποχή των ὑπῆρχαν Λατινόφρονες καί ἑνωτικοί.
Ὁ 15ος ἱερός Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τόν ὁποῖο προσπάθησε κατά τό φαινόμενο νά ἑρμηνεύση, δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι ἀποτειχιζόμεθα ὅταν ὁ Ἐπίσκοπός μας, καί ὄχι ὁ οἱοσδήποτε, κηρύσσει αἵρεσι δημοσίως καί ἐκκλησιαστικῶς.
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἐπίσης, διδάσκει ὅτι ἀποτειχιζόμεθα, ὅταν ἡ αἵρεσις κηρύσσεται δημοσίως καί Συνοδικῶς, καί δέν ἀποτειχιζόμεθα ἀπό τόν Ἐπίσκοπό μας, ὅταν αὐτός εἶναι κατά πάντα Ὀρθόδοξος, ἔστω καί ἄν ἀπό φόβο καί δειλία μνημονεύει αἱρετικό Μητροπολίτη, Ἀρχιεπίσκοπο ἤ Πατριάρχη, ἀρκεῖ νά μή συλλειτουργῆ μέ αἱρετικούς ἤ νά μήν μεταδίδη εἰς αὐτούς τά ἅγια μυστήρια:
«Περί δέ τῶν ἄλλων πεύσεων· Εἰ ὁ ἐπίσκοπος οὐχ εὕρηται εἰς τήν μοιχοσύνοδον, καλοίη δέ αὐτήν ψευδοσύλλογον· μνημονεύει δέ τόν ἐν αὐτῇ εὑρεθέντα μητροπολίτην αὐτοῦ· ἐκ τοῦ πρεσβυτέρου τοῦ ἐπισκόπου ὀρθοδοξοῦντος εἰ χρή κοινωνεῖν· ἀπεκρίθην καί δι' ἑτέρων τῶν πρός Εὐόδιον γραμμάτων, ὅτι Ναί, οἰκονομίας χάριν· μόνον μή συλλειτουργοῦντος αὐτοῦ αἱρετικοῖς. Εἰς οὐδέν γάρ ἐστι, μνημονευομένου τοῦ ἐπισκόπου ὀρθοδόξου ὄντος, κἄν ἐκείνου φόβῳ αἱρετικόν ἀναφέροντος τόν οἰκεῖον μητροπολίτην. Τοῦ τοιούτου πρεσβυτέρου καί εἰς παννυχίδα προσκαλουμένου, ἰτέον· καί Ἐκκλησίαν παρ' αὐτοῦ δεδομένην ληπτέον· καί εἰς αὐτήν ἐρχομένου αὐτοῦ λειτουργῆσαι, παραχωρητέον ἤ καί μνημονεῦσαι νεκρόν, ὀρθόδοξον μέντοι, συγχωρητέον· καί ἐν αὐτῇ λειτουργεῖν τόν λαβόντα, οὐδέν κωλυτέον. Εἰ δέ αἱρετικόν ἀναφέρει ὄντα ἐπίσκοπον, κἄν μακαρίζῃ, κἄν ὀρθοδοξῇ, τῆς μέν θείας κοινωνίας ἀφεκτέον, τῆς δέ κοινῆς τραπέζης, ἐπ' ἄν ἐκεῖ δέοι μνημονεύειν. Ὧδε δεκτέον τάχα καί εὐλογοῦντα αὐτόν καί συμψάλλοντα· ἐάνπερ μήτε αἱρετικῷ, ἤ τῷ οἰκείῳ ἐπισκόπῳ, εἴτε τινί ἄλλῳ συνιερουργῇ· ἤ ἐν γνώσει μεταδίδοι»(Φατ. 49,143,111).
Σύμφωνα λοιπόν μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος καί οἱοσδήποτε ἄλλος δέν ἔπρεπε νά ἀποτειχισθοῦν, ἐπειδή ὑπῆρχαν τότε στήν Κων/πολι Λατινόφρονες καί Ἑνωτικοί, ἀλλά μόνον ἄν ἦταν Λατινόφρων ὁ Ἐπίσκοπός των. Σύμφωνα ὅμως μέ τήν διδασκαλία τοῦ π. Βασιλείου αὐτοί δέν ἀποτειχίσθηκαν, διότι δέν εἶχε γίνει ἡ ἕνωσις μέ τούς Παπικούς. Ἀντιθέτως δηλαδή πρός τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους ὁ π. Βασίλειος διδάσκει ὅτι ἀποτειχιζόμεθα μόνον, ὅταν ἑνωθοῦμε ἐπισήμως μέ αἱρετικούς.
Συνεχίζει τήν εἰσήγησί του: «Πράγματι, καί κατά τό 1438 νωτική Σύνοδος ρθοδόξων-Λατίνων στήν Φερράρα τς ταλίας προετοιμαζόταν μέ παράδεκτες προϋποθέσεις. Τήν ποτυχία τςνωτικς ατς Συνόδου διέβλεπε καί  διδάσκαλος το γίου Μάρκου το Εγενικοωσήφ  Βρυέννιος.  ερός Βρυέννιος διαβλέποντας καί παλαιότερα, τό 1419, τι προετοιμαζόταν νωση μέ τούς Λατίνους, χωρίς νά ποβάλλουν τό filioque καί τίς πόλοιπες κακοδοξίες τους, εχε κατακρίνει δριμύτατα τόν “οκουμενιστικό” ατό τρόπο νώσεως καί σους τόν προωθοσαν».
Οἱ προϋποθέσεις ἦσαν ἀπαράδεκτες μόνον ἐκ μέρους τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία, βλέποντας τόν τουρκικό κίνδυνο, ἐπεδίωκε τήν ἕνωσι μέ  σκοπό τήν ἐκ μέρους τῆς Δύσεως ἀποστολή βοηθείας. Ἡ Ἐκκλησία ἐσύρθη πρός τήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας Φερράρας, συμμεριζόμενη τόν κίνδυνο, ἀλλά μέ τόν σκοπό νά ὁμολογήση τήν ὀρθόδοξο πίστι καί νά ὁδηγήσουν σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή τούς Λατίνους.  Ὅλα αὐτά πού ἀναφέρει ὁ π. Βασίλειος, ὄχι μόνο δέν εἶναι λόγοι ἀποτειχίσεως, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἀλλά εἶναι λόγοι ἐπαίνου πρός τούς Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἐπῆγαν τρόπόν τινά στό στόμα τοῦ λύκου γιά νά ἀγωνιστοῦν ὑπέρ τῆς πίστεως.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ π. Βασίλειος ἀνέφερε τήν περίπτωσι τῆς Λατινοκρατούμενης Κύπρου: «λλά καί δέκα περίπου τη νωρίτερα, 30 τη δηλ. πρίν τς νωτικς Συνόδου στή Φερράρα, πάλι  ερός Βρυέννιος εχε πίσης ντιδράσει σθεναρά καί σέ λλη μία “οκουμενιστικο” τύπου νωση πού προωθοσε  Σύνοδος τς Κωνσταντινουπόλεως μέ τήν ποταγμένη πί δύο αἰῶνες στούς Λατίνους κκλησία τς Κύπρου. Σέ εδική μάλιστα μελέτη πούξεφώνησε πρός τήν ερά Σύνοδο -χωρίς βέβαια νά διαπράξει κάποιαποτείχιση- πέκρινε σους προσπαθοσαν παράλογα νά δικαιολογήσουν τούς μετανοήτους καί κτός κκλησίας ερισκομένους Κυπρίους, πιθυμώντας συμβιβαστική νωση μαζί τους».
Ἐδῶ ἡ ἀπάτη καί ἡ διαστροφή  τήν ὁποία ἐπιχειρεῖ ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης νομίζω συναγωνίζεται (ἄν δέν ξεπερνᾶ) τήν Παπική. Διότι ἡ Σύνοδος τῆς Κων/πόλεως δέν προώθησε καμμία «οἰκουμενιστικοῦ τύπου ἕνωσι» μέ τήν ἐπί δύο αἰῶνες Φραγκοκρατούμενη Κύπρο. Ἀντιθέτως μάλιστα ἐφέρθη μέ ἄκρα αὐστηρότητα, ὅταν οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Κύπρου μέ συνοδική ἀπόφασι τό 1405 ἐζήτησαν ἀπό τόν Πατριάρχη Κων/πόλεως Ματθαῖον τήν ἕνωσί των μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως. Ὁ σκοπός των ἦτο νά ἀποτινάξουν δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου τόν λατινικό (παπικό) ζυγό.
Νά, πῶς τό παρουσιάζει στήν θαυμασία και ἐμπεριστατωμένη διδακτορική του μελέτη μέ τίτλο «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν Κύπρῳ ἐπί Φραγκοκρατίας» τό 1907 ὁ τότε διάκονος Φιλάρετος Κουρίτης:«Εἶνε μέν ἀληθές ὅτι ἐν τοῖς χαλεποῖς ἐκείνοις χρόνοις τῆς δοκιμασίας ἡ μετά τῶν ἄλλων ἀδελφῶν τῆς Ἀνατολῆς ἐκκλησιῶν συγκοινωνία διεκόπη καί ἡ κυπριακή ὀρθόδοξος  ἐκκλησία ἐστερήθη τῆς ἐξωτερικῆς μετ’ αὐτῶν ἑνώσεως ἀλλ’ ὅμως τῆς ἐσωτερικῆς τῆς δογματικῆς ἑνώσεως ἀντείχετο ἀπρίξ, καί δή ἐν τοιαύτῃ ἐντάσει, ὥστε ἡ πλειονότης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας ἐθεώρει ἔγκλημα καθοσιώσεως νά μνημονεύῃ τοῦ ὀνόματος τοῦ Πάπα, καίπερ ὑποτελής εἰς αὐτόν οὖσα διά τῆς ἀλεξανδρινῆς βούλλας, ἐφ’ ᾧ καί ἠξίουν ὅτι εἶναι ἡνωμένοι μετά τοῦ σώματος τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Καί ἡ μέν ἀξίωσις ἀθῶά τε καί εἰλικρινής οὖσα, κατ’ οὐσίαν, ἐφαίνετο καί ἐξωτερικῶς δικαία καί εὔλογος. Ἀλλ’ ἡ μεγάλη ἐκκλησία ἐθεώρει τούς Κυπρίους ἐπισκόπους καί τό λοιπόν ἱερατεῖον τοσαῦτα πρός τούς Λατίνους κοινά ἔχοντας, ἕνεκα τῆς πολυχρονίου καί στενῆς ἐπιμιξίας, ὥστε ὑπελάμβανεν αὐτούς ὡς ἀλλοτρίους ἑαυτῆς καί ἀποκεχωρισμένους. Ἐν τοσούτῳ ἐπί τῆς ἀρχῆς αὐτῶν ἐρειδόμενοι οἱ Κύπριοι ἱεράρχαι καί ἐπωφελούμενοι τῆς πολιτικῆς ἀνεχείας, ἐθάρρησαν, ἀρχομένου τοῦ ιε’ αἰῶνος, ν’ ἀνορθώσωσι τήν χαλαρότητα τῆς ἐξωτερικῆς ἑνώσεως ἀποσείοντες τόν παπικόν ζυγόν. Ὅθεν κοινῇ ψήφῳ οἱ ἱεράρχαι τῆς Νήσου ἐπιστείλαντες τῷ 1405 πρός τόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ματθαῖον (1397-1410) καί ἐπαγγελλόμενοι ἐν πᾶσιν ὑποταγήν ἐξῃτήσαντο παρά τῆς ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως τήν πρός αὐτήν ἕνωσιν» (σελ. 77).
Ὁ Πατριάρχης τότε ἔστειλε στήν Κύπρο κάποιον ἱερέα, ὀνόματι Θεόδουλο καί ἐζήτησε ἀπό τούς Κυπρίους γραπτή ὁμολογία πίστεως: «Ἀντεπιστείλας δ’ ὁ Πατριάρχης διά τινος ἱερέως Θεοδούλου ἀπήτει παρά τῶν ἀρχιερέων ἔγγραφον ὁμολογίαν πίστεως ὡς ἔθος τῆς εἰς ἀρχιερωσύνην ἀναγομένοις καί ὑποψηφίοις τελοῦσιν ἐνταῦθα (ἐν Κωνσταντινουπόλει) ποιεῖν”» (σελ. 78).
Ὅταν οἱ Κύπριοι Ἐπίσκοποι ἔστειλαν ὁ καθένας τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς του, ὁ Πατριάρχης, ἡ Σύνοδος καί ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτωρ τήν ἐμελέτησαν καί διεπίστωσαν ὅτι ἦσαν κατά πάντα Ὀρθόδοξες οἱ ὁμολογίες τῶν Κυπρίων Ἐπισκόπων. Ἀπεφάσισαν λοιπόν νά στείλουν στήν Κύπρο εἰδική πρεσβεία λογίων καί Ὀρθοδόξων ἀνδρῶν, μέ εἰδικές  ὁδηγίες, διά νά ἐξακριβώσουν ἄν καί στήν πρᾶξι ταυτίζεται ἡ ὁμολογία τῶν Κυπρίων«τούτου γενομένου ὁ Πατριάρχης μετά τῆς ἱερᾶς Συνόδου καί τοῦ αὐτοκράτορος μελετήσαντες τάς ὑπό τῶν Ἐπισκόπων τῆς Κύπρου ὑπογεγραμμένας ὁμολογίας καί εὑρόντες αὐτάς ὀρθοδοξούσας κατά πάντα ἐνέκριναν εὔλογον νά ἐξαποστείλωσιν εἰς Κύπρον λογίους ἄνδρας, ἵνα τά τῆς ἑνώσεως διαπρεσβεύσωνται κατά τάς ἑπομένας ὁδηγίας: “Ἐάν οἱ Κύπριοι ὁμολογῶσι τόν Πάπαν Ρώμης ἅγιον καί τούς παπικούς ἐπισκόπους ἑαυτῶν ἐπισκόπους ἡγῶνται, ἡ Ἐκκλησία οὐ δύναται τούτοις συγκοινωνῆσαι...”».
Τελικῶς ἀπεφασίσθη Συνοδικῶς  νά σταλοῦν στήν Κύπρο ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος, ὡς ὁ πλέον ἁρμόδιος, ἐνάρετος καί γνώστης ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καί Παραδόσεως, ἕνας καθηγούμενος καί ἕνας  διάκονος τῆς Μ. Ἐκκλησίας: «Ψήφῳ δέ συνοδικῇ ὡς ἁρμόδιοι ἀποστέλλονται ὁ διαπρεπής καί εὐπαίδευτος Ἰωσήφ Βρυέννιος Μοναχός χειροτονηθείς τοποτηρητής τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὁ Καθηγούμενος τῆς βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Κοσμηδίου ἀρχιμανδρίτης Ἀντώνιος καί ὁ διάκοκος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Κωνσταντῖνος Τιμόθεος» (σελ. 79).
Ἄν κάποιος θά ἠδύνατο, ὄχι νά πράξη, ἀλλά καί νά διανοηθῆ ὀρθοδοξότερη ἀντιμετώπισι ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου καί τῆς Συνόδου, πράγματι θά ἦτο ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλά ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατελθών. Αὐτό τό ὀνομάζει ὁ π. Βασίλειος «οἰκουμενιστικοῦ τύπου ἕνωσι πού προωθοῦσε ἡ Σύνοδος Κων/πόλεως». Καί νά σκεφθῆ κανείς ὅτι ἡ ἀντιμετώπισις αὐτή ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Ματθαίου καί τῆς Συνόδου ἐστρέφετο ἔναντι  ἑνός λαοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑποστῆ τά πάνδεινα ἐπί διακόσια καί πλεόν ἔτη διά νά φραγκέψη, τοῦ εἶχε γίνει πραγματική πλύσι ἐγκεφάλου ἀπό τούς Φράγκους κατακτητές διά νά ἀλλοξοπιστήση καί, τό κυριώτερο, τοῦ εἶχε ἐπιβληθῆ ὁ λατινισμός διά τῆς βίας. Ἡ καταπίεσις ἀπό τούς Φράγκους κατακτητές ἦταν σέ τέτοιο βαθμό ὥστε, ὅπως διηγοῦνται οἱ ἱστορικοί, πολλοί Κύπριοι ἐγκατέλιπον τά σπίτια των ἤ καί αὐτή τήν πατρίδα των καί ἐπερνοῦσαν ἀπέναντι στή Μ. Ἀσία, προτιμώντας νά ζοῦν κάτω ἀπό τόν ζυγό τῶν Τούρκων, πού τήν εἶχαν κατακτήσει, παρά τῶν Φράγκων τῆς Κύπρου.
Αὐτό ὅμως πού οὐσιαστικά προκαλεῖ θλίψι διά τήν ἐξωφρενική ἀλλοίωσι καί διαστροφή τῶν πραγμάτων πού ἐπιχειρεῖ ὁ π. Βασίλειος εἶναι ὅτι, ἐνῶ τούς δεινῶς βασανιζομένους ἐκ μέρους τῶν Φράγκων, Κυπρίους τούς ἀποκαλεῖ «ἀμετανοήτους καί ἐκτός Ἐκκλησίας», τόν Βαρθολομαῖο, τόν Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, τόν Μεσσηνίας, τόν Δημητριάδος, τόν Σύρου καί ὅλη τήν δεσποτική παρέα των τούς θεωρεῖ ἐντός Ἐκκλησίας, μολονότι δέν κάνουν τίποτε  ὀλιγότερο ἀπό τούς «ἀμετανοήτους καί ἐκτός Ἐκκλησίας Κυπρίους» καί τό τραγικώτερο χωρίς καμμία βία καί πίεσι, χωρίς ἐξαναγκασμούς καί μαρτύρια, χωρίς τήν ἐπί διακόσια ἔτη πλύσι ἐγκεφάλου πού εἶχαν ὑποστῆ οἱ Κύπριοι κλπ.
Αὐτό εἶναι τό κατάντημα τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπό καθέδρας καί ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς καταδικάζουν τούς διά τῆς βίας ὑποκύψαντας καί ἀθωώνουν τούς ἐξωμότες καί προδότες ἀφέντες των, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦν ὅλο τόν λαό στή Ν. Ἐποχή καί τόν Ἀντίχριστο. Ἀλλά ἐπί τοῦ θέματος τούτου δυνάμεθα νά ἐπανέλθωμε μέ περισσότερα στοιχεῖα, ἄν τό ἐπιθυμῆ νά ἀπαντήση ἐπί τούτων ὁ π. Βασίλειος.
Τό ἀστεῖο πάντως εἶναι ὅτι ἀναφέρει γιά τόν Ἰωσήφ τόν Βρυέννιο ὅτι δέν ἀποτειχίστηκε ἀπό τόν Πατριάρχη καί τή Σύνοδο δι’ αὐτές τίς πράξεις των. Ἄρα, συμπεραίνει, καί σήμερα δέν πρέπει νά ἀποτειχίζωνται οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τούς ἐξωμότες Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους. Στό σημεῖο αὐτό δέν ἔχω νά προσθέσω πράγματι τίποτε, διότι σταματᾶ ὁ νοῦς μου, ὄχι διά τήν ἄγνοια στό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως, ἀλλά γιά τήν διαστροφή τῶν λεγομένων,  ὥστε ὅλα νά ταιριάζουν μέ τόν ἐφησυχασμό, τό βόλεμα καί τόν χαρτοπόλεμο τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ π. Βασίλειος ἐπιχειρεῖ νέα χειρουργική ἐπέμβασι στά γεγονότα πού σχετίζονται μέ τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό καί τή Σύνοδο Φλωρεντίας  Φερράρας. Ἀναφέρει στήν εἰσήγησί του τά ἑξῆς:
«λλά καί  γιος Μρκος καταδέχθηκε νά συμμετάσχει στήννωτική Σύνοδο τς ταλίας, παρά τό τι πολλοί ρθόδοξοι πέκρουαν τήν συμμετοχή σ΄ ατήν, πειδή διέβλεπαν τόν κίνδυνο νώσεως μέ τούς Λατίνους, χωρίς ο τελευταοι νά ποβάλουν τίς κακοδοξίες τους.
Σέ κοινές μάλιστα συνεδρίες τν πισημοτέρων κληρικν καί πολιτικν τς πικρατείας τό 1436 ποστηρίχθηκε καί  συμβατικήνωση, δηλαδή  κατ΄ οκονομία ναγνώριση τν αρέσεων τς Ρώμης, χωρίς μως ποχρεωτικό χαρακτήρα γιά τήν ρθοδοξία».
Στή συγκεκριμένη ἀναφορά δίδει παραπομπή στήν ὑποσημείωσι διά τήν πηγή τῶν λεγομένων του ἀπό τή Θρησκευτική Ἐγκυκλοπαίδεια καί ἀπό τό λῆμμα «Γεννάδιος Σχολάριος», ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὁ αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Η΄ ὁ Παλαιολόγος (1425-1448) πρό τοῦ ἐπαπειλουμένου ἐκ τῶν Τούρκων κινδύνου, πρός ἐξασφάλισιν δέ, ὡς ἤλπιζεν, τῆς ἐκ τῆς Δύσεως βοηθείας, συνεκάλεσεν εἰς κοινάς συνεδρίας ἐν τῷ Παλατίῳ τό φθινόπωρον τοῦ 1436 τούς ἐπισημοτέρους κληρικούς, καί πολιτικούς τῆς ἐπικρατείας, ὅπως συσκεφθοῦν ἐπί τῆς ἑνιαίας στάσεως τῶν Ἀνατολικῶν κατά τήν ἀποφασισθεῖσαν ἤδη νά συγκληθῇ ἐν Ἰταλίᾳ σύνοδον. Τῶν συσκέψεων μετεῖχε καί ὁ Σχολάριος, ὅστις μάλιστα καί πρωτεύοντα ρόλον ἔπαιξε. Ὑπεστήριξεν δηλονότι, τήν αὐτοκρατορικήν γνώμην ἀπηχῶν “οἰκονομικήν” ἤτοι συμβατικήν ἕνωσιν, ἀναγνώρισιν δηλαδή κατ’ οἰκονομίαν τῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἄνευ ὑποχρεωτικοῦ καί δεσμευτικοῦ χαρακτῆρος διά τήν χριστιανικήν Ὀρθοδοξίαν».
Ὁ Σχολάριος λοιπόν, λαϊκός ἀκόμη καί μέσα στήν πολιτική καί τά ἀνάκτορα, ὑπεστήριξε τήν γνώμη τοῦ αὐτοκράτορος καί τῶν πολιτικῶν. Μήπως αὐτό ἐσήμαινε ἀποτείχισι καί θέμα πίστεως, ἐπειδή οἱ πολιτικοί, ἤ καί κάποιοι κληρικοί, εἶχαν αὐτές τίς ἰδέες; Εἶναι σά νά λέμε σήμερα ὅτι πρέπει νά ἀποτειχισθοῦμε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο καί τή Σύνοδο, ἐπειδή ὁ Πρωθυπουργός εἶναι ἄθεος ἤ Μασόνος.
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος λοιπόν, δέν καταδέχθηκε νά συμμετάσχη στή Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας–Φερράρας Ἐπισκόπων, ἀλλά ἐπῆγε ἐκεῖ προθύμως γιά νά ὑπερασπίση τήν πίστι, ὅπως ἔκανε ὁ Μ. Ἀθανάσιος πού προσῆλθε στήν Ἀρειανική Σύνοδο τῆς Τύρου, ἐνῶ οἱ σημερινοί Οἰκουμενιστές συμμετέχουν στά ἑνωτικά συνέδρια μέ τούς Παπικούς, μέ τήν ἐκ τῶν προτέρων προδοτική διάθεσι νά συμβιβασθοῦν, κοινῶς νά «τά βροῦν», μέ τούς αἱρετικούς, σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές τῆς Ν. Ἐποχῆς.
Ἐν συνεχείᾳ, ὁ π. Βασίλειος, προκειμένου νά παρουσιάση, ὅτι ἡ στάσι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, ἦταν ἐκ τῶν προτέρων προδοτική καί λατινόφρων, ἀναφέρει: «Ο γιορετες πίσηςρνήθηκαν νά παράσχουν οσιαστική βοήθεια στήν ρθόδοξηντιπροσωπεία, ν  ατοκράτωρ φρόντιζε νά ποκλείει πό τήννωτική Σύνοδο τήν συμμετοχή τν σφοδρν χθρν τν λατινικν καινοτομιν.  ατοκράτωρ πειτα πό παίτηση το παπικοντιπροσώπου πεισε πίσης τούς πατριάρχες τς νατολς νά μή φαίνεται στά “γράμματά” τους πρός τούς τοποτηρητές τους τιπαιτον πό ατούς νά ποδεχθον μία νωση σύμφωνη μέ “τίς παραδόσεις τν γίων Οκουμενικν συνόδων καί τν διδασκάλων τςκκλησίας”, λλά ντιθέτως ποιαδήποτε μορφή νώσεως θάποφασιζόταν στήν νωτική Σύνοδο».
Ἐδῶ πάλι ψεύδεται καί ἐξαπατᾶ μέ τά λεγόμενά του, τούς ἀκροατάς, διότι τά πράγματα εἶναι τελείως διαφορετικά, καθότι ὁ αὐτοκράτωρ δέν «ἔπεισε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς», ὅπως ψευδῶς ἰσχυρίζεται ὁ π. Βασίλειος, ἀλλά τούς ἐξαπάτησε. Ἡ ἐξαπάτησις αὐτή τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἔγινε μέ τόν παρακάτω τρόπο. Οἱ Πατριάρχες ὅταν ὥρισαν τούς τοποτηρητές των γιά τήν Σύνοδο, τούς ἔδωσαν καί γραπτές ὁδηγίες νά μήν ἀλλάξουν τίποτε οὔτε νά ἀλλοιώσουν στό ἐλάχιστο τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὁ Σίλβεστρος Συρόπουλος στά ἀπομνημονεύματά του ἐξιστορεῖ τό γεγονός ὡς ἑξῆς: «Ἐπεί δέ οἱ πατριάρχαι ὑπετύπουν τούς τοποτηρητάς ἐν τοῖς γράμμασιν, ὅπως ὀφείλουσι περί τῆς ἑνώσεως διατεθῆναι (ἔγγραφον γάρ ὅτι, ἐάν γένηται νομίμως καί κανονικῶς καί κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῇ ἤ καινοποιηθῇ, οὕτως ἵνα στέρξωσι καί αὐτοί καί συντεθῶσι τῷ γενησομένῳ)»(Ἀπομνημονεύματα σελ. 166, παρ. 5).
Ὅταν λοιπόν εἶδε τά γράμματα αὐτά τῶν Πατριαρχῶν ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Πάπα, ἔπεισε τόν αὐτοκράτορα ὅτι δέν πρέπει νά φανῆ αὐτή ἡ αὐστηρότης καί ἀδιαλλαξία τῶν Πατριαρχῶν στή Σύνοδο τῆς Ἰταλίας, διότι οἱ Παπικοί θά τά βάλουν μαζί του. Μέ τέτοια δέ γράμματα καί χωρίς νά διορθωθοῦν δέν θά μποροῦσαν νά προσέλθουν στή Σύνοδο: «μαθών ταῦτα ὁ φρά Ἰωάννης (παπικός ἀντιπρόσωπος) καί ζητήσας καί ἰδών τά γράμματα, ἀνέδραμεν εὐθύς εἰς τόν βασιλέα καί εἶπεν, ὅτι∙ Τά τοιαῦτα γράμματα, εἰ φανῶσι ἐν τῇ συνόδῳμεγάλως σκανδαλίσουσι τούς ἐκεῖ, καί ἐγώ μετά τοιούτων γραμμάτων οὐκ ἐλεύσομαι εἰς τήν σύνοδον∙ εἰ γάρ εἰμι ἐνταῦθα ὡς ἐκείνων ἐπίτροπος, παρέχω δέ καί τά ἐξόδους τῶν ἐκεῖσε ἀπελευσομένων, εἶτα οὐ φροντίσω περί τῶν γραμμάτων τῶν φανησομένων ἐκεῖσε, ἵνα ὑπάρχωσι πρός ἀνάπαυσιν καί τιμήν τῆς συνόδου, τί ἐροῦσιν ἐκεῖνοι πρός ἐμέ; Τί δέ ἀπολογήσομαι ἐγώ πρός ἐκείνους; Οὐ γάρ διά γραμμάτων ὑποτυποῦν χρή τούς τοποτηρητάς, ὅτι, εἰ οὕτω γένηται, ἵνα στέργωσιν, εἰ δ’ ἄλλως, μή στέργωσιν, ἀλλ’ ἁπλῶς οὕτω καί ἐλευθέρως διδόναι αὐτοῖς ἄδειαν στέργειν πᾶν ὅπερ ἄν φανῇ  καλόν κοινῶς πάσῃ τῇ συνόδῳ∙ διορθωθήτω δή τό περί τούτου ὡς ἐγώ εἰσηγοῦμαι∙ ἄνευ γάρ τοιαύτης διορθώσεως οὐδέ τῇ ἁγίᾳ βασιλείᾳ σου συμβουλευσάμην ἄν ἔγωγε παραγενέσθαι ἐν τῇ συνόδῳ».
Ἐπείσθη λοιπόν ὁ βασιλεύς, διότι λόγῳ τοῦ τουρκικοῦ κινδύνου ἤθελε ὁπωσδήποτε νά γίνη ἡ ἕνωσις καί ἀποστέλλει στούς Πατριάρχες ἕνα δικό του ἐπιτήδειο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος τούς πείθει νά ἀλλάξουν τά γράμματα, σύμφωνα μέ κάποιον τύπο τόν ὁποῖο τούς ὑπέδειξε, διότι δῆθεν ἔτσι ἀπαιτοῦσε ἡ τάξις, πλήν ὅμως αὐτοί θά ἀκολουθήσουν ἐπακριβῶς αὐτά πού διακελεύοντο οἱ Πατριάρχες στά πρῶτα των γράμματα καί δέν θά προδώσουν τήν πίστι, οὔτε θά ἀλλάξουν στό ἐλάχιστο τά παραδεδομένα ὑπό τῶν Ἁγίων καί τῶν Συνόδων εἰς αὐτούς:
«Πείθεται τούτοις ὁ βασιλεύς καί σκεψάμενος τήν περίληψιν τοῦ γράμματος τῆς τοποτηρήσεως, ἐντεῦθεν ἐκτίθησι κατά τό αὐτῷ τε καί τῷ φρά Ἰωάννῃ δοκοῦν, καί στέλλει τοῦτο τοῖς πατριάρχαις μετά μοναχοῦ Θεοδοσίου τοῦ Ἀντιόχου, ἀναθείς αὐτῷ καί λόγους, οὕς ἤθελε, γράψας δ’ εἰς πλάτος καί τοῖς πατριάρχαις, ὅτι· Τά μέν γράμματα τῶν τοποτηρήσεων γραφήτωσαν ἴσα κατά πάντα τῷ νῦν στελλομένῳ παρ’ ἡμῶν διά τό τίμιον καί τῆς συνόδου καί τῶν τοποτηρητῶν καί ὑπογραφήτωσαν παρ’ ὑμῶν· οὕτω γάρ καί ἡ τάξις ἀπαιτεῖ γράφεσθαι ταῦτα. Γινώσκετε δέ ὡς ἡμεῖς οὐδέν ἄλλο ποιήσομεν, εἰ μή ὅπερ ἐγράψατε καί ὑμεῖς· οὐδέ γάρ μεταποιῆσαί τις βουλόμεθα ἤ παρασαλεῦσαι, ἀφ’ ὧν παρελάβομεν ἀπό τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέ προσθεῖναί τι τούτοις ἤ ἀφελεῖν, ἐξ ὧν κατέχομεν καί πιστεύομεν μέχρι τοῦ νῦν καί πρεσβεύομεν, ἀλλ’ ἐμμενοῦμεν τούτοις ἀνενδοιάστως. Μή οὖν ἐνοχλήτω ὑμῖν ἕτερός τις λογισμός, ἀλλά ποιήσατε τά γράμματα καθώς γράφομεν, ἐπειδή ἔχετε πληροφορίαν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς ποιήσομεν ἄλλο παρά βούλεσθε. Μετά τοιούτων γραμμάτων καί λόγων ἀπελθών ὁ Ἀντίοχος πείθει τούς πατριάρχας· οἱ δέ ἐνέδωκαν μεταγραφῆναι τά γράμματα τῶν τοποτηρήσεων ἴσα τῷ ἐντεῦθεν σταλέντι. Μετέγραψαν οὖν καί ἐτέλεσαν ταῦταἐνήλλαξανδέ καί τά πρόσωπα τῶν τοποτηρητῶν καί διεκόμισεν αὐτά  Ἀντίοχος,καί ἠρκέσθησαν εἰς αὐτά  βασιλεύς τε καί  φρά ἸωάννηςΤοιαύτας προκαταστάσεις παρεῖχεν ἡμῖν ὁ δεφένσωρ τῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας δογμάτων» (Ἀπομνημονεύματα Σίλβεστρου Συρόπουλου ΙΙI,  σελ166, παρ. 6).
Ἄς συγκρίνει τώρα ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης αὐτά πού εἰσηγήθηκε ὁ π. Βασίλειος στό συνέδριο καί τά αὐτούσια κείμενα πού παρουσιάζομε, διά νά κατανοήση, ἔστω καί ἀμυδρῶς, τήν ἀπάτη καί δολιότητα τοῦ εἰσηγητοῦ. Ἡ πρόθεσις τοῦ π. Βασιλείου εἶναι νά παρουσιάση τούς Πατριάρχες ὡς προδότες καί Λατινόφρονες, διά νά ἀποδείξη ὅτι, ἐνῶ αὐτοί ἦσαν αἱρετικοί, ὁ ἅγιος Μᾶρκος δέν ἀποτειχίστηκε.  Τά κείμενα ὅμως ἀποδεικνύουν τό ἐντελῶς ἀντίθετο, ὅτι δηλαδή εἶχαν ἀπολύτως ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά ἔπεσαν θύματα ἀπάτης καί σκευωρίας τοῦ αὐτοκράτορος.
Παρατηροῦμε δυστυχῶς ὅτι αὐτή ἡ τακτική τοῦ π. Βασιλείου εἶναι μόνιμη  καί πάγια ὅταν ἀναφέρεται στούς Ἁγίους καί δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ἐπαρουσίασε στήν εἰσήγησί του μόνον ἱστορικά γεγονότα, τά ὁποῖα ἐθεώρησε ὅτι εὔκολα δύναται νά διαστρέψη καί ἀλλοιώση, ἐνῶ τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων, ὅπως γίνεται ἀντιληπτό δέν θά ἠδύνατο νά διαστρεβλώση.
Συνεχίζει τήν ἀναφορά του: «Τέλος  στατος Κωνσταντινουπόλεως ωσήφ δέν κανε καμία σχετική προετοιμασία μέ τούς πισκόπους του καί πειλοσε μέ σφοδρότητα, σους δέν θελαν νά τόν κολουθήσουν στήν ταλία. Παρά τς συμπροσευχς πο κανεκεῖ πέρα κα τν δεια π τν Πάπα ν κάνει σπερινούς κ.λπ. Φανταστετε πρε τν δεια π τν Πάπα γι ν τελέσει σ ξένηπικράτεια τ λειτουργικά του καθήκοντα» (σελ. 19), φυσικά καί πάλιν ψευδόμενος ὁ π. Βασίλειος, διότι ὄχι μόνον ἔκανε προετοιμασία ὁ Κων/πόλεως Ἰωσήφ, ἀλλά καί διαβεβαιώνει ὅτι μεταβαίνουν στήν Ἰταλία μέ τόν σκοπό τῆς ὁμολογίας καί ἤ νά γυρίσουν νικηταί ἤ νά πεθάνουν ὡς μάρτυρες. Ὁ Συρόπουλος μᾶς μεταφέρει τά γεγονότα ὡς ἑξῆς:
«Ἐν ἐκείναις δέ ταῖς ἡμέραις καθημένου τοῦ πατριάρχου καί τά πρός τήν ἀποδημίαν διεξιόντος, παρόντων καί ἐκ τῶν ἀρχιερέων τινῶν, πρός δέ καί ἡμῶν, καί πάντων δεινήν ἡγουμένων τήν μετά τῶν Λατίνων συνέλευσιν καί συζήτησιν καί δειλιώντων μή καί περί τήν ζωήν αὐτῶν τινες κινδυνεύσωσιν, ὁ πατριάρχης μηδεμίαν ἡμᾶς ἔχειν δειλίαν παρηγγυᾶτο· ἔλεγε γάρ πολύ θάρρος ἔχειν καί πληροφορίαν καί ἀπό γραμμάτων καί ἀπό λόγων τῶν ἐρχομένων ἐκεῖθεν, ὡς· Ἀπελθόντων ἡμῶν ἐκεῖσε σύν Θεῷ ὑποδέξονται πάντας μετά πολλῆς τιμῆς καί ἀγάπης καί μεγάλως θεραπεύσουσιν ἡμᾶς καί ἕξομεν πᾶσαν ἄδειαν καί ἐλευθερίαν λέγειν ἅπερ ἄν ἐθέλωμεν, καί ἀποδείξομεν τήν ἡμετέραν δόξαν τῇ τοῦ Χριστοῦ χάριτι καθαρωτάτην καί λαμπροτάτην, καί ὅσον εἰς τά περί τῆς δόξης διδάσκαλοι ἐκείνων φανήσονται οἱ ἡμέτεροι. Θαρρῶ δέ ὅτι καί πεισθήσονται καί στέρξουσι τήν ἡμετέραν δόξαν καί οὕτως ἑνωθησόμεθα. Πόσων οὖν ἀγαθῶν καί στεφάνων ἄξιοι ἐσόμεθα, εἰ τοσοῦτον ἀγαθόν δι’ ἡμῶν γένηται, συναιρομένου Θεοῦ; Εἰ δέ τό ἡμέτερον οὐ στέρξουσι, πάλιν ὑποστρέψομεν λαμπροί λαμπρῶς Θεοῦ χάριτι κηρύξαντες τήν ἀληθῆ δόξαν καί τήν ἡμῶν κρατύναντες Ἐκκλησίαν καί μηδέν τι τῆς ἀληθείας παρασαλεύσαντες. Εἰ δέ καί πρός βίαν χωρήσουσιν, ἡμεῖς μένοὐδόλως τῆς πατρίου καί ὑγιοῦς ἡμῶν δόξης ἐκκλινοῦμεν κατά τι,κἄν βασάνους ἡμῖν ἐπαγάγωσιν, ἀλλά πάντ’ ἄν ὑποσταίημεν, ἤ παρασαλεῦσαί τι ὧν παρελάβομεν ἔκ τε τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων, καί ἤ μαρτυρικῶς τελειωθησόμεθα, ἤ μάρτυρες ἐσόμεθα τῇ προαιρέσει· καί τί κρεῖττον ἔσται τοῦ γενέσθαι με ὡς τόν ἅγιον Γεώργιον, ἤ ὡς τόν ἅγιον Δημήτριον; ὁπότερον δ’ ἄν ἐκ τῶν τριῶν γένοιτο, μεγάλην δόξαν καί τιμήν καί σωτηρίαν ψυχικήν ἡμῖν προξενήσει. Διό λέγω ἵνα δῶμεν τήν πρός τό θεῖον ἔργον τοῦτο προαίρεσιν καί προθυμίαν ἡμῶν τῷ Θεῷ καί καταφρονήσωμεν καί κόπων καί κινδύνων ὑπέρ αὐτοῦ, κἀκεῖνος δώσει τήν ἔκβασιν τοῦ πράγματος ἐπί τῷ ἡμετέρῳ συμφέροντι. Ἀλλ’ ὅμως οἴδατε ὅτι ἐγώ ἤμην ὁ δυσχεραίνων ἀεί πλέον πάντων ἐπί τοῖς τοιούτοις, καί μηδόλως συντιθέμενος πρός τό ἀφικέσθαι ἐς Ἰταλίαν· νῦν δέ ὁρᾶτε πῶς παρέβλεψα πᾶσαν δυσχέρειαν καί δειλίαν, καί ἐγενόμην  πρόθυμος εἰς αὐτό. Νομίζω οὖν εἶναι καί τοῦτο τοῦ Θεοῦ»(Ὡς ἀνωτέρω σελ. 186, παρ. 25).
Αὐτά λοιπόν τά ὁποῖα ἔλεγε καί διεκήρυττε ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ ἦσαν ὁμολογιακά καί ὄχι, ὅπως τά παρουσιάζει ὁ π. Βασίλειος, ἐνδοτικά καί προδοτικά. Ἐδήλωνε δηλαδή ὅτι δέν θά κάνη καμμία ὑποχώρησι στά τῆς πίστεως καί θά προτιμήση τόν θάνατο, παρά νά προδώση. Μέ αὐτήν λοιπόν τήν ἔννοια ἐπίεζε καί ἀπειλοῦσε τούς διστακτικούς καί τούς δειλούς καί ὄχι μέ τήν ἔννοια πού τά παρουσιάζει ὁ π. Βασίλειος, γιά νά τούς κάνη δηλαδή συμμετόχους στις προδοσίες του: «Ταῦτα εἶπε καί εἰς πολλούς καί πολλάκις ἑτοιμαζόμενος καί πρός τήν ἀποδημίαν διεγείρων ἡμᾶς∙ Καί ἀπελευσόμεθα, ἔλεγε, καί ὑποστρέψομεν νικηταί τροπαιοῦχοι. Ἀλλά καί τοῖς μή προαιρουμένοις ἤ καί τοῖς δυσχεραίνουσιν ἀκολουθῆσαι αὐτῷ σφοδρῶς ἠπείλει καί τά δεινότατα κατ’ αὐτῶν ἔλεγε πράξειν, εἰ μή ἕποιντο∙ τοῖς δέ λέγουσι μή δύνασθει ἀπελθεῖν διά τό περιπεσεῖν χρέεσιν ἔφασκε∙ Μᾶλλον ἐλθέτωσαν, ἵν’ ἐκεῖθεν καί τά χρέα αὐτῶν ἀποφλήσωσιν» (σελ. 186, παρ. 26).
Ὡς πρός τήν προετοιμασία δέ διά νά ἀντιμετωπίσουν μέσα στή Σύνοδο τούς Λατίνους, ὁ Συρόπουλος μᾶς πληροφορεῖ τά ἑξῆς σέ ἀντίθεσι μέ αὐτά πού ἰσχυρίζεται ὁ π. Βασίλειος: «Ἐν ὅσῳ δέ οἱ δηλωθέντες πρέσβεις ἀποδημοῦντες ἐτύγχανον, ὁ βασιλεύς σκοπόν ἔθετο συναθροῖσαι τούς ἐλλογίμους τῶν ἡμετέρων καί σκέψασθαι πόθεν ἄν εἴη ἁρμοδιώτερον ἄρξεσθαι τῶν πρός Λατίνους λόγων καί πῶς μέλλουσι προβαίνειν αἱ διαλέξεις. Ὥρισεν οὖν καί συνήχθησαν ὁ Ἐφέσου καί ὁ Ἡρακλείας, οἱ ἄρχοντες τῆς Ἐκκλησίας οἱ σταυροφόροι, πνευματικός ὁ κῦρ Γρηγόριος καί ἱερομόναχος κῦρ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός· παρῆν δέ καί ὁ βασιλεύς μετά τῶν μεσαζόντων καί διδασκάλου τοῦ Σχολαρίου καί τοῦ Κριτοπούλου. Ὥρισεν οὖν ὁ βασιλεύς, ὅτι·  Ἐπεί ἐστείλαμεν πρέσβεις πρός οὕς εἴχομεν χρείαν ὥστε ἐπιδημῆσαι εἰς τήν σύνοδον, καί ἐκδεχόμεθα ἵνα μετ’ ἐκείνων καί ἡμεῖς ἀπέλθωμεν εἰς τήν Ἰταλίαν, εἰ ὁ Θεός εὐδοκήσοι, ἴσως μέν ὁ καιρός ἐκεῖνος καί τά πράγματα διδάξουσιν ἡμᾶς ἀκριβέστερον τότε πόθεν ἄν ἀρξώμεθα καί πῶς πρός Λατίνους διαλεξώμεθα· ἀλλ’ ἵνα μή πάντῃ ἀργοί τόν καιρόν ζημιώμεθα, ἔδοξέ μου καλόν ἵνα καί ἀπό τοῦ νῦν σκεπτώμεθα περί τούτου καί προγυμναζώμεθα εἰς τά περί ὧν ἡ τοιαύτη ἀπαιτεῖ ὕλη. Ἤδη οὖν χάριν τούτου συνήχθητε καί εἰπάτω ἕκαστος τό δοκοῦν αὐτῷ.  Εἶπεν οὖν πρῶτον ὁ Καντακουζηνός ὁ μεσάζων ὅτι· Ἐμοί δοκεῖ καλόν ἵνα ὁ ταχθησόμενος τούς πρός ἐκείνους ποιεῖσθαι λόγους εἴπῃ ἡμέρως καί φιλικῶς μετά τῆς προσηκούσης κατασκευῆς καί τιμῆς καί οἰκονομίας ὅτι τό αἴτιον τοῦ σχίσματος ἐγένετο ἀπό τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης. Διορθωθήτω γοῦν τό περί τούτου, καί οὕτω προχωρήσομεν καί εἰς τούς ἐφεξῆς λόγους.  Εἶπον δέ καί οἱ ἄλλοι οἱ μέν τά αὐτά, οἱ δέ ἕτερα» (σελ. 168, παρ. 8).
Καί λίγο πιό κάτω στήν παράγραφο (10) ἀναφέρει ὁ Συρόπουλος ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἐμελετοῦσαν τόν Καβάσιλα καί ἐγυμνάζοντο στά ζητήματα τῶν διαλέξεων, ἐζήτησαν δέ καί κάποια βιβλία ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος διά νά τά πάρουν μαζί των προκειμένου νά τά χρησιμοποιήσουν γιά τήν ἀνεύρεσι ἐπιχειρημάτων.
Ἐν συνεχεία ὁ π. Βασίλειος μέ τό ὕφος χιλίων καρδιναλίων εἰσηγεῖται τά ἑξῆς« γιος Μρκος λοιπόν ναχώρησε γιά τήνταλία τόσο μέ τόν “προδιεφθαρμένο” πατριάρχη, σο καί μέ τούςπολοίπους λατινόφρονες καί φιλενωτικούς κληρικούς».
Ἐδῶ ἀσφαλῶς, ἄν δέν θέλουμε νά καταλογίσωμε δολιότητα καί σκοπιμότητα στίς προθέσεις τοῦ π. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος παρουσιάζει τήν νύκτα γιά ἡμέρα, πρέπει νά ὑποθέσωμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὀνειροβατεῖ ἤ ὅτι κοινῶς τά ἔχει χαμένα. Τήν ἔκφρασι δέ«προδιεφθαρμένο πατριάρχη», τήν δανείζεται τεχνηέντως ἀπό τήν ἔκθεσι τοῦ ἁγίου Μάρκου στά γεγονότα τῆς ἐν Φλωρεντίᾳ Συνόδου. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὅμως, δέν ἐννοεῖ στήν ἔκθεσί του αὐτά τά ὁποῖα θέλει νά μᾶς παρουσιάση ὁ π. Βασίλειος, ἀλλά τόν ὀνομάζει «προδιεφθαρμένο» στό τέλος τῆς ἐκθέσεως καί ἀφοῦ ἐπαρουσίασε τήν ἀλλαγή του στήν Ἰταλία, κατόπιν τῶν πιέσεων καί τῆς πείνας πού εἶχαν ὑποβάλει οἱ Παπικοί τούς Ὀρθοδόξους καί σαφῶς τό «προδιεφθαρμένος» δέν ἀναφέρεται στήν χρονική περίοδο πού ἦτο στήν  Κων/πολι, ἀλλά στήν Ἰταλία καί ἐννοεῖ ὁ ἅγιος ὅτι ἤδη μέ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα συνέβησαν στήν Ἰταλία εἶχε διαφθαρεῖ ἡ προαίρεσις τοῦ Πατριάρχου:
«Ἀλλ’ οἱ τολμηροί τήν δυσσέβειαν καί ὅσοι τούτοις παρά τήν ἀρχήν ἠκολούθησαν, ἐπαγγελίαις λαμπραῖς ὑπαχθέντες καί δόμασι, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ τόν  Υἱόν ἀπεφήνατο τοῦ Πνεύματος αἴτιον, ὅ μηδ’ ἐν τοῖς τῶν Λατίνων ῥητοῖς εὕρηταί που φανερῶς κείμενον. Τούτοις δέ καί ὁ πατριάρχης ἐπεψηφίσατο, προδιεφθαρμένος ἤδη καί αὐτός ὁ τάλας καί ἅμα διψῶν τήν ἐκεῖθεν ἀπαλλαγήν, εἰ καί τό χρεών αὐτόν συνήλαυνε πρός τόν θάνατον...» (Ἔκθεσις τοῦ ἁγιωτάτου Μητροπολίτου Ἐφέσου τίνι τρόπῳ ἐδέξατο τό τῆς ἀρχιερωσύνης ἀξίωμα, καί δήλωσις τῆς Συνόδου τῆς ἐν Φλωρεντίᾳ γενομένης -Τὰ εὑρισκόμενα ἅπαντα, τόμ. Α΄, σελ. 382-384).
 ἔκφρασις λοιπόν τοῦ ἁγίου Μάρκου «προδιεφθαρμένος ἤδη» σημαίνει ὅτι ἤδη εἶχε συντελεσθῆ  μεταστροφή καί ἀλλαγή τοῦφρονήματός του ἀπό τά γεγονότα τῆς Ἰταλίαςἐνῶ  ἔκφρασις τοῦἁγίου «καί ἅμα διψῶν τήν ἐκεῖθεν ἀπαλλαγήν» πάλι συνηγορεῖ εἰς τόὅτι ἀπό τά ἐκεῖ συμβάντα μετεστράφηκαθώς καί ἀπό τό γεγονός ὅτιεἶχε ἐξασθενήσει καί ἐπλησίαζε  θάνατός του.
Τά ἴδια ἀναφέρει  ἅγιος Μᾶρκος καί διά τούς ὑπολοίπουςἘπισκόπουςλίγο πιό κάτω«ὡς εἶδον αὐτούς ἐκθύμως ἤδη πρός τήνἕνωσιν ὡρμημένους καί τούς ἐμοί συνεστώτας πρότερον ἄρτισυμπεπτωκότας ἐκείνοις, ἐγγράφων δέ οὐδέ μεμνημένουςἐπέσχονκαί αὐτός τήν γραφήνἵνα μή πρός ὀργήν αὐτούς ἐρεθίσαςεἰςπροὖπτον ἤδη τόν κίνδυνον ἐμαυτόν ἐμβάλω» (Ὡς ἀνωτέρω).
Αὐτοί λοιπόν οἱ Ἐπίσκοποι, πού πρίν ἦσαν συναγωνιστές του, τώρα εἶχαν μεταστραφῆ καί ἐκπέσει ἀπό φόβο καί δειλία. Ὅλα αὐτά λοιπόν δέν ἀναφέρονται γιά τήν στάσι τῶν Ἐπισκόπων πρίν ἀναχωρήσουν ἀπό τήν Κων/πολι, ἀλλά γιά τό χρονικό διάστημα στήν Ἰταλία. Ἄλλωστε προαναφέραμε ὅτι ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ διεκήρυττε στήν Κων/πολι, ὅτι θά ὁμολογήση στή Σύνοδο τήν ὀρθόδοξο πίστι του μέχρι θανάτου.
Συνεχίζει ὁ π. Βασίλειος νά παρουσιάζη δῆθεν ὡς Λατινόφρονες τούς Ἐπισκόπους, προσκομίζοντας ὅμως παραπομπές ἀπό τά γεγονότα τῆς Συνόδου τῆς Ἰταλίας. Δηλαδή τούς κατ’ ἀρχάς συναγωνιστές τοῦ ἁγίου Μάρκου στήν Ἰταλία καί ἐν συνεχείᾳ ἐξωμόσαντες, τούς παρουσιάζει ὡς δῆθεν ἐξ’ ἀρχῆς πρό τῆς ἀναχωρήσεώς των ἀπό τήν Κων/πολι Λατινόφρονες, ἀπό τούς ὁποίους ὅμως ὁ ἅγιος Μᾶρκος δέν ἀποτειχίσθηκε: «Μεταξύ τν λατινοφρόνων πισκόπων ταν  Ρωσίας σίδωρος,  ποος ποστήριζε τήν συμφωνία ρθοδόξων-Λατίνων στό δόγμα περί τς κπορεύσεως το γίου Πνεύματος. Ο Μυτιλήνης Δωρόθεος καί Λακεδαιμονίας Μεθόδιος ρνοντο πίσης κατηγορηματικά τι ο Λατνοι εναι αρετικοί. Ο Φιλενωτικοί ποστήριζαν κόμη τι  μεταξύ μας διαφορά εναι “μικρή” καί θεωροσαν μάλιστα τούς γίους Πατέρες πού εχαν συγγράψει, Σεβασμιώτατε, κατά τν λατινικν κακοδοξιν “σχισματικούς”, ποστηρικτές δηλαδή τς κκλησιαστικς διαιρέσεως, καί δέν ποδέχονταν τά συγγράμματά τους» (σελ. 19).
Ἐπαναλαμβάνουμε τονίζοντας πάλι ὅτι οἱ παραπομπές πού παραθέτει ὁ π. Βασίλειος εἶναι ἀπό τά ἱστορικά γεγονότα τῆς Ἰταλίας, καί αὐτό σημαίνει ἀσφαλῶς ὅτι δέν εἶχαν ἐκδηλώσει τέτοια φρονήματα ἀπό τήν Κων/πολι, ἐνῶ καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος στήν Ἰταλία εἶδε αὐτήν τήν ἀλλαγή τῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἀπό συναγωνιστές του ἔγιναν ἀντίπαλοι.
Τελικῶς ὁ π. Βασίλειος φθάνει στόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ἐπικαλέσθηκε ὅλα αὐτά τά ψευδῆ καί  ἀλλοιωμένα ἱστορικά στοιχεῖα συνεχίζοντας τήν εἰσήγησί του: « γιος Μρκος διέκοψε τήν κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες μόνο μετά τήν νωση τς Φλωρεντίας, γεγονός πού, παναλαμβάνουμε, δικαιώνει τήν δική μας στάση καί χι τν ζηλωτν» (σελ. 19).
Προσέθεσε ἀκόμη ἕνα ψεῦδος ὁ π. Βασίλειος στό σημεῖο αὐτό, καθ’ ὅσον ὁ ἅγιος Μᾶρκος διέκοψε τήν κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες, πρίν ἀπό τήν ἕνωσι, ὅταν διεπίστωσε τά αἱρετικά των φρονήματα. Τό ἀναφέρει ὁ ἴδιος στήν ἴδια τήν ἔκθεσι τῶν γεγονότων πιό κάτω ὡς ἑξῆς«Ἐντεῦθεν οἱ μὲν τὰ ἑαυτῶν ἔπραξαν καὶ πρὸς τὴν συνθήκην τοῦ ρου καὶ τὰ λοιπά της ἑνώσεως ἔβλεψαν· ἐγὼ δὲχωρισθείς αὐτῶν ἔκτοτε καὶ ἐμαυτ σχολάσας, ἵνα τοῖς ἁγίοις μου πατράσι καὶ διδασκάλοις διατελῶ συνημμένος, πσι καταφανῆ ποιῶ τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην διὰ τῆσδέ μου τῆς γραφῆς, ὡς ἂν ἑξ δοκιμάζειν τῷ βουλομένω, πότερον ὑγιέσι δόγμασι χαίρων, ἢ διεστραμμένοις τισὶ τὴν γεγενημένην ἕνωσιν οὐ παρεδεξάμην» (ὡς ἀνωτέρω, σελ. 384).
Ὁ ἅγιος λοιπόν ἀποτειχίσθηκε, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει, ἀπό τή στιγμή πού οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπέβλεψαν εἰς τό νά ἀποδεχθοῦν τά λατινικά δόγματα, διότι ἡ ἕνωσις δέν συνίσταται εἰς τήν ὑπογραφή τοῦ ὅρου, ἀλλά εἰς τήν ἀποδοχή τῆς πίστεως τῶν Λατίνων. Δι’ αὐτό ὁ ἅγιος ἐπιλέγει ὅτι ἐχωρίσθηκε καί ἀποτειχίσθηκε: «ἵνα τοῖς ἁγίοις μου πατράσι καὶ διδασκάλοις διατελῶ συνημμένος».
Ὅπως λοιπόν ἡ ἕνωσις μέ τούς ἁγίους Πατέρες δέν συντελεῖται μέ κάποια ὑπογραφή, οὔτε θεωρητική ὁμολογία καί χαρτοπόλεμο, ἀλλά ἀποδοχή μέ λόγια καί ἔργα τῆς πίστεως τῶν ἁγίων Πατέρων, ἔτσι καί ἡ ἀποδοχή τῶν λατινικῶν αἱρέσεων εἶναι  ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς Ἁγίους καί ἡ ἔκπτωσι ἀπό τήν Ἐκκλησία. Εἰς τό ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἀποτειχίσθηκε πολύ πρίν τήν ἕνωσι μέ τούς Λατίνους, συνηγορεῖ τό γεγονός ὅτι ὅταν ὁ ἅγιος διεπίστωσε πεπεισμένους περί τῆς ἑνώσεως τούς Ὀρθοδόξους, ἐσταμάτησε νά παρευρίσκεται στίς διάφορες συνάξεις των, πρᾶγμα τό ὁποῖο καταγράφει χαρακτηριστικά ὁ Συρόπουλος:
«Ὡς οὖν καί εἰς τοῦτο παράτασις ἡμερῶν ἐγένετο, διεμηνύσατο ὁ πάπας καί ἐγένετο συνέλευσις τοῦ βασιλέως καί ἡμῶν εἰς τόν πάπαν,μόνου τοῦ Ἐφέσου ἀπόντος, καί λόγοι πολλοί περί τοῦδε κεκίνηνται τοῦ ζητήματος, τῶν μέν Λατίνων ἀγωνιζομένων παντί τρόπῳ συστῆσαι ἥν ἔχουσι δόξαν περί τούτου καί καταστῆσαι καί τούς ἡμετέρους οὕτως ἱερουργεῖν, τοῦ Ῥωσίας δέ καί τοῦ Νικαίας ἀντιλεγόντων μέν ἐκ μέρους, κατά τι δέ καί συμφωνούντων» (Ὡς ἀνωτ. σελ. 476, παρ. 3).
Ὀλίγο κατωτέρω διά τό θέμα τῶν εὐχῶν τῆς Θ. Λειτουργίας καί συγκεκριμένα διά τήν μετουσίωσι τῶν θείων δώρων ὁ Συρόπουλος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὁ δέ βασιλεύς μετακαλεσάμενος τόν Ἐφέσουἠξίωσεν ἵνα γράψῃ τι περί τοῦδε τοῦ ζητήματος∙ ὁ δέ ἐπείσθη καί ἔγραψε καί ἀπέδειξεν ὅτι οὕτω παρέδωκαν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, τελειοῦσθαι τά θεῖα δῶρα, καθώς ἁγιάζουσι ταῦτα οἱ ἡμέτεροι ἱερεῖς» (σελ. 478, παρ. 3). Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία λοιπόν αὐτή, ὁ ἅγιος ἦτο ἀπών καί ἀπό τίς συνάξεις τῶν Ὀρθοδόξων, πρᾶγμα πού ἀποδεικνύει τήν ἀποτείχισί του, ἐνῶ ἀκόμη ὁ ὅρος, ἡ συμφωνία μέ τούς Λατίνους δέν εἶχαν ἀκόμη συντελεσθεῖ.
 Ὡς ἐκ τούτου αὐτά τά ὁποία ἰσχυρίζεται  ὁ π. Βασίλειος, ὅτι δηλαδή «ὁ ἅγιος Μᾶρκος διέκοψε τήν κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες μόνο μετά τήν ἕνωσι τῆς Φλωρεντίας» εἶναι ψεύδη κι ἀποκυήματα τῆς φαντασίας του. Ἡ παραπομπή δέ τήν ὁποία δίδει διά νά ἀποδίξη αὐτά πού λέγει εἶναι λίαν ἄστοχη καί μᾶλλον συνηγορεῖ περί τοῦ ἀντιθέτου, πέραν τῶν ἀποδεικτικῶν στοιχείων τά ὁποῖα ἀναφέραμε. Μποροῦμε ὅμως νά ἐπανέλθωμε ἐπί τοῦ θέματος τούτου μέ περισσότερα στοιχεῖα, ἄν φυσικά ὁ π. Βασίλειος ἔχη τήν διάθεσι νά δευτερολογήση.
Θά ἀναφέρωμε ἐν συνεχείᾳ ὀλίγα τινά διά τήν περίπτωσι τοῦ ἁγίου Κυρίλλου μέ τόν Νεστόριο, στά ὁποῖα πάλι ἐντοπίσαμε μεγάλη παραπλάνησι ἐκ μέρους τοῦ π. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος εἰσηγεῖται τά ἑξῆς« πρόσκαιρη ατή διακοπή τς κοινωνίας χει ς σκοπό τήν καταγγελία το αρετικο ποιμένος γιά παραπομπή του σέ συνοδικό δικαστήριο, τό ποο θά ποφασίσει τελεσίδικα ετε τήν παύση ετε τήν ριστικοποίηση τς διακοπς τς κοινωνίας μαζί του. Κάτι τέτοιο γινε γιά παράδειγμα στήν περίπτωση το γίου Κυρίλλουλεξανδρείας,  ποος, παρά τό τι παινοσε σους διέκοψαν μεσα τήν κοινωνία μέ τόν αρετικό πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο, ατός δέν κανε τό διο. ντιθέτως,  ερός Κύριλλος προέτρεπε τόν Νεστόριο διά παραινετικν πιστολν, στίς ποες τόνποκαλοσε «συλλειτουργό», νά γκαταλείψει τίς αρετικές δοξασίες του» (σελ. 10-11).
Ἐδῶ πάλι θά καταγγείλωμε τά ψεύδη τοῦ π. Βασιλείου Παπαδάκη, θέτοντας ταυτόχρονα κάποια ἐρωτήματα: Ποιός κατ’ ἀρχάς, πάτερ, εἶπε ὅτι ὁ σκοπός τῆς ἀποτειχίσεως εἶναι «καταγγελία το αρετικο ποιμένος γιά παραπομπή του σέ συνοδικό δικαστήριο»; Καί ἔστω, τέλος πάντων, ἔτσι νά εἶναι τά πράγματα, γιατί δέν ἀποτειχίζονται οἱ Ἀντιοικουμενιστές εἰς τρόπον ὥστε νά ἐπισπευθῆ ἡ διαδικασία τῆς καταγγελίας τῶν αἱρετικῶν ποιμένων γιά παραπομπή στό Συνοδικό Δικαστήριο; Γιατί ἐπίσης ἐκ τῶν πραγμάτων, ὅταν κάποιοι ἀποτειχίζονται, τό Συνοδικό Δικαστήριο δέν καλεῖ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους διά νά τούς ἐγκαλέση καί καταδικάση, ἀλλά καταδικάζει ἀσυζητητί καί μάλιστα μέ εἰσήγησι καί παραπομπή τοῦ ἰδίου τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, τούς ἀποτειχισθέντας διά θέματα πίστεως;
Συνεπῶς ἐδῶ ἔχομε ὅ,τι ἀκριβῶς ἔγινε στήν περίπτωσι τοῦ Νεστορίου. Ἀποτειχίστηκαν δηλαδή οἱ κληρικοί του καί αὐτός τούς καθήρεσε. Αὐτό καταδεικνύει πασιφανῶς ὅτι ἡ Σύνοδος ἡ ὁποία καταδικάζει τούς ἀποτειχισθέντας εἶναι καί αὐτή αἱρετική, διότι δέν καταδικάζει τούς καταγγελθέντας αἱρετικούς καί τήν αἵρεσι στήν ὁποία ἔχουν ὑποπέσει, ἀλλά τούς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ἀποτειχίζονται ἀπό αὐτούς. Ὡς ἐκ τούτου τό ἐπιχείρημα τούτο τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν ἀποτελεῖ  πρόφασι ἐν ἁμαρτίαις, ψεῦδος καί ἀπάτη καί τό ἐπικαλοῦνται διά νά ἀποφύγουν τίς ἐπιπτώσεις τῆς ὁμολογίας, ἐνῶ ἡ ὁμολογία διά τοῦ χαρτοπολέμου δέν ἔχει καμμία ἐπίπτωσι καί δι’ αὐτό τήν ἀσκοῦν ἄνετα καί ἀπρόσκοπτα.
Ἐπίσης μέ τό ἴδιο δόλιο ἐπιχείρημα στηρίζουν τήν θεωρία τῆς δυνητικῆς  ἑρμηνείας τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ἡ ὁποία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά ἐπιλέγη κάποιος νομίμως ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί κινδυνευούσης τῆς πίστεως, τήν ὁδό τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ βολέματος καί τήν συμπόρευσι μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς. Ὅλα αὐτά τά ἀναφέραμε, δοθείσης τῆς εὐκαιρίας, ἐπειδή καί ὁ π. Βασίλειος εἶναι ὑποστηρικτής αὐτῆς τῆς ἀπάτης καί τοῦ ψεύδους, καί δι’ αὐτό τά ἐπιχειρήματά του δέν τά ἀντλεῖ ἀπό τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους, ἀλλά ἀπό τά σκοτεινά σημεῖα τῆς ἱστορίας καί ἀπό τά πρός ἀποφυγή παραδείγματα.
Συνεχίζοντας ἐπισημαίνομε πάλι ὅτι οἱ παραπομπές πού μᾶς δίδει γιά νά στηρίξη τά ἐπιχειρήματά του, σχετικά μέ τόν ἅγιος Κύριλλο, εἶναι ἐπιλεκτικές, μέθοδος βεβαίως πού χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ. Μέ ἄλλα λόγια, ἐπῆρε μία λέξι ἀπό ἐδῶ καί μία πρότασι ἀπό κάπου ἀλλοῦ καί ἐξήγαγε τά συμπεράσματα πού ἐξυπηρετοῦν τούς Οἰκουμενιστές. Τό ἴδιο ἔπραξε καί μέ τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό, ὅταν μετά,  κατά τήν διάρκεια τῆς συζητήσεως ἡ ὁποία ἐπηκολούθησε τίς σχετικές εἰσηγήσεις, ἀνέφερε ὅτι στήν ἐναρκτήρια προσφώνησί του ὁ ἅγιος στή Σύνοδο Φλωρεντίας–Φερράρας ἀπεκάλεσε στήν εἰσαγωγή τόν Πάπα «ἁγιώτατο», ἀποσιωπώντας βεβαίως καί θάβοντας ὅλη τήν ὑπόλοιπη ὁμιλία του, ἡ ὁποία ἦτο ἕνας δριμύτατος ἔλεγχος τῶν παπικῶν αἱρέσεων καί πλανῶν, ἀλλά ταυτόχρονα καί ὑπόδειξις ἐκ μέρους τοῦ ἁγίου τοῦ τρόπου ἐπαναφορᾶς τοῦ Πάπα εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν.
Οἱ ὑποσημειώσεις λοιπόν ἀπό τίς ὁποῖες ἀντλεῖ τά συμπεράσματά του ὁ π. Βασίλειος εἶναι οἱ ἑξῆς: «Τῆς θεοσεβείας ὑμῶν τόν ζῆλον, ὅν ἐν Χριστῷ πεποίησθε βλασφημουμένῳ, καί τοῦτο ἐν ἐκκλησίᾳ τῇ τῶν ὀρθοδόξων, μεμαθήκαμεν ἀκριβῶς, καί σφόδρα μέν ἐπηνέσαμεν τῆς εὐνοίας ὑμᾶς τῆς εἰς Χριστόν, καί ἀγάπης τῆς εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ…» (P.G. 77, 125 B). Αὐτό γιά νά ἀποδείξη τόν ἔπαινο πού ἀποδίδει πρός τούς ἀποτειχισθέντας ἀπό τόν Νεστόριο κληρικούς τῆς Κων/πόλεως.
Ἐπίσης γιά νά ἀποδείξη ὅτι δέν διέκοψε ὁ ἅγιος Κύριλλος τήν πρός τόν Νεστόριο κοινωνία, πρίν αὐτός καταδικαστεῖ Συνοδικῶς, ἐπικαλεῖται δύο χωρία ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Κυρίλλου πρός τόν Κελεστῖνο Ρώμης:
«Ἐγώ δέ ὁμολογῶ, καίτοι βουληθείς συνοδικῷ γράμματι φανερόν αὐτῷ καταστῆσαι, ὅτι ταῦτα λέγοντι καί φρονοῦντι κοινωνεῖν οὐ δυνάμεθα∙ τοῦτο μέν οὐ πεποίηκα. Λογισάμενος δέ, ὅτι χρή τοῖς ὀλισθήσασι χεῖρα διδόναι, καί ὡς ἀδελφούς πεσόντας ἐγεῖραι, παρῄνεσα διά γραμμάτων ἀποσχέσθαι τῆς τοιαύτης κακοδοξίας.  Ἀλλ’ ὠνήσαμεν οὐδέν» (P.G. 77,81A), καθώς ἐπίσης: «Οὐ πρότερον δέ τῆς πρός αὐτόν κοινωνίας ἐκβάλλομεν ἑαυτούς μετά παῤῥησίας, πρίν ἄν ταῦτα τῇ σῇ θεοσεβείᾳ ἀνακοινωσώμεθα. Διό δή καταξίωσον τυπῶσαι τό δοκοῦν, καί πότερόν ποτε χρή κοινωνεῖν αὐτῷ ἤ λοιπόν ἀπειπεῖν μετά παῤῥησίας, ὅτι τοιαῦτα φρονοῦντι καί διδάσκοντι οὐδείς κοινωνεῖ» (P.G. 77,84CD).
Ἀκόμη ἀναφέρει ἕνα χωρίο στό ὁποῖο ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀποκαλεῖ συλλειτουργό του τόν Νεστόριο«Τῷ εὐλαβεστάτῳ καί θεοφιλεστάτῳ συλλειτουργῷ Νεστορίῳ, Κύριλλος καί ἡ συνελθοῦσα σύνοδος ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἐκ τῆς Αἰγυπτιακῆς διοικήσεως ἐν Κυρίῳ χαίρειν»(P.G. 77,105 C) καί τέλος ἀναφέρει ἕνα χωρίο ἀπό τήν ἴδια ἐπιστολή στήν ὁποία ὁ ἅγιος Κύριλλος προτρέπει τόν Νεστόριο νά ἐγκαταλείψη τίς αἱρετικές δοξασίες του: «…καί τρίτῳ σοι τούτῳ διαμαρτυρόμεθα γράμματι, συμβουλεύοντες ἀποσχέσθαι μέν τῶν οὕτω σκαιῶν καί διεστραμμών δογμάτων, ἅ καί φρονεῖς καί διδάσκεις, ἀνθελέσθαι δέ τήν ὀρθήν πίστιν, τήν ταῖς Ἐκκλησίαις παραδοθεῖσαν ἐξ ἀρχῆς διά τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί εὐαγγελιστῶν, οἵ καί αὐτόπται καί ὑπηρέται τοῦ λόγου γεγόνασι. Καί εἰ μή τοῦτο δράσειεν ἡ σή εὐλάβεια, κατά τήν ὁρισθεῖσαν προθεσμίαν ἐν τοῖς γράμμασι τοῦ μνημονευθέντος ὁσιωτάτου καί θεοσεβεστάτου ἀδελφοῦ καί συλλειτουργοῦ ἡμῶν τοῦ τῆς Ῥωμαίων Ἐκκλησίας ἐπισκόπου Κελεστίνου, γίνωσκε σαὐτόνοὐδένα κλῆρον ἔχοντα μεθ’ ἡμῶν, οὐδέ τόπον ἤ λόγον ἐν τοῖς ἱερεῦσι τοῦ Θεοῦ καί ἐπισκόποις» (P.G. 77,108 B).
Ὅλα αὐτά πού παρουσιάζει ὁ π. Βασίλειος  γέμουν ἀπάτης καί δόλου. Διότι κατ’ ἀρχάς ὁ ἅγιος Κύριλλος δέν ἐπαινοῦσε μόνον τούς ἀποτειχισθέντας ἀπό τόν Νεστόριο κληρικούς καί λαϊκούς τῆς Κων/πόλεως, ἀλλά ἐδήλωνε ἀπερίφραστα στούς ἀποτειχισθέντας ὅτι μέ αὐτήν τήν στάσι των διατηροῦν τούς ἑαυτούς των ἀσπίλους καί ἀμώμους κατά τήν πίστι, δηλαδή χωρίς μολυσμό καί συμμετοχή στήν αἵρεσι· ἐδήλωνε ὅτι ὁ Νεστόριος διά τῆς αἱρέσεως κατέστη λύκος καί δέν γίνεται λύκος, βεβαίως, μετά τήν καταδίκη του ἀπό τήν Σύνοδο, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Ἀντιοικουμενιστές καί ὁ π. Βασίλειος· ἐδήλωνε, κυρίως, ὅτι αὐτός ἔχει κοινωνία μέ τούς ἀποτειχισθέντας καί δέν ἀναγνωρίζει τίς ἐπιβληθεῖσες ποινές,  ἕνεκα τῆς πίστεως, ὑπό τοῦ Νεστορίου καί, τέλος, ὅτι τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀνεπαύετο εἰς αὐτούς πού ἀποτειχίστηκαν.
Ἡ ἐπιστολή αὐτή πρός τόν κλῆρον καί τόν λαό τῆς Κων/πόλεως ἔχει ὡς τίτλον: «Τοῦ αὐτοῦ Κυρίλλου ἐπιστολή γραφεῖσα  πρός τόν κλῆρον καί τόν λαόν Κωνσταντινουπόλεως∙ ἐν ᾗ γράφει, ὥστε μή προσέχειν αὐτούς τῇ δυσσεβεῖ διδασκαλίᾳ τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου, μήτε μήν κοινωνεῖν αὐτῷ, εἰ μένει λύκος ἀντί ποιμένος∙ ἀλλά μᾶλλον ἀνδρίζεσθαι ἐν Κυρίῳ, καί τήν ἑαυτῶν πίστιν τηρεῖν ἀπαρακόμιστον. Ἔτι τε γράφει καί κοινωνούς εἶναι τούς ἐκβληθέντας παρά Νεστορίου, ἀντειπόντας αὐτοῦ τῇ διδασκαλίᾳ»(P.G. 77,124A), ἀναφέρει  δέ στό τέλος αὐτῆς ὁ ἅγιος Κύριλλος τά ἑξῆς: «Ταύτην ἐν ἑαυτοῖς ἀναζωπυροῦντες ἀεί τήν πίστιν, ἀσπίλους καί ἀμώμους ἑαυτούς τηρήσατε, μήτε κοινωνοῦντες τῷ μνημονευθέντι, μήτε μήν ὡς διδασκάλῳ προσέχοντες, εἰ μένει λύκος ἀντί ποιμένος, καί μετά ταύτην ἡμῶν τήν ὑπόμνησιν τήν πρός αὐτόν γενομένην, φρονεῖν ἕλοιτο τά διεστραμμένα. Τοῖς δέ γε τῶν κληρικῶν,ἤτοι λαϊκῶν διά τήν ὀρθήν πίστιν κεχωρισμένοις, ἤ καθαιρεθεῖσι παρ’ αὐτοῦ, κοινωνοῦμεν ἡμεῖς, οὐ τήν ἐκείνου κυροῦντες ἄδικον ψῆφον,ἐπαινοῦντες δέ μᾶλλον τούς πεπονθότας, κἀκεῖνο λέγοντες αὐτοῖς· “Εἰ ὀνειδίζεσθε ἐν Κυρίῳ, μακάριοι·  ὅτι τό τῆς δυνάμεως καί τό τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα εἰς ὑμᾶς ἀναπέπαυται”» (P.G. 77, 125 A).
Ἄν συγκρίνη ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης αὐτά πού εἰσηγήθηκε ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης καί αὐτά πού κατ’ οὐσίαν ἐδίδασκε ὁ ἅγιος Κύριλλος, νομίζω θά διαπιστώση τό μέγεθος τῆς ἀπάτης καί πλάνης καί, κυρίως, τό ὅτι θέλουμε νά φέρουμε καί τούς Ἁγίους σήμερα στά μέτρα μας. Ὁ ἅγιος Κύριλλος μόλις διεπίστωσε τήν αἵρεσι τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Νεστορίου, ξεσήκωσε ὅλο τόν κόσμο καί ἀπαιτοῦσε ἄμεση διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἀπό αὐτόν. Πρός τόν σκοπό τοῦτο τοῦ ἔθεσε διορία, ἔχοντας καί τήν σύμφωνο γνώμη του Πάπα Ρώμης Κελεστίνου, δέκα (10) ἡμερῶν. Ἄν ἐντός αὐτοῦ τοῦ χρονικοῦ διαστήματος δέν ἐμετανοοῦσε καί δέν ἀνεθεμάτιζε ἐγγράφως τίς αἱρέσεις του, θά διέκοπτον κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μετ’ αὐτοῦ καί θά τόν ἐθεωροῦσαν ἐκτός Ἐκκλησίας, πρίν φυσικά καταδικασθῆ Συνοδικῶς:«λοιπόν ἀναγκαίως ἤλθομεν ἐπί τό χρῆναι διά συνοδικοῦ γράμματος αὐτῷ διαμαρτύρασθαι, ὡς εἰ μή ἀπόσχοιτο τήν ταχίστην τῶν ἑαυτοῦ καινοτομιῶν, καί κατά τήν ὁρισθεῖσαν προθεσμίαν παρά τοῦ ὁσιωτάτου καί θεοσεβεστάτου τῆς Ῥωμαίων Ἐκκλησίας ἐπισκόπου Κελεστίνου, ἀναθεματίσει μέν ἐγγράφως ἐκεῖνα, ἅπερ εἴρηκέ τε παρ’ ὑμῖν, καί βίβλοις ἐνέθηκεν, ἤ γοῦν ἐντεθῆναι παρεσκεύασιν, αἵ καί παρ’ ἡμῖν εἰσιν, οὐδένα κοινωνίας ἔχει τόπον πρός τούς ἱερέας τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἔσται πάντων ἀλλότριος» (P.G. 77, 124).
Τί σχέσι ἔχουν ἄραγε αὐτά, τά ὁποῖα ἐδίδασκε καί ἔπραξε ὁ ἅγιος Κύριλλος μέ αὐτά πού διδάσκουν καί πράττουν σήμερα οἱ Ἀντιοικουμενιστές; Παρ’ ὅλα αὐτά παρουσιάζουν τόν ἅγιο Κύριλλο συνοδοιπόρο των καί εὐλογοῦντα τίς πράξεις των.  Ἄς τολμήσουν καί αὐτοί σήμερα, ὅπως τότε ὁ ἅγιος Κύριλλος νά δηλώσουν π.χ. ὅτι δέν ἀναγνωρίζουν τίς ἕνεκα τῆς πίστεως ποινές πού ἐπέβαλαν οἱ Οἰκουμενιστές εἰς βάρος  τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ράσκας καί Πριζρένης Ἀρτεμίου καί τῶν σύν αὐτῷ κληρικῶν του καί ἄς τολμήσουν νά θέσουν χρονικό ὅριο μετανοίας δέκα ἡμερῶν, γιά παράδειγμα, στόν διάδοχο τοῦ θρόνου καί τῆς ἀσεβείας τοῦ Νεστορίου, στόν σημερινό δηλαδή Πατριάρχη Βαρθολομαῖο. Τότε μόνο θά εἶναι ἀκόλουθοι τῆς διδασκαλίας καί τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καί ὄχι μέ τήν ἀπατηλή καί δόλια σύρραψι λέξεων καί ἐκφράσεων  καί μέ τήν ἀποσιώπησι ὅλων ὅσων δέν ἐξυπηρετοῦν τήν πορεία των.
Δέν πρέπει ἐπίσης νά διαλάθη τῆς προσοχῆς μας καί  τό ὅτι ἡ δήλωσις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου περί τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας του μετά τῶν ἀποτειχισθέντων ἀπό τόν Νεστόριο, καί τῆς μή ἀναγνωρίσεως τῶν ποινῶν, τίς ὁποῖες ὁ Νεστόριος ἐπέβαλε, σημαίνει ἀριδήλως ὅτι δέν ἔχει κατ’ οὐσίαν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο. Διότι, πῶς εἶναι δυνατόν συγχρόνως νά ἔχη κοινωνία ἐκκλησιαστική καί μέ τούς ἀποτειχισμένους καί μέ αὐτόν ἀπό τόν ὁποῖο ἀποτειχίσθηκαν; Εἶναι δηλαδή σάν σήμερα, γιά παράδειγμα ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς νά ἔχη συγχρόνως ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Μητροπολίτη Ράσκας Ἀρτέμιο καί μέ τόν Πατριάρχη Σερβίας καί τήν Σύνοδο, ἡ ὁποία τόν καθήρεσε. Ἐδῶ προφανῶς ἰσχύει τό γραφικό ρητό «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔσται». Ἐφ’ ὅσον δηλαδή ὁ Πειραιῶς ἔχη κοινωνία ἐκκλησιαστικῶς μέ τήν Σερβική Σύνοδο, δέν δύναται νά ἔχη κοινωνία μέ τόν Σεβασμιότατο Ἀρτέμιο καί, φυσικά, τό ἀντίθετο.
Ὁ λόγος λοιπόν τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, τόν ὁποῖο ἀποσπασματικά ἐπαρουσίασε ὁ π. Βασίλειος, «ὅτι ταῦτα λέγοντι καί φρονοῦντι (ὁ Νεστόριος δηλαδή) κοινωνεῖν οὐ δυνάμεθα∙ τοῦτο μέν οὐ πεποίηκα»(P.G. 77, 21Α) δέν σημαίνει ὅτι μέχρι νά καθαιρεθῆ Συνοδικῶς ἐγώ δέν διακόπτω τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο, ὅπως θέλουν νά παρουσιάσουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές καί ὁ π. Βασίλειος, ἀλλά σημαίνει ὅτι ἐγώ ἔχω ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς ἀποτειχισμένους ἀπό αὐτόν (τόν Νεστόριο) καί μέ τόν ἴδιο, ἐφ’ ὅσον ἐμμένει στίς πλάνες του. Τό ἐφ’ ὅσον παραμένει στίς πλάνες του δηλώνει ἡ διορία τῶν δέκα (10) ἡμερῶν πού τοῦ ἔδωσαν γιά νά μετανοήση καί νά τίς ἀναθεματίση. Δι’ αὐτό ἀκριβῶς ὁ ἅγιος Κύριλλος ὠνόμαζε τόν Νεστόριο λύκο ἀντί ποιμένος, σύμφωνα μέ τήν ἁγιογραφική διδασκαλία καί προέτρεπε τούς Κων/πολίτες νά ἀπέχουν ἀπό αὐτόν.
Τό ὅτι τέλος τόν προσφωνοῦσε συλλειτουργό καί εὐλαβέστατο, αὐτές εἶναι τυπικές ἐκφράσεις χάριν εὐγενείας, χωρίς οὐσιαστικό νόημα, ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε ὁ ἅγιος Μᾶρκος, ὅταν προσφώνησε τόν Πάπα στήν Ἰταλία «ἁγιώτατο» καί ὅπως κάνουμε ἐμεῖς σήμερα ὅταν προσφωνοῦμε τόν Πατριάρχη «Παναγιώτατο», ἤ τόν Δημητριάδος «Ἅγιο ἤ Σεβασμιότατο» κλπ.
Δέν θέλω νά ἐπεκταθῶ ἔτι περισσότερο στήν ἀνάλυσι καὶ σχολιασμό τῆς εἰσηγήσεως τοῦ π. Βασιλείου Παπαδάκη κατά τήν προεκτεθεῖσα Ἡμερίδα στόν Πειραϊκό Σύνδεσμο, διότι ὅλη κινεῖται στό ἴδιο πνεῦμα, χωρίς δηλαδή  στήριξι  μέ ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία καί ὅπου αὐτή ὑπάρχει εἶναι κομμένη καί ραμμένη στά μέτρα τῆς Ν. Ἐποχῆς.
Θά ἤθελα ὅμως νά προτείνω δύο πράγματα στόν π. Βασίλειο, μέ ἀπόλυτο εἰλικρίνεια τῶν προθέσεών μου.
Ἄν θέλη νά δεχθῆ αὐτό τό ὁποῖο εἴχαμε προτείνει καί στούς ὑπευθύνους τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, τήν δι’ ἐρωτήσεων δηλαδή συγκεκριμένων, καί ἀναλόγων ἀπαντήσεων ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, διευθέτησι (ἐξέτασι) ἐπί τῶν θεμάτων πού διαφωνοῦμε, ὥστε νά ἀποφεύγεται ἡ διολίσθησις νά ὁμιλοῦμε ἐκεῖ, ὅπου μᾶς ἐξυπηρετεῖ καί νά ἀποφεύγωμε, ὅσα δέν μᾶς συμφέρουν.
Καί δεύτερον, ἄν δέν δέχεται αὐτοῦ τοῦ εἴδους τόν διάλογο μέ συγκεκριμένες ἐρωτήσεις καί ἀπαντήσεις ἀπό κάθε πλευρά, τουλάχιστον νά μᾶς ἀπαντήση στίς δύο συγκεκριμένες ἐρωτήσεις πού ἐθέσαμε ἐδῶ καί χρόνια τώρα στούς πατέρες τοῦ ἐν λόγῳ Γραφείου, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν νά ἀπαντήσουν καί παρέπεμψαν τό θέμα τεχνηέντως εἰς τά Καλένδας τῆς Ἡμερίδος, στήν ὁποία ἦταν καί ὁ π. Βασίλειος εἰσηγητής.
Οἱ δύο αὐτές ἐρωτήσεις εἶναι οἱ ἑξῆς:
1. Ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων ἡ ὁποία συνηγορεῖ ἤ ἔστω ταιριάζει μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Μέ ἄλλα λόγια πρός κατανόησι, ποῦ διδάσκεται εἰς τήν Ἁγία Γραφή καί τούς ἁγίους Πατέρες ἡ παραμονή τῶν πιστῶν εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες, ἡ ἀναγνώρισίς των εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, ἡ μνημόνευσίς των κλπ. μέχρι δηλαδή ἀποφάσεως τῆς Συνόδου.
2. Ποῦ διδάσκεται στήν Ἁγία Γραφή καί στούς ἁγίους Πατέρες ὅτι μέ τήν παραμονή μας εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, δέν ταυτιζόμεθα μέ τήν πίστι των, δέν συνοδοιποροῦμε μέ τήν αἵρεσι καί δέν μολυνόμεθα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική αὐτή ἐπικοινωνία, ἔστω δηλαδή καί ἄν ἔχωμε ὀρθόδοξο φρόνημα.
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τούς Παλαιοημερολογίτες, νομίζω ὅτι εἶναι ἁρμόδιο αὐτοί νά ἀπαντήσουν. Τά πολλά, ἐπίσης, γεγονότα τά ὁποῖα ἀνέφερε ἀπό τήν ἱστορία, τά ἐθεωρήσαμε ὡς παγίδα καί ἐκτός θέματος καί δέν ἀσχοληθήκαμε μέ αὐτά. Τόν παρακαλοῦμε δέ εἰς τό ἑξῆς νά μήν ἀλλοιώνη καί παρερμηνεύη τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί τῶν Κανόνων, ἀλλά καί αὐτά πού λέγομε ἐμεῖς σήμερα. Ἄν καί ἐμεῖς στήν προσπάθειά μας νά ἀντικρούσωμε τά λεγόμενα τῆς εἰσηγήσεώς του ἐκάναμε τό ἴδιο, τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς τό ἐπισημάνη μέ συγκεκριμένα στοιχεῖα, ὥστε νά διορθωθοῦμε. Ἄλλωστε νομίζω ὅτι τήν διόρθωσι ἑκάστης πλευρᾶς διά τά λάθη της, ἔχει ὡς σκοπό κάθε καλοπροαίρετος διάλογος.
Τέλος ζητοῦμε νά μᾶς συγχωρέση ὁ π. Βασίλειος ἄν κάπου κατά τήν ἐκτίμησί μας τόν ἀδικήσαμε καί δέν τόν κατανοήσαμε καί νά εὔχεται διά τήν σωτηρία μας.
Θά συνεχίσωμε τόν σχολιασμό μας ἀναφέροντας ὀλίγα τινά καί γιά τόν τρίτο εἰσηγητή τῆς Ἡμερίδος, π. Ἰωάννη Φωτόπουλο.

                                  Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς.

ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΙΟΣ

Δέν θά σέ ἀρνηθῶμεν ὦ φίλη Ὀρθοδοξία!

Δέν θά σέ ἀπαρνηθῶμεν ὦ πατροπαράδοτον σέβας!

Δέν ἀποχωριζόμεθα ἀπό σέ, ὦ μῆτερ εὐσέβεια!

Ἐντός σοῦ ἐγεννήθημεν καί διά ἐσέ ζῶμεν καί μετά σοῦ θα κοιμηθῶμεν.

Εἴθε νά τό καλέσῃ ὁ καιρός! καί μυριάκις ὑπέρ σοῦ θά ἀποθάνωμεν· διότι ἐκεῖνος ὁποῦ συμφιλιάζει μέ τούς ἐχθρούς τοῦ βασιλέως δέν δύναται νά εἶναι φίλος τοῦ βασιλέως!

Ὁ ἀπαρνούμενος διά νεύματος μόνον τόν Θεόν ὑπόκειται εἰς ἀπώλειαν καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέ τόν λόγον, μέ τόν τρόπον καί διά γραμμάτων κινδυ­νεύει περί τήν πίστιν, πῶς θά εἶναι Ὀρθόδοξος; ».

Η Αντιμετώπιση του Οικουμενισμού

Η Αντιμετώπιση του Οικουμενισμού

Χρυσόστομος Σμύρνης

Χρυσόστομος Σμύρνης

Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης

Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης