Monday, April 8, 2013

ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ 4







ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ, ΙΣΤ΄.





















ΙΣΤ΄ Μέρος






(Συνέχεια γιὰ τὴν Ἀποτείχιση ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ)
















Θά συνεχίσω ἀναφερόμενος εἰς τό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης «Ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός». Καί στό κεφάλαιο αὐτό, θεωρώντας ὅτι εὑρήκατε σωτήρια λέμβο, ὑπεραμύνεσθε τῆς ἰδίας θέσεως, ὅτι δηλαδή καί ὁ ἅγ. Μᾶρκος ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς Λατινόφρονες πρό τῆς ἑνώσεως τῆς Συνόδου Φλωρεντίας–Φερράρας. Ὁ σκοπός σας, πατέρες, εἶναι καί ἐδῶ προφανῶς ὁ ἴδιος, νά λογισθῆτε κι ἐσεῖς ἀκόλουθοι ὄχι μόνον τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου, ἀλλά καί τοῦ ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἐπειδή μνημονεύετε καί ἀκολουθεῖτε τούς Οἰκουμενιστές Ἀρχιεπισκόπους καί Πατριάρχες.





Εἶναι ὄντως παράδοξο καί πρωτοφανές, ἀπό τήν μία πλευρά νά ἀκολουθῆτε, νά ἀναγνωρίζετε, νά μνημονεύετε καί νά ἀποδέχεσθε δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὅλες τίς προδοσίες τῆς πίστεως, τήν θεολογία τῶν Οἰκουμενιστῶν καί τήν ἐκκλησιαστική συνύπαρξι μετά τῶν αἱρετικῶν καί, ἀπό τήν ἄλλη, νά τοποθετῆτε τούς ἑαυτούς σας στήν θέσι τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπί Βέκκου Ὁσιομαρτύρων, τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου καί τοῦ ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Πιστεύω, πατέρες, ὅτι καί οἱ Οἰκουμενιστές, κατ’ αὐτόν τόν τρόπο σκεπτόμενοι, δύνανται νά καυχηθοῦν ὅτι εἶναι συνεχιστές αὐτῶν, διότι συνεχίζουν τούς διαλόγους τούς ὁποίους ἐδέχοντο καί οἱ Πατέρες αὐτοί.





Εἰς τό σημεῖο αὐτό καί ἐπειδή πιθανόν νά πιστεύετε αὐτά τά ὁποῖα γράφετε στήν κριτική σας μελέτη, ἐγώ ἔχω νά ἀναφέρω ἕνα χωρίο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τό ὁποῖο νομίζω ἀνταποκρίνεται πλήρως εἰς τήν παροῦσα κατάστασι. Τό χωρίο αὐτό μάλιστα ὁ ὅσιος τό δανείζεται ἀπό τόν ἅγιο (τόν ὁποῖο ὑπερευλαβεῖτο καί ἐθαύμαζε), τόν Μ. Βασίλειο καί λέγει τά ἑξῆς: «ἐάν γάρ τις τό κακόν ἐν προσχήματι ἀγαθοῦ ποιῇ, διπλοῦν ἐργάζηται τό ἁμάρτημα, ὅτι αὐτός τε τό οὐκ ἀγαθόν ποιεῖ καί κέχρηται οἱονεί παραπετάσματι τῷ τοῦ ἀγαθοῦ ὀνόματι, φωνή ἐστι τοῦ θείου Βασιλείου. Οὕτω μέν ἐκεῖνοι πρός τῇ οἰκείᾳ πτώσει καί πολλοῖς ἄλλοις ὄλισθος γενόμενοι» (Φατ. 267, 395,20).





Ἐδῶ οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ἡ ἰδική σας εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι διπλασία ἀπό αὐτήν τῶν Οἰκουμενιστῶν, διότι, ἐνῶ εἶστε σέ ὁδό πλάνης, μέ τό πρόσχημα ὅτι εἶστε ὁμολογητές καί συνεχιστές τῶν μεγάλων Πατέρων, γίνεσθε παγίδα, ὥστε νά αἰχμαλωτισθοῦν καί πολλοί ἄλλοι καί βεβαίως στήν προκειμένη περίπτωσι, γίνεσθε αἰτία νά διαιωνίζεται ἡ αἵρεσις.





Θά προσπαθήσω ἐν συνεχείᾳ, καί στό κεφάλαιο αὐτό τῆς κριτικῆς σας μελέτης, νά σᾶς ἀποδείξω ὅτι καμμία ἀπολύτως, καμμία σχέσις καί ὁμοιότης δέν ὑπάρχει μεταξύ τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί τῶν τότε Ὀρθοδόξων καί δή τῶν ἁγίων καί μεγάλων Πατέρων τῆς πρό τῆς πτώσεως τῆς Κων/πόλεως ἐποχῆς.

Ὑπάρχει ὅμως ἀπόλυτος ὁμοιότης τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί τῶν μετά τήν ἕνωσι Φλωρεντίας-Φερράρας Λατινοφρόνων, ἐπειδή αὐτοί ἀκριβῶς οἱ Λατινόφρονες ἦσαν ἑνωμένοι μέ αἱρετικούς, ὅπως σήμερα οἱ Ἀντιοικουμενιστές μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές. Αὐτοί δέ, οἱ μετά τήν Σύνοδο Φλωρεντίας–Φερράρας Λατινόφρονες, δέν εἶχαν καταδικασθῆ ὑπό Συνόδου, ὅπως σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές. Ὁ ἅγ. Μᾶρκος, ὅμως, ὁ Εὐγενικός καί πλῆθος ἄλλων κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἀποτειχίστηκαν ἀπό αὐτούς πρό συνοδικῆς κρίσεως, σύμφωνα μέ τόν ἐν λόγῳ Κανόνα καί τήν μακραίωνη Παράδοσι καί διδασκαλία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας.





Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἡ ἀποτείχισις τῶν ἐπί Βέκκου Ἁγιορειτῶν Ὁσιομαρτύρων (καί τοῦ ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί τῶν ὑπολοίπων κληρικῶν καί λαϊκῶν) ἔγινε, ὅταν οἱ Λατινόφρονες μέ τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας κατέλαβον τό Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως, καί ἀπαιτοῦσαν νά ἀναγνωρίζωνται καί νά μνημονεύωνται ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Καί ὁ Ἰωάννης ὁ Βέκκος, δηλαδή, καί ὁ Μητροφάνης στίς δύο ἀντίστοιχες περιπτώσεις, μέ τήν στήριξι τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καί τήν ψήφισί των ἀπό ὁμοίους των Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἀπό φόβο καί δειλία εἴτε ἀπό τίς πολιτικές καί στρατιωτικές ἀνάγκες τῶν καιρῶν, συμβιβάστηκαν στήν ἀποδοχή τῶν παπικῶν ἀξιώσεων καί ἀνεγνώρισαν τόν Παπισμό ὡς Ἐκκλησία, μέ ὅλες φυσικά τίς πλάνες του.





Αὐτή ἡ ὁμοιότης σέ ἀπόλυτη ἀντιστοιχία ὑπάρχει καί σήμερα. Δηλαδή οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές ἔχουν καταλάβει ὄχι ἕνα, ἀλλά ὅλα τά Πατριαρχεῖα, ψηφίζονται ἀπό ὁμοίους των αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, χωρίς μάλιστα νά ὑπάρχη καμμία ἀνάγκη ὅπως τότε, καί ἀπαιτοῦν τήν ὑποταγή, τήν ἀναγνώρισι καί μνημόνευσι τῶν πάντων, καί φυσικά καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν. Διά τῆς μνημονεύσεως δέ καί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, γίνεται ὄχι μόνον ἀναγνώρισις τῆς αἱρέσεως, ἀλλά καί ταύτησις μέ αὐτή κατά τήν πίστι, ὁπότε καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές σήμερα εἶναι ἐνσωματωμένοι καί συνοδοιπόροι μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς. Ἄρα λοιπόν ταυτίζονται, ὄχι μέ τούς πρό τῆς ἑνώσεως Λατινόφρονες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν κυρίως κάποιοι πολιτικοί ἄρχοντες καί μερικοί παρατρεχάμενοι κληρικοί, ἀλλά μέ τούς μετά τήν ἕνωσι Λατινόφρονες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταλάβει τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία.





Ἀπό αὐτούς, παρ’ ὅτι δέν εἶχαν καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀποτειχίσθηκαν καί, ἄρα, καμμία σχέσι δέν ὑπάρχει μέ τούς σημερινούς Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὑποτεταγμένοι καί συνοδοιπόροι τῶν αἱρετικῶν.





Πρέπει νά σημειωθῆ, ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μέ ὅλες τίς δυσκολίες της, δέν εἶχαν ἐφεύρει καινούριους τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρέσεων, ὅταν αὐτοί (οἱ αἱρετικοί) κατεῖχαν τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία, ἐνῶ σήμερα οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἔχουν θεωρητικά καί πρακτικά κατ’ οὐσίαν ἀποτειχισθῆ ἀπό τούς Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, διότι ἔχουν ἐφεύρει νέους τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν ἰδίων μέ τότε αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι τρόποι, θεωρητικά στηρίζονται στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Ἔτσι κατ’ οὐσίανκαταργεῖται ἡ πατερική ὁδός τῆς ἀποτειχίσεως καί εἰσάγεται ἡ ὁδός τῆς συνυπάρξεως μέ τούς αἱρετικούς. Αὐτό, ἀκριβῶς, ἀποτελεῖ τή βασική θεωρία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τόν ὁποῖο, πατέρες, ὠνομάσατε «παναίρεσι». Δίδεται δέ ἀκόμη διά τῆς καινοτόμου αὐτῆς μεθόδου ἡ εὐκαιρία καί ἡ ἐξουσία, νά κατευθύνουν τά ἐκκλησιαστικά πράγματα οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί, πρᾶγμα πρωτάκουστο καί ἀδιανόητο γιά τούς Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.





Ἔτσι λοιπόν, οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί ποιμένες εἰσάγουν τήν Ὀρθοδοξία στό Π.Σ.Ε., ὡς ἰσότιμο μάλιστα μέλος, ἀναγνωρίζουν τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, χωρίς φυσικά αὐτοί νά μετανοήσουν καί νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία, γκρεμίζουν τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ διά τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων, διευρύνουν τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας –κατά βούλησι– διά τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας, ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά διά τῶν συμπροσευχῶν καί συνιερουργιῶν μέ αὐτούς κλπ. Ὅλα αὐτά τά πράττουν μέ τήν εὐλογία καί ἀναγνώρισι τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι κατά τά ἄλλα θεωροῦν τούς ἑαυτούς των συνεχιστές τῶν μεγάλων Πατέρων, τῶν πρό τῆς πτώσεως τῆς Κων/πόλεως, οἱ ὁποῖοι, ἀντιθέτως, διά τῆς ἀποτειχίσεως ἔσωσαν τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν παπική λαίλαπα.





Μετά τά ἀνωτέρω, μέ τά ὁποῖα προσπάθησα, πατέρες, νά σᾶς ἀποδείξω τήν ὁμοιότητα τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τούς μετά τήν ἕνωσι Λατινόφρονες, θά προσπαθήσω νά σᾶς ἀποδείξω, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, τήν ἀνομοιότητα καί παντελῆ διαφορά τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τούς πρό τῆς ἑνώσεως Πατέρες. Δι’ αὐτό θά ἀναφερθῶ εἰς τά γεγονότα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, στηριζόμενος εἰς τά ἀπομνημονεύματα τοῦ Σιλβέστρου Συρόπουλου, τά ὁποῖα κατά γενική ὁμολογία ἀποτελοῦν τήν ὀρθόδοξη ἐξιστόρησι τῶν γεγονότων καί μᾶς διασώζουν αὐθεντικῶς τήν ἱστορική ἀλήθεια.





Ἐδῶ, κατ’ ἀρχάς, πρέπει νά σᾶς ἐγκαλέσω γιά δολιοφθορά καί ἐξαπάτησι, διότι θέλετε νά ἀποδείξετε ὡς Λατινόφρονες τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς πρό τῆς Συνόδου, ὥστε νά ἀποδειχθῆ ἀβίαστα ὅτι ὁ ἅγ. Μᾶρκος ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μέ Λατινόφρονες Ἀρχιερεῖς καί Πατριάρχες καί δέν ἀποτειχίζετο ἀπό αὐτούς. Γράφετε συγκεκριμένα στή σελ. 48 τά ἑξῆς: «Ὁ αὐτοκράτωρ ἔπειτα ἀπό ἀπαίτησι τοῦ παπικοῦ ἀντιπροσώπου, ἔπεισε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς νά μήν ἀπαιτήσουν ἀπό τούς τοποτηρητές τους νά ἀποδεχθοῦν μία ἕνωση σύμφωνη μέ “τάς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας”, ἀλλά ἀντιθέτως ὁποιαδήποτε μορφή ἑνώσεως θά ἀποφασιζόταν κατά τήν ἑνωτική Σύνοδο».










Αὐτό, πατέρες, εἶναι ψευδές καί ἀπορῶ πῶς τό ἰσχυρίζεσθε, ψαλιδί-ζοντας ἤ μᾶλλον κατακρεουργώντας ὅλο τό κείμενο στό ὁποῖο στηρίζεσθε. Τό πλῆρες κείμενο τοῦ Συρόπουλου ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐπεί δέ οἱ πατριάρχαι ὑπετύπουν τούς τοποτηρητάς ἐν τοῖς γράμμασιν, ὅπως ὀφείλουσι περί τῆς ἑνώσεως διατεθῆναι (ἔγραφον γάρ ὅτι, ἐάν γένηται νομίμως καί κανονικῶς καί κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῇ ἤ καινοποιηθῇ, οὕτως ἵνα στέρξωσι καί αὐτοί καί συντεθῶσι τῷ γενησομένῳ), μαθών ταῦτα ὁ φρά Ἰωάννης καί ζητήσας καί ἰδών τά γράμματα, ἀνέδραμεν εὐθύς εἰς τόν βασιλέα καί εἶπεν, ὅτι∙ Τά τοιαῦτα γράμματα, εἰ φανῶσι ἐν τῇ συνόδῳ, μεγάλως σκανδαλίσουσι τούς ἐκεῖ, καί ἐγώ μετά τοιούτων γραμμάτων οὐκ ἐλεύσομαι εἰς τήν σύνοδον∙ εἰ γάρ εἰμι ἐνταῦθα ὡς ἐκείνων ἐπίτροπος, παρέχω δέ καί τάς ἐξόδους τῶν ἐκεῖσε ἀπελευσομένων, εἶτα οὐ φροντίσω περί τῶν γραμμάτων τῶν φανησομένων ἐκεῖσε, ἵνα ὑπάρχωσι πρός ἀνάπαυσιν καί τιμήν τῆς συνόδου, τί ἐροῦσιν ἐκεῖνοι πρός ἐμέ; Τί δέ ἀπολογήσομαι ἐγώ πρός ἐκείνους; Οὐ γάρ διά γραμμάτων ὑποτυποῦν χρή τούς τοποτηρητάς, ὅτι, εἰ οὕτω γένηται, ἵνα στέργωσιν, εἰ δ’ ἄλλως, μή στέργωσιν, ἀλλ’ ἁπλῶς οὕτω καί ἐλευθέρως διδόναι αὐτοῖς ἄδειαν στέργειν πᾶν ὅπερ ἄν φανῇ καλόν κοινῶς πάσῃ τῇ συνόδῳ∙ διορθωθήτω δή τό περί τούτου ὡς ἐγώ εἰσηγοῦμαι∙ ἄνευ γάρ τοιαύτης διορθώσεως οὐδέ τῇ ἁγίᾳ βασιλείᾳ σου συμβουλευσάμην ἄν ἔγωγε παραγενέσθαι ἐν τῇ συνόδῳ.





»Πείθεται τούτοις ὁ βασιλεύς καί σκεψάμενος τήν περίληψιν τοῦ γράμματος τῆς τοποτηρήσεως, ἐντεῦθεν ἐκτίθησι κατά τό αὐτῷ τε καί τῷ φρά Ἰωάννῃ δοκοῦν, καί στέλλει τοῦτο τοῖς πατριάρχαις μετά μοναχοῦ Θεοδοσίου τοῦ Ἀντιόχου, ἀναθείς αὐτῷ καί λόγους, οὕς ἤθελε, γράψας δ’ εἰς πλάτος καί τοῖς πατριάρχαις, ὅτι· Τά μέν γράμματα τῶν τοποτηρήσεων γραφήτωσαν ἴσα κατά πάντα τῷ νῦν στελλομένῳ παρ’ ἡμῶν διά τό τίμιον καί τῆς συνόδου καί τῶν τοποτηρητῶν καί ὑπογραφήτωσαν παρ’ ὑμῶν· οὕτω γάρ καί ἡ τάξις ἀπαιτεῖ γράφεσθαι ταῦτα. Γινώσκετε δέ ὡς ἡμεῖς οὐδέν ἄλλο ποιήσομεν, εἰ μή ὅπερ ἐγράψατε καί ὑμεῖς· οὐδέ γάρ μεταποιῆσαί τι βουλόμεθα ἤ παρασαλεῦσαι, ἀφ’ ὧν παρελάβομεν ἀπό τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέ προσθεῖναί τι τούτοις ἤ ἀφελεῖν, ἐξ ὧν κατέχομεν καί πιστεύομεν μέχρι τοῦ νῦν καί πρεσβεύομεν, ἀλλ’ ἐμμενοῦμεν τούτοις ἀνενδοιάστως. Μή οὖν ἐνοχλήτω ὑμῖν ἕτερός τις λογισμός, ἀλλά ποιήσατε τά γράμματα καθώς γράφομεν, ἐπειδή ἔχετε πληροφορίαν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς ποιήσομεν ἄλλο παρό βούλεσθε.





»Μετά τοιούτων γραμμάτων καί λόγων ἀπελθών ὁ Ἀντίοχος πείθει τούς πατριάρχας· οἱ δέ ἐνέδωκαν μεταγραφῆναι τά γράμματα τῶν τοποτηρήσεων ἴσα τῷ ἐντεῦθεν σταλέντι. Μετέγραψαν οὖν καί ἐτέλεσαν ταῦτα, ἐνήλλαξαν δέ καί τά πρόσωπα τῶν τοποτηρητῶν καί διεκόμισεν αὐτά ὁ Ἀντίοχος, καί ἠρκέσθησαν εἰς αὐτά ὁ βασιλεύς τε καί ὁ φρά Ἰωάννης. Τοιαύτας προκαταστάσεις παρεῖχεν ἡμῖν ὁ δεφένστωρ τῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας δογμάτων» (Σιλβ. Συρόπουλου ἀπομνημονεύματα, τμῆμα Γ, παρ. 5,6, σελ. 166).





Εἰς τό κείμενο αὐτό ὁ Συρόπουλος μᾶς παρέχει τήν πληροφορία ὅτι οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ὁμοφώνως παρήγγειλαν στούς τοποτηρητές των, τότε μόνο νά ὑπογράφουν στή Σύνοδο: «ἐάν γένηται νομίμως καί κανονικῶς καί κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῆ ἤ κοινοποιηθῆ».





Τό φρόνημα αὐτό τῶν Πατριαρχῶν πρό τῆς Συνόδου, νομίζω θά συμφωνεῖτε, πατέρες, ὅτι ἦταν ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξο. Ἐν συνεχείᾳ, ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ ἐπείστηκε ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τοῦ Πάπα, ἐξαπάτησε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, νά ἀλλάξουν τά συστατικά γράμματά των πρός τούς ἀντιπροσώπους των, ὑποσχόμενος ὅτι θά εἶναι ὑπεύθυνος αὐτός εἰς τό νά διαφυλαχθῆ ἡ ἀπαίτησις τῶν Πατριαρχῶν περί ἐμμονῆς τῶν ἀντιπροσώπων εἰς τήν ὀρθόδοξο πίστι καί Παράδοσι: «Γινώσκετε δέ ὡς ἡμεῖς οὐδέν ἄλλο ποιήσομεν, εἰ μή ὅπερ ἐγράψατε καί ὑμεῖς· οὐδέ γάρ μεταποιῆσαί τι βουλόμεθα ἤ παρασαλεῦσαι, ἀφ’ ὧν παρελάβομεν ἀπό τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέ προσθεῖναί τι τούτοις ἤ ἀφελεῖν, ἐξ ὧν κατέχομεν καί πιστεύομεν μέχρι τοῦ νῦν καί πρεσβεύομεν, ἀλλ’ ἐμμενοῦμεν τούτοις ἀνενδοιάστως. Μή οὖν ἐνοχλήτω ὑμῖν ἕτερός τις λογισμός, ἀλλά ποιήσατε τά γράμματα καθώς γράφομεν, ἐπειδή ἔχετε πληροφορίαν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς ποιήσομεν ἄλλο παρά βούλεσθε».





Ἡ ἀλλαγή τῶν γραμμάτων ἔπρεπε νά γίνη γιά τυπικούς καί προσεγγιστικούς λόγους: «Τά μέν γράμματα τῶν τοποτηρήσεων γραφήτωσαν ἴσα κατά πάντα τῷ νῦν στελλομένῳ παρ’ ἡμῶν διά τό τίμιον καί τῆς συνόδου καί τῶν τοποτηρητῶν καί ὑπογραφήτωσαν παρ’ ὑμῶν». Μέ τίς ὑποσχέσεις καί διαβεβαιώσεις τοῦ βασιλέως ἐπείστηκαν οἱ Πατριάρχες καί ἄλλαξαν τά γράμματα: «οἱ δέ ἐνέδωκαν μεταγραφῆναι τά γράμματα τῶν τοποτηρήσεων ἴσα τῷ ἐντεῦθεν σταλέντι».





Ἀπό αὐτά τά ἱστορικά στοιχεῖα τοῦ Συρόπουλου γίνεται ὁλοφάνερο ὅτι αὐτό πού γράφετε, «Ὁ αὐτοκράτωρ ἔπειτα ἀπό ἀπαίτησι τοῦ παπικοῦ ἀντιπροσώπου, ἔπεισε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς νά μήν ἀπαιτήσουν ἀπό τούς τοποτηρητές τους νά ἀποδεχθοῦν μία ἕνωση σύμφωνη μέ “τάς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας”, ἀλλά ἀντιθέτως ὁποιαδήποτε μορφή ἑνώσεως θά ἀποφασιζόταν κατά τήν ἑνωτική Σύνοδο», εἶναι χονδροειδές ψεῦδος· διότι ὁ αὐτοκράτωρ ὄχι μόνον δέν ἔπεισε τούς Πατριάρχες, ὅπως ἐσεῖς φλυαρεῖτε, ἀλλά τούς ὑποσχέθηκε ὅτι ὅλα θά γίνουν, ὅπως αὐτοί ἐντέλλονται στά πρῶτα καί αὐστηρά γράμματά των καί ὑπεύθυνος δι’ αὐτό θά ἦτο ὁ ἴδιος. Ἁπλῶς ἡ ἀλλαγή τῶν γραμμάτων θά ἐγίνετο γιά λόγους φιλοφροσύνης.





Μία ἐπί πλέον ἀπόδειξις ὅτι εἶναι ψευδεῖς οἱ ἰσχυρισμοί σας, εἶναι τό ὅτι –μετά τήν ἐπιστροφή τῶν ἀντιπροσώπων ἀπό τήν Ἰταλία– οἱ τρεῖς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς συγκρότησαν, ὅπως γράφετε, Σύνοδο καί ἀπεκήρυξαν τήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας. Ἄν δηλαδή, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, εἶχαν πεισθῆ πρό τῆς Συνόδου νά ἀποδεχθοῦν συμβιβαστική ἕνωσι, τώρα, μετά τήν Σύνοδο, γιατί τήν ἀπεκήρυξαν;





Ἡ προσπάθειά σας ὅμως, πατέρες, εἶναι νά τούς παρουσιάσετε ὡς Λατινόφρονες πρό τῆς Συνόδου, γιά νά δικαιολογηθῆ ἡ μή ἀποτείχισις τοῦ ἁγ. Μάρκου ἀπό αὐτούς κι ἐσεῖς, φυσικά, νά παρουσιασθῆτε ὡς διάδοχοι καί ἀκριβεῖς ἀκόλουθοί του. Πρός τόν σκοπό αὐτό χρησιμοποιεῖτε ὅλα τά μέσα, θεμιτά καί ἀθέμιτα, προφανῶς διότι δι’ ἐσᾶς «ὁ σκοπός ἁγιάζει τά μέσα».





Θά σᾶς παρουσιάσω ἐν συνεχείᾳ, τό πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας φρόνημα τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ καί τῶν ὑπολοίπων Ἀρχιερέων καί λοιπῶν κληρικῶν, καθώς καί τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων, γιά νά διαπιστωθῆ τό κατά πόσο Λατινόφρονες ἦσαν, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας αὐτοί, μέ τούς ὁποίους ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιατικά ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός. Αὐτά τά κείμενα θά τά δανεισθῶ ἀπό μία μικρή μελέτη, ἡ ὁποία ἔγινες σέ παρόμοια ἔνστασι περί Λατινοφρόνων καί ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας τοῦ ἁγ. Μάρκου μέ αὐτούς.





Κατ’ ἀρχάς, ὁ Συρόπουλος μᾶς μεταφέρει τήν στάσι τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ, ὅταν ἄρχισε νά συζητεῖται ὅτι ἡ Σύνοδος θά ἐγίνετο εἰς τήν Ἰταλία: «Ἀλλά καί ὁ πατριάρχης ἔκτοτε λίαν ἡγούμενος ἐπαχθές τό γενέσθαι τήν σύνοδον ἐν τόπῳ καί ἐξουσίᾳ λατινικῇ καί λέγων πολλάκις ὡς εἰ ἐκεῖσε γένηται, οὐκ ἔσται καλόν τό συμπέρασμα τῆς Συνόδου, καί δεικνύων ἑαυτόν μηδόλως βουλόμενον ἐκεῖσε παραγενέσθαι, ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καθήμενος ἐν τῷ κελλίῳ αὐτοῦ μετά καί ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων, παρόντων καί δύο ἐκ τοῦ παλατίου ἀρχόντων, εἴρηκεν, ὅτι· Λέγουσι γενέσθαι τήν σύνοδον ἐν τῇ Ἰταλίᾳ καί ἀπελθεῖν τούς ἡμετέρους ἐκεῖσε καί καρτερῆσαι ἐν τῇ συνόδῳ καί ἔχειν τάς ἐξόδους καί τῆς ὁδοῦ καί τῶν σιτηρεσίων παρ’ ἐκείνων. Ἐν γοῦν τῷ ἀπελθεῖν οὕτω καί ἐκδέχεσθαι καί τήν ἡμερησίαν τροφήν ἐξ ἐκείνων, ἤδη γίνονται δοῦλοι καί μισθωτοί, ἐκεῖνοι δέ κύριοι· καί πᾶς δοῦλος τό θέλημα τοῦ κυρίου αὐτοῦ ὀφείλει ποιεῖν καί πᾶς μισθωτός τήν ἐργασίαν τοῦ μισθοῦντος αὐτόν ἐργάζεται καί πᾶς ὁ μισθῶν τινα τούτου χάριν τόν μισθόν παρέχει ἵνα ὁ μισθούμενος πληροῖ πᾶν ὅπερ ὁ μισθῶν αὐτόν προστάξει· εἰ δέ μή γε, οὐ παρέχει αὐτῷ τόν μισθόν. Εἰ γοῦν ἐκεῖνοι κρατήσουσι τό σιτηρέσιον, τί ποιήσουσιν οἱ ἡμέτεροι; καί εἰ οὐ θελήσουσιν ὑποστρέψαι τούς ἡμετέρους δι’ ἰδίων ἐξόδων τε καί πλευσίμων, τί ἄρα ἕξουσιν οὗτοι ποιῆσαι; κατά τί οὖν συμφέρει τούτους τούς ὀλίγους, τούς ξένους, τούς πένητας ἀπελθεῖν εἰς τούς πολλούς, τούς πλουσίους, τούς σοφούς, τούς ὑπερηφάνους, τούς ἐντοπίους, καί εἰς αὐτούς δουλωθῆναι;





»Εἶτα καί περί πίστεως καί εὐσεβείας συζητεῖν καί διδάσκειν αὐτούς, οὐκ ἔνι τοῦτο καλόν, οὐκ ἔνι· ἐμοί δοκεῖ ὅτι οὐδόλως συμφέρει ἡμῖν τοῦτο. Δύναται δέ ὁ βασιλεύς ποιῆσαι ἐνταῦθα τήν σύνοδον, εἰ θελήσει, καί ἄνευ ἐξόδων, ἐπεί οἱ ἐλευσόμενοι ἐκ τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας ἐνταῦθα δι’ ἰδίων ἐξόδων ἐλεύσονται· εἰ δέ καί ἐξόδων δεηθῇ δύναται ἐπέκεινα τῶν ἑκατόν χιλιάδων συνᾶξαι ὑπέρπυρα. Καί εὐθύς μέν ἀκουσθέν τοῦτο δόξει ἀπίθανον· ἐγώ δέ δείξω πῶς ἔσται τοῦτο καί δυνατόν καί εὔκολον» (Ἀπομνημονεύματα Σιλβέστρου Συρόπουλου, Les Memoires De S. Syropoulos, τμῆμα Β΄, παρ. 19,σελ. 120).





Οἱ βασικές, λοιπόν, θέσεις τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ ἦταν, ὅτι δέν ἤθελε νά γίνη ἡ Σύνοδος στήν Ἰταλία, ἀλλά στήν Κων/πολι· ὅτι, ἐάν ἐπήγαιναν ἐκεῖ θά ἐγίνοντο δοῦλοι τῶν Παπικῶν, ἐφ’ ὅσον αὐτοί θά τούς συντηροῦσαν κατά τό ταξίδι καί θά ἀναγκάζοντο ὡς δοῦλοι νά κάνουν τό θέλημά των· ὅτι δέν τούς συνέφερε νά συζητήσουν περί πίστεως στό μέρος τό δικό τους, διότι αὐτοί ἦταν οἱ κατά κόσμον ἰσχυροί, οἱ πλούσιοι καί οἱ ἐγωϊστές καί, βεβαίως, ὑπονοοῦσε ὅτι ἦτο δυνατόν τελικῶς νά μήν τά «βροῦν», κατά τό δή λεγόμενο, μεταξύ των εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ἐνῶ ἀγωνιοῦσε γιά τό ποιός θά τούς ἐπέστρεφε πίσω καί ποιός θά τούς ἔδιδε σιτηρέσιο. Δέν νομίζω, πατέρες, ὅτι θά ἠδύνατο κάποιος Ὀρθόδοξος σέ ἀνάλογες δύσκολες περιστάσεις νά τηρήση ἀκριβέστερη καί ὀρθοδοξότερη γραμμή.





Ἐν συνεχείᾳ ὁ Πάπας, φοβούμενος μήπως οἱ Ὀρθόδοξοι προτιμήσουν νά πᾶνε στή Σύνοδο τῆς Βασιλείας, ἡ ὁποία ἦταν πολέμιός του, ἐδέχθη νά γίνη ἡ Σύνοδος εἰς τήν Κων/πολι, ἀλλά ἐζήτησε διά τοῦ ἀντιπροσώπου του νά προΐσταται εἰς τήν Σύνοδο ὁ ἰδικός του τοποτηρητής. Οἱ Ὀρθόδοξοι, κατόπιν συσκέψεως μέ τόν Πατριάρχη, ἀπέρριψαν τό αἴτημά του, στηριζόμενοι εἰς τήν παράδοσι, ἡ ὁποία ὑπῆρχε κατά τίς προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους: «Ὕστερον δέ μαθών ὁ πάπας τήν πρός τήν σύνοδον πρεσβείαν τοῦ βασιλέως, καί εἰδώς ὅτι πρός καταστροφήν αὐτοῦ ἔσται, εἰ ἐπιδημήσει καί ἡ τῶν ἀνατολικῶν σύνοδος πρός τούς ἐν τῇ Βασιλείᾳ, εὐθύς στέλλει ἐνταῦθα μετά γραμμάτων τόν Κορώνης Χριστοφόρον καί συντίθεται πρός τό γενέσθαι ἐνταῦθα τήν σύνοδον. Εὑρέθη οὖν καί ὁ πατριάρχης καί πάντες σχεδόν πρόθυμοι πρός τοῦτο· καί ἐζήτησεν ὁ Χριστοφόρος, ἵνα ὁ ἐλευσόμενος λεγάτος καθίσῃ πρῶτος ἐν τῇ συνόδῳ, ἐπεί ὡς πρόσωπον ἔσται τοῦ πάπα καί τά δίκαια ἐκείνου ἤτοι τά πρωτεῖα ἔχειν ὀφείλει. Ἐγένετο οὖν σκέψις περί τούτου καί βουλή μετά τῶν ἀρχιερέων καί τῶν ἀρχόντων τῆς Ἐκκλησίας ἐνώπιον τοῦ πατριάρχου, καί εὗρον καί ἀπό τινων συνοδικῶν καί ἔδειξαν ὅπως οὐ δεῖ τοῦτο γενέσθαι· ποῦ γάρ ἐγχωρεῖ καθημένου τοῦ γνησίου πατριάρχου ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτοῦ Ἐκκλησίᾳ, ἑτέρου τοποτηρητήν ὑπερέχειν αὐτοῦ, ὅπου γε οὐδέ ἐν τῇ πέμπτῃ συνόδῳ γέγονε τοῦτο, παρόντος ἐνταῦθα καί τοῦ Βιγιλλίου πάπα σωματικῶς» (ὅπ. ἀν. ΙΙ, παρ. 24, σελ. 128). Ἐδῶ βλέπομε τήν ἀκρίβεια τῶν Ὀρθοδόξων καί εἰς τά ἐξωτερικά καί τυπικά σημεῖα τῆς μελετωμένης Συνόδου.





Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπίσης, εἶχον τήν συναίσθησι ὅτι, ἐφ’ ὅσον τελικά ἀποφασίσθηκε νά γίνη ἡ Σύνοδος στήν Ἰταλία, θά ἐπήγαιναν νά ὁμολογήσουν τήν ἀλήθεια εἰς τά τῆς πίστεως. Ἦταν ὅμως δυνατόν νά μήν γίνη ἀποδεκτή ἡ ὁμολογία των καί κατά συνέπεια δέν θά ἐγένετο ἡ ἕνωσις. Ἔπρεπε λοιπόν νά ἐξασφαλισθῆ εἰς τήν περίπτωσι αὐτή ἡ ἐπιστροφή των, καί αὐτό τό ἐζήτησαν γραπτῶς.





Ὁ Συρόπουλος περιγράφει τά γεγονότα ὡς ἑξῆς: «Τῇ δέ ὑστεραίᾳ συνήλθομεν ἐν τῇ σεβασμίᾳ μονῇ τοῦ Βάσσου, ἐχόντων τῶν συνοδικῶν καί γραμματικόν μεθ’ ἑαυτῶν ἐκ τοῦ Γαλατᾶ. Εἶπον οὖν ὀλίγους τινάς λόγους, καί εὐθύς ἐνεφάνισεν ὁ Χριστοφόρος ἔγγραφον οἰκειόχειρον διαλαμβάνον ἀρκούντως καί πεπλατυσμένως, ὅπως ἔχει πᾶσαν ἄδειαν καί ἔνδοσιν ἀπό τοῦ πάπα, ἵνα συνεργήσῃ καί αὐτός τοῖς συνοδικοῖς εἰς εἴ τι ἄν ἐθέλωσι, καί στέρξῃ καί αὐτός ὡς ἀπό τοῦ πάπα πᾶν, ὅπερ ἄν ποιήσωσιν. Ἤδη οὖν στέργει αὐτός πάντα τά παρ’ αὐτῶν πραττόμενα, καί στέρξει ταῦτα καί ὁ πάπας ἀναμφιβόλως, ὡς καί αὐτός πληροφορεῖ τοῦτο. Ἔδοξεν οὖν πᾶσιν ἰσχυρόν τε καί ἀρκετόν τό γράμμα, ὅπερ ὁ Χριστοφόρος ἔδωκεν. Οἱ δέ ἔλαβον μέν καί τοῦτο πλήν οὐκ ἠρκέσθησαν, ἀλλ’ εἶπον τῷ γραμματικῷ, ὅν ἔφερον, καί ἔγραψεν ἅπερ ἐκείνοις ἤρεσεν. Ἐπεί δέ εἴδομεν καί ἡμεῖς συμπεραινόμενα τά τοῦ δεκρέτου, ἐπετέθημεν ἐκείνοις περί τῆς ὑποστροφῆς, ἵνα δηλονότι προστεθῇ τό “Καί εἰ οὐ γένηται ἕνωσις, ἐπανασώσωσι τούς ἡμετέρους ἐνταῦθα μετά τῶν αὐτῶν κατέργων καί ἐξόδων”. Οἱ δέ πάλιν λόγοις μέν ἔλεγον τοῦτο, γράψαι δέ οὐκ ἤθελον, μόλις δέ ποτε εἶπον γράψαι καί δοῦναι ἡμῖν δι’ ἰδίου γράμματος· ἡμεῖς δέ οὐκ ἠθελήσαμεν τοῦτο, ἀλλ’ ἐζητήσαμεν γραφῆναι ἐν τῷ δεκρέτῳ· οἱ δέ οὐκ ἠθέλησαν» (ὅπ. ἀν. παρ. 47, σελ. 154).





Ἐδῶ κατανοοῦμε ὅτι, ἄν τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων ἦτο συμβιβαστικό, δέν θά ἔθετον θέμα μή πραγματοποιήσεως τῆς ἑνώσεως καί ὡς ἐκ τούτου τῶν κατά συνέπεια ἐπακολουθησάντων προβλημάτων.





Ἀλλά καί οἱ πολιτικοί ἄρχοντες φαίνεται ὅτι πρό τῆς ἀναχωρήσεως εἰς τήν Ἰταλία εἶχον αὐστηρῶς ὀρθόδοξον φρόνημα. Ὁ Συρόπουλος στήν ἴδια αὐτή σύναξι μέ τούς ἀντιπροσώπους τοῦ Πάπα ἀναφέρει σχετικά μέ τόν Κατακουζηνό τά ἑξῆς: «Καί εὐθύς λέγει ὁ Καντακουζηνός μετά σφοδροῦ τοῦ ζήλου πρός τόν Ἰωάννην· Σύ μέν λέγεις ὅτι ἔνθα ἀπεφήνατο ἡ σύνοδος ὑμῶν, ἥτις ἔνι μερική καί οὐδέ ἀξίωμα ἔχει ὡς πρός τάς οἰκουμενικάς Συνόδους, ὅτι οὐδείς ἔχει ἄδειαν προσθεῖναι μίαν κεραίαν· εἰς δέ τό ἅγιον σύμβολον, ὅπερ ἐβεβαίωσαν ἅπασαι αἱ οἰκουμενικαί σύνοδοι καί εἰς ὅ ἀπεφήναντο μήτε προσθεῖναι μήτε ἀφελεῖν, προσεθήκατε. Λοιπόν λέγω καί ἐγώ· Ἀνάθεμα τοῖς προστεθεικόσιν ἐν τῷ ἁγίῳ συμβόλῳ» (ὅπ. ἀν. παρ. 48, σελ. 156).





Πρέπει, ἐπίσης, νά σημειωθῆ ὅτι ὁ βασιλεύς, πρίν μεταβῆ στήν Ἰταλία, ὄχι μόνον ἐδείκνυε ὅτι ἔχει ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά καί διέταξε νά γίνουν προπαρασκευαστικές συνάξεις διά νά συζητήσουν οἱ Ὀρθόδοξοι τό πῶς θά ἀντιμετωπίσουν μέ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τούς Παπικούς: «Ἐν ὅσῳ δέ οἱ δηλωθέντες πρέσβεις ἀποδημοῦντες ἐτύγχανον, ὁ βασιλεύς σκοπόν ἔθετο συναθροῖσαι τούς ἐλλογίμους τῶν ἡμετέρων καί σκέψασθαι πόθεν ἄν εἴη ἁρμοδιώτερον ἄρξεσθαι τῶν πρός Λατίνους λόγων καί πῶς μέλλουσι προβαίνειν αἱ διαλέξεις. Ὥρισεν οὖν καί συνήχθησαν ὁ Ἐφέσου καί ὁ Ἡρακλείας, οἱ ἄρχοντες τῆς Ἐκκλησίας οἱ σταυροφόροι, πνευματικός ὁ κῦρ Γρηγόριος καί ἱερομόναχος κῦρ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός· παρῆν δέ καί ὁ βασιλεύς μετά τῶν μεσαζόντων καί διδασκάλου τοῦ Σχολαρίου καί τοῦ Κριτοπούλου. Ὥρισεν οὖν ὁ βασιλεύς, ὅτι· Ἐπεί ἐστείλαμεν πρέσβεις πρός οὕς εἴχομεν χρείαν ὥστε ἐπιδημῆσαι εἰς τήν σύνοδον, καί ἐκδεχόμεθα ἵνα μετ’ ἐκείνων καί ἡμεῖς ἀπέλθωμεν εἰς τήν Ἰταλίαν, εἰ ὁ Θεός εὐδοκήσοι, ἴσως μέν ὁ καιρός ἐκεῖνος καί τά πράγματα διδάξουσιν ἡμᾶς ἀκριβέστερον τότε πόθεν ἄν ἀρξώμεθα καί πῶς πρός Λατίνους διαλεξώμεθα· ἀλλ’ ἵνα μή πάντῃ ἀργοί τόν καιρόν ζημιώμεθα, ἔδοξέ μοι καλόν ἵνα καί ἀπό τοῦ νῦν σκεπτώμεθα περί τούτου καί προγυμναζώμεθα εἰς τά περί ὧν ἡ τοιαύτη ἀπαιτεῖ ὕλη. Ἤδη οὖν χάριν τούτου συνήχθητε καί εἰπάτω ἕκαστος τό δοκοῦν αὐτῷ.





»Εἶπεν οὖν πρῶτον ὁ Καντακουζηνός ὁ μεσάζων ὅτι· Ἐμοί δοκεῖ καλόν ἵνα ὁ ταχθησόμενος τούς πρός ἐκείνους ποιεῖσθαι λόγους εἴπῃ ἡμέρως καί φιλικῶς μετά τῆς προσηκούσης κατασκευῆς καί τιμῆς καί οἰκονομίας ὅτι τό αἴτιον τοῦ σχίσματος ἐγένετο ἀπό τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης. Διορθωθήτω γοῦν τό περί τούτου, καί οὕτω προχωρήσομεν καί εἰς τούς ἐφεξῆς λόγους. Εἶπον δέ καί οἱ ἄλλοι οἱ μέν τά αὐτά, οἱ δέ ἕτερα» (ὅπ. ἀν. παρ. 8, σελ. 168).





Ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, πατέρες, οἱ σημερινοί ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων στούς θεολογικούς διαλόγους, οὔτε κατά τό δή λεγόμενο στό «νυχάκι» δέν ὁμοιάζουν μέ τούς τότε ἐμπερίστατους Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι τελικῶς, πλήν τοῦ ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἐνικήθηκαν κατά κράτος. Αὐτούς λοιπόν, πού εἶχαν τὸ περιγραφέν φρόνημα, πρίν ἀπό τήν ἀναχώρησι στήν Ἰταλία, τούς ὀνομάζετε Λατινόφρονες. Κι ἂν αὐτοὺς θεωρεῖτε ὡς Λατινόφρονες, τότε τούς σημερινούς ἐκπροσώπους, πῶς θά τούς ὀνομάσετε; Καί πῶς θά ὀνομάσετε τούς Πατριάρχες καί Ἀρχιεπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἐν γνώσει των ἀποστέλλουν στούς διαλόγους τέτοιους ἐκπροσώπους; Καί γιατί τέλος πάντων, ἄν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα οἱ σημερινοί ἐκπρόσωποι, δέν ἀρχίζουν τήν συζήτησι ἀπό τό βασικό αἴτιο τοῦ σχίσματος, πού κατά κοινή ὁμολογία εἶναι τό Filioque; Δηλαδή, αἴρουμε τά ἀναθέματα, τούς ἀναγνωρίζομε τά μυστήρια, τούς θεωροῦμε «ἀδελφή ἐκκλησία», συμπροσευχόμεθα κλπ. μαζί των, χωρίς νά ἀρθῆ τό βασικό αἴτιο τοῦ σχίσματος, καί σεῖς, πατέρες τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, τούς μνημονεύετε αὐτούς τούς ἀπατεῶνες, ἐνῶ ὀνομάζετε Λατινόφρονες τούς πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς ἄρχοντες;





Ἐδῶ μᾶλλον πρέπει νά σταματήση ἡ λογική. Πάντως, ἐάν ἔχετε νά παρουσιάσετε στοιχεῖα (ἀπό ὀρθόδοξες βεβαίως πηγές) γιά τήν πίστι τῶν συνεπισκόπων τοῦ ἁγ. Μάρκου, μέ τούς ὁποίους αὐτός εἶχε πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, παρακαλῶ νά τό πράξετε γιά νά μᾶς διαφωτίσετε. Ἐγώ, ἀπό αὐτά πού σᾶς παρέθεσα καί ἄλλα παρόμοια πού παρέλειψα, δέν διακρίνω κάτι τό μεμπτό εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι. Πρέπει, ἐπίσης, νά σημειωθῆ ὅτι ὁ ἅγ. Μᾶρκος ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Ἐφέσου, λίγο πρίν τήν ἀναχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τήν Ἰταλία, διότι τότε ἀκριβῶς ἀπεβίωσε ὁ Ἐφέσου Ἰωάσαφ. Δι’ αὐτό καί στό παρατιθέμενο κείμενο ἀναφέρεται ἀπό τόν Συρόπουλο ὡς Ἱερομόναχος.





Δέν πρέπει –προκειμένου νά καταδείξωμε ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι, πρίν τό ταξίδι στήν Ἰταλία, εἶχαν ὀρθόδοξο καί ἀγωνιστικό φρόνημα– νά παραλείψωμε καὶ αὐτήν τήν παρέμβασι τοῦ Σχολαρίου εἰς αὐτήν τήν συζήτησι. Ὁ Σχολάριος ἀπευθυνόμενος στόν αὐτοκράτορα τοῦ λέγει ὅτι, ἄν ἤθελε νά γίνουν ὅλα σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά μεταβοῦν στήν Ἰταλία καί νά ἀγωνισθοῦν νά ἀποδείξουν τό ὀρθόδοξο δόγμα. Ἄν ὅμως, ἤθελε νά γίνη μία κατ’ οἰκονομίαν ἕνωσις (δηλαδή λόγῳ ἀνάγκης στρατιωτικῆς βοηθείας), τότε δέν ἐχρειάζετο νά γίνη ὅλη αὐτή ἡ διαδικασία, ἀλλά ἀρκοῦσαν τρεῖς ἤ τέσσαρες πρέσβεις πρός ἐκπλήρωσι τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ. Συνεφωνήθη τελικά, νά μεταβοῦν στήν Ἰταλία καί νά ἀγωνισθοῦν ὑπέρ τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, πρός τοῦτο δέ ἄρχισαν νά ἑτοιμάζωνται μελετώντας τόν Καβάσιλα καί συγκεντρώνοντας τά ἀπαραίτητα βιβλία:





«Τότε δή καί ὁ διδάσκαλος ὁ Σχολάριος λόγον ἀνέγνω συμβουλευτικόν, ὅν ἔφθασεν ἤδη ἐκμελετήσας, σοφῶς ἄγαν καί συνετῶς, ὅς καί ἐπῃνέθη παρά πάντων ὡς ἄριστα συγγεγραμμένος καί τά τῆς κρείττονος συμβουλῆς εἰσηγούμενος, ἐν ᾧ μετά τῶν ἄλλων τῶν πολλῶν τῶν σοφῶν τε καί γενναίων καί καλλίστων ἐπιχειρημάτων, διείληπτο καί τοῦτο τεῖνον εἰς τόν βασιλέα, ὡς· Εἰ μέν προϋπετέθη τό ἐξετασθῆναι τήν δόξαν κατά τό ἐγχωροῦν ἀκριβέστατα, καί πᾶν ὅπερ ἄν Θεοῦ διδόντος σαφῶς καί ἀριδήλως διά ρητῶν τῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων ἀποδειχθῇ καί ἀβιάστως ἀποφανθῇ συνοδικῶς, στερχθῇ τοῦτο παρά πάντων ἀνενδοιάστως παρ’ ἐκείνων τε καί παρ’ ἡμῶν, καί μηδεμία τις διαφορά καταλειφθῇ, οὕτω χρή καί τήν σύνοδον καλῶς συνελθεῖν καί πρός τήν Ἰταλίαν ἀφικέσθαι καί ἀγωνιστικῶς ἐξετάσαι καί ἀποδεῖξαι περί ὧν ἄν δεήσοι· εἰ δέ πρόκειται πρός οἰκονομίαν τινά χωρῆσαι ἑνωτικήν, περισσόν ἐστι τό καί τήν ἁγίαν βασιλείαν σου καί τόν ἅγιον τόν πατριάρχην καί τούς λοιπούς κόπους καί κινδύνους ὑποστῆναι καί ἐξόδους πλείστας ὑπέρ τούτου ἀναλωθῆναι μηδέν τι τῇ πατρίδι ἤ τῷ κοινῷ συμβαλούμενας· οἰκονομικήν γάρ ἕνωσιν δυνατόν ἐστι γενέσθαι καί διά πρέσβεων τριῶν ἤ τεσσάρων ἐκεῖσε παραγενομένων, καί τοῦτο ἴσως ἔσται καί τῇ πατρίδι λυσιτελέστερον.





»Ἤρεσεν οὖν πᾶσι σχεδόν καί ἡ τοιαύτη συμβουλή ὡς ἀρίστη. Ὅμως δέ μετά πολλούς λόγους τοιούτους ἔδοξε καλόν, ἵνα ἀναγινώσκηται τό βιβλίον τοῦ ἁγίου τοῦ Καβάσιλα, καί ἐξ ἐκείνου ἐκλέξωνται καί σκέπτωνται ἐν οἷς δεῖ. Ἀνεδέξαντο οὖν τόν τοιοῦτον ἀγῶνα ὁ ἱερομόναχος κῦρ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ὁ δηλωθείς Σχολάριος, καί συνήρχοντο ἐνώπιον τοῦ βασιλέως μετά καί ὀλίγων τινῶν ἐκ τῶν προειρημένων καί ἐσκέπτοντο καί ἐγύμναζον τά ζητήματα, καί περί συναγωγῆς βιβλίων ἐφρόντιζον, ὧν τά μή εὑρισκόμενα ἐνθάδε ἐκ τοῦ Ἁγίου Ὄρους εὑρεῖν ἤλπιζον. Διό καί ἔστειλαν ἐκεῖσε τόν ἡγούμενον τοῦ Καλέως ἱερομόναχον κῦρ Ἀθανάσιον, ἵνα προσκαλέσηται τούς κρείττονας τῶν ἐκεῖσε, φέρῃ δέ καί βιβλία ὅσα ἐζητοῦντο. Ὁ δέ βιβλίον μέν οὐ διεκόμισεν, ἔφερε δέ μόνον δύο ἱερομονάχους, Μωϋσῆν ἐκ τῆς Λαύρας καί Δωρόθεον ἐκ τοῦ Βατοπεδίου, ὡς δῆθεν τοποτηρητάς πάντων τῶν Ἁγιορειτῶν» (ὅπ. ἀν., σελ. 170).





Ἐπιπλέον, δέν πρέπει νά παραξενευτῆτε, πατέρες, ἄν σᾶς ἀναφέρω ὅτι αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι κλπ. μέ τούς ὁποίους πρίν τό ταξίδι εἰς τήν Ἰταλία ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά ὁ ἅγ. Μᾶρκος, εἶχαν ὄχι μόνον ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά καί μαρτυρικό. Διαβᾶστε λοιπόν τί λέγει ὁ Συρόπουλος περί τούτου: «Ἐν ἐκείναις δέ ταῖς ἡμέραις καθημένου τοῦ πατριάρχου καί τά πρός τήν ἀποδημίαν διεξιόντος, παρόντων καί ἐκ τῶν ἀρχιερέων τινῶν, πρός δέ καί ἡμῶν, καί πάντων δεινήν ἡγουμένων τήν μετά τῶν Λατίνων συνέλευσιν καί συζήτησιν καί δειλιώντων μή καί περί τήν ζωήν αὐτῶν τινες κινδυνεύσωσιν, ὁ πατριάρχης μηδεμίαν ἡμᾶς ἔχειν δειλίαν παρηγγυᾶτο· ἔλεγε γάρ πολύ θάρρος ἔχειν καί πληροφορίαν καί ἀπό γραμμάτων καί ἀπό λόγων τῶν ἐρχομένων ἐκεῖθεν, ὡς· Ἀπελθόντων ἡμῶν ἐκεῖσε σύν Θεῷ ὑποδέξονται πάντας μετά πολλῆς τιμῆς καί ἀγάπης καί μεγάλως θεραπεύσουσιν ἡμᾶς καί ἕξομεν πᾶσαν ἄδειαν καί ἐλευθερίαν λέγειν ἅπερ ἄν ἐθέλωμεν, καί ἀποδείξομεν τήν ἡμετέραν δόξαν τῇ τοῦ Χριστοῦ χάριτι καθαρωτάτην καί λαμπροτάτην, καί ὅσον εἰς τά περί τῆς δόξης διδάσκαλοι ἐκείνων φανήσονται οἱ ἡμέτεροι. Θαρρῶ δέ ὅτι καί πεισθήσονται καί στέρξουσι τήν ἡμετέραν δόξαν καί οὕτως ἑνωθησόμεθα. Πόσων οὖν ἀγαθῶν καί στεφάνων ἄξιοι ἐσόμεθα, εἰ τοσοῦτον ἀγαθόν δι’ ἡμῶν γένηται, συναιρομένου Θεοῦ;





»Εἰ δέ τό ἡμέτερον οὐ στέρξουσι, πάλιν ὑποστρέψομεν λαμπροί λαμπρῶς Θεοῦ χάριτι κηρύξαντες τήν ἀληθῆ δόξαν καί τήν ἡμῶν κρατύναντες Ἐκκλησίαν καί μηδέν τι τῆς ἀληθείας παρασαλεύσαντες. Εἰ δέ καί πρός βίαν χωρήσουσιν, ἡμεῖς μέν οὐδόλως τῆς πατρίου καί ὑγιοῦς ἡμῶν δόξης ἐκκλινοῦμεν κατά τι, κἄν βασάνους ἡμῖν ἐπαγάγωσιν, ἀλλά πάντ’ ἄν ὑποσταίημεν, ἤ παρασαλεῦσαί τι ὧν παρελάβομεν ἔκ τε τῶν Ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων, καί ἤ μαρτυρικῶς τελειωθησόμεθα, ἤ μάρτυρες ἐσόμεθα τῇ προαιρέσει· καί τί κρεῖττον ἔσται τοῦ γενέσθαι με ὡς τόν ἅγιον Γεώργιον, ἤ ὡς τόν ἅγιον Δημήτριον; ὁπότερον δ’ ἄν ἐκ τῶν τριῶν γένοιτο, μεγάλην δόξαν καί τιμήν καί σωτηρίαν ψυχικήν ἡμῖν προξενήσει. Διό λέγω ἵνα δῶμεν τήν πρός τό θεῖον ἔργον τοῦτο προαίρεσιν καί προθυμίαν ἡμῶν τῷ Θεῷ καί καταφρονήσωμεν καί κόπων καί κινδύνων ὑπέρ αὐτοῦ, κἀκεῖνος δώσει τήν ἔκβασιν τοῦ πράγματος ἐπί τῷ ἡμετέρῳ συμφέροντι. Ἀλλ’ ὅμως οἴδατε ὅτι ἐγώ ἤμην ὁ δυσχεραίνων ἀεί πλέον πάντων ἐπί τοῖς τοιούτοις, καί μηδόλως συντιθέμενος πρός τό ἀφικέσθαι ἐς Ἰταλίαν· νῦν δέ ὁρᾶτε πῶς παρέβλεψα πᾶσαν δυσχέρειαν καί δειλίαν, καί ἐγενόμην πρόθυμος εἰς αὐτό. Νομίζω οὖν εἶναι καί τοῦτο τοῦ Θεοῦ» (ὅπ. ἀν. παρ. 25, σελ. 186).





Ἀλλά καί εἰς τήν Φερράρα, κατ’ ἀρχάς, τήν ἴδια στάσι κράτησαν. Ἡ ἀρχική, μάλιστα, παρουσία τῆς ὀρθόδοξης ἀντιπροσωπείας μέ προεξάρχοντα τόν ἅγιο Μᾶρκο, ἦταν τόσον ὁμόφωνη καί δυναμική, ὥστε, κατά τόν ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Πάριο, οἱ παρευρισκόμενοι ἔγκριτοι Λατῖνοι, ἀλλά καί πολλοί δυτικοί μοναχοί, «”ὅταν ἄκουσαν τούς ὅρους (τῶν Οἰκουμ. Συνόδων) κι αὐτά πού ἔλεγε ὁ Ἐφέσου, ἔλεγαν ὅτι ἐμεῖς οὔτε εἴδαμε, οὔτε ἀκούσαμε ποτέ αὐτά..., καί τώρα βλέπουμε ὅτι οἱ γραικοί τά λένε πιό ὀρθά ἀπό μᾶς κι ὅλοι ἐθαύμαζαν τόν Ἐφέσου”. Αὐτά λέει ὁ Συρόπουλος» (Ἁγ. Ἀθανασίου Πάριου, «Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, [Ὁ Ἀντίπαπας], Ἐπιμέλεια Παπαδόπουλος Δημήτριος, ἐκδ. Δ. Π. Νέστωρ, Ἀθήνα, σελ. 79).





Αὐτοί λοιπόν, πατέρες, πού ξεκίνησαν μέ ἀγαθή προαίρεσι, τελικά, λόγῳ τῶν ἀδυναμιῶν καί παθῶν τους, ἔκαναν κατ’ οἰκονομίαν ἕνωσι. Οἱ σημερινοί Ἐπίσκοποι κλπ. πού ξεκινοῦν νά κάνουν μία ἕνωσι πού νά ἐξυπηρετῆ τίς ἀνάγκες τῆς Ν. Ἐποχῆς, ἀσφαλῶς θά κάνουν μία ἕνωσι, ἡ ὁποία θά ἐξυπηρετῆ τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου.





Μετά ἀπό αὐτά τά στοιχεῖα πού σᾶς ἀνέφερα, δέν δύναμαι, πατέρες, νά κατανοήσω, γιατί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἔπρεπε νά ἀποτειχισθῆ πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας, ἐπειδή δῆθεν οἱ Πατριάρχες καί οἱ Ἀρχιερεῖς ἦσαν Λατινόφρονες. Ὄχι μόνον δέν ἦσαν Λατινόφρονες, τουλάχιστον ἐξωτερικά, ἀλλά ἐπεδείκνυον καί αὐστηρῶς ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἀπορῶ λοιπόν, γιά τό πῶς ἐσεῖς τούς ἐβαπτίσατε Λατινόφρονες, ὥστε νά ἀποδείξετε τόν ἅγιο συνοδοιποροῦντα μέ αὐτούς μέχρι τῆς Συνόδου, καί συνεπῶς ἐσεῖς, νά θεωρῆτε τούς ἑαυτούς σας γνησίους ἀκολούθους του.

















Ἀλλὰ καὶ τὸ παρακάτω πού γράφετε, πατέρες, εἶναι προφανῶς λάθος:«ὅταν ὁ ἅγιος κατάλαβε ὅτι ὅλοι σχεδόν εἶχαν ἤδη προδώσει τήν πίστη καί ἦταν ἕτοιμοι νά ὑπογράψουν τήν ἐπαίσχυντη ἕνωση, δέν ἀποτειχίστηκε, ὅπως θά ἐνεργοῦσε ὁ π. Εὐθύμιος καί οἱ ὁμόφρονές του, ἀλλά ἐσιώπησε, δηλαδή ἐξακολουθοῦσε νά ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους. Ἑπομένως εἶναι πέρα γιά πέρα ἐσφαλμένο καί δέν ἔχει κανένα ἔρεισμα τό συμπέρασμα, πού βγάζει, ὅτι δῆθεν “ὁ Ἅγιος ἦτο κατ' οὐσίαν ἀποτειχισμένος ἀπό τήν Φλωρεντία, καθ' ἥν στιγμήν αὐτός ἤθελε νά παραμείνει στά ὅρια τῶν Πατέρων καί οἱ ὑπόλοιποι προτιμοῦσαν τόν συμβιβασμό καί τό βόλεμα”» (σελ. 214). Καὶ εἶναι λάθος, διότι ὁ ἅγιος διεπίστωσε, κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου, τήν ἀλλαγή τοῦ φρονήματος τῶν Ἀνατολικῶν καί τήν ταύτησί των μέ τόν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἤθελε πλέον ἀπροκάλυπτα νά ὁδηγήση τούς Ὀρθοδόξους σέ συμβιβαστική ἕνωσι. Ἄρα λοιπόν ἀποστασιοποιήθηκε ἀπό αὐτούς καί παρέμεινε «ἀλγῶν καί σιωπῶν». Πουθενά ἐν συνεχείᾳ δέν ἀναφέρεται ὅτι συλλειτούργησε μαζί των ἤ ἐπετέλεσε κάτι ἱερατικό. Ἁπλῶς παρέμεινε μαζί των, προκειμένου νά ἐπιστρέψη στήν Κων/πολι. Μάλιστα, ὅπως ἀναφέρει ὁ Συρόπουλος, ἐπειδή ὁ αὐτοκράτωρ τόν ἐκτιμοῦσε, τόν προστάτευσε, ὥστε νά μήν κακοποιηθῆ ἀπό τούς Παπικούς. Νομίζω ὅτι μέ τά σημερινά μέσα ἐπικοινωνίας καί συγκοινωνίας θά εἶχε ἀποχωρήσει πολύ πρίν τελειώσει ἡ Σύνοδος.





Ἡ ἀποστασιοποίησίς του ἀποδεικνύεται μέ εὐκρίνεια καί ἀπό τό γεγονός ὅτι δέν ὑπέγραψε τόν Ὅρο, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ἄν λοιπόν ἐσεῖς, πατέρες, νομίζετε ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί των πρέπει νά τήν ἀποδείξετε. Διότι ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία φαίνεται ἀπό κάποια ἐκκλησιαστική πράξι, μυστήριο κλπ. Ἐδῶ δηλαδή, ἰσχύει τό ρητό τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τό ὁποῖο ἀναφέρει καί ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος: «ὧν τό φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτοις καί τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν»(Ἰωσήφ Βρυέννιου, Τά Εὑρεθέντα, Τόμ. Β΄, σελ. 25 καὶ Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολή «Τοῖς τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι»). Δηλαδή ἡ κατά τό φρόνημα ἀποτείχισις ἀποτελεῖ τήν θεωρητική πλευρά της, ἐνῶ ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως μέ τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι τήν πρακτική.





Ἐν κατακλεῖδι πρέπει νά ἐπαναλάβωμε ὅτι ὁ ἅγ. Μᾶρκος ἀποτειχίσθηκε πρό συνοδικῆς κρίσεως, δηλαδή πρίν κριθοῦν καί καταδικασθοῦν οἱ Λατινόφρονες, ὅπως ἀκριβῶς ἐπιβάλλει ὁ ἐν λόγῳ Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.







(Συνεχίζεται)











Πηγή









ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ, ΙΖ΄.


















ΙΖ΄ Μέρος (Τελευταῖο)



(Ἡ ἀποτείχισις τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου, Ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, Ἐπίλογος)






Θά συνεχίσω παρακάμπτοντας τό μικρό κεφάλαιό σας «Τό Αὐτοκέφαλο τοῦ 1850» διότι στίς ἀναφορές σας αὐτές δέν ἔχετε κάτι οὐσιαστικό, στό ὁποῖο νά διαφωνῶ (ἐκτός ἄν μοῦ τό ἐπισημάνετε) καί θά ἀναφερθῶ ἐκτενέστερα στό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης «Ἡ ἀποτείχισις τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου».


Εἰς αὐτό τό κεφάλαιο, πατέρες, εἶναι ἀλήθεια ὅτι μοῦ ἀναγνωρίζετε κάποια καλά στοιχεῖα καί τρόπον τινά μοῦ δίδετε συγχαρητήρια, γράφοντας εὐθύς ἐξ’ ἀρχῆς: «Τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Παλαιοημερολιτῶν διαπραγματεύεται ἄριστα ὁ π. Εὐθύμιος, μέ πολλές μαρτυρίες ἀπό τούς Πατέρες καί τήν Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί δέν ἔχουμε νά ἐκφράσουμε καμμία ἀντίρρησι».


Ἐπειδή ὅμως, πρέπει νά εἴμεθα ἐπιφυλακτικοί καί μάλιστα στούς ἐπαίνους καί νά προσπαθοῦμε νά διακρίνωμε, ἄν ὑπάρχη κάποια σκοπιμότητα εἰς τά λεγόμενα καί γραφόμενα ἐπαινετικά σχόλια, ἔχω ἐπί τοῦ προκειμένου νά παρατηρήσω τά ἑξῆς:


Πῶς ἄραγε, πατέρες, νά συμβιβάσω τό γεγονός, ὅτι ἐσεῖς μέ ἐπαινεῖτε γιά τό ὅτι «διαπραγματεύομαι ἄριστα τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Παλαιοημερολογιτῶν», οἱ δέ Παλαιοημερολογίτες στήν κριτική των ἐπί τοῦ ἰδίου βιβλίου, ἀντιθέτως, μέ ἐπαινοῦν γιά τό ὅτι χειρίζομαι ἄριστα ὅλα τά ἄλλα θέματα πλήν τοῦ θέματος τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Παλαιοημερολογιτῶν; Αὐτοί συγκεκριμένα σέ κάποια κριτική των μελέτη γράφουν τά ἑξῆς:


«Τό βιβλίο αὐτό, ἄν καί δέν μᾶς εὑρίσκει ἀντιθέτους εἰς τήν κεντρικήν του ἰδέαν περί τῆς ἀποτειχίσεως δηλαδή ἀπό τούς ἐπισκόπους ὅπου κηρύττουν κακοδοξίας καί αἱρέσεις, ἀλλά μᾶλλον συνηγόρους, ἐν τούτοις περιέχει

πλεῖστα ἐπιλήψιμα στοιχεῖα ἱκανά νά βλάψουν ψυχικῶς τούς μή ἐντριβεῖς ἐπί τῶν θεμάτων αὐτῶν ἀναγνῶστας»· καί στόν ἐπίλογο τῆς ἰδίας κριτικῆς μελέτης ἀναφέρονται τά ἑξῆς: «Αὐτό πού προέχει σήμερον εἶναι ἡ συσπείρωσις τῶν ἐναπομεινασῶν ὑγειῶν δυνάμεων (μέ ἑνιαῖον γνήσιον Ὀρθόδοξον φρόνημα) καί ὄχι ἡ περαιτέρω διάσπασίς των, ἡ ὁποία ἐξυπηρετεῖ μόνον τούς ἀντικειμένους. Δυστυχῶς ὅμως τό νέον βιβλίον τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, παρά τάς καλάς του προθέσεις, νομίζομεν, ὅτι συντείνει ἔστω καί ἄθελά του πρός ὄφελος τῶν δευτέρων. Ὁ συγγραφεύς ἄν καί μέ τήν μέχρι τώρα στάσιν του δεικνύει, ὅτι διακατέχεται ὑπό θείου ζήλου, τόν ὁποῖον καί ἀπέδειξεν πολλάκις μέ ἔργα καί ὄχι μόνον μέ λόγια, ἐν τούτοις ἐμπίπτει εἰς ἐπιληψίμους δοξασίας, ἀντικειμένας πρός τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησιολογίαν» (Ἀπάντησις εἰς τό νέον βιβλίον τοῦ π. Εὐθ. Τρικαμηνᾶ περί τοῦ 15ουΚανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί περί ἡμερολογίου, ὑπό Ἰωσήφ Μοναχοῦ, Ἅγ. Ὄρος 2012).


Αὐτή ἡ κριτική μελέτη τοῦ ἁγιορείτου π. Ἰωσήφ ἀποτελεῖται ἀπό 35 σελ. μεγάλου μεγέθους καί ἀσχολεῖται ἀποκλειστικῶς καί μόνο μέ τήν ἀναίρεσι αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου γιά τό ὁποῖο ἐσεῖς, πατέρες, μοῦ ἀποδίδετε συγχαρητήρια.


Τό ἄσχημο καί λυπηρό γιά σᾶς, πατέρες, πιστεύω εἶναι τό ὅτι ὁ ἁγιορείτης π. Ἰωσήφ, πρός στήριξι τῶν ἀπόψεών του, ἐπικαλεῖται πλεῖστα ὅσα χωρία καί παραδείγματα, γιά τά ὁποῖα χρειάστηκε πρός ἀναίρεσί των νά ἀναφερθῶ σέ μία πολυσέλιδη μελέτη καί ἀπάντησί μου. Ἐσεῖς, ἀντιθέτως, πρός στήριξι τῶν θεωριῶν σας, δέν προσάγετε καμμία διδασκαλία τῶν Πατέρων ἤ ἁγιογραφικό χωρίο, ἀλλά στηρίζεσθε ἀποκλειστικῶς καί μόνο στόν ὀρθολογισμό. Ὡς ἐκ τούτου γίνεται φανερό ὅτι, οἱ μέν Παλαιοημερολογίτες χρησιμοποιοῦν ὀρθόδοξο μέθοδο στήν κριτική των, ἐνῶ ἐσεῖς αἱρετική.


Κάτι σημαντικό, ἐπίσης, πού διαφαίνεται ἀπό τίς δύο αὐτές ἀντιφατικές κριτικές μελέτες εἶναι τό ὅτι ὁ καθένας ἀπό τήν πλευρά του ἀποδέχεται αὐτό τό ὁποῖο τόν ἐξυπηρετεῖ εἰς τό βιβλίο, τό ὁποῖο κρίνει, καί ἀπορρίπτει ὅ,τι τόν ἐνοχοποιεῖ καί ἀποδεικνύει τήν λανθασμένη πορεία του. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ὅμως, ἡ κριτική μελέτη εἶναι ἐμπαθής καί κατευθυνόμενη, ἀποσκοπεῖ δέ εἰς τήν συγκάλυψι τῶν λαθῶν μας καί οὐδόλως συντείνει εἰς τήν ἀνίχνευσι τῆς ἀληθείας. Καί ἐγώ, βεβαίως, ἄν ἤθελα νά ἀντιμετωπίσω ἐμπαθῶς τά πράγματα, θά ἔπρεπε νά κρατήσω τά συγχαρητήρια τά ἰδικά σας, δι’ αὐτό τό κεφάλαιο τοῦ βιβλίου, καί τά συγχαρητήρια τῶν Παλαιοημερολογιτῶν δι’ ὅλα τά ἄλλα κεφάλαια, καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νά ἀποκομίζω ἐπαίνους δι’ ὅλο τό βιβλίο. Τό πρόβλημα, ὅμως, εἶναι ἡ προσαγωγή τῶν ἐπιχειρημάτων καί ἡ ἁγιογραφική καί πατερική στήριξι τῶν γραφομένων, τά ὁποῖα εἰς τήν ἰδική σας κριτική μελέτη παντελῶς ἀπουσιάζουν.


Ἔτσι ἀποδεικνύετε ὅτι, αὐτά πού γράφετε, τά ὑποστηρίζετε –πέραν τοῦ ὀρθολογισμοῦ– μέ παπικό τρόπο καί ἔχετε τήν ἀξίωσι νά γίνουν ἀποδεκτά. Ἀπορῶ ὅμως ἐν προκειμένῳ, πῶς ἐπιχειρήσατε νά κάνετε μία κριτική μελέτη χωρίς πρωτίστως νά ἔχετε τά ἀνάλογα ἐπιχειρήματα πρός στήριξί της, δηλαδή, κατά τό ἁγιογραφικόν, ξεκινήσατε νά κτίζετε μία οἰκία χωρίς νά ἔχετε τά πρός ἁπαρτισμό (Λουκ. 14, 28-30).


Ὁ ἔπαινος τέλος, τόν ὁποῖο εἰς τό κεφάλαιο αὐτό μοῦ ἀποδίδετε, σημαίνει ἴσως τό ὅτι ἐσεῖς, ἄν καί συμφωνεῖτε μέ τά γραφόμενά μου, ἐν τούτοις δέν δύνασθε νά τά ἰσχυρισθῆτε ἐνώπιον τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, διότι αὐτοί προφανῶς ἀμέσως θά σᾶς ὑπενθυμίσουν τήν κατάστασί σας, ὅτι δηλαδή εἴστε σέ πολύ χειρότερη κατάστασι, καθ’ ὅσον συντάσσεσθε καί ἀκολουθεῖτε τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς καί ἀναγνωρίζετε διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας ὅλες τίς ἐκτροπές καί αἱρέσεις των. Βλέπετε, πατέρες, ὅτι προκειμένου νά ἐλέγξετε κάτι καί νά τό κατακρίνετε, δέν χρειάζονται μόνο τά ἀνάλογα πατερικά ἤ ἁγιογραφικά χωρία, ἀλλά κυρίως καί πρωτίστως ἡ ἰδική σας τοποθέτησις καί ἀπομάκρυνσις ἀπό αὐτό τό ὁποῖο κατακρίνετε. Ἐσεῖς ὅμως, δέν ἔχετε τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά καί, κατά τό δή λεγόμενο, ἐπιχειρήσατε διά τῆς κριτικῆς αὐτῆς μελέτης, νά πατήσετε ξυπόλυτοι σέ ἀναμμένα κάρβουνα.


Πάντως καί σ’ αὐτό τό κεφάλαιο ἔχετε κάποια πράγματα νά μοῦ καταμαρτυρήσετε. Γράφετε συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Σέ ἕνα μόνο σημεῖο πιστεύουμε ὅτι ἀστοχεῖ. Ἰσχυρίζεται ὅτι: “Πάντως εἶναι προτιμότερο νά ἀνήκει κανείς σέ σχίσματα καί παρατάξεις (ἄν βεβαίως ἐντός αὐτῶν δέν ἐμφιλοχωροῦν αἱρετικές δοξασίες), παρά σέ αἱρετικούς Ἐπισκόπους, διότι σύμφωνα μέ τούς Πατέρες, ἡ αἵρεσις σέ χωρίζει ἀμέσως ἀπό τόν Θεό”» (σελ. 257-258). Θά προτιμοῦσε λοιπόν νά ἀνήκει στό σχίσμα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν; Διότι καί στό σχίσμα αὐτό δέν ἐμφιλοχώρησαν αἱρετικές δοξασίες, οἱ δέ ὀπαδοί του κρατοῦν ἀπαρασάλευτα ὅλα τά ὀρθόδοξα δόγματα ἀνόθευτα καί ἀκέραια. Ὡστόσο γνωρίζουμε ποιά ἦταν ἡ ὅλη πορεία καί ἐξέλιξίς των μέχρι σήμερα, τήν ὁποία ἐξέλιξη καί ὁ ἴδιος γνωρίζει, διότι τήν περιγράφει ἄριστα μέ ὅσα ἀναφέρει»· καί ἀπαριθμεῖτε ἐν συνεχείᾳ τά λάθη τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, μέ τήν ἀναφορά τῶν ὁποῖων νομίζετε ὅτι καλύπτετε τήν ἰδική σας ἐκτροπή ἐκ τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως.


Ἐδῶ, πατέρες, μέ τά γραφόμενά σας κάνετε πάλι τό ἴδιο λάθος, τό ὁποῖο σᾶς ἐπεσήμανα καί σέ ἄλλα σημεῖα τῆς μελέτης σας. Δηλαδή, ἀποδίδετε στόν π. Εὐθύμιο τίς κατηγορίες, τίς ὁποῖες ἔπρεπε νά προσάψετε στούς Ἁγίους. Ἐγώ ἀναφέρω ὅτι: «σύμφωνα μέ τούς Πατέρες ἡ αἵρεσις σέ χωρίζει ἀμέσως ἀπό τόν Θεό». Ἄν λοιπόν εἴχατε ἀντίρρησι εἰς αὐτό τό σημεῖο, θά ἔπρεπε νά μέ ρωτήσετε ποῦ τό ἀναφέρουν αὐτό οἱ Ἅγιοι, ἤ, ἄν ἐσεῖς ἐγνωρίζατε μία ἀντίθετη διδασκαλία τῶν Ἁγίων, θά ἔπρεπε νά τήν προσκομίσετε διά νά ἀποδείξετε τήν λανθασμένη μου ἐπιχειρηματολογία. Ἐπειδή προφανῶς γνωρίζετε ὅτι αὐτά διδάσκουν οἱ Ἅγιοι, καί μάλιστα εἶναι αὐστηρώτατοι εἰς αὐτό τό σημεῖο, ἀντιπαρέρχεσθε αὐτή τήν διδασκαλία των καί μέ ἐλέγχετε, ὡσάν ἐγώ δῆθεν νά ἔβγαλα αὐτό τό συμπέρασμα.


Θά προτιμοῦσα, ὅμως, πατέρες, καί θά τό ἐθεωροῦσα τίμιο καί εἰλικρινές ἐκ μέρους σας, ἄν σ’ αὐτά τά ὁποῖα διδάσκουν οἱ Ἅγιοι δέν συμφωνεῖτε, νά ἐλέγξετε τούς Ἁγίους γιά τά λάθη των, ἐμένα δέ νά μέ ἐλέγξετε, ἄν ἰσχυρίζωμαι κάτι ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού ἐδίδασκαν ἐκεῖνοι. Διότι δέν σᾶς τιμᾶ ὁ τρόπος αὐτός τῆς πολεμικῆς πού ἐπιλέξατε, ἐπειδή, προκειμένου νά δικαιολογήσετε τόν ἐφησυχασμό καί τό βόλεμά σας, τόν συμβιβασμό καί τήν συμπόρευσί σας μέ τήν αἵρεσι, καί προκειμένου νά μήν φανῆ ὅτι ἀντιστρατεύεσθε στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἀποδίδετε στόν π. Εὐθύμιο τίς κατηγορίες, ὡσάν ἐγώ δῆθεν νά ἐπενόησα καί ἐπέλεξα τόν δρόμο αὐτό τῆς ἀποτειχίσεως καί ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς, καί νά μήν ἀποτελῆ αὐτό τήν πατερική ὁδό καί τή διαχρονική διδασκαλία ἐν καιρῷ αἱρέσεως.


Ἑρμηνεύοντας, ἐν τέλει, τό συγκεκριμένο χωρίο τοῦ βιβλίου, τό ὁποῖο παρενοήσατε, ἐννοοῦσα ὅτι εἶναι προτιμώτερο νά ἀνήκη κανείς στό σχίσμα παρά στήν αἵρεσι, ἐπειδή ἡ αἵρεσις εἶναι τό μέγιστο τῶν κακῶν καί, κατά τό λόγιο, «τό μή χεῖρον βέλτιστον». Ἐσεῖς προφανῶς, ἐπειδή ἀνήκετε καί ἀκολουθεῖτε τήν αἵρεσι, καί μάλιστα τήν ἀκολουθεῖτε πρός ἀποφυγή σχίσματος, κατακρίνετε τό σχίσμα, στό ὁποῖο δέν ἀνήκετε, ἐνῶ ἀθωώνετε τήν αἵρεσι, τό μέγιστο δηλαδή τῶν κακῶν, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀνήκετε σ’ αὐτήν.


Μετά τήν ἀναφορά σας εἰς τά λάθη τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἐξάγετε τό ἑξῆς συμπέρασμα: «Τόσο ἡ αἵρεσις ὅσο καί τό σχίσμα ὁδηγοῦν ἐξ ἴσου στήν ἀπώλεια τῆς σωτηρίας, διότι καί στίς δύο καταστάσεις ἔχουμε ἔκπτωση ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας». Αὐτό, θά ἠδυνάμην νά εἴπω ὅτι εἶναι ἕνα ἀπό τά ἐλάχιστα σωστά σημεῖα τῆς κριτικῆς σας μελέτης, ἄν ἀφαιρούσατε τό «ἐξ ἴσου» καί ἐδίνατε τό προβάδισμα, πρός τήν ἀπώλεια, στήν αἵρεσι. Διότι, ἔτσι τά τοποθετοῦν οἱ Πατέρες καί, δι’ αὐτόν τόν λόγο, διδάσκουν τήν ἄμεσο καί ἐξ ἐνστίκτου ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες. Ἐάν πάλι τό «ἐξ ἴσου» σημαίνει ὅτι ἡ αἵρεσις καί τό σχίσμα ἀποτελοῦν δύο διαφορετικές ὁδούς ἀπωλείας, πάλι θά εἶναι σωστή ἡ ἐκτίμησις πού ἐκάνατε.


Ἐδῶ πάλι, ἔχομε νά παρατηρήσωμε στά γραφόμενά σας τά ἑξῆς: Ἐφ’ ὅσον καί ἡ αἵρεσις καί τό σχίσμα ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια, γιατί τά ἀντιμετωπίζετε στήν πράξι διαφορετικά καί φοβᾶσθε τόσο πολύ τό σχίσμα, ὥστε νά παραμένετε ἐνσωματωμένοι στήν αἵρεσι, δηλαδή στό μεγαλύτερο κακό ἤ, κατά τά λεγόμενά σας, στό «ἐξ ἴσου» κακό; Γιατί, ἐπίσης, γιά τό ἕνα, τό μεγαλύτερο κακό, χρειάζεται εἰδική διάγνωσι κατά τά ἰατρικά πρότυπα καί τίς ἰατρικές θεωρίες σας καί, ἐπίσης, χρειάζεται εἰδική συνοδική ὀνομαστική καταδίκη τῶν αἱρετικῶν (προκειμένου νά ἀπομακρυνθοῦν οἱ πιστοί ἀπό τήν ὁδό τῆς ἀπωλείας στήν ὁποία οἱ αἱρετικοί Ἐπίσκοποι τούς ὁδηγοῦν) καί γιά τό σχίσμα δέν χρειάζεται τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά; Διότι, στήν προκειμένη περίπτωσι, θά ἔπρεπε νά ὑπάρχη ἴδια ἀντιμετώπισι ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον πρόκειται γιά τήν ἀντιμετώπισι τοῦ ἰδίου ἤ παρομοίου κακοῦ.


Σύμφωνα λοιπόν μέ τίς θεωρίες σας, ἐφ’ ὅσον χρειάζεται ὀνομαστική συνοδική καταδίκη γιά νά ἀποκοποῦν οἱ αἱρετικοί ἀπό τήν Ἐκκλησία, χρειάζεται ἡ ἴδια συνοδική ἀπόφασις γιά νά ἀποκοποῦν καί οἱ σχισματικοί ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἄρα λοιπόν, ἐφ’ ὅσον οἱ Παλαιοημερολογίτες δέν ἔχουν συνοδικῶς ἀποκοπεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἶναι μέλη της καί δέν εἶναι σχισματικοί, ἤ εἶναι μέλη της, ἔστω καί ἄν εἶναι σχισματικοί, ὅπως οἱ Οἰκουμενιστές, γιά τούς ὁποίους ἰσχυρίζεσθε ὅτι εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω καί ἄν εἶναι αἱρετικοί.


Οἱ μέν Οἰκουμενιστές ἀποκόπηκαν ἀπό τήν ὀρθόδοξο πίστι, οἱ δέ Παλαιοημερολογίτες ἀποκόπηκαν ἀπό τόν ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο ἤ τήν ὀρθόδοξο Σύνοδο. Ἄν πάλι ἰσχυρισθῆτε ὅτι γιά μέν τούς αἱρετικούς χρειάζεται εἰδική Συνοδική ὀνομαστική καταδίκη γιά νά ἀποκοποῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ Σχισματικοί ἀποκόπτονται αὐτομάτως, πρέπει ὁπωσδήποτε νά τό ἀποδείξετε μέ τήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία καί, ἐπί πλέον, νά ἀξιολογήσετε, πῶς ἡ Ἐκκλησία γιά τό ἴδιο κακό χρησιμοποιεῖ δύο μέτρα καί δύο σταθμά.


Πάντως θεωρῶ, πατέρες, ὅτι οἱ θεωρίες σας αὐτές σᾶς ὁδηγοῦν σέ τραγικά λάθη καί ἀδιέξοδα καί σέ ἀνάλογες ἀντιφάσεις, ὥστε νά δίδετε τήν ἐντύπωσι ὅτι δημιουργεῖτε θεωρίες ἐκ τοῦ προχείρου, προκειμένου νά δικαιολογήσετε τήν στάσι σας καί κυρίως τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος.


Στή συνέχεια, πρός τό τέλος τοῦ κεφαλαίου, ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ἐάν ὁ π. Εὐθύμιος ἀποτειχίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐπειδή πιστεύει, ὅτι αὐτή ἔχει πέσει ἐξ ὁλοκλήρου στήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δέν βρίσκεται δέ ἐπίσης οὔτε στούς Παλαιοημερολογῖτες, τότε λοιπόν ποῦ βρίσκεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία; Διότι, δέν εἶναι δυνατόν νά χάθηκε, ἀφοῦ “πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς”. Ἄς κάνει τόν κόπο νά μᾶς τήν ὑποδείξει, γιά νά ξέρουμε κι ἐμεῖς».


Ἐδῶ, πατέρες, κάνετε κάποιο ἄλλου εἴδους μεγάλο λάθος. Ταυτίζετε τήν ἐξωτερική μορφή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑπάρχει ἐν καιρῷ εἰρήνης καί μή ὑπαρχούσης αἱρέσεως, μέ αὐτήν τήν μορφή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑπάρχει ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί, εἰδικά, ὅταν οἱ αἱρετικοί ἔχουν καταλάβει τίς θέσεις τῶν Ἐπισκόπων. Ζητεῖται λοιπόν νά προσδιορίσετε τό ποῦ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μέ βάσι τήν ὀρθόδοξο πίστι, ἀλλά μέ βάσι τά πρόσωπα, τά ὁποῖα κατέχουν τίς ἐπισκοπικές ἕδρες. Αὐτό ἀκριβῶς ἀποτελεῖ, ὡς θεωρία, τήν καρδιά τοῦ Παπισμοῦ. Στά παπικά ἔντυπα διαβάζουμε τίς θεωρίες αὐτές, ὅτι δηλαδή «εἶναι ἀσφάλεια νά εὑρίσκεσαι στό πλοῖο τοῦ ὁποίου κυβερνήτης εἶναι ὁ Πέτρος».


Στήν προκειμένη λοιπόν περίπτωσι τουλάχιστον θά ἔπρεπε νά μήν ἰσχυρίζεσθε ὅτι ὑπάρχει αἵρεσις καί «παναίρεσις». Διότι εἶναι παράλογο καί σχιζοφρενικό νά ἰσχυρίζεσθε ὅτι ὑπάρχει παναίρεσις καί νά τοποθετῆτε τήν Ἐκκλησία μεταξύ τῶν αἱρετικῶν. Ἐπειδή, ἄν ὑπάρχη αἵρεσις, ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά εὑρίσκεται ἐκτός τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν, διότι τότε μόνο «πύλαι Ἅιδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».


Ἐδῶ πρέπει νά ἐνθυμηθοῦμε τήν ἑρμηνεία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἰς τό χωρίο αὐτό, διά νά ἰδοῦμε πῶς οἱ Πατέρες κατενόησαν τίς πύλες αὐτές τοῦ Ἅιδου. Λέγει λοιπόν ὁ ὅσιος σέ ἐπιστολή του τά ἑξῆς: «ἑαυτούς ἀπέρρηξαν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ κορυφιακοῦ θρόνου, ἐν ᾧ Χριστός ἔθετο τάς κλεῖς τῆς πίστεως∙ ἧς οὐ κατίσχυσαν ἀπ’ αἰῶνος, οὐδ’ ἄν κατισχύσωσι μέχρι συντελείας πύλαι ᾃδου, τά τῶν αἱρετικῶν δηλαδή στόματα∙ ὡς ἡ τοῦ ἀψευδοῦς ὑπόσχεσις» (P.G. 99, 1281A).


Ἐπίσης, σέ ἄλλη του ἐπιστολή ὁ ὅσιος τοποθετεῖ ἀπερίφραστα καί μέ σαφήνεια τίς πύλες τοῦ Ἅιδου ἐκεῖ πού ὑπάρχει αἵρεσις, τήν δέ Ἐκκλησία ἐκεῖ πού διασώζεται ἡ ὀρθόδοξος πίστις: «Πολλοί τοίνυν καί ἄλλοι, ἐπειδή τό βούλεσθαι αὐτοῖς νόμος ἐστίν οὐ θεῖος, ἀλλ' ἀνθρώπινος καί κατηγορούμενος, δεδράκασι καί δράξουσι τυχόν ἕως τοῦ αἰῶνος. Ἀλλ' ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία μεμένηκεν ἀπήμαντος, κἄν πολλοῖς ἐβλήθη τοξεύμασι· καί πύλαι ᾅδου κατισχῦσαι αὐτῆς οὐ δεδύνηνται· οὐδέ παρά τούς κειμένους ὅρους καί νόμους πράττειν τι καί λέγειν ἀνέχεται· κἄν πολλοί πολλαχῶς ποιμένες ἠφρονεύσαντο· ἐπεί καί συνόδους συνεκρότησαν μεγάλας καί παμπληθεῖς καί Ἐκκλησίαν Θεοῦ ἑαυτούς ὠνομάκασι· καί ὑπέρ κανόνων ἐφρόντισαν τῷ δοκεῖν, κατά κανόνων τό ἀληθές κινούμενοι. Τί δή θαυμαστόν εἰ καί νῦν πέντε καί δέκα τυχόν ἐπίσκοποι συναχθέντες τόν ὑπό τῶν κανόνων καθῃρημένον κατά δύο αἰτίας, ἠθωώθησαν, λύσαντες τοῦ ἱερουργεῖν; Σύνοδος τοίνυν, δέσποτα, οὐ τό ἁπλῶς συνάγεσθαι ἱεράρχας τε καί ἱερεῖς, κἄν πολλοί ὦσι. Κρείσσων γάρ, φησί, εἷς ποιῶν τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἤ μύριοι παραβαίνοντες· ἀλλά τό ἐν ὀνόματι Κυρίου, ἐν τῇ εἰρήνῃ καί φυλακῇ τῶν κανόνων· καί τό δεσμεῖν καί λύειν οὐχ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ' ὡς δοκεῖ τῇ ἀληθείᾳ, καί τῷ κανόνι, καί τῷ γνώμονι τῆς ἀκριβείας. Ἤ δείξωσιν οἱ συνελθόντες τοῦτο πεποιηκότες· καί ἡμεῖς σύν αὐτοῖς· ἤ οὐ δεικνύουσιν, ἐκβαλέτωσαν τόν ἀνάξιον, ἵνα μή εἰς κατηγόρημα αὐτοῖς καί ταῖς μετέπειτα γενεαῖς παραδοθήσεται· Ὁ λόγος γάρ ὁ τοῦ Θεοῦ δεδέσθαι φύσιν οὐκ ἔχει· καί ἐξουσία τοῖς ἱεράρχαις ἐν οὐδενί δέδοται ἐπί πάσῃ παραβάσει κανόνος· ἤ μόνον στοιχεῖν τά δεδογμένα, καί ἕπεσθαι τοῖς προλαβοῦσιν» (P.G. 99, 985A).


Σύμφωνα λοιπόν μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων οἱ πύλες τοῦ Ἅιδου δέν κατισχύουν τῆς Ἐκκλησίας ἐπειδή ἀκριβῶς ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἡ Ἐκκλησία δέν εὑρίσκεται ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ αἵρεσις, ἀλλά διασώζεται ἐκεῖ ὅπου διαφυλάσσεται ἡ ὀρθόδοξος πίστις, ἔστω καί ἄν εἶναι ὀλίγοι ἤ καί ἐλάχιστοι αὐτοί πού παραμένουν σ’ αὐτήν. Ἐδῶ πρέπει νά διασαφισθεῖ ὅτι, αὐτοί οἱ ὀλίγοι ἤ οἱ ἐλάχιστοι, πρέπει νά εἶναι ἀπομακρυσμένοι ἐκκλησιολογικά ἀπό τούς αἱρετικούς, διότι σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου οἱ πύλες τοῦ Ἅιδου εἶναι τά στόματα τῶν αἱρετικῶν.


Ἐσεῖς, ἀντιθέτως, πατέρες, ἑρμηνεύετε τό ὡς ἄνω ἁγιογραφικό χωρίο καί τοποθετεῖτε τήν Ἐκκλησία μεταξύ τῶν αἱρετικῶν, δηλαδή ἐκεῖ πού οἱ πύλες τοῦ Ἅιδου θά κατισχύσουν αὐτῆς. Αὐτό προφανῶς εἶναι πλάνη καί αἵρεσις, ὄχι μόνον διότι παρερμηνεύετε ἠθελημένα καί βάσει τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τό ὡς ἄνω χωρίο, ἀλλά καί ἐπιπλέον, διότι εὑρίσκεσθε μέσα στήν αἵρεσι καί θέλετε, τρόπον τινά, διά τῆς αἱρετικῆς ἑρμηνείας νά καλύψετε τούς ἑαυτούς σας.


Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, ἐν καιρῷ αἱρέσεως, ὅπως προανεφέρθη, εὑρίσκεται ἐκεῖ ὅπου διασώζεται καί φυλάσσεται ἡ ὀρθόδοξος πίστις, ἔστω καί ἄν ὀλίγοι εἶναι αὐτοί πού τήν κατέχουν, ἔστω καί ἄν εἶναι ἀνεπίσκοποι. Αὐτό τό ἀναφέρει θαυμάσια πάλι ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὁμιλώντας σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Θεόφιλο γιά τήν ἀποτείχισι, λόγῳ τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως: «Διό ὑπομιμνήσκω, ὡς ἐλάχιστος ἀδελφός καί τέκνον μή σιγήσωμεν ἵνα μή κραυγή Σοδόμων γενώμεθα· μή φεισώμεθα τῶν κάτω ἵνα μή ἀπολέσωμεν τά ἄνω· μή θῶμεν σκάνδαλον τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, ἥτις ἐστί καί ἐν τρισίν ὀρθοδόξοις ὁριζομένη κατά τούς ἁγίους, ἵνα μή τῇ ἀποφάσει τοῦ Κυρίου καταδικασθῶμεν» (Φατ. 39, 114,76).


Ἀσφαλῶς, πατέρες, μέ τίς θεωρίες σας αὐτές δέν δύνασθε νά κατανοήσετε τό χωρίο αὐτό τοῦ ὁσίου, τό ὁποῖο ἄριστα ἐναρμονίζεται μέ τό ἁγιογραφικό ἀντίστοιχο (Ματθ. 18,20). Δέν τό κατανοεῖτε βεβαίως, διότι ταυτίζετε τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ Ἐκκλησία, μέ τήν ἐν καιρῷ εἰρήνης. Δι’ αὐτό προφανῶς ἀναζητᾶτε τήν Ἐκκλησία στά ἐξωτερικά σχήματα καί ὄχι ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει καί διασώζεται ἡ ὀρθόδοξος πίστις. Ἄν ὅμως, ἔτσι ἀναγνωρίζεται ἡ Ἐκκλησία ἐν καιρῷ αἱρέσεως, τότε ἄριστα ἔπραξαν καί οἱ Παλαιοημερολογίτες, οἱ ὁποῖοι ἐδημιούργησαν Συνόδους διά νά ἔχη ἡ Ἐκκλησία των τό γνώρισμα ἀπό τήν ἐξωτερική της μορφή.


Πάντως πρέπει, δευτερολογώντας νά μᾶς ἀναφέρετε, ἄν στά γνωρίσματα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ὀρθόδοξος πίστις καί ἄν δύναται νά ὑπάρχη Ἐκκλησία χωρίς αὐτήν, ὥστε νά διαπιστώσωμε ἄν σήμερα, στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία ἤ εὑρίσκεται κάπου ἀλλοῦ. Πρέπει ἐπίσης νά δώσετε κάποια ἑρμηνεία στά ἀνωτέρω χωρία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, καθώς καί στό ἁγιογραφικό (Ματθ. 18,20) ἤ θά ἀποφανθεῖτε ὅτι αὐτό ἀποτελεῖ τήν γνώμη ἑνός μεμονωμένου ἁγίου καί ἄρα ἀπορρίπτεται.


Ὅσον ἀφορᾶ τίς ὁσιακές μορφές, τίς ὁποῖες εἰς τό τέλος τοῦ κεφαλαίου ἀναφέρετε, νομίζω ὅτι θά γνωρίζετε ὅτι τέτοιες ὁσιακές μορφές, καί ἀκόμη περισσότερες, ἀναφέρονται καί ἀπό τούς Παλαιοημερολογίτες, προκειμένου καί αὐτοί νά ἀποδείξουν τό ἴδιο πρᾶγμα, ὅτι δηλαδή αὐτές οἱ ὁσιακές μορφές ἀποτειχίστηκαν καί ἄρα εἰς αὐτούς διασώζεται ἡ Ἐκκλησία.


Ὁ π. Νικόλαος Δημαρᾶς, ὁ ὁποῖος ἀνήκει εἰς τήν Σύνοδο τῶν Παλαιοημερολογιτῶν τοῦ ἀπελθόντος Χρυσοστόμου Κιούση καί νῦν Καλλινίκου, στό περιοδικό του «Ἅγιοι Κολλυβᾶδες» τοῦ Φθινοπώρου τοῦ 2011, ἀναφέρει τά ἑξῆς ἐπί τοῦ θέματος τούτου στή σελ. 29: «Εἴμαστε ἡ συνέχεια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν Ἑλλάδα! Αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τήν πορεία μας στόν χρόνο, καθώς ἕλκουμε τήν καταγωγή καί τήν συνέχειά μας ἀπό τόν Ἅγιο πρώην Φλωρίνης καί τήν διακοινωνία μας μέ τήν Σύνοδο τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, πού ἦταν ἡ συνέχεια τῆς Γνήσιας Ἐκκλησίας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας, τῆς Ἐκκλησίας δηλ. τῶν Ἁγίων Φιλαρέτου καί Ἰωάννου Μαξίμοβιτς, καθώς καί τοῦ ἀπείρου πλήθους τῶν Ἁγίων Πατέρων, πραγματικά Ὁσίων καί σημειοφόρων ἀνδρῶν, ὅπως ὁ Γέροντας Ἱερώνυμος ἐν Αἰγίνῃ, ὁ π. Ἰωάννης Βαξεβανόπουλος τῆς Ἀμφιάλης, ὁ π. Ἀθανάσιος καί ὁ π. Εὐθύμιος, προηγούμενοι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου, ὁ π. Ἰωακείμ στόν Ἅγιο Νεῖλο, ὁ π. Μόδεστος στήν Κερασιά, ὁ π. Εὐγένιος Λεμονῆς, ὁ Καλλίνικος ὁ Ἡσυχαστής, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ρουμάνος ὁ Χοζεβίτης, καί πλῆθος ἄλλοι, πού ἀνέδειξε ἡ Ἐκκλησία μας, πολλούς ἀπό τούς ὁποίους γνώρισα καί προσωπικά».


Τί γίνεται λοιπόν, πατέρες, πού καί ἐδῶ καί ἐκεῖ διακηρύσσεται ὅτι ὑπάρχουν χαρισματοῦχοι γέροντες; Ἡ εὔκολη βεβαίως λύσις εἶναι νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι αὐτοί τῶν Παλαιοημερολογιτῶν εἶναι ψεύτικοι καί ἐκτός Ἐκκλησίας καί οἱ δικοί μας οἱ ἀληθινοί. Αὐτό ὅμως, κατά κόρον μάλιστα, τό διδάσκουν ἐκ τοῦ ἀντιθέτου καί ἐκεῖνοι. Θά γνωρίζετε ἀσφαλῶς, πέραν τῶν ἄλλων ὅτι, οἱ Παλαιοημερολογίτες κάποιους ἀπό τούς χαρισματούχους γέροντες πού ἀναφέρατε, τούς κατηγοροῦν γιά σοβαρά ἐλαττώματα στήν πίστι (π.χ. τόν π. Σωφρόνιο γιά αἵρεσι, μετάδοσι Θ. Κοινωνίας στούς αἱρετικούς, μικτό μοναστήρι κλπ., τόν π. Πορφύριο γιά συμμετοχή σέ ἀποκρυφισμό, ἀνατολικές θρησκεῖες κ.ἄ.) καί ὅλους μαζί γιά συμμετοχή στόν Οἰκουμενισμό διά τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων.


Δέν πρέπει νά σᾶς διαφεύγη, ἐπίσης, τῆς προσοχῆς ὅτι καί οἱ Παπικοί μετά τό σχίσμα, προκειμένου καί αὐτοί νά ἀποδείξουν τό ἴδιο πρᾶγμα, παρουσιάζουν ἁγίους, ὅπως τόν Φραγκίσκο τῆς Ἀσσίζης, τήν Κλάρα, τόν Ἀντώνιο τῆς Παδούης, τήν Τερέζα, τόν Στέπινατς κ.ἄ.


Πάντως ἐν κατακλεῖδι, δέν ἀποκτᾶ τό παράνομο καμμία νομιμότητα, ἔστω καί ἄν αὐτό τό ἀκολούθησαν γιά κάποιους λόγους κάποιες ὁσιακές μορφές∙ ἁπλῶς μειώνουμε τίς ὁσιακές μορφές, οἱ ὁποῖες στό σημεῖο αὐτό παρανόμησαν.










Ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων


ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα






Τό τελευταῖο κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης μέ τό ὁποῖο θά ἀσχοληθῶ εἶναι: «Ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα». Εἰς αὐτό θά προσπαθήσω νά ἀναιρέσω τήν γραμμή καί ἐπιχειρηματολογία σας, ἡ ὁποία εἶναι βεβαίως ἡ ἴδια καί ἀπαράλλακτη μέ τά ὑπόλοιπα κεφάλαια τῆς μελέτης σας. Μετά τό κεφάλαιο αὐτό, καί συγκεκριμένα στήν σελ. 57, ἔχετε τό κεφάλαιο, τό ὁποῖο ἐπιγράφεται: «Γενικά Συμπεράσματα». Εἰς αὐτό ἀναμασᾶτε, πατέρες, ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἰσχυρισθήκατε στά προηγούμενο κεφάλαια καί, βεβαίως, συνοψίζετε τά ἴδια συμπεράσματα, τά ὁποῖα εἴχατε ἐκφράσει προηγουμένως.


Παραδόξως, δέν ἀσχολεῖσθε μέ τό Δ’ Μέρος τοῦ βιβλίου τό ὁποῖο σχολιάζετε καί πού ἐπιγράφεται: «Ἡ σύγχρονος ἐκκλησιαστική κατάστασις ἐν σχέσῃ μέ τόν 15ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου». Τό Δ΄ Μέρος ἕπεται τοῦ πέμπτου κεφαλαίου (τοῦ Γ΄ Μέρους τοῦ βιβλίου) τό ὁποῖο ἐπιγράφεται: «Ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα». Τό Δ΄ Μέρος καταλαμβάνει τριάντα ἑπτά (37) σελίδες, ἐνῶ αὐτό τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Ἁγιορειτῶν ἀπό τόν Ἀθηναγόρα καταλαμβάνει μόνο δέκα πέντε (15) σελίδες. Θεωρεῖται δέ ἐκ τῶν πραγμάτων πολύ σημαντικό, διότι ὁμιλεῖ διά τήν σύγχρονο πραγματικότητα καί μάλιστα ἀναλύει καί ἀντικρούει τά ἐπιχειρήματα τῶν συγχρόνων Ἀντιοικουμενιστῶν. Μεταξύ αὐτῶν ἀναφέρεται καί τό ἐπιχείρημα περί τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας (κεφάλαιο γ΄, σελ. 287), μέ τίτλο: «Ἡ ἄποψις τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου». Ἡ ἀναίρεσις αὐτοῦ μόνο τοῦ ἐπιχειρήματος καταλαμβάνει δέκα τρεῖς περίπου σελίδες (ἀπό 287–299).


Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ὑπερασπίζεσθε μέ τόσο πάθος καί ἐμμονή αὐτήν τήν θεωρία, θά ἔπρεπε νομίζω νά ἀσχοληθῆτε καί μέ αὐτό τό κεφάλαιο καί, μάλιστα, νά ἀναιρέσετε λεπτομερῶς τά ἐπιχειρήματά του. Εἶναι δηλαδή, ὡσάν νά προσπαθῆτε νά καταρρίψετε μία θεωρία καί, ὅταν φθάσετε στήν οὐσία της, στήν θεωρητική της τοποθέτησι, στά ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα πρέπει νά ἀντικρούσετε γιά νά τήν ἀνατρέψετε καί, κυρίως, νά προβάλλετε ἐσεῖς ὡς ἀντίθεσι τίς εὐεργετικές συνέπειες τῆς θεωρίας σας καί τήν ὀρθόδοξο ὁδό ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσουμε, ἤ στὸ σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ ἀποδείξετε τό πόσο βοηθᾶ καί συντείνει στήν καταπολέμησι τῆς αἱρέσεως, τότε λέγω, προσπερνᾶτε διά τῆς τελείας σιωπῆς καί ἀδιαφορίας, αὐτό τό ὁποῖο θά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσετε διὰ πολλῶν ἐπιχειρήματων καί μέ πάθος· προσπερνᾶτε ἀκριβῶς τὸ κρίσιμο ἐκεῖνο σημεῖο, στὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ ἐπιμείνετε περισσότερο γιὰ νά ἀποδείξετε διά πειστικῶν ἐπιχειρημάτων τήν ἀλήθεια τῶν λόγων σας.


Ὅλα αὐτά νομίζω, πατέρες, σᾶς καταλογίζουν μία σκοπιμότητα καί ἀποδεικνύουν ὅτι ἀσχοληθήκατε μέ τό θέμα ἁπλῶς γιά νά εἰπῆτε κάτι ἤ σᾶς ἔβαλαν ἄλλοι νά τό κάνετε αὐτό. Καί δι’ αὐτό σχολιάζετε τό βιβλίο ἐπιλεκτικά καί στά σημεῖα, τά ὁποῖα νομίζετε ὅτι δύνασθε νά φανῆτε πειστικοί. Ὅλα δέ τά ὑπόλοιπα τά ἀντιπαρέρχεσθε διά τῆς σιωπῆς, ὅπως σᾶς ὑπέδειξα καί διά τό κεφάλαιο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί τήν τότε ἀποτείχισι τῶν Ὀρθοδόξων, καί ὅπως ἀντιμετωπίσατε, ἐπίσης, ἀσχολίαστα τόσα πατερικά χωρία, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν διά τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες. Τό ἴδιο λοιπόν ἐπράξατε καί εἰς τό παρόν κεφάλαιο, τό ὁποῖο ἀποδεικνύει τήν ἀδυναμία σας εἰς τό νά ἀντιμετωπίσετε κατά πρόσωπο, καί μέ ὀρθόδοξο ἐπιχειρηματολογία, αὐτό τό ὁποῖο ὑποστηρίζετε ἤ νά ἀναιρέσετε αὐτά τά ὁποῖα τό καταρρίπτουν. Ἴσως ὅμως ἐπανέλθετε δευτερολογώντας γιά νά διορθώσετε τίς ἐλλείψεις τῆς πρώτης κριτικῆς σας μελέτης.


Ἐπανερχόμενος ἐν συνεχείᾳ εἰς τό τελευταῖο κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης, πρίν τά γενικά συμπεράσματα, δηλαδή εἰς τήν ἀποτείχισι τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπί Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ἔχω νά ἀναφέρω τά ἀκόλουθα.


Γράφετε συγκεκριμένα στήν ἀρχή τοῦ κεφαλαίου, προσπαθώντας, προφανῶς, νά τοποθετήσετε ἀλλοῦ τό ζήτημα καί νά ἀποδείξετε ὅτι ἡ ἐν λόγῳ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν ἔγινε ἀπό λάθος ἐκτίμησι τῶν γεγονότων, τά κάτωθι: «Σχετικά μέ τήν ἀποτείχισι αὐτή ἐπισημαίνουμε τά ἑξῆς: Ἡ διαφορετική στάσις καί τοποθέτησις τῶν Ἁγιορειτικῶν Μονῶν εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου ὀφείλεται, κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, στόν διαφορετικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐξετίμησαν τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1965. Οἱ μέν πρῶτες, πού ἀποτειχίστηκαν, εἶδαν στήν ἄρση αὐτή τήν ἕνωση Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, παρά τίς ὑπάρχουσες δογματικές διαφορές. Ἐθεώρησαν, δηλαδή, ὅτι καί στήν προκειμένη περίπτωση παραγματοποιήθηκε κάτι ἀνάλογο μέ τίς ψευδοενώσεις τῆς Λυών τό 1274 ἤ τήν ψευδοένωση τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας τό 1438-9. Ὁπότε ὡς ἄλλοι Ὁσιομάρτυρες ἐπί Βέκκου ἤ ὡς ἄλλοι Μᾶρκοι Εὐγενικοί ὕψωσαν τά λάβαρα τοῦ ἀγῶνος, ἄν καί ὄχι ἐπιτυχῶς, διότι τούς ἔλειπε τό μαρτυρικό φρόνημα, πού εἶχαν οἱ προαναφερθέντες. Ἔτσι ἔσβησε ὁ ἀγῶνας τους ἄδοξα καί ταπεινωτικά, ὅπως σπάει μία σαπουνόφουσκα».


Ἐδῶ, πατέρες, παρουσιάζετε τούς Ἁγιορεῖτες ὡσάν νά μήν ἔχουν γνῶσι τῶν πραγμάτων καί νά ἐπλανήθησαν, ἐπειδή ἐνόμισαν ὅτι, διά τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων, ἔγινε ἕνωσις Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ.


Ἀπό τά κείμενα ὅμως τῶν μονῶν, οἱ ὁποῖες ἀποτειχίστηκαν, φαίνεται καθαρά ὅτι ὄχι μόνο κάτι τέτοιο δέν ἀναφέρεται, ἀλλά ἀπεναντίας ἑστιάζεται τό θέμα στό πρόσωπο τοῦ Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος εἶχε αἱρετικά φρονήματα καί τά διεκήρυττε δημοσίως καί εὐθαρσῶς. Δηλαδή οἱ Ἁγιορεῖτες ἀποτειχίστηκαν, ὄχι διότι ἔγινε ἕνωσις τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τόν Παπισμό, ἀλλά διότι εἶχαν ὡς Ἐπίσκοπό των ἕναν αἱρετικό ἀπό τόν ὁποῖο ἔπρεπε νά ἀπομακρυνθοῦν, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Ἄρα λοιπόν, ὅλος ὁ συλλογισμός σας εἶναι λάθος καί, προφανῶς, ἔγινε γιά νά δικαιολογηθῆ ἡ ἀποτείχισις μέ βάσι τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καί κατ’ οὐσίαν νά θεωρηθῆ παράνομος.


Πῶς ἄλλωστε θά ἦτο δυνατόν νά πλανηθῆ ὁ περισσότερος πληθυσμός τοῦ Ἁγ. Ὄρους (ὀκτώ μονές, ὅλες οἱ σκῆτες καί τά κελιά) καί ἡ ἱερά Κοινότης νά θεωρήση νόμιμη τήν ἀποτείχισι καί νά ἀποφανθῆ συλλογικῶς ὅτι:


«Διαμνημόνευσις Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Ἡ ἔκτακτος Δ. Ι. Σύναξις ἀναφέρεται εἰς τήν ἀκόλουθον ἀπόφασιν αὐτῆς, ὑπό τήν ἔννοιαν ὅτι ἑκάστη Ἱερά Μονή ἔχει τήν ἀπόλυτον ἐλευθερίαν ὅπως ἐνεργῇ ἐν προκειμένῳ κατά τήν ἑαυτῆς κρίσιν καί συνείδησιν. “Συνεδρία ΞΘ΄. Τακτική 17-11-70 ἡμέρα Δευτέρα. Συνελθούσης τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Κοινότητος ἐν ἀπαρτίᾳ... μεθ’ ὅ ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἱερά Κοινότης, ἀναγινώσκει τά γράμματα τῶν Ἱερῶν Μονῶν τά ἀπαντητικά εἰς τήν ὑπ’ ἀριθμ. 139/5-9-70 ἐγκύκλια αὐτῆς, ὧν τά στοιχεῖα ἔχουσιν ὡς ἀκολούθως...


»Μετ’ ἐμπεριστατωμένην συζήτησιν διαπιστοῦται ὅτι τό περιεχόμενον τῶν γραμμάτων τῶν Ἱερῶν Μονῶν, συμφωνεῖ μέ τάς ἐκτεθεῖσας γνώμας τῶν Πανοσιολ. Πληρεξουσίων αὐτῶν καί τήν δυνάμει αὐτῶν ληφθεῖσαν ἀπόφασιν κατά τήν ΜΓ΄./23-9-69 Συνεδρίας τῆς Ε.Δ.Ι. Συνάξεως, ἥτις καί καταχωρεῖται ὡς ἀκολούθως ὡς καί ἀπόφασις σημερινή τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Κοινότητος. Κατά τά ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, ὑπό πάντων τῶν Πανοσιολ. Πληρεξουσίων Ἀντιπροσώπων διαπιστοῦται ἡ ἐμμονή τῶν πλείστων Ἱερῶν Μονῶν, εἰς τήν περί μνημοσύνου τοῦ Σεπτοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ὡς τοῦ οἰκείου ἡμῶν ἐπισκόπου ὑποχρέωσιν κατά τήν Νομοκανονικήν τάξιν. Καί παρά πάντων ἐκφράζεται ἡ εὐχή ὅπως εἰς ὁλόκληρον τό Ἁγιώνυμον ἡμῶν Ὄρος ἐπανέλθη συντόμως, θείᾳ συνάρσει, ἡ Κανονική Τάξις, αἰρομένων τῶν ὡς μή ὤφειλε δημιουργηθέντων αἰτίων τῆς παρούσης πνευματικῆς ἀντιθέσεωςκαί παρά πάντων τῶν Μοναστῶν Αὐτοῦ ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ ὑμνεῖται τό Πανάγιον Ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί ἔχομεν διά τῆς Ἐκκλησίας, βεβαίαν τήν σωτηρίαν ἡμῶν ἅπαντες, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, διά πρεσβειῶν τῆς Παναχράντου Αὐτοῦ Μητρός, τῆς Ἐφόρου καί Προστάτιδος τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου καί τῶν Ὁσίων Πατέρων ἡμῶν».


Ἐδῶ δηλώνει ἡ ἱερά Κοινότης ὅτι ὑπάρχει πρόβλημα ὡς πρός τήν Ὀρθοδοξία τοῦ Πατριάρχου, τό ὁποῖο πρέπει νά ἀρθῆ διά νά ἀποκατασταθῆ ἡ τάξις. Δέν ἀναφέρει, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, τίποτε περί ἑνώσεως μέ τόν Παπισμό. Ἐπίσης, οἱ ἀποτειχισμένες μονές ἐζήτησαν ἀπό τόν διάδοχο τοῦ Ἀθηναγόρα Δημήτριο, νά ἀλλάξη γραμμή καί νά ἀποκηρύξη τήν οἰκουμενιστική στάσι τοῦ προκατόχου του καί οὐδέν ἀνάφεραν περί ἑνώσεως μέ τόν Παπισμό. Χαρακτηριστική ἐν προκειμένῳ εἶναι ἡ ἀπάντησις τῆς μονῆς Γρηγορίου: «Δυστυχῶς οὐσιαστικῶς δέν ἤρθησαν οἱ λόγοι οὐδέ αἱ ἐπιφυλάξεις πού ἐπέβαλον, τήν διακοπήν τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριαρχικοῦ ὀνόματος, δεδομένου ὅτι ὁ νέος Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὄχι μόνον δέν ἐφάνη συντηρητικώτερος τοῦ Προκατόχου Του, ἀλλά τοὐναντίον ὑπερθεματίζει τούτου διά τήν Οἰκουμενικήν κίνησιν... Κατόπιν ὅλων τούτων, ἡ Ἱερά ἡμῶν Μονή θά συνεχίσῃ τήν ἀκολουθητέαν Αὐτῆς γραμμήν κατ’ ἐφαρμογήν τῆς προρρηθείσης ἀποφάσεως τῆς Ἐκτάκτου Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως».


Ἐδῶ ἀναφέρεται, ὡς αἰτία διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τῆς μονῆς Γρηγορίου ἀπό τόν Ἀθηναγόρα καί τόν Δημήτριο, ὁ Οἰκουμενισμός (ἡ Οἰκουμενική κίνησις) καί ὄχι, ὅπως ἐσεῖς, πατέρες, ἰσχυρίζεσθε ἡ ἕνωσις μέ τόν Παπισμό.


Παραδόξως καί ἐδῶ, ἀποσιωπεῖτε καί ἀντιπαρέρχεσθε τά βασικά γεγονότα, τά ὁποῖα ὡδήγησαν στήν ἐπαναφορά τῆς μνημονεύσεως τῶν ἱερῶν μονῶν ἀπό τόν Πατριάρχη Δημήτριο. Αὐτά τά γεγονότα ἦσαν οἱ ἀπειλές, οἱ τιμωρίες, οἱ καθαιρέσεις καί οἱ ἐξορίες πού μετεχειρίσθη ὁ Δημήτριος, προκειμένου νά ὑποτάξη κάτω ἀπό τήν μπότα του τίς ἱερές μονές.


Ἀποσιωπεῖτε ἐπίσης, πατέρες, τό ὅτι ἔπρεπε εἰς τό ἑξῆς οἱ νέοι ἡγούμενοι νά δηλώνουν ὑποταγή ἰσόβιο στόν Πατριάρχη, προκειμένου νά ἐγκαθίστανται ὡς ἡγούμενοι σέ κάποια ἁγιορείτικη μονή. Ἀποσιωπεῖτε ἀκόμη τήν αἰσχρή μέθοδο τῶν μονῶν νά μήν δίδουν πλέον κελιά σέ μοναχούς, ἄν δέν ἐδήλωναν ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι θά μνημονεύουν ἐσαεί τό σεπτόν ὄνομα τοῦ Πατριάρχου. Αὐτό ἔγινε, ὅπως ὁμολογεῖται, κατόπιν ὑποδείξεως καί ἀπαιτήσεως τοῦ Πατριάρχου.


Κατόπιν ὅλων τούτων νομίζω, πατέρες, ὅτι μέ τήν σιωπή σας δέν συντάσσεσθε ἁπλῶς μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, οὔτε μόνο μέ τή συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως, ἀλλά συντάσσεσθε κυρίως μέ τόν τρόπο ἐπιβολῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἰς ὅσους ἀντιδροῦν. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο παίζετε κατά τό κοινῶς λεγόμενο σέ διπλό ταμπλώ. Ἀφ’ ἑνός μέν κάνετε προσποιητά ὅτι εἶστε ἀντιοικουμενιστές, ὅτι πολεμᾶτε τήν αἵρεσι (ἔστω μέ τόν χαρτοπόλεμο) κι ἀπό τήν ἄλλη συντάσσεσθε καί εὐλογεῖτε τά ἔργα τῶν Οἰκουμενιστῶν καί, μάλιστα, ὅσον ἀφορᾶ στήν καταστολή τῶν ἀντιδράσεων γιά τήν προώθησι τῆς αἱρέσεως. Ἐγώ προσωπικά θά ἐντρεπόμουν, ὄχι νά ἀνήκω σέ αἱρετικούς, ἀλλά νά καλύπτω τά ἔργα των, προκειμένου νά ἀποδείξω ἀληθινές τίς θεωρίες μου. Ἴσως αὐτή εἶναι ἡ γραμμή τοῦ Μητροπολίτου σας, προκειμένου νά σταθῆτε στήν Μητρόπολι μέ τά ἀξιώματά σας καί νά εἶστε κάτω ἀπό τήν εὔνοια καί προστασία του.


Τελικῶς, εἰς τό κεφάλαιο αὐτό ἀναλύετε καί περιγράφετε τήν γραμμή, ἡ ὁποία ἔχει χαραχθῆ, ὅπως ὁμολογεῖτε, ἀπό τό Βατικανό καί ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἡ μέχρι τώρα πορεία τῶν πραγμάτων ἀπέδειξε ὅτι ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων δέν ἀποτελοῦσε τήν ἴδια τήν ἕνωση, διότι τό καλά ὀργανωμένο καί μελετημένο σχέδιο ἑνώσεως, πού κατέστρωσε τό Βατικανό ἤδη ἀπό τό 1965, προέβλεπε τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ὡς ἕνα πρῶτο βῆμα πρός τήν ἕνωση καί ὄχι ὡς τήν ἴδια τήν ἕνωση. Τό σχέδιο προέβλεπε μετά τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τήν προλείανση τοῦ ἐδάφους μέ τόν “Διάλογο τῆς ἀγάπης καί τῆς καταλλαγῆς”, στή συνέχεια τόν θεολογικό διάλογο, κατόπιν τήν ἀναγνώριση τοῦ Παπισμοῦ ὡς κανονικῆς Ὀρθοδοξούσης Ἐκκλησίας μέ τόν παραμερισμό τῶν ποικίλλων δογματικῶν διαφορῶν (βλ. ἀποφάσεις τοῦ Βalamand) καί τέλος τήν ἐπικέντρωση τῆς θεματολογίας πάνω στό ἐπίμαχο καί ἀκανθῶδες θέμα τοῦ Πρωτείου. Καί ἀκριβῶς σ’ αὐτό τό σημεῖο τοῦ διαλόγου βρισκόμαστε σήμερα».


Ἐδῶ, πατέρες, δείχνετε ὅτι ἔχετε πλήρη γνώσι τῶν πραγμάτων, τῶν σχεδίων καί τῶν προγραμμάτων τῶν αἱρετικῶν. Ἔχετε πλήρη γνώσι τῆς πορείας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς τελικῆς ἐκβάσεως τῆς παναιρέσεως αὐτῆς. Παρ’ ὅλα αὐτά εἶστε μέσα σ’ αὐτό τό ἀντίχριστο σύστημα καί μάλιστα, ὅπως προανέφερα σέ ἄλλη ἑνότητα, ἔχετε καί τόν σπουδαιότερο ρόλο, ὅσον ἀφορᾶ δηλαδή στήν καταστολή τῶν ἀντιδράσεων. Ὁ ρόλος αὐτός εἶναι νά κατασταλοῦν οἱ ἀντιδράσεις μέ τρόπο εἰρηνικό καί θεολογικό, ἀλλάζοντας τό πνεῦμα τῆς ἁγ. Γραφῆς, τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῆς διδασκαλία τῶν Πατέρων. Ἔτσι θά προλαμβάνονται οἱ ἀπειλές καί οἱ ἐξορίες, οἱ καθαιρέσεως καί οἱ διωγμοί, τά ὁποῖα συνέβησαν στό ἅγ. Ὄρος ἐπί Πατριάρχου Δημητρίου καί ὁπωσδήποτε μειώνουν τήν βιτρίνα τῶν Ἐπισκόπων.


Ἤθελα ὅμως, ἐπί τοῦ παρόντος, νά σᾶς ἐρωτήσω κάτι. Στό Μπελαμέντ τοῦ Λιβάνου ἀποφασίστηκε ἀπό κοινοῦ μέ τούς Παπικούς ἡ ἀναγνώρισις ἑκατέρωθεν τῶν μυστηρίων. Ἀποφασίσθηκε ὅτι ἀπό κοινοῦ Παπικοί καί Ὀρθόδοξοι ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν, τό ἅγ. Πνεῦμα εἰς τό ἑξῆς θά ἁγιάζει τά παπικά μυστήρια, τί χρειάζεται τό κοινό ποτήριο γιά νά εἴμεθα ἑνωμένοι; Ἤ καλύτερα νά τό θέσω διαφορετικά. Ἐφ’ ὅσον τό ἅγιον Πνεῦμα εὑρίσκεται στόν Παπισμό, ἐμεῖς εἴμεθα ἀνώτεροι ἀπό Αὐτό, ὥστε νά μήν κοινωνοῦμε ἀπό τά κανονικά καί ἅγια μυστήρια (τῶν Παπικῶν) ἤ νά συζητοῦμε γιά περαιτέρω δογματικές διαφορές; Πρῶτα δηλαδή ἐστείλαμε τό ἅγ. Πνεῦμα νά εὐλογῆ τά μυστήριά των καί μετά θά λύσωμε τίς δογματικές διαφορές μας, ὥστε νά εἴμεθα καί πρακτικά ἑνωμένοι εἰς τήν κοινή πίστι; Δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου, πατέρες, ἀποδεικνύομε ὅτι εἴμεθα κατά πολύ ἀνώτεροι ἀπό τό ἅγ. Πνεῦμα καί ὅτι τό διαχειριζόμεθα κατά βούλησι, ὅπως τά ἀντικείμενα τοῦ σπιτιοῦ μας. Ἀποδεικνύομε ὅτι τό κατευθύνομε καί δέν μᾶς κατευθύνει, τό κυβερνῶμε καί δέν μᾶς κυβερνᾶ, τό ἐξουσιάζομε καί δέν μᾶς ἐξουσιάζει.


Ἐσεῖς τώρα, μέσα σέ ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα γνωρίζετε πλήρως, συντάσσεσθε καί ἀποδέχεσθε –διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας– ὅλα αὐτά τά δαιμονικά κατασκευάσματα τῆς Ν. Ἐποχῆς. Ἐδῶ ἀξίζει νά σᾶς ἀναφέρω, ὄχι τά λόγια κάποιου ἁγίου, ἀλλά τά λόγια ἑνός συγχρόνου πατρός, τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, (τόν ὁποῖο συχνά–πυκνά ἐπικαλεῖσθε). Ὅταν κάποτε συζητούσαμε γιά κάποια θέματα Οἰκουμενισμοῦ μοῦ εἶχε ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἄν κάποτε, π. Εὐθύμιε, φθάσωμε στό σημεῖο νά ἀναγνωρίσωμε ὡς ἔγκυρο κάτι πού τελεῖται ἀπό τούς αἱρετικούς ἐκτός Ἐκκλησίας, χωρίς νά μετανοήση καί ἐπιστρέψη στήν Ὀρθοδοξία αὐτός πού τό τελεῖ, εἶναι σάν νά ἀναιροῦμε τούς ἑαυτούς μας». Δηλαδή, πατέρες, ἄν ἰσχύουν αὐτά τά λόγια τοῦ σεβαστοῦ αὐτοῦ πατρός, ἐσεῖς ἀνήκετε σ’ αὐτούς πού ἔχουν πλέον ἀναιρέσει τήν Ὀρθοδοξία καί τήν ὑπόστασί των μέσα σ’αὐτήν.


Θά ἀναφέρω ἐν συνεχείᾳ ὀλίγα ἐπιλογικά, πρίν κλείσω τήν ἀπάντησί μου στήν κριτική σας μελέτη.














ΕΠΙΛΟΓΟΣ






Ὅταν ἐγράφαμε, πατέρες, τό βιβλίο τό ὁποῖο ἐσχολιάσατε, εἴχαμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι θά ὑπῆρχε ἀνάλογος ἀντίδρασις καί ἀπό τού Ἀντιοικουμενιστές καί ἀπό τούς Παλαιοημερολογίτες. Θά ἦταν εὐχῆς ἔργον, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀντίδρασις εἶναι εἰλικρινής καί στηρίζεται εἴτε σέ ἄγνοια, εἴτε σέ λανθασμένη ἐκτίμησι τῶν πραγμάτων, εἴτε βεβαίως ἐμεῖς σφάλλομε στίς ἀπόψεις μας, νά μήν εἶχε τήν μορφή ἑνός ἁπλοῦ σχολιασμοῦ, ἀλλά νά ἐδίδετο ἀφορμή γενικωτέρου προβληματισμοῦ, δημοσίου διαλόγου, συνεργασίας τῶν Ὀρθοδόξων διά τό δέον γενέσθαι (δεδομένης τῆς ἐπεκτάσεως–ἐπικρατήσεως τῆς αἱρέσεως), δημιουργίας ἡμερίδων καί διαλέξεων εἰς τάς ὁποίας θά ἐκαλοῦντο νά συμμετέχουν ἐνεργῶς καί οἱ ἔχοντες διαφορετική ἄποψι ἀπό τήν ἰδική μας καί, ὁπωσδήποτε, ἐσωτερικοῦ προβληματισμοῦ καί ἐλέγχου, διά τό ἄν βαδίζωμε σωστά στήν παροῦσα περίοδο τῆς αἱρέσεως, ἄν ἔχωμε κάποια ὁμοιότητα μέ τούς ὁμολογητές Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ὑπερασπίστηκαν τήν Ὀρθοδοξία σέ παλαιότερες αἱρέσεις, ἄν τό φρόνημά μας εἶναι μαρτυρικό ὅπως ἐκεῖνων καί ἄν ἡ στάσις σας βοηθᾶ ἤ ὄχι στήν καταστολή τῆς αἱρέσεως.


Δυστυχῶς, ἐνῶ καταγράφετε ἄριστα τήν ἐξέλιξι τῆς αἱρέσεως καί, μάλιστα, περιγράφετε τά στάδια ἀπό τά ὁποῖα διῆλθε καί αὐτά πού ἀπομένουν γιά νά ὁλοκληρωθῆ, οὐδόλως ἀσχολεῖσθε μέ τήν καταγραφή καί περιγραφή τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ φρονήματος, τῶν Ὀρθοδόξων, τό ὁποῖο καί αὐτό διέρχεται ὡς πρός τήν ἀλλοίωσι ἀνάλογα στάδια· καί μάλιστα νομίζομε ὅτι μεταλλάσσεται μέ μεγαλύτερη εὐκολία, ἐπειδή μεταπίπτει ἀπό τήν μαρτυρική καί αὐτοπροαίρετη θυσία χάριν τῆς πίστεως, στό κοσμικό φρόνημα τῆς συνοδοιπορίας καί τῆς ἀδρανείας, εἰς τό νά ἀντιμετωπίζη τήν ἐξέλιξι τῶν θεμάτων τῆς πίστεως, ὅπως ὁ θεατής καί ὁ φίλαθλος παρακολουθοῦν ἕναν ἀγῶνα, εἰς τό νά θεωρῆ ὁ κάθε πιστός τόν ἑαυτόν του ἀναρμόδιο καί ἀκατάλληλο στήν καταβολή οἱασδήποτε προσφορᾶς καί θυσίας χάριν τῆς πίστεως καί, βεβαίως, εἰς τό νά μήν ἔχη τό φρόνημα πλέον τοῦ κάθε πιστοῦ τήν συναίσθησι τῆς συμμετοχῆς στήν αἵρεσι καί τοῦ μολυσμοῦ πού προέρχεται ἀπό αὐτήν.


Νομίζω, πατέρες, ὅτι στήν ἀλλοίωσι τοῦ φρονήματος τῶν Ὀρθοδόξων συντελοῦν καί συμβάλλουν τά μέγιστα καί οἱ θεωρίες σας περί ἰατρικῆς διαγνώσεως τῆς ἀσθενείας ἀπό τούς ἁρμοδίους, οἱ θεωρίες σας περί καταδίκης τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν ὀνομαστικῶς πρίν ἀπό τήν ἀποτείχισι καί, βεβαίως, ἡ ὀλέθρια στήν προκειμένη περίπτωσι δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος.


Διότι ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος εἰς τό θέμα τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ φρονήματος τῶν πιστῶν, πέραν ὅλων τῶν ἄλλων, διασφαλίζει τήν καθησύχασι τῆς συνειδήσεως ὡς πρός τήν συνοδοιπορία τῶν πιστῶν μέ τήν αἵρεσι. Δηλαδή ἔχει τόν ρόλο τοῦ ἠρεμιστικοῦ πού δίδουν οἱ ψυχίατροι, προκειμένου νά ἔχουν πρόχειρες καί ἄμεσες λύσεις στούς ἀσθενεῖς των.


Θέλω ὡς ἐκ τούτου εἰς τό σημεῖο αὐτό, ἐπιλογικά, νά σᾶς καθησυχάσω καί νά σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι οἱ θεωρίες σας καί οἱ θέσεις τίς ὁποῖες ὑποστηρίξατε στήν κριτική σας μελέτη, παρ’ ὅτι δέν εἶχαν κανένα ἁγιογραφικό καί πατερικό ἔρεισμα, παρ’ ὅτι στηρίζονται ἀποκλειστικῶς καί μόνο στόν ὀρθολογισμό, παρ’ ὅτι ὁδηγοῦν στήν συνοδοιπορία καί στόν συνουσιασμό μέ τήν αἵρεσι, ἐν τούτοις, αὐτές θά γίνουν ἀποδεκτές ἀπό τούς πολλούς ἀντιοικουμενιστάς καί ἀπό τούς πιστούς καί ἀνησυχοῦντες Ὀρθοδόξους. Oἱ λόγοι εἶναι προφανεῖς καί δέν θέλω καθόλου νά ἐπεκταθῶ διά νά μή σᾶς λυπήσω, ἀλλά καί διότι ἐν πολλοῖς εἰς τήν ἀπάντησί μου αὐτοί ἐξετέθησαν.


Ἕνα μόνο θά ἤθελα νά σᾶς ἐπισημάνω ἐν προκειμένῳ∙ τό ὅτι, ἡ ἀλλοίωσις τοῦ φρονήματος ὅλων μας, θά φθάση εἰς τό σημεῖο νά ἀποδεχθοῦμε καί νά χωνέψουμε τά πάντα, νά ἀφομοιωθοῦμε καί νά συνυπάρχωμε μέ ὅλους σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, καί μάλιστα, νά τά θεωροῦμε ὡς τήν ἐγκεκριμένη πατερική ὁδό, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπό διάκρισι καί σύνεσι. Κατ’ οὐσίαν, δηλαδή, θά καταδικάσωμε τούς ἁγίους μάρτυρες τῆς πίστεως καί τήν μαρτυρική ὁδό τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τήν ὁποία αὐτοί ἐφάνηκαν πιστοί, καί θά καθιερώσουμε ἄλλη ὁδό, ἡ ὁποία δέν ἀναδεικνύει Ἁγίους καί μάρτυρες, ἀλλά στοχαστές καί διπλωμάτες.


Μπαίνω στόν πειρασμό, πατέρες, νά σᾶς καταθέσω δύο τελευταῖα χωρία ἀπό τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, εἰς τά ὁποῖα ὁ ὅσιος περιγράφει τό φρόνημα κάποιων Ὁμολογητῶν καί μαρτύρων, προκειμένου νά ἀντιπαραβάλλωμε τό ἰδικό μας φρόνημα σήμερα. Σέ ἐπιστολή του ἡ ὁποία ἐπιγράφεται «Θεόδωρος τοῖς διά Κύριον ἐν διαφόροις φυλακαῖς τηρουμένοις ἀδελφοῖς ἀγαπητοῖς ἐν Κυρίῳ χαίρειν» γράφει, μεταξύ ἄλλων, διά νά τονώση τό φρόνημα τῶν Ὁμολογητῶν καί δεδιωγμένων, τά ἑξῆς:


«...μάρτυς ἀπαράγραπτος καί ὁμολογητής Χριστοῦ ὁ ἐναθλῶν καί ἐνιστάμενος. καί οὐδείς ἀντερήσει λόγος. οἱ Μακκαβαῖοι μάρτυρες, μή κρεῶν ὑείων ἀνασχόμενοι παρανόμως γεύσασθαι∙ ὁ Πρόδρομος μάρτυς ὑπέρ ἐλεγμοῦ ἀληθείας, καί ἄλλος ὑπέρ τοῦ μή καταβαλέσθαι ὀβολόν εἰς οἰκοδομήν εἰδωλείου, καί ἕτερος δι’ ἕτερον ἔνταλμα. τί γάρ δεῖ τά πολλά λέγειν; καί ἐνταῦθα προδήλως ὁ διά Χριστόν ἐναθλῶν οὐ μάρτυς, ὥς φασί τινες τῶν δυστήνων; μάρτυς ἀληθής, μηδ’ ὁτιοῦν ἐνδέων τῶν ἐφ’ Ἑλλήνων ἤ Ἰουδαίων μαρτυρησάντων∙ καί ὁ μάρτυς ἐν οὐρανῷ πιστός» (Φατ. 301, 443, 120).


Στήν 63η ἐπίσης, ἀπό τίς λεγόμενες Μικρές Κατηχήσεις, ἀναφέρει ἕνα συγκλονιστικό γεγονός, τό ὁποῖο προφανῶς συνέβη στίς ἡμέρες του καί τό περιγράφει ὡς ἑξῆς:


«Ἀδελφοί καί πατέρες, ἐν τῇ παρούσῃ κατηχήσει βούλομαι ὑμᾶς ἀπό διηγήματός τινος προτρέψασθαι εἰς παράκλησιν. Τό δέ διήγημα ἐστι τοιοῦτον· ἐν τῇ Βουλγαρίᾳ, ὡς ἀπήγγειλαν οἱ ἀκριβῶς εἰδότες, ἐξῆλθε δόγμα πονηρόν παρά τοῦ ἐκεῖσε κρατοῦντος· τούς ἐν αἰχμαλωσίᾳ χριστιανούς καί ἀδελφούς ἡμῶν κατά τάς ἡμέρας τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς κρεωφαγῆσαι· καί πειθομένους μέν ἔχειν τό ζῆν, ἀπειθοῦντας δέ ἀποκτέννεσθαι. Καί ὁ λόγος τοῦ δυσσεβοῦς ὑπερίσχυσε καί ὁ λαός συνηθροίσθη καί κλαυθμός καί ὀδυρμός σύν γυναιξί καί τέκνοις πολύς, πῆ μέν ἀντεχομένων τοῦ χριστιανικοῦ νόμου, πῆ δέ ὑποδειλιώντων τόν τῆς σαρκός θάνατον· τέλος, φεῦ τῆς ἐλεεινῆς ἐπαγγελίας! ἡττήθησαν ὑποκλιθέντες τῷ ἀσεβεῖ προστάγματι.


»Δεκατέσσαρες γοῦν ἐξ αὐτῶν ἀπορραγέντες ἔστησαν ἀπ' ἐναντίας λέγοντες, μή εἴκειν μηδέ πείθεσθαι μηδέ παρά τόν χριστιανικόν νόμον κρεωφαγεῖν. Ἐν τούτοις προσβολαί, παρακλήσεις ὑπό τοῦ λαοῦ· εἶξαι τῇ ἀνάγκῃ, μή ἀποθανεῖν ἁπλῶς, καί πάλιν διά μετανοίας ἀνακληθῆναι. Τούς δέ οὐδέν ἦν τό πεῖθον καί μαλακίζον ἀποσκοποῦντας εἰς Θεόν καί τήν ἐν ἐπαγγελίαις ἀποκειμένην μακαριότητα. Ὁ γοῦν Σκύθης ἐπεί εἶδεν ἀμείλικτον τήν ἔνστασιν τῶν ἀνδρῶν, ἐσκόπησε δι' ἑνός χειρώσασθαι τούς ἄλλους, καί τοῦτον κτείνας εὐθύς τά τέκνα αὐτοῦ καί τήν γυναῖκα διένειμε τοῖς Σκύθαις δουλικῶς, ὡς ἄν ἐντεῦθεν καταμαλακισθέντες ἑλκυσθῶσιν οἱ ἄλλοι· οἱ δέ ἔμενον μᾶλλον ἀκαμπεῖς ἐπιβοῶντες· Χριστιανοί ἐσμέν καί τῆς μερίδος τοῦ τεθνηκότος ἀδελφοῦ ἡμῶν. Ταύτῃ γοῦν τῇ ὁμολογίᾳ ἀπετυμπανίσθησαν καί αὐτοί τελειωθέντες ἐν Κυρίῳ.


»Ὁρᾶτε τοίνυν, ἀδελφοί, καί νῦν ἐνεργούμενον τό εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ... Ὑπήκουσαν τοίνυν τῶν εὐαγγελικῶν προσταγμάτων, ἐπειθάρχησαν Κυρίῳ καί ἀνεδήσαντο στέφανον μαρτυρίου μιμησάμενοι τούς ἁγίους Μακκαβαίους, καί διπλασιάσαντες τόν ἀριθμόν, εἴπερ ἐκεῖνοι μέν ἑπτά, οἱ δέ δεκατέσσαρες· κἀκεῖνοι μέν ὑπέρ τοῦ μή γεύσασθαι ὑείων κρεῶν παρά τόν νόμον, οἱ δέ ὑπέρ τοῦ μή μετασχεῖν τοῦ τυχόντος κρέατος παρά τόν χριστιανικόν κανόνα· ὅπερ δοκεῖ πως καί ἀκριβέστερον εἶναι, ὅτι ἐκείνοις μέν πάντη ἀπηγόρευτο μετασχεῖν ὑός, τοῖς δέ ἐξῆν κατά ἀνάγκην μεταλαβεῖν τοῦ τυχόντος κρέατος καί μή κατακριθῆναι, καθώς λέγει ὁ ἅγιος Βασίλειος. Ἀλλ' ἐπειδή παρά Σκυθῶν ἡ προσταγή ἀποβλέπουσα πρός ἀθέτησιν πίστεως, οὐκ ἠνέσχοντο· ἀλλά πάντα δεύτερα ἡγήσαντο ὑπέρ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγάπης.


»Ὤ μακαρίων ἀνδρῶν! ὤ μακαρίας πραγματείας, ἐν μιᾷ καιροῦ ροπῇ ἀνταλλάξασθαι αἰωνίους ἀναπαύσεις! Τί φήσουσι πρός ταῦτα οἱ τήν αἱρετικήν κοινωνίαν μή λέγοντες εἶναι ἀθέτησιν; Εἰ γάρ ἐκεῖ ἀθέτησις τοῦ λαοῦ ἐπί τῇ κρεωφαγίᾳ, πόσῳ γε μᾶλλον ὧδε ἐπί τῇ ἀσεβοθύτῳ κοινωνίᾳ.Ποῦ δέ καί οἱ λέγοντες· μή εἶναι μαρτύριον ἐν τῇ Χριστοῦ εἰκόνι; Εἰ γάρ ἐκεῖ μαρτύριον τοῖς μή κρεωφαγήσασι, πόσῳ γε ὧδε λαμπρότερον τό μαρτύριον τοῖς μή ἐξαρνησαμένοις. Ἀλλ' ἐκεῖνοι μέν ὡς σκοτεινοί ὄντες σκοτεινά καί φθέγγονται τοῖς οἰκείοις συμπτώμασι συμποδίζειν καί ἄλλους πειρώμενοι» (Μικρά Κατήχησις 63).


Τό ἰδικό μας φρόνημα σήμερα, ἀσφαλῶς θά θεωρῆ ὅτι ὅλα αὐτά πού περιγράφει ὁ ὅσιος εἶναι ὑπερβολές καί ἀδιακρισίες καί ὅτι, τά ὅρια εἰς τά ὁποῖα δύναται νά κινηθῆ καί νά ἐξελιχθῆ ἡ ὁμολογία μας, φθάνουν μέχρι τοῦ κοινοῦ ποτηρίου, ἀρκεῖ νά μή γίνη σχίσμα.


Τελειώνοντας καί ἐπειδή ἔφθασε στά χέρια μου μία ἀπάντησίς σας, εἰς τήν ὁποία ἀπαντᾶτε εἰς τόν πρόλογο τῆς παρούσης, μέ τόν ἴδιο ὅμως τρόπο καί τήν ἴδια μέθοδο τῆς κριτικῆς σας μελέτης, νομίζω, πατέρες, ὅτι γιά νά μήν πελαγοδρομοῦμε καί ἐπιλέγει ὁ καθένας μας κάποια σημεῖα ἀπό τά γραφόμενα τοῦ ἄλλου εἰς τά ὁποῖα νομίζει ὅτι δύναται νά στηρίξη τίς θέσεις του, θέλω νά προτείνω ἄλλο τρόπο διαλόγου. Αὐτός συνίσταται εἰς τό νά ἀπαντᾶ ἡ κάθε πλευρά εἰς συγκεκριμένες καί καίριες ἐρωτήσεις τίς ὁποῖες θά ἐπιλέγη καί θά θέτει ἡ ἄλλη. Ἔτσι, νομίζω, θά ἀποφευχθῆ ἡ διολίσθησις εἰς τό νά ἀπαντᾶμε ἐκεῖ πού μᾶς ἐξυπηρετεῖ καί ὅπως μᾶς ἐξυπηρετεῖ καί ἐπί πλέον θά ἀποφευχθῆ ὁ πλατειασμός καί ἡ ἀπάντησις σέ δευτερεύοντα θέματα ἤ σέ θέματα γιά τά ὁποῖα συμφωνοῦμε.


Ὡς ἐκ τούτου, ἀντί ἄλλης ἀπαντήσεως, θά θέλαμε, πατέρες, νά μᾶς ἀπαντήσετε σέ δύο ἐρωτήσεις, τίς ὁποῖες ἐπί τοῦ προκειμένου ζητήματος θεωροῦμε ἄκρως σημαντικές καί καίριες, καί ἐσεῖς μέ τή σειρά σας, ἐφ’ ὅσον ἀπαντήσετε, θά θέλαμε νά μᾶς θέσετε ἀνάλογες συγκεκριμένες ἐρωτήσεις εἰς τίς ὁποῖες θά ἀπαντήσωμε ἐμεῖς. Οἱ ἐρωτήσεις λοιπόν, τίς ὁποῖες σᾶς θέτομε, εἶναι οἱ ἑξῆς:


1. Ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ ὁποία συνηγορεῖ –ἤ ἔστω ταιριάζει– μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος; Μέ ἄλλα λόγια πρός κατανόησι, ποῦ διδάσκεται εἰς τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἁγ. Πατέρες ἡ παραμονή τῶν πιστῶν εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες, ἡ ἀναγνώρισίς των εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, ἡ μνημόνευσίς των κλπ. μέχρι δηλαδή ἀποφάσεως τῆς Συνόδου;


2. Ποῦ διδάσκεται στήν ἁγ. Γραφή καί στούς ἁγ. Πατέρες ὅτι μέ τήν παραμονή μας εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, δέν ταυτιζόμεθα μέ τήν πίστι των, δέν συνοδοιποροῦμε μέ τήν αἵρεσι καί δέν μολυνόμεθα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική αὐτή ἐπικοινωνία, ἔστω δηλαδή καί ἄν ἔχωμε ὀρθόδοξο φρόνημα;


Οἱ ἀπαντήσεις σας αὐτές, πατέρες, πέραν τοῦ ὅτι πρέπει νά ἀποτελοῦνται ἀπό λόγια τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν ἁγ. Πατέρων καί ὄχι δικές σας σκέψεις καί ἀπόψεις, θά δημοσιευθοῦν στά ἱστολόγια καί στόν ἐκκλησιαστικό τύπο, διά νά λάβουν γνῶσι ὅλοι οἱ ἐνδιαφερόμενοι ἐπί τῶν θεμάτων αὐτῶν καί, βεβαίως, νά κρίνουν τίς ἀπαντήσεις σας. Τό ἴδιο φυσικά θά γίνη καί στίς ἐρωτήσεις πού ἐσεῖς θά θέσετε.


Τελειώνοντας, ζητῶ συγνώμη, ἐάν μέ τήν παροῦσα ἀπάντησι κάπου σᾶς ἐλύπησα καί δέν σᾶς κατενόησα καί παρεξήγησα τά γραφόμενά σας. Πρέπει ὅμως στά θέματα τῆς πίστεως καί εἴμεθα αὐστηροί, διότι σύμφωνα μέ τόν ἅγ. Μᾶρκο τόν Εὐγενικό «εἰς τά τῆς πίστεως οὐ χωρεῖ συγκατάβασις».






Ἱερομόναχος


Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς















Α΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/02/blog-post_22.html





Β΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/02/blog-post_28.html




Γ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_7.html




Δ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_8517.html


Ε΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_15.html


ΣΤ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_19.html


Ζ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_5267.html


Η΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_23.html


Θ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_5682.html


Ι΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_5222.html


ΙΑ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_5854.html


ΙΒ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_8426.html


ΙΓ΄ ΜΕΡΟΣ: http://paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_928.html


ΙΔ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/04/blog-post_2.html


ΙΕ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/04/blog-post_2856.html


ΙΣΤ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/04/blog-post_8.html







πηγή

No comments:

ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΙΟΣ

Δέν θά σέ ἀρνηθῶμεν ὦ φίλη Ὀρθοδοξία!

Δέν θά σέ ἀπαρνηθῶμεν ὦ πατροπαράδοτον σέβας!

Δέν ἀποχωριζόμεθα ἀπό σέ, ὦ μῆτερ εὐσέβεια!

Ἐντός σοῦ ἐγεννήθημεν καί διά ἐσέ ζῶμεν καί μετά σοῦ θα κοιμηθῶμεν.

Εἴθε νά τό καλέσῃ ὁ καιρός! καί μυριάκις ὑπέρ σοῦ θά ἀποθάνωμεν· διότι ἐκεῖνος ὁποῦ συμφιλιάζει μέ τούς ἐχθρούς τοῦ βασιλέως δέν δύναται νά εἶναι φίλος τοῦ βασιλέως!

Ὁ ἀπαρνούμενος διά νεύματος μόνον τόν Θεόν ὑπόκειται εἰς ἀπώλειαν καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέ τόν λόγον, μέ τόν τρόπον καί διά γραμμάτων κινδυ­νεύει περί τήν πίστιν, πῶς θά εἶναι Ὀρθόδοξος; ».

Η Αντιμετώπιση του Οικουμενισμού

Η Αντιμετώπιση του Οικουμενισμού

Χρυσόστομος Σμύρνης

Χρυσόστομος Σμύρνης

Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης

Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης