Saturday, March 23, 2013

ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ Ι. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ π. ΕΥΘΥΜΙΟ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ 2


ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ Η΄











Η΄ Μέρος



Θά ἔλθω ἐν συνεχείᾳ εἰς τό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς μελέτης σας τό ὁποῖο ἐπιγράφεται «Πατέρες 4ου καί 5ουαἰῶνος».

































Ἡ γενική εἰκόνα τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ εἶναι ὅτι, ἐπειδή πρόκειται γιά ἱστορικά γεγονότα, τά ὁποῖα μᾶς διασώ- ζουν οἱ ἅγιοιπατέρες καί οἱ ἱστορικοί συγγραφεῖς, προσπα- θεῖτε, πατέρες, νά ἑρμηνεύσετε τά γεγονότα αὐτά σύμφωνα μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, βοηθούμενοι ἀπό τήν ἀσάφεια, τίς γενικότητες τῆς περιγραφῆς καί ὁπωσδήποτε τό πέρασμα πολλῶν αἰώνων καί, ἔτσι, φαίνεται ὅτι κινεῖσθε πιό ἄνετα, ὅταν πρόκειται γιά ἱστορικά γεγονότα, παρά ὅταν πρόκειται γιά συγκεκριμένη διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς ἤ τῶν ἁγ. Πατέρων.













Ὅταν δέ ἕνα ἱστορικό γεγονός δέν ταιριάζει μέ τίποτε στήν δυνητική ἑρμηνεία, ἐκεῖ ἐπιστρατεύετε τόν ὀρθολογισμό τήν ἐξίσωσι τῶν θεμάτων τῆς πίστεως μέ ὅλα τά ἄλλα θέματα, ἤ τό ἀπομονώνετε ὡς κάτι μεμονωμένο, τό ὁποῖο δέν ἐκφράζει τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι καί βεβαίως πολλά τέτοια ἱστορικά γεγονότα τά προσπερνᾶτε ἀσχολίαστα, ἀναφέροντας ὅτι ἡ ἀπάντησις ἔχει δοθῆ ἀπό τά προηγούμενα.













Διά τόν λόγο αὐτό, πατέρες, κρίνοντας τήν μελέτη σας, μοῦ δίδετε τήν ἐντύπωσι ὅτι ἀναφέρεσθε σέ ὅσα νομίζετε ὅτι δίδετε ἱκανοποιητική ἀπάντησι, σέ ὅσα γεγονότα νομίζετε ὅτι δύνασθε νά ἐλιγχθῆτε καταλλήλως καί σέ ὅσα τά προσαρμόζετε σέ διάφορες θεωρίες, τίς ὁποῖες κατασκευάσατε μόνοι σας, ὅπως αὐτή τῆς ἐξισώσεως τῶν θεμάτων τῆς πίστεως μέ ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου. Ἐγώ ἀπεναντίας στόν σχολιασμό τῆς μελέτης σας, ἄν σέ κάτι δέν ἀπαντῶ, εἶναι γιατί κρίνω ὅτι δέν ἔχω ἀντίρρησι στό συγκεκριμένο σημεῖο τῆς μελέτης σας ἤ, τίς περισσότερες φορές, διότι θεωρῶ ὅτι, ναί μέν δέν συμφωνῶ, ἀλλά πρόκειται γιά δευτερεῦον θέμα καί, ὡς ἐκ τούτου, ἄν ἀπαντοῦσα γιά ὅλα αὐτά θά ἐμάκρυνε πολύ ὁ λόγος μου καί ὁπωσδήποτε θά ξεφεύγαμε ἀπό τά πρωτεύοντα. Δι’ αὐτό καί σᾶς ἐπισημαίνω τίς ἐλλείψεις αὐτές τῆς κριτικῆς μελέτης σας καί σᾶς παρακαλῶ, ἄν κι ἐσεῖς, στήν ἀπάντησί μου αὐτή, διαπιστώσετε ὅτι παραλείπω νά ἀπαντήσω σέ κάτι οὐσιῶδες καί πρωτεῦον, νά μοῦ τό ὑποδείξετε διά νά δευτερολογήσω μόνον ἐπί τῶν θεμάτων αὐτῶν.













Σχολιάζοντας, λοιπόν, τό κεφάλαιο αὐτό τῆς μελέτης σας ἀναφέρω τά ἑξῆς: Σχετικά μέ τίς περιγραφές τῶν διωγμῶν τῶν Ὀρθοδόξων καί τίς ἀποτειχίσεις των ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, τά ὁποῖα περιγράφει ὁ Μ. Βασίλειος γράφετε τά ἑξῆς: «Ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ, καθοδηγούμενος ἀπό τόν Ἅγιο, εἶχε διακόψει κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους καί τούς ὁμόφρονάς των καί προτιμοῦσε νά προσεύχεται στήν ἔρημο, ἐγκαταλείποντας τούς ναούς, τούς ὁποίους εἶχαν καταλάβει οἱ Ἀρειανοί».













Ἐδῶ πατέρες, κάνετε σημαντικά λάθη καί δείχνετε ὅτι μέσα σας ὑπάρχει σύγχυσις τῶν γεγονότων πού περιγράφει ὁ ἅγιος, ἐνῶ ἔχετε ξεκαθαρίσει τήν ὁδό τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, τήν ὁποία θέλετε νά ἀκολουθήσετε. Διότι ὁ ἅγιος δέν περιγράφει τήν κατάστασι τῆς μητροπόλεώς του, ἀλλά τήν κατάστασι πού ἐπικρατοῦσε σέ ὅλη τήν ἀνατολική αὐτοκρατορία. Πῶς λοιπόν συμπεραίνετε ὅτι ὁ πιστός λαός ἐκαθοδηγεῖτο ἀπό τόν ἅγιο; Μήπως τούς καθοδηγοῦσε ἐκ τοῦ μακρόθεν μέ τά σημερινά μέσα ἐπικοινωνίας, ἤ μήπως ὁ ἅγιος εἶχε τήν αἴγλη καί τήν δόξα πού τοῦ ἔχουμε ἀποδώσει σήμερα, ἤ ἔστω πού τοῦ ἀποδόθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ὅταν –μετά τόν θάνατό του φυσικά–, ἐκτιμήθηκε δεόντως τό ἔργο του καί οἱ ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας; Καί ἄν ὁ ἅγιος καθοδηγοῦσε τούς Ὀρθοδόξους ἐκ τοῦ μακρόθεν, διατί τέλος πάντων ἐζήτησαν οἱ κάτοικοι τῆς Κων/πόλεως νά σταλῆ ἐκεῖ, πρός ἐνίσχυσι καί καθοδήγησί των, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος εὑρῆκε, ὅπως περιγράφει, τό ὀρθόδοξο ποίμνιο ἀποδεκατισμένο καί ἀνεπίσκοπο;













Τό ὅτι ὁ ἅγ. Βασίλειος δέν εἶχε τήν θέσι καί τήν ἰσχύ, πού ἐκ τῶν ὑστέρων τοῦ ἀπεδόθη, φαίνεται ἀνάγλυφα καί ἀπό τό ὅτι κατηγορήθη διά πράξεις του, ὄχι ἀπό τούς ἐχθρούς του, ἀλλά καί ἀπό αὐτούς τούς αὐστηρούς Ὀρθοδόξους καί, μάλιστα, σέ σημεῖο πού νά σκανδαλισθοῦν καί προβληματισθοῦν καί οἱ μοναχοί τῆς μητροπολιτικῆς περιφερείας του. Δι’ αὐτό ἀναγκάσθηκε νά ἀπολογηθῆ τρόπον τινά πρός τούς μοναχούς του μέ ἐπιστολή, ἡ ὁποία ἐπιγράφεται «Τοῖς ὑφ’ ἑαυτόν ἀσκηταῖς» (ΕΠΕ 3,98).













Κατηγορήθηκε ἐπίσης ἀπό τούς συγχρόνους του αὐστηρούς Ὀρθοδόξους, διότι γιά κάποιο χρονικό διάστημα –κατ’ οἰκονομίαν– δέν ἐκήρυττε δημοσίως τήν θεότητα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Κατηγορήθηκε ἀκόμη καί γιατί δέν διέκοπτε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Εὐστάθιο Σεβαστείας, ὁ ὁποῖος εἶχε προσχωρήσει στόν Ἀρειανισμό κλπ. Δι’ ὅλους αὐτούς τούς λόγους καί, βεβαίως, διά τίς τεράστιες μὲ τὰ μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀποστάσεις τῆς αὐτοκρατορίας, ὁ ἅγιος ἦτο ἀδύνατον νά καθοδηγῆ τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ, ὥστε αὐτός νά διακόψη τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους. Ἄρα λοιπόν, αὐτό ἀποτελεῖ μία πρόχειρη ἑρμηνεία καί μία πρόφασι γιά νά δικαιολογήσετε τήν ἀποτείχισι τῶν Ὀρθοδόξων, μέ βάσι πάντοτε τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος.













Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Σχετικά μέ τήν διαγωγή αὐτή τοῦ Ἁγίου καί τοῦ ποιμνίου του ἔχουμε νά παρατηρήσουμε τά ἑξῆς: Τό ποίμνιο δέν ἐνεργεῖ αὐθαίρετα, ἀπό μόνο του, βασιζόμενο στήν δική του κρίση, ἀλλά ἔχει ἀσφαλῆ καί ἀπλανῆ ὁδηγό του τόν μεγάλο φωστήρα τῆς Καισαρείας καί ἄλλες ὁσιακές μορφές τῆς ἐποχῆς ἐκείνης».













Ἐδῶ πάλι, πατέρες, παρουσιάζετε ὡς ποίμνιο τοῦ ἁγίου τούς ἀποτειχισμένους Ὀρθοδόξους ὅλης τῆς ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας. Ἐπί πλέον δέ, θέλετε νά παρουσιάζετε τούς Ὀρθοδόξους ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ὡς ἕνα ποίμνιο ἄβουλο, ἄγευστο τελείως στά θέματα τῆς πίστεως, ἀκατάρτιστο παντελῶς, σέ σημεῖο πού νά ἄγεται καί νά φέρεται ἀπό κάποιον ἐκκλησιαστικό ἡγέτη καί νά τόν ἀκολουθῆ τυφλά, δηλαδή ἕνα ποίμνιο, κατά τό δή λεγόμενο, κομμένο καί ραμμένο στά μέτρα τῶν σημερινῶν Χριστιανῶν.













Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα ἄβουλο ποίμνιο, ἀλλὰ γιὰ ἕνα ποίμνιο ζωντανό, τό ὁποῖο ἐνδιαφέρεται γιά τά θέματα τῆς πίστεως καί κυρίως εἶναι ἕτοιμο νά πάθη γιά τήν πίστι του καί νά ὑποστῆ τίς μαρτυρικές συνέπειες τῆς ὁμολογίας του. Ἄρα τό ποίμνιο αὐτό ἐγνώριζε ποιούς νά ἀκολουθήση, μέ ποιούς νά συνταχθῆ καί ἀπό ποιούς νά ἀπομακρυνθῆ. Ἄν τό ποίμνιο, λοιπόν, αὐτό ἦτο ὅπως οἱ ὑπόλοιποι πιστοὶ ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι ὑπέκυψαν καί συμβιβάστηκαν μέ τήν αἵρεσι, ἀκολούθησαν τούς αἱρετικούς ποιμένες, ἀναμένοντας ἴσως τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἤ ἐσκέφθησαν νά μήν ἀποτειχισθοῦν γιά νά μήν κάνουν σχίσμα ἤ νά μήν προαρπάσουν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου κλπ., ὅπως σκέπτεσθε ἐσεῖς σήμερα, θά ἐπιτυγχάνετο ἄρα ἡ ἀποκατάστασις τῆς ὀρθοδόξου πίστεως; Θά ἠδύναντο μόνοι των, οἱ μεγάλοι αὐτοί Πατέρες, νά ἐπαναφέρουν εἰς τόν ὀρθόδοξο δρόμο τίς ἐκτροχιασμένες τοπικές Ἐκκλησίες καί, κυρίως, θά ἔφθαναν εἰς τό σημεῖο νά συγκροτήσουν τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία μέ τήν σειρά της ἐπεκύρωσε τήν Α΄ Οἰκουμενική καί ἔδωσε, τρόπο τινά, τήν νίκη εἰς τήν Ὀρθοδοξία;













Τό ποίμνιο, λοιπόν, αὐτό ἐγνώριζε τήν πίστι του καί μέ ποιούς ἔπρεπε νά συνταχθῆ· τόν ρόλο του ἐν καιρῷ αἱρέσεως· τόν μαρτυρικό δρόμο τόν ὁποῖο ἔπρεπε νά ἀκολουθήση. Καὶ ὁ δρόμος αὐτὸς δέν ἦτο, ὅπως τόν θέλουν οἱ Οἰκουμενιστές σήμερα, τό νά μήν ἀσχολῆται δηλαδή ὁ πιστὸς μέ τά θέματα τῆς πίστεως, ἀλλά νά θεωρῆ ὅτι, ἁρμόδιοι δι’ αὐτά, εἶναι μόνον οἱ ποιμένες, τὸ νά κάνη τυφλή ὑπακοή στούς Ἐπισκόπους, νά ἀσχολῆται μόνο μέ τά πνευματικά του καθήκοντα καί γιά τά ἄλλα δὲ (ὡς νά μήν εἶναι καί ἐκεῖνα πνευματικά) νά κάνη ἁπλῶς προσευχή, νά τά λύση μαγικά ὁ Θεός κλπ. ἤ, ὅπως τό θέλετε ἐσεῖς πατέρες, νά ἀκολουθῆ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἡ ὁποία εἶναι ἡ θεωρία τοῦ βολέματος.













Τήν ἀποκαλῶ ἔτσι, διότι ἀποκλείει τήν ἀποτείχισι καί ὁδηγεῖ στήν συμπόρευσι μέ τούς αἱρετικούς ποιμένες, καί στήν ἀναγνώρισι αὐτῶν μέχρις ἀποφάσεως της Συνόδου, ἤ εἰς τό νά θεωρῆ ὅτι τό ποίμνιο κάνει σχίσμα διά τῆς ἀποτειχίσεως, ἤ ὅτι ἐξέρχεται τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία δυστυχῶς ἔχετε ταυτίσει μέ τούς Οἰκουμενιστές ποιμένες, ἤ ὅτι διά τῆς ἀποτειχίσεως προαρπάζει τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, δέν σέβεται τόν συνοδικό θεσμό κλπ.













Ἀλλὰ ἡ φράσις σας «τό ποίμνιο δέν ἐνεργεῖ αὐθαίρετα, ἀπό μόνο του, βασιζόμενο στήν δική του κρίση»ἔχει καὶ ἄλλη ἀνάγνωσι, ἡ ὁποία εἶναι καί ἡ σωστότερη γιά τότε καί γιά σήμερα. Δὲν «ἐνεργεῖ αὐθαίρετα, ἀπό μόνο του», ὅταν στηρίζεται στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στήν Ἱερά Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν αὐτήν τήν Παράδοσι τήν ἔχει βιώσει, τὴν ἔχει κάνει κτῆμα του. Στὴν ἴδια Παράδοσι τὴν ὁποία ἀκολουθοῦσε καὶ ὁ Μ. Βασίλειος.













Ἀπό ὅλα αὐτά, πατέρες, νομίζω γίνεται κατανοητό, ὅτι τό ποίμνιο τό ὀρθόδοξο, πού ἀποτειχίσθηκε ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, βασίσθηκε στήν ἰδική του κρίσι καί στήν ὀρθόδοξο διαπαιδαγώγησί του, διότι ἄν, ὅπως ἀναφέρετε, δέν εἶχε δική του κρίσι, θά ἦτο καί ἀνεύθυνο καί, κυρίως, θά ἦσαν ἀνεύθυνοι καί ὅσοι ἀκολουθοῦσαν τούς αἱρετικούς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι βεβαίως, μετά τήν ἀποκατάστασι τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, δέν ἐτιμωρήθησαν καί ἄρα, αὐτό γιά σᾶς, εἶναι σημεῖο ἀποδεικτικό ὅτι δέν ἔσφαλαν ὅσοι ἀκολουθοῦσαν τήν ἐποχή ἐκείνη τούς αἱρετικούς ποιμένες.













Θά ἤθελα ὅμως, στό σημεῖο αὐτό νά ἐπιμείνω, σχολιάζοντας τήν λογική μέ τήν ὁποία κάνετε τήν κριτική σας μελέτη. Τό ποίμνιο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀναφέρετε ὅτι ἀκολουθοῦσε καί εἶχε «ἀσφαλῆ καί ἀπλανῆ ὁδηγό τόν μεγάλο φωστῆρα τῆς Καισαρείας καί ἄλλες ὁσιακές μορφές τῆς ἐποχῆς ἐκείνης». Αὐτές τίς ὁσιακές μορφές δέν τίς ἔχουμε καί ἐμεῖς σήμερα, ὡς ἀπλανεῖς καί ἀσφαλεῖς ὁδηγούς, ἐφ’ ὅσον ἡ διδασκαλία των εἶναι διαχρονική; Τί μᾶς ἐμποδίζει, δηλαδή, κι ἐμᾶς σήμερα νά ἀκολουθήσωμε, ὅπως τό ποίμνιο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τίς ὁσιακές αὐτές μορφές στήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας, τήν ὁποία ἐχαρακτηρίσατε εὐστόχως ὡς παναίρεσι; Διότι, ἐάν ἡ καθοδήγησι τῶν ὁσιακῶν μορφῶν ἦταν μόνο γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, τότε ματαίως τούς μελετοῦμε, ματαίως τούς θεωροῦμε φωστῆρες, οἱ ὁποῖοι «τήν οἰκουμένην πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι κατέρδευσαν», ματαίως ἀσχολούμεθα μέ τήν διδασκαλία των. Διότι ἡ διδασκαλία ὅλων αὐτῶν τῶν ὁσιακῶν μορφῶν εἶναι, κοντολογίς, μακρυά ἀπό κάθε αἱρετική διδασκαλία καί ἀπό κάθε αἱρετικό Ἐπίσκοπο.













Ἄν ἐσεῖς πατέρες, εὑρῆτε μέσα στήν διδασκαλία αὐτῶν τῶν Ἁγίων, ἔστω καί ἕνα χωρίο, τό ὁποῖο νά λέγη τά ἀντίθετα, ὅπως π.χ. παραμονή καί ἀναγνώρισι, μνημόνευσι καί πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ποιμένες μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, δηλαδή δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἄν λέγω, εὑρῆτε ἔστω καί ἕνα χωρίο τῶν Ἁγίων αὐτῶν, τό ὁποῖο νά συμφωνῆ μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, τότε ἐγώ προσωπικά εἶμαι ἕτοιμος νά ἀναιρέσω ὅσα σᾶς καταμαρτυρῶ, ὅσα ἔγραψα στό βιβλίο μέ τό ὁποῖο ἀσχοληθήκατε στήν κριτική σας μελέτη καί, κυρίως, εἶμαι ἕτοιμος νά ἀκολουθήσω τήν ὁδό τοῦ βολέματος, δηλαδή τήν δυνητική αὐτή ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἡ ὁποία εἶναι καί ἡ εὔκολη λύσις.













Δυστυχῶς, ὅμως, δέν ἀναφέρετε τίποτε σχετικό μέ τό θέμα αὐτό, τό ὁποῖο νά ἐδίδαξαν οἱ ὁσιακές αὐτές μορφές. Ἄρα λοιπόν, ὑπολαμβάνω ὅτι θά τίς θεωρῆτε, τίς ὁσιακές αὐτές μορφές, ὡς ἀπλανεῖς ὁδηγούς μόνο γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, ἐνῶ σήμερα ἔχουμε ἄλλους ἀπλανεῖς ὁδηγούς, οἱ ὁποῖοι μᾶς ὁδηγοῦν στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καί ἀκόμη παρά πέρα. Ἐννοῶ δηλαδή ὅτι τελικά, πατέρες, ἀκολουθεῖτε κι ἐσεῖς στήν πράξι τήν μετα-πατερική θεολογία, τήν ὁποία καί προσφάτως καταδικάσατε θεωρητικά σέ ἡμερίδα τῆς Μητροπόλεώς σας, ἡ ὁποία ἔχει ὡς δόγμα της ὅτι, τά ὅσα ἐδίδαξαν οἱ Πατέρες ἐν καιρῷ αἱρέσεων παλαιότερα, δέν μποροῦν νά ἐφαρμοσθοῦν στίς ἡμέρες μας.













Ἐν συνεχείᾳ γράφετε τά ἑξῆς: «Ἀλλά καί ὁ Μέγας Βασίλειος δέν ἐνεργεῖ καί αὐτός αὐθαίρετα. Ἔχει καί αὐτός ὡς ἀσφαλῆ καί ἀπλανῆ ὁδηγό του τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικης Συνόδου, ἡ ὁποία κατεδίκασε ὄχι μόνο τήν αἵρεση, ἀλλά καί τόν Ἄρειο καί τούς ὁμόφρονάς του».













Εἰλικρινά πατέρες δέν δύναμαι νά κατανοήσω τό πνεῦμα σας καί τήν διδασκαλία σας. Μήπως ἐννοεῖτε, μέ αὐτά πού γράφετε, ὅτι ὁ ἅγιος καί Μέγας Βασίλειος δέν εἶχε τό χάρισμα τῆς πίστεως, τό χάρισμα τῆς ὁμολογίας καί τῆς διακρίσεως, τό χάρισμα τῆς γνώσεως καί τῆς ἑρμηνείας τῶν Γραφῶν, δηλαδή δέν εἶχε ὁ ἅγιος ὅλα αὐτά τά χαρίσματα καί κυρίως τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἔτσι ἄβουλα ἐστηρίζετο στίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου;













Ἐγώ πατέρες, πιστεύω ὅτι οἱ Ἅγιοι δέν στηρίζονται στίς ἀποφάσεις κάποιας Συνόδου, ἀλλά στηρίζουν τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ἐφ΄ ὅσον εἶναι ὀρθόδοξες, ὅπως ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, πολεμοῦν τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ὅταν αὐτές εἶναι αἱρετικές. Αὐτό σημαίνει ὅτι, καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου νά μήν ὑπῆρχαν, πάλι ὁ ἅγιος τήν ἴδια στάσι θά τηροῦσε ἀπέναντι στούς αἱρετικούς. Τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τίς ἀκολουθοῦσε καί τίς ἀπεδέχετο, ἐπειδή ἦσαν ὀρθόδοξες, δέν τίς ἀκολουθοῦσε, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, ὡς ἀπλανῆ ὁδηγό, δηλαδή ὡσάν αὐτός νά ἔχη ἄγνοια καί ἀκολουθῆ τόν ἀπλανῆ ὁδηγό. Στίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων στηρίζονται, ὅσοι εἶναι ἄγευστοι ὡς πρός τά θέματα τῆς πίστεως, ὅσοι ἔχουν ἄγνοια τῶν Γραφῶν καί τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων καί, βεβαίως, ὅσοι ἀκολουθοῦν τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ βολέματος. Ἄν τώρα θέλετε νά παρουσιάσετε ὅτι ἦταν τέτοιος ὁ ἅγιος Βασίλειος, ἐγώ θά σᾶς ἀποδείξω μέ τίς λίγες γνώσεις μου, ὅτι τά πράγματα δέν εἶναι ἔτσι, ἀλλά ἐντελῶς ἀντίθετα.













Μέ τήν ἔννοια αὐτή κι ἐσεῖς πατέρες, ἀλλά καί τόσοι ἄλλοι ἐχαρακτηρίσατε αὐτήν τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας, ὡς παναίρεσι καί δέν ἀναμένετε τήν ἀπόφασι κάποιας Συνόδου νά τό διακηρύξη γιά νά τό πιστεύσετε. Ἄν τώρα κάποια Σύνοδος τό διακηρύξη θά στηρίξετε αὐτήν τήν ἀπόφασί της, ἐνῶ ἄν κάποια Σύνοδος διακηρύξη ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι πρόοδος, ἔξοδος τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό περιθώριο καί τήν ἐσωστρέφεια, ἀγάπη πρός πάντας κλπ., πιστεύω μιὰ τέτοια συνοδική ἀπόφασι, θά τήν πολεμήσετε, διότι ἔχετε γνώσι περί τῆς αἱρέσεως καί δέν ἀναμένετε τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου ὡς ἀπλανῆ ὁδηγό γιά νά μή θεωρηθῆ, ὅπως γράφετε γιά τόν ἅγιο, ὅτι βαδίζετε αὐθαίρετα.













Ἀπό ποῦ, λοιπόν, θά διαπιστώσωμε ὅτι ὁ ἅγιος Βασίλειος δέν ἐστηρίζετο ὡς σέ ἀπλανῆ ὁδηγό στίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ἀλλά ἐγνώριζε τήν ὀρθόδοξο πίστι καί δέν ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μέ τούς αἱρετικούς, ποὺ δὲν εἶχε καταδικάσει ἀκόμα Σύνοδος; Αὐτὸ τὸ διαπιστώνουμε, ὄχι βεβαίως ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, τήν ὁποία εἶχε ἤδη τότε καταδικάσει ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἀλλά ἀπό τήν αἵρεσι τῶν Πνευματομάχων, ἡ ὁποία καταδικάσθηκε μετά τόν θάνατό του, κατά τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.













Ὁ Μ. Βασίλειος, ὅπως εἶναι γνωστό δέν ἐπολέμησε μόνο τόν Ἀρειανισμό, ὁ ὁποῖος μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἀναζωπυρώθηκε σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά γίνη ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους γιά ἀρκετό χρονικό διάστημα, ἀλλά ἐπολέμησε καί τήν αἵρεσι ἡ ὁποία, κατ’ ἀναλογίαν μέ τούς Ἀρειανούς, ἐδίδασκε ὅτι τό Ἅγ. Πνεῦμα δέν εἶναι Θεός, ἀλλά κτίσμα, ὅπως δηλαδή οἱ Ἀρειανοί ἐδίδασκαν γιά τόν Χριστό.













Ὁ Μ. Βασίλειος μέ τήν διδασκαλία του καθώρισε τήν ὀρθόδοξο πίστι, σχετικά μέ τό Ἅγ. Πνεῦμα, σέ τόσο τέλειο καί ἀπόλυτο βαθμό, ὥστε νά γίνη ἡ διδασκαλία του τό πρότυπο καί ὁ ὁδηγός τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία τελικά ἀποφάσισε ὅ,τι ὁ Ἅγιος ἐδίδασκε. Θά παραθέσωμε κάποια δείγματα τῆς διδασκαλίας του γιά νά διακρίνωμε τήν χάρι πού εἶχε ὁ ἅγιος εἰς τά θέματα τῆς πίστεως.













Κατ’ ἀρχάς σέ ἐπιστολή του, ἡ ὁποία ἐπιγράφεται «Πρός τήν Ἀντιοχέων Ἐκκλησίαν», ἀκροτελεύτια ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐπειδὴ δὲ ἀδιόριστός ἐστιν ὁ περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λόγος, οὔπω τότε τῶν πνευματομάχων ἀναφανέντων, τὸ χρῆναι ἀναθεματίζεσθαι τοὺς λέγοντας τῆς κτιστῆς εἶναι καὶ δουλικῆς φύσεως τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐσίγησαν. Οὐδὲν γὰρ ὅλως τῆς θείας καὶ μακαρίας Τριάδος κτιστόν» (ΕΠΕ 1,340).













Ὁ ἅγιος, προηγουμένως, εἶχε ἀναφέρει τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπως τό εἶχε διατυπώσει ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καί ἐδῶ, ἀναφέρει ὅτι, ἡ διδασκαλία τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς περί τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, εἶναι γενική καί ἀόριστος, διότι τότε δέν εἶχε παρουσιασθῆ ἡ αἵρεσις τῶν Πνευματομάχων. Πρέπει λοιπόν, τώρα πού ἐμφανίσθηκε ἡ αἵρεσις, νά ἀναθεματίζωνται ὅσοι διδάσκουν ὅτι τό Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι κτιστῆς φύσεως, διότι δέν ὑπάρχει τίποτε κτιστόν εἰς τήν Ἁγ. Τριάδα. Δηλαδή ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει τόν ἀναθεματισμό τῶν Πνευματομάχων, χωρίς νά ὑπάρχη ἀπόφασις Συνόδου, ἔστω καί κάποιας τοπικῆς, ἡ ὁποία, ἄν ὑπῆρχε, θά τήν ἀνέφερε ὁ ἅγιος ὡς ἀπλανῆ ὁδηγό καί φυσικά τά πρακτικά τῶν Συνόδων.













Σέ ἄλλη ἐπιστολή του ἐπίσης, ἡ ὁποία ἐπιγράφεται «Διακόνοις θυγατράσι Τερεντίου Κόμητος» ὁ ἅγιος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα πεπιστεύκατε· μὴ προδῶτε ταύτην τὴν παρακαταθήκην. Πατέρα τὴν πάντων ἀρχήν· Υἱὸν Μονογενῆ, ἐξ αὐτοῦ γεννηθέντα, ἀληθινὸν Θεόν, τέλειον ἐκ τελείου, εἰκόνα ζῶσαν, ὅλον δεικνύντα ἐν ἑαυτῷ τὸν Πατέρα· Πνεῦμα Ἅγιον, ἐκ Θεοῦ ὑπάρχον, τὴν πηγὴν τῆς ἁγιότητος, δύναμιν ζωῆς παρεκτικήν, χάριν τελειοποιόν, δι' οὗ υἱοθετεῖται ἄνθρωπος καὶ ἀπαθανατίζεται τὸ θνητόν, συνημμένον Πατρὶ καὶ Υἱῷ κατὰ πάντα, ἐν δόξῃ καὶ ἐν ἀϊδιότητι, ἐν δυνάμει καὶ βασιλείᾳ, ἐν δεσποτείᾳ καὶ θεότητι, ὡς καὶ ἡ τοῦ σωτηρίου βαπτίσματος παράδοσις μαρτυρεῖ. Οἱ δὲ κτίσμα λέγοντες ἢ τὸν Υἱὸν ἢ τὸ Πνεῦμα ἢ ὅλως αὐτὸ εἰς τὴν λειτουργικὴν καὶ δουλικὴν κατάγοντες τάξιν μακράν εἰσι τῆς ἀληθείας, ὧν φεύγειν προσήκει τὰς κοινωνίας καὶ ἐκτρέπεσθαι τοὺς λόγους ὡς δηλητήρια ὄντα ψυχῶν» (ΕΠΕ 2,372).













Ἐδῶ ὁ ἅγιος κάνει σαφῆ καί συνοπτική διδασκαλία περί τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καί, ἐν τέλει, διδάσκει στίς διακόνισσες αὐτές νά φεύγουν ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, ὅσων διδάσκουν εἴτε γιά τόν Υἱό, εἴτε γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα ὅτι εἶναι κτίσμα. Κανονικά, σύμφωνα μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἔπρεπε πρῶτα νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις καί μετά νά γίνη ἡ ἀποτείχισις. Ὁ ἅγιος, ὅμως, εἴπαμε ὅτι δέν στηρίζεται στίς ἀποφάσεις Συνόδων, προκειμένου γιά θέματα πίστεως, ἀλλά διδάσκει τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἱρετικό, ἐφ’ ὅσον διαπιστωθοῦν τά αἱρετικά του φρονήματα, διότι ἡ πίστις εἶναι «ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς ἁγίοις» (Ἰούδα 3) καί ὀφείλουν οἱ Χριστιανοί, καί δή οἱ κληρικοί, νά τήν γνωρίζουν, ὥστε νά προστατεύωνται ἀπό τούς αἱρετικούς.













Στήν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος πρός τούς μοναχούς του ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Εἴ τις τὸν αὐτὸν Πατέρα λέγει καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ ἓν πρᾶγμα πολυώνυμον ὑποτιθέμενος καὶ μίαν ὑπόστασιν ὑπὸ τριῶν προσηγοριῶν ἐκφωνουμένην, τὸν τοιοῦτον ἡμεῖς ἐν τῇ μερίδι τῶν Ἰουδαίων τάσσομεν. Ὁμοίως καὶ εἴ τις ἀνόμοιον λέγει κατὰ τὴν οὐσίαν τὸν Υἱὸν τῷ Πατρὶ ἢ εἰς κτίσμα κατάγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἀναθεματίζομεν καὶ ἐγγὺς εἶναι τῆς Ἑλληνικῆς τιθέμεθα πλάνης» (ΕΠΕ 3,108).













Ἐδῶ παρομοίως, ὁ ἅγιος ἀναθεματίζει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι «εἰς κτίσμα κατάγουν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον» καί τούς τοποθετεῖ πλησίον τῶν εἰδωλολατρῶν, φυσικά χωρίς νά ὑπάρχη ἀπόφασις Συνόδου, ἔστω τοπικῆς.













Σέ ἐπιστολή του ἐπίσης, ἡ ὁποία ἐπιγράφεται «Τοῖς ἐν Ταρσῷ Πρεσβυτέροις», ὁ ἅγιος ἀκροτελεύτια ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐπεὶ οὖν πολλὰ στόματα ἤνοικται κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου καὶ πολλαὶ γλῶσσαι ἠκόνηνται εἰς τὴν κατ' αὐτοῦ βλασφημίαν, ἀξιοῦμεν ὑμᾶς, ὅσον ἐστὶν ἐφ' ὑμῖν, εἰς ὀλίγον ἀριθμὸν περιστῆσαι τοὺς βλασφημοῦνταςκαὶ τοὺς μὴ λέγοντας κτίσμα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δέχεσθαι εἰς κοινωνίαν, ἵνα μόνοι καταλειφθῶσιν οἱ βλάσφημοι καὶ ἢ καταισχυνθέντες ἐπανέλθωσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν ἢ ἐπιμένοντες τῇ ἁμαρτίᾳ ἀναξιόπιστοι ὦσι διὰ τὴν ὀλιγότητα. Μηδὲν τοίνυν πλέον ἐπιζητῶμεν, ἀλλὰ προτεινώμεθα τοῖς βουλομένοις ἡμῖν συνάπτεσθαι ἀδελφοῖς τὴν ἐν Νικαίᾳ πίστιν, κἂν ἐκείνῃ συνθῶνται,ἐπερωτῶμεν καὶ τὸ μὴ δεῖν λέγεσθαι κτίσμα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μηδὲ κοινωνικοὺς αὐτῶν εἶναι τοὺς λέγοντας. Πέρα δὲ τούτων ἀξιῶ μηδὲν ἐπιζητεῖσθαι παρ' ἡμῶν» (ΕΠΕ 3,252).













Ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει στούς Πρεσβυτέρους τῆς Ταρσοῦ νά μήν δέχωνται εἰς ἐκκλησιαστική κοινωνία ὅσους πιστεύουν ὅτι εἶναι κτίσμα τό Ἅγιον Πνεῦμα. Μάλιστα, ἐπαναλαμβάνει ὁ ἅγιος καί λέγει ὅτι, προκειμένου νά ἐπικοινωνήσουν ἐκκλησιαστικά, νά ζητοῦν ὁμολογία πίστεως σέ δύο πράγματα. Πρῶτον, ἄν συμφωνοῦν μέ τίς ἀποφάσεις τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου καί δεύτερον, ἄν ὁμολογοῦν ὅτι δέν εἶναι κτίσμα τό Ἅγ. Πνεῦμα. Ἄν δέ δέν ὁμολογήσουν καί τά δύο αὐτά νά μήν ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτούς.













Σέ ἄλλη ἐπιστολή του ἐπίσης, ἡ ὁποία ἀποστέλλεται στήν Ταρσώ καί ἐπιγράφεται «Τοῖς ἐν Ταρσῷ περί Κυριακόν» ὁ ἅγιος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἔστι δέ, ὡς ἐμαυτὸν πείθω, τὰ οὔτε ὑμῖν ὑπεναντία καὶ τοῖς προειρημένοις τῶν ἀδελφῶν αὐτάρκη πρὸς πληροφορίαν ταῦτα, ὁμολογεῖν ὑμᾶς τὴν ἐκ τῶν Πατέρων ἡμῶν ἐκτεθεῖσαν πίστιν τῶν ἐν Νικαίᾳ ποτὲ συνελθόντων καὶ μηδεμίαν τῶν ἐκεῖ λέξεων ἀθετεῖν, ἀλλ' εἰδέναι ὅτι τριακόσιοι δέκα καὶ ὀκτώ, ἀφιλονείκως συνιόντες, οὐκ ἄνευ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνεργείας ἐφθέγξαντο,προσθεῖναι δὲ τῇ πίστει ἐκείνῃ καὶ τὸ μὴ χρῆναι λέγειν κτίσμα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, μὴ μέντοι μηδὲ τοῖς λέγουσι κοινωνεῖν, ἵνα καθαρὰ ᾖ τοῦ Θεοῦ ἡ Ἐκκλησία μηδὲν ζιζάνιον ἑαυτῇ παραμεμιγμένον ἔχουσα» (ΕΠΕ 3, 256). Καί ἐδῶ παρομοίως τά αὐτά διδάσκει καί ἀπαγορεύει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ ὅσους πιστεύουν ὅτι εἶναι κτίσμα τό Ἅγ. Πνεῦμα.













Πρέπει ἐπίσης νά σημειωθῆ ὅτι γιά τήν θεότητα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ὁ Μ. Βασίλειος, πέραν τῆς διδασκαλίας του εἰς τίς ἐπιστολές του, ἔχει συγγράψει καί μία ὁλόκληρο πραγματεία, ἡ ὁποία εἶναι ἐκτενεστάτη καί καταλαμβάνει τό μισό μέρος τοῦ 10ου τόμου τῆς ΕΠΕ. Ἀπό ὅλα αὐτά γίνεται φανερό ὅτι ἐγνώριζε πλήρως τήν ὀρθόδοξο πίστι δέν ἐπερίμενε τίς ἀποφάσεις κάποιας Συνόδου ὡς ἀπλανῆ ὁδηγό καί, ὄχι μόνο δέν ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μέ ὅσους εἶχαν κάποια αἱρετική διδασκαλία, ἀλλά ἀκόμη καί τούς ἀναθεμάτιζε, ἔστω καί ἄν δέν εἶχε καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις ἀπό Σύνοδο.













Πρέπει ἀκόμη νά ἀναφερθῆ καί ἕνα σημαντικό τμῆμα ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ ἁγίου, γιά νά μή θεωρηθῆ ὅτι ὁ ἅγιος δέν ἤθελε τήν συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἤ ὅτι δέν ἐσέβετο τόν συνοδικό θεσμό, ἐβάδιζε αὐθαίρετα κλπ. Σέ ἐπιστολή του ἡ ὁποία ἐπιγράφεται «Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους» ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Πλήν γε ὅτι τάχους χρεία πρὸς τὸ περισώσασθαι τοὺς ὑπολειφθέντας καὶ παρουσίας ἀδελφῶν πλειόνων, ὥστε πλήρωμα εἶναι συνόδου τοὺς ἐπιδημοῦντας, ἵνα, μὴ μόνον ἐκ τῆς τῶν ἀποστειλάντων σεμνότητος, ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ οἰκείου ἀριθμοῦ, τὸ ἀξιόπιστον ἔχωσιν εἰς διόρθωσιν· οἳ καὶ τὴν ἐν Νικαίᾳ γραφεῖσαν παρὰ τῶν Πατέρων ἡμῶν πίστιν ἀνανεώσονται καὶ τὴν αἵρεσιν ἐκκηρύξουσι καὶ ταῖς Ἐκκλησίαις τὰ εἰρηνικὰ διαλέξονται τοὺς τὰ αὐτὰ φρονοῦντας συνάγοντες εἰς ὁμόνοιαν» (ΕΠΕ 3,90).













Ἐδῶ ὁ ἅγιος μετά τή θρηνώδη περιγραφή τῆς καταστάσεως τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τήν Ἀνατολή, ζητεῖ ἀπό τούς δυτικούς Ἐπισκόπους νά βοηθήσουν εἰς τήν συγκρότησι μεγάλης καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ Σύνοδος αὐτή μέ τό κύρος της θά ἀνανεώση καί θά ἐπιβεβαιώση τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς, θά ἀποκηρύξη τή νέα αἵρεσι τῶν Πνευματομάχων καί θά φέρη τήν ὁμόνοια στίς τοπικές Ἐκκλησίες, ἡ ὁποία θά ἑδράζεται ἐπί τῆς ἀληθοῦς πίστεως.













Ἐδῶ πρέπει νά θαυμάσωμε, πατέρες, τήν θεολογική ἀκρίβεια τοῦ ἁγίου. Δέν ζητεῖ τήν Σύνοδο διά νά καταδικάση τήν αἵρεσι, ὑπό τήν ἔννοια τήν ὁποία ἐσεῖς διδάσκετε, δηλαδή γιά νά ξεκινήση ἡ ἀποτείχισις τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες (διότι αὐτό ὁ ἅγιος τό εἶχε κάνει μόλις παρουσιάστηκε ἡ αἵρεσις τῶν Πνευματομάχων), ἀλλά γιά νά περιβάλλη ἡ Σύνοδος μέ τό κύρος της τά ὀρθόδοξα δόγματα καί γιά νά ἑνωθοῦν ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι γύρω ἀπό τήν Σύνοδο, ὑπό τήν προϋπόθεσι, ὅτι αὐτή θά ὀρθοτομήση τόν λόγο τῆς ἀληθείας, δηλαδή θά ξεριζώση ὅλα τά νόθα δόγματα καί τίς αἱρετικές διδασκαλίες, μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία. Βλέπουμε δηλαδή, ὅτι ὁ ἅγιος δέν ἦτο διατεθειμένος νά ἀκολουθήση τίς ἀποφάσεις οἱασδήποτε Συνόδου, ἔστω καί Οἰκουμενικῆς, ἄν αὐτή δέν ἐπεκύρωνε τά ὀρθόδοξα δόγματα.













Εἰς τό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ἀναφέρωμε ὅτι ἡ Α΄ Οἰκουμενική τήν ἐποχή τοῦ ἁγ. Βασιλείου δέν εἶχε τό κύρος καί τήν ἰσχύ τήν ὁποία ἔχει σήμερα. Αὐτό τό κύρος τό ἀπέκτησε μετά τήν κατοχύρωσι καί ἀναγνώρισι ἀπό τή Β΄ Οἰκουμενική. Δι’ αὐτό, στό παρατεθέν ἀνωτέρω χωρίον, ὁ ἅγιος ἀναφέρει γιά τήν νέα μεγάλη Σύνοδο, ἡ ὁποία ἔπρεπε να συγκροτηθῆ «οἵ καί τήν ἐν Νικαίᾳ γραφεῖσαν παρά τῶν πατέρων ἡμῶν πίστιν ἀνανεώσονται».Δηλαδή δέν θά τήν ἀνανεώσουν ὑπό τήν ἔννοια τῆς διορθώσεως, ἀλλά ὑπό τήν ἔννοια τῆς κατοχυρώσεως καί ἀναγνωρίσεως.













Τό ὅτι ἡ Α΄ Οἰκουμενική δέν εἶχε τό κύρος τό ὁποῖο τῆς προσεδόθη ἐκ τῶν ὑστέρων, φαίνεται καί ἀπό τόν πόλεμο πού ὑπέστη ἀπό τούς Ἀρειανούς μέ τόν σκοπό τῆς ἀκυρώσεως τῶν ἀποφάσεών της. Εἶναι καταγεγραμμένες πρός τόν σκοπό αὐτό, στά πρακτικά τῶν Συνόδων, δέκα ἑπτά (17) Σύνοδοι Ἀρειανῶν καί Ἡμιαρείων, οἱ ὁποῖες διεκδικοῦσαν νά ὑποσκελίσουν καί νά ἀκυρώσουν τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας. Φυσικά, ἄν ἡ Σύνοδος τῆς Νικαίας εἶχε τό κύρος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς καί τό κύρος πού τῆς προσέδωσαν μετέπειτα οἱ Πατέρες καί οἱ Σύνοδοι, δέν θά ἐτόλμων οἱ αἱρετικοί, οὔτε κἄν θά διενοοῦντο νά προσβάλλουν τίς ἀποφάσεις της. Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τό Σύμβολο τῆς πίστεως. Οἱ αἱρετικοί συνέταξαν πλῆθος Συμβόλων πίστεως, τά ὁποῖα ἐμάχοντο τό Σύμβολο τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας.













Ὅλα αὐτά τά ἀνέφερα, διότι μέ τά γραφόμενα εἰς τήν κριτική σας μελέτη δίδεται τήν ἐντύπωσι ὅτι τό κύρος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς ἦταν τότε αὐτό, τό ὁποῖο εἶναι σήμερα, καί ὅτι οἱ Πατέρες καί ὁ λαός ἐστηρίζοντο στίς ἀποφάσεις της γιά ὅ,τι ἔπραττον. Γράφετε συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Πολύ σωστά ἐδῶ στὴν προκειμένη περίπτωση ὁ Ἅγιος διέκοψε κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς ἀρειανούς τῆς ἐποχῆς του, ἔστω καί ἄν αὐτοί δέν εἶχαν ἀναθεματιστεῖ ὀνομαστικά ἀπό Σύνοδο. Καί τοῦτο διότι ἐφ' ὅσον ἡ Α' Οἰκουμενική διέκοψε κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Ἄρειο, αὐτό σημαίνει ὅτι κατ' ἐπέκτασιν διακόπτει κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ κάθε ἄλλον μεταγενέστερο ἀρειανόφρονα κληρικό, ἔστω καὶ ἂν αὐτός ὁ συγκεκριμένος κληρικὸς δὲν ἔχει ἀναθεματιστεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία».













Τό κύρος τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας ἦταν τήν ἐποχή ἐκείνη ἀνά πᾶσα στιγμή ἕτοιμο νά ἀνατραπῆ. Εἶναι γνωστό ὅτι ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν Ἄρειο, ὁ ὁποῖος ἀναθεματίσθηκε ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Νικαίας, μέ τήν παρέμβασι τοῦ αὐτοκράτορος καί τίς ψεύτικες καί ὕποπτες δηλώσεις μετανοίας, εἶχε ἀποφασισθῆ νά τόν δεχθοῦν σέ κοινωνία οἱ Ὀρθόδοξοι, προκειμένου νά εἰρηνεύσουν τά πράγματα. Τότε ἔγινε τό γνωστό θαῦμα, κατόπιν προσευχῆς τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου, καί ἐχύθηκαν τά σπλάγχνα τοῦ Ἀρείου στό λουτρό, λίγο πρίν τή Θεία Λειτουργία καὶ συλλειτουργία Ὀρθοδόξων καί Ἀρειανῶν. Ἄν λοιπόν, οὔτε γιά τόν ἴδιο τόν Ἄρειο δέν ἴσχυον οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, ἤ ἔστω ἠδύναντο ἀνά πᾶσα στιγμή νά ἀλλαγοῦν, πολύ περισσότερο δέν ἴσχυον γιά τούς ὑπολοίπους Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι δέν ἀναθεματίστηκαν ὀνομαστικῶς ἀπό τήν Σύνοδο.













Οἱ Ὀρθόδοξοι λοιπόν, τήν ἐποχή τοῦ Μ. Βασιλείου, ἐστηρίζοντο εἰς τήν ὀρθόδοξο καί ἀληθινή πίστι καί στό κύρος τῆς ἁγ. Γραφῆς, ἡ ὁποία, ἀφ’ ἑνός μέν καθώριζε τήν ἀληθινή πίστι, ἀφ’ ἑτέρου ἐδίδασκε γιά τίς σχέσεις μέ τούς αἱρετικούς. Ὅλα αὐτά πατέρες, τά ὁποῖα γράφετε, ὅτι δηλαδή ὁ ἅγιος ἐστηρίζετο στίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας εἶναι λάθος γιά τόν ἐπί πλέον λόγο ὅτι, ἄν ὁ ἅγιος ἐστηρίζετο στίς ἀποφάσεις αὐτές, οἱ Ἀρειανοί ἐστηρίζοντο στίς ἀποφάσεις πλῆθος Συνόδων Ἀρειανικῶν καί Ἡμιαρείων, ὁπότε καί αὐτοί ἦσαν μέ τήν σειρά των κατοχυρωμένοι διότι ἐστηρίζοντο στίς ἀποφάσεις κάποιων Συνόδων.













Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο σήμερα εἶναι κατοχυρωμένοι καί οἱ Οἰκουμενιστές, διότι διακηρύσσουν εὐκαίρως ἀκαίρως, καί εἰδικά ὅταν πιέζονται ἀπό τίς διαμαρτυρίες κάποιων ἀντιοικουμενιστῶν, πώς ὅ,τι πράττουν εἰς τά θέματα τῶν θεολογικῶν διαλόγων, τῶν συμπροσευχῶν, τῶν κοινῶν δηλώσεων, ἀκόμη καί τῆς συμμετοχῆς των στό Π.Σ.Ε. κλπ., στηρίζονται στίς ἀποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων, τίς ὁποῖες αὐτοί οἱ ἴδιοι συνεκάλεσαν γιά νά εἶναι κατοχυρωμένοι καί νά μή δείχνουν ὅτι βαδίζουν μέ τήν προσωπική πρωτοβουλία κάποιων.













Ἀκόμη θά ἔλεγα, συνοδικῶς ἀποφασίζεται καί γιά τό ποιούς θά ἀποστείλουν ὡς ἀντιπροσώπους εἰς τούς διαλόγους αὐτούς. Καί ἰσχυρίζονται μάλιστα, ὅτι μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, τό ὁποῖο ὑποτίθεται κατευθύνει τήν Σύνοδο, ἐπιλέγονται καὶ ἀποστέλλονται πάντοτε οἱ πιό κατάλληλοι, ἐνῶ εἶναι γνωστὸ καὶ σὲ σᾶς, ὅτι στέλλονται οἱ πλέον ἐνδοτικοί καὶ ἀκατάλληλοι, οἱ σπουδάσαντες καὶ ἀνατραφέντες στὰ σπουδαστήρια του Βατικανοῦ καί τῆς Δύσεως Ἐπίσκοποι καί θεολόγοι, οἱ βετεράνοι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.













Ἄρα λοιπόν, ὁ τρόπος σκέψεώς σας εἶναι λάθος γιά τόν ἐπί πλέον λόγο ὅτι ἀναπαράγετε τήν ἴδια σκέψι καί τακτική τῶν Οἰκουμενιστῶν, νά στηριζώμεθα δηλαδή στίς ἀποφάσεις «κάποιων» Συνόδων καί νά θεωροῦμε ὅτι κατ’ αὐτόν τόν τρόπο εἴμεθα κατοχυρωμένοι.













Ὁ ἅγιος λοιπόν, ἐστηρίζετο στήν ἁγ. Γραφή καί δέν ἐδέχετο οὐδεμία ἀπόφασι οἱασδήποτε Συνόδου, οὔτε ἀγγέλου ἀπό τόν οὐρανό κατά τόν Παῦλο, ἄν δέν ἦτο σύμφωνος ἡ ἀπόφασις αὐτή μέ τήν ἁγ. Γραφή καί μέ τήν ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστι τοῖς Ἁγίοις. Ἐστήριζε, ὅμως, τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, διότι ἦσαν κατά πάντα ὀρθόδοξες, ἤθελε καί προετοίμαζε τήν σύγκλισι νέας Συνόδου, πρός κατοχύρωσι τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας καί καταδίκη τῆς αἱρέσεως τῶν Πνευματομάχων, ἀπό τούς ὁποίους ἤδη εἶχε ἀποτειχισθῆ καί ἐδίδασκε ὅλους τούς Ὀρθοδόξους νά πράττουν τό ἴδιο.













Εἶναι λοιπόν, πατέρες, τελείως διαφορετικό τό νά στηρίζη κάποιος ἅγιος τίς ἀποφάσεις μίας Συνόδου ἀπό τό νά στηρίζεται εἰς αὐτές. Διότι εἶναι διαφορά τακτικῆς ἀγῶνος, ἐπειδή στήν μία περίπτωσι, ἔτσι πράττουν οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι μέ διάκρισι στηρίζουν τίς ἀποφάσεις τῶν ὀρθοδόξων Συνόδων καί ἡ δεύτερη, εἶναι μέθοδος τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι στηρίζονται ἀπό τίς ἀποφάσεις κάποιων Συνόδων, προκειμένου νά κατοχυρώνωνται, νά θεωροῦνται ἀνεύθυνοι καί νά προχωροῦν ἀνενόχλητοι στήν ἐπιβολή τῆς αἱρέσεως.













Στήν περίπτωσι αὐτή τοῦ ἁγ. Βασιλείου, θεωρῶ ὅτι ἄριστα προσαρμόζεται ὁ 15ος Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ἐφ’ ὅσον βεβαίως τόν ἀπαλλάξομε ἀπό τήν παγίδα τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας του, διότι ἐδῶ ἔχομε κατεγνωσμένη αἵρεσι, ἀλλά ἡ ἀποτείχισις ἔγινε πρό συνοδικῆς κρίσεως τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων. Νομίζω δέ ὅτι ἐμπλέκετε ὅλους τούς ἄλλους Κανόνες γιά νά συσκοτίσετε τά πράγματα, διότι ἀκόμη καί σέ ἄλλους Κανόνες νά ἐστηρίζετο ὁ ἅγιος, πάλι ὅλοι αὐτοί οἱ Κανόνες στηρίζουν τό κύρος τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας, ἐφ’ ὅσον πρόκειται γιά ἀποτείχισι κατεγνωσμένης αἱρέσεως, ἡ ὁποία γίνεται πρό συνοδικῆς κρίσεως τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων.













Κατωτέρω γράφετε τά ἑξῆς: «Πάντως Συνοδική καταδίκη τῶν αἱρετικῶν, εἴτε ὀνομαστικά εἴτε μή ὀνομαστικά, εἶναι ἀπαραίτητη καί πουθενά σέ καμμιά περίπτωση δέν ὑπάρχει διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας (ἀποτείχιση) χωρίς καταδίκη τῶν αἱρετικῶν» (σελ. 26-27). Ἀνωτέρω στή σελ. (25) γράφετε: «Πολύ σωστά ἐδῶ στήν προκειμένη περίπτωση ὁ Ἅγιος διέκοψε κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς ἀρειανούς τῆς ἐποχῆς του, ἔστω καί ἄν αὐτοί δέν εἶχαν ἀναθεματιστεῖ ὀνομαστικά ἀπό Σύνοδο». Δέν δύναμαι καί ἐδῶ πατέρες, νά παρακολουθήσω τήν σκέψι σας. Καί σέ ἄλλα σημεῖα τῆς μελέτης σας γράφετε ὅτι χρειάζεται ὁπωσδήποτε ἡ ὀνομαστική καταδίκη τῶν αἱρετικῶν, προκειμένου νά ἀποτειχισθοῦμε. Τώρα, στήν περίπτωσι τοῦ ἁγ. Βασιλείου, πού δέν ὑπάρχει ὀνομαστική καταδίκη τῶν αἱρετικῶν, ἀντί νά παραδεχθῆτε ὅτι αὐτή εἶναι ἡ κλασσική, θά λέγαμε, μορφή τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ἀναφέρετε ἄλλες δικαιολογίες, προφανῶς γιά νά δικαιολογήσετε τό δυνητικό τοῦ Κανόνος.













Νομίζω ὅτι, τελικά, ἡ δυνητική αὐτή ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος σᾶς ἀναγκάζει κάθε τόσο νά ἀναιρῆτε αὐτά, τά ὁποῖα πρό ὀλίγου ἰσχυρίζεσθε, καί κυρίως νά περιπίπτετε σέ πλάνες, νά χρησιμοποιῆτε τίς μεθόδους καί τήν τακτική τῶν αἱρετικῶν καί δή τῶν Οἰκουμενιστῶν καί βεβαίως (τό κυριώτερο καί ἄκρως ἀπογοητευτικό) νά μήν μπορῆτε νά κατανοήσετε καί νά ἑρμηνεύσετε οὔτε τήν ἁγία Γραφή, οὔτε τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.













(Συνεχίζεται) Α΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/02/blog-post_22.html








































Β΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/02/blog-post_28.html








































Γ΄ ΜΕΡΟΣ: http://paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_7.html








































Δ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_8517.html








































Ε΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_15.html








































ΣΤ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_19.html








































Ζ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_5267.html





Πηγή



















Θ΄ Μέρος































Θά ἔλθω ἐν συνεχείᾳ νά ἀναφερθῶ σέ κάποια συγκεκριμένα σημεῖα τῆς μελέτης σας, σχετικά μέ τόν Μ. Ἀθανάσιο. Σχολιάζοντας τήν διδασκαλία τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου καί συγκεκριμένα τό χωρίο (ΒΕΠΕΣ 33,199) στή σελ. 27 τῆς μελέτης σας, γράφετε τά ἑξῆς: «Ἐδῶ δέν γίνεται λόγος γιά αἵρεση, ἀλλά γιά ἄλλης φύσεως ἁμαρτήματα (ἠθικά παραπτώματα ἤ ἀδικήματα) τοῦ ἐπισκόπου, πού προκαλοῦν σκάνδαλο στόν λαό. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ὅμως, τά ἁμαρτήματα ρυθμίζουν, ὅπως εἴδαμε οἱ Κανόνες 13ος, 14ος καί τό πρῶτο μέρος τοῦ 15ου τῆς ΑΒ'». Τελικῶς, μετά ἀπό τήν παράθεσι πού κάνετε ἑνός χωρίου τοῦ Χρυσοστόμου, τό ὁποῖο ἀναφέρει ὅτι δέν πρέπει νά ἐξετάζωμε τά ἰδιωτικά καί προσωπικά παραπτώματα τῶν διδασκάλων καί προεστώτων τῆς Ἐκκλησίας, καταλήγετε λέγοντας τά ἑξῆς: «Στήν προκειμένη περίπτωση δέν ἰσχύει ἡ γνώμη ἑνός μεμονωμένου Πατρός (τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου), ἀλλά ὅσα νομοθετοῦν Συνοδικῶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πού συνέταξαν τούς παραπάνω Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἰσχύ νόμου μέσα στήν Ἐκκλησία».




Σχολιάζοντας αὐτά τά κείμενά σας καί κρίνοντας τόν τρόπο σκέψεώς σας καί τήν μέθοδο τήν ὁποία χρησιμοποιεῖτε, θέλω νά τονίσω ὅτι εἶναι τελείως ἀνορθόδοξος καί ἀντιπατερικός ὁ τρόπος αὐτός, μέ τόν ὁποῖο ἐξετάζετε τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων. Διότι οἱ Ἅγιοι, ὅταν ἐρευνοῦν ἤ ἑρμηνεύουν κείμενα ἄλλων Ἁγίων, προσπαθοῦν νά ἐναρμονίσουν μέ τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι καί διδασκαλία τίς ἐξωτερικές ἐναντιοφάνειες πού πιθανόν νά ἔχουν· δηλαδή αὐτά τά κείμενα, πού φαινομενικά ἔρχονται σέ ἀντίθεσι μέ τήν ὀρθόδοξο πίστι καί Παράδοσι, προσπαθοῦν οἱ Ἅγιοι νά κατανοήσουν ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα, τί ὑπονοοῦν οἱ Πατέρες, ποιά εἰδική περίπτωσι τοῦ θέματος ἐξετάζουν, ἀπὸ ποιά ποιμαντική ἤ θεολογική πλευρά ἀντιμετωπίζουν τό θέμα, ἄν χρησιμοποιοῦν στήν προκειμένη περίπτωσι τήν ἀκρίβεια ἤ τήν οἰκονομία, καὶ στήν συνέχεια προσπαθοῦν νὰ μᾶς ἐξηγήσουν καί ἑρμηνεύσουν κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε νά ἀντιληφθοῦμε κι ἐμεῖς ὅτι οἱ θέσεις τους ταιριάζουν καί ἐναρμονίζονται πλήρως μέ τήν ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστι.




Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἑρμηνεύει ὀρθοδοξότατα τά κείμενα τοῦ ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, τά ὁποῖα οἱ σημερινοί ἐρευνητές καί θεολογοῦντες εἰκάζουν ὅτι ἀρειανίζουν. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἑρμηνεύουν τήν φράσι τοῦ ἁγ. Κυρίλλου: «Μία φύσις τοῦ Λόγου σεσερκωμένη», τήν ὁποία οἱ Μονοφυσίτες (καί οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστές) παρερμηνεύουν. Κατά τόν ἴδιο τρόπο ἑρμηνεύουν πολλοί Ἅγιοι τά περί ἀποκαταστάσεως κείμενα τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, δίδοντας, δηλαδή, εἰς αὐτά ὀρθόδοξες ἑρμηνεῖες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης (Φατ. 471,676).




Μέ αὐτήν τήν ἔννοια, ὁ ἔξαρχος τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἅγ. Ταράσιος, στήν πρώτη συνεδρία αὐτῆς ἀναφέρει: «Κατ' οὐδέν τούς Πατέρας εὑρίσκομεν διαφωνοῦντας, ἀλλ' ὡς τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος ὄντες, πάντες τό αὐτό κηρύττουσι καί διδάσκουσιν... Πανταχοῦ γάρ οἱ Πατέρες ἀλλήλοις σύμφωνοι εἰσίν, ἐναντίωσις δέ οὐδεμία ἔνεστιν αὐτοῖς· ἀλλ' ἐναντιοῦνται αὐτοῖς, οἱ τάς οἰκονομίας καί τούς σκοπούς αὐτῶν μή ἐπιστάμενοι» (Πρακτικά π. Σπ. Μήλια τόμ. β', σελ. 737 καί 741).




Αὐτήν τήν ἴδια μέθοδο χρησιμοποιεῖ, κατά κόρον θά λέγαμε, καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στήν ἑρμηνεία τῶν ἱερῶν Κανόνων τοῦ Πηδαλίου. Δηλαδή ἐκεῖ, ὅπου φαίνεται μεταξύ τῶν Κανόνων μία ἀντίθεσις, ὁ ἅγιος τήν ἐξομαλύνει καί τήν ἀπαλείφει θαυμάσια, ἑρμηνεύοντας τό τί σημαίνει καί ποῦ ἀναφέρεται αὐτό, τό ὁποῖο φαίνεται ὅτι ἐναντιώνεται μέ ἄλλον Κανόνα.




Θά ἀναφέρω ἕνα ἀπό τά πολλά παραδείγματα ἀπό τό Πηδάλιο, διά νά γίνη κατανοητή ἡ μέθοδος αὐτή τῶν Ἁγίων εἰς τά κείμενα τῶν Πατέρων, τά ὁποῖα φαίνονται νά ἐναντιώνωνται μεταξύ των. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος στήν ἑρμηνεία τοῦ ΜΣΤ΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνος καί εἰδικά στήν ὑποσημείωσι, διατί ἄλλες Σύνοδοι ἀπέβαλαν τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καί ἄλλες τό ἐδέχθησαν, τά ἑξῆς:




«Τούτων οὕτως εἰρημένων, δικαίως ἤθελεν ἀπορήσῃ τινάς, διατί ἡ ἁγία καί Οἰκουμενική β΄ σύνοδος εἰς τόν ζ’ αὐτῆς Κανόνα, ἀλλά δή καί ἡ Οἰκουμενική ς΄ εἰς τόν ψε’ αὐτῆς, δέν ἀπέβαλον ὅλων τῶν αἱρετικῶν τό βάπτισμα, κατά τούς Ἀποστολικούς τούτους Κανόνας, καί τήν περί τόν ἅγιον Κυπριανόν σύνοδον, καί ὅλους τούς ἄλλους μεγάλους καί θεοσόφους Πατέρας, τούς προρρηθέντας, ὧν τά συγγράμματα, αὐτή ἡ ἰδία, ὡς εἴπομεν, Οἰκουμενική ς’ ἐν τῷ β’ Κανόνι αὐτῆς ἐπεσφράγισεν, ἀλλά ἄλλων μέν αἱρετικῶν ἐδέχθη τό βάπτισμα, ἄλλων δέ οὐχί;




»Διά νά γένῃ εὔληπτος ἡ λύσις τῆς ἀπορίας ταύτης, εἶναι χρεία νά προηξεύρῃ τινάς, ὅτι δύω εἴδη κυβερνήσεως, καί διορθώσεως, φυλλάττονται εἰς τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν. Τό ἕν εἶδος ὀνομάζεται Ἀκρίβεια, τό δέ ἄλλο, ὀνομάζεται Οἰκονομία καί Συγκατάβασις, μέ τά ὁποῖα κυβερνοῦσι τήν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν οἱ τοῦ Πνεύματος οἰκονόμοι, πότε μέν μέ τό ἕνα, πότε δέ μέ τό ἄλλο. Λοιπόν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι εἰς τούς προρρηθέντας Κανόνας των καί οἱ μνημονευθέντες ἅπαντες ἅγιοι, ἐμεταχειρίσθησαν τήν Ἀκρίβειαν, καί διά τοῦτο ἀποβάλλουσι μέ τελειότητα τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν∙ αἱ δέ δύω Οἰκουμενικαί σύνοδοι ἐμεταχειρίσθησαν τήν Οἰκονομίαν, καί τῶν μέν Ἀρειανῶν καί Μακεδονιανῶν τό βάπτισμα ἐδέχθησαν, καί ἄλλων∙ τῶν δέ Εὐνομιανῶν καί ἄλλων ἀκόμη, δέν ἐδέχθησαν. Διότι, εἰς τούς καιρούς μάλιστα τῆς β’ συνόδου, ἤκμαζαν οἱ Ἀρειανοί, καί Μακεδονιανοί, καί ὄχι μόνον ἦσαν εἰς τό πλῆθος πολλοί, ἀλλά καί μεγάλας εἶχον δυνάμεις καί κοντά εἰς τούς βασιλεῖς, καί κοντά εἰς τούς ἄρχοντας, καί τήν σύγκλητον. Ὅθεν, ἕνα μέν διά νά τούς ἑλκύσουν εἰς τήν ὀρθοδοξίαν, καί νά τούς διορθώσωσιν εὐκολώτερα, ἄλλο δέ διά νά μή τύχῃ καί τούς ἐξαγριώσουν περισσότερον κατά τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Χριστιανῶν, καί γένει χειρότερον τό κακόν, οἰκονόμησαν οὕτω τό πρᾶγμα, οἱ οἰκονομοῦντες τούς λόγους αὐτῶν ἐν κρίσει, οἱ Θεῖοι ἐκεῖνοι Πατέρες, καί συγκατέβηκαν νά δεχθοῦν τό βάπτισμα αὐτῶν».




Ὀλίγον δέ κατωτέρω, στήν ἴδια ὑποσημείωσι, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Φανερόν εἶναι λοιπόν, ὅτι ἀφῆκε νά νοοῦμεν ἡμεῖς, πῶς ὁ μέν μέγας Βασίλειος μεταχειρίζεται τήν Ἀκρίβειαν, αὐτή δέ, καί ἡ Οἰκουμενική β’ ἐμεταχειρίσθηκαν τήν Οἰκονομίαν, καί οὕτω δέν φαίνεται κᾳμμία ἀντίφασις, ἤ ἐναντιότης ἀνάμεσά των».




Αὐτή εἶναι, λοιπόν, ἡ μέθοδος καί τακτική τῶν Ἁγίων καί, κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ὁ ἅγιος Ταράσιος ἀναφέρει μέσα στήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ὅτι: «κατ’ οὐδέν τούς Πατέρας εὑρίσκομεν διαφωνοῦντας», ἀλλά ἀπεναντίας, «πανταχοῦ οἱ Πατέρες ἀλλήλοις σύμφωνοι εἰσίν, ἐναντίωσις δέ οὐδεμία ἔνεστιν αὐτοῖς». Τό ἐξηγεῖ δέ αὐτό ὁ ἅγιος θαυμάσια λέγοντας: «τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος ὄντες, πάντες τό αὐτό κηρύττουσι καί διδάσκουσι».




Ἐσεῖς ὅμως, πατέρες, δυστυχῶς, μέ τήν ἑρμηνευτική σας μέθοδο, ἡ ὁποία παραβλέπει τήν πατερική μέθοδο, παρουσιάζετε τούς Πατέρας διαφωνοῦντας καί μάλιστα τούς παρουσιάζετε νά διαφωνοῦν μέ συνοδικούς Κανόνες. Ἄρα λοιπόν, ἐφ’ ὅσον διαφωνοῦν, δέν εἶναι τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος, ἀλλά ἀλλοτρίου. Αὐτό νομίζω ὅτι ὀφείλεται εἰς τό ὅτι ἔχετε θέσει ὡς δόγμα τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καί ὅ,τι δέν συμφωνεῖ μέ αὐτήν τό θεωρεῖτε ὡς «γνώμη ἑνός μεμονωμένου πατρός».




Τό πλέον παράδοξον ὅμως καί ἄκρως λυπηρόν εἶναι ὅτι ἡ δυνητική αὐτή ἑρμηνεία ποὺ ὑποστηρίζετε, δέν συμφωνεῖ οὔτε μέ τήν ἁγ. Γραφή, οὔτε μέ τούς ἱερούς Κανόνες, οὔτε μέ τήν ἐν γένει διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Δι’ αὐτόν τόν λόγο, ἀφ’ ἑνός μέν δέν ἀναφέρατε οὐδένα ἁγιογραφικό χωρίο καί οὐδεμία πατερική διδασκαλία πρός στήριξι τῆς θεωρίας αὐτῆς,παρά μόνο δικούς σας συλλογισμούς, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀναγκάζεσθε ἐκ τῶν πραγμάτων, διά νά τήν στηρίξετε, νά φέρετε σέ ἀντίθεσι δῆθεν τούς Πατέρας μέ τούς συνοδικούς Κανόνας ἤ νά δίδετε ἑρμηνεῖες στά χωρία τῶν Πατέρων αὐθαίρετες καί ἀμάρτυρες, οἱ ὁποῖες βεβαίως ταιριάζουν ἄριστα μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία.




Τό χειρότερο δέ ὅλων εἶναι ὅτι, ἑρμηνεύοντας τόν ἴδιο τόν Κανόνα, παραβλέπετε τελείως τήν τιμή πού θεσπίζει σέ ὅσους ἀποτειχισθοῦν πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, προβάλλοντας ὡς ἐπιχείρημα τήν ἀτιμωρησία τῶν πολλῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἀποτειχίσθηκαν. Δηλαδή ἡ τιμή τῶν ἀγωνιστῶν δέν εἶναι κίνητρο γιά σᾶς πρός μίμησί των, ἀλλά ἡ ἀποφυγή τῆς τιμωρίας ὅσων ἐν καιρῷ αἱρέσεως συνοδοιποροῦσαν μέ τήν αἵρεσι ἀναμένοντες κατά τά λεγόμενά σας τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.




Ἔπειτα ἀπό ὅλα αὐτά νομίζω, ἄν θά εἴχατε τή διάθεσι νά ἑρμηνεύσετε τό χωρίο αὐτό τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἄλλων Ἁγίων τήν διδασκαλία, σύμφωνα μέ τήν πατερική μέθοδο, θά ἔπρεπε νά προσπαθήσετε νά τό ἐντάξετε σέ κάποια κατηγορία, ἡ ὁποία νά ἐναρμονίζετε πλήρως μέ τήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία. Θά τό ἐξηγήσω πρακτικά ὡς ἑξῆς:




Τό χωρίο αὐτό ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Βαδίζοντες δὲ τὴν ἀπλανῆ καὶ ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμὸν μὲν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα· μὴ τὸν αἰσθητόν, ἀλλὰ τὸν νοητόν· οἷον ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ' αὐτῶν ἐμβληθῆναι, ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα, εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός. Ὁμοίως καὶ ἡ χεὶρ ὁ διάκονος, ἐὰν ἀνάξιόν τι πράττῃ, χωριζέσθω τοῦ θυσιαστηρίου» (P.G. 35,33 – BEΠΕΣ 33,199).




Θά ἔπρεπε λοιπόν, πρίν γράψετε πρόχειρα ὅτι «στήν προκειμένη περίπτωση δέν ἰσχύει ἡ γνώμη ἑνός μεμονωμένου Πατρός (τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου), ἀλλά ὅσα νομοθετοῦν Συνοδικῶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πού συνέταξαν τούς παραπάνω Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἰσχύ νόμου μέσα στήν Ἐκκλησία» (σελ. 27-28) νά ἐξετάσετε ποῦ ἀναφέρεται αὐτό πού διδάσκει ὁ ἅγιος. Διότι, ἄν μέν ἀναφέρεται στά προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου, τά ὁποῖα ὄντως δέν πρέπει νά τά ἐρευνοῦμε, τότε ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος ἔρχεται σέ ἀντίθεσι, καί μέ τό χωρίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου πού ἀναφέρατε, καί μέ τό πρῶτο μέρος τοῦ 15ου τῆς ΑΒ Συνόδου, καθώς καί τούς δύο προηγουμένους αὐτοῦ ἱερούς Κανόνες. Εἰς αὐτήν ὅμως τήν περίπτωσι, αὐτά τά ὁποῖα ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ταράσιος μέσα στήν Ζ΄ Οἰκουμενική εἶναι ψευδῆ, διότι ὑπάρχει ὄντως ἐναντίωσις στούς Πατέρες, τήν ὁποία ἐσεῖς, πατέρες, διαπιστώσατε καί πολλοί βεβαίως ἄλλοι θεολογοῦντες ὀρθολογιστές καί ἄρα δέν εἶναι τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος οἱ Πατέρες καί οἱ Σύνοδοι.




Ἐάν ὅμως κατευθύνατε τήν σκέψι σας στήν ἐκδοχή, ὅτι γιά ἄλλη περίπτωσι ὁμιλεῖ ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος καί γιά ἄλλη ὁ Χρυσόστομος καί οἱ Κανόνες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τότε θαυμάσια ἐναρμονίζοντο ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων καί τῶν ἱερῶν Κανόνων. Διότι ὄντως, ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος ἀναφέρεται σέ ἁμαρτίες τοῦ Ἐπισκόπου καί τῶν κληρικῶν, οἱ ὁποῖες γίνονται δημόσια καί ἀπροκάλυπτα καί δι’ αὐτό σκανδαλίζουν τόν λαό, καί δέν ἀναφέρεται στίς ἁμαρτίες ἐκεῖνες, οἱ ὁποῖες δέν γίνονται δημοσίως, οὔτε εἶναι θανάσιμες, οὔτε βεβαίως ἔχουν σχέσι μέ θέματα πίστεως. Διότι ἡ ἀντιμετώπισις τῶν πρώτων καί τῶν δευτέρων εἶναι τελείως διαφορετική.




Στήν πρώτη περίπτωσι, τῶν δημοσίων δηλαδή ἁμαρτιῶν ποὺ δημιουργοῦν σκάνδαλο, ἀναφέρεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν γράφει ἐπιπλήττοντας τούς Κορινθίους: «Ὅλως ἀκούεται ἐν ὑμῖν πορνεία, καί τοιαύτη πορνεία, ἥτις οὐδέ ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὀνομάζεται, ὥστε γυκαῖκά τινα τοῦ πατρός ἔχειν. καί ὑμεῖς πεφυσιωμένοι ἐστέ, καί οὐχί μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τό ἔργον τοῦτο ποιήσας! ἐγώ μέν γάρ ὡς ἀπών τῷ σώματι, παρών δέ τῷ πνεύματι, ἤδη κέκρικα ὡς παρών τόν οὕτω τοῦτο κατεργασάμενον, ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συναχθέντων ὑμῶν καί τοῦ ἐμοῦ πνεύματος σύν τῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παραδοῦναι τόν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τό πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» (Α΄ Κοριν. 5,1-5).




Ἐδῶ ὁ Παῦλος γιά τό δημόσιο αὐτό σκάνδαλο ἀπαιτεῖ τήν ἔξοδο αὐτοῦ ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τήν παράδοσί του στόν Σατανᾶ πρός ταλαιπωρία. Κατωτέρω δέ στήν ἴδια ἐπιστολή, γενικεύοντας τρόπον τινά αὐτή τήν διδασκαλία τῶν δημοσίων σκανδάλων, διδάσκει τά ἑξῆς: «νῦν δέ ἔγραψα ὑμῖν μή συναναμίγνυσθαι ἐάν τις ἀδελφός ὀνομαζόμενος ᾖ πόρνος ἤ πλεονέκτης ἤ εἰδωλολάτρης ἤ λοίδορος ἤ μέθυσος ἤ ἅρπαξ, τῷ τοιούτῳ μηδέ συνεσθίειν. τί γάρ μοι καί τούς ἔξω κρίνειν; οὐχί τούς ἔσω ὑμεῖς κρίνετε; τούς δέ ἔξω ὁ Θεός κρίνει. καί ἐξαιρεῖτε τόν πονηρόν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν» (Α΄ Κορινθ. 5,11-13). Καί ἐδῶ παρομοίως ὁ Παῦλος διδάσκει, γιά τούς δημιουργοῦντες μέ ἁμαρτίες δημόσια σκάνδαλα, ἀπομάκρυνσι μέχρι βαθμοῦ συνεστιάσεως.




Γιατί λοιπόν, πατέρες, τήν διδασκαλία αὐτή τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου δέν τήν ἐκλάβατε ὅτι ἀναφέρεται σέ δημόσια σκάνδαλα καί ἁμαρτήματα τῶν Ἐπισκόπων καί κληρικῶν, ὥστε νά τήν ἐναρμονίσετε μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων; Ἐσεῖς ἀπεναντίας, τήν ἐτοποθετήσατε στά προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου καί τῶν κληρικῶν, γιά τά ὁποῖα βεβαίως ἔχει εἰπωθῆ τό «μή κρίνετε ἵνα μή κριθῆτε» (Ματθ. 7,1 –Λουκ. 6,37 κλπ.) καί ἰσχύουν αὐτά πού διδάσκει ὁ Χρυσόστομος καί οἱ τρεῖς Κανόνες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Ἔτσι λοιπόν, ἀβασάνιστα, μέ τήν δαμόκλειο σπάθη τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας «ἀποκεφαλίσατε» τόν ἅγιο καί τόν παρουσιάσατε ὅτι διδάσκει μέ ἀλλότριο πνεῦμα.




Θά σᾶς ὑπεδείκνυα καί μία ἄλλη ἑρμηνεία τῶν λόγων τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου, ἡ ὁποία ἔρχεται καί αὐτή σέ ἀρίστη συμφωνία μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Ἁγίων. Νά ἀποδεχθῆτε δηλαδή, ὅτι ὁ ἅγιος ἐδῶ ἀναφέρεται σέ δημόσια σκάνδαλα, τά ὁποῖα δημιουργεῖ ὁ Ἐπίσκοπος καί οἱ κληρικοί ἐξ αἰτίας τῶν θεμάτων τῆς πίστεως. Καί ἐδῶ πάλι ὁ ἀπ. Παῦλος ἀναθεματίζει ὅποιον διδάσκει ἀντίθετα ἀπό τήν ἀποστολική διδασκαλία, οἱ δέ Πατέρες ὁμοθυμαδόν διδάσκουν νά ἀπομακρυνώμεθα ἀπό αὐτούς τούς κληρικούς. Ἐδῶ βεβαίως, ἐρχόμεθα σέ ἀντίθεσι μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἡ ὁποία διδάσκει παραμονή στούς ποιμένες αὐτούς μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, καί ἀκόμη ἐρχόμεθα καί σέ ἀντίθεσι μέ τήν μέθοδο τῆς ἐξισώσεως τῶν θεμάτων τῆς πίστεως μέ ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου.




Ἐσεῖς πατέρες, προτιμήσατε νά συστρατευθῆτε μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία, παρά μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Ἔτσι λοιπόν, πρός χάριν τῆς ἑρμηνείας αὐτῆς, παρουσιάσατε τόν ἅγ. Ἀθανάσιο νά ἀντιστρατεύεται πρός πάντας καί νά διδάσκη τρόπον τινά ἀλλοπρόσαλλα πράγματα.




Ἐρχόμενοι γιά λίγο, μέ βάσι τά ἀνωτέρω, στήν σύγχρονη πραγματικότητα, θέλω νά σᾶς θέσω τό ἐρώτημα, πατέρες, δέν εἶναι δημόσιο σκάνδαλο οἱ συμπροσευχές καί συνιεργουργίες τοῦ Πατριάρχη με τόν Πάπα, οἱ δημόσιοι ἐναγκαλισμοί καί οἱ μεταξύ των φιλοφρονήσεις, ἡ ἀναγνώρισις τῶν μυστηρίων τῶν Παπικῶν, ἡ βαπτισματική θεολογία –τήν ὁποία πολλοί Ἐπίσκοποι κηρύττουν, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι σιωποῦν καί τούς ἀνέχονται–, ἡ ἔνταξις τῆς Ὀρθοδοξίας στό Π.Σ.Ε. καί ἀκόμη ἡ δημόσια σιωπή καί ἡ σιωπηλή συνοδοιπορία τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μέ τή Νέα Ἐποχή, τήν παγκοσμιοποίησι κλπ.; Ἐδῶ δέν θα ἠδύνατο νά ἐφαρμοσθῆ ὁ λόγος αὐτός τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου καί ὄχι ἐκεῖ πού ἐσεῖς τόν ἐτοποθετήσατε;




Στήν συνέχεια, στό κεφάλαιο αὐτό τῆς μελέτης σας στή σελ. 28, ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Εἶναι λανθασμένο τό συμπέρασμα, πού βγάζει στό τέλος, ὅτι “εἶναι ἄξιον ἰδιαιτέρας προσοχῆς τό ὅτι παντοῦ οἱ Ἅγιοι ὁμιλοῦν γιά τό φρόνημα κάποιου προκειμένου περί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί ὄχι γιά τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου” (σελ. 92). Οἱ Ἅγιοι “ὁμιλοῦν γιά τό φρόνημα κάποιου προκειμένου περί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας”, ὄχι παραθεωροῦντες καί πετῶντες στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων τίς Συνοδικές ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, ἀλλά μέ βάση αὐτές τίς ἀποφάσεις».




Ἐδῶ πατέρες, δείχνετε ἀλλόκοτα πράγματα. Κατ’ ἀρχάς τό φρόνημα κάποιου, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία σας, τό καθορίζει ἡ Σύνοδος, ὁπότε κακῶς καταφέρεσθε κατά τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἐφ’ ὅσον ἡ Σύνοδος θεωρεῖ τόν Οἰκουμενισμό ὡς πρόοδο, ἀπεγκλωβισμό ἀπό τήν ἀπομόνωσι, τήν ἐσωστρέφεια καί τό περιθώριο κλπ., ἐφ’ ὅσον τόν ἀκολουθεῖ πιστά, καί ἐφ’ ὅσον τό φρόνημα τῶν Οἰκουμενιστῶν δέν ἔχει κριθῆ ἀπό τήν Σύνοδο. Ἔπειτα τί γίνεται ἄν π.χ. ἡ Σύνοδος ἀποφασίση τήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων, τήν ἔνταξι στό Π.Σ.Ε., τούς θεολογικούς διαλόγους μέ τόν τρόπο καί τά πρόσωπα πού τόν διεξάγουν κλπ.; Στήν περίπτωσι αὐτή, ἔχομε δικαίωμα νά κρίνωμε τό φρόνημα τῆς Συνόδου, τήν στιγμή πού δέν ἔχομε τό δικαίωμα νά κρίνωμε τό φρόνημα ἑνός Ἐπισκόπου; Καί ἄν ἔχωμε τό δικαίωμα νά κρίνωμε τό φρόνημα τῶν Οἰκουμενιστῶν, ὅπως ἐσεῖς κάνετε στήν πράξι (καί ὅλοι βεβαίως οἱ ἀντιοικουμενιστές), μέχρι ποιοῦ σημείου καί σέ ποιό βαθμό; Μέχρι δηλαδή προφορικῆς διαμαρτυρίας καί γραπτοῦ χαρτοπολέμου ἤ μέχρις ἀποτειχίσεως; Τί διδάσκουν ἐδῶ οἱ Ἅγιοι; Εἰς τό σημεῖο αὐτό τεχνηέντως παρεκάμψατε τήν διδασκαλία τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου, ἡ ὁποία ἀναφέρει τά ἑξῆς: «ὧν τό φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπό τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν» (ΒΕΠΕΣ 33,182).




Ἐδῶ πατέρες, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου δέν ἀποστρέφεσθε τό φρόνημα τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἐφ’ ὅσον δέν ἀπομακρύνεσθε ἀπό τήν κοινωνία των. Ἐδῶ ἐπίσης, δείχνετε ὅτι τήν ἀποστροφή τοῦ φρονήματος δέν τήν θεωρεῖτε ἐκκλησιαστική, ἀλλά ἰδεολογική, ὅπως δηλαδή κάποιοι, οἱ ὁποῖοι δέν ταιριάζουν ἰδεολογικά, ἀλλά κατά τά ἄλλα ἔχουν ἄριστη ἐπικοινωνία. Στήν Ἐκκλησία ὅμως ὑπάρχει ἑνότης πίστεως∙ δηλαδή, ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία δείχνει τό φρόνημά μας καί ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία ὑφίσταται, ἐφ’ ὅσον ἔχομε τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό φαίνεται ἄριστα καί στό ἅγιο Βάπτισμα μέ τό ὁποῖο εἰσερχόμεθα εἰς τήν Ἐκκλησία. Δηλαδή ἀπαιτεῖται πρωτίστως ὁμολογία πίστεως, μέ τήν ὁποία συντασσόμεθα μέ τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, καί κατόπιν βαπτιζόμεθα, δηλαδή ἐνσωματούμεθα εἰς τήν Ἐκκλησία. Ἐσεῖς πατέρες, ἀντιθέτως, διδάσκετε ὅτι ἐπικοινωνοῦμε ἐκκλησιαστικά μέ ὅλους, ἔστω καί ἄν γνωρίζωμε καί εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ἔχουν αἱρετικά φρονήματα, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου. Ἐπιπλέον δέ, δείχνετε ὅτι, τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, τήν θέτετε ὑπεράνω ὅλων καί αὐτῆς ἀκόμη τῆς ἁγ. Γραφῆς. Δηλαδή ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν ἔχει δικαίωμα νά ἀποκόψη κάποιον ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ Σύνοδος.




Ἡ Σύνοδος ὅμως τοῦ Πατριαρχείου, μέ ἐπικουρική βοήθεια καί ἄλλων Πατριαρχῶν καί Ἀρχιεπισκόπων (μείζων καί ὑπερτελής), ἀπεφάσισε πρίν ἀπό 20 χρόνια τήν ἀποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ κ. Σωτηρόπουλου καί τήν ἐνσωμάτωσι σ’ αὐτήν τοῦ Στυλιανοῦ Αὐστραλίας. Ἐσεῖς τώρα πατέρες, μέ τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, ἀναγνωρίζετε τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου, ἐνῶ μέ τήν ἰδεολογική θεωρία σας πιθανῶς δέν τήν ἀποδέχεσθε. Σέ ὅλα αὐτά τά ἀλλόκοτα καί ἀλλοπρόσαλλα περιπίπτετε, διότι δέν προσαρμόζετε στήν ἁγ. Γραφή καί στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων τήν διδασκαλία σας, ἀλλά ὅλα τά ὑποτάσσετε στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος.




Στήν συνέχεια γράφετε τά ἑξῆς: «Ὁ Ἅγιος ὅ,τι ἔλεγε καί ὅ,τι ἔπραττε, τό ἔλεγε καί τό ἔπραττε, ἔχοντας ὑπ' ὄψιν του τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς, ἡ ὁποία, ὅπως ἤδη ἐλέχθη, κατεδίκασε ὄχι μόνο τήν αἵρεση, ἀλλά καί τόν Ἄρειο καί κατ' ἐπέκτασιν καί ὅλους τους ὁμόφρονές του».




Ἐδῶ πατέρες, πάλι ἀποδεικνύεσθε ἀνακόλουθοι. Διότι ἐνῶ ἀπαιτεῖτε ὀνομαστική καταδίκη τῶν αἱρετικῶν, τώρα διδάσκετε ὅτι μέ τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως εἶναι συγχρόνως καταδικασμένοι καί ὅσοι μετά ταῦτα διακατέχονται ἀπό τά φρονήματα αὐτῆς τῆς αἱρέσεως. Αὐτοί ὅμως, κανονικά πρέπει νά κληθοῦν σέ δίκη, νά δικασθοῦν ἐκκλησιαστικά καί μετά τήν καταδίκη των νά θεωρηθοῦν ἔκπτωτοι καί ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἡ πρό τῆς ὀνομαστικῆς των καταδίκης ἀποτείχισις εἶναι καθαρή ἐφαρμογή τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, διότι αὐτά ἀκριβῶς διακελεύει ὁ Κανόνας αὐτός. Δηλαδή, αἵρεσι καταδικασμένη ὑπό Συνόδου ἤ Πατέρων, καί αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αὐτό τό αἱρετικό φρόνημα, τό ὁποῖο δημοσίως κηρύττουν, ἀλλά δέν ἔχουν κριθῆ καί καταδικασθῆ ὀνομαστικά. Μήπως λοιπόν, σύμφωνα μέ τά λεγόμενά σας, καί ὁ ἅγιος ἐτίναξε κυριολεκτικά τόν συνοδικό θεσμό στόν ἀέρα, ἐφ’ ὅσον ἐδίδασκε τήν ἀποτείχισι πρό συνοδικῆς καταδίκης τῶν αἱρετικῶν;




Ἐδῶ ἐπί πλέον πρέπει νά προσθέσωμε ὅτι καί ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ὅπως καί ὁ Μ. Βασίλειος, ἐδίδασκε, ἐκτός ἀπό ὅλα αὐτά, τήν ἀποτείχισι καί τόν ἀναθεματισμό καί τῶν Πνευματομάχων, ἡ αἵρεσις τῶν ὁποίων, σύμφωνα μέ τόν ἅγ. Βασίλειο δέν εἶχε ἐμφανισθῆ κατά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, οὔτε δέ στά πρακτικά τῶν Συνόδων ἀναφέρεται κάποια συνοδική καταδίκη της (πρό τῆς Β΄ δηλαδή Οἰκουμενικῆς), τήν στιγμή μάλιστα πού καί ἡ καταδικασθεῖσα ἀρειανική αἵρεσις εἶχε ἀναζωπυρωθῆ.




Γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος σχετικά τά ἑξῆς: «εἰ δὲ διὰ τὴν Μακεδονίου αἵρεσιν ἀπολογούμενοι γράφειν ἐπιχειροῦσιν, ἔδει τῶν κακῶν φυτῶν τὰ σπέρματα προανελεῖν, καὶ τοὺς αὐτὰ παρασχόντας στηλιτεῦσαι, καὶ οὕτως τὰ ἀντ' ἐκείνων γράφειν ὀρθῶς, ἢ ἐκδικεῖν φανερῶς τὰ Μακεδονίου, ἵνα μὴ κεκρυμμένοι, ἀλλὰ φανερῶς πνευματομάχοι δεικνύωνται, καὶ πάντες αὐτοὺςφεύγωσιν ὡς ἀπὸ προσώπου ὄφεως» (ΒΕΠΕΣ 33,210). Ἐδῶ διδάσκει ὁ ἅγιος τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς Πνευματομάχους «ὡς ἀπό προσώπου ὄφεως».




Στόν τόμο ἐπίσης, τόν ὁποῖο ἀπέστειλε πρός τούς Ἀντιοχεῖς ὁ ἅγιος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Πάντας τοίνυν τοὺς βουλομένους εἰρηνεύειν πρὸς ἡμᾶς, καὶ μάλιστα τοὺς ἐν τῇ Παλαιᾷ συναγομένους, καὶ τοὺς ἀποτρέχοντας δὲ ἀπὸ τῶν Ἀρειανῶν προσκαλέσασθε παρ' ἑαυτοῖς, καὶ ὡς μὲν πατέρες υἱοὺς προσλάβεσθε, ὡς δὲ διδάσκαλοι καὶ κηδεμόνες ἀποδέξασθε, καὶ συνάψαντες αὐτοὺς τοῖς ἀγαπητοῖς ἡμῶν τοῖς περὶ Παυλῖνον, μηδὲν πλέον ἀπαιτήσητε παρ' αὐτῶν ἢ ἀναθεματίζειν μὲν τὴν Ἀρειανὴν αἵρεσιν, ὁμολογεῖν δὲ τὴν παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων ὁμολογηθεῖσαν ἐν Νικαίᾳ πίστιν, ἀναθεματίζειν δὲ καὶ τοὺς λέγοντας κτίσμα εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ διῃρημένον ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο γάρ ἐστιν ἀληθῶς ἀποπηδᾷν ἀπὸ τῆς μυσαρᾶς αἱρέσεως τῶν Ἀρειανῶν, τὸ μὴ διαιρεῖν τὴν ἁγίαν Τριάδα, καὶ λέγειν τι ταύτης εἶναι κτίσμα. Οἱ γὰρ προσποιούμενοι μὲν ὀνομάζειν τὴν ὁμολογηθεῖσαν ἐν Νικαίᾳ πίστιν, τολμῶντες δὲ κατὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος βλασφημεῖν, οὐδὲν πλέον ποιοῦσιν, ἢ τὴν Ἀρειανὴν αἵρεσιν τοῖς μὲν ρήμασιν ἀρνοῦνται, τῷ δὲ φρονήματι ταύτην κατέχουσιν» (ΒΕΠΕΣ 31,125).




Ἐδῶ πάλι ὁ ἅγιος ἀναθεματίζει τούς Πνευματομάχους, πέραν τῶν Ἀρειανῶν, οἱ ὁποῖοι –ὅπως ἰσχυρίζεσθε– εἶχαν καταδικασθῆ ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Νικαίας, καί ἔτσι βλέπομε τούς Ἁγίους νά συμφωνοῦν μεταξύ των, ὄχι μόνον στήν διδασκαλία ἀλλά καί στόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν. Ἴσως ὅμως πατέρες, τά ἰσχυρίζεσθε ὅλα αὐτά, ἐπειδή γνωρίζετε ὅτι τέτοια καταδίκη τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ συνοδικῶς δέν πρόκειται νά γίνη, ὁπότε, διά τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, κρατοῦμε ἀφ’ ἑνός τούς πιστούς δεμένους στό ἅρμα τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀφ’ ἑτέρου, διά τῆς διαμαρτυρίας καί τοῦ χαρτοπολέμου, παρουσιαζόμεθα ὡς ἀγωνιστές καί θεματοφύλακες τῆς πίστεως, ἐνῶ παράλληλα διά τῆς Ὁμολογίας τῆς πίστεως παρουσιαζόμεθα ἀκόλουθοι τῶν Πατέρων καί φύλακες τῶν πατρώων θεσμῶν.




Στή συνέχεια θά ἀναφερθῶ ἐπ’ ὀλίγον στούς Ἁγίους Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο καί Γρηγόριο τόν Θεολόγο, εἰς τούς ὁποίους δέν ἀναφερθήκατε διόλου, ἐπειδή δῆθεν ἐδώσατε ἀπάντησι μέ τά προηγούμενα. Γράφετε συγκεκριμένα στήν σελ. 28 τά ἑξῆς: «Δέν θά σχολιάσουμε ἀποσπάσματα λόγων καί ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τά ὁποῖα παραθέτει στή συνέχεια, διότι ἡ ἀπάντηση γιά ὅλ' αὐτά ἔχει ἤδη δοθεῖ μέ ὅσα ἐλέχθησαν στίς παραγράφους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου».




Ἐδῶ πατέρες, ἀβίαστα πιστεύω, κάθε γνώστης τῶν πραγμάτων θά σᾶς καταλόγιζε ὑστεροβουλία, ὑπεκφυγή καί ἀδυναμία ἀντιμετωπίσεως τῆς ἀληθείας εὐθέως καί εὐθαρσῶς. Διότι, ναί μέν δέχομαι ὅτι γιά τόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Θεολόγο ἐδώσατε τίς ἀπαντήσεις –αὐτές τέλος πάντων πού ἐδώσατε καί μέ τόν τρόπο πού τίς ἐδώσατε–, στόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο ὅμως, ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά ἀναφερθῆτε καί νά δώσετε κι ἐδῶ κάποιες ἀπαντήσεις, ὥστε νά εἶναι πιό ὁλοκληρωμένες καί κατανοητές οἱ θέσεις σας. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι στό κεφάλαιο αὐτό τοῦ βιβλίου πού σχολιάζετε, ἀναφέρεται μία ἀποτείχισις ποὺ πραγματοποίησαν οἱ μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἡ ὁποία δέν ἔγινε γιά θέματα πίστεως ἀλλά γιά θέματα δικαιοσύνης. Ἐδῶ δηλαδή ἔχουμε ἐφαρμογή τοῦ 31ου ἱεροῦ Κανόνος τῶν ἁγ. Ἀποστόλων, τόν ὁποῖο κατ’ οὐσίαν ἀκυρώσατε, τουλάχιστον κατά τό μέρος τῆς ἀποτειχίσεως τό ὁποῖο διδάσκει.




Ὅταν ἐσχολιάσατε τόν Κανόνα αὐτόν, στήν σελ. 17 τῆς μελέτης σας, ἀναφέρατε μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Τὸ ὅτι ὁ παρὼν Κανόνας (ἐννοεῖται ὁ 31ος Ἀποστολικός) θέτει ὡς ἐξαίρεση γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο τὰ θέματα πίστεως καὶ δικαιοσύνης, δὲν σημαίνει ὅτι δίδει τὸ δικαίωμα στὸν κάθε πιστό, νὰ γίνει κριτὴς καὶ δικαστὴς αὐτοῦ τοῦ ἐπισκόπου, ἐὰν καὶ κατὰ πόσον δηλαδὴ ὁ ἐπίσκοπος αὐτὸς εἶναι αἱρετικὸς ἢ ἄδικος. Καὶ τοῦτο, διότι, ὅπως ἤδη ἐτονίσθη, δὲν εἶναι ἁρμόδιο καὶ ἱκανὸ τὸ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας νὰ κάνει αὐτὸ τὸ ἔργο ἀλάνθαστα καὶ δίκαια, ἐπειδὴ δὲν ἔχει τὴν ἀνάλογη πνευματικὴ ὡριμότητα καὶ γνώση. Αὐτὸ τὸ ἔργο ἀνήκει μόνον σὲ Σύνοδο ἐπισκόπων».




Ἔπρεπε λοιπόν, τώρα πού ἐφθάσατε στήν ἐφαρμογή τοῦ Κανόνος αὐτοῦ, καί μάλιστα τοῦ μέρους αὐτοῦ πού ἀκυρώσατε, νά ἀναφέρετε ὅτι παρανόμως ὁ κλῆρος καί ὁ λαός ἀποτειχίσθηκε γιά τριάντα καί πλέον ἔτη καί μάλιστα ὄχι γιά θέματα πίστεως, ἀλλά δικαιοσύνης∙ ἔπρεπε νὰ σημειώσετε ὅτι οἱ Ἰωαννῖτες ἔκαναν σχίσμα, ὅτι ὡς ἀποτειχισμένοι ἦσαν ἐκτός Ἐκκλησίας, ὅτι ἦταν ἄκυρα τά μυστήριά των, ὅτι προήρπασαν τήν ἐξουσία τῆς Συνόδου κλπ. Ἔτσι θά εἴσαστε συνεπεῖς μέ τήν ἴδια τήν μελέτη σας καί κυρίως μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, μέ τήν ὁποία ἀκυρώσατε τήν ἀποτείχισι καί μάλιστα ὅταν γίνεται γιά θέματα πίστεως. Ἐπειδή ὅμως, προφανῶς, δέν θελήσατε νά ἔλθετε σέ ἀντίθεσι μέ ἕναν ἀπό «τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου θεότητος» παρεκάμψατε τεχνηέντως διά τῆς σιωπῆς τό θέμα, λέγοντας ὅτι «ἡ ἀπάντησις γιά ὅλα αὐτά ἔχει ἤδη δοθῆ μέ ὅσα ἐλέχθησαν στίς παραγράφους τοῦ Μ. Βασιλείου καί τοῦ Μ. Ἀθανασίου». Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, πατέρες, ἀποδεικνύετε ὅτι ἐλάχιστα ἤ οὐδόλως σᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀλήθεια (καί δι’ αὐτό ἀδυνατεῖτε νά τήν στηρίξετε ἁγιογραφικά καί πατερικά), ἀποσκοπεῖτε δέ εἰς τό νά εἰσάγετε μία νέα καινοτόμο μέθοδο ἀντιμετωπίσεως τῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία στηρίζεται στήν συμπόρευσι μέ αὐτήν, στήν διαμαρτυρία καί στόν χαρτοπόλεμο.




Θά ἀναφερθῶ ἐν ὀλίγοις στά σημεῖα αὐτά, τά ὁποῖα παρεκάμψατε, ὡς δῆθεν σχολιασθέντα, διά νά κρίνη ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης τῶν κειμένων, περί τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας.




Κατ’ ἀρχάς ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν καταλυτική, διά τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, διδασκαλία ὅτι εἶναι προτιμώτερο νά μήν ἔχης κανένα ποιμένα, παρά νά ἔχης ἕναν κακό ποιμένα «κρεῖττον γάρ ὑπό μηδενός ἄγεσθαι ἤ ὑπό κακοῦ ἄγεσθαι» (ΕΠΕ 25, 370,19). Ἐδῶ πατέρες κατανοῶ ὅτι δέν δύνασθε νά προσαρμόσετε στήν διδασκαλία αὐτή τοῦ ἁγίου τήν δική σας διδασκαλία, ὅτι δηλαδή ὑπονοεῖται ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου, ἤ ὅτι προαρπάζεται ἡ κρίσις της ἤ ὅτι εἶναι «ἡ γνώμη ἑνός μεμονωμένου πατρός» κλπ., διότι ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου εἶναι γενική περί καλῶν καί κακῶν ποιμένων καί διότι ἀναφέρει ἀμέσως, ἐν συνεχείᾳ, τίς συνέπειες αὐτοῦ πού δέν ἔχει ποιμένα, καί αὐτοῦ πού ἔχει κακό ποιμένα: «Ὁ μέν γάρ πολλάκις μέν ἐσώθη, πολλάκις δέ ἐκινδύνευσεν. οὗτος δέ πάντως κινδυνεύσει εἰς βάραθρα ἀγόμενος». Τί νά πῆτε ἄραγε ἐδῶ; Ὅτι ὁ ἅγιος ὁμιλεῖ γενικῶς περί κακῶν ποιμένων, ἤ ὅτι ὁ αἱρετικός καθίσταται κακός ποιμήν μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου;




Ἐν συνεχείᾳ, στό ἴδιο κείμενο παρατίθεται ἀπό τόν ἅγιο ἡ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου (Ἑβρ. 13,17) «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε». Ὁ ἅγιος ἐδῶ παρουσιάζει μία ἔνστασι: «Τί οὖν φησίν, ὅταν πονηρός ᾖ καί μή πειθώμεθα;» Διαχωρίζει ἐν συνεχείᾳ τά θέματα τῆς πίστεως, ἀπό ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα τῶν ποιμένων, τά ὁποῖα ἐσεῖς παραδόξως ταυτίζετε: «Πονηρός πῶς λέγεις; εἰ μέν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτόν καί παραίτησαι, μή μόνον ἄν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλά κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών. εἰ δέ βίου ἕνεκεν μή περιεργάζου. Καί τοῦτο οὐκ οἴκοθεν λέγω τό ὑπόδειγμα, ἀλλά ἀπό τῆς θείας Γραφῆς».




Ἐδῶ πάλι, πατέρες, πῶς θά ταιριάξη ἡ θεωρία σας, ὅτι τά θέματα τῆς πίστεως καί τά ἄλλα ἁμαρτήματα εἶναι στήν ἴδια κατηγορία καί ρυθμίζονται ἀπό τό πρῶτο μέρος τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί τούς δύο προηγούμενους; Πῶς πάλι θά δικαιολογήσετε τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου «φεῦγε αὐτόν καί παραίτησαι» διά θέματα δηλαδή πίστεως, τήν στιγμή πού διδάσκετε τήν ἀναμονή καί παραμονή σ’ αὐτόν μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου; Ἄν πάλι ἀναφέρετε τήν δικαιολογία, τήν ὁποία πολλάκις ἐπιστρατεύετε, ὅτι τό «φεῦγε αὐτόν καί παραίτησαι» ὑπονοεῖ ὅτι αὐτό θά γίνη μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἐδῶ ,κατά τό δή λεγόμενο, “θά γελάση καί τό παρδαλό κατσίκι”, διότι ἁπλούστατα αὐτό δέν ταιριάζη μέ τήν προηγούμενη διδασκαλία τοῦ ἁγίου, «κρεῖττον γάρ ὑπό οὐδενός ἄγεσθαι ἤ ὑπό κακοῦ ἄγεσθαι»· καί βεβαίως ἐπειδή μέ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου δέν φεύγει ὁ πιστός ἀπό τόν ποιμένα, ἀλλά ὁ ποιμένας ἐκπίπτει καί τοποθετεῖται ἄλλος ὀρθόδοξος στή θέσι του.




Πρέπει ἐπίσης νά σημειωθῆ ὅτι, ἡ ἔκφρασις τοῦ ἁγίου «μή μόνον ἄν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλά κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών», σημαίνει ἀσφαλῶς, πατέρες, καί μετά βεβαιότητος, ὅτι τό ἀντίστοιχο χωρίο, τό ὁποῖο ὑπονοεῖ ὁ ἅγιος (Γαλ. 1,8) τό ἑρμηνεύσατε λάθος, διότι ἐθεωρήσατε ἀπαραίτητη τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, προκειμένου νά ἰσχύουν τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί ὡς ἐκ τούτου νά ἀποτειχισθῆ κάποιος ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Δηλαδή καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι, μηδενός ἐξαιρουμένου, ἀσφαλίζουν διά τῆς ἀποτειχίσεως τόν κάθε πιστό μέχρι τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου. Μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου δέν χρειάζεται ἀποτείχισις, διότι ὑποτίθεται ὅτι ἐπανέρχονται τά πράγματα στόν σωστό καί ὀρθόδοξο δρόμο, δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει πλέον ὁ αἱρετικὸς Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ἀποτειχισθοῦμε, ἀφοῦ ἔχει καθαιρεθῆ. Διά τῆς δυνητικῆς, ὅμως, ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, ὅλα αὐτά κατακρημνίζονται καί ὁ κάθε πιστός παραμένει στό στόμα τοῦ λύκου, πρός ἀποφυγήν δῆθεν σχίσματος καί, βεβαίως, πάντα σύμφωνα μέ τή γνώμη σας, διά νά μήν προαρπάσωμε τήν κρίσι τῆς Συνόδου.




Στήν διδασκαλία τοῦ Χρυσοστόμου παραθέσαμε καί ἕνα ἄλλο σημαντικό χωρίο, τό ὁποῖο νομίζω ὅτι ἀνατρέπει ἐκ θεμελίων τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ποὺ κι αὐτὸ παραβλέψατε. Αὐτό εἶναι ἀπό ἐπιστολή τοῦ ἁγίου πρός τήν Ὀλυμπιάδα καί λέγει τά ἑξῆς: «Οὐδένα γάρ δέδοικα ὡς τούς ἐπισκόπους πλήν ὀλίγων» (ΕΠΕ 37,440). Ὁ ἅγιος ἀνέφερε αὐτά τά λόγια γιά τούς Ἐπισκόπους, χωρίς κἄν νά ὑπάρχουν θέματα πίστεως, ἀλλά γιά ὅλες τίς ἄλλες σκευωρίες, τίς ὁποῖες ὑπέστη ἀπό αὐτούς. Ἐσεῖς πατέρες, γιά τά θέματα τῆς πίστεως διδάσκετε παραμονή εἰς τούς Ἐπισκόπους καί ἀναμονή μήπως συνέλθη ἡ Σύνοδος καί καταδικάσουν οἱ ἴδιοι τούς ἑαυτούς των!




Τό βασικώτερο ὅμως, τό ὁποῖο ἀφήσατε στό τέλος εἶναι ὅτι, μετά τήν δευτέρα ἐξορία τοῦ ἁγίου, ὑπῆρξε ἀποτείχισις ἀπό κληρικούς καί λαϊκούς στήν Κων/πολι, τήν Ἀντιόχεια, τήν Καισάρεια καί ἀλλοῦ. Ἡ ἀποτείχισις αὐτή δέν ἔγινε διά θέματα πίστεως ἀλλά δικαιοσύνης. Δέν ἦταν ἐπίσης χωρίς συνέπειες ἀλλά οἱ ἀποτειχισμένοι ὑπέστησαν διώξεις, ἐξορίες, φυλακές κλπ., διήρκησε δέ ὁ διωγμός αὐτός περισσότερο ἀπό τριάντα χρόνια. Τό σημαντικό λοιπόν, ἐδῶ εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος, ὄχι μόνο δέν τήν κατηγορεῖ σάν κάτι παράνομο, ὅτι δηλαδή δημιουργήθηκε σχίσμα κλπ., ἀλλά ἀπεναντίας κατατάσσει τούς ἀποτειχισμένους μεταξύ τῶν Ἁγίων καί τῶν μαρτύρων, ἐξυμνεῖ τό ἀδούλωτο φρόνημά των, τούς παραλληλίζει μέ τήν μαρτυρική ἔνστασι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τούς διαβεβαιώνει ὅτι μέ τήν ἔνστασι αὐτή ἐγράφησαν τά ὀνόματά των ἐν βίβλῳ ζωῆς κλπ. Δέν γνωρίζω πατέρες, πῶς μποροῦν ὅλα αὐτά νά ταιριάξουν μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, τήν στιγμή μάλιστα πού ἡ ἀποτείχισις αὐτή ἔγινε γιά θέματα δικαιοσύνης. Ἐσεῖς ὅμως προφανῶς, βαδίσατε τήν ἀσφαλῆ ὁδό τῆς σιωπῆς διά νά μήν δώσετε συνέχεια στό θέμα.




Τό θέμα ὅμως αὐτό ἔχει καί συνέχεια, ἡ ὁποία πρέπει νά ἀναφερθῆ διά νά γίνη κατανοητό τό τί ἐπετεύχθη δι’ αὐτῆς τῆς ἀποτειχίσεως. Αὐτά ὅλα πατέρες, θά σᾶς τά ἐκθέσω ἀπό κάποια μικρή μελέτη πού ἔκανα προσφάτως ἐπί τοῦ θέματος τούτου μαζί μέ τούς ἀνάλογους σχολιασμούς.




Αὐτοί λοιπόν οἱ ἀποτειχισμένοι, ἦταν ἡ βασική καί πρώτη αἰτία γιά τήν ἀναγνώρισι τοῦ Χρυσοστόμου ὡς ἁγίου, γιά τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του καί γιά τήν ἀναγνώρισί του ὡς Οἰκουμενικοῦ διδασκάλου. Αὐτοί ἦταν καί ἐκεῖνοι πού δέν τόν ἐγκατέλειψαν εἰς τόν σταυρό του καί δέν τόν ἐπρόδωσαν, σύμφωνα μέ τόν ἅγ. Συμεών τόν νέο Θεολόγο. Τώρα, ἄν ἐσείς διδάσκετε ὅτι ἔπρεπε νά μήν ἀποτειχισθοῦν, εἶναι σάν νά λέτεὅτι ἔπρεπε νά τά εὕρουν, κατά τό δή λεγόμενο, μέ τούς σταυρωτές καί δημίους τοῦ ἁγίου, γιά νά ἐπικρατήση ἡ εἰρήνη εἰς τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὅμως θά ἐπιβράβευε καί θά ἀποθέωνε τά ἀνθρώπινα πάθη.




Ἐπί πατριαρχίας λοιπόν, τοῦ δευτέρου μοιχεπιβάτου, τοῦ Ἀττικοῦ (ἐχειροτονήθη καί αὐτός ζῶντος τοῦ ἁγίου, διότι ὁ Ἀρσάκιος ἀπέθανε σύντομα), ἔχουμε μία ἀλληλογραφία αὐτοῦ μέ τόν διάδοχο τοῦ Θεοφίλου στήν Ἀλεξάνδρεια, τόν ἅγ. Κύριλλο, πού ἦτο κατ’ ἀρχάς ἐχθρός καί πολέμιος τοῦ Χρυσοστόμου ἐξ αἰτίας τοῦ ἐπηρεασμοῦ του ἀπό τόν Θεόφιλο. Ὁ Ἀττικός λοιπόν γράφει στόν ἅγ. Κύριλλο καί τοῦ ἐξιστορεῖ τήν κατάστασι στήν Κων/πολι.




Ὁ λαός, τοῦ λέγει, εἶναι χωρισμένος. Οἱ ἀποτειχισμένοι Ἐπίσκοποι καί κληρικοί συνάγουν τόν λαό ἔξω ἀπό τά τείχη καί ἐπιτελοῦν ἐκεῖ τά θρησκευτικά των καθήκοντα. Ἀναφέρει ὁ Ἀττικός πρός τόν Κύριλλον καί γιά τήν κατάστασιν τῆς Ἀντιοχείας ὅτι ἦτο περίπου ἡ ἴδια, ἐξ αἰτίας τῶν ἀποτειχισμένων καί καταλήγει ὡς ἑξῆς: «Χρόνου δέ πολλοῦ παρεληλυθότος, καί ἡμῶν βιασαμένων τήν ἐκ τῆς δημοκρατίας ἀνάγκην, καί κατά μηδέν ἐπιστρεφομένων πρός τό τοῦ σχίσματος λείψανον, γέγραφεν ἡμῖν ἐκ τῆς ἑῴας ὁ θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος Ἀκάκιος, τόν εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον τῆς Ἀντιοχείας Θεόδοτον συναναγκασθῆναι παρά τῶν δήμων τήν προσηγορίαν Ἰωάννου γράψαι, καί ᾐτεῖτο συγγνώμην ἡμᾶς παρασχεῖν τῷ ὑπό ἀνάγκης τοῦτο πεποιηκέναι» (P.G. 77, 349C).




Ὁ λαός λοιπόν, ἀνάγκασε τόν Ἀντιοχείας νά γράψη στά δίπτυχα τόν Χρυσόστομο καί δι’ αὐτό ζητοῦσε ἀπό τούς ἄλλους Πατριάρχες συγγνώμη. Ὅταν αὐτά τά γεγονότα ἔφθασαν στήν Κων/πολι ἔγινε μεγαλύτερη ταραχή ἐξαιτίας τῶν ἀποτειχισμένων. Τότε ὁ Ἀττικός γράφει ὅτι ἔπραξε ὡς ἑξῆς: «Τότε δή, τότε θορυβηθείς ἐγώ, καί τόν ὑπέρ τῶν μεγίστων κίνδυνον ὑποπτεύσας, καί περί τόν εὐλαβέστατον βασιλέα γενόμενος, περί εἰρήνης, καί τῆς εὐσταθείας ἐποιούμην τόν λόγον. Ὁ δέ ἀπεκρίνατο μηδέν εἶναι βλάβος γράφειν ἀπεληλυθότος ἀνδρός ὄνομα, ὑπέρ τῆς εὐσταθείας καί τῆς τῶν λαῶν ὁμονοίας τε καί εἰρήνης. Καί τοίνυν ἐγώ τούτοις πεισθείς, (καί πῶς γάρ οὐκ ἔμελλον προφθάσας τήν ἀνάγκην;) ὥστε μή γενέσθαι τά καθ’ ἡμᾶς ἀκολουθίαν τήν πόλιν, γραφῆναι παρεσκεύασα τήν προσηγορίαν» (P.G. 77, 349D).




Mετά, δικαιολογεῖται ὁ Ἀττικός ὅτι δέν εἶναι καί κάτι σημαντικό νά γράψη ἕνα κεκοιμημένο κατ’ ἀνάγκη στά δίπτυχα. Ἐν τέλει παρακαλεῖ καί τόν ἅγ. Κύριλλο νά πράξη τό ἴδιο χάριν τῆς οἰκουμενικῆς εἰρήνης:«Διόπερ καί αὐτός κέλευσον ἐγγραφῆναι τήν προσηγορίαν τοῦ ἀπεληλυθότος, ταῖς κατ’ Αἴγυπτον Ἐκκλησίαις, τῆς οἰκουμενικῆς χάριν εἰρήνης· μήτε Πατέρων λύων κανόνας, καί τήν ὁμόνοιαν πασῶν ὁμοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν περί πλείστου ποιούμενος» (P.G. 77, 352 B).




Ὁ ἅγ. Κύριλλος ἀπαντᾶ εἰς τόν Ἀττικό ἐκφραζόμενος μέ σκληρότατα λόγια ἐναντίον τοῦ Χρυσοστόμου. Ὄχι μόνο ἀρνεῖται νά ὑπακούση στήν προτροπή τοῦ Ἀττικοῦ, ἀλλά καί τόν προτρέπει νά διαγράψη πάραυτα ἀπό τά δίπτυχα τόν Χρυσόστομο: «Κέλευσον τοῦ καταλόγου τῶν ἐπισκόπων ἐξαιρεθῆναι τήν Ἰωάννου προσηγορίαν. Εἰ γάρ οὐδέν εἶναι τοῦτο λογιούμεθα, μή λυπείτω τόν τῶν ἀποστόλων χορόν ὁ προδότης αὐτοῖς συγκαταταττόμενος· εἰσφερομένης δέ τῆς Ἰούδα προσηγορίας, ποῦ λοιπόν ἡμῖν ὁ Ματθίας γε κείσεται; Εἰ τοίνυν οὐδείς τόν Ματθίαν ἐκβαλών ἐγγράψοι τόν Ἰούδαν τῷ τῶν ἀποστόλων χορῷ, μενέτω καί σωζέσθω, παρακαλῶ, μετά τόν τῆς ἀοιδίμου μνήμης Νεκτάριον, δεύτερος ὁ τοῦ πανευφήμου Ἀρσακίου βαθμός» (P.G. 77, 356B).




Τό θεωρεῖ δέ βεβήλωσι τό νά καταταχθῆ ἕνας λαϊκός (ὁ Χρυσόστομος) μετά τῶν κεκοιμημένων Ἱεραρχῶν: «Οὐκ ἀκόλουθον τοιγαροῦν διά τάς τινων ἀντιλογίας, εἴπερ τινές ὅλως εἰσίν, ἐκ βάθρων ὥσπερ κατασείεσθαι τούς τῆς Ἐκκλησίας θεσμούς, λαϊκοῦ συνταττομένου τοῖς ἐν ἱερατείᾳ διαπρέψασι, καί ἐν ἴσῳ μέτρῳ τιμῆς εἰσβαίνοντος. Μή γάρ δή τοῦτο καλείτωσαν οἰκουμενικήν τινες εἰρήνην, ἀλλά μᾶλλον κατατομήν» (P.G. 77, 356D).




Kαταλήγει δέ τήν ἐπιστολήν του ὁ ἅγ. Κύριλλος ὡς ἑξῆς: «Εἰ μέν ἐξῆν οὐδέν μέν τούτοις λυμήνασθαι, κατατάττειν δέ ἐν ἐπισκόποις τόν καθῃρημένον, ἦν ἄν εἰκότως εἰπεῖν ἀγρίους τινάς καί ἀνημέρους τούς τοῦτο γενέσθαι διακωλύοντας. Ἐπειδή δέ ἀνάγκη κρατοῦντος ἑνός τήν τοῦ ἑτέρου παραλύεσθαι δύναμιν, νικάτωσαν οἱ τῆς Ἐκκλησίας θεσμοί, καί ἀποχωρείτω τῶν ἱερατικῶν καταλόγων ὁ μή λειτουργός. Τοῦτο γάρ συνάπτει πρός εἰρήνην τάς Ἐκκλησίας· τοῦτο πᾶσαν ἡμῖν ὁμοψυχίαν ἀνεργάσαιτο. Δίδου τοιγαροῦν ἡμῖν, τό συνάγεσθαι καθαρῶς μετά τῆς σῆς θεοσεβείας, ἑνός καί τούτου τελευτήσαντος ἀμείνω, ποιούμενος τήν πρός τούς ἔτι ζῶντας ἀγάπησιν, μᾶλλον δέ τούς τῆς Ἐκκλησίας θεσμούς» (P.G. 77, 357D).




Εἶναι βέβαιον λοιπόν, ὅτι ἄν δέν ἀπετειχίζοντο οἱ Ἰωαννίται, σήμερα ὁ ἅγιος φωστήρας τῆς Οἰκουμένης, ὄχι μόνον δὲν θὰ ἦτο ἅγιος, ἀλλά οὔτε ἐγγεγραμμένος εἰς τά δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας μετά τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν.




Καί κάτι τελευταῖο διά τήν ἀνακομιδή τοῦ ἁγίου ἀπό τά Κόμανα, ἡ ὁποία καί αὐτή ἔγινε ἀπό τόν ἅγιο Πρόκλο διά νά ἑνωθοῦν τά διεστῶτα καί ἐπικρατήση πλέον εἰς τήν συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἅγιος ὁ Χρυσόστομος. Γράφει λοιπόν περί αὐτῆς ὁ ἱστορικός Σωκράτης τά ἑξῆς:




«Οὐκ εἰς μακράν δέ μετά τόνδε τόν χρόνον, καί ὁ ἐπίσκοπος Πρόκλος τούς χωριζομένους διά τήν τοῦ ἐπισκόπου Ἰωάννου καθαίρεσιν ἐπανήγαγε,φρονήσει παραμυθησάμενος τήν λύπην αὐτῶν. Τί δέ τοῦτο ἦν, λεκτέον. Τό σῶμα Ἰωάννου ἐν Κομάνοις τεθαμμένον, βασιλέα πείσας, τριακοστῷ πέμπτῳ ἔτει μετά τήν καθαίρεσιν, εἰς τήν Κωνσταντίνου πόλιν μετεκόμισε. Καί μετά πολλῆς τιμῆς, δημοσίᾳ πομπεύσας αὐτό, εἰς τήν ἐπώνυμον τῶν Ἀποστόλων ἐκκλησίαν ἀπέθετο. Πεισθέντες οὖν ἐπί τούτῳ, οἱ δι’ αὐτόν χωριζόμενοι, τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡνώθησαν. Καί γέγονεν τῇ ἑξκαιδεκάτῃ ὑπατείᾳ τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου, περί τήν ἑβδόμην καί εἰκάδα τοῦ Ἰανουαρίου μηνός. Θαυμάσαι δέ μοι ἔπεισι, πῶς ὁ φθόνος Ὠριγένους μέν τελευτήσαντος ἥψατο, Ἰωάννου δέ ἐφείσατο. Ὁ μέν γάρ μετά διακόσια ἔτη που τῆς ἑαυτοῦ τελευτῆς, ὑπό Θεοφίλου ἀκοινώνητος γέγονεν. Ἰωάννης δέ, τριακοστῷ πέμπτῳ ἔτει μετά τήν τελευτήν εἰς κοινωνίαν ὑπό Πρόκλου ἐδέχθη. Τοσοῦτον Πρόκλος Θεοφίλου τῷ τρόπῳ διήνεγκεν. Ἀλλά ταῦτα μέν ὅπως γέγονέ τε καί ἀεί γίνεται, τούς σωφρονοῦντας οὐ διαφεύγει» (P.G. 67, 836).




Ἐπιπροσθέτως, ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἰωαννιτῶν, ἀσφαλῶς στή θέσι τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου θά ὑπῆρχε ὁ σφαγέας καί δήμιός του Θεόφιλος, τόν ὁποῖο ὁ Ἀττικός ὀνομάζει στήν ἐπιστολή του ἅγιο καί ἰσαπόστολο καί φυσικά εἰς αὐτό συμφωνοῦσε καί ὁ ἅγ. Κύριλλος.




Πρέπει τώρα κι ἐσεῖς, πατέρες, νά ἐρευνήσετε τά σχετικά κείμενα καί νά μᾶς παρουσιάσετε τί κατώρθωσαν καί τί προσέφεραν στήν Ἐκκλησία οἱ μή ἀποτειχισμένοι, μέ τήν πειθαρχία τους στόν μοιχεπιβάτη Πατριάρχη, μέ τήν τυφλή ὑπακοή τους στήν Σύνοδο καί βεβαίως μέ τήν ἀτιμωρησία τους, ἐφ’ ὅσον ποτέ δέν ἐτιμωρήθησαν ὡς μή ἀποτειχισμένοι.




(Συνεχίζεται)


























































Α΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/02/blog-post_22.html




Β΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/02/blog-post_28.html




Γ΄ ΜΕΡΟΣ: http://paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_7.html




Δ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_8517.html




Ε΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_15.html




ΣΤ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_19.html




Ζ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_5267.html




Η΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_23.html













Πηγή






ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ, Ι΄.





























Ι΄ Μέρος









Θά συνεχίσω σχολιάζοντας τήν ἀναφορά σας στόν ἅγ. Κύριλλο Ἀλεξανδρείας. Ἐδῶ πατέρες εἶναι ἔκδηλη ἡ διάθεσί σας νά πολεμήσετε τόν π. Εὐθύμιο. Δι’ αὐτό, ὅσα ἀναφέρουν οἱ Ἅγιοι ἤ τά γεγονότα πού διεδραματίστηκαν τήν ἐποχή ἐκείνη, ἀπό τά ὁποῖα ἐξάγουμε τά συμπεράσματα, τά ἀποδίδετε εἰς τόν π. Εὐθύμιο. Γράφετε συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Δέν διακόπτει δηλαδή ὁ Ἅγιος ἀμέσως τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του, ὅπως θά ἐνεργοῦσε ὁ π. Εὐθύμιος, ἄν ἦταν στή θέση του, ἄν λάβουμε ὑπ' ὄψιν μας τά ὅσα περί “ἐξ ἐνστικτου ἀποτειχίσεως” (σελ. 84-85) ἀναφέρει, ἤ ὅσα σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ βιβλίου του ἀναφέρει: “ὁ πραγματικά Ὀρθόδοξος ἐνεργεῖ εἰς τά θέματα τῆς πίστεως ἐμπειρικά καί δέν χρειάζεται κανόνας διά νά ὁριοθετήσει τήν γραμμή του, ἀλλά ἀπομακρύνεται ἀπό τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς πάραυτα”».

Μέ αὐτό, πατέρες, πού γράφετε ὅτι δηλαδή ὁ ἅγιος Κύριλλος «δέν διακόπτει ἀμέσως τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του (μέ τόν Νεστόριο)» τί ἀκριβῶς ἐννοεῖτε; Ὅτι περιμένει ἑκατό χρόνια, ὅπως κάνουν σήμερα οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιοικουμενιστές μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Μήπως δηλαδή θέλετε νά συγκαλύψετε τά πράγματα καί νά θολώσετε κοινῶς τά νερά; Ἐσεῖς, ἄν θέλετε νά ἀκολουθήσετε τόν ἅγ. Κύριλλο καί τόν Κελεστῖνο Ρώμης, δῶστε στούς Οἰκουμενιστές διωρία δέκα ἡμερῶν ἤ, ἄν εἶστε εὐσπλαχνικώτεροι τῶν Πατέρων αὐτῶν, δῶστε τους διωρία εἴκοσι ἡμερῶν ἤ ἑνός μηνός. Ἐάν ὅμως, δέν ἔχετε τήν προαίρεσι νά πράξετε ὅσα ἔπραξαν οἱ Ἅγιοι, τότε πρός τί ἡ συζήτησις; Γιατί ἰσχυρίζεσθε ὅτι ὁ π. Εὐθύμιος ἀναφέρει αὐτά καί δέν ὁμολογεῖτε ὅτι ἐχαράξατε ἄλλη γραμμή ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἀπό αὐτή τῶν Πατέρων;

Αὐτήν τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς τήν διδάσκουν οἱ Ἅγιοι καί ὄχι ὁ π. Εὐθύμιος. Τήν διδάσκει ἐν προκειμένῳ ὁ ἅγ. Κύριλλος, ὁ ὁποῖος ἐπαινεῖ τούς Κωνσταντινουπολῖτες κλῆρο καί λαό, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως, ὡς ἐξ ἐνστίκτου, ἀποτειχίστηκαν ἀπό τόν Νεστόριο, μόλις ἄρχισε νά κηρύττη τίς κακοδοξίες του, χωρίς κἄν νά τοῦ δώσουν διωρία καί, βεβαίως, χωρίς νά περιμένουν τήν ἀπόφασι Συνόδου, ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τίς ἰατρικές θεωρίες σας θά ἔπρεπε νά κάνη τήν διάγνωσι τῆς ἀσθενείας καί νά καταδικάση τήν αἵρεσι.

Εἰς τό σημεῖο αὐτό πρέπει νά γίνουν κάποιες διευκρινήσεις, σύμφωνα μέ αὐτά πού ἐπί τοῦ θέματος τούτου διδάσκουν οἱ Ἅγιοι καί σύμφωνα μέ τήν τακτική καί τήν πρακτική πλευρά, τήν ὁποία ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἐτήρησαν.

Δηλαδή εἶναι λίγο διαφορετική ἡ τακτική καί ἡ πορεία πού διδάσκουν α) οἱ Ἅγιοι προκειμένου νά ἀσφαλίσουν τόν λαό ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο καί β) ἄλλη αὐτή πού ἀκολουθεῖ ὡς γραμμή ἡ Ἐκκλησία ἐπισήμως διά τῶν ποιμένων της καί δή τῶν Ἐπισκόπων, προκειμένου νά δώση κάποια εὐκαιρία διορθώσεως καί μετανοίας στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο ἤ καί μέ τήν ὑποψία μήπως, δηλαδή ἀπό ἄγνοια ἤ ἀμέλεια, ἔπεσε ἤ ἀκολούθησε τήν αἵρεσι.

Στήν πρώτη περίπτωσι, τῆς διασφαλίσεως δηλαδή τοῦ λογικοῦ ποιμνίου, οἱ Ἅγιοι διδάσκουν τήν ἄμεσο, ὡς ἐξ ἐνστίκτου, ἀποτείχισι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, τόν ὀνομάζουν λύκο καί φαρμακερό φίδι, παραγγέλλουν νά μήν ἐξαπατηθοῦμε ἀπό τά ἐξωτερικά του χαρίσματα, ἀπό τήν ἄσκησί του ἤ καί ἀπό θαύματα πού πιθανόν νά κάνη, ἀλλά νά ἑστιάσουν τήν προσοχή των μόνο στά αἱρετικά του φρονήματα καί στήν ὀρθόδοξο πίστι, τήν ὁποία διαστρέφει.

Στήν δεύτερη περίπτωσι δέ, στή γενικώτερη δηλαδή γραμμή τῆς Ἐκκλησίας, ὡς πρός τήν ποιμαντική ἀντιμετώπισι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, δίδονται ἀπό τούς Ἐπισκόπους κάποια μικρά χρονικά περιθώρια, μέ τήν σχετική, βεβαίως, προειδοποίησι καί ἐνημέρωσι γιά τίς αἱρετικές του ἀποκλίσεις, μέ τόν σκοπό τῆς μετανοίας καί διορθώσεως. Αὐτό κυρίως συμβαίνει, ὅπως στήν περίπτωσι τοῦ ἁγ. Κυρίλλου μέ τόν Νεστόριο, ὅταν δέν γνωρίζομε τόν συγκεκριμένο Ἐπίσκοπο καί κυρίως τά αἴτια τά ὁποῖα τόν ὡδήγησαν στήν πλάνη.

Δέν ἔχει δέ καμμία σχέσι μέ τήν σημερινή αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, κατά τήν ὁποία οἱ Οἰκουμενιστές γνωρίζουν ἄριστα τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἀλλά τήν διαστρέφουν καί συχνά τήν χλευάζουν, τήν δέ αἱρετική πορεία των τήν χαρακτηρίζουν ὡς πρόοδο, ἔξοδο ἀπό τό περιθώριο, ἀγάπη κλπ. Πολλές φορές δέ, κατηγοροῦν τούς Ἁγίους καί τούς ἀποκαλοῦν θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως (διαβόλου) καί πάντοτε στηρίζονται στήν ἰατρική σας μέθοδο τῆς διαγνώσεως, ἐνῶ διακηρύττουν ὅτι ἡ γραμμή των καί ἡ πορεία των στηρίζονται σέ ἀποφάσεις Συνόδων καί μάλιστα Πανορθοδόξων. Αὐτό βεβαίως τό πράττουν θεωρώντας ὅτι κατοχυρώνονται γιά τίς αἱρετικές ἀποκλίσεις των, ὅπως ἀκριβῶς καί ἐσεῖς πατέρες, νομίζετε ὅτι κατοχυρώνεσθε μέ τήν ἰατρική θεωρία τῆς διαγνώσεως τῆς αἱρέσεως, ἀναμένοντας δηλαδή τήν Σύνοδο νά κάνη διάγνωσι τῆς αἱρέσεως καί εἶστε ἥσυχοι βλέποντας ὅτι, ὄχι μόνο αὐτή δέν γίνεται ἐπί ἑκατό χρόνια, ἀλλά οἱ Σύνοδοι τῶν Ὀρθοδόξων ἀποφασίζουν πανορθοδόξως γιά τήν συνέχισι τῆς αἱρετικῆς αὐτῆς πορείας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Βεβαίως, γιά νά μή σᾶς ἀδικήσω, διδάσκετε πέραν τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τῆς ἀναμονῆς καί τόν πόλεμο μέ τόν χαρτοπόλεμο. Ἄν τώρα, ἐσεῖς πατέρες, γνωρίζετε ὅτι εἶναι ἄλλη ἡ πορεία τῶν Ὀρθοδόξων ἐν καιρῷ αἱρέσεως, σᾶς παρακαλῶ νά μοῦ τό ὑποδείξετε μέ τά ἀνάλογα βεβαίως ἁγιογραφικά καί πατερικά χωρία. Ἐγώ σ’ αὐτά πού σᾶς ἀνέφερα δέν ἐπικαλέσθηκα τήν ἀνάλογη ἐπί τοῦ θέματος πατερική ἤ ἁγιογραφική διδασκαλία, διότι ὅλη εὑρίσκεται εἰς τό βιβλίο τό ὁποῖο σχολιάζετε. Τελικῶς αὐτό πού γράφετε, ὅτι δηλαδή ὁ ἅγ. Κύριλλος «δέν διακόπτει ἀμέσως τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο» δέν καταλαβαίνω τί νόημα μπορεῖ νά ἔχη, ἐφ’ ὅσον μετά ἀπό λίγο τήν διέκοψε. Πράξετε κι ἐσεῖς τό ἴδιο καί οὐδέν πρόβλημα.

Ἐν συνεχείᾳ γράφετε τά ἑξῆς, σχολιάζοντας αὐτό πού ἀναφέρω, ὅτι δηλαδή δέν χρειάζεται Κανόνας εἰς τόν πραγματικά ὀρθόδοξο, προκειμένου νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τούς αἱρετικούς πάραυτα: «Ἄν ὅμως “δέν χρειάζεται κανόνας διά νά ὁριοθετήσει τήν γραμμή του”, τότε γιατί ἔκανε τόν κόπο νά γράψει ἕνα ὁλόκληρο βιβλίο, γιά νά ἑρμηνεύσει τόν 15ο Κανόνα τῆς ΑΒ';».

Ἐδῶ πατέρες, θά ἠδυνάμην νά δικαιολογήσω τόν προβληματισμό σας, ἄν μέ συγκαταλέγατε κι ἐμένα μεταξύ τῶν «πράγματι Ὀρθοδόξων» καί τῶν ἐχόντων τήν ἐμπειρία καί τό χάρισμα τῆς πίστεως, ὅπως ἦτο ὁ λαός τῆς Κων/πόλεως τήν ἐποχή τοῦ Νεστορίου. Προφανῶς ὅμως δέν ἔχουν ἔτσι τά πράγματα, ἀλλά θέλετε νά μεταθέσετε τό θέμα στόν π. Εὐθύμιο, ὥστε νά ἀποφύγετε τό δέον γενέσθαι εἰς τήν παροῦσα περίπτωσι καί μάλιστα ἔχοντας ἐμπρός σας τό εὔγλωττο παράδειγμα τοῦ ἁγ. Κυρίλλου καί τοῦ λαοῦ τῆς Κων/πόλεως ὡς πρός τήν ἀντιμετώπισι τοῦ Νεστορίου. Ἐγώ λοιπόν εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ αἰῶνος μου μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως καί δέν εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ αἰῶνος τοῦ ἁγ. Κυρίλλου καί δι’ αὐτό χρειάζομαι Κανόνες καί φυσικά τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.

Δέν πρέπει, ὅμως, νά σᾶς διαφεύγη τό γεγονός, ὅτι τό βιβλίο αὐτό ἐγράφη, ἐπειδή ἀμφισβητεῖται πλέον στίς ἡμέρες μας ἡ πορεία καί γραμμή τῶν Ὀρθοδόξων ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί, μάλιστα, ἔχουμε ἐφεύρει καί διάφορες θεωρίες, διά νά δικαιολογήσωμε τήν ἀπραξία καί τόν ἐφησυχασμό μας, οἱ ὁποῖες ἴσως ἀρχίζουν ἀπό τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, συνεχίζονται μέ τίς θεωρίες τῆς ἄχρι καιροῦ μνημονεύσεως καί τῆς ἐν τῷ κοινῷ ποτηρίῳ διακοπῆς της, τίς θεωρίες περί δημιουργίας σχίσματος διά τῆς ἀποτειχίσεως καί ἐξόδου ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅτι δέν μολυνόμεθα, οὔτε συμμετέχουμε στήν αἵρεσι, ἐφ’ ὅσον ἔχουμε ὀρθόδοξο φρόνημα κλπ., καί καταλήγουν οἱ θεωρίες αὐτές στίς ἰατρικές θεωρίες περί διαγνώσεως τῆς αἱρέσεως ἀπό τούς εἰδικούς καί στήν συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἀπό τούς ἴδιους τούς αἱρετικούς.

Εἰς τό σημεῖο αὐτό, καί προκειμένου νά στηρίξωμε ἁγιογραφικά καί πατερικά τίς σκέψεις μας εἰς τό βιβλίο πού σχολιάζεται, ὅτι δηλαδή «ὁ πραγματικά Ὀρθόδοξος ἐνεργεῖ εἰς τά θέματα τῆς πίστεως ἐμπειρικά καί δέν χρειάζεται κανόνας διά νά ὁριοθετήσει τήν γραμμή του, ἀλλά ἀπομακρύνεται ἀπό τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς πάραυτα», ἐπισυνάπτω τό ἁγιογραφικό χωρίο (Α΄ Τιμοθ. 1, 9-10) τό ὁποῖο ἀναφέρει τά ἑξῆς: «εἰδὼς τοῦτο, ὅτι δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καὶ βεβήλοις, πατρολῴαις καὶ μητρολῴαις, ἀνδροφόνοις, πόρνοις, ἀρσενοκοίταις, ἀνδραποδισταῖς, ψεύσταις, ἐπιόρκοις, καὶ εἴ τι ἕτερον τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται». Ἀκοῦστε, πατέρες, καί τήν θαυμασία ἑρμηνεία τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί ἐξάγετε τά συμπεράσματά σας, ἄν δηλαδή χρειάζονται Κανόνες προκειμένου νά ἀπομακρυνθῆ κάποιος ἀπό τούς αἱρετικούς. Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος ἑρμηνεύοντας εἰς τό σημεῖο αὐτό τόν ἀπ. Παῦλο:

«Ὁ νόμος, φησίν, ὀργὴν κατεργάζεται. Τοῦτο πρὸς τοὺς ποιοῦντας τὸ κακόν. Τί δὲ πρὸς τὸν τιμῆς ἄξιον; Διὰ νόμου, φησίν, ἐπίγνωσις ἁμαρτίας. Τί δέ πρὸς τὸν δίκαιον; Δικαίῳ, φησί, νόμος οὐ κεῖται. Διὰ τί; Ὅτι κολάσεώς ἐστιν ἐκτός, καὶ ὅτι οὐ περιμένει τὰ πρακτέα παρ' ἐκείνου μαθεῖν, ἔχων ἔνδον ὑπαγορεύουσαν τὴν τοῦ Πνεύματος χάριν. Νόμος γὰρ ἐδόθη, ἵνα τῷ φόβῳ κολάζωνται καὶ τῇ ἀπειλῇ. Οὐ δεῖ τοίνυν χαλινοῦ ἐπὶ τὸν εὐήνιον ἵππον, οὐδὲ παιδαγωγίας ἐπὶ τὸν οὐ δεόμενον παιδαγωγοῦ» (P.G. 62,511).

Τώρα πατέρες, πιστεύω νά καταλαβαίνετε γιατί οἱ Κωνσταντινουπολῖτες, κλῆρος καί λαός δέν ἐχρειάζοντο Κανόνες προκειμένου ν’ ἀποτειχισθοῦν ἀπό τόν Νεστόριο. Ἄν πάλι δέν μπορεῖτε ἀκόμη νά τό κατανοήσετε, σκεφθῆτε τούς αὐτόκλητους μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἐπαρουσιάζοντο καί ἐπαρρησιάζοντο εἰς τούς δημίους χωρίς νά διώκονται ἤ οἱ δήμιοι νὰ τοὺς ἔχουν συλλάβει. Αὐτοί εἶχαν ἀσφαλῶς ξεφύγει ἀπό τά ὅρια καί τούς ὅρους τῶν Κανόνων καί τῶν νόμων καί εἶχαν φθάσει εἰς τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή στήν ἀληθινή ἐλευθερία. Διότι ποιός νόμος καί ποιός Κανόνας ἀναφέρει ἤ ἔστω ὑπαινίσσεται, τήν αὐτόκλητο προσφυγή εἰς αὐτούς πού θέλουν νά σέ βασανίσουν καί νά σέ φονεύσουν;

Ἐν συνεχείᾳ καί προφανῶς θέλοντας νά ἐφαρμόσετε καί στόν ἅγ. Κύριλλο τίς ἰατρικές θεωρίες περί διαγνώσεως τῆς ἀσθενείας κλπ. ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ὁ Ἅγιος ἀντιμετωπίζει τόν Νεστόριο σάν ἄρρωστο μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί σάν σοφός ἰατρός κάνει ὅ,τι εἶναι δυνατόν γιά τήν θεραπεία του. Ὅταν, ὅμως, διαπίστωσε, μετά τίς δύο πρῶτες ἐπιστολές, ὅτι δέν θεραπεύεται, ἀναγκάζεται στήν τρίτη, νά τόν ἀπειλήσει ὅτι, ἄν δέν παύσει τίς αἱρετικές του διδασκαλίες, θά διακόψει κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του».

Ἐδῶ πατέρες, πάλι κάνετε σοβαρά λάθη, διότι προφανῶς ἀντιμετωπίζετε τόν ἅγ. Κύριλλο κατ’ αὐτόν τόν τρόπο πού τόν ἔχομε ἐμεῖς σήμερα, δηλαδή ὡς οἰκουμενικό διδάσκαλο, ἅγιο κλπ. Δι’ αὐτό τόν ὀνομάζετε σοφό ἰατρό, ὁ ὁποῖος κάνει ὅ,τι εἶναι δυνατόν γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀρρώστου. Ὁ ἅγιος ὅμως, ἠδύνατο νά εἶναι σοφός ἰατρός μόνον στό ἐμπιστευθέν ἀπό τόν Θεό ποίμνιό του, εἰς αὐτούς δηλαδή πού εὑρίσκοντο στήν εὐθύνη του. Εἰς ὅλους τούς ἄλλους, καί εἰδικά στούς Ἐπισκόπους τούς ἐκτός τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ἐπαρχίας, ἠδύνατο καί ἔπρεπε νά εἶναι ἕνας καλός ἀδελφός, κατά τό ἁγιογραφικό «ἀδελφός ὑπό ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρά καί ὑψηλή» (Παροιμ. 18,19) ἤ ὁ πραγματικά πλησίον, σύμφωνα μέ τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου. Δέν εἶχε δηλαδή οἰκουμενική δικαιοδοσία, ὅπως ἐσεῖς τόν παρουσιάζετε καί μάλιστα νά τιμωρῆ Πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν στήν αἵρεσι. Τό μόνο πού ἠδύνατο νά πράξη ἦτο νά συμβουλεύση διά τῶν ἐπιστολῶν, ὡς καλός δηλαδή ἀδελφός, καί, βεβαίως, ἐπειδή ἦτο θέμα πίστεως, νά διακόψη τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν αἱρετικό Πατριάρχη.

Ἡ διακοπή ὅμως τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἐπειδή ἦτο μεταξύ τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, δέν ἠδύνατο νά γίνη μεμονωμένα, δηλαδή σέ προσωπικό ἐπίπεδο, ἀλλά συνοδικῶς ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ἀλεξανδρείας θά διέκοπτε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τό Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως, ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Κελεστίνος στήν Ρώμη, ὁ ὁποῖος καί αὐτός συνοδικῶς ἀπεφάσισε τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τήν Κων/πολι. Δηλαδή, ὅταν ὑπάρχει διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξύ τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, εἶναι εὐνόητο ὅτι πρέπει νά γίνη συνοδικῶς.

Τό σημαντικό εἰς τήν προκειμένη περίπτωσι εἶναι ὅτι, ἐνῶ διακόπτουν τά δύο Πατριαρχεῖα τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τό Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως, διατηροῦν αὐτήν μέ τούς ἀποτειχισμένους ἀπό τόν αἱρετικό Πατριάρχη Νεστόριο, κληρικούς καί λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ὡς ὑποκείμενοι εἰς αὐτόν, εἶχαν διακόψει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία διά θέματα πίστεως καί μάλιστα εὐθύς ἐξ ἀρχῆς μέ τήν κήρυξι τῆς αἱρέσεως. Δηλαδή ἐδῶ, βλέπομε καθαρά ὅτι, γιά νά ὑπάρχη ἐκκλησιαστική κοινωνία, πρέπει ὁπωσδήποτε νά ὑπάρχη ταυτότητα πίστεως.

Τό ἔτι θαυμαστώτερο εἶναι ὅτι τά δύο Πατριαρχεῖα δέν ἀναγνωρίζουν καί τίς ποινές πού ἐπέβαλε ὁ Νεστόριος στούς ἀποτειχισμένους ἀπό αὐτόν. Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ ἅγ. Κύριλλος στήν ἐπιστολή του, ἀλλά παρομοίως τό ἀναφέρει καί ὁ Κελεστίνος ὡς ἑξῆς: «εἴ τις δέ ἤ ἀπό Νεστορίου, ἤ ἀπό τῶν ἄλλων τῶν αὐτῷ ἐξακολουθησάντων, ἀφ’ οὗ τά τοιαῦτα ἤρξατο λαλεῖν, ἤ ἀκοινώνητος ἐγένετο, ἐγυμνώθη τῆς τοῦ ἱερέως ἀξίας, ἤ τῆς τοῦ κληρικοῦ, τοῦτον ἐν τῇ ἡμετέρᾳ κοινωνίᾳ καί μεμενηκέναι, καί μένειν εἰς τό ἑξῆς ὡμολόγηται. Καί οὐδέ λέγομεν αὐτόν ἀποκεκινῆσθαι∙ ἐπειδήπερ οὐδέ ἠδύνατό τινα ἡ τούτου ἀπόφασις ἀποκινεῖν, ὅστις ἑαυτόν παρέσχεν ἤδη ἀποκινητέον» (Πρακτικά τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων τόμ. Α΄, σελ. 545).

Ἐδῶ κατά ἕνα θαυμάσιο τρόπο ὁ Κελεστίνος, γράφοντας πρός τόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰωάννη περί τοῦ Νεστορίου, δέν ἀναγνωρίζει τίς ποινές πού ἐπέβαλε γιά τά θέματα τῆς πίστεως. Ἡ δικαιολογία πού ἐπικαλεῖται εἶναι ὅτι «ἐπειδήπερ οὐδέ ἠδύνατο τινα ἡ τούτου ἀπόφασις ἀποκινεῖν, ὅστις ἑαυτόν παρέσχεν ἤδη ἀποκινητέον». Δηλαδή αὐτός διά τῆς αἱρέσεως εἶχε ἤδη ἐκπέσει ἀπό τήν ἱερωσύνη καί δέν ἠδύνατο νά μετακινῆ (νά καθαιρῆ) τούς ἄλλους. Καί αὐτά γράφονται ἀπό τόν Κελεστίνο, πρίν καθαιρεθῆ ὁ Νεστόριος ἀπό Σύνοδο.

Τό ἴδιο γράφει ὁ Κελεστίνος σέ ἐπιστολή του καί πρός τόν κλῆρο καί τόν λαό τῆς Κων/πόλεως: «...ἵνα μηδέ πρόσκαιρος δοκῇ τούτου ἰσχύειν ἡ ἀπόφασις, τοῦ ἤδη καθ’ ἑαυτοῦ τήν θείαν ἀπόφασιν προσκαλεσαμένου, φανερῶς ἡ αὐθεντία τοῦ ἡμετέρου θρόνου ὡρίσατο, μηδένα ἤ ἐπίσκοπον, ἤ κληρικόν, ἤ κατά τι ἐπάγγελμα χριστιανόν, τῶν παρά Νεστορίου, ἤ τῶν τούτου ὁμοίων, ἀφ’ οὗ τοιαῦτα κηρύττει ἤρξαντο, ἤ τοῦ ἰδίου τόπου, ἤ τῆς κοινωνίας ἀποκινηθέντων, δοκεῖν ἤ ἀποκεκινῆσθαι, ἤ ἀποκοινώνητον γεγενῆσθαι∙ ἀλλ’ οὗτοι πάντες ἐν τῇ ἡμετέρᾳ κοινωνίᾳ καί ἐγένοντο, καί ἄχρι τοῦ παρόντος εἰσίν∙ ὅτι οὐδένα ἤ καθελεῖν, ἤ ἀποκινῆσαι ἠδύνατο, ὅς ἐν τῷ κηρύττειν τοιαῦτα, ἀσφαλῶς οὐχ εἱστήκει» (Πρακτικά Συνόδων τόμος Α’ σελ. 450).

Καί ἐδῶ παρομοίως ὁ Κελεστίνος ἀναφέρει ὅτι ὁ Νεστόριος δέν ἠδύνατο νά μετακινήση ἐκ τῆς ἱερωσύνης τούς ἄλλους, ἐφ’ ὅσον ὁ ἴδιος διά τῆς αἱρέσεως δέν ἐστέκετο στήν ὀρθόδοξο πίστι. Ἐδῶ, γιά νά τό κατανοήσωμε καλύτερα αὐτό, πρέπει ὡς ἀντίθεσι νά ἀντιπαραβάλλωμε τήν περίπτωσι τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου μέ τούς λεγομένους Μακρούς ἀδελφούς. Αὐτοί, ἐπειδή ἀδίκως καί ἐμπαθῶς καθαιρέθηκαν καί ἀφορίστηκαν ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο, προσέφυγαν εἰς τόν Χρυσόστομο. Ὁ Χρυσόστομος ὅμως, ἐπειδή δέν ἐτίθετο στήν συγκεκριμένη περίπτωσι θέμα πίστεως, ὅπως ἀναφέρουν οἱ βιογράφοι, δέν ἐπικοινώνησε ἐκκλησιαστικά μαζί των, πέραν τῆς ἄλλης βοηθείας καί ὑποστηρίξεως πού τούς παρεῖχε, ἀλλά ὑποσχέθηκε νά παρέμβη ὡς μεσολαβητής πρός τόν Θεόφιλο, ὥστε αὐτός νά λύση τόν ἄδικο δεσμό.

Οἱ δύο λοιπόν Πατριάρχες, Κύριλλος καί Κελεστίνος, ἔφθασαν εἰς τά ἐπιτρεπόμενα ὑπό τῶν Κανόνων ὅρια, δηλαδή νά διακόψουν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο καί νά μήν ἀναγνωρίσουν τίς ποινές πού ἐπέβαλε στούς ἀποτειχισμένους ἀπό αὐτόν. Εἶναι λοιπόν λάθος αὐτά πού ἀναφέρετε, ὅτι δηλαδή: «Τό ὅτι προηγήθηκαν οἱ δύο αὐτές Σύνοδοι καί κατόπιν ἐπακολούθησε ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Νεστορίου, φαίνεται καί ἀπό τήν ἐπιστολή, πού ἔστειλε ὁ Ἅγιος πρός τόν κλῆρο καί τόν λαό τῆς Κωνσταντινουπόλεως» (σελ. 29) καί ἐπίσης στή σελ. (30): «Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὅταν ἐγράφη τό Συνοδικό γράμμα, ἡ Σύνοδος εἶχε μέν καταδικάσει καί τόν Νεστόριο καί τίς αἱρετικές του διδασκαλίες, ὡστόσο δέν ἔκρινε σκόπιμο νά διακόψει ἀμέσως τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του. Αὐτό θά γινόταν μόνο μετά τήν λήξη τῆς προθεσμίας καί μέ βάση τίς δύο αὐτές Τοπικές Συνόδους».

Οἱ τοπικές Σύνοδοι οὔτε κατεδίκασαν τόν Νεστόριο, οὔτε τόν ἀναθεμάτισαν, διότι δέν εἶχαν τέτοιο δικαίωμα. Ἁπλῶς κατεδίκασαν καί ἀνεθεμάτισαν τίς αἱρετικές του διδασκαλίες. Αὐτό φαίνεται καθαρά ἀπό τούς δώδεκα ἀναθεματισμούς τοῦ ἁγ. Κυρίλλου οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στό τέλος τῆς τρίτης ἐπιστολῆς του. Δι’ αὐτό κάθε ἀναθεματισμός ἀρχίζει μέ τό «εἴ τις οὐχ ὁμολογεῖ» ἤ «εἴ τις τολμᾶ λέγειν» ἤ «εἴ τις φησίν» κλπ. Οὐδαμοῦ δηλαδή στούς ἀναθεματισμούς ἀναφέρεται τό ὄνομα τοῦ Νεστορίου.

Ἀπό ὅλα αὐτά λοιπόν συμπεραίνομε ὅτι ἡ ἀποτείχισις τῶν Κωνσταντινοπολιτῶν, κλήρου καί λαοῦ, ἔγινε πρό συνοδικῆς κρίσεως τοῦ Νεστορίου καί πρό συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως καθώς καί ἡ ἀποτείχισις τῶν Πατριαρχῶν Κυρίλλου καί Κελεστίνου, μέ τίς περί αὐτῶν Συνόδους, ἔγινε πάλι πρό συνοδικῆς κρίσεως καί καταδίκης τοῦ Νεστορίου. Ἡ καταδίκη τοῦ Νεστορίου ἔγινε κατά τήν πρώτη πράξι τῆς Συνόδου τῆς Ἐφέσου καί ἀναφέρεται στά Πρακτικά τῶν Συνόδων ὡς ἑξῆς:

«Ἡ ἁγία Σύνοδος εἶπε. Πρός τοῖς ἄλλοις μήτε ὑπακοῦσαι βουληθέντος τοῦ ἀσεβεστάτου Νεστορίου τῇ παρ’ ἡμῶν κλήσει, μήτε μετά τούς παρ’ ἡμῶν ἀποσταλέντας ἁγιωτάτους καί θεοσεβεστάτους ἐπισκόπους δεξαμένου, ἀναγκαίως ἐχωρήσαμεν ἐπί τήν ἐξέτασιν τῶν δυσεβηθέντων αὐτῷ, καί φωράσαντες αὐτόν ἐκ τε τῶν ἐπιστολῶν, καί ἐκ τῶν συγγραμμάτων αὐτοῦ καί ἐκ τῶν ἀρτίως παρ’ αὐτῶν ρηθέντων κατά τήνδε τήν μητρόπολιν, καί προσμαρτυρηθέντων, δυσσεβῶς φρονοῦντα καί κηρύττοντα, ἀναγκαίως κατεπειχθέντες ἀπό τε τῶν κανόνων, καί ἐκ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἁγιωτάτου πατρός ἡμῶν καί συλλειτουργοῦ Κελεστίνου τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ρωμαίων ἐκκλησίας, δακρύσαντες πολλάκις, ἐπί τήν σκυθρωπήν κατ’ αὐτοῦ ἐχωρήσαμεν ἀπόφασιν. Ὁ βλασφημηθείς τοίνυν παρ’ αὐτοῦ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ὥρισε διά τῆς παρούσης ἁγιωτάτης συνόδου, ἀλλότριον εἶναι τόν αὐτόν Νεστόριον τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καί παντός συλλόγου ἱερατικοῦ»(τόμος Α΄, σελ. 584).

Ἐδῶ διά πρώτη φορά τόν ὀνομάζουν οἱ Πατέρες «ἀσεβέστατον», ἐνῶ πρίν καθαιρεθῆ ἄν καί ἦτο αἱρετικός τόν ὠνόμαζον «εὐλαβέστατον». Τήν προσφώνησι αὐτή «εὐλαβέστατον» τήν ἀνέφερον οἱ Πατέρες διά τόν Νεστόριον πάρα πολλές φορές στίς συζητήσεις πρό τῆς καθαιρέσεώς του, προφανῶς ἐπειδή ἀκόμη δέν εἶχε τιμωρηθῆ.

Ὡς ἐκ τούτου, ἀπορῶ πατέρες, γιά τό πῶς ἐξάγετε τόσο εὔκολα καί πρόχειρα συμπεράσματα καί ἀποφαίνεσθε χωρίς κἄν νά ἀμφιβάλλετε γιά τήν ὀρθότητα τῶν ἀπόψεών σας. Γράφετε συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Εἶναι δέ λάθος αὐτό πού ἀναφέρει, ὅτι δῆθεν ὁ Ἅγιος “θά διέκοπτε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του χωρίς νά ἔχει καταδικαστεί ἀπό Σύνοδο ὁ Νεστόριος”». Ὁ ἅγ. Κύριλλος τό ἔπραξε αὐτό καί διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο, πρίν αὐτός καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο καί μάλιστα ἐνῶ δέν εἶχε καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, δέν ἀνεγνώρισε καί τίς ποινές πού αὐτός ἐπέβαλε στούς ἀποτειχισμένους ἀπό αὐτόν.

Ἄν ὁ ἅγιος Κύριλλος καί ὁ Κελεστίνος τῆς Ρώμης τιμωροῦσαν μέ καθαίρεσι καί ἀναθεματισμό τόν Νεστόριο, αὐτό θά ἦτο παράνομο, διότι θά ἦτο ἐπέμβασις τῆς μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας εἰς τά ἐσωτερικά τῆς ἄλλης. Αὐτό θά μποροῦσε νά γίνη μόνον ἐσωτερικά ἀπό τήν ἐνδημοῦσα Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως, ἄν φυσικά εὐνοοῦσαν οἱ συνθῆκες καί κυρίως οἱ πολιτικές ἤ ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο, διότι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἔχει δικαίωμα νά ἐπεμβαίνη στά ἐσωτερικά τῆς κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικά διά τά θέματα τῆς πίστεως. Αὐτό τό βλέπομε καί στήν Β΄ Οἰκουμενική, ἡ ὁποία κατ’ ἀρχάς ἀπέδωσε τόν θρόνο τῆς Κων/πόλεως στόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί μετά τήν παραίτησί του εἰς τόν ἅγ. Νεκτάριο.

Πρέπει, πατέρες, πρός λύσιν πάσης παρεξηγήσεως νά ἀναφέρω ὅτι στή σελ. 30 τῆς κριτικῆς μελέτης σας γράφετε ἐπίσης καί τά ἑξῆς: «Καί στήν προκειμένη δηλαδή περίπτωση ἔχουμε διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μετά καί ὄχι πρό Συνοδικῆς κρίσεως. Ἀπό τό ἴδιο Συνοδικό κείμενο, ἐπίσης, φαίνεται ὅτι ὁ Ἅγιος τότε μόνον προτρέπει τόν λαό νά ἀποσχισθεῖ ἀπό τόν Νεστόριο, ἐφ' ὅσον ἀποδειχθεῖ ἀμετάπειστος στίς αἱρετικές του διδασκαλίες: “...μήτε κοινωνεῖν αὐτῷ, εἰ μένει λύκος ἀντί ποιμένος”».

Δέν μπορῶ, πατέρες, νά κατανοήσω, πῶς ἐξάγετε αὐτά τά συμπεράσματα, τά ὁποῖα ταιριάζουν ἀπόλυτα μέ τήν γραμμή τῶν Οἰκουμενιστῶν καί βεβαίως τούς βοηθοῦν ἀφάνταστα. Ἡ συνοδική ἀπόφασις, ὅταν πρόκειται διά θέματα πίστεως, δέν ἔχει καμμία ἀξία, οὔτε καλύπτει καί κατοχυρώνει αὐτούς πού τήν ἀκολουθοῦν, ἐφ’ ὅσον ἀντιστρατεύεται στήν ἁγ. Γραφή καί στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, δηλαδή ἀντιστρατεύεται στήν Ὀρθόδοξο πίστι καί Παράδοσι.

Ὅπως πάλι, καί ἄν δέν ὑπάρχη ἡ συνοδική ἀπόφασις διά θέματα πίστεως, δέν ἐμποδίζει στήν ἀποτείχισι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο τούς Ὀρθοδόξους, ὅπως συνέβη στήν παροῦσα περίπτωσι τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ τῆς Κων/πόλεως μέ τόν Πατριάρχη Νεστόριο. Διότι, ὅπως τό ἔχομε ἐξηγήσει, ἄν συνέβαινε αὐτό, τότε καί οἱ αἱρετικοί θά ἦσαν κατοχυρωμένοι πίσω ἀπό κάποιες συνοδικές ἀποφάσεις, διά νά ἀκολουθοῦν τήν αἵρεσι διά νά καθαιροῦν καί ἀναθεματίζουν τούς Ὀρθοδόξους.

Θά γνωρίζετε ἀσφαλῶς, πατέρες, ὅτι καί στήν περίπτωσι αὐτή τοῦ Νεστορίου ἔγινε στήν ἴδια τήν πόλι τῆς Ἐφέσου Σύνοδος μέ δύο Πατριάρχες, τόν Νεστόριο καί τόν Ἀντιοχείας Ἰωάννη καί πολλούς Ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς, μεταξύ αὐτῶν καί ὁ Θεοδώρητος Κύρου, παρουσίᾳ δέ καί τοῦ βασιλικοῦ ἐπιτρόπου, εἰς τήν ὁποία καθήρεσαν τόν ἅγ. Κύριλλο καί τόν Μέμνονα Ἐφέσου, ἀνεθεμάτισαν ὡς αἱρετικά τά κεφάλαια τοῦ ἁγ. Κυρίλλου καί ἔθεσαν σέ ἀκοινωνησία τούς ὑπολοίπους Πατέρας τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδου, ἡ ὁποία δηλαδή συγκροτήθηκε ἀπό τόν Κύριλλο.

Ἡ ἀπόφασις αὐτή τῆς ἀντισυνόδου, μεταξύ ἄλλων, ἀναφέρει καί τά ἑξῆς:«...τούτου ἕνεκεν γινώσκετε, ὡς καθῃρημένοι ἐστέ, καί ἀλλότριοι τῆς ἐπισκοπῆς, σύ τε Κύριλλε, ὁ τῆς Ἀλεξανδρείας, καί Μέμνων ὁ τῆσδε τῆς πόλεως, καί πάσης ἐκκλησιαστικῆς λειτουργίας ἀλλότριοι, ὡς πάσης τῆς ἀταξίας καί παρανομίας ἔξαρχοι καί ἡγεμόνες, καί τοῦ πατηθῆναι τούς κανόνας τῶν πατέρων, καί τά βασιλικά θεσπίσματα, αἴτιοι γεγονότες∙ οἱ δέ λοιποί πάντες, οἱ συμφωνήσαντες τοῖς ἠτακτηκόσι καί παρανομήσασι κατά τῶν κανόνων, καί κατά τῶν βασιλικῶν θεσπισμάτων, ἀκοινώνητοί ἐστε, ἕως ἄν ἐπιγνόντες τό οἰκεῖον πλημμέλημα μετανοήσετε, καί τήν πίστιν τῶν ἁγίων πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ συναθροισθέντων καταδέξησθε. Μηδέν ἕτερον αὐτῇ ξένον ἐπεισάγοντες, καί ἀναθεματίσητε τά αἱρετικά κεφάλαια τά ἐκτεθέντα παρά Κυρίλλου τοῦ Ἀλεξανδρείας, τά ἐναντιούμενα τῇ εὐαγγελικῇ καί ἀποστολικῇ διδασκαλίᾳ» (Πρακτικά τῶν Συνόδων τόμ. Α΄, σελ. 598).

Οὕτως ἐχόντως τῶν πραγμάτων, ποία Σύνοδος ἦτο ἡ Ὀρθόδοξος; Μήπως ἡ πολυπληθέστερη, ἤ αὐτή πού εἶχε τήν βασιλική προστασία καί κάλυψι, ἤ αὐτή πού ἐπρόλαβε καί ἔγινε ἐνωρίτερα, ἤ τέλος πάντων αὐτή μέ τήν ὁποία θά ἐξυπηρετεῖτο ὁ καθένας; Πιστεύω ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Σύνοδος ἦτο αὐτή, ἡ ὁποία ἐκήρυττε τό ὀρθόδοξο δόγμα καί κατεδίκαζε τήν αἵρεσι. Δι’ αὐτό βλέπομε στά πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων οἱ Πατέρες, προκειμένου νά στηρίξουν τό ὀρθόδοξο δόγμα, προσεκόμιζαν καί ἀνεγίνωσκον πλῆθος ἄλλων ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν κειμένων, ὥστε νά φανοῦν σύμφωνοι μέ ὅλη τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι. Τό ἴδιο συνέβη, ὅπως βλέπομε ἀπό τά πρακτικά, καί στήν ἐν λόγῳ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.

Εἶναι λοιπόν, πατέρες, ἄξιον ἀπορίας, πῶς προσπαθεῖτε νά ἐλιγχθῆτε καί νά καλυφθῆτε πίσω ἀπό τίς ἀποφάσεις κάποιων Συνόδων· καί ἐκεῖ πού αὐτές δέν ὑπάρχουν, πάλι ἐλίσσεσθε, θεωρώντας αὐτό ὡς μεμονωμένο γεγονός, τό ὁποῖο δέν στηρίζεται πουθενά. Γράφετε λοιπόν γιά τήν διαγωγή καί τήν στάσι τοῦ λαοῦ τῆς Κων/πόλεως ὅτι αὐτή ἡ διαγωγή «δείχνει μέν πόσο ἀνεπτυγμένο ἦταν τότε τό Ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ καί ὅτι διέκοψε πρό Συνοδικῆς κρίσεως κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο, ὡστόσο ὅμως ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ λαοῦ δέν δικαιώνεται καί δέν βρίσκει κανένα στήριγμα σέ κανένα Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε καί σέ αὐτόν ἀκόμη τόν 15ο τῆς ΑΒ', ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ “δι' αἵρεσιν τινά παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην”. Ἄν ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ λαοῦ εἶχε υἱοθετηθεῖ ὡς νόμος μέσα στήν Ἐκκλησία, θά εἶχε ἀποτυπωθεῖ μέ κάποιον συγκεκριμένο Κανόνα στήν ἀμέσως ἐπακολουθήσασα Γ' Οἰκουμενική Σύνοδο. Τέτοιος ὅμως κανόνας δέν ὑπάρχει. Ἑπομένως, ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ λαοῦ δέν μπορεῖ νά ἀποτελέσει παράδειγμα πρός μίμηση καί γραμμή πλεύσεως στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας».

Ἐδῶ κατ’ ἀρχάς, πατέρες, ἀποδέχεσθε ὅτι τό ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ ἦταν ἀνεπτυγμένο καί ἐν συνεχείᾳ ὅτι ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ λαοῦ δέν δικαιώνεται καί δέν βρίσκει κανένα στήριγμα ἀπό κανένα Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ ποιά ὅμως λογική ἀποδέχεσθε ὅτι «τό ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ ἦταν ἀνεπτυγμένο», καὶ ἐν συνεχείᾳ δηλώνετε ὅτι «ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ λαοῦ» μὲ τὸ «ἀνεπτύγμενο ὀρθόδοξο αἰσθητήριο», «δέν δικαιώνεται καί δέν βρίσκει κανένα στήριγμα ἀπό κανένα Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας»; Ἄν ὅμως ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ λαοῦ δέν συμφωνοῦσε μέ τούς Κανόνες, τότε πῶς χαρακτηρίζετε τό ὀρθόδοξο αἰσθητήριο ἀνεπτυγμένο; Θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ χαρακτηρίσετε ὄχι ἀνεπτυγμένο, ἀλλά διεστραμμένο, διότι ἔπραξαν κάτι ἀντίθετο στούς Κανόνες καί ἀντίθετο στήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Δέν μπορεῖ δηλαδή νά ὑπάρχη ὀρθόδοξο αἰσθητήριο καί αὐτό συγχρόνως νά εἶναι ἔωλο καί ἀστήρικτο. Στήν προκειμένη περίπτωσι φαίνεται ὅτι δυσκολεύεσθε νά ταιριάξετε τά πράγματα.

Ἔπειτα, τό ὅτι ὁ κλῆρος καί ὁ λαός τῆς Κων/πόλεως ἐπαινέθηκε καί ἐστηρίχθηκε ἀπό τόν ἅγ. Κύριλλο καί τόν Κελεστίνο τῆς Ρώμης, αὐτό δέν ἀποτελεῖ μία δικαίωσι καί ἐπιβράβευσι τῆς στάσεως τοῦ λαοῦ ἐν καιρῷ αἱρέσεως; Ἀκόμη δέ καί ἡ Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποστέλλει εἰδική ἐπιστολή πρός τόν κλῆρο καί τόν λαό τῆς Κων/πόλεως, ἀποδέχεται τὴν γενομένη ἀπὸ τὸν λαό ἀποτείχισι πρὸ συνοδικῆς κρίσεως, συντάσσεται μέ αὐτούς καί τούς καθοδηγεῖ πῶς νά πράξουν ἀπό ἐδῶ καί εἰς τό ἑξῆς. Ἡ Ἐπιστολή αὐτή ὑπάρχει στά πρακτικά τῶν Συνόδων.

Ἡ τοποθέτηση περί τῶν ἀποτειχισθέντων ὑπάρχει στόν Γ΄ Κανόνα τῆς Συνόδου. Μὲ αὐτόν δικαιώνει πλήρως τούς ἀποτειχισθέντες καί ἀφοῦ ἀναιρεῖ καί ἀκυρώνει τίς κατ’ αὐτῶν ποινές τοῦ Νεστορίου καί τῶν λοιπῶν, τούς καθοδηγεῖ εἰς τό νά μήν ὑποταχθοῦν εἰς αὐτούς πού ἀποστάτησαν ἀπό τήν Σύνοδο καί ἐχάραξαν ἄλλη πορεία.

Ἄρα λοιπόν, πατέρες, αὐτά πού ἀναφέρετε ὅτι δηλαδή, «ἄν ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ λαοῦ εἶχε υἱοθετηθεῖ ὡς νόμος μέσα στήν Ἐκκλησία, θά εἶχε ἀποτυπωθεῖ μέ κάποιον συγκεκριμένο Κανόνα στήν ἀμέσως ἐπακολουθήσασα Γ' Οἰκουμενική Σύνοδο. Τέτοιος ὅμως κανόνας δέν ὑπάρχει», εἶναι λάθος.

Πιστεύω ἐν τέλει ὅτι ἐφ’ ὅσον φορᾶτε τά γυαλιά τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος δέν πρόκειται νά ἰδῆτε τίποτε σωστά καί ὀρθόδοξα. Ἐνῶ δέ, δέν δύνασθε νά στηρίξετε πουθενά τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, προσπαθεῖτε διά τοῦ ὀρθολογισμοῦ νά ἀναιρέσετε ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἐδίδαξαν καί ἔπραξαν οἱ Ἅγιοι καί οἱ Ὀρθόδοξοι διαχρονικά.













Θά ἔλθω ἐν συνεχείᾳ εἰς τήν κριτική μελέτη σας εἰς τό θέμα τοῦ ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Ἐδῶ πατέρες, προκειμένου νά ἀποδείξετε ὀρθές τίς θεωρίες σας, καί εἰδικά τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, καί νά παρουσιάσετε βεβαίως καί τόν ἅγ. Μάξιμο ὑπέρμαχο αὐτῶν τῶν θεωριῶν, μεταχειρίζεσθε ὅλα τά μέσα τά ὁποῖα δέν τολμοῦν νά χρησιμοποιήσουν (τουλάχιστον ὅλα) ἀκόμη καί αὐτοί οἱ αἱρετικοί. Τά μέσα αὐτά εἶναι: ἡ ἀπομόνωσις ὁρισμένων χωρίων καί ἡ ἐξέτασις αὐτῶν χωρίς νά λαμβάνετε ὑπ’ ὄψιν σας τήν ὅλη συνάφεια τοῦ νοήματος· ἡ τοποθέτησις ὡς ἐκ τούτου τοῦ νοήματος ὅτι δῆθεν ἀναφέρεται σέ ἄλλη περίπτωσι· ἡ ἀποσιώπησις ὅλων αὐτῶν τῶν χωρίων, τά ὁποῖα δέν σᾶς ἐξυπηρετοῦν στά συμπεράσματα πού θέλετε νά βγάλετε· ἡ ἐπιλεκτική ἀναφορά σας σέ ὅσα σημεῖα τοῦ βιβλίου (τό ὁποῖο κρίνετε) νομίζετε ὅτι μπορεῖτε νά ἀπαντήσετε σύμφωνα μέ τίς θεωρίες σας καί ἡ ἀποσιώπησις ὅλων τῶν ὑπολοίπων, καί βεβαίως, ἡ ἑρμηνευτική παραποίησις ὅλων αὐτῶν πού ἀναφέρετε, σέ σημεῖο πού νά σᾶς ζηλεύουν ἀκόμη καί οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ.

Γράφετε συγκεκριμένα στήν σελ. 31 τῆς μελέτης σας τά ἑξῆς:
«Ἑπομένως ὁ Ἅγιος σ' ὅλες τίς διαδοχικές ἀνακρίσεις καί πιέσεις, πού ἐδέχθη, εἶχε πρό ὀφθαλμῶν του ὅλες τίς ἀποφάσεις ὅλων τῶν παραπάνω Συνόδων καί μάλιστα αὐτῆς τοῦ Λατερανοῦ (449), στὴν ὁποία, ὅπως ἐλέχθη, καταδικάστηκε ὄχι μόνον ἡ αἵρεση, ἀλλά ἐπιπλέον ἀναθεματίστηκαν οἱ αἱρετικοί Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Πύρρος καί Παῦλος. Ὁ Ἅγιος διέκοψε τήν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς Πατριάρχες, βασιζόμενος στίς παραπάνω Συνοδικὲς ἀποφάσεις καί ἀναθεματισμούς».

Ἐδῶ, προσπαθεῖτε νά ἀποδείξετε ὅτι ὁ ἅγιος δέν ἀποτειχίστηκε ἔχοντας προσωπική ἀντίληψι καί εὐθύνη περί τῆς αἱρέσεως, ἀλλά βασιζόμενος στίς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν αὐτῶν Συνόδων. Ὑπάρχουν, ὅμως, τόσες συζητήσεις τοῦ ἁγίου μέ τούς ἀντιπροσώπους τοῦ αὐτοκράτορος καί τοῦ Πατριάρχου, στίς ὁποῖες φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος, ἀντιθέτως, δέν ἐστηρίζετο ὡς πρός τήν ἀποτείχισι του σέ ἀποφάσεις Συνόδων ἀλλά στήν ἁγ. Γραφή καί στήν ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἡ ὁποία διδάσκει ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τίς αἱρέσεις καί τούς αἱρετικούς. Ἐσεῖς ὅμως, πατέρες, τά ἀποσιωπεῖτε ὅλα αὐτά, ἐπειδή διδάσκετε τήν συνύπαρξι σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ τίς αἱρέσεις καί τούς αἱρετικούς. Αὐτό ἀκριβῶς διδάσκει καί ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος τήν ὁποία μέ πάθος ὑπερασπίζεσθε.

Ἄν λοιπόν, ὁ ἅγιος ἐρρύθμιζε τήν στάσι του αὐτή βασιζόμενος στίς ἀποφάσεις κάποιας Συνόδου, θά ἔπρεπε, ὅταν ὑπάρξη μία ἄλλη μεγαλυτέρα Σύνοδος, νά ὑποταχθῆ εἰς αὐτήν, καί τρόπον τινά νά προσαρμόση τήν ἐκκλησιαστική του ἐπικοινωνία μέ τίς ἀποφάσεις τῆς μεγαλυτέρας Συνόδου. Ὁ ἅγιος ὅμως δέν εἶχε τέτοιες ἀντιλήψεις, ὅπως τόν παρουσιάζετε. Αὐτό φαίνεται πολύ καθαρά καί ἀπό τήν ἑξῆς συζήτησι, τήν ὁποία ἀναφέρει σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ἀναστάσιο: «Χθές ὀκτωκαιδεκάτῃ τοῦ μηνός, ἥτις ἦν ἡ ἁγία Πεντηκοστή, ὁ πατριάρχης ἐδήλωσέ μοι λέγων·

Ποίας Ἐκκλησίας εἶ; Βυζαντίου; Ρώμης; Ἀντιοχείας; Ἀλεξανδρείας; Ἱεροσολύμων; Ἰδού πᾶσαι μετά τῶν ὑπ’ αὐτάς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν. Εἰ τοίνυν εἶ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνώθητι, μήπως, ξένην ὁδόν τῷ βίῳ καινοτομῶν, πάθῃς ὅπερ οὐ προσδοκᾷς.

Πρός οὕς εἶπον· Καθολικήν Ἐκκλησίαν, τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁμολογίαν, Πέτρον μακαρίσας ἐφ’ οἷς αὐτόν καλῶς ὡμολόγησεν, ὁ τῶν ὅλων εἶναι Θεός ἀπεφήνατο... Οὐκοῦν ἄκουσον, ἔφησαν· Ἔδοξε τῷ δεσπότῃ καί τῷ πατριάρχῃ, διά πραικέτου τοῦ πάππα Ρώμης, ἀναθεματισθῆναί σε μή πειθόμενον, καί τόν ὁριζόμενον αὐτοῖς ἀπενέγκασθαι θάνατον. Τό τῷ Θεῷ πρό παντός αἰῶνος ὁρισθέν ἐν ἐμοί δέξοιτο πέρας, φέρον αὐτῷ δόξαν πρό παντός ἐγνωσμένην αἰῶνος, αὐτοῖς τοῦτο ἀκούσας ἀπεκρινάμην» (Φιλοκαλία ΕΠΕ 15 Β, σελ. 450).

Τί πιό διαυγές καί σαφές θά μπορούσατε, πατέρες, νά ἔχετε ὡς ἀπόδειξι γιά τό ὅτι ὁ ἅγιος δέν ἐστηρίζετο σέ ἀποφάσεις Συνόδων, οὔτε στήν συνοδική συμφωνία ὅλων τῶν Πατριαρχῶν, ἀλλά μόνο στήν Ὀρθόδοξο πίστι, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων; Τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τῆς Ρώμης τήν ἐπροκάλεσε καί ἐκαλλιέργησε ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, ὄχι γιά νά ρυθμίση τήν στάσι του ἀπέναντι στήν αἵρεσι ἤ, τρόπον τινά, γιά νά ἔχη κάπου νά στηριχθῆ, ὅπως τόν παρουσιάζετε, ἀλλά γιά νά διορθωθοῦν τά πράγματα στήν Ἐκκλησία διά τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Διότι τότε ἡ Ρώμη εἶχε, εἰς τό σημεῖο αὐτό, ὀρθόδοξο φρόνημα.

Ἀκοῦστε λοιπόν, κάποια πράγματα ἀπό τόν βίο του, τά ὁποῖα δείχνουν τήν στάσι του ἀπέναντι στήν αἵρεσι, πρίν αὐτή καταδικασθῆ, καί τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο ἐπῆγε ὁ ὅσιος στή Δύσι. Ἐνῶ εὑρίσκετο ἀκόμη στήν ὑπηρεσία τοῦ αὐτοκράτορος ὡς ὑπογραφέας τῶν βασιλικῶν ὑπομνημάτων, ὁ βιογράφος του ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἀλλ’ αὐτός μικρά ταῦτα πρός φιλοσοφίαν, καί δόξαν, καί χρήματα, καί τιμήν, καί ὅσα φιλοτιμίας ἧπται τῆς περιττῆς, ἡγησάμενος· ἄλλως τε καί τήν πίστιν τότε καινοτομουμένην ὁρῶν, τῷ πολλά τήν Ἐκκλησίαν τό τῶν Μονοθελητῶν διαλυμαίνεσθαι δόγμα, καταλείπει μέν ἅπαντα, ψυχῆς ὥσπερ κοίνωσιν τό τοῖς τοιούτους ἀνεστράφθαι οἰόμενος· πρός δέ τόν μονάδα βίον, ἅτε καί πάλαι τοῦ καθ’ ἡσυχίαν βιῶναι ἐρῶν, σπουδῇ προσχωρεῖ, τῷ κατά τήν ἀντιπέραν ἠϊόνα φροντιστηρίῳ, ὅ τῆς Χρυσοπόλεως προσωνόμασται, τότε κατά φιλοσοφίαν ἀνθοῦντι, δούς ἑαυτόν· κἀκεῖ τρίχας τε κειράμενος, καί τό τρίχινον ἐνδυσάμενος ἔνδυμα» (P.G. 90, 72D).

Ἐδῶ ὁ βιογράφος του μᾶς ἀναφέρει κατ’ ἀρχάς ὅτι ἡ αἰτία τῆς ἀναχωρήσεώς του ἀπό τόν κόσμο καί τῆς μοναχικῆς του ἀφιερώσεως ἦτο ἡ αἵρεσις τῶν Μονοθελητῶν. Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά τό σημαντικώτερο ὅτι ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο καί τά ἀνάκτορα γιά νά μήν ἔχη καμμία ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς. Τήν ἐπικοινωνία δέ αὐτή τήν ἐθεωροῦσε μολυσμό τῆς ψυχῆς του: «καταλείπει μέν ἅπαντα, ψυχῆς ὥσπερ κοίνωσιν τό τοῖς τοιούτους ἀνεστράφθαι οἰόμενος». Ἐσεῖς πατέρες, ἀντιθέτως, τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, μέ τό Π.Σ.Ε. καί ἐν ὀλίγοις μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν θεωρεῖτε ὡς διάκρισι, σύνεσι, ἀγῶνα μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία κλπ.

Μήπως στήν προκειμένη περίπτωσι βλέπετε κάποια ἀπόφασι Συνόδου, ὥστε ὁ ἅγιος νά ρυθμίση τήν στάσι του βάσει αὐτῆς; Καί ἐάν ὁ ἅγιος τήν συναναστροφή μέ τούς αἱρετικούς τήν ἐθεωροῦσε μολυσμό τῆς ψυχῆς, εἶναι δυνατόν τήν πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία νά τήν ἐθεωροῦσε ὡς κάτι ἀσήμαντο ἤ ἔστω ἀνεκτό; Καί ἐάν ἐγκατέλειψε τήν ὑπηρεσία του στά ἀνάκτορα διά νά μήν ἔχη ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἔχετε τήν ἐντύπωσι στό μοναστήρι στό ὁποῖο ἐγκαταβίωσε ὅτι θά εἶχε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτούς, τήν στιγμή μάλιστα πού γρήγορα καί κατόπιν πιέσεως τόν ἔκαναν ἡγούμενο; Δηλαδή αὐτός ἔφυγε ἀπό τά ἀνάκτορα δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο καί τώρα, στό μοναστήρι, θά ὡδηγοῦσε καί τούς ἄλλους μοναχούς εἰς αὐτούς ἀπό τούς ὁποίους ἀπεκόπη; Ἐσεῖς βεβαίως, ἀντιθέτως πρός αὐτά πού ἐδίδασκε καί ἔπραττε ὁ ἅγιος, θεωρεῖτε ὅτι στηρίχθηκε εἰς τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου γιά νά ἀποτειχισθῆ.

Ὡς πρός τούς λόγους δέ πού τόν ὡδήγησαν στήν Ρώμη ὁ βιογράφος του ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐπεί δ’ ἑώρα, ὡς ἀνωτέρω ἔφαμεν, τήν τῶν Μονοθελητῶν τηνικαῦτα αἵρεσιν εἰς τέλειον μᾶλλον ἐκτεινομένην, καί δεινῶς καθ’ ἡμέραν ὑπό τῶν τῆς ἀσεβείας προστατῶν αὐξανομένην· ἔστενε μέν καί πένθει βαρυτάτῳ συνείχετο, οἰκτιζόμενος μάλιστα καί τούς τά παράνομα δρῶντας· οὐκ εἶχε δ’ ὅ τι καί πράξοιεν ἑαυτῷ, οὕτω τοῦ κακοῦ εἰς ἄμετρον ἐκχυθέντος, καί Ἑῴαν μικροῦ πᾶσαν καταλαβόντος καί Ἑσπέριον. Ὅθεν καί ἐν τοσούτοις δεινοῖς, τοῦθ’ εὑρίσκει μόνον ἑαυτῷ τό λυσιτελοῦν, καί τοῖς πράγμασιν. Ἐπεί γάρ ἐγίνωσκε τήν πρεσβυτέραν Ρώμην τοῦ τοιούτου καθαρεύουσαν μύσους, καί ὅσον ἐν Ἀφρικῇ, καί ὅσον ἐν ἄλλοις τόποις καί νήσοις ἐκείναις ταῖς πέριξ· λιπών τά ἐνταῦθα, ἐκεῖσε ἐπιφοιτᾷ, συνηγορίαν δώσων τῷ λόγῳ, καί τοῖς ἐκεῖ συνεπόμενος ὀρθοδόξοις» (P.G. 90, 73D).

Ἐδῶ πατέρες, βλέπουμε ὅτι ὁ ἅγιος δέν ἐπῆγε στήν Ρώμη, οὔτε γιά νά εὕρη στήριγμα, οὔτε γιά νά καλυφθῆ πίσω ἀπό μία Σύνοδο, οὔτε γιατί δέν ἤξερε τί νά κάνη ἤ ποιό ἦτο τό ὀρθόδοξο δόγμα, ἀλλά μετέβη στήν Ρώμη ἀποκλειστικῶς καί μόνο γιά νά βοηθήση στήν ἐπαναφορά τῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν Ὀρθοδοξία. Ἐπειδή δηλαδή, τό κακό τῆς αἱρέσεως εἶχε ἐπεκταθῆ παντοῦ σχεδόν στήν Ἀνατολή, ἐπῆγε στή Δύσι «συνηγορίαν δώσων τῷ λόγῳ καί τοῖς ἐκεῖ συνεπόμενος ὀρθοδόξοις».

Ὅλα αὐτά λοιπόν τά ὁποῖα γράφετε, ὅτι δηλαδή: «ὁ Ἅγιος σ’ ὅλες τίς διαδοχικές ἀνακρίσεις καί πιέσεις, πού ἐδέχθη, εἶχε πρό ὀφθαλμῶν του ὅλες τίς ἀποφάσεις ὅλων τῶν παραπάνω Συνόδων καί μάλιστα αὐτῆς τοῦ Λατερανοῦ (449)» καί ἀκόμη ὅτι: «Ὁ Ἅγιος διέκοψε τήν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς Πατριάρχες, βασιζόμενος στίς παραπάνω Συνοδικὲς ἀποφάσεις καί ἀναθεματισμούς» εἶναι, ὄχι μόνο παντελής διαστροφή τῆς πραγματικότητος, ἀλλά καί ὑποτίμησις τοῦ ἁγίου, ἐφ’ ὅσον ὁ ἅγιος (σύμφωνα μέ τούς ἰσχυρισμούς σας) ἀναμένει τήν ἀπόφασι κάποιας Συνόδου γιά νά ἰδῆ τί θά πράξη καί νά ρυθμίση τήν στάσι του.

Ἄν ὅμως, ἔστω καί ἔτσι ὅπως τά παρουσιάζετε, θέλετε νά μιμηθῆτε τόν ἅγιο, σπεύσατε κι ἐσεῖς (καί ὅλοι βεβαίως οἱ ἀντιοικουμενιστές) σέ ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες δέν ἔχουν προσβληθῆ (ὅπως τότε ἡ Ρώμη) ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί προκαλέσατε τήν συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως, ὥστε μετά νά ἀποτειχισθῆτε. Ἄν ὅμως, γιά νά ἀποτειχισθῆτε, περιμένετε νά ἔλθη θαυματουργικῶς ἡ συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως, τότε προφανῶς ὅλα αὐτά πού ἰσχυρίζεσθε ἀκολουθώντας τήν αἵρεσι εἶναι δικαιολογίες, προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις καί προπέτασμα καπνοῦ κατά τό δή λεγόμενο. Λησμόνησα ἐπίσης καί στό σημεῖο αὐτό νά ἀναφέρω καί τόν ἀγῶνα σας μέ τόν χαρτοπόλεμο.

Προκειμένου δέ, πατέρες, νά μή μείνη καμμία ἀμφιβολία καί σέ οἱονδήποτε μελετήσει τά γραφόμενα καί τῶν δύο πλευρῶν, γιά τό ὅτι δηλαδή ὁ ἅγιος Μάξιμος δέν ἐστηρίζετο σέ ἀποφάσεις Συνόδων, ἀλλά μόνο στήν ἁγ. Γραφή καί στήν ὀρθόδοξο Παράδοσι τήν ὁποία ἐβίωνε, θά ἀναφέρω καί μία ἀκόμη συνομιλία ἀπό τίς πολλές τοῦ ἁγίου μέ τούς αἱρετικούς εἰς τήν Κων/πολι.

«Λέγουσιν αὐτῷ· Καὶ τί ἔχεις ποιῆσαι, τῶν Ρωμαίων ἑνουμένων τοῖς Βυζαντίοις; Ἰδοὺ γὰρ χθὲς ἦλθον οἱ ἀποκρισιάριοι Ρώμης, καὶ αὔριον τῇ Κυριακῇ κοινωνοῦσι τῷ πατριάρχη· καὶ πᾶσι δῆλον γίνεται, ὅτι σὺ διέστρεφες τοὺς Ρωμαίους· ἀμέλει σοῦ ἀπαρθέντος ἐκεῖθεν, συνέθεντο τοῖς ἐνταῦθα. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Οἱ ἐλθόντες, οἱονδήποτε πρόκριμα τῷ θρόνῳ Ρώμης, κἂν κοινωνήσωσιν, ἐπὰν οὐκ ἤγαγον πρὸς τὸν πατριάρχην ἐπιστολήν, οὐ ποιοῦσι· καὶ οὐ πείθομαι πάντως ὅτι οἱ Ρωμαῖοι ἑνοῦνται τοῖς ἐνταῦθα, εἰ μὴ ὁμολογήσωσι τὸν Κύριον ἡμῶν καὶ Θεόν, καθ᾿ ἑκατέραν τῶν ἐξ ὧν, ἐν οἷς τε καὶ ἅπερ ἐστίν, εἶναι φύσει θελητικόν τε καὶ ἐνεργητικὸν τῆς ἡμῶν σωτηρίας. Καὶ λέγουσιν· Εἰ δὲ συμβιβασθῶσι τοῖς ἐνταῦθα οἱ Ρωμαῖοι, τί ποιεῖς; Καὶ εἶπε·Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον διὰ τοῦ Ἀποστόλου, καὶ ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρὰ τὸ κήρυγμά τι νομοθετοῦντας» (P.G. 90,121B).

Ἐδῶ ὁ ἅγιος κατηγορεῖται, ὅτι αὐτός παρέσυρε τούς Ρωμαίους, ὥστε αὐτοί νά καταδικάσουν Συνοδικῶς τήν αἵρεσι καί τώρα, πού αὐτός ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ, αὐτοί συμβιβάστηκαν μέ τούς αἱρετικούς. Στήν ἐρώτησι δέ: «Εἰ δέ συμβιβασθῶσι τοῖς ἐνταῦθα οἱ Ρωμαῖοι, τί ποιεῖς;», ὁ ἅγιος δίδει μεγαλοπρεπῆ ἁγιογραφική ἀπάντησι, χωρίς νά ἀναφέρη τίποτε δικό του: «Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον διὰ τοῦ Ἀποστόλου, καὶ ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρὰ τὸ κήρυγμά τι νομοθετοῦντας». Δηλαδή καί ὅλοι μαζί νά ἑνωθοῦν καί νά ἀναιρέσουν τίς ἀποφάσεις πού ἐπῆραν καί ὅ,τι τέλος πάντως καί ἄν γίνη, αὐτός θά παρέμενε ἀποτειχισμένος, μέχρις ἐπαναφορᾶς εἰς τήν Ἐκκλησία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.

Πρέπει ἐπίσης, εἰς τό σημεῖο αὐτό, πατέρες, νά προσέξετε καί τήν ἑρμηνεία τήν ὁποία δίδει ὁ ἅγιος στό χωρίο τοῦ ἀπ. Παύλου (Γαλ. 1,8), τό ὁποῖο ἐσεῖς τό διαστρέφετε καί τό προσαρμόζετε ἤ μᾶλλον τό ὑποτάσσετε στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Ἐδῶ λοιπόν, ὁ ἅγιος διδάσκει ὅτι τό ἅγ. Πνεῦμα ἀναθεματίζει καί ἀγγέλους «παρά τό κήρυγμα τι νομοθετοῦντας».

Ἐσεῖς ἀντιθέτως, διδάσκετε ὅτι πρέπει νά ἀποφασίση ἡ Σύνοδος γιά νά ἀναθεματιστῆ κάποιος, π.χ. ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος. Δηλαδή, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία σας, τό ἅγ. Πνεῦμα εἶναι ὑποτακτικός καί δοῦλος τῆς Συνόδου καί αὐτή τό χρησιμοποιεῖ ὅπως θέλει, εἴτε δηλαδή γιά νά τιμωρῆ τούς ἀναιτίους, εἴτε νά ἀθωώνη τούς ὑπαιτίους. Ὁ ἅγιος ὅμως διδάσκει ὅτι τό ἅγ. Πνεῦμα ἀναθεματίζει τόν οἱονδήποτε «παρά τό κήρυγμα τι νομοθετοῦντα», χωρίς δηλαδή νά περιμένη τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ὅπως ἐσεῖς διδάσκετε.

Στή συνέχεια τῆς μελέτης σας καί προκειμένου νά ἀποδείξετε τίς θεωρίες σας, καί εἰδικά τό ὅτι ὁ ἅγιος γιά νά ἀποτειχισθῆ στηρίχθηκε στίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ἀναφέρετε τά ἑξῆς στή σελ. 31: «Αὐτό φαίνεται καθαρά ἀπὸ τὰ ἴδια τά κείμενα. Γιά παράδειγμα, στήν ἀνάκριση, πού δέχθηκε ἀπό τούς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα προκειμένου νά τόν μεταπείσουν, τοῦ ἔθεσαν τό ἑξῆς ἐρώτημα: «”Τότε λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ ἔπαρχος: κοινωνεῖς τῇ Ἐκκλησία τῶν ὧδε ἢ οὐ κοινωνεῖς; -Ἀπεκρίθη καὶ εἶπε: οὐ κοινωνῶ. -Λέγει αὐτῷ διὰ τί; -Ἀπεκρίθη: Ὅτι ἔξω ἔβαλε τὰς Συνόδους”. Δηλαδὴ δὲν κοινωνεῖ ἐκκλησιαστικά, ὄχι γιατί ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν ἰδική του προσωπικὴ κρίση ἔβγαλε τὸ συμπέρασμα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως βρίσκεται στὴν αἵρεση, ἄλλα διότι “ἔξω ἔβαλε τὰς Συνόδους”, διότι ἀπέρριψε τὶς Τοπικὲς Συνόδους, πού ἀναφέραμε παραπάνω».

Ἐδῶ εἰλικρινά, πατέρες, δέν γνωρίζω μέ τί νά πρωτοασχοληθῶ καί τί νά πρωτοαναφέρω. Διότι προκειμένου νά ταιριάξετε τό χωρίο μέ τίς θεωρίες σας τό ἀκρωτηριάσατε καί τό διαστρέψατε καταλλήλως. Τό χωρίο αὐτό δέν ὁμιλεῖ γιά τίς τοπικές Συνόδους τῆς Ρώμης καί τῆς Ἀφρικῆς, ὅπως ἐσεῖς ἰσχυρίζεσθε, ἀλλά γιά τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, τίς ὁποῖες ἐμνημόνευαν στά δίπτυχα. Γιά νά τό κατανοήσωμε ἀναφέρω ὅλο τό κείμενο, διότι ἡ συνέχειά του μᾶς ἀποδεικνύει τό ποῦ ἀναφέρεται: «Τότε λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ ἔπαρχος· Κοινωνεῖς τῇ Ἐκκλησίᾳ τῶν ὧδε, ἢ οὐ κοινωνεῖς; Ἀπεκρίθη, καὶ εἶπεν· Οὐ κοινωνῶ. Λέγει αὐτῷ· Διὰ τί; Ἀπεκρίθη· Ὅτι ἔξω ἔβαλε τὰς συνόδους. Καὶ εἶπεν· Ἐὰν ἔξω ἔβαλε τὰς συνόδους, πῶς εἰς τὰ δίπτυχα ἀναφέρονται; Καὶ λέγει· Καὶ τίς ὄνησις ὀνομάτων, τῶν δογμάτων ἐκβεβλημένων;»

Αὐτές λοιπόν οἱ Σύνοδοι ἦταν οἱ Οἰκουμενικές, καί εἰδικά ἡ Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι, ἡ ὁποία ὡμιλοῦσε γιά τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Αὐτές ἀναφέροντο στά δίπτυχα καί ὄχι οἱ πρόσφατες τοπικές τῆς Ρώμης καί τῆς Ἀφρικῆς. Πῶς ἄλλωστε θά ἠδύναντο στήν Κων/πολι νά μνημονεύουν τίς Συνόδους αὐτές, οἱ ὁποῖες τούς ἀνεθεμάτισαν;

Ἐσεῖς ὅμως, πατέρες, ἐσκεμμένα ἀποκρύψατε τήν συνέχεια γιά νά τό προσαρμόσετε στίς θεωρίες σας. Ὁ ἅγιος ὅμως ἀνεφέρετο εἰς τό ὅτι, μέ τήν αἵρεσι τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ἀκυρώθηκαν οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτό φαίνεται καθαρά καί ἀπό ἄλλους διαλόγους του μέ τούς αἱρετικούς στήν Κων/πολι. Ἀναφέρω συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «καὶ μετὰ τὴν ἀφήγησιν λέγουσιν αὐτῷ· Οὐ κοινωνεῖς τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως; Καὶ εἶπεν· Οὐ κοινωνῶ. Διὰ ποίαν οὐ κοινωνεῖς αἰτίαν, εἶπον; Ἀπεκρίθη· Ὅτι τὰς ἁγίας τέσσαρας συνόδους ἐξέβαλον διὰ τῶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ γενομένων ἐννέα κεφαλαίων· καὶ διὰ τῆς ἐν ταύτῃ τῇ πόλει γενομένης παρὰ Σεργίου ἐκθέσεως, καὶ διὰ τοῦτο προσεχῶς ἐπὶ τῆς ἕκτης ἰνδικτιῶνος ἐκτεθέντος τύπου» (P.G. 90, 120C).

Ἐδῶ καταγράφονται ἀριθμητικά οἱ τέσσαρες Οἰκουμενικές Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες μέ τήν αἵρεσι τοῦ Μονοθελητισμοῦ ἀκυρώθηκαν. Ἐπίσης σέ ἄλλη συνομιλία ἐλέχθησαν τά ἑξῆς: «Καὶ πῶς δύνασαι τῷ ἁγίῳ ἀρκεῖσθαι συμβόλῳ, ἔφην, δεχόμενος τὸν τύπον; -Καὶ τί βλάπτει τὸ δέχεσθαι τὸν τύπον, καὶ λέγειν τὸ σύμβολον; ἔφης. Λέγω· Ὅτι προφανῶς ἀναιρεῖ τὸ σύμβολον ὁ τύπος. Καὶ εἶπας· Διὰ τὸν Κύριον, πῶς; -Εἰπέ μοι, ἔφην, τὸ σύμβολον, καὶ γνῶθι πῶς ἀναιρεῖται ὑπὸ τοῦ τύπου. Καὶ ἤρξω τοῦ λέγειν· Πιστεύω εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς· ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων. Ἐπίσχε, εἶπον, μικρόν, καὶ μάθε πῶς ἡ τῶν ἐν Νικαίᾳ πίστις ἤρνηται. Ποιητὴς γὰρ οὐκ ἂν εἴη Θεός, θελήσεως καὶ ἐνεργείας φυσικῆς ἐστερημένος, εἴπερ θελήσας, ἀλλ᾿ οὐκ ἀναγκασθεὶς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, εἴπερ ἀληθεύει ἐν Πνεύματι Δαβίδ· Πάντα ὅσα ἠθέλησεν ὁ Κύριος, ἐποίησεν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ· ἐν ταῖς θαλάσσαις, καὶ ἐν πάσαις ταῖς ἀβύσσοις» (P.G. 90,116C).

Ἐδῶ θαυμάσια ὁ ἅγιος ἀποδεικνύει τήν διά τοῦ Μονοθελητισμοῦ ἄρνησι τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀπό τόν βίο του ἐπίσης, μεταφέρομε τά ἑξῆς: «Ἀλλ’ οὗτοι μέν, ὡς αὐτοί γε ἔδοξαν καί τούς ἠπατημένους ἔπεισαν, τήν μίαν ἐνέργειαν καί τό ἕν φυσικόν ἐπικυρώσαντες θέλημα, λαβήν καί τοῖς Ἰακωβίταις καί τοῖς ἀπό Θεοδοσίου δεδώκασι, τῆς ἡμετέρας καταυχᾶσθαι πίστεως, καί ἐν γέλωτι καί τωθασμῷ τήν ἐν Χαλκηδόνι τίθεσθαι σύνοδον· οἵ καί κακούργῳ προὔφερον γνώμῃ, ὡς καί αὐτή Χαλκηδών τοῖς ἑαυτῶν ὤφθη συνεπομένη, καί τῆς μιᾶς ἐξεχομένη φύσεως» (P.G. 90,77D). Ἐδῶ ἀναφέρεται ὅτι οἱ Μονοθελῆτες περιγελοῦσαν τήν ἐν Χαλκηδόνι Δ’ Οἰκουμενική καί τήν διέστρεφαν.

Ἐσεῖς λοιπόν, πατέρες, ἀπομονώσατε τό «ὅτι ἔξω ἔβαλε τάς Συνόδους» καί τό προσαρμόσατε καταλλήλως, ὅπως σᾶς ἐξυπηρετοῦσε, στίς τοπικές Συνόδους τῆς Ρώμης καί τῆς Ἀφρικῆς. Ἐν συνεχείᾳ παρουσιάζετε τόν ἅγιο ἄβουλο καί ἀκατάρτιστο, ὡς νά μήν ἔχη προσωπική κρίσι, καί ὡς νά ἀκολουθῆ τυφλά τίς Συνόδους, ὅπως κάνουν σήμερα καί διακηρύττουν οἱ Οἰκουμενιστές. Γράφετε τά ἑξῆς: «Δηλαδὴ δὲν κοινωνεῖ ἐκκλησιαστικά, ὄχι γιατί ὁ ἴδιος ἀπό τήν ἰδική του προσωπική κρίση ἔβγαλε τό συμπέρασμα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως βρίσκεται στήν αἵρεση, ἀλλά διότι “ἔξω ἔβαλε τάς Συνόδους”, διότι ἀπέρριψε τίς Τοπικές Συνόδους, πού ἀναφέραμε παραπάνω».

Δέν θέλω νά σχολιάσω περαιτέρω τό σημεῖο αὐτό τῆς κριτικῆς σας μελέτης, διότι εἶναι, πιστεύω, τόσο φανερή ἡ διαστροφή, ὥστε τά λόγια εἶναι περιττά. Πάντως ἀμέσως κατωτέρω ἐξάγετε τό συμπέρασμα πού σᾶς ἐξυπηρετεῖ στίς θεωρίες σας: «Ἑπομένως εἶναι μεγάλο λάθος αὐτό, πού ἀναφέρει παρακάτω, ὅτι “ἡ ἀποτείχισις αὐτή τοῦ Ὁσίου ἐγίνετο πρό συνοδικῆς κρίσεως, δηλαδή πρίν καταδικαστοῦν οἱ αἱρετικοί πατριάρχες καί ἐπίσκοποι ἀπό Σύνοδο”». Ἀσφαλῶς πατέρες, σύμφωνα, μέ τά λεγόμενά σας, θά θεωρῆτε ἔγκυρη καί κανονική κάθε καταδικαστική ἀπόφασι, ἔστω καί ἄν δέν ἐκλήθη αὐτοπροσώπως στήν δίκη ὁ κατηγορούμενος, ἔστω καί ἄν δέν ἀπολογήθηκε καί, κοντολογίς, δέν ἔγινε καμμία προβλεπομένη ἀπό τούς Κανόνες διαδικασία.

Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο θά θεωρῆτε ἔγκυρη καί τήν καταδίκη τοῦ Μητροπολίτου Ράσκας καί Πριζρένης Σερβίας Ἀρτεμίου, ἔστω καί ἄν ἔγινε τηλεγραφικά, δηλαδή χωρίς κανονική δίκη μέ ἐξέτασι μαρτύρων, ἀπολογία κλπ. Δι’ αὐτό ἄλλωστε καί δέν συλλειτουργεῖτε μαζί του, ἀλλά τόν ἀντιμετωπίζετε ὡς ψωριασμένο πρόβατο, ὡς ἐκτός Ἐκκλησίας, καί ἐσεῖς καί ὁ Μητροπολίτης σας καί ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἀντιοικουμενιστές, μολονότι κατά τά ἄλλα θεωρεῖτε ὅτι τόν ὑποστηρίζετε καί τοῦ συμπαραστέκεσθε. Ἐξ’ ἄλλου εἶναι καί αὐτό μία πάγια τακτική τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νά τά πάη δηλαδή μέ ὅλους καλά καί νά συμπορεύεται μέ ὅλους ἄριστα.

Ἐγώ πάντως, σύμφωνα μέ αὐτά πού ἐμελέτησα ἀπό τόν ἅγ. Μάξιμο, πιστεύω ὅτι στίς τοπικές Συνόδους πού ἀναφέρθηκαν καταδικάστηκε ἁπλῶς ἡ αἵρεσις τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ἀλλά αὐτό οὔτε ἐπηρέασε, οὔτε ἄλλαξε εἰς τό ἐλάχιστο τήν πορεία καί γραμμή τοῦ ἁγίου, διότι βασικά αὐτή ἦτο μαρτυρική καί ὁμολογιακή καί σαφῶς δέν ἔγινε τέτοια μετά τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων.

Ἡ δική σας, ὅμως, γραμμή καί πορεία νομίζετε ὅτι θ’ ἀλλάξη ἀναμένοντας νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ξαφνικά θά γίνη μαρτυρική. Αὐτό πιστεύω ὅτι εἶναι μεγάλο λάθος. Τό ὅτι ὁ ἅγιος ἀποτειχίστηκε, πρίν καταδικασθοῦν οἱ αἱρετικοί Ἐπίσκοποι, αὐτό εἶναι ἡ μεγάλη ἀλήθεια, ἔστω καί ἄν δέν σᾶς ἐξυπηρετῆ στίς θεωρίες σας.

Στή συνέχεια, προκειμένου νά ἐπιβεβαιώσετε τό συνοδικό φρόνημα τοῦ ἁγίου, ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ἔχουμε καὶ ἄλλη μία χαρακτηριστικὴ μαρτυρία τοῦ Ἁγίου, κατὰ τὸν χρόνο τῆς πρώτης ἐξορίας του στὴν Βιζύη, πού ἀποδεικνύει τὸ Συνοδικό του φρόνημα. Ὅταν ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Πατριάρχου ἐπίσκοπος Θεοδόσιος ἐπρότεινε στὸν Ἅγιο νὰ ἔλθει σὲ κοινωνία μαζί τους μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι ἐγγράφως θὰ ἀποδεχθεῖ τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὁ Ἅγιος καὶ πάλι ἀρνήθηκε: “Καί τότε ἀποκριθείς Θεοδόσιος ἐπίσκοπος εἶπεν· ΘΕΟΔ. Ὁ Θεός οἶδεν, εἰ μή προσωπικῶς τά ἀναθέματα ἔθηκεν ἡ σύνοδος αὕτη, πλεῖον παντός ἀνθρώπου ἐδεχόμην αὐτήν· ἀλλ’ ἵνα μή χρονοτριβῶμεν ἐνταῦθα, εἴ τι εἶπαν οἱ Πατέρες, λέγω, καί ἐγγράφως εὐθέως ποιῶ, δύο φύσεις, καί δύο θελήματα καί δύο ἐνεργείας· καί εἴσελθε μεθ’ ἡμῶν κοινωνήσων, καί γενέσθω ἕνωσις”.

»Τελικῶς, ὅπως βλέπομε, ὁ Ἐπίσκοπος Θεοδόσιος ἀποδέχεται τό ὀρθόδοξο δόγμα ἐγγράφως περί τῶν ἐν Χριστῷ δύο φύσεων καί θελήσεων καί ἐνεργειῶν καί προτείνει ὡς ἀντιπρόσωπος νά κοινωνήση ἐκκλησιαστικά ὁ ὅσιος μέ αὐτούς καί νά γίνη ἡ ἕνωσις. Ὁ ὅσιος ὅμως δέν ἀποδέχεται αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, ἀναφέροντας τά ἑξῆς:

»”ΜΑΞ. Δέσποτα, ἐγώ οὐ τολμῶ δέξασθαι συγκατάθεσιν παρ’ ἡμῶν ἔγγραφον περί τοιούτου πράγματος, ψιλός ὑπάρχων μοναχός· ἀλλ’ ἐάν κατένυξεν ὑμᾶς ὁ Θεός, τάς τῶν ἁγίων Πατέρων δέξασθαι φωνάς, καθώς ἀπαιτεῖ ὁ Κανών, πρός τόν Ρώμης περί τούτου ἐγγράφως ἀποστείλατε, ἤγουν ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης καί ἡ κατ’ αὐτόν σύνοδος. Ἐγώ γάρ οὐδέ τούτων γενομένων κοινωνῶ, ἀναφερομένων τῶν ἀναθεματισθέντων ἐπί τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς. Φοβοῦμαι γάρ τό κατάκριμα τοῦ ἀναθέματος”. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος δέν θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἁρμόδιο, γιά νά πραγματοποιήσει τήν ἕνωση μέ τούς αἱρετικούς, παρ' ὅλο πού αὐτός ἦταν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος καί πάνω στήν διδασκαλία του στηρίχθηκαν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου τοῦ Λατερανοῦ. Ἡ ἕνωσις ἔπρεπε νά γίνει πάλι μέ νέα Σύνοδο, ἡ ὁποία θά ἀποδεχθεῖ τούς αἱρετικούς, ἐπιστρέφοντας στήν Ὀρθόδοξο πίστη, καί θά ἄρη τά ἀναθέματα. Γι' αὐτό καί προτρέπει τόν Θεοδόσιο: “πρός τόν Ρώμης περί τούτου ἐγγράφως ἀποστείλατε”, νά στείλουν δηλαδή ἔγγραφο ὁμολογίας πίστεως στόν ἐπίσκοπο Ρώμης, ὥστε ἐκεῖνος στή συνέχεια μέ βάση τήν ὁμολογία αὐτή, νά συγκαλέσει Σύνοδο, γιά νά γίνει ἐπίσημα Συνοδική ἀποκατάστασις».

Στό σημεῖο αὐτό, πατέρες, ἀνέφερα μεγάλο τμῆμα ἀπό τό κείμενό σας γιά νά φανῆ ὅτι ἡ σκοπιμότης καί ἡ τυφλή ὑπαγωγή τῶν πάντων στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἡ ὁποία φθάνει ὄχι μόνο στό σημεῖο νά ἐξυπηρετῆ τά σχέδια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά καί αὐτά τά ἐπεκτατικά, κυριαρχικά καί ἐξουσιαστικά σχέδια τοῦ Παπισμοῦ.

Ἐδῶ παρουσιάζετε μεγαλοπρεπῶς τήν Ρώμη καί τόν Πάπα ὡς ὑπέρτατο κριτή, εἰς τόν ὁποῖο πρέπει νά καταφύγη ἡ Κων/πολις γιά νά κριθῆ καί νά ἀποκατασταθῆ, παρουσιάζετε τά ἀναθέματα τῆς Ρώμης ὡς κεραυνούς παγκοσμίου βεληνεκοῦς καί αἰωνίου ἰσχύος, διδάσκετε ἀπροκάλυπτα ὅτι δέν γίνεται τίποτε στήν παγκόσμια καί οἰκουμενική Ἐκκλησία χωρίς τήν ἔγκρισι καί συγκατάθεσι τοῦ Πάπα καί, βεβαίως, ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας πραγματοποιεῖται μόνον διά μέσου τοῦ Πάπα καί μέ κέντρο τόν Πάπα. Δηλαδή πατέρες, διδάσκετε καί ἐπιβεβαιώνετε ὅλα αὐτά τά ὁποῖα διδάσκει ὁ Παπισμός στό θέμα τοῦ παπικοῦ Πρωτείου.

Θεωρῶ πατέρες, ἐπειδή τό χωρίο τοῦ ἁγίου πού παρουσιάζετε εἶναι ὄντως δυσνόητο καί δυσερμήνευτο, ἄν δέν εἴχατε κάτι ὀρθόδοξο νά προσφέρετε στήν ἑρμηνευτική σας προσπάθεια, ὅτι θά ἔπρεπε νά μήν ἀσχοληθῆτε καθόλου μέ αὐτό ἤ νά ζητήσετε ἐπικουρική βοήθεια ἀπό ἄλλους, πιό καταρτισμένους πατέρες, ὥστε νά ἀποφύγετε αὐτά τά τραγικά λάθη.

Τά βασικά σας λάθη, κατά τήν γνώμη μου, ἑστιάζονται εἰς τό ὅτι καί ἐδῶ, τό χωρίο αὐτό, τό ἐξετάσατε μεμονωμένα καί τελείως ἀνεξάρτητα ἀπό ὅλη τήν ἄλλη διδασκαλία τοῦ ἁγ. Μαξίμου καί ὅτι ταυτίσατε καί ἐδῶ τούς ἀναθεματισμένους ἐπί τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς πού παρουσιάζει ὁ ἅγιος, μέ τά ἀναθέματα πού ἐξεφώνησε ἡ Σύνοδος τῆς Ρώμης ἐναντίον τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Δι’ αὐτό ἀναφέρετε μετά τήν παράθεσι τοῦ χωρίου αὐτοῦ τό ὅτι «Ἡ ἕνωσις ἔπρεπε νά γίνει πάλι μέ νέα Σύνοδο, ἡ ὁποία θά ἀποδεχθεῖ τούς αἱρετικούς, ἐπιστρέφοντας στήν Ὀρθόδοξο πίστη, καί θά ἄρη τά ἀναθέματα». Δηλαδή ὁ Πάπας ὡς ἀπόλυτος κυρίαρχος, ἀφοῦ κατεδίκασε τούς ἐκτός τῆς δικαιοδοσίας του αἱρετικούς καί μάλιστα Πατριάρχες Κων/πόλεως, θά τούς ἀποκαθιστοῦσε πάλι (ἀφοῦ ἔκρινε τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς των) εἰς τήν Ἐκκλησία καί τήν κοινωνία μέ τήν Ρώμη. Δι’ αὐτό ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρετε: «Γι' αὐτό καί προτρέπει τόν Θεοδόσιο: “πρός τόν Ρώμης περί τούτου ἐγγράφως ἀποστείλατε”, νά στείλουν δηλαδή ἔγγραφο ὁμολογίας πίστεως στόν ἐπίσκοπο Ρώμης, ὥστε ἐκεῖνος στή συνέχεια μέ βάση τήν ὁμολογία αὐτή, νά συγκαλέσει Σύνοδο, γιά νά γίνει ἐπίσημα Συνοδική ἀποκατάστασις».

Σύμφωνα λοιπόν μέ τίς ἑρμηνεῖες σας ἡ ἀνωτάτη ἔκκλητος ἔχει δοθῇ θείῳ δικαίῳ στήν Ρώμη ἐπί πάσης τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς ἐκ τούτου ἅπαντες, ἀκόμη καί οἱ οἰκουμενικοί Πατριάρχες, προσάγουν τίς ὁμολογίες τῆς πίστεώς των εἰς τόν Πάπα, προκειμένου νά κριθοῦν καί νά ἀθωωθοῦν ἀπό τήν καταδικαστική του ἀπόφασι καί δή τόν ἀναθεματισμό πού αὐτός ἐξεφώνησε. Αὐτές ὅλες τίς διδασκαλίες σας, πατέρες, πιστεύω πώς, ἄν δέν τίς ἀναιρέσετε δημοσίως πρός ἄρσι παντός σκανδάλου, τουλάχιστον θά πρέπει νά τίς θέσετε ὑπό τήν κρίσι ἄλλων ἐγκρίτων πατέρων, ὥστε νά κρίνουν καί αὐτοί τήν ὀρθότητά των.

Τά πράγματα λοιπόν, κατά τήν γνώμη μου, ἔχουν ὡς ἑξῆς. Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά διευκρινίσωμε τό σημεῖο αὐτό, τό ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ἅγιος: «Ἐγώ γάρ οὐδέ τούτων γενομένων κοινωνῶ, ἀναφερομένων τῶν ἀναθεματισθέντων ἐπί τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς». Δηλαδή ποιοί αἱρετικοί καί ἀναθεματισμένοι ἐμνημονεύοντο ἐπί τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς, δηλαδή κατά τήν Θ. Λειτουργία, ὥστε ὁ ἅγιος νά τό θεωρῆ ἀνυπέρβλητο πρόβλημα, διά νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά μαζί των.

Εἰς αὐτό τό σημεῖο, πατέρες, θά σᾶς βοηθοῦσε πολύ γιά νά τό κατανοήσετε ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου, τήν ὁποία σκοπίμως νομίζω καί τεχνηέντως ἀποσιωπήσατε. Δηλαδή ψαλιδίσατε τήν συνέχεια τοῦ κειμένου, προκειμένου νά μᾶς ὁδηγήσετε στή Σύνοδο τῆς Ρώμης καί στό συνοδικό φρόνημα τοῦ ἁγίου. Τό κείμενο λοιπόν ὁλόκληρο ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐγώ γάρ οὐδέ τούτων γινομένων κοινωνῶ, ἀναφερομένων τῶν ἀναθεματισθέντων ἐπί τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς. Φοβοῦμαι γάρ τό κατάκριμα τοῦ ἀναθέματος.

ΘΕΟΔ. Ὁ Θεός οἶδεν, οὐ καταγινώσκω σοῦ φοβουμένου, ἀλλ’ οὔτε ἄλλος τις. Ἀλλά δὸς ἡμῖν βουλήν διά τόν Κύριον, ἐάν ἐστι τοῦτο δυνατὸ γενέσθαι.

ΜΑΞ. Ποίαν βουλήν ἔχω ὑμῖν περί τούτου δοῦναι; Ὑπάγετε, ψηλαφήσατε ἐάν τι τοιοῦτον γέγονε πότε, καί μετά θάνατον ἀπελύθη τις τοῦ περί τήν πίστιν ἐγκλήματος καί τοῦ ἐξενεχθέντος κατ' αὐτοῦ κατακρίματος...» (P.G. 90, 153D).

Ἀπό τή συνέχεια τῶν λόγων τοῦ ἁγίου βλέπομε ὅτι οἱ ἀναθεματισμένοι αὐτοί πού ἐμνημονεύοντο στή Θ. Λειτουργία ἦσαν κεκοιμημένοι. Δι’ αὐτό προφανῶς ἀναφέρει: «Ὑπάγετε, ψηλαφήσατε ἐάν τι τοιοῦτον γέγονε πότε, καί μετά θάνατον ἀπελύθη τις τοῦ περί τήν πίστιν ἐγκλήματος καί τοῦ ἐξενεχθέντος κατ' αὐτοῦ κατακρίματος». Ἀπό τούς αἱρετικούς λοιπόν Μονοθελῆτες μόνον ὁ Σέργιος (ἕνα ἔτος πρό τῆς Συνόδου τῆς Ρώμης) εἶχε κοιμηθῆ, ἐνῶ ὁ Πύρρος καί ὁ Παῦλος ἦσαν ἐν ζωῇ, σύμφωνα μέ τούς πατριαρχικούς πίνακες τοῦ Μανουήλ Γεδεών.

Ἐδῶ λοιπόν, προφανῶς εἰς τά δίπτυχα εἶχαν ἀναγραφῆ κάποιοι Μονοφυσίτες Πατριάρχες καί Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἐμνημονεύοντο κατά τή Θ. Λειτουργία. Οἱ αἱρέσεις δέ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί Μονοθελητισμοῦ εἶχαν στενή σχέσι καί συγγένεια καί, μάλιστα, ὁ Μονοφυσιτισμός ἐγέννησε καί τόν Μονοθελητισμό καί τόν Μονοενεργητισμό. Ἔτσι, οἱ δεχόμενοι ἕνα θέλημα στόν Χριστό ἔπρεπε νά δεχθοῦν καί μία φύσι μετά τήν καθ’ ὑπόστασιν ἕνωσι. Δι’ αὐτόν τόν λόγο οἱ Μονοθελῆτες περιγελοῦσαν καί ἀπέρριπταν τήν ἐν Χαλκηδόνι Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.

Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ ὅσιος σέ μία συνομιλία του μέ τούς Μονοφυσίτες κατά τήν πρώτη ἐξορία του ἐν Βιζύῃ: «ΘΕΟΔ. Ὡς λέγεις ἐστίν· ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης ἐγκρίνει τάς συνόδους· πλήν οὐ δέχῃ τόν λίβελλον Μηνᾶ, ἐν ᾧ μίαν θέλησιν καί μίαν ἐνέργειαν τοῦ Χριστοῦ ἐδογμάτισεν;

ΜΑΞ. Μή δῷ Κύριος ὁ Θεός· Ὑμεῖς οὐ δέχεσθε, ἀλλ’ ἐκβάλλεσθε πάντας τούς διδασκάλους, τούς μετά τήν ἁγίαν ἐν Χαλκηδόνι σύνοδον, τούς ἀγωνισαμένους κατά τῆς τοῦ Σεβήρου μιαρίας· κἀγώ ἔχω δέξασθαι τόν λίβελλον Μηνᾶ, τοῦ γενομένου μετά τήν σύνοδον; δι’ οὗ συνηγορεῖ προφανῶς Σεβήρῳ, καί Ἀπολιναρίῳ καί Μακεδονίῳ καί Ἀρείῳ καί πάσῃ αἱρέσει, καί κατηγορεῖ τῆς συνόδου· μᾶλλον δέ τελείως ἐκβάλλει, δι’ ὧν ἐδογμάτισε» (P.G. 90,148B).

Ἄν λοιπόν ἐπρόκειτο γιά τούς ἀναθεματισμένους ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Ρώμης, τώρα πού ὁ ἅγιος τούς ἀποστέλλει ἐκεῖ καί μάλιστα μετανοημένους, εὔκολο ἦταν νά ἀρθοῦν τά ἀναθέματα ἀπό τούς ἰδίους πού τά ἐπέβαλαν. Δέν θα ἔπρεπε δηλαδή ὁ ἅγιος νά ἀμφιβάλλη διά τήν συγχώρησι τῶν ἀναθεματισθέντων, ὅπως αὐτό φαίνεται ἀπό τήν συνέχεια τῶν λόγων του: «καί πάντως, εἴπερ εὑρεθείη τρόπος ἐκκλησιαστικός τοῦτο ἐπιτρέπων διά τήν ὀρθήν ὁμολογίαν τῆς πίστεως, συμβιβάζεται ὑμῖν περί τούτου» (P.G. 90, 153D).

Ὁ λόγος ὅμως πού ὁ ἅγιος Μάξιμος τούς ἀποστέλλει στήν Ρώμη, νομίζω ὅτι εἶναι βαθύτερος. Ἐπειδή δηλαδή, διεπίστωσε ὅτι ἡ μεταστροφή των πρός τήν Ὀρθοδοξία ἦταν ἐπίπλαστη καί παραπλανητική καί ὅτι τό ἔκαναν γιά νά τόν μεταπείσουν νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά μαζί των, ὥστε νά διαλυθῆ κατ’ οὐσίαν τό ὀρθόδοξο μέτωπο καί ἡ ὀρθόδοξος ἀντίστασις, δι’ αὐτό τούς ἀποστέλλει στήν Ρώμη, ὥστε νά δοκιμασθῆ ἡ μετάνοιά των καί νά κατοχυρωθῆ ἐπισήμως.

Τό ὅτι ἦταν ξαφνική καί ἐπίπλαστος ἡ μεταστροφή των φαίνεται ἀπό τά ἴδια τά λόγια τῶν ἀπεσταλμένων, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ προηγουμένως ἀντιδροῦσαν στούς λόγους τοῦ ἁγίου, ἐν συνεχείᾳ τοῦ λέγουν: «ἀλλ’ ἵνα μή χρονοτριβῶμεν ἐνταῦθα, εἴ τι εἶπαν οἱ Πατέρες, λέγω, καί ἐγγράφως εὐθέως ποιῶ, δύο φύσεις, καί δύο θέληματα, καί δύο ἐνεργείας· καί εἴσελθε μεθ' ἡμῶν κοινωνήσων, καί γενέσθω ἕνωσις» (P.G. 90, 153B). Δέν ἦταν δηλαδή δυνατόν νά συμφωνήσουν κατ’ αὐτόν τόν τρόπο μέ τήν δογματική διδασκαλία τοῦ ἁγίου καί μάλιστα χωρίς νά ἐνημερώσουν αὐτούς πού τούς ἀπέστειλαν. Γιά νά βεβαιωθῆ λοιπόν ὁ ἅγιος τούς ἀποστέλλει εἰς τήν Ρώμη.

Ὡς ἐκ τούτου, αὐτά τά ὁποῖα γράφετε, πατέρες, καί τά ὁποῖα συνηγοροῦν τά μέγιστα ὑπέρ τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ὅτι δηλαδή ἡ Ρώμη ἔπρεπε νά ἀποφασίση διά τήν ἐπαναφορά των εἰς τήν Ὀρθοδοξία, νά ἄρη τά ἀναθέματα κλπ., εἶναι λάθος. Ἀπό τήν συνέχεια δέ τῆς διηγήσεως προκύπτει μέ σαφήνεια, ὅτι αὐτά πού ἐπρότειναν οἱ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ψευδῆ, διότι ὄχι μόνον δέν ἐπῆγαν στήν Ρώμη πρός ἀποκατάστασι, ἀλλά παρέμειναν οἱ ἴδιοι καί χειρότεροι.

Διέφυγε τῆς προσοχῆς σας, πατέρες, νά κάνετε στήν κριτική σας μελέτη καί μία μικρή ἔστω ἀναφορά στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου περί ψευδοδιδασκάλων καί ψευδαποστόλων, τά ὁποῖα ἀναφέρονται στόν ὑπό ἐξέτασι Κανόνα καί, βεβαίως, στό βιβλίο τό ὁποῖο ἐσχολιάσατε. Τό σχετικό κείμενο τοῦ ἁγίου εἶναι τό ἑξῆς: «Καί ἄλλο δέ σκοπήσωμεν· ὁ Θεός ἐκλεξάμενος ἐξήγειρεν Ἀποστόλους καί Προφήτας καί Διδασκάλους πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων, ὁ δέ διάβολος ψευδαποστόλους καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους κατά τῆς εὐσεβείας ἐκλεξάμενος ἐξήγειρε, ὥστε καί τόν παλαιόν πολεμηθῆναι νόμον καί τόν εὐαγγελικόν. Ψευδαποστόλους δέ καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους μόνους νοῶ τούς αἱρετικούς, ὧν οἱ λόγοι καί οἱ λογισμοί διεστραμμένοι εἰσίν. Ὥσπερ οὖν ὁ τούς ἀληθεῖς Ἀποστόλους καί Προφήτας καί Διδασκάλους δεχόμενος Θεόν δέχεται, οὕτω καί ὁ τούς ψευδαποστόλους καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους δεχόμενος τόν διάβολον δέχεται. Ὁ τοίνυν συνεκβαλῶν τούς ἁγιους τοῖς ἐναγέσι καί ἀκαθάρτοις αἱρετικοῖς (δέξασθε λέγοντα τήν ἀλήθειαν), τῷ διαβόλῳ προφανῶς τόν Θεόν συγκατέκρινεν» (P.G. 90,144D).

Ἐδῶ θά πρέπει, ἔστω καί ἐκ τῶν ὑστέρων, νά διευκρινίσετε τήν σχέσι τῶν «ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων» τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος μέ τούς «ψευδαποστόλους, ψευδοπροφῆτες καί ψευδοδιδασκάλους» τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου. Ἐπειδή λοιπόν ἐσεῖς, διδάσκετε τήν παραμονή καί ὑποταγή τῶν πιστῶν σ’ αὐτούς τούς ψευδεπισκόπους καί ψευδοδιδασκάλους, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, ὁ δέ ἅγιος διδάσκει ὅτι, ὅποιος τούς δέχεται, δέχεται καί ὑποτάσσεται στόν διάβολο, συνεπῶς ἐξυπακούεται ὅτι διδάσκετε τήν παραμονή τῶν πιστῶν στόν διάβολο, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου.

Καταλαβαίνω, ὅμως, ὅτι ἀναφέρεσθε στήν κριτική σας μελέτη (ἔστω καί ἐλλειπῶς) σέ ὅ,τι νομίζετε πώς δύνασθε νά ἀπαντήσετε καί νά τό προσαρμόσετε μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, τά δέ ὑπόλοιπα τά ἀποστέλλετε, κατά τό δή λεγόμενο, στά ἀζήτητα. Σέ μία ὅμως, σοβαρή κριτική μελέτη, πιστεύω ὅτι πρέπει κάποιος νά ἀπαντήση σέ ὅλα τά ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα διατυπώνονται καί νά μήν κάνη ἐπιλεκτική ἀναφορά, ὅπως ἐσεῖς πατέρες, διαλέγοντας μάλιστα ὄχι τήν σαφῆ διδασκαλία τῶν Πατέρων, ἀλλά τά ἀσαφῆ καί σκοτεινά ἀπό ἱστορικῆς ἀπόψεως γεγονότα.

Στήν σαφῆ λοιπόν, διδασκαλία τοῦ ἁγ. Σωφρονίου Ἱεροσολύμων μέ τήν ὁποία ἐν συνεχείᾳ ἀσχολεῖσθε ἀναφέρετε στή σελ. 33 τά ἑξῆς, γιά νά συσκοτίσετε τά πράγματα καί κατ’ οὐσίαν νά καταργήσετε τήν ἀποτείχισι: «Μέ τήν παραπάνω φράση ὁ Ἅγιος δέν ἀποκλείει τήν ἀναγκαιότητα τῆς ὀνομαστικῆς Συνοδικῆς καταδίκης τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκοποῦ. Ἐάν ἐννοοῦσε κάτι τέτοιο, θά τό ἔλεγε μέ σαφήνεια. Ὁ τρόπος τῆς διατυπώσεως αὐτῆς τῆς φράσεώς τοῦ Ἁγίου, μᾶς βοηθᾶ νά καταλάβουμε καλύτερα τόν προαιρετικό χαρακτῆρα τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ'. Ὁ Ἅγιος λέγει: “εἰ δέ τινες ἀποσταῖεν...”, ἐάν δηλαδὴ κάποιοι ἀποστατήσουν, ἀποτειχιστοῦν, αὐτοί “τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι”. Ὁ Ἅγιος δέν λέγει: “ὀφείλουν οἱ πάντες νά ἀποστατήσουν, νά ἀποτειχιστοῦν”. Ἐάν ὁ λόγος του εἶχε ὑποχρεωτικό χαρακτῆρα, δέν θέ εἶχε αὐτή τήν διατύπωση: “Ἐάν κάποιοι...”».

Τό κείμενο τοῦ ἁγ. Σωφρονίου τό ὁποῖο σχολιάζετε εἶναι τό ἑξῆς: «Εἰ δε τινές ἀποσταῖεν τινός oὐ διά πρόφασιν ἐγκλήματος, ἀλλά δι’ αἵρεσιν ὑπό συνόδου ἤ ἁγίων Πατέρων κατεγνωσμένην τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι, ὡς οἱ ὀρθόδοξοι» (P.G. 87Γ΄ 3369D).

Ἐδῶ πατέρες, μέ αὐτά πού γράφετε τελικά δέν καταλαβαίνουμε τί διδάσκει ὁ ἅγιος· νά ἀποτειχιζώμεθα, δηλαδή, ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο ἤ νά παραμένωμε εἰς αὐτόν μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου; Ἀντί δηλαδή νά βοηθήσετε στήν ἑρμηνεία τῶν λόγων τοῦ ἁγίου, συνηγορεῖτε στή συσκότισι καί τόν ἀποπροσανατολισμό. Οἱ Ἅγιοι ὅμως, δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς ὁδηγοῦν εἰς αὐτό τό σκοτάδι, ἀλλά προφανῶς ἡ ἑρμηνευτική σας προσπάθεια καί, εἰδικά, ἡ προσπάθεια νά ἀλλάξη ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ἡ ὑποταγή της στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος.

Εἰς τό σημεῖο αὐτό τῆς μελέτης σας παρατηροῦμε, ὅπως καί στήν ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ὅτι δέν σᾶς συγκινεῖ καθόλου ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου, «τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι» καί δι’ αὐτό στέκεσθε στήν ἔκφρασι «εἰ δε τινές». Ἡ λέξις λοιπόν «ἀποδοχή» στό «Μέγα Λεξικό τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης» ἔχει τίς ἔννοιες «ἀποδοχή, ἐπιδοκιμασία, εὔνοια». Ὁ ἅγιος λοιπόν, διδάσκει ὅτι, αὐτοί πού θά ἀποτειχισθοῦν ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο πρό συνοδικῆς κρίσεως, ἔχουν ἀπό τήν Ἐκκλησία τήν τιμή, τήν ἐπιδοκιμασία καί τήν εὔνοια. Τί ἄλλο θά ἔπρεπε νά ἀναφέρη ὁ ἅγιος γιά νά κατανοήσωμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ὀρθόδοξος δρόμος, ἐν καιρῷ αἱρέσεως;

Ἐάν π.χ. ἔλεγε ὅτι ἐν καιρῷ διωγμοῦ «ἐάν κάποιοι» συλληφθοῦν, ὁμολογήσουν καί μαρτυρήσουν, αὐτοί εἶναι «τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι». Στήν περίπτωσι αὐτή ἐσεῖς πατέρες, τί θά καταλαβαίνατε; ὅτι ὅταν κάποιος συλληφθῆ ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ἔχει καί ἄλλον δρόμο συμβιβαστικό καί μεσοβέζικο νά ἀκολουθήση καί ὄχι αὐτόν ὁ ὁποῖος εἶναι τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιος; Διότι τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος σάν λύκος ἔχει συλλάβει τά λογικά πρόβατα, τά ὁποῖα ἐσεῖς διδάσκετε, διά τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, νά παραμείνουν κοντά του μέχρι τελικῆς πτώσεως.

Ἐπειδή ὅμως ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος ὁδηγεῖ στήν ὁδό τοῦ συμβιβασμοῦ καί τῆς συνυπάρξεως, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Οἰκουμενισμός, δι’ αὐτό προφανῶς δέν σᾶς ἀρέσει τό «τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι» πού διδάσκει ὁ ἅγιος, ἀλλά τό «εἰ δέ τινές», τό ὁποῖο βεβαίως θεωρεῖτε ὅτι προσαρμόζεται στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Τό «εἰ δέ τινές», ὅμως, πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος, ἔχει προφανῶς τήν ἔννοια, ὅτι, ἐπειδή εἶναι δύσκολος ὁ δρόμος τῆς ἀποτειχίσεως, πάντοτε θά τόν ἀκολουθοῦν οἱ ὀλίγοι, ἐνῶ οἱ περισσότεροι θά ἀκολουθοῦν τόν ἄκοπο δρόμο τοῦ συμβιβασμοῦ.

Τό ὅτι ὅμως, αὐτός ὁ δρόμος εἶναι «τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιος», σημαίνει ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ὀρθόδοξος δρόμος ἐν καιρῷ αἱρέσεως, καί αὐτός συντελεῖ στήν ἀποφυγή τῶν σχισμάτων καί τήν ἀποκατάστασι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἐσεῖς ὅμως διά τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος τόν καταργήσατε καί δι’ αὐτό ἀναμένετε ἐπί ἑκατό χρόνια τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως καί τήν ἐπαναφορά στήν Ὀρθόδοξο πίστι.
(Συνεχίζεται)


Πηγή




ΙΒ΄ Μέρος


Θά ἀναφερθῶ ἐν συνεχείᾳ στό κεφάλαιο τῆς μελέτης σας «Ἡ ἀποτείχισις στά χρόνια τῆς εἰκονομαχίας». Ἐδῶ πατέρες, εἶναι ὁλοφάνερη ἡ πρόθεσί σας, ὅπως γίνεται καί σέ ὅλη τήν κριτική μελέτη σας, νά μᾶς παρουσιάσετε τά γεγονότα τῆς ἱστορίας κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε νά φανῆ ὅτι ἡ ἀποτείχισις τῶν ἁγίων, κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἔγινε  μετά ἀπό τήν συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως τῆς εἰκονομαχίας καί, ὡς ἐκ τούτου, ἡ σημερινή ἀναμονή τῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία γίνεται ἀπό τούς ἀντιοικουμενιστές μέ βάσι τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, εἶναι νόμιμη καί κατά πάντα σύμφωνη μέ τήν διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.

Δέν ἀντιλαμβάνεσθε, ἴσως, οὐδόλως ὅτι κατ’ αὐτόν τόν τρόπο παίζετε κι ἐσεῖς τόν ρόλο σας καί μάλιστα κατά τρόπον ἄψογο, στήν ὀργανωμένη καί καλά μελετημένη πορεία τῆς αἱρέσεως, ὥστε ἐσεῖς, ὡς ἀντιοικουμενιστές καί πολέμιοι τῆς αἱρέσεως, νά γίνετε οἱ ὁδηγοί τῶν Ὀρθοδόξων στήν ἀδράνεια καί τόν ἐφησυχασμό. Νά τούς ὁδηγήσετε σὲ τέτοιου εἴδους ἀντιδράσεις, οἱ ὁποῖες δέν πλήττουν τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς, ἀλλά ἁπλῶς καθησυχάζουν τίς συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων, (π.χ. ὁμολογίες πίστεως καί χαρτοπόλεμος). Κυρίως ὅμως, νά προκαλέσετε τήν ἐκ τῶν ἔσω διάσπασι τοῦ ὀρθοδόξου ἀγῶνος, ἐφ’ ὅσον, οὔτε ἐσεῖς ἐξέρχεσθε ἀπό τήν αἱρετική παράταξι καί τό στρατόπεδο τῆς Ν. Ἐποχῆς, οὔτε καί ἀφήνετε νά ἐξέλθουν διά τῆς ἀποτειχίσεως οἱ βουλόμενοι καί θέλοντες νά ἀγωνισθοῦν ὀρθοδόξως.

Ἐσεῖς πατέρες, ὅπως φαίνεται, ἔχετε πρωταρχικό ρόλο στήν ὅλη πορεία τῆς αἱρέσεως, μεγαλύτερο ἴσως καί ὁπωσδήποτε σημαντικώτερο ἀπό τούς πρωτεργάτες τῆς αἱρέσεως (Βαρθολομαῖο, Ζηζιούλα κλπ.), διότι ἡ ἐπιτυχής πορεία καί ἔκβασις μιᾶς καλά μελετημένης καί σωστά προγραμματισμένης ἐκστρατείας ἐναντίον τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, στηρίζεται πρωτίστως στήν ἐπιτυχή διάσπασι, στήν ἐκ τῶν ἔσω ἐξουδετέρωσι καί στόν ἔνδοθεν ἀποπροσανατολισμό τοῦ ὀρθοδόξου μετώπου. Πιστεύω ὅτι, ὅταν αὐτά κατορθώσετε νά τά στηρίξετε καί στούς Ἁγίους, τότε ἡ ἐπιτυχία σας θά εἶναι πλήρης.

Ἐπειδή, ὅπως ἀνέφερα καί σέ ἄλλο σημεῖο, (εἶναι ὅμως πολύ σημαντικό καί πρέπει νά τονισθῆ) δέν ἔχετε οὔτε ἕνα ἁγιογραφικό καί πατερικό κείμενο νά παρουσιάσετε, πού νά συνηγορῆ ἤ ἔστω νά ὑπαινίσσεται τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, προσπαθεῖτε μονίμως στήν μελέτη σας, νά στηριχθῆτε σέ ἱστορικά γεγονότα, τά ὁποῖα ἀγωνίζεσθε νά προσαρμόσετε στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, βοηθούμενοι ἀπό τήν ἔλλειψι ἐπαρκῶν ἱστορικῶν στοιχείων καί, βεβαίως, ἀπό τήν χρονική ἀπόστασι κατά τήν ὁποία αὐτά ἱστορικά ἐξελίχθηκαν.

Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, παρουσιάζετε τήν ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων νά ἔρχωνται σέ πλήρη ἀντίθεσι μέ τά ἱστορικά αὐτά γεγονότα, ἐνῶ ἡ ὀρθόδοξος μέθοδος εἶναι  νά ἀνακαλύψωμε σ’ αὐτά ὅλα τήν ἐσωτερική ἑνότητα καί ἁρμονία πού ὑπάρχει, ἀκόμα καί ὅτανἐξωτερικά κάπου φαίνεται ὅτι δέν ἐναρμονίζονται. Δηλαδή τά ἐναρμονισμένα κατά τό πνεῦμα τῶν Πατέρων, ἐσεῖς τά φέρετε σέ ἀντίθεσι, ἐνῶ θά ἔπρεπε τά ἐξωτερικῶς διεστῶτα νά τά φέρετε σέ συμφωνία.  Θεωρῶ τελικά, πατέρες, ὅτι ἡ ἐπιτυχία ὡς πρός τήν ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως, στηρίζεται κυρίως σέ ἐσᾶς (ἐννοῶ ὅσους ἔχουν τέτοια φρονήματα) καί λιγότερο στούς καθαρόαιμους  πρωτεργάτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Ἐρχόμενος, μετά τά ἀνωτέρω, εἰς λεπτομερέστερη ἀνάλυσι αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου τῆς μελέτης σας ἔχω νά ἀναφέρω τά ἑξῆς. Γράφετε εἰς τό κεφάλαιο αὐτό στήν σελ. 34 τῆς κριτικῆς μελέτης σας: «Κατά περίεργο τρόπο ὅμως ἀγνοεῖ (σκόπιμα ἄραγε;) τόν Μεγάλο Πατέρα καί διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας Ὅσιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό. Ὁ Μέγας αὐτός Πατήρ ὑπῆρξε ὁ πνευματικός ἡγέτης τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος κατά τῶν Εἰκονομάχων, ὄχι μόνον διότι μέ τίς τρεῖς περίφημες πραγματεῖες του “Περί τῶν ἱερῶν εἰκόνων”, κονιορτοποίησε κυριολεκτικά τά θεολογικά ἐπιχειρήματα τῶν εἰκονομάχων, ἀλλά καί διότι πρωτοστάτησε στήν σύγκληση Τοπικῆς Συνόδου στή Συρία τό 726 (δηλαδή μέ τήν ἔναρξη τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος), ἡ ὁποία καταδίκασε τήν αἵρεση. Μέ τήν Σύνοδο αὐτή ἔχουμε τήν πρώτη καταδίκη τῆς αἱρέσεως καί, ἑπομένως, ἡ αἵρεση ἦταν ἤδη κατεγνωσμένη Συνοδικά ἀπό τό 726».

Μέ αὐτά πού ἀναφέρετε, πατέρες, θέλετε νά παρουσιάσετε, ἄν σᾶς ἑρμηνεύω σωστά, ὅτι οἱ Ἅγιοι τῆς πρώτης περιόδου τῆς εἰκονομαχίας ἀποτειχίστηκαν ἀπό μία κατεγνωσμένη συνοδικά αἵρεσι, ἔχοντες ὡς ὁδηγό (πέρα ἀπό τή συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως) καί τίς θεολογικές πραγματεῖες τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Αὐτό ἄλλωστε τό ἀναφέρετε καί κατωτέρω ὅπως θά ἰδοῦμε. Γιατί ὅμως, προκειμένου νά στηρίξετε αὐτό πού ἰσχυρίζεσθε, δέν ἀναφέρετε καί κάποιον ἅγιο τῆς περιόδου αὐτῆς, πού νά ἀνέφερε κάτι, ἔστω ὡς ὑπαινιγμό, μέ τό ὁποῖο νά φαίνεται ὅτι ἀποτειχίσθηκε ἀπό τόν εἰκονομάχο Πατριάρχη του, ἐπειδή στηρίχθηκε στή Σύνοδο αὐτή τῆς Συρίας ἤ στόν Ἅγ. Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό;

Εἶναι χαρακτηριστικό, πατέρες, ὅτι ὅλες οἱ ἀναφορές καί οἱ συζητήσεις τῶν Ἁγίων τῆς περιόδου αὐτῆς, ἀναφέρουν τήν περί εἰκόνων Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί  μνημονεύουν (ἀλλὰ καί στηρίζονται) στήν διδασκαλία τῶν παλαιῶν ἀναγνωρισμένων Ἁγίων καί ὄχι τῶν συγχρόνων των κληρικῶν καί θεολόγων, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν ἀκόμα ἀναγνωρισθεῖ ὡς Ἅγιοι. Καί εἶναι λογικό αὐτό, οἱ Ἅγιοι δηλαδή τῆς περιόδου αὐτῆς, νά μήν στηρίζωνται οὔτε σέ πρόσφατες καί μή ἀναγνωρισμένες Συνόδους, οὔτε σέ προσφάτους καί μή ἀναγνωρισμένους Ἁγίους, διότι ἁπλούστατα, ἄν ἐστηρίζοντο εἰς αὐτά, θά ἠδύναντο ἄριστα οἱ εἰκονομάχοι νά ἀντιπαρατάξουν πρόσφατες εἰκονομαχικές Συνόδους καί δικούς τους συγχρόνους εἰκονομάχους πατέρες, οἱ ὁποῖοι ὑπερμάχησαν καί θεολογικά ὑπεστήριξαν τήν αἵρεσι.

Θά προσπαθήσω, πατέρες, νά σᾶς ἀποδείξω τό πόσο τά ἐπιχειρήματά σας εἶναι ὄχι μόνον ἄστοχα, ἀλλά δυστυχέστατα δὲν εἶναι ὀρθόδοξα, ἀντίθετα εἶναι ἐπιχειρήματα ποὺ βοηθοῦν καὶ στηρίζουν τὴν ἀνεμπόδιστη ἐξάπλωσι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τὴν ἀπόδειξι αὐτή μᾶς τήν προσφέρει ὁ βίος τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Στεφάνου τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος ἔζησε καί ἐμαρτύρησε κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς εἰκονομαχίας καί μάλιστα πολύ πρίν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ὁ βίος του καί ἡ ὁμολογία του εἶναι συγκλονιστική καί ὠφελιμώτατη ὄχι μόνο γιά μᾶς, ἀλλά καί γιά ὅσους μελετήσουν τίς σκέψεις καί ἀπόψεις μας, ἀναιρεῖ δέ ὅλα τά ἐπιχειρήματά σας καί τά διαλύει ὡς ἱστόν ἀράχνης.

Κατ’ ἀρχάς εἶναι συγκλονιστικό τό γεγονός πού περιγράφεται στόν βίο του, ὅτι δηλαδή οἱ εἰκονομάχοι καί ἐν προκειμένῳ ὁ ἔξαρχος καί ἐκπρόσωπος αὐτῶν, ὁ αὐτοκράτωρ Κων/νος ὁ Κοπρώνυμος, δέν ὑπελόγισε, οὔτε ἔδειξε τό παραμικρό ἐνδιαφέρον, οὔτε γιά τίς ὀρθόδοξες Συνόδους ὑπέρ τῶν εἰκόνων πού ἀναφέρετε, οὔτε γιά τίς θεολογικές πραγματεῖες τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, οὔτε γιά τά ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα, τά ὁποῖα τόν ἐστηλίτευαν, ἀλλά μόνον γιά τούς ἀποτειχισμένους τῆς περιοχῆς τῆς Κων/πόλεως, τούς ὁποίους περιφρονητικά ἀποκαλοῦσαν «ἀμνημονεύτους», ὡς ἀποκομμένους δηλαδή ἀπό τήν ἰδική τους ἐκκλησιαστική κοινωνία.

Τό ἀκόμη φοβερώτερο εἶναι ὅτι οὔτε ἡ Σύνοδος τῆς Ἱέρειας τῶν τριακοσίων πενῆντα (350) περίπου εἰκονομάχων Ἐπισκόπων εἶχε γιά τόν αὐτοκράτορα καί τούς εἰκονομάχους τόση ἰσχύ καί ἀξία, ὅση θά ἔπαιρνε ἄν κατώρθωναν νά πείσουν νά ὑπογράψη τίς ἀποφάσεις της ὁ ἔξαρχος καί πνευματικός ἀρχηγός τῶν ἀποτειχισμένων, δηλαδή ὁ ἅγιος Στέφανος ὁ νέος, ὁ ἡγούμενος τοῦ ὄρους τοῦ Αὐξεντίου. Κατάλαβαν καλά, δηλαδή, οἱ εἰκονομάχοι, ὅτι μόνο τότε μποροῦσαν νά ἐπιβάλλουν τήν αἵρεσι, ἄν προσεταιρίζοντο ἤ ἐξουδετέρωναν τόν ἅγιο Στέφανο. Τότε θά καταξιώνετο ἡ αἵρεσις καί θά ἀποκτοῦσε καθολική ἰσχύ.

Ὑπ’ ὄψιν ὅτι γιὰ ἐμᾶς σήμερα, οἱ εἰκονομάχοι Ἐπίσκοποι, εἶναι ἀναμφισβήτητα αἱρετικοί, γιατί γνωρίζουμε τήν τελεσίδικη καταδίκη τους μετὰ τὴν ἐπικράτησι τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιά τούς Χριστιανούς ὅμως ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, 
ἦσαν οἱ κανονικοί καί νόμιμοι Ἐπίσκοποι! Ἡ διδασκαλία τους μάλιστα εἶχε ἐπικυρωθῆ ἀπό Σύνοδο Ἐπισκόπων οἰκουμενικῆς ἐμβέλειας, τή Σύνοδο τῆς Ἱέρειας. Οἱ ἴδιοι οἱ εἰκονομάχοι Ἐπίσκοποι (καί ὅσοι τούς ἀκολουθοῦσαν), μποροῦσαν νά ἔχουν ἔτσι, ἥσυχη τή συνείδησί τους μὲ τήν δικαιολογία ὅτι ἀκολουθοῦν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας, ἡ ὁποία ὑπερτεροῦσε, φυσικά, κάθε ἄλλης τοπικῆς Συνόδου πού τυχόν εἶχε γίνει σὲ ἄλλο τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας. Ἀντίθετα οἱ Ὀρθόδοξοι (καί μέσα σ’ αὐτούς ὁ ἅγιος Στέφανος), δέν λογάριασαν, οὔτε ἔλαβαν ὑπ’ ὄψιν τους τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας, ἁπλούστατα γιατὶ ἡ ἀπόφασι τῆς Συνόδου δέν συμφωνοῦσε (ὅπως εἴπαμε) μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν προγενεστέρων Ἁγίων.

Συνέβη δηλαδή τότε, αὐτό ἀκριβῶς πού ἐπαναλαμβάνεται σήμερα ἀπό τούς ἀντιοικουμενιστές· δέν σπεύδουν νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (ἄν καί ὁμολογοῦν  ὅτι ἀποτελεῖ αἵρεσι καί τήν ἀναθεματίζουν), ἀλλά περιμένουν τήν ἔγκρισι Συνόδου γιά νά πραγματοποιήσουν τὴν ἀπομάκρυνσι αὐτή.

Ἄς δοῦμε τώρα, τή συνέχεια. Ἀφοῦ ἐπέλεξε ὁ αὐτοκράτωρ ἕναν κατάλληλο ἀξιωματοῦχο εἰκονομάχο, τόν ἀπέστειλε πρός τόν ὅσιο Στέφανο λέγοντάς του: «Τόν τοῦ Αὐξεντίου βουνόν καταλαβών, τόν ἐκεῖσε ἐμφωλεύοντα Στέφανον τοὔνομα, καί τοῦτον ἀμνημονεύτων ἐσμοῦ ὁμόσχημον, τοῦτον ὑπογράψαι ἐν τῇ συνόδῳ πεῖσον, εἰπών∙ Τῇ πρός σέ φιλίᾳ διά τό εὐσεβές σου τοῦ βίου κινούμενοι οἱ εὐσεβεῖς καί ὀρθόδοξοι ἡμῶν βασιλεῖς Κωνσταντῖνος καί Λέων κελεύουσι ὑπογράψαι σε πρός τόν τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν συνόδου ὅρον∙ δούς αὐτῷ φοίνικας καί ἰσχάδας, καί ἄλλα τινά ἅπερ εἰσίν ἐπιτήδεια εἰς τροφήν ἀσκητοῦ. Ἤδει γάρ καί αὐτός ὁ τύραννος τήν ἐγκρατῆ καί Θεῷ ἐγγίζουσαν τοῦ ὁσίου διαγωγήν. Ὁ δέ παρευθύ τό ὄρος καταλαβών, καί πρός τήν κορυφήν τοῦ βουνοῦ προσταθείς, τῷ ἁγίῳ Πατρί, τό διά γλώσσης γραμματεῖον ἐκόμισεν, συμβουλεύων ὁ κάκιστος καί ὑπογράψαι καί ἐπαινέσαι τῶν βασιλέων τόν ὅρον. Ὁ δέ τίμιος οὗτος Στέφανος, ὁ τοῦ προτέρου ἐφάμιλλος, ὡς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ ἀεί τόν Θεόν προορώμενος, καί μή σαλευόμενος ἐν οἱᾳδηποτοῦν αἱρετικῇ ὑπονοίᾳ πρός τόν πατρίκιον ἔφη∙ Πρόσχες κυριοπατρίκιος∙ αἱρετικῆς ὑπολήψεως ἐν τῷ ὅρῳ τῆςψευδοσυλλόγου ταύτης συνόδου προτεθειμένης, Στέφανος οὔτε ὑπογράφω, οὔτε τό πικρόν γλυκύ ἀποκαλῶ∙ ἵνα μή τό τοῦ προφήτου οὐαί ἐπισπάσωμαι∙ πρός δέ καί τήν τῶν ἱερῶν εἰκόνων προσκύνησιν, εὐχερῶς μέλλω ἀποθνήσκειν, μηδένα λόγον ποιούμενος τοῦ ταύτας ἀπωθεῖσθαι τολμῶντοςαἱρεσιάρχου βασιλέως» (P.G. 100,1124A).

Ἐδῶ βλέπομε τόν ἅγιο Στέφανο νά γνωρίζη σαφῶς τήν ὀρθόδοξο περί εἰκόνων Παράδοσι καί νά ἔχη ὁμολογιακό καί μαρτυρικό φρόνημα. Ἀποκαλεῖ ἀπερίφραστα ψευδοσύλλογο τήν εἰκονομαχική Σύνοδο καί αἱρεσιάρχη τόν βασιλέα. Εἶχε δηλαδή ὁ ἅγιος αὐτά, τά ὁποῖα παντελῶς λείπουν σήμερα ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί τούς ἀντιοικουμενιστές. Τόν διακατεῖχε δέ τόση ἀκρίβεια, ὥστε δέν ἐδέχθη οὔτε τά προαναφερθέντα εἰς αὐτόν τρόφιμα: «Τά δέ παρ’ αὐτοῦ πεμφθέντα βρώματα ἀπόστρεφε.Ἔλαιον γάρ ἁμαρτωλοῦ μή λιπανάτω τήν κεφαλήν μου, καί ἐκ βρωμάτων αἱρετικοῦ μή γλυκανθήτω ὁ φάρυγξ μου» (P.G. 100,1124C).

Ὅταν ἐν συνεχείᾳ ἔφεραν τόν ἅγιο πλησίον τῆς Κων/πόλεως καί μάλιστα στήν κυριολεξία «σηκωτό», ἐπειδή ἀπό τήν ὑπέρμετρο ἄσκησι δέν ἠδύνατο νά βαδίση, ἦλθαν πάλι εἰκονομάχοι Ἐπίσκοποι μέ τόν ὅρο τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας γιά νά πείσουν πάλι τόν ἅγιο νά τόν ὑπογράψη. Ὁ βιογράφος του μᾶς μεταφέρει τήν ἑξῆς συζήτησι:

«Εἴτα Θεοδόσιος πρός αὐτόν φησίν Ἐφέσου∙ Τίνι τρόπῳ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ᾑρετίσω ἐν ὑπολήψει ἡμᾶς ἔχειν αἱρετικῇ, καί ὑπερφρονῆσαι ὑπέρ τε βασιλεῖς καί ἀρχιποιμένας καί ἐπισκόπους καί πάντας Χριστιανούς; Μή ἆρά γε πάντες ἡμεῖς τήν τῶν οἰκείων ψυχῶν ζημίαν πραγματευόμεθα; Ὁ δέ ἅγιος ἡρεμαίᾳ τῇ φωνῇ φησιν πρός αὐτούς∙ Προσέχετε, τί γέγραπται ἐν Ἠλίᾳ τῷ προφήτῃ πρός Ἀχαάβ∙ Οὐ διαστρέφω ἐγώ, ἀλλά σύ, καί ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου.  Καί γάρ οὐκ ἐγώ ὁ διαστρέφων, ἀλλ’ ὑμεῖς, οἱ τήν ἐκ πρόπαλαι παραβεβηκότες τῶν Πατέρων διδασκαλίαν, καί νέαν κενοφωνίαν τῇ Ἐκκλησίᾳ εἰσηγησάμενοι. Εἰ γάρ τό ἀρχαιότητι διαφέρον, αἰδέσιμον, ὥς τις σοφός ἔφησεν∙ τά νεωτεροφωνηθέντα παρ’ ὑμῶν, πάντα ἄσημα καί Θεοῦ ἀλλότρια, οὐ μήν ἀλλά καί τῆς Ἐκκλησίας φαλσεύματα. Ἀλλ’ οὖν ἔστιν εἰπεῖν προφητικῶς∙ Οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καί οἱ ἄρχοντες ἅμα ποιμέσι καί τοῖς προδόταις τῆς ποίμνης συνήχθησαν ἐπί τό αὐτό κατά τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, μελετήσαντες κενά καί μάταια» (P.G. 100, 1141A).

Ὁ ἅγιος, βλέπομε πάλι, δέν ἀναφέρει οὔτε συγχρόνους Συνόδους, οὔτε θεολογικές πραγματεῖες, ἀλλά τήν ἁγ. Γραφή καί τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.

Τελικῶς οἱ εἰκονομάχοι τοῦ ἀναφέρουν τά ἑξῆς: «Δύο προφανῶς οὐσῶν ἐν σοί τό προκείμενον ἐστίν, ἤ πεπεικέναι σαυτόν, καί ὑπογράψαι∙ εἰ δέ μή γε, θανάτῳ παραδοθῆναι, ὡς Πατέρων καί βασιλέων ἐκ Θεοῦ διδαχθέντων νόμον ἀντιλέγοντα. Ὁ δέ ἅγιός φησιν∙ Πρόσχες, κυριοπατρίκιος∙ ἐμοί τό ζῇν Χριστός, καί τό ἀποθανεῖν ὑπέρ τῆς ἁγίας αὐτοῦ εἰκόνος κέρδος καί δόξα∙ ἅπαξ γάρ καί δίς εἶπόν σοι, τόν παλαιστήν ὑπολακκίσας∙ ὅτιπερ Εἰ τοσοῦτον τό εἰς ἐμέ ζωτικόν αἷμα, ἐκχυθήτω ὑπέρ τοῦ τοιοῦδε σκοποῦ» (P.G. 100, 1141D).

Ἐδῶ οἱ εἰκονομάχοι προσπαθοῦν νά ἐπικυρώσουν τήν ἀπόφασί των μέ τήν συγκατάθεσι τοῦ ἀποτειχισμένου ἁγίου, ὁ  δέ ἅγιος προτιμᾶ τόν θάνατο. Στήν σημερινή δέ αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέν ὑφίσταται τέτοιο πρόβλημα, διότι οἱ ἀντιοικουμενιστές ἀναγνωρίζουν διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας ὅλες τίς αἱρετικές ἀποφάσεις.

Μετά δέ ἀπό μία ὁμολογιακή συζήτησι κατά τήν ὁποία ἀπέδειξε ὁ ἅγιος τήν Σύνοδο τῆς Ἱέρειας ψευδῆ καί δαιμονική ἀναφωνεῖ: «Εἴ τις οὐ προσκυνεῖ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν εἰκόνι περιγραπτόν κατά τό ἀνθρώπινον, ἤτω ἀνάθεμα, καί μετ’ ἐκείνων καταλογισθείη τῶν κραξάντων, Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. Ἐκπλαγέντες δέ οὗτοι οἱ θρυλλολέκται ἐπί τῇ τοῦ ἁγίου παρρησίᾳ, ἔτι αὐτοῦ τόν λόγον συνείρειν ἐθέλοντος, διαναστάντες αὐτοί, μόνον τό ἐγκλεισθῆναι αὐτόν παρακελευσάμενοι, κατῃσχυμμένοι ὑπέστρεφον εἰς τά βασίλεια. Τοῦ δέ βασιλέως πυνθανομένου∙ Τί ἆρα ἤνυσαν; ἔτι ἐπισκόπων τήν ἧτταν κρύπτειν ἐθελόντων, οἱ περί Κάλλιστον ἀπεκρίναντο∙ Ἡττήμεθα, βασιλεῦ, ἡττήμεθα. Ὑψηλός γάρ πολύ ὁ ἀνήρ τῇ δυνάμει καί τῷ λόγῳ καί τῇ παρρησίᾳ τοῦ θανάτου. Ὁ δέ ὑπερζέσας τῷ θυμῷ παρευθύς γράφει τήν ἐξορίαν αὐτοῦ πρός τά τοῦ Ἑλλησπόντου νῶτα, ἐν τῇ λεγομένῃ Προκονήσῳ» (P.G. 100,1145A).

Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἀναθεματίζει τήν αἵρεσι καί ὅποιους τήν πρεσβεύουν καί αὐτός ὁ ἀναθεματισμός ἔγινε ὅρος τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐνῶ ἀντίθετα, ὁ ἀναθεματισμός αὐτός δέν ὑπάρχει στίς περί εἰκόνων πραγματεῖες τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Οἱ εἰκονομάχοι ὁμολογοῦν τήν ἧττα των ἀπό τόν ἀποτειχισμένο∙ ἐνῶ δηλαδή ἀντιμετώπισαν συνοδικῶς τίς Συνόδους καί τίς θεολογικές πραγματεῖες, δέν ἠμπόρεσαν νά κάμψουν τό φρόνημα τῶν ἀποτειχισμένων.

Mετά τήν ἐπάνοδο τοῦ ἁγίου ἀπό τήν ἐξορία γιά νέα ἐξέτασι ἀπό τόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα, ὁ ἅγιος διαλέγεται μέ τήν ἴδια παρρησία. Τελικῶς ὁ βιογράφος σημειώνει τό ἑξῆς περιστατικό: «Ὁ δέ σημειοφόρος Στέφανος ἀεί ἐν ἑαυτῷ τόν Χριστόν περιφέρων, καί ὅλος ὑπ’ αὐτοῦ διδασκόμενος, τήν χεῖρα τῷ στέρνει ἀντανακλάσας, καί ἔνδον ταύτην εἰσδύσας τοῦ ἱεροῦ κουκουλίου, τό νόμισμα ἐξενεγκών, ἐπεδείκνυεν, καθάπερ Χριστός τῇ πρίν τῶν Ἰουδαίων συναγωγῇ, εἰκόνα καί ὄνομα φέρον τοῦ ἀλάστορος, καί φησίν∙ Τίνος ἡ εἰκών αὕτη, βασιλεῦ, καί ἡ ἐπιγραφή; Ὁ δέ τύραννος θαμβηθείς ἔφη∙ Τῶν βασιλευόντων. Καί ὁ ἅγιος. Ἆρά γε εἰ τοῦτο προσρίψας ἐπί τῆς γῆς ἑκουσίως πατήσω, ὑποίσω δίκην; Οἱ δέ παρεστῶτες, Ἐκ παντός∙ ὅτιπερ, φησίν, χαρακτῆρα καί κλῆσιν τῶν ἀηττήτων φέρει βασιλέων. Ὁ δέ ἅγιος μέγα στενάξας εἶπεν∙ Εἰ ὑμεῖς οὕτως φατέ, ποίαν ἄρα ἐλεεινήν ὑποίσει δίκην ὁ τό τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Μητρός αὐτοῦ ὄνομα ἐν εἰκόνι πατήσας καί κατακαύσας, ἤ πάντως τῷ ἀτελευτήτῳ πυρί καί αἰωνίῳ καί τῷ ἀκοιμήτῳ σκώληκι ἐκδοθήσεται; Καί ρίψας τό νόμισμα, κατεπάτησεν αὐτό. Οἱ δέ τῷ βασιλεῖ παριστάμενοι, ὡς εἴ τινες ἄγριοι θῆρες εἰσπηδήσαντες κατά τοῦ ἁγίου, κρημνίσαι τοῦτον ἠβουλήθησαν τοῦ ἡλιακοῦ πρός τό κάταντες» (P.G. 100, 1157D). Ὁ ἅγιος πάλι νικᾶ χωρίς νά ἀναφέρεται οὔτε σέ Συνόδους, οὔτε σέ θεολογικές πραγματεῖες.

Ὕστερα ἀπό αὐτό τό περιστατικό ὁ ἅγιος ἐγκλείεται στήν φυλακή. Ὁ βιογράφος ἐδῶ περιγράφει ἕνα συγκλονιστικό γεγονός: «Εὗρεν δέ ἐν τοῖς ἐκεῖσε ἐγκεκλεισμένους λογάδας τοῦ ἁγίου τῶν μοναχῶν σχήματος, ὡσείτριακοσίους τεσσαράκοντα δύο τόν ἀριθμόν, ἐκ διαφόρων χωρῶν, τούς μέν ρινοτμήτους, τούς δέ ἀπομμάτους, ἄλλους χεῖρας κεκομμένας ἔχοντας, ὡς μή ὑπογράψαντας κατά τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἑτέρους ὦτα μή ἔχοντας. Καί οἱ μέν τῶν ἀνεικάστων δαρμῶν τά λείψανα ἐδείκνυον. Οἱ δέ τρίχας μή ἔχειν ἑαυτούς ἐπεδείκνυον, ξυρισθέντες παρά τῶν ἀσεβῶν εἰκονοκαυστῶν∙ καί οἱ πλείους τήν τιμίαν γενειάδα ἐκ πίσσης κεχρισμένην καί κεκαυμένην εἶχον. Ταύτας τάς χαλεπάς πολυειδεῖς τιμωρίας τῶν τῆς εὐσεβείας μυστῶν ἰδῶν ὁ ἅγιος, ηὐχαρίστει τῷ Θεῷ τῷ τήν ὑπομονήν αὐτοῖς δωρησαμένῳ. Ἤσχαλλεν δέ καί ἐδυσφόρει, ὅτι οὐκ ἦν αὐτός ἀκμήν πεῖραν λαχών τινος βασάνου ἤ ἀφαίρεσιν μέλους περί τοῦ προκειμένου. Οἱ δέ Πατέρες οὗτοι πάντες ἐδέξαντο τοῦτον ὡς ἀρχιποιμένα καί καθηγητήν σωτήριον, καί παρ’ αὐτοῦ ἐδιδάσκοντο, καί αὐτῷ τούς λογισμούς ἀνέφερον. Λοιπόν γέγονε τό πραιτώριον μοναστήριον, παντός τοῦ μοναχικοῦ κανόνος ἐπιτελουμένου» (P.G. 100, 1160C).

Ἐσεῖς πατέρες, γράφετε στή μελέτη σας τά ἑξῆς: «Ἐξάλλου, ἄν ἐξαιρέσουμε τόν Ἅγιο Στέφανο τόν Νέο καί τούς Ἁγίους, πού ἐμαρτύρησαν στά χρόνια τοῦ εἰκονομάχου Πατριάρχου Ἀναστασίου, ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἁγίων, πού ἐμαρτύρησαν ἤ ἐδιώχθησαν ἀπό τούς αἱρετικούς, τοποθετοῦνται στήν περίοδο μετά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική, ὅπως τοῦτο σαφέστατα φαίνεται καί ἀπό τόν κατάλογο τῶν ὀνομάτων, πού παραθέτει ὁ π. Εὐθύμιος (σελ. 138-139)».

Αὐτά ὅλα πού γράφετε εἶναι προφανῶς ψευδῆ, ἐφ’ ὅσον ὁ ἅγιος εὑρῆκε μέσα στήν φυλακή τριακόσιους σαράντα δύο (342) ὁμολογητές, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπάνω των τά στίγματα τοῦ μαρτυρίου. Ἄν δηλαδή σέ μία φυλακή καί σέ μία χρονική περιόδο ὑπῆρχαν τόσοι ὁμολογητές καί μάρτυρες πόσοι θά ἦσαν ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι καθ’ ὅλη τήν ἑξηκονταετῆ πρώτη περίοδο τῆς εἰκονομαχίας;

Ἐδῶ πατέρες, γίνεται κατανοητό καί σέ ἕνα νήπιο, ὅτι κατά τήν περίοδο τῆς αἱρέσεως δέν ἔχομε ἀνάγκη ἀπό Συνόδους πού νά καταδικάσουν τήν αἵρεσι, οὔτε ἀπό θεολογικές πραγματεῖες ἐναντίον τῆς αἱρέσεως (δηλαδή ὁμολογίες πίστεως καί χαρτοπόλεμο), ἀλλά ἀπό ὁμολογητές καί μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι θά σηκώσουν τόν καύσωνα καί τό βάρος τῆς ἡμέρας. Ἐπίσης, ἐν καιρῷ αἱρέσεως, τό μοναστήρι καί τό Ἅγιον Ὄρος καί ὅ,τι ἄλλο πνευματικό μπορεῖ  κανείς νά φαντασθῆ, εὑρίσκετο στήν φυλακή κι ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ ὁμολογία μέ ὅλες τίς συνέπειές της. Πόσο διαφέρουν ὅλα αὐτά ἀπό τίς θεωρίες σας καί εἰδικά ἀπό τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος!

Δέν πρέπει νά παραλείψωμε ἀπό τήν διήγησι αὐτή  τό γεγονός ὅτι ὁ βιογράφος ἀναφέρει πώς οἱ Ἅγιοι αὐτοί στήν φυλακή διηγοῦντο ὡς αὐτόπτες μάρτυρες τά μαρτύρια ἄλλων ὁμολογητῶν συγχρόνων πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ διαφορετικούς τρόπους συνελήφθηκαν καί ἐβασανίστηκαν. Δηλαδή οἱ Ἅγιοι αὐτοί ἐβίωναν σέ προσωπικό ἐπίπεδο ὅ,τι ἐμεῖς σήμερα διαβάζομε στά συναξάρια. Τελικῶς δέ καταλήγει ὡς ἑξῆς: «Καί ταῦτα μέν εἰς τοσοῦτον. Τίς γάρ ἐξαρκέσει ἐξειπεῖν τά κατά πᾶσαν ἐπαρχίαν ὑπό τῶν τοῦ τυράννου δεινοτέρων ἀρχόντων καί τῆς ἀληθείας ἐχθρῶν ἐφευρήματα καί δεινά βασανιστήρια; Πολλά γάρ τά τούτων τῆς ἀσεβείας τρόπαια, ἅπερ ἡμεῖς καταπτύσαντες, τόν τοῦ Δεσπότου, ζηλώσωμεν θάνατον. Οὐ γάρ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλύπτεσθαι εἰς ἡμᾶς, ὥς φησιν τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς Παῦλος» (P.G. 100,1168A).

Ἐσεῖς βεβαίως πατέρες, εὑρήκατε ἐλάχιστους τούς Ἁγίους πού ἀποτειχίστηκαν κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, προφανῶς διά νά στηρίξετε τίς θεωρίες σας περί συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως κλπ.

Ἦταν τόσος ὁ παραλογισμός τῶν τυράννων καί διωκτῶν, ὥστε ὁ αὐτοκράτωρ Κων/νος ὁ Κοπρώνυμος ἐξέδωσε, σύμφωνα μέ τήν βιογραφία, τήν ἑξῆς διαταγή: «Εἴτα παρευθύς διετάξατο ἐπερωτήσεις καί ἀνασκυλευσμούς ἐν τῇ πόλει γενέσθαι. Καί ὅστις εἶχεν, εἴτε συγγενῆ, ἤ φίλον, ἤ ἀγχιστεύοντα τοῦ μοναχικοῦ καταλόγου τινά, ἤ κἄν ἱμάτιον μελεμβαφές, μετά δαρμούς ἀφορήτους, ἐξορίᾳ παρεπέμπετο. Καί ἦν ἰδεῖν ἐπίχαρμα ἐχθρῶν παραδιδόντας οὕς ἤθελον. Καί δοῦλοι δεσπότας διέβαλλον. Καί ἦν ὀδυρμός καί κωκυτός τοῦ Βυζαντίου οὐ μικρός ὑπέρ τάς πάλαι ἡμέρας Ἰουλιανοῦ τε καί Οὐάλεντος τῶν ἀθέων» (PG 100,1169D).

Ὅλοι αὐτοί πού ἐδιώκοντο σύμφωνα μέ τίς θεωρίες σας «εἶχαν πρό ὀφθαλμῶν τους τίς ἀποφάσεις τῶν παραπάνω Συνόδων καί διέκοψαν τήν ἐκκλησιατική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους». Αὐτά πατέρες, μόνο στήν φαντασία σας ὑπάρχουν, πουθενά ὅμως ἀπό τούς Ἁγίους οὔτε ἀναφέρονται, οὔτε ἔγιναν, ἀλλά οἱ Ἅγιοι αὐτοί εἶχαν πρό ὀφθαλμῶν των τήν ἁγ. Γραφή καί τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί εἶχαν ἐπί πλέον τό ὁμολογιακό καί μαρτυρικό φρόνημα.

Ἡ περιγραφή, ἐν τέλει, τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους τοῦ ὁσίου Στεφάνου τοῦ νέου εἶναι ἀπό τίς φοβερώτερες καί δείχνει τό μένος ὅλων τῶν εἰκονομάχων κατά τῶν ἀποτειχισθέντων καί μή ὑποταχθέντων στούς αἱρετικούς. «Παρ’ αὐτά τῇ γῇ τοῦτον προσρήξαντες ὥσπερ θῆρες ἄγριοι, καί ἐν τοῖς σιδήροις, ἐν οἷς ἦσαν αὐτοῦ οἱ πόδες ἐγκεκλεισμένοι, κάλους συνδήσαντες, ἐπί τήν δημοσίαν ἔσυρον τοῦτον, κατά τε τῆς κεφαλῆς καί παντός τοῦ σώματος λακτίζοντες, λιθάζοντες καί ξύλοις τύπτοντες... Ποῖος δέ λόγος ἱστορήσειεν  ἤ ἀκοή παραδέξεται τάς τοῦ ἁγίου ἐν τῇ σύρσει τῆς δημοσίας μαρτυρίας, καί τούς ἀνεικάστους ἐκείνους πόνους; ποῖον γάρ μέλος τούτου ὤφθη ἀμάρτυρον στεφάνου, ἐκ τῶν ἀμετρήτων ἐκείνων λιθασμῶν; τούτου γάρ συρομένου ἐπί τῆς γῆς καί προσκρουομένου ἐκ πλακός πρός πλάκα, χεῖρες ἀπεκόπτοντο, δάκτυλοι σύν τοῖς ὄνυξιν ἐξέπιπτον, πλευραί δέ τούτου διερρήγνυντο φλέβες ἐκρησσόμεναι τῷ πλήθει τοῦ αἵματος τήν γῆν κατέβαπτον, ἴνες διασπώμεναι κατά ἁρμογήν τοῦτον μεληδόν ἐδείκνυντο. Λίθῳ δέ μεγάλῳ τούτου τις φονείως τῇ κοιλίᾳ προσκρούσας, διχῶς αὐτήν ἐλάκκισεν. Καί ἦν ἰδεῖν πᾶσαν τήν τῶν ἐγκάτων οἰκονομίαν σύν τοῖς ἐντέροις ἐπί τῆς γῆς προὖπτον συρομένην δεινῶς. Ὄντως οὐδέν τοῦ τοιούτου θανάτου δεινότερον, οὐδέ ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἐφάνη ποτέ.

»Καί γάρ μετά τό ἐκπνεῦσαι αὐτόν, τοῖς λίθοις καί τοῖς ξύλοις τό σῶμα νεκρόν ἔτυπτον. Οὐ μόνον γάρ οἱ ἄνδρες, ἀλλά καί γυναῖκες καί παῖδες τάς διατριβάς κελεύσει τοῦ τυράννου καταλείψαντες, μετά τῶν λίθων ἔτρεχον. Ἀλλ’ εἰ καί τις ἀπήντησεν τό θεόθυτον τοῦτο ὁλοκάρπωμα, εἰ τοῦτο λίθοις οὐ προσέκρουσεν, εὐθύνας εἰσεπράττετο, ὡς αὐτοῦ προσφιλής καί τῶν βασιλέων ἐχθρός. Ὡς δέ τόν τοῦ Βοός τόπον οἱ σύροντες κατέλαβον, κάπηλός τις ἰχθύας ἐν τῷ τηγάνῳ κατοπτῶν, ἐπί τῆς δημοσίας ἰδών τόν ἅγιον συρόμενον, καί δόξας αὐτόν ἔτι ζῇν, δαλόν ἐκ τοῦ πυρός δραξάμενος, καί δούς κατά τῆς κεφαλῆς τοῦ ἁγίου, τό ὀπίσθιον μέρος τῆς κάρας, ὅ λέγεται ἡμίκρανον, μερίσας ἀπέρρηξεν, καί διεχέθη ἐπί τῆς γῆς τό λεπτόν  καί ὑλῶδες τοῦ ἐγκεφάλου» (P.G. 100, 1176 B,D).

Ἀπό ὅλα αὐτά πού σᾶς ἀνέφερα, πατέρες, φαίνεται καθαρά ὅτι οἱ Ἅγιοι καί ὁμολογητές τῆς περιόδου αὐτῆς δέν ἐστηρίζοντο οὔτε σέ Συνόδους, οὔτε σέ θεολογικές πραγματεῖες, ἀλλά ἐπειδή εἶχαν ἀγαθή καί μαρτυρική προαίρεσι ὡδηγοῦντο ἀπό τήν χάρι τοῦ ἁγ. Πνεύματος εἰς τό δέον γενέσθαι ἐν καιρῷ αἱρέσεως. Ἀλλά καί οἱ αἱρετικοί εἰκονομάχοι μόνο γιά τούς ἀποτειχισμένους ἐνδιαφέροντο καί μόνο μέ αὐτούς ἀσχολοῦντο. Ἐσεῖς ἀντιθέτως διδάσκετε (ἐννοῶ ὅλοι οἱ ἀντιοικουμενιστές) ὅτι ὁ ἀγῶνας πρέπει νά γίνη μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅτι δέν πρέπει νά βγοῦμε στό περιθώριο, ἐκτός Ἐκκλησίας κλπ., ὡσάν οἱ ἀποτειχισμένοι νά εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας καί ἐντός οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές. Πάντως ὅλοι οἱ ἰσχυρισμοί καί τά ἐπιχειρήματα τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ τῆς μελέτης σας εἶναι ψευδῆ καί ἀνυπόστατα καί ἐπί πλέον ἐγράφησαν μέ τόν σκοπό νά γίνουν τροχοπέδη εἰς ὅσους θέλουν νά ἀκολουθήσουν τήν πατερική ὁδό ἐν καιρῷ αἱρέσεως.

Πρέπει νά ἀναφέρωμε ἀκόμη ὅτι ὄχι μόνο οἱ Πατέρες καί ὁμολογητές τῆς πρώτης περιόδου τῆς εἰκονομαχίας δέν ἐστηρίζοντο σέ πρόσφατες Συνόδους καί σέ θεολογικές πραγματεῖες συγχρόνων τους Πατέρων, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος δέν ἐστηρίχθηκε εἰς αὐτά, οὔτε ἔστω καί ἀκροθιγῶς ἀνεφέρθη. Ἐνῶ δηλαδή πρός κατοχύρωσι τῆς ὀρθοδόξου περί εἰκόνων Παραδόσεως κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου ἀνεγνώσθησαν οἱ διδασκαλίες πλείστων παλαιῶν Ἁγίων, τά παλαιά συναξάρια καί τά θαύματα πού ἀνεφέροντο σέ εἰκόνες, οὐδέν ἀνεφέρθη περί τῶν θεολογικῶν πραγματειῶν τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἤ τῶν γενομένων προσφάτων Συνόδων ὑπέρ τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ἀπεναντίας ἐνῶ, ὅπως ἀνεφέρθη, ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος δέν ἀσχολήθηκε μέ ὅλα αὐτά, ἀσχολήθηκε ἐπισταμένως μέ τήν ἀναίρεσι τῶν θεολογικῶν ἐπιχειρημάτων τῆς εἰκονομαχικῆς Συνόδου τῆς Ἱερείας.

Στήν στ’ συγκεκριμένα πρᾶξι της, οἱ Πατέρες ἐζήτησαν νά ἀναγνωσθοῦν τά πρακτικά τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας. Ἡ αἴτησις αὐτή ἀναφέρεται στά πρακτικά τῶν Συνόδων ὡς ἑξῆς: «Λέων ὁ εὐκλεέστατος ἀσηκρῆτις εἶπεν∙ ἐπίσταται ἡ ἁγία καί μακαρία σύνοδος, ὡς τῇ προλαβούσῃ συνελεύσει ρήσεις διεξήλθομεν τῶν θεηλάτων αἱρετικῶν, τῶν αἰτιασαμένων τήν ἁγίαν καί ἀμώμητον τῶν Χριστιανῶν ἐκκλησίαν ἐπί τῇ ἀναστηλώσει τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Τήμερον δέ μετά χεῖρας ἔχομεν αὐτῶν τῶν χριστιανοκατηγόρων τήν ἔγγραφον βλασφημίαν, ἤγουν τό ἀλλόκοτον καί εὐανάτρεπτον καί αὐτέλεγκτον ὅρον τοῦ ψευδοσυλλόγου ἐν πάσει σκιάδουσαν τῇ δυσφημίᾳ τῶν θεοστυγῶν αἱρετικῶν. Οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί τήν ἔντεχνον καί δραστικωτάτην  αὐτοῦ ἀνατροπήν, ἥν τό πνεῦμα τό ἅγιον παρέσχετο∙  ἔδει γάρ αὐτόν θριαμβευθῆναι σοφαῖς ἀντιρρήσσεσι, καί σπαραχθῆναι ἰσχυραῖς ἀναλύσεσιν. ἥν καί ὑποβάλλομεν πρός τό παριστάμενον. Ἡ ἀξία σύνοδος εἶπεν∙ ἀναγνωσθήτω. Ἰωάννης διάκονος καί σακελλάριος ἀνέγνω» (Πρακτικά τῶν Συνόδων τόμος 3ος, σελ. 325).

Τά πρακτικά τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας, τά ὁποῖα ἀνεγνώσθησαν στήν Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀποτελοῦν ἕξι τόμους καί καταλαμβάνουν ἐνενῆντα (90) στῆλες στόν τρίτο τόμο τῶν πρακτικῶν τῶν Συνόδων. Στόν ἕκτο τόμο λοιπόν ἀνεγνώσθησαν τά ἑξῆς: «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ἀνέγνω. Γερμανοῦ, Γεωργίου καί Μανσούρ (Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός) Τῶν κακοδόξων φρόνημα ὑμεῖς διελύσατε.            Γερμανῷ τῷ ὁμόφρονι αὐτοῦ, καί φαλσευτῇ τῶν πατρικῶν διδασκαλιῶν, ἀνάθεμα, Μανσούρ τῷ κακωνύμῳ καί σαρρακηνόφρονι, ἀνάθεμα, Τῷ εἰκονολάτρῃ καί φαλσογράφῳ Μανσούρ, ἀνάθεμα. Τῷ τοῦ Χριστοῦ ὑβριστῇ καί ἐπιβούλῳ τῆς βασιλείας Μανσούρ, ἀνάθεμα. Τῷ τῆς ἀσεβείας διδασκάλῳ καί παρρερμηνευτῇ τῆς θείας γραφῆς Μανσούρ, ἀνάθεμα. Ἡ τριάς τούς τρεῖς καθεῖλεν τῶν κακοδόξων...» (Πρακτ. τῶν Συνόδων τομ. 3 σελ. 368).

Στήν ζ΄ δέ πρᾶξι τῆς ἐν Νικαίᾳ Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀνεγνώσθη καί ὁ ὅρος τῆς Συνόδου καί τά ἀναθέματα κατά τῶν εἰκονομάχων. Τελικά δέ ἀναφέρεται τό ἑξῆς: «Γερμανοῦ τοῦ ὀρθοδόξου αἰωνία ἡ μνήμη. Ἰωάννου καί Γεωργίου αἰωνία ἡ μνήμη. Τῶν κηρύκων τῆς ἀληθείας αἰωνία ἡ μνήμη.  Ἡ Τριάς τούς τρεῖς ἐδόξασεν» (Πρακτικά Συνόδων τόμος 3ος, σελ. 879).

Αὐτή εἶναι καί ἡ μόνη ἀναφορά τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου στόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, νά διαβασθῆ δηλαδή ὁ ἀναθεματισμός του ἀπό τούς αἱρετικούς καί νά γίνη ἡ ἄρσις αὐτοῦ. Ἡ Σύνοδος, λοιπόν, πρός κατοχύρωσι τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, ἀνεφέρθη σέ διδασκαλίες παλαιῶν Ἁγίων, σέ συναξάρια καί θαύματα καί οὐδόλως σέ σύγχρονους Πατέρες ἤ Συνόδους. Σήμερα βέβαια, γνωρίζουμε τήν συμβολή τοῦ ἁγ. Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ καί ἔχομε καί χρησιμοποιοῦμε τά συγγράμματά του.

Τό ἀξιοθαύμαστο, ἐπίσης, εἶναι ὅτι οὔτε καί οἱ μετανοοῦντες εἰκονομάχοι Ἐπίσκοποι πού προσῆλθαν στή Σύνοδο ἀνέφεραν ὡς δικαιολογία τῆς πλάνης των τήν ὑπακοή των ἤ τήν παραπλάνησί των ἐξ αἰτίας τῆς προσφάτου πολυαρίθμου Συνόδου τῆς Ἱέρειας. Ἀνέφερον εἰς τούς λιβέλλους των ὅτι  ἀπό ἀμάθεια, ἀμέλεια καί νωθρότητα ἔπεσαν στήν πλάνη: «Δέον γάρ ἦν μή ὑστερηκέναι με πρός τήν τῆς ὀρθοδοξίας ὁμολογίαν· ἀλλά τῆς ἄκρας μου ἀμαθίας καί νωθρείας καί ἠμελημένης διανοίας ἐστί τοῦτο. ὅθεν καί μᾶλλον αἰτῶ τήν μακαριότητα ὑμῶν ἐξαιτῆσαι καί παρά Θεοῦ συγχώρησίν μοι παρασχεθῆναι...» (Πρακτ. 3,229).

Ἐπίσης, σέ κάποιες συζητήσεις πού ἔγιναν στή Σύνοδο, γιά νά ἐξακριβωθῆ ἡ προαίρεσίς των καί οἱ αἰτίες τῆς πτώσεώς των, ἀναφέρθηκαν τά ἑξῆς: «Tαράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπε∙ ποῖος λόγος ὑμᾶς ἔστρεψεν εἰς τήν ἀλήθειαν; Ὑπάτιος καί οἱ σύν αὐτῷ ἐπίσκοποι εἶπον∙ τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί πατέρων ἡ διδασκαλία... Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπε. Καί πῶς ἔτι ἔχων ἕως τῶν ὀκτώ ἤ καί δέκα ἐπίσκοπος ἕως τοῦ νῦν οὐκ ἐπείσθης; Λέων ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκ. Ρόδου εἶπεν∙ ἐπειδή ἐχρόνισε τό κακόν, καί ἡ κακή διδασκαλία∙ καί ἐν τῷ χρονίσαι αὐτήν ἐξ ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐπλάνησεν ἡμᾶς καί ἐξέκλινεν ἐκ τῆς ἀληθείας∙ ἀλλ’ ἐλπίζομεν εἰς τόν Θεόν σωθῆναι. Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπε∙ τά χρονιώτερα τῶν παθῶν δυσχερέστερά πως ἐστί πρός τό θεραπεύεσθαι. Οὕτω ψυχή ἐν σκοτομήνῃ αἱρέσεως οὖσα, τό φῶς τῆς ὀρθοδοξίας δυσχερῶς ἐπιγινώσκει. Κωνσταντῖνος ὁ ὁσιώτατος ἐπίσκοπος Κύπρου εἶπεν∙ ἔδει ὑμᾶς ἐπισκόπους ὄντας μή διδασκαλίας δεῖσθαι, ἀλλά διδασκάλους εἶναι ἑτέρων. Λέων ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκ. Ρόδου εἶπεν∙ εἰ μή ἐπέτειναν οἱ ἐν νόμῳ τήν ἁμαρτίαν, οὐκ ἦν χρεία τῆς χάριτος» (Πρακτ. 3,232).

Ἐσεῖς πατέρες, ἀντιθέτως πρός τά γεγονότα γράφετε τά ἑξῆς: «Οἱ δέ Ἅγιοι Πατέρες καί Ὁμολογητές, ὅλος ὁ λαός, ὁ κλῆρος καί οἱ μοναχοί εἶχαν πρό ὀφθαλμῶν τους τίς παραπάνω Συνόδους, καθώς καί τά συγγράμματα τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ὡς ὁδηγό καί γραμμή πλεύσεως στήν ἀποτείχισή τους ἀπό τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους». Προφανῶς ἐπειδή δέν τά στηρίζετε ὅλα αὐτά πού ἀναφέρετε, θέλετε νά δικαιολογήσετε τήν ἀδράνεια καί τόν ἐφησυχασμό τῶν ἀντιοικουμενιστῶν καί μάλιστα νά παρουσιάσετε ὅτι ἔτσι ἔπρατταν οἱ Ἅγιοι. Θά μπορούσατε ἴσως νά τούς δικαιολογήσετε, ἔστω καί ἐπικουρικά, ἐάν –μέσα στήν διαχρονική ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας– μᾶς ἀναφέρατε κάποιο παράδειγμα κατά τό ὁποῖο, ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως, κάποιοι Ἅγιοι δέν ἀπετειχίζοντο, ἀλλά ἀνέμενον ἐν ὑπομονῇ τή συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν, σύμφωνα μέ τή δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Πάντως οἱ Ἅγιοι τῆς πρώτης καί δευτέρας περιόδου τῆς εἰκονομαχίας δέν συμφωνοῦν μέ τούς σημερινούς ἀντιοικουμενιστές, ἀλλά μᾶλλον τούς ἐκθέτουν ἀνεπανόρθωτα, γιά τόν ἐπί πλέον λόγο, ὅτι δηλαδή ὁ Οἰκουμενισμός ὡς αἵρεσις εἶναι πολύ χειρότερη ἀπό τήν εἰκονομαχία, διότι ὁ Οἰκουμενισμός σημαίνει τήν ἰσοπέδωσι τῶν πάντων μέ τελικό σκοπό τήν ἐκκλησιαστική συμπόρευσι μέ τή Ν. Ἐποχή καί τόν Ἀντίχριστο.

Στό τέλος αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου στή σελ. 35 γράφετε τά ἑξῆς: «Οἱ μή ἀποτειχισθέντες ἐπίσκοποι, γιά τούς ὁποίους κάνει ἐκτενῆ λόγο ὁ π. Εὐθύμιος (σελ. 132-137), ὀρθῶς ἐθεωρήθησαν ἔνοχοι καί ὑπόλογοι ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς, διότι δέν ἔλαβαν ὑπ' ὄψιν τους τίς δύο προηγούμενες Συνόδους, τήν Σύνοδο τῆς Συρίας (726) καί τήν Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (769)».

Ἐδῶ μᾶς λέτε, πατέρες, ὅτι τιμωρήθηκαν οἱ Ἐπίσκοποι πού ἀνέχτηκαν τούς εἰκονομάχους, ὄχι γιατί δέν ἀποτειχίστηκαν, ἀλλά γιατί δέν ὑπήκουσαν στίς δύο Συνόδους τοῦ 726 καί τοῦ 769. Εἶναι ὅμως ἄξιον ἀπορίας, πῶς, αὐτή τήν αἰτία πού τούς ἐνοχοποιοῦσε, δέ τούς τήν ἀνέφεραν οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς, ἀλλά τούς ἐπλάνησαν, ἐπειδή τούς ἄφησαν νά νομίζουν ὅτι εἶναι ἔνοχοι,  διότι ἐπλανήθηκαν ἀπό τήν αἵρεσι, διότι ἔδειξαν δειλία, νωθρότητα καί ἀμέλεια καί διότι δέν ἀποτειχίστηκαν ἀμέσως ἀπό τούς αἱρετικούς; Ἀλλά καί οἱ ἴδιοι οἱ μετανοοῦντες Ἐπίσκοποι δέν ἐκατάλαβαν ὅτι ἔτσι, ὅπως τά βλέπετε ἐσεῖς, πατέρες, ἔχουν τά πράγματα, καί ἐνόμισαν ὅτι εἶναι ἔνοχοι γιά ἄλλους λόγους. Καί ἀκόμα, γιατί δέν ἐδικαιολογήθησαν λέγοντες, ὅτι ὑπήκουσαν στὴν πολυάριθμη Σύνοδο τῆς Ἱέρειας;

Τελικά πιστεύω πατέρες, πώς πρέπει νά γίνουν κάποιες διορθώσεις, σύμφωνα μέ τίς ἰδέες σας, στά πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὥστε νά ἀπαλειφθοῦν αὐτά τά λάθη τῶν Πατέρων καί νά τοποθετηθοῦν τά πράγματα στή θέσι των, γιά νά διατηρηθῆ τό ἀλάθητο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Ἀρκοῦμαι εἰς αὐτά στό παρόν κεφάλαιο καί θά σχολιάσω ἐν συνεχείᾳ τό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης, τό ὁποῖο ἐπιγράφεται «Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης».

(Συνεχίζεται)







ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ, ΙΓ΄.




ρκοῦμαι εἰς αὐτά στό παρόν κεφάλαιο καί θά σχολιάσω ἐν συνεχείᾳ τό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης, τό ὁποῖο ἐπιγράφεται «Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης».
Στό κεφάλαιο αὐτό, πατέρες, ἔχετε πέσει σέ πολλές παρανοήσεις καί λανθασμένες τοποθετήσεις, οἱ ὁποῖες ὀφείλονται ἀφ’ ἑνός μέν στίς πάγιες θέσεις σας –οἱ ὁποῖες θέλουν νά ἀποδείξουν ἀληθινή καί πατερική τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος–, ἀφ’ ἑτέρου ὀφείλονται στό ὅτι χρησιμοποιεῖτε ἀμάρτυρες καί ἐσφαλμένες θέσεις συγχρόνων πατέρων, καί ἐσεῖς τίς παρουσιάζετε, ἐπειδή ἁπλῶς σᾶς βολεύει καί ἐξυπηρετεῖ τίς θέσεις σας, χωρίς νά ἐξετάσετε τήν ἐγκυρότητά των καί τό πόσο ἀνταποκρίνονται στήν ἀλήθεια.
Γράφετε συγκεκριμένα στήν ἀρχή τοῦ κεφαλαίου στή σελ. 36 τά ἑξῆς: «Σχετικά μέ τό τί εἶναι αἵρεση ἔχουμε τόν ἐπίσημο ὁρισμό, πού μᾶς δίδει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶναι καταχωρημένος στόν πρῶτο του Κανόνα, πού ὑπάρχει μέσα στό Πηδάλιο (σελ. 587): “Αἱρέσεις μέν (ὀνόμασαν οἱ παλαιοί) τούς παντελῶς ἀπερρηγμένους καί κατ' αὐτήν τήν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους”. Δέν ταυτίζει δηλαδή ἐδῶ ὁ Μέγας Βασίλειος τήν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως μέ τήν ἁμαρτία καί ἀθέτηση κάθε ἄλλης εὐαγγελικῆς ἐντολῆς».
Ἐδῶ, πατέρες, διαστρέφετε ἑρμηνευτικά τούς Ἁγίους· ἀπομονώνετε ἕνα χωρίο καί τό ἑρμηνεύετε, ὅπως σᾶς ἐξυπηρετεῖ καί, τό κυριώτερο, δείχνετε ἄγνοια σέ βασικά σημεῖα τῆς πίστεως, τά ὁποῖα ἔχουν σχέσι μέ τήν αἵρεσι, ἐνῶ συγχρόνως εἶστε ὑπεύθυνοι εἰς τό ἐπί τῶν αἱρέσεων γραφεῖο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς. Ὅταν λοιπόν ὁ ἅγιος ἀναφέρει τήν ἔκφρασι «...καί κατ’ αὐτήν τήν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους» ἐννοεῖ ὅτι, 
ὅταν κάποιοι Ἐπίσκοποι δημοσίως καί συνοδικῶς ἀλλάξουν μία εὐαγγελική ἐντολή, αὐτοί εἶναι ἀλλοτριωμένοι ὡς εἰσάγοντες ἄλλη πίστι καί κηρύττοντες ἄλλο εὐαγγέλιο. Εἶναι δέ καί «ἀπερρηγμένοι» ἀπό τήν Ἐκκλησία, διότι στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἑνότης πίστεως καί ὄχι ἑνότης γύρω ἀπό τόν Ἐπίσκοπο. Δηλαδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι Χριστοκεντρική καί ὄχι Ἐπισκοποκεντρική, ὅπως κηρύττουν οἱ Οἰκουμενιστές.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἡ Ἐκκλησία κατέταξε μεταξύ τῶν αἱρετικῶν π.χ. τούς Νικολαΐτες, διότι ἐκήρυτταν ἀντίθετα στίς περί ἠθικῆς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου· τούς Ναζωραίους, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά τηροῦν πέραν τῶν εὐαγγελικῶν καί τίς διατάξεις τοῦ παλαιοῦ Νόμου· τούς Ἐγκρατίτας, οἱ ὁποῖοι δέν ἐδέχοντο τόν θεσπισθέντα ἀπό τό Εὐαγγέλιο τίμιο γάμο, ἐδίδασκαν πώς ὁ,τιδήποτε εἶναι ἔμψυχο προέρχεται ἀπό τόν Σατανᾶ καί ἦταν ἀπαγορευμένο πρός βρῶσι· τούς Καθαρούς, οἱ ὁποῖοι, ἀντιθέτως πρός τό Εὐαγγέλιο, δέν ἐδέχοντο τούς διγάμους καί τήν μετάνοια· τούς Γνωσιμάχους, οἱ ὁποῖοι ἐδίδασκαν ὅτι δέν χρειάζονται οἱ γνώσεις τῶν Γραφῶν, ἀλλά μόνον τά καλά ἔργα κλπ. Αὐτούς ὅλους τούς καταγράφει μεταξύ τῶν αἱρετικῶν ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός εἰς τό περί αἱρέσεων ἔργο του (ΕΠΕ 2,226 καί ἑξῆς).
Ἄρα λοιπόν, αὐτό πού γράφετε: «Δέν ταυτίζει δηλαδή ἐδῶ ὁ Μέγας Βασίλειος τήν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως μέ τήν ἁμαρτία καί ἀθέτηση κάθε ἄλλης εὐαγγελικῆς ἐντολῆς» εἶναι λάθος, διότι δέν ὁμιλοῦμε γιά τήν ἀθέτησι μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς σέ προσωπικό ἐπίπεδο, ἀλλά σέ ἐκκλησιαστικό καί δή συνοδικό. Δηλαδή, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης διδάσκει ὅτι εἶναι αἵρεσις ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς, πρᾶγμα πού σημαίνει τήν παραθεώρησι, τήν ὑποβάθμισι καί κατά συνέπειαν, την κατάργησι αὐτῆς τῆς ἐντολῆς. Αὐτό συμφωνεῖ καί μέ τόν Μ. Βασίλειο καί μέ τήν 5ην ὑποσημείωσι τοῦ ἁγ. Νικοδήμου στόν Κανόνα αὐτόν πού παρουσιάζετε, ἡ ὁποία ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Δι’ ὅ ὁ Γεώργιος Σχολάριος ἐν τῷ κατά Σιμωνίας, αἱρετικός εἶναι, λέγει κάθε ἕνας ὁποῦ ἤ κατ’ εὐθείαν, ἤ πλαγίως πλανᾶται περί τι τῶν ἄρθρων τῆς πίστεως. Καί οἱ πολιτικοί νόμοι φασίν∙ Αἱρετικός ἐστι, καί τοῖς τῶν αἱρετικῶν ὑπόκειται νόμοιςὁ μικρόν γοῦν τι τῆς ὀρθῆς πίστεως παρεκκλίνων. Καί ὁ Ταράσιος ἐν τῇ α΄ πράξει τῆς ζ΄ Συνόδου λέγει. Τό ἐπί δόγμασιν εἴτε μικροῖς, εἴτε μεγάλοιςἁμαρτάνειν, ταὐτόν ἐστι∙ ἐξ ἀμφοτέρων γάρ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται. Καί ὁ Φώτιος, γράφων πρός τόν Ρώμης Νικόλαον∙ καί γάρ ἐστιν ὄντως τά κοινά πᾶσιν ἅπαντα φυλάττειν ἐπάναγκες, καί πρό γε τῶν ἄλλων τά περί πίστεως. Ἔνθα καί τό παρεκκλῖναι μικρόν, ἁμαρτεῖν ἐστιν ἁμαρτίαν τήν πρός θάνατον» (Ὑποσημ. στόν α΄ Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου).
Ἐδῶ, πατέρες, ἐφαρμόζετε πάλι τήν αἱρετική μέθοδο ἑρμηνείας, ἡ ὁποία ἀπομονώνει ἕνα χωρίο, δίδει αὐθαίρετον ἑρμηνεία καί κυρίως τό κάνει νά ἀντιμάχεται μέ ἄλλα παρόμοια χωρία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων. Ἡ ὀρθόδοξος μέθοδος εἶναι νά φέρωμε τούς Ἁγίους σέ συμφωνία καί ὄχι νά τούς παρουσιάζωμε διαφωνοῦντας καί ἀντιμαχομένους. Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, λοιπόν, μέ τήν διδασκαλία του ἔρχεται σέ πλήρη συμφωνία μέ τήν ἁγ. Γραφή καί εἰδικά μέ τά χωρία Ἰάκωβ. 2,10 καί Ματθ. 5,19 καί μέ τόν Μ. Βασίλειο.
Τό παράδοξο εἶναι ὅτι ὁ ὅσιος Θεόδωρος, γιά νά ἐπισφραγίση τήν διδασκαλία του, δανείζεται τήν διδασκαλία του Μ. Βασιλείου, ἐνῶ ἐσεῖς, πατέρες, παρουσιάζετε τούς Ἁγίους αὐτούς ἀντιμαχομένους. Γράφει ὁ ὅσιος τά ἑξῆς: «Ὅτι δέ ἀμετάβλητοι αἱ ἐντολαί τοῦ Εὐαγγελίου, ἄκουε τοῦ μεγάλου Βασιλείου βοῶντος· τάχα τονῶσαί μου τήν ψυχήν, καί νηπτικωτέραν πρός τό ἐφεξῆς καταστῆσαι ὁ Κύριος ἠβουλήθη, ὡς μή προσέχειν ἀνθρώποις, ἀλλά διά τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καταρτίζεσθαι∙ αἵ οὔτε καιροῖς, οὔτε περιστάσεσιν ἀνθρωπίνων πραγμάτων συμμεταβάλλονται, ἀλλ' αὐταί διαμένουσιν· ὡς προήχθησαν ἀπό τοῦ ἀψευδοῦς καί μακαρίου στόματος, οὕτω διαιωνίζουσαι. Οἱ δέ δι' ἐναντίας κηρύξαντες τήν μοιχοζευξίαν οἰκονομίαν σωτήριον, τί ἄλλο ἤ τρεπτάς τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ ἀπεφήναντο; πῆ μέν μεταβαλλομένας, πῆ δέ οὐ μεταβαλλομένας, ἀλλ' ἐνεργούσας ἀτρέπτως· καιροῖς δέ τισι καί περιστάσεσιν ἀνθρωπίναις, ὥσπερ ἔφασαν αὐτοί περί τῶν κρατούντων, μεταβαλλομένας, καί μή εἰς ἀνομίαν λογιζομένας, ἀλλά γάρ καί τοσοῦτον ἰσχύν ἐχούσας, ὡς καί τούς μή προσιεμένους αὐτάς, ἤγουν τάς παραβάσεις τάς, ὥς φασιν, οἰκονομίας τῶν ἁγίων ἀναθεματισμένους παρά τῇ Ἐκκλησίᾳ εἶναι;
»Συνῆκται οὖν ἐντεῦθεν οὐδέν ἕτερον, ἤ τό τόν Θεόν τρεπτόν εἶναι καί ἀλλοιωτόν· ὁμοιουμένου τοῦ λέγοντος τῷ οἰκείῳ λόγῳ, τό τε Εὐαγγέλιον ἀόριστον πρός τε σωτηρίαν καί ἀπώλειαν... Χαλεπωτάτη οὖν αἵρεσις αὕτηκαί τό τοῦ μακαριωτάτου Ἀποστόλου ἔστιν ἐνταῦθα λέγειν· Θαυμάζω ὅτι οὕτως ταχέως μετατίθεσθε ἀπό τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον Εὐαγγέλιον ὅ οὐκ ἔστιν ἄλλο· εἰ μή τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς· καί ἐθέλοντες μεταστρέψαι τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς αὐτοί ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ ὑμῖν εὐαγγελίζηται παρ' ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Ρ.G. 99, 1076D, Φατ. 48, 135).
Ὁ ἅγ. Βασίλειος λοιπόν ταυτίζει, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρος, τήν δημοσία καί συνοδική ἀθέτησι μιᾶς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς μέ τήν αἵρεσι καί, ἄρα, αὐτά πού γράφετε, πατέρες, ὅτι δηλαδή δέν τά ταυτίζει, εἶναι ψευδῆ.
Παραδόξως, καί ἐδῶ ταυτίζεσθε μέ τήν διδασκαλία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία στήν οὐσία δέν εἰσάγει τίποτε ἄλλο, παρά τήν δημοσία καί συνοδική ἀθέτησι τῶν εὐαγγελικῶν ἐκείνων ἐντολῶν, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στούς αἱρετικούς καί στίς διδαχές των, καθώς καί στήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτούς.
Ἀπορῶ λοιπόν πατέρες, πῶς ἐχαρακτηρίσατε τόν Οἰκουμενισμό ὡς «παναίρεσι», τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ἰσχυρίζεσθε ὅτι ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς δέν εἶναι αἵρεσις. Ἐδῶ προφανῶς δέν φέρετε σέ ἀντίθεσι μόνον τούς Ἁγίους, ἀλλά ἔρχεσθε σέ ἀντίθεσι μέ αὐτά τά ὁποῖα ἀνωτέρω γράφετε. Ἄν δηλαδή, ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς δέν εἶναι αἵρεσις, τότε καί ὁ Οἰκουμενισμός ὄχι μόνο δέν εἶναι παναίρεσι, ἀλλά δέν θά ἔπρεπε οὔτε κἄν αἵρεσι νά τήν χαρακτηρίσετε· ἁπλῶς οἱ Οἰκουμενιστές εἶναι παραβάτες κάποιων ἱερῶν Κανόνων, ὅπως συμβαίνει πολλές φορές μέ ὅλους μαςἘκεῖ ὁδηγεῖ ἡ λογική σας!
Πρέπει νομίζω, πατέρες, αὐτά νά τά ξεκαθαρίσετε μέσα σας, ὥστε καί τούς Ἁγίους νά μήν φέρετε σέ ἀντίθεσι, καί νά εἶστε συνεπεῖς σέ αὐτά πού διδάσκετε, καί νά μήν τά ἀλλάζετε ἀναλόγως τῶν περιστάσεων.
Ἐν συνεχείᾳ γράφετε τά ἑξῆς: «Τήν ἴδια διάκρισι μεταξύ ἁμαρτίας τῆς αἱρέσεως καί ἄλλης φύσεως ἁμαρτημάτων βλέπουμε νά κάνουν καί οἱ Κανόνες 13ος, 14ος καί 15ος τῆς ΑΒ', γιά τούς ὁποίους ἔγινε ἤδη λόγος προηγουμένως».
Ἐδῶ πάλι, πατέρες, ἀλλάζετε τήν διδασκαλία σας καί ἀναφέρετε ὅτι ὑπάρχει διάκρισις μεταξύ οἱασδήποτε ἁμαρτίας καί τῆς αἱρέσεως, ἐνῶ μέ ὅλες τίς προηγούμενες θεωρίες σας, τήν αἵρεσι τήν ἐταυτίζατε μέ τίς ἄλλες ἁμαρτίες τοῦ Ἐπισκόπου, τήν δέ ἀντιμετώπισι τοῦ πρώτου μέρους τοῦ 15ου ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί τῶν δύο προηγουμένων, τήν ἀναφέρατε ὡς ἀντιμετώπισι τῶν αἱρετικῶν, δηλαδή γιά τό δεύτερο μέρος τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος. Τώρα προφανῶς, ἐπειδή θέλετε νά ἀποδείξετε ὅτι ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μιᾶς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς δέν εἶναι αἵρεσι, ἀλλάζετε στάσι καί ἀθετεῖτε ὅσα ἀναφέρατε προηγουμένως. Καί ἐνῶ τώρα, εἰς τό θέμα τῆς διακρίσεως τῆς κάθε ἁμαρτίας ἀπό τήν αἵρεσι ἔχετε ὀρθόδοξο θέσι, πέφτετε συγχρόνως σέ ἄλλο βαθύτερο γκρεμό, ἐπειδή, αὐτήν τήν ὀρθόδοξο θέσι, τήν χρησιμοποιεῖτε προχείρως καί χωρίς κατ’ οὐσίαν νά τήν πιστεύετε, γιά νά ἀποδείξετε ὅτι ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς δέν εἶναι αἵρεσι.
Δέν δύνασθε ἐδῶ νά κατανοήσετε βασικά καί ἁπλά πράγματα, ὅτι δηλαδή, ἄν δέν εἶναι αἵρεσις ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς, τότε πολύ περισσότερο δέν εἶναι αἵρεσις ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις κάποιων ἱερῶν Κανόνων. Διότι οἱ ἱεροί Κανόνες δέν εἶναι ἀνώτεροι ἀπό τήν ἁγ. Γραφή, ἀλλά ἐτέθησαν καί ἐθεσπίσθηκαν πρός περιφρούρησί της.
Ἀμέσως ἐν συνεχείᾳ γράφετε τά ἑξῆς: «Αὐτή ἡ διάκρισις, πού ἔχει ἀποτυπωθεῖ στούς παραπάνω Κανόνες, ἀποτελεῖ καί τήν ἐπίσημη θέση τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ἡ γνώμη ἑνός μεμονωμένου Ἁγίου, τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου».
Εἶναι ἄξιον ἀπορίας, πατέρες, πῶς κατορθώσατε νά παρουσιάσετε τούς Ἁγίους ἀντιμαχομένους καί μεταξύ των καί μέ τούς ἱερούς Κανόνες, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ἐσεῖς εἶστε οἱ ἀντιμαχόμενοι καί διαφωνοῦντες καί μέ τούς Ἁγίους καί μέ τούς ἱερούς Κανόνες. Ἐσεῖς δηλαδή, δέν δέχεσθε ὅτι ἡ ἀντιμετώπισις τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν εἶναι τελείως διαφορετικά ἀπό τήν ἀντιμετώπισι οἱασδήποτε ἄλλης ἁμαρτίας· ἐσεῖς δέν δέχεσθε ὅτι ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις κάποιας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς εἶναι αἵρεσις· ἐσεῖς δέν δέχεσθε τήν ἴδια τήν ἀποτείχισι πρό συνοδικῆς κρίσεως σύμφωνα μέ τόν Κανόνα, ἀλλά ἀπαιτεῖτε συνοδική καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ πρό τῆς ἀποτειχίσεως· ἐσεῖς χρησιμοποιεῖτε αἱρετικές μεθόδους ἑρμηνείας, ὥστε νά παρουσιάζετε τούς Ἁγίους ἀντιμαχομένους καί γι’ αὐτό καταλήγετε πάντα σ’ αὐτό πού γράφετε τώρα: «...καί ὄχι ἡ γνώμη ἑνός μεμονωμένου Ἁγίου τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου». Δηλαδή, ὁ,τιδήποτε δέν συμφωνεῖ μέ τίς θεωρίες σας, καί εἰδικά μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, τό ἀπομονώνετε καί τό παρουσιάζετε ὡς «γνώμη ἑνός μεμονωμένου Ἁγίου».
Τό ἴδιο ἐπράξατε καί ὅταν ἀναφερθήκατε στόν ἅγ. Ἀθανάσιο, ἐπειδή καί αὐτός δέν συμφωνοῦσε μέ τίς θεωρίες σας. Τό ἴδιο ἐπράξατε καί μέ τούς Κωνσταντινουπολίτες ἐπί Νεστορίου, ἐπειδή καί αὐτοί δέν ἦσαν σύμφωνοι μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Ὅ,τι δηλαδή, δέν κατορθώνετε νά διαστρέψετε, νά ἀκρωτηριάσετε καί νά τό παρουσιάσετε σύμφωνο μέ τίς θεωρίες σας, αὐτό ἤ τό προσπερνᾶτε ἀσχολίαστο, πρᾶγμα εὐκολώτερο καί ἀνώδυνο, ἤ τό ἀπομονώνετε σάν κάτι ἐκτός Παραδόσεως καί ἐφάμαρτο πού ἔγινε ἀπό ὑπερβάλοντα ζῆλο «οὐ κατ’ ἐπίγνωσι».
Ἡ διδασκαλία λοιπόν τῆς ἁγ. Γραφῆς, τῶν ἱερῶν Κανόνων καί ὅλων τῶν Ἁγίων ἀνεξαιρέτως εἶναι μία καί ἡ αὐτή: ὅτι δηλαδή, ἀποτειχιζόμεθα ἀμέσως ἀπό κάθε Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος δημοσίως καί συνοδικῶς κηρύττει μία αἵρεσι ἤ δημοσίως καί συνοδικῶς ἀθετεῖ μία εὐαγγελική ἐντολή, πρᾶγμα τό ὁποῖο πάλι εἶναι αἵρεσις. Ἄρα, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, χρησιμοποιώντας τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, δέν διδάσκει κάτι καινούριο, ἀλλά σαφῶς τή διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων.
Ἐν συνεχείᾳ, προκειμένου νά ἀπομονώσετε τήν ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καί νά τήν παρουσιάσετε ὡς κάτι ἐκτός Παραδόσεως, γράφετε τά ἑξῆς: «Σ’ αὐτήν τήν ἀντίληψιν τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου περί αἱρέσεως ὀφείλεται καί ἡ ὀξύτατη ἀντίδρασή του στόν παράνομο γάμο τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ ΣΤ' μέ τήν συγγενῆ τοῦ Ὁσίου Θεοδότη, τόν ὁποῖο ὅμως (γάμο) ἐδέχθη κατ' οἰκονομίαν ὁ Ἅγιος καί Ὁμολογητής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος, τόν ὁποῖο ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἀποκαλοῦσε «μοιχειανό» γιά ἕνα διάστημα».
Ὥστε λοιπόν, ἡ ἀντίληψις τοῦ ὁσ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου περί αἱρέσεως εἶναι λανθασμένη καί ἡ δική σας, μαζί μέ κάποιους νεο-πατέρες, εἶναι ὀρθή. Νομίζω ὅτι, ἤ θά πρέπει νά ἐγκαταλείψετε αὐτές τίς θεωρίες σας, ἤ θά πρέπει νά ἐγκαταλείψετε τό περί αἱρέσεων γραφεῖο τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς.
Κατ’ ἀρχάς, πατέρες, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δέν ἦταν ὁ μόνος ἀποτειχισθείς, ἀλλά ὑπῆρχε μαζί του καί πλῆθος ἄλλο ἁγίων Πατέρων, ὅπως ὁ ὅσιος Πλάτων, ὁ ἅγιος Ἰωσήφ –ὁ κατόπιν ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, οἱ μοναχοί τῆς μονῆς τοῦ Στουδίου, μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι καί ἑορταζόμενοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ ὅσιος Νικόλαος ὁ ὁμολογητής, ὁ ὅσιος Θαδδαῖος, ὁ ὅσιος Ναυκράτιος κ.ἄ., πολλοί μοναχοί καί ἡγούμενοι, Ἀρχιερεῖς καί λαϊκοί. Τώρα, ἄν ὅλοι αὐτοί ἐπλανήθηκαν καί δέν ἐγνώριζαν τί σημαίνει αἵρεσις, ἀλλά πατέρες, τό γνωρίζετε ἐσεῖς καλύτερα ἀπό αὐτούς, ἄς τό κρίνετε μόνοι σας καί ὅσοι φυσικά μελετήσουν τά γραφόμενά σας.
Ἔπειτα, δείχνετε –ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα– ἄγνοια γιά τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο ἀποτειχίσθηκε ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί ὅλοι οἱ ἄλλοι Πατέρες, κληρικοί καί λαϊκοί. Διότι ὁ ὅσιος καί οἱ λοιποί Πατέρες δέν ἀποτειχίσθηκαν γιά τόν παράνομο αὐτόν γάμο τοῦ αὐτοκράτορος, ἀλλά γιά τό ὅτι αὐτή ἡ παρανομία διαδόθηκε ταχύτατα σέ πολλούς ἀξιωματούχους καί μή, εἰς τρόπον ὥστε, ἔχοντες αὐτό τό παράδειγμα, τό ὁποῖο εὐλόγησε ἡ Ἐκκλησία, ἐγκατέλειπον τίς νόμιμες γυναῖκες των καί ἔπαιρναν ἄλλες.
Νά, πῶς μᾶς τά μεταφέρει τά γεγονότα αὐτά ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου: «Ὁ μέν γάρ θεῖος πατριάρχης Ταράσιος τό τοιοῦτον ἀπευδοκῶν συνοικέσιον, τήν εἰς αὐτούς στεφανικήν ἀποστρέφεται χειροθεσίαν, τῷ παρανόμῳ τῆς μίξεως οὐ συναινῶν ἐνεργήματι· ψυχαῖς γάρ βεβήλοις ἀσυναφής ὁ Χριστός, ὥς πού τις ἔφη τῶν πρό ἡμῶν ἁγίων· Ἰωσήφ δέ τις πρεσβύτερος καί οἰκονόμος τυγχάνων τῆς αὐτῆς ἁγιωτάτης Μεγάλης Ἐκκλησίας, τῶν μοιχωμένων τε συνήθης ὤν, ἀναδέχεται τολμηρῶς τό ἐγχείρημα καί στεφανοῖ τούς ἀθέσμους, ἔξω θεσμῶν ἀποσκιρτήσας θείων καί ἀνθρωπίνων· καί γίνεται προβολή τοῦ τοιούτου κακοῦ οὐ μόνον ἐπί τῆς βασιλευούσης, ἀλλά καί ἐπί ταῖς ἐξωτάτω χώραις· οὕτω γάρ ὁ τῆς Λογγοβαρδίας ρήξ, οὕτως ὁ τῆς Γοτθίας, οὕτως ὁ τῆς Βοσπόρου τοπάρχης, τῇ λύσει ταύτης τῆς ἐντολῆς ἐπερειδόμενοι, μοιχικαῖς ὀρέξεσι καί ἀκράτοις ἐπιθυμίαις ἑαυτούς περιέπειραν, τήν τοῦ Βασιλέως Ρωμαίων πρᾶξιν εὐπροφάσιστον ἔχοντες ἀπολογίαν, ὡς ἐκείνου μέν τῷ αὐτῷ περιπεσόντος, ἀποδεδεγμένου δέ παρά τε τοῦ πατριάρχου καί τῶν σύν αὐτῷ ἀρχιερέων.
»Ταῦτα οὖν τά παράνομα διαγνούς ὁ κατά Χριστόν Ἰησοῦν χαρακτηριζόμενος ἄνθρωπος, καί πᾶσαν ὡς δυνατόν ἑκάστοτε δικαιοσύνην προφανῶς ἀποπληρῶν, τοῦ τε ὁμοφύλου γένους πατρικοῖς προμηθούμενος σπλάγχνοις, ἠνιᾶτο, ἐδυσφόρει καθ' ἑαυτόν, τήν ἁπάντων ὁμοῦ ἀπωδύρετο ἀπώλειαν τῶν τε νῦν καί τῶν μετά ταῦτα· ἐδεδίει γάρ εἰκότως μή πως εἰς νόμον τοῖς ἀνοήτοις ἡ τοῦ κρατοῦντος ἀλογιστία παραδεχθεῖσα, ἀνίατον παραπέμψῃ ταῖς ὕστερον γενεαῖς τό πρακτέον· διά τοι τοῦτο οὐ παρασιωπᾷ τοῦ μή ἐλέγξαι τό πῆμα, ἀλλ' ἀπορρήγνυσιν ἑαυτόν σύν τῷ ἰδίῳ πατρί τῆς ἐκείνων εὐθύς κοινωνίας. Ἀκουστή δέ γίνεται ἡ κατά Θεόν αὐτῶν τῆς μοιχείας ἀποστροφή εἰς τά τοῦ βασιλέως ὦτα· ὁ δέ πρῶτα μέν ἐπιεικεύεται οὐκ ἀγανακτῶν πρός τό κακόφημον· καί δι' ἑτέρων τοῦτο μαθών καί ὑπ' αὐτῆς τῆς μοιχαλίδος, τρόπον τινά κατεπτηχώς τήν τῶν μακαρίων διάζευξιν, ὡς τό ἀσύγκριτον ἐχόντων καί περίβλεπτον ἐν τῇ τῶν μοναχῶν πολιτείᾳ» (P.G. 99, 252C).
Ὁ δεύτερος βιογράφος του ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὁ οὖν πατριάρχης Ταράσιος οὔτε τήν χειροθεσίαν ἀνετέλει, οὔθ’ ὅλως συνευδόκει τῷ γινομένῳ. Πῶς γάρ, ἀνοσίαν εἰδών τήν σύναψιν, καί τοῖς ἱεροῖς κανόσιν ἀπώμοτον. Πρεσβύτερος δέ τις ᾧ Ἰωσήφ ὄνομα, ὅς καί οἰκονόμος τῆς Ἐκκλησίας ἐτύγχανε, μεῖζον ἑαυτοῦ φρονήσας, καί τῶν θείων ὑπερφρονήσας, γίνεται, ὡς μή ὤφελε, τοῦ ἀθέσμου γάμου καί προσαγωγός καί τελειωτής, καί τῆς συζυγίας συναρμοστής, τά πάντα τῷ βασιλεῖ δουλωθείς, ὁ καί τήν πίστιν δοῦλος καί τήν προαίρεσιν, εἰ καί τάχα οὐκ εἰς μακράν τῆς ἑαυτοῦ ἀβουλίας ἐπῄσθετο, τῶν ἱερῶν ἀπωθείς περιβόλων, δι’ ἅ παραβολώτερον ἔδρασεν. Ἦν οὖν ἐξ ἐκείνου οὐ μόνον ἐν τῇ βασιλευούσῃ, ἀλλά κἄν ταῖς ἄλλαις πόλεσι, κἄν ταῖς πορρωτέρω δέ χώραις, ὁδός πρός τά χείρονα τό πραχθέν∙ οὕτως ὁ Βοσπόρου, οὕτως ὁ Γότθος, οὕτως οἱ λοιποί τῶν ἐπαρχιῶν ἡγεμόνες, καί οἱ ἄλλως ταῖς πόλεσιν ἐφεστῶτες, ἀδεῶς τό ἀνόσιον ἔπραττον, τάς μέν τῶν ὁμοζύγων ἐκβάλλοντες, τάς δέ ἀντεισάγοντες, καί συνηγορίαν τῶν οἰκεῖων παθῶν τόν πρώτως δράσαντα προβαλλόμενοι.
»Ταῦτα ὁ μέγας διαμαθών Θεόδωρος, καί περιαλγής τήν ψυχήν γεγονώς, ἔστενε βαρέα καί ἠνιᾶτο, καί τούς πράττοντας κατῳκτίζετο, κακῷ τοσούτῳ καί τοσούτους περιπαρέντας∙ δεδιώς μάλιστα καί περί τῶν λοιπῶν μή καί ἐς πάντας ἀφίκηται τό δεινόν, καί νόμος ἄντικρυς τό ἄθεσμον γένηται, τῶ κράτει δήπουθεν βοηθούμενον. Ὅθεν καί πάντα λογισμόν κινήσας, καί ὡς ἐνῆν περί τήν ἐποχήν τοῦ κακοῦ διασκοπήσας, πρᾶγμα ποιεῖ τῆς ἑαυτοῦ εὐγενείας ἐπάξιον. Ἀποκηρύττει τόν παρανομήσαντα βασιλέα, πάντων ὁρώντων, καί στηλιτεύει αὐτόν τε καί πρᾶξιν αὐτοῦ, πᾶσιν αὐτόν τοῖς μονάζουσι θέμενος ἔκπτωτον. Οὗ καί φημισθέντος πρός πάντας, κατήκοος τοῦ γενομένου καί αὐτός γίνεται βασιλεύς∙ ὅς καίτοι τῷ θυμῷ χαλεπήνας, ὅμως γοῦν ἐπιεικείας τι πλάσμα ἐν ἑαυτῷ ὑποκρίνεται, καθυφέσθαι πως δόξας ἐπί βραχύ. Ἄλλως τε καί τόν ὅσιον ὀρρωδήσας τό πρωτεῖον κατά πάντων ἔχοντα, οὐκ ἤθελεν ἅμα τήν ὅλην ἐκφῆναι θρασύτητα∙ κολακικῶς δέ μᾶλλον αὐτόν μετελεύσεσθαι, εἴ πως ἑαυτῷ λάβοι ἐπικλινῇ∙ ῥαδίως γάρ ἄν οὕτω καί τούς λοιπούς ἕλοιτο, εἰ μόνον τούτου κρατήσειε∙ κακοήθως τοῦτο ὑποτοπήσας, καί λίαν περιττῶς» (P.G. 99,137A).
 Ἐδῶ, ἐκτός ἀπό τόν λόγο τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Πατέρων πού προανέφερα, βλέπουμε πώς καί οἱ δύο βιογράφοι ἀναφέρουν ὅτι ὁ Πατριάρχης Ταράσιος ἦτο ἀντίθετος μέ τή μοιχεία τοῦ αὐτοκράτορος καί δι’ αὐτό δέν ἐτέλεσε καί τό γάμο, ὅπως ἦτο συνήθεια νά γίνεται στούς βασιλεῖς. Κατ’ οὐσίαν δέ, συμφωνοῦσε μέ τούς Πατέρες πού ἀποτειχίσθηκαν, ἁπλῶς, λόγῳ τῆς θέσεώς του καί προκειμένου νά μήν ἐξάψη τόν θυμό τοῦ βασιλέως ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ἐτήρησε κατ’ οἰκονομίαν αὐτήν τήν στάσι.
Οἱ βιογράφοι ὅμως, μᾶς διηγοῦνται καί τά ἀποτελέσματα τῆς ἀποτειχίσεως ὡς ἑξῆς: «...Ἀλλ' οἷον καί ὅσον κατόρθωμα τῇ οἰκουμένῃ πάσῃ ὁ τοῦ θεοφόρου Πατρός ἡμῶν ἐκτετέλεκεν ἄεθλος, ἔξεστιν εὐθύς συνιδεῖν· οἱ γάρ ἐν τοῖς κλίμασι τῆς κατά Χερσῶνα καί Βόσπορον παροικίας ἐπίσκοποι καί πρεσβύτεροι, πρός δέ καί τῶν μοναστῶν οἱ θεοειδέστεροι, τήν τοῦ θείου Πατρός ἡμῶν ἐπακούσαντες πρᾶξιν, καί συνηγοροῦσαν εὐρηκότες τοῖς θείοις Εὐαγγελίοις, ζηλοῦσιν ἐν καλῷ τήν αὐτοῦ παρρησίαν· ὡς πληροῦσθαι κἀνθάδε τό, Ὁ ζῆλος ὑμῶν ἠρέθισε τούς πλείονας εἰς τό ἀγαθόν· καί παραυτά μέν ἀπρόσδεκτα τίθενται τά προσφερόμενα δῶρα τῶν τά αὐτά τῷ νεωτέρῳ Κωνσταντίνῳ πραξαμένων ταῖς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαις· ἀφορίζουσι δ' αὐτούς καί τῶν σεπτῶν καί ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων· λέγουσι καί αὐτοί συνῳδά τῷ ἱερόφρονι Θεοδώρῳ πρός τούς φαυλίσαντας τήν Χριστιανικωτάτην παράδοσιν· Οὐκ ἔξεστιν ὑμῖν ἔχειν γυναῖκας παρά τούς τεθέντας Χριστόθεν νόμους· τέλος ἀπελαύνονται καί αὐτοί τῶν ἰδίων ἐκκλησιῶν καί κατασκηνώσεων· καί τἄλλα δέ πάσχουσιν, ὅσα τοῖς δρῶσίν ἐστιν καταθύμια· θυμοῦ στρατηγοῦντος μάλιστα τοῦ δεινοῦ ὁπλίτου καί χειρός βιαίας ἐπιτιθεμένης. Ἐκ δέ τούτου φόβος ἐπιπίπτει καθ’ ὅλην μικροῦ τήν ὑπό τῶν Ρωμαίων ἀρχήν ἐπί τούς τά τοιαῦτα πράσσοντας· καί γίνεται τοῖς ἀκολασταίνουσι κημός ὁ τῶν εὐσεβῶν διωγμός, καί ἀναστέλλεται ταύτῃ τοι ἡ τοῦ κακοῦ τοῦδε φορά, τοῦ μή πρόσω προβαίνειν· τά γάρ ἀνεπίπληκτα τῶν παθῶν ἕρπει μέν ἀεί πρός τό αἴσχιον ὡς ἔχις· καταδράττεται δέ καρδίας καί νοῦ, καί εἰς ὄλισθον ἄγει παντελῆ τόν ἁλόντα· ὅπερ ἵνα μή γένηται, ἐν τοῖς προειρημένοις ἀθληταῖς ἡ χάρις τοῦ παναγίου ἐκλάμψασα Πνεύματος, ἤλεγξεν ἀναφανδόν τῆς παρανομίας τό ἔργον»(253D, 256 Α,Β).
Ἐδῶ ἀναφέρουν οἱ βιογράφοι ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ Πρεσβύτεροι ἀκολούθησαν τό παράδειγμα τοῦ ὁσίου, ὄχι τυφλά, ἀλλά ἐπειδή διεπίστωσαν ὅτι ἦτο ἀπολύτως σύμφωνο μέ τήν ἁγ. Γραφή· ἀφώρισαν δέ ὅσους στήν περιοχή των ἔπραξαν τό ἴδιο κατά μίμησι τοῦ βασιλέως, μέ ἀποτέλεσμα καί αὐτοί νά ἐξορισθοῦν. Ἡ πρᾶξις αὐτή τῶν Πατέρων ἔγινε χαλινός καί φραγμός στούς παρανομούντας, διότι διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἐπετεύχθη ὁ ἔλεγχος τοῦ κακοῦ, ἐνῶ διά τῆς οἰκονομίας τό κακό ὑπέβοσκε καί διεδίδετο ταχύτατα.
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι οἱ βιογράφοι ἀναφέρουν ὅτι προκειμένου νά σταματήση τό κακό «ἐν τοῖς προειρημένοις ἀθληταῖς ἡ χάρις τοῦ παναγίου ἐκλάμψασα Πνεύματος, ἤλεγχεν ἀναφανδόν τῆς παρανομίας τό ἔργον». Δηλαδή ἡ ἀποτείχισις αὐτή ἔγινε ἀπό τούς Πατέρες μέ τόν φωτισμό τοῦ ἁγ. Πνεύματος, προκειμένου νά σταματήση τό κακό.
Ὁ ἀντίκτυπος τοῦ γεγονότος αὐτοῦ τῆς ἀποτειχίσεως εἰς τόν λαό ἦταν ὁ ἑξῆς: «καί οὕτῳ μᾶλλον ὁ μέγας Θεόδωρος διαβοητότερος καθίσταται, μιμητής τοῦ Προδρόμου δεικνύμενος, καί Ἠλιοῦ τοῦ Θεσβίτου, οὐ μόνον ἐν τοῖς περιοίκοις, ἀλλά καί πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης∙ ἐν γάρ τῇ Θεσσαλονικέων τόν ἅπαντα χρόνον τῆς Κωνσταντίνου βασιλείας περιφρουρούμενος πόλει, εἰς τάς ἐξωτάτω χώρας τά τῶν ἰδίων κατορθωμάτων ἀπέπεμπε προτερήματα. Γεγράφηκε δέ καί τῷ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης δι’ οἰκείων αὐτοῦ μαθητῶν δῆλα ταῦτα καταστησάμενος∙ καί ἀπεδέχθη παρ’ αὐτοῦ μεγάλως, ὡς μή ὑποστειλάμενος ἀναγγεῖλαι τά φίλα Θεῷ∙ παρ’ οὗ καί ἀντίγραφα ἐδέξατο καταγεραίροντα αὐτοῦ τήν ὑπέρ τοῦ καλοῦ ἐνστασίν τε καί ἄθλησιν, ὡς ἐξισουμένην τῇ τοῦ θείου Προδρόμου ἀξιοπρεπῶς παρρησία»(P.G. 99, 256B).
Γιά σκεφθεῖτε, πατέρες, πόσο ἐπλανήθησαν ὅλοι τότε ἀπό τήν ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου, ὥστε ἀπό τόν τελευταῖο χριστιανό μέχρι τόν Πάπα τῆς Ρώμης νά ἐξυψώσουν τό ὅσιο τόσο, ὥστε νά τόν ὀνομάσουν μιμητή τοῦ Προδρόμου καί τοῦ προφήτου Ἠλία! Εὐτυχῶς πού σήμερα, ἐσεῖς ἐβάλατε τά πράγματα στή θέσι των, μέ τό νά ὀνομάσετε τήν ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου καί τῶν Πατέρων «Στουδιτικά σχίσματα», μέ τό νά θεωρήσετε τόν ὅσιο καί τούς Πατέρες ἀποσχισμένους ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέ τό νά δικαιώσετε τούς ἰσχυρούς καί τήν ἐξουσία ποὺ ἐτήρησαν τήν ὁδό τῆς οἰκονομίας, ἡ ὁποία βεβαίως μπορεῖ κατά τήν γνώμη σας νά συμβιβασθῆ μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἐνῶ αὐτή –τῆς ἀκριβείας τῶν Πατέρων– σᾶς κάθεται, κατά τό δή λεγόμενο, κυριολεκτικῶς στό στομάχι καί βεβαίως (πέραν αὐτοῦ) μέ τό να ἁλιεύετε κάποια λογίδρια, τά ὁποῖα προβάλλετε, ἀποσιωπώντας ὅλη τήν ἄλλη βιβλιογραφία καί βιογραφία, ἡ ὁποία δέν σᾶς συμφέρει.
Στό κείμενο τῆς κριτικῆς μελέτης σας, πού προανέφερα, πατέρες, ἔχετε καί πολλές ἀνακρίβειες. Γράφετε συγκεκριμένα «...τόν ὁποῖο ὅμως (γάμο) ἐδέχθη κατ’ οἰκονομίαν ὁ ἅγιος καί ὁμολογητής Πατριάρχης Νικηφόρος». Ὁ ἅγ. Νικηφόρος δέν ἐδέχθη φυσικά τόν γάμο αὐτόν, διότι, ὅταν ἔγινε Πατριάρχης, εἶχε πεθάνει ὁ Κων/νος ὁ Στ΄, ἀλλά ἐδέχθη κατ’ οἰκονομίαν νά ἀποκαταστήση, κατόπιν πιέσεως τοῦ αὐτοκράτορος, τόν ἱερέα Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἦτο καθηρημένος ἐπί ἁγ. Ταρασίου, ἐπειδή ἐτέλεσε αὐτόν τόν γάμο.
Ἐπίσης ἀναφέρετε κατωτέρω: «τόν ὁποῖο (Νικηφόρο) ὁ ὅσιος Θεόδωρος ἀποκαλοῦσε μοιχειανό γιά ἕνα διάστημα».
Μελετώντας, πατέρες, ἐπί χρόνια τον Ἅγιο, δέν διεπίστωσα κάτι τέτοιο, ὅτι δηλαδή ὁ ὅσιος ἀποκαλοῦσε τόν ἅγ. Νικηφόρο μοιχειανό. Στίς δύο μάλιστα ἐπιστολές πού διασώζονται καί ἀπέστειλε ὁ ὅσιος πρός τόν ἅγ. Νικηφόρο, τοῦ ὁμιλεῖ μέ πολλή ταπείνωσι, ἐκφράζεται μέ βαθύτατο σεβασμό καί ἐκτίμησι, τόν παρακαλεῖ νά ἐμποδίση τόν Ἰωσήφ ἀπό τήν ἱερωσύνη, τόν προειδοποιεῖ ὅτι, ἄν δέν γίνη αὐτό, θά δημιουργηθῆ στήν Ἐκκλησία «μέγα σχίσμα» κλπ.
Ἐπίσης, ὅταν μετά τίς πιέσεις τοῦ βασιλέως ἀποκατεστάθη ὁ Ἰωσήφ εἰς τήν ἱερωσύνη ἀπό τόν ἅγ. Νικηφόρο, ὁ ὅσιος ἀποτειχίσθηκε διά δευτέραν φορά. Ἐδῶ ὁ βιογράφος σημειώνει τά ἑξῆς: «Τούτοις ὁ Πατήρ καί γνώμης ὅπως εἶχε καί λογισμοῦ διαρρήδην ἐμφήνας, ἀποδιίσταται, ὡς ἔφημεν, συνόλως αὐτῶν, μηδενός τό παράπαν πεφροντικώς, μή βασιλέως τά δεινά ποιήσειν αὐτόν ἀπειλοῦντος, μή τῶν ἐκείνου συμφρόνων, μυρίαν αὐτῷ τήν βίαν ἐπαγόντων, μή τῶν ἄλλων τῇ ἀρχῇ συμπραττόντων, ἱερέων τε καί λοιπῶν τῶν ἐν τέλει. Μόνου γε μήν τοῦ πατριάρχου ἀπευκτήν ὅλως καί οὐδέ φορητήν τό παράπαν ἐνόμιζε τήν διάζευξιν∙ οἱονεί διχοτομίας ἑαυτοῦ ἐπαισθόμενος, καί ὀδύναις ἀρρήτοις διά ταύτην βαλλόμενος. Ἀλλ’ ἐπειδή οὐκ ἦν ἄλλως αὐτῷ τό συνοῖσον ἑλέσθαι, ἔμενε φέρων τά λυπηρά, πάντα μᾶλλον αἱρούμενος, ἤ τι πρᾶξαι τῶν μή δοκούντων Θεῷ, καί φανῆναι ἄντικρυς, ἄλλο τι πρό ἐκείνου τιμῶν» (P.G. 99, 157B).
Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ βιογράφος ὅτι διά τό μόνο πού ἐστενοχωρήθη ὁ ὅσιος μέ τήν ἀποτείχισί του, ἦτο ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τόν Πατριάρχη Νικηφόρο:«Μόνου γέ μην τοῦ πατριάρχου ἀπευκτήν ὅλων καί οὐδέ φορητήν τό παράπαν ἐνόμιζε τήν διάζευξιν». Τό ἔπραξε ὅμως αὐτό, ὑπομένοντας τήν λύπη, γιά νά μή φανῆ «ἄλλο τι πρό ἐκείνου τιμῶν», δηλαδή νά μήν προτιμήση τίποτε περισσότερο τοῦ Θεοῦ.
Μετά τά στοιχεῖα, τά ὁποῖα σᾶς παρέθεσα, πρέπει ἐσεῖς, πατέρες, νά μᾶς ἀναφέρετε, ποῦ ὁ ὅσιος «ἀποκαλοῦσε μοιχειανό γιά ἕνα διάστημα»τόν ἅγ. Νικηφόρο, εἰδάλλως θά φανῆ ὅτι καί ἐδῶ ψεύδεσθε μέ αὐτά πού ἰσχυρίζεσθε.
Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ὅπως δέ εὔστοχα ἔχει παρατηρηθεῖ “τά παλαιότερα προσωρινά σχίσματα τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου γιά τίς οἰκονομίες τῶν Ἁγίων Πατριαρχῶν Ταρασίου καί Νικηφόρου <οὐ μικρόν πτῶμα τοῖς πατράσιν ἔδοξε, ἀλλ’ ὅμως πάλι διορθώσατο>”».
Ἐδῶ, πατέρες, μέ αὐτά πού περιγράφετε, νομίζετε ὅτι πατᾶτε σέ στερεό ἔδαφος καί δι’ αὐτό ἰσχυρίζεσθε ὅτι «εὔστοχα ἔχει παρατηρηθεῖ». Θά ἀναφερθῶ ἐν ὀλίγοις καί εἰς αὐτό τό θέμα γιά νά σᾶς ἀποδείξω ὅτι καί ἐδῶ διαστρέφετε τήν πραγματικότητα.
Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι, ἡ γνώμη αὐτή καί εἰδικά τό «οὐ μικρόν πτῶμα τοῖς πατράσιν ἔδοξε, ἀλλ’ ὅμως πάλιν διορθώσατο», δέν εἶναι γνώμη τοῦ συντάκτου τοῦ κειμένου τούτου, δηλαδή τοῦ Ναυκρατίου, ἀλλά κάποιων ἄλλων. Στό ἴδιο αὐτό κείμενο διαβάζουμε τήν γνώμη τοῦ Ναυκρατίου, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἑξῆς: «τότε τοίνυν ὁ μέγας Θεόδωρος τόν βασιλέα μέν ἀπεκήρυξε ζήλῳ θείῳ κινούμενος, καί ὡς οὐ μετρίως παρανομήσαντα ἤλεγξεν» (P.G. 99, 1852A). Δηλαδή ὁ Ναυκράτιος ὁμολογεῖ ὅτι ὁ ὅσιος ἔπραξε αὐτά κινούμενος μέ θεϊκό ζῆλο καί ὄχι μέ ἀνθρώπινο, οὔτε δαιμονικό ἤ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν.
Ἐπίσης ὁ Ναυκράτιος, ὀλίγο κατωτέρω, γιά τό ἴδιο θέμα σημειώνει τά ἑξῆς: «οὔτε αὔθις τά δεινότατα ὑποστάς παρ’ αὐτοῦ ἐν ἐξορίαις, καί εἱρκταῖς, καί λιμῷ μακρῷ, πληγαῖς τε ταῖς κατά τῶν νώτων,καί παντοίαις κακώσεσι, καθηφῆκέ τι τοῦ θείου ζήλου, ἤ ὅλως ἥττων ὤφθη τήν ἔνστασιν»·καί ἀκόμη κατωτέρω: «ταύτην τήν λύμην εἰς πολλάς ἤδη διαδραμοῦσαν χώρας ὁρῶν, ὁ μέγας Θεόδωρος, ἐκίνησέ τε κατά τοῦ βασιλέως τόν θεῖον ζῆλον, ὡς εἴπομεν, καί μέχρι τέλους αὐτόν διετήρησεν».
Ἀπό ὅλα αὐτά λοιπόν φαίνεται ὅτι ἡ γνώμη τοῦ ὁσίου Ναυκρατίου ἦτο δεδηλωμένη γιά τό πῶς ἐκινήθη ὁ ὅσιος. Ἔπειτα αὐτή ἡ γνώμη «...οὐ μικρόν πτῶμα τοῖς πατράσιν ἔδοξε, ἀλλ’ ὅμως πάλιν διορθώσατο» εἶναι λάθος, ἄν ἀναφέρεται στόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, διότι αὐτός προκειμένου νά ἑνωθῆ πάλι μέ τούς δύο Πατριάρχες δέν ἐδιώρθωσε τίποτε, οὔτε στή διδασκαλία του, οὔτε σ’ αὐτό πού ἀπαιτοῦσε, προκειμένου νά ἑνωθῆ πάλι μέ τούς δύο Πατριάρχες. Δηλαδή ἡ ἕνωσις ἔγινε μέ βάσι τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου, ἐφ’ ὅσον ὁ παρανομήσας αὐτοκράτορας εἶχε ἐκδιωχθῆ καί καθαιρέθηκε ὁ ἱερέας Ἰωσήφ πού τόν ἐστεφάνωσε. Αὐτό τό ἀναφέρουν καθαρά οἱ βιογράφοι του:
«Aὕτη οὖν ἡ θεοφιλεστάτη ἄνθρωπος, ἅμα τοῦ ἐπειλῆφθαι τά τῆς βασιλείας πηδάλια, ἀνακαλεῖται μέν τῆς ἐξορίας τόν μέγαν Θεόδωρον, ποιεῖ δέ αὐτόν ἑνωθῆναι τῷ ἁγιωτάτῳ πατριάρχῃ Ταρασίῳ τοῦ Ἰωσήφ μετά τήν ἐκβολήν Κωνσταντίνου τῆς ἱερατικῆς ἀπογυμνωθέντος ἀξίας· καλῶς πεπραχέναι λέγουσα καί θεαρέστως τούς ἀμφοτέρους· τόν μέν, ὡς τῶν εὐαγγελικῶν δογμάτων μέχρις αἵματος καί ποινῶν ἀναφανέντα συνίστορα, καί διά τούτου τοῖς μεταγενεστέροις τήν καθαράν πραγματευσόμενον τῶν ψυχῶν σωτηρίαν· τόν δέ, ὡς οἰκονομήσαντα συμφερόντως, καί τοῦ οἰστροῦντος ἄνακτος τήν κακότροπον ἐκμοχλεύσαντα γνώμην, τά χείρω τῶν πρό αὐτοῦ βεβασιλευκότων ἐπαπειλοῦντος ποιήσειν εἰς τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, εἰ τῶν κατά νοῦν ἀποπέσοιεν· ταῦτα δέ καί ὁ θεῖος Ταράσιος ἐβεβαίωσε, συναφθείς τῷ καθ' ἡμᾶς Πατρί, ὡς ἀνεγράψατο αὐτός οὗτος ὁ ἀθλητής τοῦ Σωτῆρος Θεόδωρος» (P.G. 99, 256D).
Ὁ πρῶτος βιογράφος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διό καί παραυτίκα λύει τοῖς Πατράσιν ὑπερορίαν, οὐ τοῖς μέν, τοῖς δ’ οὔ· πᾶσι δ’ οὖν· καί πρό γε πάντων τῷ πρό πάντων τήν ἀρετήν, τῷ ἡμετέρῳ λέγω, ποιμένι καί διδασκάλῳ· ὅς καί ἀπό Θεσσαλονίκης ἐπανιών, περιφανοῦς τε, ὡς εἰκός, παρά πάντα τυχών καί τῆς ὑπαντῆς, περιφανεστέρας καί μᾶλλον πρός τε τοῦ προέδρου καί τῆς βασιλίσσης αὐτῆς τῆς εἰσοδίου τυγχάνει τιμῆς. Ὅθεν καί τῶν ἄλλων ὁ συναίτιος τῆς διαστάσεως, Ἰωσήφ ἐκεῖνος ὁ πρεσβύτερος, ὁ καί τολμηρᾷ γνώμῃ τά ἀτόλμητα δράσας, τῶν θείων ἐξωθεῖται περιβόλων, καί τοῦ καταλόγου τῶν ἱερέων ἐκβάλλεται· ὡσάν τῇ τούτου διατομῇ καί ἐκπτώσει τά λοιπά μέλη συνέλθοι καί τήν ἕνωσιν δέξοιτο. Τοῦτο γάρ καί τῇ Αὐγούστῃ πρῶτον γίνεται σπούδασμα∙ τό ἕν ἑλέσθαι, καί συμφρονῆσαι ἅπαντας, καί μή παρακεκομμένους τυγχάνειν καί διισταμένους τοῖς σχίσμασιν. Ὅπερ οὖν καί καλῶς ποιοῦν θᾶττον συνέδραμε, πάντων ἐκ ταυτῷ γενομένων, καί ἑνώσει συναφθέντων τῇ κρείττονι» (P.G. 99, 141Β).
Ἐδῶ ὁμολογεῖται ὅτι ὁ ὅσιος ἐπανῆλθε ἀπό τήν ἐξορία ὡς νικητής καί τόν ὑποδέχθηκαν μέ μεγάλες τιμές. Ἀμέσως κατωτέρω ὁ πρῶτος βιογράφος σημειώνει τά ἑξῆς: «Οὐδέ γάρ οὐδ’ αὐτός ὁ πατριάρχης τό γε ἐφ’ ἑαυτῷ ἤ τῷ γενομένῳ συνῄνεσεν, ἤ μή φαῦλον τοῦτο καί τῆς Ἐκκλησίας ἔκρινεν ἔκφυλον, ἤ τοῖς Πατράσιν οὐ συνέπασχε πάσχουσιν».
Ἐδῶ ὁ βιογράφος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι καί ὁ Πατριάρχης ἔκρινε ὀρθή τήν στάσι τῶν ἀποτειχισμένων καί μάλιστα συνέπασχε μαζί των.
Κατά τήν δεύτερη δέ ἀποτείχισί του γιά τό ἴδιο θέμα, ὁ βιογράφος του μᾶς παρουσιάζει ὡς ἑξῆς τήν ἕνωσι τοῦ ὁσίου μέ τόν Πατριάρχη ἅγ. Νικηφόρο: «...Μιχαήλ ὁ τότε τήν τοῦ Κουροπαλάτου περιέπων ἀξίαν, τῶν σκήπτρων ἐπιλαμβάνεται∙ ἀνήρ τῷ ὄντι βασιλείας ἄξιος, καί πρός ἀρχήν ἐννομώτατος. Ὅς καί πρό τῶν ἄλλων ἐν φροντίδι ποιεῖται τά τοῦ Πατρός, ἀνακαλέσασθαι τῆς ὑπερορίας αὐτόν, καί τιμῇ πάσῃ δεξιωσάμενος. Οὐ μήν, ἀλλά καί τῶν διεστώτων μελῶν συναρμοστίς αὐτίκα χρησιμώτατος δείκνυται, τό καλόν σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἰς ἕν συμβιβάσας καί τοῖς τε ἱερεῦσι καί μονάζουσιν, ἥν ποτε ἀπέλιπον νείμας ὁμόνοιαν, τοῦ Ἰωσήφ δηλαδή πρότερον τήν τῆς Ἐκκλησίας ὑποστάντος ἔκπτωσιν, καί ὥς τι ἀχρηστότατον μέλος, ταύτης νῦν ἐκκοπέντος περιφανέστερον. Τοῦτο γάρ μάλιστα καί τῷ Ρώμης ἔδοξε προέδρῳ, γράμμασί τε καί οἷς ἐκεῖνος ἀπέστειλε τήν γνώμην κυρῶν. Ἐπεί κἀκείνῳ μεσίτῃ καί διαλλάκτῃ ἐπί τῇ ἑνώσει τῶν Πατέρων ὁ εὐσεβής βασιλεύς ἐχρήσατο. Ἔνθεν τοι καί τά πρός ἀλλήλους εὖ θέμενοι πάλιν ὅ τε πατριάρχης καί ὁ ὅσιος, φιλίᾳ τε θερμοτέρᾳ τόν πόθον ἐπί τό μᾶλλον αὐξήσαντες, ἔμενον τοῦ λοιποῦ ἐν ἀλλήλοις, οὐ σώμασι μόνον, ἀλλά πολλῷ πλέον καί ταῖς ψυχαῖς ἀδιαίρετοι, θάτερος θατέρῳ ἡδόμενος, καί τοῖς ἀμφοτέροις ἀμφότεροι» (P.G. 99, 164D). Περίπου τά ἴδια ἀναφέρει καί ὁ ἄλλος βιογράφος γιά τήν δεύτερη ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου.
Ἔπειτα ἀπό αὐτά πού ἀναφέρουν οἱ βιογράφοι, κρίνετε, πατέρες, ἐσεῖς, τί ἐδιόρθωσε ὁ ὅσιος, ὥστε νά ἀποκαταστήση τήν κατά τά λεγόμενά σας πτῶσι του.
Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι, ἡ πρώτη ἐξορία τοῦ ὁσίου μετά τοῦ ἀδελφοῦ του ἁγ. Ἰωσήφ στήν Θεσσαλονίκη, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν μετέπειτα ἀνάδειξι τοῦ Ἰωσήφ ὡς ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ὅταν δηλαδή κατόπιν ἀπέθανε ὁ ἐκεῖ ἀρχιεπίσκοπος, οἱ Θεσσαλονικεῖς ἐζήτησαν τόν ἅγιο Ἰωσήφ γιά ποιμένα των, ἐπειδή τόν ἐγνώριζον ἀπό τήν ἐξορία του ἐκεῖ καί τήν φυλάκισί του εἰς τόν Λευκό Πύργο. Προφανῶς οἱ Θεσσαλονικεῖς δέ θά ἐζήτησαν γιά ποιμένα των ἕναν ἀντάρτη καί κατά περίστασι ἐκτός Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ σχίσματα κατά τό δή λεγόμενο γιά ψύλου πήδημα, ἀλλά ἕναν ὁμολογητή καί ὑπέρμαχο τῆς πίστεως, ὁ ὁποῖος δέν δειλιάζει νά ὁμιλῆ εὐθαρσῶς ἐναντίον βασιλέων καί ἡγεμόνων καί εἶναι ἕτοιμος νά πεθάνη χάριν τῆς ἀληθείας.
Ἐπίσης, καρπός αὐτῆς τῆς ἐξορίας καί φυλακίσεως τῶν ὁσίων Θεοδώρου καί Ἰωσήφ στήν Θεσσαλονίκη εἶναι καί τό τροπάριο τῶν αἴνων τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγ. Δημητρίου, τό ὁποῖο κατά παράδοσιν ἔγραψαν οἱ ὅσιοι βλέποντας ἀπό τήν φυλακή τήν Ἐκκλησία τοῦ ἁγ. Δημητρίου:
«Δεῦρο Μάρτυς Χριστοῦ πρὸς ἡμᾶς, σοῦ δεομένους, συμπαθοῦς ἐπισκέψεως· καὶ ρῦσαι κεκακωμένους, τυραννικαῖς ἀπειλαῖς, καὶ δεινῇ μανίᾳ τῆς αἱρέσεως· ὑφ' ἧς ὡς αἰχμάλωτοι, καὶ γυμνοὶ διωκόμεθα, τόπον ἐκ τόπου, συνεχῶς διαμείβοντες, καὶ πλανώμενοι, ἐν σπηλαίοις καὶ ὄρεσιν. Οἴκτειρον οὖν πανεύφημε, καὶ δὸς ἡμῖν ἄνεσιν, παῦσον τὴν ζάλην καὶ σβέσον, τὴν καθ' ἡμῶν ἀγανάκτησιν, Θεὸν ἱκετεύων, τὸν παρέχοντα τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος».
Τίθεται, πατέρες, μετά ἀπό αὐτά, τό ἐρώτημα: Πῶς ἡ Ἐκκλησία ἀπεδέχθη νά συμπεριλάβη στήν ἀκολουθία ἑνός μεγάλου ἁγίου ἕνα τροπάριο, τό ὁποῖο ὁμιλεῖ γιά μία αἵρεσι καί γιά κάποιους ἐξορίστους, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία αὐτό, ὅπως ἀναφέρετε, ἀποτελοῦσε «οὐ μικρό πτῶμα τοῖς πατράσιν» καί ἔπρεπε νά διορθωθῆ; Μάλιστα αὐτό τό τροπάριο, εἶναι τρόπον τινα ἄσχετο μέ τήν ὅλη ἀκολουθία καί φαίνεται σάν κάτι κοινῶς ξεκάρφωτο.
Ὑπάρχει καί κάτι ἄλλο σημαντικώτερο, τό ὁποῖο ἀναιρεῖ αὐτούς τούς ἰσχυρισμούς, ὅτι δηλαδή ἡ ἀποτείχισις τοῦ ὁσίου «οὐ μικρό πτῶμα τοῖς πατράσι ἔδοξε, ἀλλ’ ὅμως πάλιν διορθώσατο». Εἶναι ἡ ἀναφορά τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς, τό ὁποῖο ἀναγιγνώσκεται τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας σέ εἰδική ἀκολουθία μαζί μέ τήν περιφορά τῶν ἁγίων εἰκόνων. Διά τόν ὅσιο Θεόδωρο, τό Συνοδικό ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Θεοδώρου, τοῦ πανοσίου Ἡγουμένου τοῦ Στουδίου αἰωνία ἡ μνήμη γ΄». Πρέπει σαφῶς νά γνωρίζετε πατέρες, ὅτι ἡ λέξις «πανοσίου» ἔχει τεθῆ εἰς τό Συνοδικό μόνον στόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη. Στούς ἄλλους Πατέρες, ἡγουμένους καί μοναχούς τίθενται οἱ λέξεις «ὅσιος καί ὁσιώτατος».
Νομίζω ὅτι θά συμφωνήσετε εἰς τό ὅτι ἡ λέξις «πανόσιος» σημαίνει τόν κατά πάντα ὅσιο καί ὄχι αὐτόν πού ἀλλοῦ ἐνεργεῖ σωστά καί ἀλλοῦ λάθος. Εἶναι παρεμφερής μέ τήν λέξι «πανάγιος–παναγία», ἡ ὁποία σημαίνει τόν κατά πάντα ἅγιο καί ὄχι τόν ἅγιο σέ μερικά καί σέ ἄλλα ὄχι. Ἴσως τό Συνοδικό προέβλεψε ὅτι θά ὑπάρχουν κάποιες ἀντιρρήσεις γιά τίς δύο πρῶτες ἀποτειχίσεις τοῦ ὁσίου καί χρησιμοποίησε αὐτήν τήν λέξι, ἡ ὁποία βεβαίως ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά μᾶς πού ζοῦμε τήν αἵρεσι τῶν ἐσχάτων χρόνων.
Ἄν ἀκόμη δέν ἔχετε πεισθῆ, πατέρες, ὅτι οὔτε ὁ ὅσιος, οὔτε ἡ Ἐκκλησία ἐθεώρησε παράπτωμα τίς δύο πρῶτες ἀποτειχίσεις τοῦ ὁσίου, σᾶς ἀναφέρω καί τήν γνώμη τοῦ ὁσίου ἀπό μία ἐπιστολή του ἀπό τήν εἰκονομαχική αἵρεσι, γιά νά διαπιστώσετε ὅτι ὁ ὅσιος ἦτο πάντοτε ὁ ἴδιος καί δέν ἄλλαξε ἀπό τήν γραμμή του τό ἐλάχιστο, οὔτε ποτέ μετενόησε δι’ αὐτά πού ἔπραξε καί τά ἐδιώρθωσε, ὅπως ἐσεῖς θέλετε νά τόν παρουσιάσετε. Τό κείμενο αὐτό προέρχεται ἀπό ἐπιστολή τοῦ ὁσίου πρός τόν Ναυκράτιο ἀπό τήν εἰκονομαχική αἵρεσι: «Εὔχομαι τοίνυν ὁ ἁμαρτωλός εὖ πρᾶξαι αὐτούς∙ δι Χριστν γρ  γν κα ο μικρολογούμενος ς πτς μοιχείας παρά τισι τν συνέτων· Χριστς μφανς  ταννθετούμενος σν μητρ κα θεράποσιν» (Ἐπιστ. 177μ Φατ. 298, 17).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος ὁμολογεῖ ὅτι οἱ ἀσύνετοι ἐθεώρησαν μικρή ὑπόθεσι τό θέμα τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ γνώμη του ἦτο πάντοτε ἡ ἴδια καί δέν ἐδιώρθωσε τίποτε.
Ἐν συνεχείᾳ γράφετε τά ἑξῆς: «Ἀκόμη καί ὁ βιογράφος του Μιχαήλ ὁ Στουδίτης δέν τολμᾶ νά ὑποστηρίξη τήν πράξη τοῦ ὁσίου Θεοδώρου». Αὐτό πού γράφετε, πατέρες, νομίζω ὅτι δέν εἶναι δικό σας, ἀλλά ἀπό κάπου τό δανειστήκατε, διότι ἄν ἦταν δικό σας ἔπρεπε νά μελετήσετε τούς δύο βιογράφους τοῦ ὁσίου καί νά ἰδῆτεμ ἐάν αὐτοί ὑποστηρίζουν τήν πράξι τοῦ ὁσίου ἤ ὄχι. Ἀλλά, καί δανεικό νά τό πήρατε, ἔπρεπε τουλάχιστον νά ἐλέγξετε τήν παραπομπή, ἄν δηλαδή ἀνταποκρίνεται στήν ἀλήθεια.
Ἐπειδή ἔχω γράψει ἀρκετά μέχρι τώρα, γιά τό τί ἀναφέρουν οἱ δύο βιογράφοι στό θέμα τῶν δύο πρώτων ἀποτειχίσεων τοῦ ὁσίου γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι, καθώς καί τήν γνώμη τοῦ Ναυκρατίου, θά σᾶς καταγράψω ἁπλῶς τό τμῆμα τῆς παραπομπῆς, πού δίδετε, τό ὁποῖο αὐτό ἔχει πολλούς ἐπαίνους γιά τόν ὅσιο. Ἁπλῶς ἀναφέρω λίγο περισσότερο ἀπό τήν παραπομπή σας γιά νά γίνη πιό κατανοητό: «Ἀλλ’ ἴσως ἐρεῖ τις∙ Πότερος τούτων τετήρηκε τό καλόν, καί τόν καιρόν εὖ διατέθεικεν; ὁ ἐκεῖνα οἰκονομήσας, καί τοῦ πρέποντος καθυφείς, ἤ ὁ ἐν πᾶσι μείνας ἀπρόσκλιτος, καί μηδέν μηδαμοῦ τῆς ἀκριβείας ὑπεκστάς; Ἀλλ’ εἴποιμεν ἄν πρός αὐτόν, ὅτι Μικρά, ὦ οὗτος, πᾶσα ἀνθρωπίνη διάνοια πρός τήν τῶν τηλικούτων κατάληψιν. Θεός δέ μόνος, ᾦ καί πάντα περιληπτά, ὅ καί τόν βέλτιον ἰδεῖν ἱκανός καί κρῖναι τοῖς πράγμασι τό ἀληθές δυνατός. Ἐμοί δέ τοσοῦτον εἰπεῖν, ὅτι ᾔδει καί ὁ πατριάρχης μή καλῶς ἔχον τό πρᾶγμα, μηδέ τοῖς ἱεροῖς κανόσι στοιχοῦν. Πῶς γάρ οὔ, ὁ τά θεῖα ὡς οὐκ οἶδ’ εἴ τις ἄλλως, μεμαθηκώς ἄνωθεν; Οὐκ εἶχε δέ ὅπως μή τῷ βασιλεῖ γένοιτο καταπειθής, τό τούτου δύσνουν ἐκ μακροῦ ἐπιστάμενος, καί τό τῆς γνώμης κακόν ἐπικαιρότατον, ᾦ καί κακουργῆσαι πάντα καί συγχέαι, ἴσον ἐδόκει καί τό πρᾶξαι μηδέν. Ὁ δέ Θεόδωρος τούτων μέν ἐφρόντιζεν οὐδαμῶς∙ μόνου δέ τοῦ Θεοῦ ἐχόμενος ἐν παντί, οὔτε τοῖς καιροῖς μεταβάλλεσθαι, πολλοῦ γε καί δεῖ, συμφέρειν ἐνόμιζεν ἑαυτῷ, οὔτε τοῖς κρατοῦσι καί μικρόν ἐνδόσιμος γίνεσθαι∙ ἀλλ’ ἐλάλει τά μαρτύρια τοῦ Θεοῦ καί αὐτῶν βασιλέων ἔμπροσθεν∙ μή ἡμέραν ἀνθρώπου, τό τοῦ θείου Ἰερεμίου φοβούμενος, μή δυναστείαις ὑποκλινόμενος, μή ἄλλο τι τῶν φαινομένων καταπληττόμενος. Οὗ τό τῆς διανοίας ὑπερανεστηκώς καί πάντες μέν δι’ ἐπαίνου εἶχον καί θαύματος. Ὁ δέ γε πατριάρχης καί πολλῷ πλέον, τήν μετά συνέσεως τοῦ ἀνδρός ἀποσεμνύνων παρρησίαν διαπαντός∙ καί διά τοῦτο, μηδέ τῆς πρός αὐτόν διαθέσεως καθυφέσθαι θελήσας ποτέ, μηδ’ ἐν αὐτῷ τῷ τῆς διαστάσεως καιρῷ∙ μή τήν γνώμην συνόλως μεταβαλεῖν∙ μή τήν τιμήν τήν ὑπερβαλλόντως ἐκεῖνον ἐτίμα, σμικρῦναι ἤ καί βραχύ παραπέμψεσθαι» (P.G. 99, 160B).
Ἐδῶ ὁμιλεῖ ὁ βιογράφος γιά τήν δεύτερη ἀποτείχισι ἐπί Πατριάρχου ἁγ. Νικηφόρου. Ὁμιλεῖ δέ συγκρίνοντας δύο ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν σέ ὀξύτατη ἀντίθεσι, σέ σημεῖο νά διακόψουν τήν μεταξύ των ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία. Ἐπειδή λοιπόν ὁ ἅγ. Νικηφόρος εἶχε μέν συμβιβαστική καί ἐνδοτική στάσι, πλήν ὅμως τό ἔκανε μέ ἀγαθή προαίρεσι καί γιά θεάρεστο σκοπό, δέν εἶναι ὁπωσδήποτε κατακριτέος, ἀλλά ἐπαινετός.
Ἀναφέρει, λοιπόν, ὁ βιογράφος στό συγκεκριμένο χωρίο, ὅτι ἐγνώριζε πολύ καλά ὁ Πατριάρχης τήν παρανομία πού διέπραττε, ἡ ὁποία δέν συμφωνοῦσε μέ τούς ἱερούς Κανόνες. Γιά τόν ὅσιο ὅμως γράφει τά ἑξῆς: «μόνου δέ τοῦ Θεοῦ ἐχόμενος ἐν παντί, οὔτε τοῖς καιροῖς μεταβάλλεσθαι, πολλοῦ γε καί δεῖ, συμφέρειν ἐνόμιζεν ἑαυτῷ, οὔτε τοῖς κρατοῦσι καί μικρόν ἐνδόσιμος γίνεσθαι∙ ἀλλ’ ἐλάλει τά μαρτύρια τοῦ Θεοῦ καί αὐτῶν βασιλέων ἔμπροσθεν∙ μή ἡμέραν ἀνθρώπου, τό τοῦ θείου Ἰερεμίου φοβούμενος, μή δυναστείαις ὑποκλινόμενος, μή ἄλλο τι τῶν φαινομένων καταπληττόμενος. Οὗ τό τῆς διανοίας ὑπερανεστηκώς καί πάντες μέν δι’ ἐπαίνου εἶχον καί θαύματος». Ὅλα αὐτά τά λόγια τοῦ βιογράφου εἶναι ἕνας ἔπαινος γιά τόν ὅσιο, τό ὁποῖο, ὅποιος δέν τό βλέπει, νομίζω ὅτι χρειάζεται ὀφθαλμίατρο.
Συγκεκριμένα ἀναφέρει ὁ βιογράφος, ὅτι ὁ ὅσιος ἐφρόντιζε νά ἀρέση μόνο στόν Θεό καί ὄχι στούς ἀνθρώπους, ὅτι δέν ἐμεταβάλετο ἀπό τούς καιρούς καί τίς καταστάσεις, ὅτι δέν ἐχαρίζετο στούς μεγάλους καί ἰσχυρούς, ὅτι δέν ἐφοβεῖτο τήν ἐξουσία καί τούς ἰσχυρούς, προκειμένου νά τούς ἐλέγξη ἤ νά ὁμολογήση τήν ἀλήθεια καί τέλος, ὅτι ὅλοι ἐθαύμαζαν καί ἐπαινοῦσαν αὐτήν τήν ἐξαιρετική καί ὑπερφυῆ κατάστασι τῆς διανοίας του. Δέν γνωρίζω, πατέρες, τί ἄλλο θά ἔπρεπε νά ἀναφέρη ὁ βιογράφος πρός ἔπαινο τοῦ ὁσίου.
Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρει ὁ βιογράφος ὅτι τά ἴδια ἀκριβῶς ἐφρόνει διά τόν ὅσιο καί ὁ Πατριάρχης ἅγ. Νικηφόρος. Μάλιστα δέ αὐτός, ἀκόμη περισσότερο ἐκθείαζε τήν παρρησία τοῦ ὁσίου. Τό καταπληκτικό δέ, τό ὁποῖο ὄντως ἀποδεικνύει μεγάλο ἅγιο τόν Πατριάρχη Νικηφόρο, εἶναι αὐτό πού σημειώνει ὁ βιογράφος δι’ αὐτόν «καί διά τοῦτο, μηδέ τῆς πρός αὐτόν διαθέσεως καθυφέσθαι θελήσας ποτέ, μηδ’ ἐν αὐτῷ τῷ τῆς διαστάσεως καιρῷ∙ μή τήν γνώμην συνόλως μεταβαλεῖν∙ μή τήν τιμήν τήν ὑπερβαλλόντως ἐκεῖνον ἐτίμα, σμικρῦναι ἤ καί βραχύ παραπέμψεσθαι».
Δηλαδή καί κατά τόν καιρό τῆς ἀποτειχίσεως τοῦ ὁσίου, ὁ ἅγ. Νικηφόρος πάλι τά ἴδια ἔλεγε, πάλι τήν ἴδια γνώμη εἶχε· καί τότε ἀκόμη τόν ἐγκωμίαζε, καί οὔτε στό ἐλάχιστο ἐμείωσε τήν τιμή καί τήν ὑπόληψι πού εἶχε δι’ αὐτόν.
Δέν γνωρίζω εἰλικρινά, πατέρες, πῶς γράφετε τόσο ἀστήρικτα καί πρόχειρα καί ποῦ εὑρήκατε αὐτό πού γράφετε ὅτι δηλαδή: «Ἀκόμη καί ὁ βιογράφος του, Μιχαήλ ὁ Στουδίτης δέν τολμᾶ νά ὑποστηρίξῃ τήν πράξι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου». Ἐδῶ δέν σᾶς παραθέτω ἄλλες ἀποδείξεις περί τούτου ἐκτός ἄν δευτερολογώντας δέν παραδεχθῆτε τό λάθος σας.
 (Συνεχίζεται)















Πηγή


ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΙΟΣ

Δέν θά σέ ἀρνηθῶμεν ὦ φίλη Ὀρθοδοξία!

Δέν θά σέ ἀπαρνηθῶμεν ὦ πατροπαράδοτον σέβας!

Δέν ἀποχωριζόμεθα ἀπό σέ, ὦ μῆτερ εὐσέβεια!

Ἐντός σοῦ ἐγεννήθημεν καί διά ἐσέ ζῶμεν καί μετά σοῦ θα κοιμηθῶμεν.

Εἴθε νά τό καλέσῃ ὁ καιρός! καί μυριάκις ὑπέρ σοῦ θά ἀποθάνωμεν· διότι ἐκεῖνος ὁποῦ συμφιλιάζει μέ τούς ἐχθρούς τοῦ βασιλέως δέν δύναται νά εἶναι φίλος τοῦ βασιλέως!

Ὁ ἀπαρνούμενος διά νεύματος μόνον τόν Θεόν ὑπόκειται εἰς ἀπώλειαν καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέ τόν λόγον, μέ τόν τρόπον καί διά γραμμάτων κινδυ­νεύει περί τήν πίστιν, πῶς θά εἶναι Ὀρθόδοξος; ».

Η Αντιμετώπιση του Οικουμενισμού

Η Αντιμετώπιση του Οικουμενισμού

Χρυσόστομος Σμύρνης

Χρυσόστομος Σμύρνης

Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης

Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης