Monday, April 8, 2013

ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ 4







ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ, ΙΣΤ΄.





















ΙΣΤ΄ Μέρος






(Συνέχεια γιὰ τὴν Ἀποτείχιση ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ)
















Θά συνεχίσω ἀναφερόμενος εἰς τό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης «Ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός». Καί στό κεφάλαιο αὐτό, θεωρώντας ὅτι εὑρήκατε σωτήρια λέμβο, ὑπεραμύνεσθε τῆς ἰδίας θέσεως, ὅτι δηλαδή καί ὁ ἅγ. Μᾶρκος ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς Λατινόφρονες πρό τῆς ἑνώσεως τῆς Συνόδου Φλωρεντίας–Φερράρας. Ὁ σκοπός σας, πατέρες, εἶναι καί ἐδῶ προφανῶς ὁ ἴδιος, νά λογισθῆτε κι ἐσεῖς ἀκόλουθοι ὄχι μόνον τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου, ἀλλά καί τοῦ ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἐπειδή μνημονεύετε καί ἀκολουθεῖτε τούς Οἰκουμενιστές Ἀρχιεπισκόπους καί Πατριάρχες.





Εἶναι ὄντως παράδοξο καί πρωτοφανές, ἀπό τήν μία πλευρά νά ἀκολουθῆτε, νά ἀναγνωρίζετε, νά μνημονεύετε καί νά ἀποδέχεσθε δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὅλες τίς προδοσίες τῆς πίστεως, τήν θεολογία τῶν Οἰκουμενιστῶν καί τήν ἐκκλησιαστική συνύπαρξι μετά τῶν αἱρετικῶν καί, ἀπό τήν ἄλλη, νά τοποθετῆτε τούς ἑαυτούς σας στήν θέσι τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπί Βέκκου Ὁσιομαρτύρων, τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου καί τοῦ ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Πιστεύω, πατέρες, ὅτι καί οἱ Οἰκουμενιστές, κατ’ αὐτόν τόν τρόπο σκεπτόμενοι, δύνανται νά καυχηθοῦν ὅτι εἶναι συνεχιστές αὐτῶν, διότι συνεχίζουν τούς διαλόγους τούς ὁποίους ἐδέχοντο καί οἱ Πατέρες αὐτοί.





Εἰς τό σημεῖο αὐτό καί ἐπειδή πιθανόν νά πιστεύετε αὐτά τά ὁποῖα γράφετε στήν κριτική σας μελέτη, ἐγώ ἔχω νά ἀναφέρω ἕνα χωρίο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τό ὁποῖο νομίζω ἀνταποκρίνεται πλήρως εἰς τήν παροῦσα κατάστασι. Τό χωρίο αὐτό μάλιστα ὁ ὅσιος τό δανείζεται ἀπό τόν ἅγιο (τόν ὁποῖο ὑπερευλαβεῖτο καί ἐθαύμαζε), τόν Μ. Βασίλειο καί λέγει τά ἑξῆς: «ἐάν γάρ τις τό κακόν ἐν προσχήματι ἀγαθοῦ ποιῇ, διπλοῦν ἐργάζηται τό ἁμάρτημα, ὅτι αὐτός τε τό οὐκ ἀγαθόν ποιεῖ καί κέχρηται οἱονεί παραπετάσματι τῷ τοῦ ἀγαθοῦ ὀνόματι, φωνή ἐστι τοῦ θείου Βασιλείου. Οὕτω μέν ἐκεῖνοι πρός τῇ οἰκείᾳ πτώσει καί πολλοῖς ἄλλοις ὄλισθος γενόμενοι» (Φατ. 267, 395,20).





Ἐδῶ οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ἡ ἰδική σας εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι διπλασία ἀπό αὐτήν τῶν Οἰκουμενιστῶν, διότι, ἐνῶ εἶστε σέ ὁδό πλάνης, μέ τό πρόσχημα ὅτι εἶστε ὁμολογητές καί συνεχιστές τῶν μεγάλων Πατέρων, γίνεσθε παγίδα, ὥστε νά αἰχμαλωτισθοῦν καί πολλοί ἄλλοι καί βεβαίως στήν προκειμένη περίπτωσι, γίνεσθε αἰτία νά διαιωνίζεται ἡ αἵρεσις.





Θά προσπαθήσω ἐν συνεχείᾳ, καί στό κεφάλαιο αὐτό τῆς κριτικῆς σας μελέτης, νά σᾶς ἀποδείξω ὅτι καμμία ἀπολύτως, καμμία σχέσις καί ὁμοιότης δέν ὑπάρχει μεταξύ τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί τῶν τότε Ὀρθοδόξων καί δή τῶν ἁγίων καί μεγάλων Πατέρων τῆς πρό τῆς πτώσεως τῆς Κων/πόλεως ἐποχῆς.

Ὑπάρχει ὅμως ἀπόλυτος ὁμοιότης τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί τῶν μετά τήν ἕνωσι Φλωρεντίας-Φερράρας Λατινοφρόνων, ἐπειδή αὐτοί ἀκριβῶς οἱ Λατινόφρονες ἦσαν ἑνωμένοι μέ αἱρετικούς, ὅπως σήμερα οἱ Ἀντιοικουμενιστές μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές. Αὐτοί δέ, οἱ μετά τήν Σύνοδο Φλωρεντίας–Φερράρας Λατινόφρονες, δέν εἶχαν καταδικασθῆ ὑπό Συνόδου, ὅπως σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές. Ὁ ἅγ. Μᾶρκος, ὅμως, ὁ Εὐγενικός καί πλῆθος ἄλλων κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἀποτειχίστηκαν ἀπό αὐτούς πρό συνοδικῆς κρίσεως, σύμφωνα μέ τόν ἐν λόγῳ Κανόνα καί τήν μακραίωνη Παράδοσι καί διδασκαλία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας.





Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἡ ἀποτείχισις τῶν ἐπί Βέκκου Ἁγιορειτῶν Ὁσιομαρτύρων (καί τοῦ ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί τῶν ὑπολοίπων κληρικῶν καί λαϊκῶν) ἔγινε, ὅταν οἱ Λατινόφρονες μέ τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας κατέλαβον τό Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως, καί ἀπαιτοῦσαν νά ἀναγνωρίζωνται καί νά μνημονεύωνται ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Καί ὁ Ἰωάννης ὁ Βέκκος, δηλαδή, καί ὁ Μητροφάνης στίς δύο ἀντίστοιχες περιπτώσεις, μέ τήν στήριξι τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καί τήν ψήφισί των ἀπό ὁμοίους των Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἀπό φόβο καί δειλία εἴτε ἀπό τίς πολιτικές καί στρατιωτικές ἀνάγκες τῶν καιρῶν, συμβιβάστηκαν στήν ἀποδοχή τῶν παπικῶν ἀξιώσεων καί ἀνεγνώρισαν τόν Παπισμό ὡς Ἐκκλησία, μέ ὅλες φυσικά τίς πλάνες του.





Αὐτή ἡ ὁμοιότης σέ ἀπόλυτη ἀντιστοιχία ὑπάρχει καί σήμερα. Δηλαδή οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές ἔχουν καταλάβει ὄχι ἕνα, ἀλλά ὅλα τά Πατριαρχεῖα, ψηφίζονται ἀπό ὁμοίους των αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, χωρίς μάλιστα νά ὑπάρχη καμμία ἀνάγκη ὅπως τότε, καί ἀπαιτοῦν τήν ὑποταγή, τήν ἀναγνώρισι καί μνημόνευσι τῶν πάντων, καί φυσικά καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν. Διά τῆς μνημονεύσεως δέ καί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, γίνεται ὄχι μόνον ἀναγνώρισις τῆς αἱρέσεως, ἀλλά καί ταύτησις μέ αὐτή κατά τήν πίστι, ὁπότε καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές σήμερα εἶναι ἐνσωματωμένοι καί συνοδοιπόροι μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς. Ἄρα λοιπόν ταυτίζονται, ὄχι μέ τούς πρό τῆς ἑνώσεως Λατινόφρονες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν κυρίως κάποιοι πολιτικοί ἄρχοντες καί μερικοί παρατρεχάμενοι κληρικοί, ἀλλά μέ τούς μετά τήν ἕνωσι Λατινόφρονες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταλάβει τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία.





Ἀπό αὐτούς, παρ’ ὅτι δέν εἶχαν καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀποτειχίσθηκαν καί, ἄρα, καμμία σχέσι δέν ὑπάρχει μέ τούς σημερινούς Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὑποτεταγμένοι καί συνοδοιπόροι τῶν αἱρετικῶν.





Πρέπει νά σημειωθῆ, ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μέ ὅλες τίς δυσκολίες της, δέν εἶχαν ἐφεύρει καινούριους τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρέσεων, ὅταν αὐτοί (οἱ αἱρετικοί) κατεῖχαν τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία, ἐνῶ σήμερα οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἔχουν θεωρητικά καί πρακτικά κατ’ οὐσίαν ἀποτειχισθῆ ἀπό τούς Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, διότι ἔχουν ἐφεύρει νέους τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν ἰδίων μέ τότε αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι τρόποι, θεωρητικά στηρίζονται στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Ἔτσι κατ’ οὐσίανκαταργεῖται ἡ πατερική ὁδός τῆς ἀποτειχίσεως καί εἰσάγεται ἡ ὁδός τῆς συνυπάρξεως μέ τούς αἱρετικούς. Αὐτό, ἀκριβῶς, ἀποτελεῖ τή βασική θεωρία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τόν ὁποῖο, πατέρες, ὠνομάσατε «παναίρεσι». Δίδεται δέ ἀκόμη διά τῆς καινοτόμου αὐτῆς μεθόδου ἡ εὐκαιρία καί ἡ ἐξουσία, νά κατευθύνουν τά ἐκκλησιαστικά πράγματα οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί, πρᾶγμα πρωτάκουστο καί ἀδιανόητο γιά τούς Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.





Ἔτσι λοιπόν, οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί ποιμένες εἰσάγουν τήν Ὀρθοδοξία στό Π.Σ.Ε., ὡς ἰσότιμο μάλιστα μέλος, ἀναγνωρίζουν τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, χωρίς φυσικά αὐτοί νά μετανοήσουν καί νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία, γκρεμίζουν τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ διά τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων, διευρύνουν τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας –κατά βούλησι– διά τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας, ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά διά τῶν συμπροσευχῶν καί συνιερουργιῶν μέ αὐτούς κλπ. Ὅλα αὐτά τά πράττουν μέ τήν εὐλογία καί ἀναγνώρισι τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι κατά τά ἄλλα θεωροῦν τούς ἑαυτούς των συνεχιστές τῶν μεγάλων Πατέρων, τῶν πρό τῆς πτώσεως τῆς Κων/πόλεως, οἱ ὁποῖοι, ἀντιθέτως, διά τῆς ἀποτειχίσεως ἔσωσαν τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν παπική λαίλαπα.





Μετά τά ἀνωτέρω, μέ τά ὁποῖα προσπάθησα, πατέρες, νά σᾶς ἀποδείξω τήν ὁμοιότητα τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τούς μετά τήν ἕνωσι Λατινόφρονες, θά προσπαθήσω νά σᾶς ἀποδείξω, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, τήν ἀνομοιότητα καί παντελῆ διαφορά τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τούς πρό τῆς ἑνώσεως Πατέρες. Δι’ αὐτό θά ἀναφερθῶ εἰς τά γεγονότα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, στηριζόμενος εἰς τά ἀπομνημονεύματα τοῦ Σιλβέστρου Συρόπουλου, τά ὁποῖα κατά γενική ὁμολογία ἀποτελοῦν τήν ὀρθόδοξη ἐξιστόρησι τῶν γεγονότων καί μᾶς διασώζουν αὐθεντικῶς τήν ἱστορική ἀλήθεια.





Ἐδῶ, κατ’ ἀρχάς, πρέπει νά σᾶς ἐγκαλέσω γιά δολιοφθορά καί ἐξαπάτησι, διότι θέλετε νά ἀποδείξετε ὡς Λατινόφρονες τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς πρό τῆς Συνόδου, ὥστε νά ἀποδειχθῆ ἀβίαστα ὅτι ὁ ἅγ. Μᾶρκος ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μέ Λατινόφρονες Ἀρχιερεῖς καί Πατριάρχες καί δέν ἀποτειχίζετο ἀπό αὐτούς. Γράφετε συγκεκριμένα στή σελ. 48 τά ἑξῆς: «Ὁ αὐτοκράτωρ ἔπειτα ἀπό ἀπαίτησι τοῦ παπικοῦ ἀντιπροσώπου, ἔπεισε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς νά μήν ἀπαιτήσουν ἀπό τούς τοποτηρητές τους νά ἀποδεχθοῦν μία ἕνωση σύμφωνη μέ “τάς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας”, ἀλλά ἀντιθέτως ὁποιαδήποτε μορφή ἑνώσεως θά ἀποφασιζόταν κατά τήν ἑνωτική Σύνοδο».










Αὐτό, πατέρες, εἶναι ψευδές καί ἀπορῶ πῶς τό ἰσχυρίζεσθε, ψαλιδί-ζοντας ἤ μᾶλλον κατακρεουργώντας ὅλο τό κείμενο στό ὁποῖο στηρίζεσθε. Τό πλῆρες κείμενο τοῦ Συρόπουλου ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐπεί δέ οἱ πατριάρχαι ὑπετύπουν τούς τοποτηρητάς ἐν τοῖς γράμμασιν, ὅπως ὀφείλουσι περί τῆς ἑνώσεως διατεθῆναι (ἔγραφον γάρ ὅτι, ἐάν γένηται νομίμως καί κανονικῶς καί κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῇ ἤ καινοποιηθῇ, οὕτως ἵνα στέρξωσι καί αὐτοί καί συντεθῶσι τῷ γενησομένῳ), μαθών ταῦτα ὁ φρά Ἰωάννης καί ζητήσας καί ἰδών τά γράμματα, ἀνέδραμεν εὐθύς εἰς τόν βασιλέα καί εἶπεν, ὅτι∙ Τά τοιαῦτα γράμματα, εἰ φανῶσι ἐν τῇ συνόδῳ, μεγάλως σκανδαλίσουσι τούς ἐκεῖ, καί ἐγώ μετά τοιούτων γραμμάτων οὐκ ἐλεύσομαι εἰς τήν σύνοδον∙ εἰ γάρ εἰμι ἐνταῦθα ὡς ἐκείνων ἐπίτροπος, παρέχω δέ καί τάς ἐξόδους τῶν ἐκεῖσε ἀπελευσομένων, εἶτα οὐ φροντίσω περί τῶν γραμμάτων τῶν φανησομένων ἐκεῖσε, ἵνα ὑπάρχωσι πρός ἀνάπαυσιν καί τιμήν τῆς συνόδου, τί ἐροῦσιν ἐκεῖνοι πρός ἐμέ; Τί δέ ἀπολογήσομαι ἐγώ πρός ἐκείνους; Οὐ γάρ διά γραμμάτων ὑποτυποῦν χρή τούς τοποτηρητάς, ὅτι, εἰ οὕτω γένηται, ἵνα στέργωσιν, εἰ δ’ ἄλλως, μή στέργωσιν, ἀλλ’ ἁπλῶς οὕτω καί ἐλευθέρως διδόναι αὐτοῖς ἄδειαν στέργειν πᾶν ὅπερ ἄν φανῇ καλόν κοινῶς πάσῃ τῇ συνόδῳ∙ διορθωθήτω δή τό περί τούτου ὡς ἐγώ εἰσηγοῦμαι∙ ἄνευ γάρ τοιαύτης διορθώσεως οὐδέ τῇ ἁγίᾳ βασιλείᾳ σου συμβουλευσάμην ἄν ἔγωγε παραγενέσθαι ἐν τῇ συνόδῳ.





»Πείθεται τούτοις ὁ βασιλεύς καί σκεψάμενος τήν περίληψιν τοῦ γράμματος τῆς τοποτηρήσεως, ἐντεῦθεν ἐκτίθησι κατά τό αὐτῷ τε καί τῷ φρά Ἰωάννῃ δοκοῦν, καί στέλλει τοῦτο τοῖς πατριάρχαις μετά μοναχοῦ Θεοδοσίου τοῦ Ἀντιόχου, ἀναθείς αὐτῷ καί λόγους, οὕς ἤθελε, γράψας δ’ εἰς πλάτος καί τοῖς πατριάρχαις, ὅτι· Τά μέν γράμματα τῶν τοποτηρήσεων γραφήτωσαν ἴσα κατά πάντα τῷ νῦν στελλομένῳ παρ’ ἡμῶν διά τό τίμιον καί τῆς συνόδου καί τῶν τοποτηρητῶν καί ὑπογραφήτωσαν παρ’ ὑμῶν· οὕτω γάρ καί ἡ τάξις ἀπαιτεῖ γράφεσθαι ταῦτα. Γινώσκετε δέ ὡς ἡμεῖς οὐδέν ἄλλο ποιήσομεν, εἰ μή ὅπερ ἐγράψατε καί ὑμεῖς· οὐδέ γάρ μεταποιῆσαί τι βουλόμεθα ἤ παρασαλεῦσαι, ἀφ’ ὧν παρελάβομεν ἀπό τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέ προσθεῖναί τι τούτοις ἤ ἀφελεῖν, ἐξ ὧν κατέχομεν καί πιστεύομεν μέχρι τοῦ νῦν καί πρεσβεύομεν, ἀλλ’ ἐμμενοῦμεν τούτοις ἀνενδοιάστως. Μή οὖν ἐνοχλήτω ὑμῖν ἕτερός τις λογισμός, ἀλλά ποιήσατε τά γράμματα καθώς γράφομεν, ἐπειδή ἔχετε πληροφορίαν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς ποιήσομεν ἄλλο παρό βούλεσθε.





»Μετά τοιούτων γραμμάτων καί λόγων ἀπελθών ὁ Ἀντίοχος πείθει τούς πατριάρχας· οἱ δέ ἐνέδωκαν μεταγραφῆναι τά γράμματα τῶν τοποτηρήσεων ἴσα τῷ ἐντεῦθεν σταλέντι. Μετέγραψαν οὖν καί ἐτέλεσαν ταῦτα, ἐνήλλαξαν δέ καί τά πρόσωπα τῶν τοποτηρητῶν καί διεκόμισεν αὐτά ὁ Ἀντίοχος, καί ἠρκέσθησαν εἰς αὐτά ὁ βασιλεύς τε καί ὁ φρά Ἰωάννης. Τοιαύτας προκαταστάσεις παρεῖχεν ἡμῖν ὁ δεφένστωρ τῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας δογμάτων» (Σιλβ. Συρόπουλου ἀπομνημονεύματα, τμῆμα Γ, παρ. 5,6, σελ. 166).





Εἰς τό κείμενο αὐτό ὁ Συρόπουλος μᾶς παρέχει τήν πληροφορία ὅτι οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ὁμοφώνως παρήγγειλαν στούς τοποτηρητές των, τότε μόνο νά ὑπογράφουν στή Σύνοδο: «ἐάν γένηται νομίμως καί κανονικῶς καί κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῆ ἤ κοινοποιηθῆ».





Τό φρόνημα αὐτό τῶν Πατριαρχῶν πρό τῆς Συνόδου, νομίζω θά συμφωνεῖτε, πατέρες, ὅτι ἦταν ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξο. Ἐν συνεχείᾳ, ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ ἐπείστηκε ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τοῦ Πάπα, ἐξαπάτησε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, νά ἀλλάξουν τά συστατικά γράμματά των πρός τούς ἀντιπροσώπους των, ὑποσχόμενος ὅτι θά εἶναι ὑπεύθυνος αὐτός εἰς τό νά διαφυλαχθῆ ἡ ἀπαίτησις τῶν Πατριαρχῶν περί ἐμμονῆς τῶν ἀντιπροσώπων εἰς τήν ὀρθόδοξο πίστι καί Παράδοσι: «Γινώσκετε δέ ὡς ἡμεῖς οὐδέν ἄλλο ποιήσομεν, εἰ μή ὅπερ ἐγράψατε καί ὑμεῖς· οὐδέ γάρ μεταποιῆσαί τι βουλόμεθα ἤ παρασαλεῦσαι, ἀφ’ ὧν παρελάβομεν ἀπό τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέ προσθεῖναί τι τούτοις ἤ ἀφελεῖν, ἐξ ὧν κατέχομεν καί πιστεύομεν μέχρι τοῦ νῦν καί πρεσβεύομεν, ἀλλ’ ἐμμενοῦμεν τούτοις ἀνενδοιάστως. Μή οὖν ἐνοχλήτω ὑμῖν ἕτερός τις λογισμός, ἀλλά ποιήσατε τά γράμματα καθώς γράφομεν, ἐπειδή ἔχετε πληροφορίαν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς ποιήσομεν ἄλλο παρά βούλεσθε».





Ἡ ἀλλαγή τῶν γραμμάτων ἔπρεπε νά γίνη γιά τυπικούς καί προσεγγιστικούς λόγους: «Τά μέν γράμματα τῶν τοποτηρήσεων γραφήτωσαν ἴσα κατά πάντα τῷ νῦν στελλομένῳ παρ’ ἡμῶν διά τό τίμιον καί τῆς συνόδου καί τῶν τοποτηρητῶν καί ὑπογραφήτωσαν παρ’ ὑμῶν». Μέ τίς ὑποσχέσεις καί διαβεβαιώσεις τοῦ βασιλέως ἐπείστηκαν οἱ Πατριάρχες καί ἄλλαξαν τά γράμματα: «οἱ δέ ἐνέδωκαν μεταγραφῆναι τά γράμματα τῶν τοποτηρήσεων ἴσα τῷ ἐντεῦθεν σταλέντι».





Ἀπό αὐτά τά ἱστορικά στοιχεῖα τοῦ Συρόπουλου γίνεται ὁλοφάνερο ὅτι αὐτό πού γράφετε, «Ὁ αὐτοκράτωρ ἔπειτα ἀπό ἀπαίτησι τοῦ παπικοῦ ἀντιπροσώπου, ἔπεισε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς νά μήν ἀπαιτήσουν ἀπό τούς τοποτηρητές τους νά ἀποδεχθοῦν μία ἕνωση σύμφωνη μέ “τάς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας”, ἀλλά ἀντιθέτως ὁποιαδήποτε μορφή ἑνώσεως θά ἀποφασιζόταν κατά τήν ἑνωτική Σύνοδο», εἶναι χονδροειδές ψεῦδος· διότι ὁ αὐτοκράτωρ ὄχι μόνον δέν ἔπεισε τούς Πατριάρχες, ὅπως ἐσεῖς φλυαρεῖτε, ἀλλά τούς ὑποσχέθηκε ὅτι ὅλα θά γίνουν, ὅπως αὐτοί ἐντέλλονται στά πρῶτα καί αὐστηρά γράμματά των καί ὑπεύθυνος δι’ αὐτό θά ἦτο ὁ ἴδιος. Ἁπλῶς ἡ ἀλλαγή τῶν γραμμάτων θά ἐγίνετο γιά λόγους φιλοφροσύνης.





Μία ἐπί πλέον ἀπόδειξις ὅτι εἶναι ψευδεῖς οἱ ἰσχυρισμοί σας, εἶναι τό ὅτι –μετά τήν ἐπιστροφή τῶν ἀντιπροσώπων ἀπό τήν Ἰταλία– οἱ τρεῖς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς συγκρότησαν, ὅπως γράφετε, Σύνοδο καί ἀπεκήρυξαν τήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας. Ἄν δηλαδή, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, εἶχαν πεισθῆ πρό τῆς Συνόδου νά ἀποδεχθοῦν συμβιβαστική ἕνωσι, τώρα, μετά τήν Σύνοδο, γιατί τήν ἀπεκήρυξαν;





Ἡ προσπάθειά σας ὅμως, πατέρες, εἶναι νά τούς παρουσιάσετε ὡς Λατινόφρονες πρό τῆς Συνόδου, γιά νά δικαιολογηθῆ ἡ μή ἀποτείχισις τοῦ ἁγ. Μάρκου ἀπό αὐτούς κι ἐσεῖς, φυσικά, νά παρουσιασθῆτε ὡς διάδοχοι καί ἀκριβεῖς ἀκόλουθοί του. Πρός τόν σκοπό αὐτό χρησιμοποιεῖτε ὅλα τά μέσα, θεμιτά καί ἀθέμιτα, προφανῶς διότι δι’ ἐσᾶς «ὁ σκοπός ἁγιάζει τά μέσα».





Θά σᾶς παρουσιάσω ἐν συνεχείᾳ, τό πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας φρόνημα τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ καί τῶν ὑπολοίπων Ἀρχιερέων καί λοιπῶν κληρικῶν, καθώς καί τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων, γιά νά διαπιστωθῆ τό κατά πόσο Λατινόφρονες ἦσαν, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας αὐτοί, μέ τούς ὁποίους ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιατικά ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός. Αὐτά τά κείμενα θά τά δανεισθῶ ἀπό μία μικρή μελέτη, ἡ ὁποία ἔγινες σέ παρόμοια ἔνστασι περί Λατινοφρόνων καί ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας τοῦ ἁγ. Μάρκου μέ αὐτούς.





Κατ’ ἀρχάς, ὁ Συρόπουλος μᾶς μεταφέρει τήν στάσι τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ, ὅταν ἄρχισε νά συζητεῖται ὅτι ἡ Σύνοδος θά ἐγίνετο εἰς τήν Ἰταλία: «Ἀλλά καί ὁ πατριάρχης ἔκτοτε λίαν ἡγούμενος ἐπαχθές τό γενέσθαι τήν σύνοδον ἐν τόπῳ καί ἐξουσίᾳ λατινικῇ καί λέγων πολλάκις ὡς εἰ ἐκεῖσε γένηται, οὐκ ἔσται καλόν τό συμπέρασμα τῆς Συνόδου, καί δεικνύων ἑαυτόν μηδόλως βουλόμενον ἐκεῖσε παραγενέσθαι, ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καθήμενος ἐν τῷ κελλίῳ αὐτοῦ μετά καί ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων, παρόντων καί δύο ἐκ τοῦ παλατίου ἀρχόντων, εἴρηκεν, ὅτι· Λέγουσι γενέσθαι τήν σύνοδον ἐν τῇ Ἰταλίᾳ καί ἀπελθεῖν τούς ἡμετέρους ἐκεῖσε καί καρτερῆσαι ἐν τῇ συνόδῳ καί ἔχειν τάς ἐξόδους καί τῆς ὁδοῦ καί τῶν σιτηρεσίων παρ’ ἐκείνων. Ἐν γοῦν τῷ ἀπελθεῖν οὕτω καί ἐκδέχεσθαι καί τήν ἡμερησίαν τροφήν ἐξ ἐκείνων, ἤδη γίνονται δοῦλοι καί μισθωτοί, ἐκεῖνοι δέ κύριοι· καί πᾶς δοῦλος τό θέλημα τοῦ κυρίου αὐτοῦ ὀφείλει ποιεῖν καί πᾶς μισθωτός τήν ἐργασίαν τοῦ μισθοῦντος αὐτόν ἐργάζεται καί πᾶς ὁ μισθῶν τινα τούτου χάριν τόν μισθόν παρέχει ἵνα ὁ μισθούμενος πληροῖ πᾶν ὅπερ ὁ μισθῶν αὐτόν προστάξει· εἰ δέ μή γε, οὐ παρέχει αὐτῷ τόν μισθόν. Εἰ γοῦν ἐκεῖνοι κρατήσουσι τό σιτηρέσιον, τί ποιήσουσιν οἱ ἡμέτεροι; καί εἰ οὐ θελήσουσιν ὑποστρέψαι τούς ἡμετέρους δι’ ἰδίων ἐξόδων τε καί πλευσίμων, τί ἄρα ἕξουσιν οὗτοι ποιῆσαι; κατά τί οὖν συμφέρει τούτους τούς ὀλίγους, τούς ξένους, τούς πένητας ἀπελθεῖν εἰς τούς πολλούς, τούς πλουσίους, τούς σοφούς, τούς ὑπερηφάνους, τούς ἐντοπίους, καί εἰς αὐτούς δουλωθῆναι;





»Εἶτα καί περί πίστεως καί εὐσεβείας συζητεῖν καί διδάσκειν αὐτούς, οὐκ ἔνι τοῦτο καλόν, οὐκ ἔνι· ἐμοί δοκεῖ ὅτι οὐδόλως συμφέρει ἡμῖν τοῦτο. Δύναται δέ ὁ βασιλεύς ποιῆσαι ἐνταῦθα τήν σύνοδον, εἰ θελήσει, καί ἄνευ ἐξόδων, ἐπεί οἱ ἐλευσόμενοι ἐκ τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας ἐνταῦθα δι’ ἰδίων ἐξόδων ἐλεύσονται· εἰ δέ καί ἐξόδων δεηθῇ δύναται ἐπέκεινα τῶν ἑκατόν χιλιάδων συνᾶξαι ὑπέρπυρα. Καί εὐθύς μέν ἀκουσθέν τοῦτο δόξει ἀπίθανον· ἐγώ δέ δείξω πῶς ἔσται τοῦτο καί δυνατόν καί εὔκολον» (Ἀπομνημονεύματα Σιλβέστρου Συρόπουλου, Les Memoires De S. Syropoulos, τμῆμα Β΄, παρ. 19,σελ. 120).





Οἱ βασικές, λοιπόν, θέσεις τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ ἦταν, ὅτι δέν ἤθελε νά γίνη ἡ Σύνοδος στήν Ἰταλία, ἀλλά στήν Κων/πολι· ὅτι, ἐάν ἐπήγαιναν ἐκεῖ θά ἐγίνοντο δοῦλοι τῶν Παπικῶν, ἐφ’ ὅσον αὐτοί θά τούς συντηροῦσαν κατά τό ταξίδι καί θά ἀναγκάζοντο ὡς δοῦλοι νά κάνουν τό θέλημά των· ὅτι δέν τούς συνέφερε νά συζητήσουν περί πίστεως στό μέρος τό δικό τους, διότι αὐτοί ἦταν οἱ κατά κόσμον ἰσχυροί, οἱ πλούσιοι καί οἱ ἐγωϊστές καί, βεβαίως, ὑπονοοῦσε ὅτι ἦτο δυνατόν τελικῶς νά μήν τά «βροῦν», κατά τό δή λεγόμενο, μεταξύ των εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ἐνῶ ἀγωνιοῦσε γιά τό ποιός θά τούς ἐπέστρεφε πίσω καί ποιός θά τούς ἔδιδε σιτηρέσιο. Δέν νομίζω, πατέρες, ὅτι θά ἠδύνατο κάποιος Ὀρθόδοξος σέ ἀνάλογες δύσκολες περιστάσεις νά τηρήση ἀκριβέστερη καί ὀρθοδοξότερη γραμμή.





Ἐν συνεχείᾳ ὁ Πάπας, φοβούμενος μήπως οἱ Ὀρθόδοξοι προτιμήσουν νά πᾶνε στή Σύνοδο τῆς Βασιλείας, ἡ ὁποία ἦταν πολέμιός του, ἐδέχθη νά γίνη ἡ Σύνοδος εἰς τήν Κων/πολι, ἀλλά ἐζήτησε διά τοῦ ἀντιπροσώπου του νά προΐσταται εἰς τήν Σύνοδο ὁ ἰδικός του τοποτηρητής. Οἱ Ὀρθόδοξοι, κατόπιν συσκέψεως μέ τόν Πατριάρχη, ἀπέρριψαν τό αἴτημά του, στηριζόμενοι εἰς τήν παράδοσι, ἡ ὁποία ὑπῆρχε κατά τίς προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους: «Ὕστερον δέ μαθών ὁ πάπας τήν πρός τήν σύνοδον πρεσβείαν τοῦ βασιλέως, καί εἰδώς ὅτι πρός καταστροφήν αὐτοῦ ἔσται, εἰ ἐπιδημήσει καί ἡ τῶν ἀνατολικῶν σύνοδος πρός τούς ἐν τῇ Βασιλείᾳ, εὐθύς στέλλει ἐνταῦθα μετά γραμμάτων τόν Κορώνης Χριστοφόρον καί συντίθεται πρός τό γενέσθαι ἐνταῦθα τήν σύνοδον. Εὑρέθη οὖν καί ὁ πατριάρχης καί πάντες σχεδόν πρόθυμοι πρός τοῦτο· καί ἐζήτησεν ὁ Χριστοφόρος, ἵνα ὁ ἐλευσόμενος λεγάτος καθίσῃ πρῶτος ἐν τῇ συνόδῳ, ἐπεί ὡς πρόσωπον ἔσται τοῦ πάπα καί τά δίκαια ἐκείνου ἤτοι τά πρωτεῖα ἔχειν ὀφείλει. Ἐγένετο οὖν σκέψις περί τούτου καί βουλή μετά τῶν ἀρχιερέων καί τῶν ἀρχόντων τῆς Ἐκκλησίας ἐνώπιον τοῦ πατριάρχου, καί εὗρον καί ἀπό τινων συνοδικῶν καί ἔδειξαν ὅπως οὐ δεῖ τοῦτο γενέσθαι· ποῦ γάρ ἐγχωρεῖ καθημένου τοῦ γνησίου πατριάρχου ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτοῦ Ἐκκλησίᾳ, ἑτέρου τοποτηρητήν ὑπερέχειν αὐτοῦ, ὅπου γε οὐδέ ἐν τῇ πέμπτῃ συνόδῳ γέγονε τοῦτο, παρόντος ἐνταῦθα καί τοῦ Βιγιλλίου πάπα σωματικῶς» (ὅπ. ἀν. ΙΙ, παρ. 24, σελ. 128). Ἐδῶ βλέπομε τήν ἀκρίβεια τῶν Ὀρθοδόξων καί εἰς τά ἐξωτερικά καί τυπικά σημεῖα τῆς μελετωμένης Συνόδου.





Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπίσης, εἶχον τήν συναίσθησι ὅτι, ἐφ’ ὅσον τελικά ἀποφασίσθηκε νά γίνη ἡ Σύνοδος στήν Ἰταλία, θά ἐπήγαιναν νά ὁμολογήσουν τήν ἀλήθεια εἰς τά τῆς πίστεως. Ἦταν ὅμως δυνατόν νά μήν γίνη ἀποδεκτή ἡ ὁμολογία των καί κατά συνέπεια δέν θά ἐγένετο ἡ ἕνωσις. Ἔπρεπε λοιπόν νά ἐξασφαλισθῆ εἰς τήν περίπτωσι αὐτή ἡ ἐπιστροφή των, καί αὐτό τό ἐζήτησαν γραπτῶς.





Ὁ Συρόπουλος περιγράφει τά γεγονότα ὡς ἑξῆς: «Τῇ δέ ὑστεραίᾳ συνήλθομεν ἐν τῇ σεβασμίᾳ μονῇ τοῦ Βάσσου, ἐχόντων τῶν συνοδικῶν καί γραμματικόν μεθ’ ἑαυτῶν ἐκ τοῦ Γαλατᾶ. Εἶπον οὖν ὀλίγους τινάς λόγους, καί εὐθύς ἐνεφάνισεν ὁ Χριστοφόρος ἔγγραφον οἰκειόχειρον διαλαμβάνον ἀρκούντως καί πεπλατυσμένως, ὅπως ἔχει πᾶσαν ἄδειαν καί ἔνδοσιν ἀπό τοῦ πάπα, ἵνα συνεργήσῃ καί αὐτός τοῖς συνοδικοῖς εἰς εἴ τι ἄν ἐθέλωσι, καί στέρξῃ καί αὐτός ὡς ἀπό τοῦ πάπα πᾶν, ὅπερ ἄν ποιήσωσιν. Ἤδη οὖν στέργει αὐτός πάντα τά παρ’ αὐτῶν πραττόμενα, καί στέρξει ταῦτα καί ὁ πάπας ἀναμφιβόλως, ὡς καί αὐτός πληροφορεῖ τοῦτο. Ἔδοξεν οὖν πᾶσιν ἰσχυρόν τε καί ἀρκετόν τό γράμμα, ὅπερ ὁ Χριστοφόρος ἔδωκεν. Οἱ δέ ἔλαβον μέν καί τοῦτο πλήν οὐκ ἠρκέσθησαν, ἀλλ’ εἶπον τῷ γραμματικῷ, ὅν ἔφερον, καί ἔγραψεν ἅπερ ἐκείνοις ἤρεσεν. Ἐπεί δέ εἴδομεν καί ἡμεῖς συμπεραινόμενα τά τοῦ δεκρέτου, ἐπετέθημεν ἐκείνοις περί τῆς ὑποστροφῆς, ἵνα δηλονότι προστεθῇ τό “Καί εἰ οὐ γένηται ἕνωσις, ἐπανασώσωσι τούς ἡμετέρους ἐνταῦθα μετά τῶν αὐτῶν κατέργων καί ἐξόδων”. Οἱ δέ πάλιν λόγοις μέν ἔλεγον τοῦτο, γράψαι δέ οὐκ ἤθελον, μόλις δέ ποτε εἶπον γράψαι καί δοῦναι ἡμῖν δι’ ἰδίου γράμματος· ἡμεῖς δέ οὐκ ἠθελήσαμεν τοῦτο, ἀλλ’ ἐζητήσαμεν γραφῆναι ἐν τῷ δεκρέτῳ· οἱ δέ οὐκ ἠθέλησαν» (ὅπ. ἀν. παρ. 47, σελ. 154).





Ἐδῶ κατανοοῦμε ὅτι, ἄν τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων ἦτο συμβιβαστικό, δέν θά ἔθετον θέμα μή πραγματοποιήσεως τῆς ἑνώσεως καί ὡς ἐκ τούτου τῶν κατά συνέπεια ἐπακολουθησάντων προβλημάτων.





Ἀλλά καί οἱ πολιτικοί ἄρχοντες φαίνεται ὅτι πρό τῆς ἀναχωρήσεως εἰς τήν Ἰταλία εἶχον αὐστηρῶς ὀρθόδοξον φρόνημα. Ὁ Συρόπουλος στήν ἴδια αὐτή σύναξι μέ τούς ἀντιπροσώπους τοῦ Πάπα ἀναφέρει σχετικά μέ τόν Κατακουζηνό τά ἑξῆς: «Καί εὐθύς λέγει ὁ Καντακουζηνός μετά σφοδροῦ τοῦ ζήλου πρός τόν Ἰωάννην· Σύ μέν λέγεις ὅτι ἔνθα ἀπεφήνατο ἡ σύνοδος ὑμῶν, ἥτις ἔνι μερική καί οὐδέ ἀξίωμα ἔχει ὡς πρός τάς οἰκουμενικάς Συνόδους, ὅτι οὐδείς ἔχει ἄδειαν προσθεῖναι μίαν κεραίαν· εἰς δέ τό ἅγιον σύμβολον, ὅπερ ἐβεβαίωσαν ἅπασαι αἱ οἰκουμενικαί σύνοδοι καί εἰς ὅ ἀπεφήναντο μήτε προσθεῖναι μήτε ἀφελεῖν, προσεθήκατε. Λοιπόν λέγω καί ἐγώ· Ἀνάθεμα τοῖς προστεθεικόσιν ἐν τῷ ἁγίῳ συμβόλῳ» (ὅπ. ἀν. παρ. 48, σελ. 156).





Πρέπει, ἐπίσης, νά σημειωθῆ ὅτι ὁ βασιλεύς, πρίν μεταβῆ στήν Ἰταλία, ὄχι μόνον ἐδείκνυε ὅτι ἔχει ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά καί διέταξε νά γίνουν προπαρασκευαστικές συνάξεις διά νά συζητήσουν οἱ Ὀρθόδοξοι τό πῶς θά ἀντιμετωπίσουν μέ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τούς Παπικούς: «Ἐν ὅσῳ δέ οἱ δηλωθέντες πρέσβεις ἀποδημοῦντες ἐτύγχανον, ὁ βασιλεύς σκοπόν ἔθετο συναθροῖσαι τούς ἐλλογίμους τῶν ἡμετέρων καί σκέψασθαι πόθεν ἄν εἴη ἁρμοδιώτερον ἄρξεσθαι τῶν πρός Λατίνους λόγων καί πῶς μέλλουσι προβαίνειν αἱ διαλέξεις. Ὥρισεν οὖν καί συνήχθησαν ὁ Ἐφέσου καί ὁ Ἡρακλείας, οἱ ἄρχοντες τῆς Ἐκκλησίας οἱ σταυροφόροι, πνευματικός ὁ κῦρ Γρηγόριος καί ἱερομόναχος κῦρ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός· παρῆν δέ καί ὁ βασιλεύς μετά τῶν μεσαζόντων καί διδασκάλου τοῦ Σχολαρίου καί τοῦ Κριτοπούλου. Ὥρισεν οὖν ὁ βασιλεύς, ὅτι· Ἐπεί ἐστείλαμεν πρέσβεις πρός οὕς εἴχομεν χρείαν ὥστε ἐπιδημῆσαι εἰς τήν σύνοδον, καί ἐκδεχόμεθα ἵνα μετ’ ἐκείνων καί ἡμεῖς ἀπέλθωμεν εἰς τήν Ἰταλίαν, εἰ ὁ Θεός εὐδοκήσοι, ἴσως μέν ὁ καιρός ἐκεῖνος καί τά πράγματα διδάξουσιν ἡμᾶς ἀκριβέστερον τότε πόθεν ἄν ἀρξώμεθα καί πῶς πρός Λατίνους διαλεξώμεθα· ἀλλ’ ἵνα μή πάντῃ ἀργοί τόν καιρόν ζημιώμεθα, ἔδοξέ μοι καλόν ἵνα καί ἀπό τοῦ νῦν σκεπτώμεθα περί τούτου καί προγυμναζώμεθα εἰς τά περί ὧν ἡ τοιαύτη ἀπαιτεῖ ὕλη. Ἤδη οὖν χάριν τούτου συνήχθητε καί εἰπάτω ἕκαστος τό δοκοῦν αὐτῷ.





»Εἶπεν οὖν πρῶτον ὁ Καντακουζηνός ὁ μεσάζων ὅτι· Ἐμοί δοκεῖ καλόν ἵνα ὁ ταχθησόμενος τούς πρός ἐκείνους ποιεῖσθαι λόγους εἴπῃ ἡμέρως καί φιλικῶς μετά τῆς προσηκούσης κατασκευῆς καί τιμῆς καί οἰκονομίας ὅτι τό αἴτιον τοῦ σχίσματος ἐγένετο ἀπό τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης. Διορθωθήτω γοῦν τό περί τούτου, καί οὕτω προχωρήσομεν καί εἰς τούς ἐφεξῆς λόγους. Εἶπον δέ καί οἱ ἄλλοι οἱ μέν τά αὐτά, οἱ δέ ἕτερα» (ὅπ. ἀν. παρ. 8, σελ. 168).





Ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, πατέρες, οἱ σημερινοί ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων στούς θεολογικούς διαλόγους, οὔτε κατά τό δή λεγόμενο στό «νυχάκι» δέν ὁμοιάζουν μέ τούς τότε ἐμπερίστατους Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι τελικῶς, πλήν τοῦ ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἐνικήθηκαν κατά κράτος. Αὐτούς λοιπόν, πού εἶχαν τὸ περιγραφέν φρόνημα, πρίν ἀπό τήν ἀναχώρησι στήν Ἰταλία, τούς ὀνομάζετε Λατινόφρονες. Κι ἂν αὐτοὺς θεωρεῖτε ὡς Λατινόφρονες, τότε τούς σημερινούς ἐκπροσώπους, πῶς θά τούς ὀνομάσετε; Καί πῶς θά ὀνομάσετε τούς Πατριάρχες καί Ἀρχιεπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἐν γνώσει των ἀποστέλλουν στούς διαλόγους τέτοιους ἐκπροσώπους; Καί γιατί τέλος πάντων, ἄν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα οἱ σημερινοί ἐκπρόσωποι, δέν ἀρχίζουν τήν συζήτησι ἀπό τό βασικό αἴτιο τοῦ σχίσματος, πού κατά κοινή ὁμολογία εἶναι τό Filioque; Δηλαδή, αἴρουμε τά ἀναθέματα, τούς ἀναγνωρίζομε τά μυστήρια, τούς θεωροῦμε «ἀδελφή ἐκκλησία», συμπροσευχόμεθα κλπ. μαζί των, χωρίς νά ἀρθῆ τό βασικό αἴτιο τοῦ σχίσματος, καί σεῖς, πατέρες τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, τούς μνημονεύετε αὐτούς τούς ἀπατεῶνες, ἐνῶ ὀνομάζετε Λατινόφρονες τούς πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς ἄρχοντες;





Ἐδῶ μᾶλλον πρέπει νά σταματήση ἡ λογική. Πάντως, ἐάν ἔχετε νά παρουσιάσετε στοιχεῖα (ἀπό ὀρθόδοξες βεβαίως πηγές) γιά τήν πίστι τῶν συνεπισκόπων τοῦ ἁγ. Μάρκου, μέ τούς ὁποίους αὐτός εἶχε πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, παρακαλῶ νά τό πράξετε γιά νά μᾶς διαφωτίσετε. Ἐγώ, ἀπό αὐτά πού σᾶς παρέθεσα καί ἄλλα παρόμοια πού παρέλειψα, δέν διακρίνω κάτι τό μεμπτό εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι. Πρέπει, ἐπίσης, νά σημειωθῆ ὅτι ὁ ἅγ. Μᾶρκος ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Ἐφέσου, λίγο πρίν τήν ἀναχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τήν Ἰταλία, διότι τότε ἀκριβῶς ἀπεβίωσε ὁ Ἐφέσου Ἰωάσαφ. Δι’ αὐτό καί στό παρατιθέμενο κείμενο ἀναφέρεται ἀπό τόν Συρόπουλο ὡς Ἱερομόναχος.





Δέν πρέπει –προκειμένου νά καταδείξωμε ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι, πρίν τό ταξίδι στήν Ἰταλία, εἶχαν ὀρθόδοξο καί ἀγωνιστικό φρόνημα– νά παραλείψωμε καὶ αὐτήν τήν παρέμβασι τοῦ Σχολαρίου εἰς αὐτήν τήν συζήτησι. Ὁ Σχολάριος ἀπευθυνόμενος στόν αὐτοκράτορα τοῦ λέγει ὅτι, ἄν ἤθελε νά γίνουν ὅλα σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά μεταβοῦν στήν Ἰταλία καί νά ἀγωνισθοῦν νά ἀποδείξουν τό ὀρθόδοξο δόγμα. Ἄν ὅμως, ἤθελε νά γίνη μία κατ’ οἰκονομίαν ἕνωσις (δηλαδή λόγῳ ἀνάγκης στρατιωτικῆς βοηθείας), τότε δέν ἐχρειάζετο νά γίνη ὅλη αὐτή ἡ διαδικασία, ἀλλά ἀρκοῦσαν τρεῖς ἤ τέσσαρες πρέσβεις πρός ἐκπλήρωσι τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ. Συνεφωνήθη τελικά, νά μεταβοῦν στήν Ἰταλία καί νά ἀγωνισθοῦν ὑπέρ τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, πρός τοῦτο δέ ἄρχισαν νά ἑτοιμάζωνται μελετώντας τόν Καβάσιλα καί συγκεντρώνοντας τά ἀπαραίτητα βιβλία:





«Τότε δή καί ὁ διδάσκαλος ὁ Σχολάριος λόγον ἀνέγνω συμβουλευτικόν, ὅν ἔφθασεν ἤδη ἐκμελετήσας, σοφῶς ἄγαν καί συνετῶς, ὅς καί ἐπῃνέθη παρά πάντων ὡς ἄριστα συγγεγραμμένος καί τά τῆς κρείττονος συμβουλῆς εἰσηγούμενος, ἐν ᾧ μετά τῶν ἄλλων τῶν πολλῶν τῶν σοφῶν τε καί γενναίων καί καλλίστων ἐπιχειρημάτων, διείληπτο καί τοῦτο τεῖνον εἰς τόν βασιλέα, ὡς· Εἰ μέν προϋπετέθη τό ἐξετασθῆναι τήν δόξαν κατά τό ἐγχωροῦν ἀκριβέστατα, καί πᾶν ὅπερ ἄν Θεοῦ διδόντος σαφῶς καί ἀριδήλως διά ρητῶν τῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων ἀποδειχθῇ καί ἀβιάστως ἀποφανθῇ συνοδικῶς, στερχθῇ τοῦτο παρά πάντων ἀνενδοιάστως παρ’ ἐκείνων τε καί παρ’ ἡμῶν, καί μηδεμία τις διαφορά καταλειφθῇ, οὕτω χρή καί τήν σύνοδον καλῶς συνελθεῖν καί πρός τήν Ἰταλίαν ἀφικέσθαι καί ἀγωνιστικῶς ἐξετάσαι καί ἀποδεῖξαι περί ὧν ἄν δεήσοι· εἰ δέ πρόκειται πρός οἰκονομίαν τινά χωρῆσαι ἑνωτικήν, περισσόν ἐστι τό καί τήν ἁγίαν βασιλείαν σου καί τόν ἅγιον τόν πατριάρχην καί τούς λοιπούς κόπους καί κινδύνους ὑποστῆναι καί ἐξόδους πλείστας ὑπέρ τούτου ἀναλωθῆναι μηδέν τι τῇ πατρίδι ἤ τῷ κοινῷ συμβαλούμενας· οἰκονομικήν γάρ ἕνωσιν δυνατόν ἐστι γενέσθαι καί διά πρέσβεων τριῶν ἤ τεσσάρων ἐκεῖσε παραγενομένων, καί τοῦτο ἴσως ἔσται καί τῇ πατρίδι λυσιτελέστερον.





»Ἤρεσεν οὖν πᾶσι σχεδόν καί ἡ τοιαύτη συμβουλή ὡς ἀρίστη. Ὅμως δέ μετά πολλούς λόγους τοιούτους ἔδοξε καλόν, ἵνα ἀναγινώσκηται τό βιβλίον τοῦ ἁγίου τοῦ Καβάσιλα, καί ἐξ ἐκείνου ἐκλέξωνται καί σκέπτωνται ἐν οἷς δεῖ. Ἀνεδέξαντο οὖν τόν τοιοῦτον ἀγῶνα ὁ ἱερομόναχος κῦρ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ὁ δηλωθείς Σχολάριος, καί συνήρχοντο ἐνώπιον τοῦ βασιλέως μετά καί ὀλίγων τινῶν ἐκ τῶν προειρημένων καί ἐσκέπτοντο καί ἐγύμναζον τά ζητήματα, καί περί συναγωγῆς βιβλίων ἐφρόντιζον, ὧν τά μή εὑρισκόμενα ἐνθάδε ἐκ τοῦ Ἁγίου Ὄρους εὑρεῖν ἤλπιζον. Διό καί ἔστειλαν ἐκεῖσε τόν ἡγούμενον τοῦ Καλέως ἱερομόναχον κῦρ Ἀθανάσιον, ἵνα προσκαλέσηται τούς κρείττονας τῶν ἐκεῖσε, φέρῃ δέ καί βιβλία ὅσα ἐζητοῦντο. Ὁ δέ βιβλίον μέν οὐ διεκόμισεν, ἔφερε δέ μόνον δύο ἱερομονάχους, Μωϋσῆν ἐκ τῆς Λαύρας καί Δωρόθεον ἐκ τοῦ Βατοπεδίου, ὡς δῆθεν τοποτηρητάς πάντων τῶν Ἁγιορειτῶν» (ὅπ. ἀν., σελ. 170).





Ἐπιπλέον, δέν πρέπει νά παραξενευτῆτε, πατέρες, ἄν σᾶς ἀναφέρω ὅτι αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι κλπ. μέ τούς ὁποίους πρίν τό ταξίδι εἰς τήν Ἰταλία ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά ὁ ἅγ. Μᾶρκος, εἶχαν ὄχι μόνον ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά καί μαρτυρικό. Διαβᾶστε λοιπόν τί λέγει ὁ Συρόπουλος περί τούτου: «Ἐν ἐκείναις δέ ταῖς ἡμέραις καθημένου τοῦ πατριάρχου καί τά πρός τήν ἀποδημίαν διεξιόντος, παρόντων καί ἐκ τῶν ἀρχιερέων τινῶν, πρός δέ καί ἡμῶν, καί πάντων δεινήν ἡγουμένων τήν μετά τῶν Λατίνων συνέλευσιν καί συζήτησιν καί δειλιώντων μή καί περί τήν ζωήν αὐτῶν τινες κινδυνεύσωσιν, ὁ πατριάρχης μηδεμίαν ἡμᾶς ἔχειν δειλίαν παρηγγυᾶτο· ἔλεγε γάρ πολύ θάρρος ἔχειν καί πληροφορίαν καί ἀπό γραμμάτων καί ἀπό λόγων τῶν ἐρχομένων ἐκεῖθεν, ὡς· Ἀπελθόντων ἡμῶν ἐκεῖσε σύν Θεῷ ὑποδέξονται πάντας μετά πολλῆς τιμῆς καί ἀγάπης καί μεγάλως θεραπεύσουσιν ἡμᾶς καί ἕξομεν πᾶσαν ἄδειαν καί ἐλευθερίαν λέγειν ἅπερ ἄν ἐθέλωμεν, καί ἀποδείξομεν τήν ἡμετέραν δόξαν τῇ τοῦ Χριστοῦ χάριτι καθαρωτάτην καί λαμπροτάτην, καί ὅσον εἰς τά περί τῆς δόξης διδάσκαλοι ἐκείνων φανήσονται οἱ ἡμέτεροι. Θαρρῶ δέ ὅτι καί πεισθήσονται καί στέρξουσι τήν ἡμετέραν δόξαν καί οὕτως ἑνωθησόμεθα. Πόσων οὖν ἀγαθῶν καί στεφάνων ἄξιοι ἐσόμεθα, εἰ τοσοῦτον ἀγαθόν δι’ ἡμῶν γένηται, συναιρομένου Θεοῦ;





»Εἰ δέ τό ἡμέτερον οὐ στέρξουσι, πάλιν ὑποστρέψομεν λαμπροί λαμπρῶς Θεοῦ χάριτι κηρύξαντες τήν ἀληθῆ δόξαν καί τήν ἡμῶν κρατύναντες Ἐκκλησίαν καί μηδέν τι τῆς ἀληθείας παρασαλεύσαντες. Εἰ δέ καί πρός βίαν χωρήσουσιν, ἡμεῖς μέν οὐδόλως τῆς πατρίου καί ὑγιοῦς ἡμῶν δόξης ἐκκλινοῦμεν κατά τι, κἄν βασάνους ἡμῖν ἐπαγάγωσιν, ἀλλά πάντ’ ἄν ὑποσταίημεν, ἤ παρασαλεῦσαί τι ὧν παρελάβομεν ἔκ τε τῶν Ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων, καί ἤ μαρτυρικῶς τελειωθησόμεθα, ἤ μάρτυρες ἐσόμεθα τῇ προαιρέσει· καί τί κρεῖττον ἔσται τοῦ γενέσθαι με ὡς τόν ἅγιον Γεώργιον, ἤ ὡς τόν ἅγιον Δημήτριον; ὁπότερον δ’ ἄν ἐκ τῶν τριῶν γένοιτο, μεγάλην δόξαν καί τιμήν καί σωτηρίαν ψυχικήν ἡμῖν προξενήσει. Διό λέγω ἵνα δῶμεν τήν πρός τό θεῖον ἔργον τοῦτο προαίρεσιν καί προθυμίαν ἡμῶν τῷ Θεῷ καί καταφρονήσωμεν καί κόπων καί κινδύνων ὑπέρ αὐτοῦ, κἀκεῖνος δώσει τήν ἔκβασιν τοῦ πράγματος ἐπί τῷ ἡμετέρῳ συμφέροντι. Ἀλλ’ ὅμως οἴδατε ὅτι ἐγώ ἤμην ὁ δυσχεραίνων ἀεί πλέον πάντων ἐπί τοῖς τοιούτοις, καί μηδόλως συντιθέμενος πρός τό ἀφικέσθαι ἐς Ἰταλίαν· νῦν δέ ὁρᾶτε πῶς παρέβλεψα πᾶσαν δυσχέρειαν καί δειλίαν, καί ἐγενόμην πρόθυμος εἰς αὐτό. Νομίζω οὖν εἶναι καί τοῦτο τοῦ Θεοῦ» (ὅπ. ἀν. παρ. 25, σελ. 186).





Ἀλλά καί εἰς τήν Φερράρα, κατ’ ἀρχάς, τήν ἴδια στάσι κράτησαν. Ἡ ἀρχική, μάλιστα, παρουσία τῆς ὀρθόδοξης ἀντιπροσωπείας μέ προεξάρχοντα τόν ἅγιο Μᾶρκο, ἦταν τόσον ὁμόφωνη καί δυναμική, ὥστε, κατά τόν ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Πάριο, οἱ παρευρισκόμενοι ἔγκριτοι Λατῖνοι, ἀλλά καί πολλοί δυτικοί μοναχοί, «”ὅταν ἄκουσαν τούς ὅρους (τῶν Οἰκουμ. Συνόδων) κι αὐτά πού ἔλεγε ὁ Ἐφέσου, ἔλεγαν ὅτι ἐμεῖς οὔτε εἴδαμε, οὔτε ἀκούσαμε ποτέ αὐτά..., καί τώρα βλέπουμε ὅτι οἱ γραικοί τά λένε πιό ὀρθά ἀπό μᾶς κι ὅλοι ἐθαύμαζαν τόν Ἐφέσου”. Αὐτά λέει ὁ Συρόπουλος» (Ἁγ. Ἀθανασίου Πάριου, «Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, [Ὁ Ἀντίπαπας], Ἐπιμέλεια Παπαδόπουλος Δημήτριος, ἐκδ. Δ. Π. Νέστωρ, Ἀθήνα, σελ. 79).





Αὐτοί λοιπόν, πατέρες, πού ξεκίνησαν μέ ἀγαθή προαίρεσι, τελικά, λόγῳ τῶν ἀδυναμιῶν καί παθῶν τους, ἔκαναν κατ’ οἰκονομίαν ἕνωσι. Οἱ σημερινοί Ἐπίσκοποι κλπ. πού ξεκινοῦν νά κάνουν μία ἕνωσι πού νά ἐξυπηρετῆ τίς ἀνάγκες τῆς Ν. Ἐποχῆς, ἀσφαλῶς θά κάνουν μία ἕνωσι, ἡ ὁποία θά ἐξυπηρετῆ τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου.





Μετά ἀπό αὐτά τά στοιχεῖα πού σᾶς ἀνέφερα, δέν δύναμαι, πατέρες, νά κατανοήσω, γιατί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἔπρεπε νά ἀποτειχισθῆ πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας, ἐπειδή δῆθεν οἱ Πατριάρχες καί οἱ Ἀρχιερεῖς ἦσαν Λατινόφρονες. Ὄχι μόνον δέν ἦσαν Λατινόφρονες, τουλάχιστον ἐξωτερικά, ἀλλά ἐπεδείκνυον καί αὐστηρῶς ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἀπορῶ λοιπόν, γιά τό πῶς ἐσεῖς τούς ἐβαπτίσατε Λατινόφρονες, ὥστε νά ἀποδείξετε τόν ἅγιο συνοδοιποροῦντα μέ αὐτούς μέχρι τῆς Συνόδου, καί συνεπῶς ἐσεῖς, νά θεωρῆτε τούς ἑαυτούς σας γνησίους ἀκολούθους του.

















Ἀλλὰ καὶ τὸ παρακάτω πού γράφετε, πατέρες, εἶναι προφανῶς λάθος:«ὅταν ὁ ἅγιος κατάλαβε ὅτι ὅλοι σχεδόν εἶχαν ἤδη προδώσει τήν πίστη καί ἦταν ἕτοιμοι νά ὑπογράψουν τήν ἐπαίσχυντη ἕνωση, δέν ἀποτειχίστηκε, ὅπως θά ἐνεργοῦσε ὁ π. Εὐθύμιος καί οἱ ὁμόφρονές του, ἀλλά ἐσιώπησε, δηλαδή ἐξακολουθοῦσε νά ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους. Ἑπομένως εἶναι πέρα γιά πέρα ἐσφαλμένο καί δέν ἔχει κανένα ἔρεισμα τό συμπέρασμα, πού βγάζει, ὅτι δῆθεν “ὁ Ἅγιος ἦτο κατ' οὐσίαν ἀποτειχισμένος ἀπό τήν Φλωρεντία, καθ' ἥν στιγμήν αὐτός ἤθελε νά παραμείνει στά ὅρια τῶν Πατέρων καί οἱ ὑπόλοιποι προτιμοῦσαν τόν συμβιβασμό καί τό βόλεμα”» (σελ. 214). Καὶ εἶναι λάθος, διότι ὁ ἅγιος διεπίστωσε, κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου, τήν ἀλλαγή τοῦ φρονήματος τῶν Ἀνατολικῶν καί τήν ταύτησί των μέ τόν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἤθελε πλέον ἀπροκάλυπτα νά ὁδηγήση τούς Ὀρθοδόξους σέ συμβιβαστική ἕνωσι. Ἄρα λοιπόν ἀποστασιοποιήθηκε ἀπό αὐτούς καί παρέμεινε «ἀλγῶν καί σιωπῶν». Πουθενά ἐν συνεχείᾳ δέν ἀναφέρεται ὅτι συλλειτούργησε μαζί των ἤ ἐπετέλεσε κάτι ἱερατικό. Ἁπλῶς παρέμεινε μαζί των, προκειμένου νά ἐπιστρέψη στήν Κων/πολι. Μάλιστα, ὅπως ἀναφέρει ὁ Συρόπουλος, ἐπειδή ὁ αὐτοκράτωρ τόν ἐκτιμοῦσε, τόν προστάτευσε, ὥστε νά μήν κακοποιηθῆ ἀπό τούς Παπικούς. Νομίζω ὅτι μέ τά σημερινά μέσα ἐπικοινωνίας καί συγκοινωνίας θά εἶχε ἀποχωρήσει πολύ πρίν τελειώσει ἡ Σύνοδος.





Ἡ ἀποστασιοποίησίς του ἀποδεικνύεται μέ εὐκρίνεια καί ἀπό τό γεγονός ὅτι δέν ὑπέγραψε τόν Ὅρο, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ἄν λοιπόν ἐσεῖς, πατέρες, νομίζετε ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί των πρέπει νά τήν ἀποδείξετε. Διότι ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία φαίνεται ἀπό κάποια ἐκκλησιαστική πράξι, μυστήριο κλπ. Ἐδῶ δηλαδή, ἰσχύει τό ρητό τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τό ὁποῖο ἀναφέρει καί ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος: «ὧν τό φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτοις καί τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν»(Ἰωσήφ Βρυέννιου, Τά Εὑρεθέντα, Τόμ. Β΄, σελ. 25 καὶ Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολή «Τοῖς τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι»). Δηλαδή ἡ κατά τό φρόνημα ἀποτείχισις ἀποτελεῖ τήν θεωρητική πλευρά της, ἐνῶ ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως μέ τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι τήν πρακτική.





Ἐν κατακλεῖδι πρέπει νά ἐπαναλάβωμε ὅτι ὁ ἅγ. Μᾶρκος ἀποτειχίσθηκε πρό συνοδικῆς κρίσεως, δηλαδή πρίν κριθοῦν καί καταδικασθοῦν οἱ Λατινόφρονες, ὅπως ἀκριβῶς ἐπιβάλλει ὁ ἐν λόγῳ Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.







(Συνεχίζεται)











Πηγή









ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ, ΙΖ΄.


















ΙΖ΄ Μέρος (Τελευταῖο)



(Ἡ ἀποτείχισις τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου, Ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, Ἐπίλογος)






Θά συνεχίσω παρακάμπτοντας τό μικρό κεφάλαιό σας «Τό Αὐτοκέφαλο τοῦ 1850» διότι στίς ἀναφορές σας αὐτές δέν ἔχετε κάτι οὐσιαστικό, στό ὁποῖο νά διαφωνῶ (ἐκτός ἄν μοῦ τό ἐπισημάνετε) καί θά ἀναφερθῶ ἐκτενέστερα στό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης «Ἡ ἀποτείχισις τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου».


Εἰς αὐτό τό κεφάλαιο, πατέρες, εἶναι ἀλήθεια ὅτι μοῦ ἀναγνωρίζετε κάποια καλά στοιχεῖα καί τρόπον τινά μοῦ δίδετε συγχαρητήρια, γράφοντας εὐθύς ἐξ’ ἀρχῆς: «Τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Παλαιοημερολιτῶν διαπραγματεύεται ἄριστα ὁ π. Εὐθύμιος, μέ πολλές μαρτυρίες ἀπό τούς Πατέρες καί τήν Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί δέν ἔχουμε νά ἐκφράσουμε καμμία ἀντίρρησι».


Ἐπειδή ὅμως, πρέπει νά εἴμεθα ἐπιφυλακτικοί καί μάλιστα στούς ἐπαίνους καί νά προσπαθοῦμε νά διακρίνωμε, ἄν ὑπάρχη κάποια σκοπιμότητα εἰς τά λεγόμενα καί γραφόμενα ἐπαινετικά σχόλια, ἔχω ἐπί τοῦ προκειμένου νά παρατηρήσω τά ἑξῆς:


Πῶς ἄραγε, πατέρες, νά συμβιβάσω τό γεγονός, ὅτι ἐσεῖς μέ ἐπαινεῖτε γιά τό ὅτι «διαπραγματεύομαι ἄριστα τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Παλαιοημερολογιτῶν», οἱ δέ Παλαιοημερολογίτες στήν κριτική των ἐπί τοῦ ἰδίου βιβλίου, ἀντιθέτως, μέ ἐπαινοῦν γιά τό ὅτι χειρίζομαι ἄριστα ὅλα τά ἄλλα θέματα πλήν τοῦ θέματος τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Παλαιοημερολογιτῶν; Αὐτοί συγκεκριμένα σέ κάποια κριτική των μελέτη γράφουν τά ἑξῆς:


«Τό βιβλίο αὐτό, ἄν καί δέν μᾶς εὑρίσκει ἀντιθέτους εἰς τήν κεντρικήν του ἰδέαν περί τῆς ἀποτειχίσεως δηλαδή ἀπό τούς ἐπισκόπους ὅπου κηρύττουν κακοδοξίας καί αἱρέσεις, ἀλλά μᾶλλον συνηγόρους, ἐν τούτοις περιέχει

πλεῖστα ἐπιλήψιμα στοιχεῖα ἱκανά νά βλάψουν ψυχικῶς τούς μή ἐντριβεῖς ἐπί τῶν θεμάτων αὐτῶν ἀναγνῶστας»· καί στόν ἐπίλογο τῆς ἰδίας κριτικῆς μελέτης ἀναφέρονται τά ἑξῆς: «Αὐτό πού προέχει σήμερον εἶναι ἡ συσπείρωσις τῶν ἐναπομεινασῶν ὑγειῶν δυνάμεων (μέ ἑνιαῖον γνήσιον Ὀρθόδοξον φρόνημα) καί ὄχι ἡ περαιτέρω διάσπασίς των, ἡ ὁποία ἐξυπηρετεῖ μόνον τούς ἀντικειμένους. Δυστυχῶς ὅμως τό νέον βιβλίον τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, παρά τάς καλάς του προθέσεις, νομίζομεν, ὅτι συντείνει ἔστω καί ἄθελά του πρός ὄφελος τῶν δευτέρων. Ὁ συγγραφεύς ἄν καί μέ τήν μέχρι τώρα στάσιν του δεικνύει, ὅτι διακατέχεται ὑπό θείου ζήλου, τόν ὁποῖον καί ἀπέδειξεν πολλάκις μέ ἔργα καί ὄχι μόνον μέ λόγια, ἐν τούτοις ἐμπίπτει εἰς ἐπιληψίμους δοξασίας, ἀντικειμένας πρός τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησιολογίαν» (Ἀπάντησις εἰς τό νέον βιβλίον τοῦ π. Εὐθ. Τρικαμηνᾶ περί τοῦ 15ουΚανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί περί ἡμερολογίου, ὑπό Ἰωσήφ Μοναχοῦ, Ἅγ. Ὄρος 2012).


Αὐτή ἡ κριτική μελέτη τοῦ ἁγιορείτου π. Ἰωσήφ ἀποτελεῖται ἀπό 35 σελ. μεγάλου μεγέθους καί ἀσχολεῖται ἀποκλειστικῶς καί μόνο μέ τήν ἀναίρεσι αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου γιά τό ὁποῖο ἐσεῖς, πατέρες, μοῦ ἀποδίδετε συγχαρητήρια.


Τό ἄσχημο καί λυπηρό γιά σᾶς, πατέρες, πιστεύω εἶναι τό ὅτι ὁ ἁγιορείτης π. Ἰωσήφ, πρός στήριξι τῶν ἀπόψεών του, ἐπικαλεῖται πλεῖστα ὅσα χωρία καί παραδείγματα, γιά τά ὁποῖα χρειάστηκε πρός ἀναίρεσί των νά ἀναφερθῶ σέ μία πολυσέλιδη μελέτη καί ἀπάντησί μου. Ἐσεῖς, ἀντιθέτως, πρός στήριξι τῶν θεωριῶν σας, δέν προσάγετε καμμία διδασκαλία τῶν Πατέρων ἤ ἁγιογραφικό χωρίο, ἀλλά στηρίζεσθε ἀποκλειστικῶς καί μόνο στόν ὀρθολογισμό. Ὡς ἐκ τούτου γίνεται φανερό ὅτι, οἱ μέν Παλαιοημερολογίτες χρησιμοποιοῦν ὀρθόδοξο μέθοδο στήν κριτική των, ἐνῶ ἐσεῖς αἱρετική.


Κάτι σημαντικό, ἐπίσης, πού διαφαίνεται ἀπό τίς δύο αὐτές ἀντιφατικές κριτικές μελέτες εἶναι τό ὅτι ὁ καθένας ἀπό τήν πλευρά του ἀποδέχεται αὐτό τό ὁποῖο τόν ἐξυπηρετεῖ εἰς τό βιβλίο, τό ὁποῖο κρίνει, καί ἀπορρίπτει ὅ,τι τόν ἐνοχοποιεῖ καί ἀποδεικνύει τήν λανθασμένη πορεία του. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ὅμως, ἡ κριτική μελέτη εἶναι ἐμπαθής καί κατευθυνόμενη, ἀποσκοπεῖ δέ εἰς τήν συγκάλυψι τῶν λαθῶν μας καί οὐδόλως συντείνει εἰς τήν ἀνίχνευσι τῆς ἀληθείας. Καί ἐγώ, βεβαίως, ἄν ἤθελα νά ἀντιμετωπίσω ἐμπαθῶς τά πράγματα, θά ἔπρεπε νά κρατήσω τά συγχαρητήρια τά ἰδικά σας, δι’ αὐτό τό κεφάλαιο τοῦ βιβλίου, καί τά συγχαρητήρια τῶν Παλαιοημερολογιτῶν δι’ ὅλα τά ἄλλα κεφάλαια, καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νά ἀποκομίζω ἐπαίνους δι’ ὅλο τό βιβλίο. Τό πρόβλημα, ὅμως, εἶναι ἡ προσαγωγή τῶν ἐπιχειρημάτων καί ἡ ἁγιογραφική καί πατερική στήριξι τῶν γραφομένων, τά ὁποῖα εἰς τήν ἰδική σας κριτική μελέτη παντελῶς ἀπουσιάζουν.


Ἔτσι ἀποδεικνύετε ὅτι, αὐτά πού γράφετε, τά ὑποστηρίζετε –πέραν τοῦ ὀρθολογισμοῦ– μέ παπικό τρόπο καί ἔχετε τήν ἀξίωσι νά γίνουν ἀποδεκτά. Ἀπορῶ ὅμως ἐν προκειμένῳ, πῶς ἐπιχειρήσατε νά κάνετε μία κριτική μελέτη χωρίς πρωτίστως νά ἔχετε τά ἀνάλογα ἐπιχειρήματα πρός στήριξί της, δηλαδή, κατά τό ἁγιογραφικόν, ξεκινήσατε νά κτίζετε μία οἰκία χωρίς νά ἔχετε τά πρός ἁπαρτισμό (Λουκ. 14, 28-30).


Ὁ ἔπαινος τέλος, τόν ὁποῖο εἰς τό κεφάλαιο αὐτό μοῦ ἀποδίδετε, σημαίνει ἴσως τό ὅτι ἐσεῖς, ἄν καί συμφωνεῖτε μέ τά γραφόμενά μου, ἐν τούτοις δέν δύνασθε νά τά ἰσχυρισθῆτε ἐνώπιον τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, διότι αὐτοί προφανῶς ἀμέσως θά σᾶς ὑπενθυμίσουν τήν κατάστασί σας, ὅτι δηλαδή εἴστε σέ πολύ χειρότερη κατάστασι, καθ’ ὅσον συντάσσεσθε καί ἀκολουθεῖτε τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς καί ἀναγνωρίζετε διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας ὅλες τίς ἐκτροπές καί αἱρέσεις των. Βλέπετε, πατέρες, ὅτι προκειμένου νά ἐλέγξετε κάτι καί νά τό κατακρίνετε, δέν χρειάζονται μόνο τά ἀνάλογα πατερικά ἤ ἁγιογραφικά χωρία, ἀλλά κυρίως καί πρωτίστως ἡ ἰδική σας τοποθέτησις καί ἀπομάκρυνσις ἀπό αὐτό τό ὁποῖο κατακρίνετε. Ἐσεῖς ὅμως, δέν ἔχετε τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά καί, κατά τό δή λεγόμενο, ἐπιχειρήσατε διά τῆς κριτικῆς αὐτῆς μελέτης, νά πατήσετε ξυπόλυτοι σέ ἀναμμένα κάρβουνα.


Πάντως καί σ’ αὐτό τό κεφάλαιο ἔχετε κάποια πράγματα νά μοῦ καταμαρτυρήσετε. Γράφετε συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Σέ ἕνα μόνο σημεῖο πιστεύουμε ὅτι ἀστοχεῖ. Ἰσχυρίζεται ὅτι: “Πάντως εἶναι προτιμότερο νά ἀνήκει κανείς σέ σχίσματα καί παρατάξεις (ἄν βεβαίως ἐντός αὐτῶν δέν ἐμφιλοχωροῦν αἱρετικές δοξασίες), παρά σέ αἱρετικούς Ἐπισκόπους, διότι σύμφωνα μέ τούς Πατέρες, ἡ αἵρεσις σέ χωρίζει ἀμέσως ἀπό τόν Θεό”» (σελ. 257-258). Θά προτιμοῦσε λοιπόν νά ἀνήκει στό σχίσμα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν; Διότι καί στό σχίσμα αὐτό δέν ἐμφιλοχώρησαν αἱρετικές δοξασίες, οἱ δέ ὀπαδοί του κρατοῦν ἀπαρασάλευτα ὅλα τά ὀρθόδοξα δόγματα ἀνόθευτα καί ἀκέραια. Ὡστόσο γνωρίζουμε ποιά ἦταν ἡ ὅλη πορεία καί ἐξέλιξίς των μέχρι σήμερα, τήν ὁποία ἐξέλιξη καί ὁ ἴδιος γνωρίζει, διότι τήν περιγράφει ἄριστα μέ ὅσα ἀναφέρει»· καί ἀπαριθμεῖτε ἐν συνεχείᾳ τά λάθη τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, μέ τήν ἀναφορά τῶν ὁποῖων νομίζετε ὅτι καλύπτετε τήν ἰδική σας ἐκτροπή ἐκ τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως.


Ἐδῶ, πατέρες, μέ τά γραφόμενά σας κάνετε πάλι τό ἴδιο λάθος, τό ὁποῖο σᾶς ἐπεσήμανα καί σέ ἄλλα σημεῖα τῆς μελέτης σας. Δηλαδή, ἀποδίδετε στόν π. Εὐθύμιο τίς κατηγορίες, τίς ὁποῖες ἔπρεπε νά προσάψετε στούς Ἁγίους. Ἐγώ ἀναφέρω ὅτι: «σύμφωνα μέ τούς Πατέρες ἡ αἵρεσις σέ χωρίζει ἀμέσως ἀπό τόν Θεό». Ἄν λοιπόν εἴχατε ἀντίρρησι εἰς αὐτό τό σημεῖο, θά ἔπρεπε νά μέ ρωτήσετε ποῦ τό ἀναφέρουν αὐτό οἱ Ἅγιοι, ἤ, ἄν ἐσεῖς ἐγνωρίζατε μία ἀντίθετη διδασκαλία τῶν Ἁγίων, θά ἔπρεπε νά τήν προσκομίσετε διά νά ἀποδείξετε τήν λανθασμένη μου ἐπιχειρηματολογία. Ἐπειδή προφανῶς γνωρίζετε ὅτι αὐτά διδάσκουν οἱ Ἅγιοι, καί μάλιστα εἶναι αὐστηρώτατοι εἰς αὐτό τό σημεῖο, ἀντιπαρέρχεσθε αὐτή τήν διδασκαλία των καί μέ ἐλέγχετε, ὡσάν ἐγώ δῆθεν νά ἔβγαλα αὐτό τό συμπέρασμα.


Θά προτιμοῦσα, ὅμως, πατέρες, καί θά τό ἐθεωροῦσα τίμιο καί εἰλικρινές ἐκ μέρους σας, ἄν σ’ αὐτά τά ὁποῖα διδάσκουν οἱ Ἅγιοι δέν συμφωνεῖτε, νά ἐλέγξετε τούς Ἁγίους γιά τά λάθη των, ἐμένα δέ νά μέ ἐλέγξετε, ἄν ἰσχυρίζωμαι κάτι ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού ἐδίδασκαν ἐκεῖνοι. Διότι δέν σᾶς τιμᾶ ὁ τρόπος αὐτός τῆς πολεμικῆς πού ἐπιλέξατε, ἐπειδή, προκειμένου νά δικαιολογήσετε τόν ἐφησυχασμό καί τό βόλεμά σας, τόν συμβιβασμό καί τήν συμπόρευσί σας μέ τήν αἵρεσι, καί προκειμένου νά μήν φανῆ ὅτι ἀντιστρατεύεσθε στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἀποδίδετε στόν π. Εὐθύμιο τίς κατηγορίες, ὡσάν ἐγώ δῆθεν νά ἐπενόησα καί ἐπέλεξα τόν δρόμο αὐτό τῆς ἀποτειχίσεως καί ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς, καί νά μήν ἀποτελῆ αὐτό τήν πατερική ὁδό καί τή διαχρονική διδασκαλία ἐν καιρῷ αἱρέσεως.


Ἑρμηνεύοντας, ἐν τέλει, τό συγκεκριμένο χωρίο τοῦ βιβλίου, τό ὁποῖο παρενοήσατε, ἐννοοῦσα ὅτι εἶναι προτιμώτερο νά ἀνήκη κανείς στό σχίσμα παρά στήν αἵρεσι, ἐπειδή ἡ αἵρεσις εἶναι τό μέγιστο τῶν κακῶν καί, κατά τό λόγιο, «τό μή χεῖρον βέλτιστον». Ἐσεῖς προφανῶς, ἐπειδή ἀνήκετε καί ἀκολουθεῖτε τήν αἵρεσι, καί μάλιστα τήν ἀκολουθεῖτε πρός ἀποφυγή σχίσματος, κατακρίνετε τό σχίσμα, στό ὁποῖο δέν ἀνήκετε, ἐνῶ ἀθωώνετε τήν αἵρεσι, τό μέγιστο δηλαδή τῶν κακῶν, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀνήκετε σ’ αὐτήν.


Μετά τήν ἀναφορά σας εἰς τά λάθη τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἐξάγετε τό ἑξῆς συμπέρασμα: «Τόσο ἡ αἵρεσις ὅσο καί τό σχίσμα ὁδηγοῦν ἐξ ἴσου στήν ἀπώλεια τῆς σωτηρίας, διότι καί στίς δύο καταστάσεις ἔχουμε ἔκπτωση ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας». Αὐτό, θά ἠδυνάμην νά εἴπω ὅτι εἶναι ἕνα ἀπό τά ἐλάχιστα σωστά σημεῖα τῆς κριτικῆς σας μελέτης, ἄν ἀφαιρούσατε τό «ἐξ ἴσου» καί ἐδίνατε τό προβάδισμα, πρός τήν ἀπώλεια, στήν αἵρεσι. Διότι, ἔτσι τά τοποθετοῦν οἱ Πατέρες καί, δι’ αὐτόν τόν λόγο, διδάσκουν τήν ἄμεσο καί ἐξ ἐνστίκτου ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες. Ἐάν πάλι τό «ἐξ ἴσου» σημαίνει ὅτι ἡ αἵρεσις καί τό σχίσμα ἀποτελοῦν δύο διαφορετικές ὁδούς ἀπωλείας, πάλι θά εἶναι σωστή ἡ ἐκτίμησις πού ἐκάνατε.


Ἐδῶ πάλι, ἔχομε νά παρατηρήσωμε στά γραφόμενά σας τά ἑξῆς: Ἐφ’ ὅσον καί ἡ αἵρεσις καί τό σχίσμα ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια, γιατί τά ἀντιμετωπίζετε στήν πράξι διαφορετικά καί φοβᾶσθε τόσο πολύ τό σχίσμα, ὥστε νά παραμένετε ἐνσωματωμένοι στήν αἵρεσι, δηλαδή στό μεγαλύτερο κακό ἤ, κατά τά λεγόμενά σας, στό «ἐξ ἴσου» κακό; Γιατί, ἐπίσης, γιά τό ἕνα, τό μεγαλύτερο κακό, χρειάζεται εἰδική διάγνωσι κατά τά ἰατρικά πρότυπα καί τίς ἰατρικές θεωρίες σας καί, ἐπίσης, χρειάζεται εἰδική συνοδική ὀνομαστική καταδίκη τῶν αἱρετικῶν (προκειμένου νά ἀπομακρυνθοῦν οἱ πιστοί ἀπό τήν ὁδό τῆς ἀπωλείας στήν ὁποία οἱ αἱρετικοί Ἐπίσκοποι τούς ὁδηγοῦν) καί γιά τό σχίσμα δέν χρειάζεται τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά; Διότι, στήν προκειμένη περίπτωσι, θά ἔπρεπε νά ὑπάρχη ἴδια ἀντιμετώπισι ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον πρόκειται γιά τήν ἀντιμετώπισι τοῦ ἰδίου ἤ παρομοίου κακοῦ.


Σύμφωνα λοιπόν μέ τίς θεωρίες σας, ἐφ’ ὅσον χρειάζεται ὀνομαστική συνοδική καταδίκη γιά νά ἀποκοποῦν οἱ αἱρετικοί ἀπό τήν Ἐκκλησία, χρειάζεται ἡ ἴδια συνοδική ἀπόφασις γιά νά ἀποκοποῦν καί οἱ σχισματικοί ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἄρα λοιπόν, ἐφ’ ὅσον οἱ Παλαιοημερολογίτες δέν ἔχουν συνοδικῶς ἀποκοπεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἶναι μέλη της καί δέν εἶναι σχισματικοί, ἤ εἶναι μέλη της, ἔστω καί ἄν εἶναι σχισματικοί, ὅπως οἱ Οἰκουμενιστές, γιά τούς ὁποίους ἰσχυρίζεσθε ὅτι εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω καί ἄν εἶναι αἱρετικοί.


Οἱ μέν Οἰκουμενιστές ἀποκόπηκαν ἀπό τήν ὀρθόδοξο πίστι, οἱ δέ Παλαιοημερολογίτες ἀποκόπηκαν ἀπό τόν ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο ἤ τήν ὀρθόδοξο Σύνοδο. Ἄν πάλι ἰσχυρισθῆτε ὅτι γιά μέν τούς αἱρετικούς χρειάζεται εἰδική Συνοδική ὀνομαστική καταδίκη γιά νά ἀποκοποῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ Σχισματικοί ἀποκόπτονται αὐτομάτως, πρέπει ὁπωσδήποτε νά τό ἀποδείξετε μέ τήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία καί, ἐπί πλέον, νά ἀξιολογήσετε, πῶς ἡ Ἐκκλησία γιά τό ἴδιο κακό χρησιμοποιεῖ δύο μέτρα καί δύο σταθμά.


Πάντως θεωρῶ, πατέρες, ὅτι οἱ θεωρίες σας αὐτές σᾶς ὁδηγοῦν σέ τραγικά λάθη καί ἀδιέξοδα καί σέ ἀνάλογες ἀντιφάσεις, ὥστε νά δίδετε τήν ἐντύπωσι ὅτι δημιουργεῖτε θεωρίες ἐκ τοῦ προχείρου, προκειμένου νά δικαιολογήσετε τήν στάσι σας καί κυρίως τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος.


Στή συνέχεια, πρός τό τέλος τοῦ κεφαλαίου, ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ἐάν ὁ π. Εὐθύμιος ἀποτειχίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐπειδή πιστεύει, ὅτι αὐτή ἔχει πέσει ἐξ ὁλοκλήρου στήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δέν βρίσκεται δέ ἐπίσης οὔτε στούς Παλαιοημερολογῖτες, τότε λοιπόν ποῦ βρίσκεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία; Διότι, δέν εἶναι δυνατόν νά χάθηκε, ἀφοῦ “πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς”. Ἄς κάνει τόν κόπο νά μᾶς τήν ὑποδείξει, γιά νά ξέρουμε κι ἐμεῖς».


Ἐδῶ, πατέρες, κάνετε κάποιο ἄλλου εἴδους μεγάλο λάθος. Ταυτίζετε τήν ἐξωτερική μορφή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑπάρχει ἐν καιρῷ εἰρήνης καί μή ὑπαρχούσης αἱρέσεως, μέ αὐτήν τήν μορφή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑπάρχει ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί, εἰδικά, ὅταν οἱ αἱρετικοί ἔχουν καταλάβει τίς θέσεις τῶν Ἐπισκόπων. Ζητεῖται λοιπόν νά προσδιορίσετε τό ποῦ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μέ βάσι τήν ὀρθόδοξο πίστι, ἀλλά μέ βάσι τά πρόσωπα, τά ὁποῖα κατέχουν τίς ἐπισκοπικές ἕδρες. Αὐτό ἀκριβῶς ἀποτελεῖ, ὡς θεωρία, τήν καρδιά τοῦ Παπισμοῦ. Στά παπικά ἔντυπα διαβάζουμε τίς θεωρίες αὐτές, ὅτι δηλαδή «εἶναι ἀσφάλεια νά εὑρίσκεσαι στό πλοῖο τοῦ ὁποίου κυβερνήτης εἶναι ὁ Πέτρος».


Στήν προκειμένη λοιπόν περίπτωσι τουλάχιστον θά ἔπρεπε νά μήν ἰσχυρίζεσθε ὅτι ὑπάρχει αἵρεσις καί «παναίρεσις». Διότι εἶναι παράλογο καί σχιζοφρενικό νά ἰσχυρίζεσθε ὅτι ὑπάρχει παναίρεσις καί νά τοποθετῆτε τήν Ἐκκλησία μεταξύ τῶν αἱρετικῶν. Ἐπειδή, ἄν ὑπάρχη αἵρεσις, ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά εὑρίσκεται ἐκτός τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν, διότι τότε μόνο «πύλαι Ἅιδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».


Ἐδῶ πρέπει νά ἐνθυμηθοῦμε τήν ἑρμηνεία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἰς τό χωρίο αὐτό, διά νά ἰδοῦμε πῶς οἱ Πατέρες κατενόησαν τίς πύλες αὐτές τοῦ Ἅιδου. Λέγει λοιπόν ὁ ὅσιος σέ ἐπιστολή του τά ἑξῆς: «ἑαυτούς ἀπέρρηξαν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ κορυφιακοῦ θρόνου, ἐν ᾧ Χριστός ἔθετο τάς κλεῖς τῆς πίστεως∙ ἧς οὐ κατίσχυσαν ἀπ’ αἰῶνος, οὐδ’ ἄν κατισχύσωσι μέχρι συντελείας πύλαι ᾃδου, τά τῶν αἱρετικῶν δηλαδή στόματα∙ ὡς ἡ τοῦ ἀψευδοῦς ὑπόσχεσις» (P.G. 99, 1281A).


Ἐπίσης, σέ ἄλλη του ἐπιστολή ὁ ὅσιος τοποθετεῖ ἀπερίφραστα καί μέ σαφήνεια τίς πύλες τοῦ Ἅιδου ἐκεῖ πού ὑπάρχει αἵρεσις, τήν δέ Ἐκκλησία ἐκεῖ πού διασώζεται ἡ ὀρθόδοξος πίστις: «Πολλοί τοίνυν καί ἄλλοι, ἐπειδή τό βούλεσθαι αὐτοῖς νόμος ἐστίν οὐ θεῖος, ἀλλ' ἀνθρώπινος καί κατηγορούμενος, δεδράκασι καί δράξουσι τυχόν ἕως τοῦ αἰῶνος. Ἀλλ' ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία μεμένηκεν ἀπήμαντος, κἄν πολλοῖς ἐβλήθη τοξεύμασι· καί πύλαι ᾅδου κατισχῦσαι αὐτῆς οὐ δεδύνηνται· οὐδέ παρά τούς κειμένους ὅρους καί νόμους πράττειν τι καί λέγειν ἀνέχεται· κἄν πολλοί πολλαχῶς ποιμένες ἠφρονεύσαντο· ἐπεί καί συνόδους συνεκρότησαν μεγάλας καί παμπληθεῖς καί Ἐκκλησίαν Θεοῦ ἑαυτούς ὠνομάκασι· καί ὑπέρ κανόνων ἐφρόντισαν τῷ δοκεῖν, κατά κανόνων τό ἀληθές κινούμενοι. Τί δή θαυμαστόν εἰ καί νῦν πέντε καί δέκα τυχόν ἐπίσκοποι συναχθέντες τόν ὑπό τῶν κανόνων καθῃρημένον κατά δύο αἰτίας, ἠθωώθησαν, λύσαντες τοῦ ἱερουργεῖν; Σύνοδος τοίνυν, δέσποτα, οὐ τό ἁπλῶς συνάγεσθαι ἱεράρχας τε καί ἱερεῖς, κἄν πολλοί ὦσι. Κρείσσων γάρ, φησί, εἷς ποιῶν τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἤ μύριοι παραβαίνοντες· ἀλλά τό ἐν ὀνόματι Κυρίου, ἐν τῇ εἰρήνῃ καί φυλακῇ τῶν κανόνων· καί τό δεσμεῖν καί λύειν οὐχ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ' ὡς δοκεῖ τῇ ἀληθείᾳ, καί τῷ κανόνι, καί τῷ γνώμονι τῆς ἀκριβείας. Ἤ δείξωσιν οἱ συνελθόντες τοῦτο πεποιηκότες· καί ἡμεῖς σύν αὐτοῖς· ἤ οὐ δεικνύουσιν, ἐκβαλέτωσαν τόν ἀνάξιον, ἵνα μή εἰς κατηγόρημα αὐτοῖς καί ταῖς μετέπειτα γενεαῖς παραδοθήσεται· Ὁ λόγος γάρ ὁ τοῦ Θεοῦ δεδέσθαι φύσιν οὐκ ἔχει· καί ἐξουσία τοῖς ἱεράρχαις ἐν οὐδενί δέδοται ἐπί πάσῃ παραβάσει κανόνος· ἤ μόνον στοιχεῖν τά δεδογμένα, καί ἕπεσθαι τοῖς προλαβοῦσιν» (P.G. 99, 985A).


Σύμφωνα λοιπόν μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων οἱ πύλες τοῦ Ἅιδου δέν κατισχύουν τῆς Ἐκκλησίας ἐπειδή ἀκριβῶς ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἡ Ἐκκλησία δέν εὑρίσκεται ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ αἵρεσις, ἀλλά διασώζεται ἐκεῖ ὅπου διαφυλάσσεται ἡ ὀρθόδοξος πίστις, ἔστω καί ἄν εἶναι ὀλίγοι ἤ καί ἐλάχιστοι αὐτοί πού παραμένουν σ’ αὐτήν. Ἐδῶ πρέπει νά διασαφισθεῖ ὅτι, αὐτοί οἱ ὀλίγοι ἤ οἱ ἐλάχιστοι, πρέπει νά εἶναι ἀπομακρυσμένοι ἐκκλησιολογικά ἀπό τούς αἱρετικούς, διότι σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου οἱ πύλες τοῦ Ἅιδου εἶναι τά στόματα τῶν αἱρετικῶν.


Ἐσεῖς, ἀντιθέτως, πατέρες, ἑρμηνεύετε τό ὡς ἄνω ἁγιογραφικό χωρίο καί τοποθετεῖτε τήν Ἐκκλησία μεταξύ τῶν αἱρετικῶν, δηλαδή ἐκεῖ πού οἱ πύλες τοῦ Ἅιδου θά κατισχύσουν αὐτῆς. Αὐτό προφανῶς εἶναι πλάνη καί αἵρεσις, ὄχι μόνον διότι παρερμηνεύετε ἠθελημένα καί βάσει τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τό ὡς ἄνω χωρίο, ἀλλά καί ἐπιπλέον, διότι εὑρίσκεσθε μέσα στήν αἵρεσι καί θέλετε, τρόπον τινά, διά τῆς αἱρετικῆς ἑρμηνείας νά καλύψετε τούς ἑαυτούς σας.


Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, ἐν καιρῷ αἱρέσεως, ὅπως προανεφέρθη, εὑρίσκεται ἐκεῖ ὅπου διασώζεται καί φυλάσσεται ἡ ὀρθόδοξος πίστις, ἔστω καί ἄν ὀλίγοι εἶναι αὐτοί πού τήν κατέχουν, ἔστω καί ἄν εἶναι ἀνεπίσκοποι. Αὐτό τό ἀναφέρει θαυμάσια πάλι ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὁμιλώντας σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Θεόφιλο γιά τήν ἀποτείχισι, λόγῳ τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως: «Διό ὑπομιμνήσκω, ὡς ἐλάχιστος ἀδελφός καί τέκνον μή σιγήσωμεν ἵνα μή κραυγή Σοδόμων γενώμεθα· μή φεισώμεθα τῶν κάτω ἵνα μή ἀπολέσωμεν τά ἄνω· μή θῶμεν σκάνδαλον τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, ἥτις ἐστί καί ἐν τρισίν ὀρθοδόξοις ὁριζομένη κατά τούς ἁγίους, ἵνα μή τῇ ἀποφάσει τοῦ Κυρίου καταδικασθῶμεν» (Φατ. 39, 114,76).


Ἀσφαλῶς, πατέρες, μέ τίς θεωρίες σας αὐτές δέν δύνασθε νά κατανοήσετε τό χωρίο αὐτό τοῦ ὁσίου, τό ὁποῖο ἄριστα ἐναρμονίζεται μέ τό ἁγιογραφικό ἀντίστοιχο (Ματθ. 18,20). Δέν τό κατανοεῖτε βεβαίως, διότι ταυτίζετε τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ Ἐκκλησία, μέ τήν ἐν καιρῷ εἰρήνης. Δι’ αὐτό προφανῶς ἀναζητᾶτε τήν Ἐκκλησία στά ἐξωτερικά σχήματα καί ὄχι ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει καί διασώζεται ἡ ὀρθόδοξος πίστις. Ἄν ὅμως, ἔτσι ἀναγνωρίζεται ἡ Ἐκκλησία ἐν καιρῷ αἱρέσεως, τότε ἄριστα ἔπραξαν καί οἱ Παλαιοημερολογίτες, οἱ ὁποῖοι ἐδημιούργησαν Συνόδους διά νά ἔχη ἡ Ἐκκλησία των τό γνώρισμα ἀπό τήν ἐξωτερική της μορφή.


Πάντως πρέπει, δευτερολογώντας νά μᾶς ἀναφέρετε, ἄν στά γνωρίσματα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ὀρθόδοξος πίστις καί ἄν δύναται νά ὑπάρχη Ἐκκλησία χωρίς αὐτήν, ὥστε νά διαπιστώσωμε ἄν σήμερα, στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία ἤ εὑρίσκεται κάπου ἀλλοῦ. Πρέπει ἐπίσης νά δώσετε κάποια ἑρμηνεία στά ἀνωτέρω χωρία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, καθώς καί στό ἁγιογραφικό (Ματθ. 18,20) ἤ θά ἀποφανθεῖτε ὅτι αὐτό ἀποτελεῖ τήν γνώμη ἑνός μεμονωμένου ἁγίου καί ἄρα ἀπορρίπτεται.


Ὅσον ἀφορᾶ τίς ὁσιακές μορφές, τίς ὁποῖες εἰς τό τέλος τοῦ κεφαλαίου ἀναφέρετε, νομίζω ὅτι θά γνωρίζετε ὅτι τέτοιες ὁσιακές μορφές, καί ἀκόμη περισσότερες, ἀναφέρονται καί ἀπό τούς Παλαιοημερολογίτες, προκειμένου καί αὐτοί νά ἀποδείξουν τό ἴδιο πρᾶγμα, ὅτι δηλαδή αὐτές οἱ ὁσιακές μορφές ἀποτειχίστηκαν καί ἄρα εἰς αὐτούς διασώζεται ἡ Ἐκκλησία.


Ὁ π. Νικόλαος Δημαρᾶς, ὁ ὁποῖος ἀνήκει εἰς τήν Σύνοδο τῶν Παλαιοημερολογιτῶν τοῦ ἀπελθόντος Χρυσοστόμου Κιούση καί νῦν Καλλινίκου, στό περιοδικό του «Ἅγιοι Κολλυβᾶδες» τοῦ Φθινοπώρου τοῦ 2011, ἀναφέρει τά ἑξῆς ἐπί τοῦ θέματος τούτου στή σελ. 29: «Εἴμαστε ἡ συνέχεια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν Ἑλλάδα! Αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τήν πορεία μας στόν χρόνο, καθώς ἕλκουμε τήν καταγωγή καί τήν συνέχειά μας ἀπό τόν Ἅγιο πρώην Φλωρίνης καί τήν διακοινωνία μας μέ τήν Σύνοδο τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, πού ἦταν ἡ συνέχεια τῆς Γνήσιας Ἐκκλησίας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας, τῆς Ἐκκλησίας δηλ. τῶν Ἁγίων Φιλαρέτου καί Ἰωάννου Μαξίμοβιτς, καθώς καί τοῦ ἀπείρου πλήθους τῶν Ἁγίων Πατέρων, πραγματικά Ὁσίων καί σημειοφόρων ἀνδρῶν, ὅπως ὁ Γέροντας Ἱερώνυμος ἐν Αἰγίνῃ, ὁ π. Ἰωάννης Βαξεβανόπουλος τῆς Ἀμφιάλης, ὁ π. Ἀθανάσιος καί ὁ π. Εὐθύμιος, προηγούμενοι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου, ὁ π. Ἰωακείμ στόν Ἅγιο Νεῖλο, ὁ π. Μόδεστος στήν Κερασιά, ὁ π. Εὐγένιος Λεμονῆς, ὁ Καλλίνικος ὁ Ἡσυχαστής, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ρουμάνος ὁ Χοζεβίτης, καί πλῆθος ἄλλοι, πού ἀνέδειξε ἡ Ἐκκλησία μας, πολλούς ἀπό τούς ὁποίους γνώρισα καί προσωπικά».


Τί γίνεται λοιπόν, πατέρες, πού καί ἐδῶ καί ἐκεῖ διακηρύσσεται ὅτι ὑπάρχουν χαρισματοῦχοι γέροντες; Ἡ εὔκολη βεβαίως λύσις εἶναι νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι αὐτοί τῶν Παλαιοημερολογιτῶν εἶναι ψεύτικοι καί ἐκτός Ἐκκλησίας καί οἱ δικοί μας οἱ ἀληθινοί. Αὐτό ὅμως, κατά κόρον μάλιστα, τό διδάσκουν ἐκ τοῦ ἀντιθέτου καί ἐκεῖνοι. Θά γνωρίζετε ἀσφαλῶς, πέραν τῶν ἄλλων ὅτι, οἱ Παλαιοημερολογίτες κάποιους ἀπό τούς χαρισματούχους γέροντες πού ἀναφέρατε, τούς κατηγοροῦν γιά σοβαρά ἐλαττώματα στήν πίστι (π.χ. τόν π. Σωφρόνιο γιά αἵρεσι, μετάδοσι Θ. Κοινωνίας στούς αἱρετικούς, μικτό μοναστήρι κλπ., τόν π. Πορφύριο γιά συμμετοχή σέ ἀποκρυφισμό, ἀνατολικές θρησκεῖες κ.ἄ.) καί ὅλους μαζί γιά συμμετοχή στόν Οἰκουμενισμό διά τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων.


Δέν πρέπει νά σᾶς διαφεύγη, ἐπίσης, τῆς προσοχῆς ὅτι καί οἱ Παπικοί μετά τό σχίσμα, προκειμένου καί αὐτοί νά ἀποδείξουν τό ἴδιο πρᾶγμα, παρουσιάζουν ἁγίους, ὅπως τόν Φραγκίσκο τῆς Ἀσσίζης, τήν Κλάρα, τόν Ἀντώνιο τῆς Παδούης, τήν Τερέζα, τόν Στέπινατς κ.ἄ.


Πάντως ἐν κατακλεῖδι, δέν ἀποκτᾶ τό παράνομο καμμία νομιμότητα, ἔστω καί ἄν αὐτό τό ἀκολούθησαν γιά κάποιους λόγους κάποιες ὁσιακές μορφές∙ ἁπλῶς μειώνουμε τίς ὁσιακές μορφές, οἱ ὁποῖες στό σημεῖο αὐτό παρανόμησαν.










Ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων


ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα






Τό τελευταῖο κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης μέ τό ὁποῖο θά ἀσχοληθῶ εἶναι: «Ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα». Εἰς αὐτό θά προσπαθήσω νά ἀναιρέσω τήν γραμμή καί ἐπιχειρηματολογία σας, ἡ ὁποία εἶναι βεβαίως ἡ ἴδια καί ἀπαράλλακτη μέ τά ὑπόλοιπα κεφάλαια τῆς μελέτης σας. Μετά τό κεφάλαιο αὐτό, καί συγκεκριμένα στήν σελ. 57, ἔχετε τό κεφάλαιο, τό ὁποῖο ἐπιγράφεται: «Γενικά Συμπεράσματα». Εἰς αὐτό ἀναμασᾶτε, πατέρες, ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἰσχυρισθήκατε στά προηγούμενο κεφάλαια καί, βεβαίως, συνοψίζετε τά ἴδια συμπεράσματα, τά ὁποῖα εἴχατε ἐκφράσει προηγουμένως.


Παραδόξως, δέν ἀσχολεῖσθε μέ τό Δ’ Μέρος τοῦ βιβλίου τό ὁποῖο σχολιάζετε καί πού ἐπιγράφεται: «Ἡ σύγχρονος ἐκκλησιαστική κατάστασις ἐν σχέσῃ μέ τόν 15ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου». Τό Δ΄ Μέρος ἕπεται τοῦ πέμπτου κεφαλαίου (τοῦ Γ΄ Μέρους τοῦ βιβλίου) τό ὁποῖο ἐπιγράφεται: «Ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα». Τό Δ΄ Μέρος καταλαμβάνει τριάντα ἑπτά (37) σελίδες, ἐνῶ αὐτό τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Ἁγιορειτῶν ἀπό τόν Ἀθηναγόρα καταλαμβάνει μόνο δέκα πέντε (15) σελίδες. Θεωρεῖται δέ ἐκ τῶν πραγμάτων πολύ σημαντικό, διότι ὁμιλεῖ διά τήν σύγχρονο πραγματικότητα καί μάλιστα ἀναλύει καί ἀντικρούει τά ἐπιχειρήματα τῶν συγχρόνων Ἀντιοικουμενιστῶν. Μεταξύ αὐτῶν ἀναφέρεται καί τό ἐπιχείρημα περί τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας (κεφάλαιο γ΄, σελ. 287), μέ τίτλο: «Ἡ ἄποψις τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου». Ἡ ἀναίρεσις αὐτοῦ μόνο τοῦ ἐπιχειρήματος καταλαμβάνει δέκα τρεῖς περίπου σελίδες (ἀπό 287–299).


Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ὑπερασπίζεσθε μέ τόσο πάθος καί ἐμμονή αὐτήν τήν θεωρία, θά ἔπρεπε νομίζω νά ἀσχοληθῆτε καί μέ αὐτό τό κεφάλαιο καί, μάλιστα, νά ἀναιρέσετε λεπτομερῶς τά ἐπιχειρήματά του. Εἶναι δηλαδή, ὡσάν νά προσπαθῆτε νά καταρρίψετε μία θεωρία καί, ὅταν φθάσετε στήν οὐσία της, στήν θεωρητική της τοποθέτησι, στά ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα πρέπει νά ἀντικρούσετε γιά νά τήν ἀνατρέψετε καί, κυρίως, νά προβάλλετε ἐσεῖς ὡς ἀντίθεσι τίς εὐεργετικές συνέπειες τῆς θεωρίας σας καί τήν ὀρθόδοξο ὁδό ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσουμε, ἤ στὸ σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ ἀποδείξετε τό πόσο βοηθᾶ καί συντείνει στήν καταπολέμησι τῆς αἱρέσεως, τότε λέγω, προσπερνᾶτε διά τῆς τελείας σιωπῆς καί ἀδιαφορίας, αὐτό τό ὁποῖο θά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσετε διὰ πολλῶν ἐπιχειρήματων καί μέ πάθος· προσπερνᾶτε ἀκριβῶς τὸ κρίσιμο ἐκεῖνο σημεῖο, στὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ ἐπιμείνετε περισσότερο γιὰ νά ἀποδείξετε διά πειστικῶν ἐπιχειρημάτων τήν ἀλήθεια τῶν λόγων σας.


Ὅλα αὐτά νομίζω, πατέρες, σᾶς καταλογίζουν μία σκοπιμότητα καί ἀποδεικνύουν ὅτι ἀσχοληθήκατε μέ τό θέμα ἁπλῶς γιά νά εἰπῆτε κάτι ἤ σᾶς ἔβαλαν ἄλλοι νά τό κάνετε αὐτό. Καί δι’ αὐτό σχολιάζετε τό βιβλίο ἐπιλεκτικά καί στά σημεῖα, τά ὁποῖα νομίζετε ὅτι δύνασθε νά φανῆτε πειστικοί. Ὅλα δέ τά ὑπόλοιπα τά ἀντιπαρέρχεσθε διά τῆς σιωπῆς, ὅπως σᾶς ὑπέδειξα καί διά τό κεφάλαιο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί τήν τότε ἀποτείχισι τῶν Ὀρθοδόξων, καί ὅπως ἀντιμετωπίσατε, ἐπίσης, ἀσχολίαστα τόσα πατερικά χωρία, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν διά τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες. Τό ἴδιο λοιπόν ἐπράξατε καί εἰς τό παρόν κεφάλαιο, τό ὁποῖο ἀποδεικνύει τήν ἀδυναμία σας εἰς τό νά ἀντιμετωπίσετε κατά πρόσωπο, καί μέ ὀρθόδοξο ἐπιχειρηματολογία, αὐτό τό ὁποῖο ὑποστηρίζετε ἤ νά ἀναιρέσετε αὐτά τά ὁποῖα τό καταρρίπτουν. Ἴσως ὅμως ἐπανέλθετε δευτερολογώντας γιά νά διορθώσετε τίς ἐλλείψεις τῆς πρώτης κριτικῆς σας μελέτης.


Ἐπανερχόμενος ἐν συνεχείᾳ εἰς τό τελευταῖο κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης, πρίν τά γενικά συμπεράσματα, δηλαδή εἰς τήν ἀποτείχισι τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπί Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ἔχω νά ἀναφέρω τά ἀκόλουθα.


Γράφετε συγκεκριμένα στήν ἀρχή τοῦ κεφαλαίου, προσπαθώντας, προφανῶς, νά τοποθετήσετε ἀλλοῦ τό ζήτημα καί νά ἀποδείξετε ὅτι ἡ ἐν λόγῳ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν ἔγινε ἀπό λάθος ἐκτίμησι τῶν γεγονότων, τά κάτωθι: «Σχετικά μέ τήν ἀποτείχισι αὐτή ἐπισημαίνουμε τά ἑξῆς: Ἡ διαφορετική στάσις καί τοποθέτησις τῶν Ἁγιορειτικῶν Μονῶν εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου ὀφείλεται, κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, στόν διαφορετικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐξετίμησαν τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1965. Οἱ μέν πρῶτες, πού ἀποτειχίστηκαν, εἶδαν στήν ἄρση αὐτή τήν ἕνωση Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, παρά τίς ὑπάρχουσες δογματικές διαφορές. Ἐθεώρησαν, δηλαδή, ὅτι καί στήν προκειμένη περίπτωση παραγματοποιήθηκε κάτι ἀνάλογο μέ τίς ψευδοενώσεις τῆς Λυών τό 1274 ἤ τήν ψευδοένωση τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας τό 1438-9. Ὁπότε ὡς ἄλλοι Ὁσιομάρτυρες ἐπί Βέκκου ἤ ὡς ἄλλοι Μᾶρκοι Εὐγενικοί ὕψωσαν τά λάβαρα τοῦ ἀγῶνος, ἄν καί ὄχι ἐπιτυχῶς, διότι τούς ἔλειπε τό μαρτυρικό φρόνημα, πού εἶχαν οἱ προαναφερθέντες. Ἔτσι ἔσβησε ὁ ἀγῶνας τους ἄδοξα καί ταπεινωτικά, ὅπως σπάει μία σαπουνόφουσκα».


Ἐδῶ, πατέρες, παρουσιάζετε τούς Ἁγιορεῖτες ὡσάν νά μήν ἔχουν γνῶσι τῶν πραγμάτων καί νά ἐπλανήθησαν, ἐπειδή ἐνόμισαν ὅτι, διά τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων, ἔγινε ἕνωσις Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ.


Ἀπό τά κείμενα ὅμως τῶν μονῶν, οἱ ὁποῖες ἀποτειχίστηκαν, φαίνεται καθαρά ὅτι ὄχι μόνο κάτι τέτοιο δέν ἀναφέρεται, ἀλλά ἀπεναντίας ἑστιάζεται τό θέμα στό πρόσωπο τοῦ Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος εἶχε αἱρετικά φρονήματα καί τά διεκήρυττε δημοσίως καί εὐθαρσῶς. Δηλαδή οἱ Ἁγιορεῖτες ἀποτειχίστηκαν, ὄχι διότι ἔγινε ἕνωσις τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τόν Παπισμό, ἀλλά διότι εἶχαν ὡς Ἐπίσκοπό των ἕναν αἱρετικό ἀπό τόν ὁποῖο ἔπρεπε νά ἀπομακρυνθοῦν, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Ἄρα λοιπόν, ὅλος ὁ συλλογισμός σας εἶναι λάθος καί, προφανῶς, ἔγινε γιά νά δικαιολογηθῆ ἡ ἀποτείχισις μέ βάσι τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καί κατ’ οὐσίαν νά θεωρηθῆ παράνομος.


Πῶς ἄλλωστε θά ἦτο δυνατόν νά πλανηθῆ ὁ περισσότερος πληθυσμός τοῦ Ἁγ. Ὄρους (ὀκτώ μονές, ὅλες οἱ σκῆτες καί τά κελιά) καί ἡ ἱερά Κοινότης νά θεωρήση νόμιμη τήν ἀποτείχισι καί νά ἀποφανθῆ συλλογικῶς ὅτι:


«Διαμνημόνευσις Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Ἡ ἔκτακτος Δ. Ι. Σύναξις ἀναφέρεται εἰς τήν ἀκόλουθον ἀπόφασιν αὐτῆς, ὑπό τήν ἔννοιαν ὅτι ἑκάστη Ἱερά Μονή ἔχει τήν ἀπόλυτον ἐλευθερίαν ὅπως ἐνεργῇ ἐν προκειμένῳ κατά τήν ἑαυτῆς κρίσιν καί συνείδησιν. “Συνεδρία ΞΘ΄. Τακτική 17-11-70 ἡμέρα Δευτέρα. Συνελθούσης τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Κοινότητος ἐν ἀπαρτίᾳ... μεθ’ ὅ ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἱερά Κοινότης, ἀναγινώσκει τά γράμματα τῶν Ἱερῶν Μονῶν τά ἀπαντητικά εἰς τήν ὑπ’ ἀριθμ. 139/5-9-70 ἐγκύκλια αὐτῆς, ὧν τά στοιχεῖα ἔχουσιν ὡς ἀκολούθως...


»Μετ’ ἐμπεριστατωμένην συζήτησιν διαπιστοῦται ὅτι τό περιεχόμενον τῶν γραμμάτων τῶν Ἱερῶν Μονῶν, συμφωνεῖ μέ τάς ἐκτεθεῖσας γνώμας τῶν Πανοσιολ. Πληρεξουσίων αὐτῶν καί τήν δυνάμει αὐτῶν ληφθεῖσαν ἀπόφασιν κατά τήν ΜΓ΄./23-9-69 Συνεδρίας τῆς Ε.Δ.Ι. Συνάξεως, ἥτις καί καταχωρεῖται ὡς ἀκολούθως ὡς καί ἀπόφασις σημερινή τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Κοινότητος. Κατά τά ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, ὑπό πάντων τῶν Πανοσιολ. Πληρεξουσίων Ἀντιπροσώπων διαπιστοῦται ἡ ἐμμονή τῶν πλείστων Ἱερῶν Μονῶν, εἰς τήν περί μνημοσύνου τοῦ Σεπτοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ὡς τοῦ οἰκείου ἡμῶν ἐπισκόπου ὑποχρέωσιν κατά τήν Νομοκανονικήν τάξιν. Καί παρά πάντων ἐκφράζεται ἡ εὐχή ὅπως εἰς ὁλόκληρον τό Ἁγιώνυμον ἡμῶν Ὄρος ἐπανέλθη συντόμως, θείᾳ συνάρσει, ἡ Κανονική Τάξις, αἰρομένων τῶν ὡς μή ὤφειλε δημιουργηθέντων αἰτίων τῆς παρούσης πνευματικῆς ἀντιθέσεωςκαί παρά πάντων τῶν Μοναστῶν Αὐτοῦ ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ ὑμνεῖται τό Πανάγιον Ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί ἔχομεν διά τῆς Ἐκκλησίας, βεβαίαν τήν σωτηρίαν ἡμῶν ἅπαντες, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, διά πρεσβειῶν τῆς Παναχράντου Αὐτοῦ Μητρός, τῆς Ἐφόρου καί Προστάτιδος τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου καί τῶν Ὁσίων Πατέρων ἡμῶν».


Ἐδῶ δηλώνει ἡ ἱερά Κοινότης ὅτι ὑπάρχει πρόβλημα ὡς πρός τήν Ὀρθοδοξία τοῦ Πατριάρχου, τό ὁποῖο πρέπει νά ἀρθῆ διά νά ἀποκατασταθῆ ἡ τάξις. Δέν ἀναφέρει, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, τίποτε περί ἑνώσεως μέ τόν Παπισμό. Ἐπίσης, οἱ ἀποτειχισμένες μονές ἐζήτησαν ἀπό τόν διάδοχο τοῦ Ἀθηναγόρα Δημήτριο, νά ἀλλάξη γραμμή καί νά ἀποκηρύξη τήν οἰκουμενιστική στάσι τοῦ προκατόχου του καί οὐδέν ἀνάφεραν περί ἑνώσεως μέ τόν Παπισμό. Χαρακτηριστική ἐν προκειμένῳ εἶναι ἡ ἀπάντησις τῆς μονῆς Γρηγορίου: «Δυστυχῶς οὐσιαστικῶς δέν ἤρθησαν οἱ λόγοι οὐδέ αἱ ἐπιφυλάξεις πού ἐπέβαλον, τήν διακοπήν τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριαρχικοῦ ὀνόματος, δεδομένου ὅτι ὁ νέος Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὄχι μόνον δέν ἐφάνη συντηρητικώτερος τοῦ Προκατόχου Του, ἀλλά τοὐναντίον ὑπερθεματίζει τούτου διά τήν Οἰκουμενικήν κίνησιν... Κατόπιν ὅλων τούτων, ἡ Ἱερά ἡμῶν Μονή θά συνεχίσῃ τήν ἀκολουθητέαν Αὐτῆς γραμμήν κατ’ ἐφαρμογήν τῆς προρρηθείσης ἀποφάσεως τῆς Ἐκτάκτου Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως».


Ἐδῶ ἀναφέρεται, ὡς αἰτία διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τῆς μονῆς Γρηγορίου ἀπό τόν Ἀθηναγόρα καί τόν Δημήτριο, ὁ Οἰκουμενισμός (ἡ Οἰκουμενική κίνησις) καί ὄχι, ὅπως ἐσεῖς, πατέρες, ἰσχυρίζεσθε ἡ ἕνωσις μέ τόν Παπισμό.


Παραδόξως καί ἐδῶ, ἀποσιωπεῖτε καί ἀντιπαρέρχεσθε τά βασικά γεγονότα, τά ὁποῖα ὡδήγησαν στήν ἐπαναφορά τῆς μνημονεύσεως τῶν ἱερῶν μονῶν ἀπό τόν Πατριάρχη Δημήτριο. Αὐτά τά γεγονότα ἦσαν οἱ ἀπειλές, οἱ τιμωρίες, οἱ καθαιρέσεις καί οἱ ἐξορίες πού μετεχειρίσθη ὁ Δημήτριος, προκειμένου νά ὑποτάξη κάτω ἀπό τήν μπότα του τίς ἱερές μονές.


Ἀποσιωπεῖτε ἐπίσης, πατέρες, τό ὅτι ἔπρεπε εἰς τό ἑξῆς οἱ νέοι ἡγούμενοι νά δηλώνουν ὑποταγή ἰσόβιο στόν Πατριάρχη, προκειμένου νά ἐγκαθίστανται ὡς ἡγούμενοι σέ κάποια ἁγιορείτικη μονή. Ἀποσιωπεῖτε ἀκόμη τήν αἰσχρή μέθοδο τῶν μονῶν νά μήν δίδουν πλέον κελιά σέ μοναχούς, ἄν δέν ἐδήλωναν ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι θά μνημονεύουν ἐσαεί τό σεπτόν ὄνομα τοῦ Πατριάρχου. Αὐτό ἔγινε, ὅπως ὁμολογεῖται, κατόπιν ὑποδείξεως καί ἀπαιτήσεως τοῦ Πατριάρχου.


Κατόπιν ὅλων τούτων νομίζω, πατέρες, ὅτι μέ τήν σιωπή σας δέν συντάσσεσθε ἁπλῶς μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, οὔτε μόνο μέ τή συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως, ἀλλά συντάσσεσθε κυρίως μέ τόν τρόπο ἐπιβολῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἰς ὅσους ἀντιδροῦν. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο παίζετε κατά τό κοινῶς λεγόμενο σέ διπλό ταμπλώ. Ἀφ’ ἑνός μέν κάνετε προσποιητά ὅτι εἶστε ἀντιοικουμενιστές, ὅτι πολεμᾶτε τήν αἵρεσι (ἔστω μέ τόν χαρτοπόλεμο) κι ἀπό τήν ἄλλη συντάσσεσθε καί εὐλογεῖτε τά ἔργα τῶν Οἰκουμενιστῶν καί, μάλιστα, ὅσον ἀφορᾶ στήν καταστολή τῶν ἀντιδράσεων γιά τήν προώθησι τῆς αἱρέσεως. Ἐγώ προσωπικά θά ἐντρεπόμουν, ὄχι νά ἀνήκω σέ αἱρετικούς, ἀλλά νά καλύπτω τά ἔργα των, προκειμένου νά ἀποδείξω ἀληθινές τίς θεωρίες μου. Ἴσως αὐτή εἶναι ἡ γραμμή τοῦ Μητροπολίτου σας, προκειμένου νά σταθῆτε στήν Μητρόπολι μέ τά ἀξιώματά σας καί νά εἶστε κάτω ἀπό τήν εὔνοια καί προστασία του.


Τελικῶς, εἰς τό κεφάλαιο αὐτό ἀναλύετε καί περιγράφετε τήν γραμμή, ἡ ὁποία ἔχει χαραχθῆ, ὅπως ὁμολογεῖτε, ἀπό τό Βατικανό καί ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἡ μέχρι τώρα πορεία τῶν πραγμάτων ἀπέδειξε ὅτι ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων δέν ἀποτελοῦσε τήν ἴδια τήν ἕνωση, διότι τό καλά ὀργανωμένο καί μελετημένο σχέδιο ἑνώσεως, πού κατέστρωσε τό Βατικανό ἤδη ἀπό τό 1965, προέβλεπε τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ὡς ἕνα πρῶτο βῆμα πρός τήν ἕνωση καί ὄχι ὡς τήν ἴδια τήν ἕνωση. Τό σχέδιο προέβλεπε μετά τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τήν προλείανση τοῦ ἐδάφους μέ τόν “Διάλογο τῆς ἀγάπης καί τῆς καταλλαγῆς”, στή συνέχεια τόν θεολογικό διάλογο, κατόπιν τήν ἀναγνώριση τοῦ Παπισμοῦ ὡς κανονικῆς Ὀρθοδοξούσης Ἐκκλησίας μέ τόν παραμερισμό τῶν ποικίλλων δογματικῶν διαφορῶν (βλ. ἀποφάσεις τοῦ Βalamand) καί τέλος τήν ἐπικέντρωση τῆς θεματολογίας πάνω στό ἐπίμαχο καί ἀκανθῶδες θέμα τοῦ Πρωτείου. Καί ἀκριβῶς σ’ αὐτό τό σημεῖο τοῦ διαλόγου βρισκόμαστε σήμερα».


Ἐδῶ, πατέρες, δείχνετε ὅτι ἔχετε πλήρη γνώσι τῶν πραγμάτων, τῶν σχεδίων καί τῶν προγραμμάτων τῶν αἱρετικῶν. Ἔχετε πλήρη γνώσι τῆς πορείας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς τελικῆς ἐκβάσεως τῆς παναιρέσεως αὐτῆς. Παρ’ ὅλα αὐτά εἶστε μέσα σ’ αὐτό τό ἀντίχριστο σύστημα καί μάλιστα, ὅπως προανέφερα σέ ἄλλη ἑνότητα, ἔχετε καί τόν σπουδαιότερο ρόλο, ὅσον ἀφορᾶ δηλαδή στήν καταστολή τῶν ἀντιδράσεων. Ὁ ρόλος αὐτός εἶναι νά κατασταλοῦν οἱ ἀντιδράσεις μέ τρόπο εἰρηνικό καί θεολογικό, ἀλλάζοντας τό πνεῦμα τῆς ἁγ. Γραφῆς, τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῆς διδασκαλία τῶν Πατέρων. Ἔτσι θά προλαμβάνονται οἱ ἀπειλές καί οἱ ἐξορίες, οἱ καθαιρέσεως καί οἱ διωγμοί, τά ὁποῖα συνέβησαν στό ἅγ. Ὄρος ἐπί Πατριάρχου Δημητρίου καί ὁπωσδήποτε μειώνουν τήν βιτρίνα τῶν Ἐπισκόπων.


Ἤθελα ὅμως, ἐπί τοῦ παρόντος, νά σᾶς ἐρωτήσω κάτι. Στό Μπελαμέντ τοῦ Λιβάνου ἀποφασίστηκε ἀπό κοινοῦ μέ τούς Παπικούς ἡ ἀναγνώρισις ἑκατέρωθεν τῶν μυστηρίων. Ἀποφασίσθηκε ὅτι ἀπό κοινοῦ Παπικοί καί Ὀρθόδοξοι ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν, τό ἅγ. Πνεῦμα εἰς τό ἑξῆς θά ἁγιάζει τά παπικά μυστήρια, τί χρειάζεται τό κοινό ποτήριο γιά νά εἴμεθα ἑνωμένοι; Ἤ καλύτερα νά τό θέσω διαφορετικά. Ἐφ’ ὅσον τό ἅγιον Πνεῦμα εὑρίσκεται στόν Παπισμό, ἐμεῖς εἴμεθα ἀνώτεροι ἀπό Αὐτό, ὥστε νά μήν κοινωνοῦμε ἀπό τά κανονικά καί ἅγια μυστήρια (τῶν Παπικῶν) ἤ νά συζητοῦμε γιά περαιτέρω δογματικές διαφορές; Πρῶτα δηλαδή ἐστείλαμε τό ἅγ. Πνεῦμα νά εὐλογῆ τά μυστήριά των καί μετά θά λύσωμε τίς δογματικές διαφορές μας, ὥστε νά εἴμεθα καί πρακτικά ἑνωμένοι εἰς τήν κοινή πίστι; Δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου, πατέρες, ἀποδεικνύομε ὅτι εἴμεθα κατά πολύ ἀνώτεροι ἀπό τό ἅγ. Πνεῦμα καί ὅτι τό διαχειριζόμεθα κατά βούλησι, ὅπως τά ἀντικείμενα τοῦ σπιτιοῦ μας. Ἀποδεικνύομε ὅτι τό κατευθύνομε καί δέν μᾶς κατευθύνει, τό κυβερνῶμε καί δέν μᾶς κυβερνᾶ, τό ἐξουσιάζομε καί δέν μᾶς ἐξουσιάζει.


Ἐσεῖς τώρα, μέσα σέ ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα γνωρίζετε πλήρως, συντάσσεσθε καί ἀποδέχεσθε –διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας– ὅλα αὐτά τά δαιμονικά κατασκευάσματα τῆς Ν. Ἐποχῆς. Ἐδῶ ἀξίζει νά σᾶς ἀναφέρω, ὄχι τά λόγια κάποιου ἁγίου, ἀλλά τά λόγια ἑνός συγχρόνου πατρός, τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, (τόν ὁποῖο συχνά–πυκνά ἐπικαλεῖσθε). Ὅταν κάποτε συζητούσαμε γιά κάποια θέματα Οἰκουμενισμοῦ μοῦ εἶχε ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἄν κάποτε, π. Εὐθύμιε, φθάσωμε στό σημεῖο νά ἀναγνωρίσωμε ὡς ἔγκυρο κάτι πού τελεῖται ἀπό τούς αἱρετικούς ἐκτός Ἐκκλησίας, χωρίς νά μετανοήση καί ἐπιστρέψη στήν Ὀρθοδοξία αὐτός πού τό τελεῖ, εἶναι σάν νά ἀναιροῦμε τούς ἑαυτούς μας». Δηλαδή, πατέρες, ἄν ἰσχύουν αὐτά τά λόγια τοῦ σεβαστοῦ αὐτοῦ πατρός, ἐσεῖς ἀνήκετε σ’ αὐτούς πού ἔχουν πλέον ἀναιρέσει τήν Ὀρθοδοξία καί τήν ὑπόστασί των μέσα σ’αὐτήν.


Θά ἀναφέρω ἐν συνεχείᾳ ὀλίγα ἐπιλογικά, πρίν κλείσω τήν ἀπάντησί μου στήν κριτική σας μελέτη.














ΕΠΙΛΟΓΟΣ






Ὅταν ἐγράφαμε, πατέρες, τό βιβλίο τό ὁποῖο ἐσχολιάσατε, εἴχαμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι θά ὑπῆρχε ἀνάλογος ἀντίδρασις καί ἀπό τού Ἀντιοικουμενιστές καί ἀπό τούς Παλαιοημερολογίτες. Θά ἦταν εὐχῆς ἔργον, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀντίδρασις εἶναι εἰλικρινής καί στηρίζεται εἴτε σέ ἄγνοια, εἴτε σέ λανθασμένη ἐκτίμησι τῶν πραγμάτων, εἴτε βεβαίως ἐμεῖς σφάλλομε στίς ἀπόψεις μας, νά μήν εἶχε τήν μορφή ἑνός ἁπλοῦ σχολιασμοῦ, ἀλλά νά ἐδίδετο ἀφορμή γενικωτέρου προβληματισμοῦ, δημοσίου διαλόγου, συνεργασίας τῶν Ὀρθοδόξων διά τό δέον γενέσθαι (δεδομένης τῆς ἐπεκτάσεως–ἐπικρατήσεως τῆς αἱρέσεως), δημιουργίας ἡμερίδων καί διαλέξεων εἰς τάς ὁποίας θά ἐκαλοῦντο νά συμμετέχουν ἐνεργῶς καί οἱ ἔχοντες διαφορετική ἄποψι ἀπό τήν ἰδική μας καί, ὁπωσδήποτε, ἐσωτερικοῦ προβληματισμοῦ καί ἐλέγχου, διά τό ἄν βαδίζωμε σωστά στήν παροῦσα περίοδο τῆς αἱρέσεως, ἄν ἔχωμε κάποια ὁμοιότητα μέ τούς ὁμολογητές Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ὑπερασπίστηκαν τήν Ὀρθοδοξία σέ παλαιότερες αἱρέσεις, ἄν τό φρόνημά μας εἶναι μαρτυρικό ὅπως ἐκεῖνων καί ἄν ἡ στάσις σας βοηθᾶ ἤ ὄχι στήν καταστολή τῆς αἱρέσεως.


Δυστυχῶς, ἐνῶ καταγράφετε ἄριστα τήν ἐξέλιξι τῆς αἱρέσεως καί, μάλιστα, περιγράφετε τά στάδια ἀπό τά ὁποῖα διῆλθε καί αὐτά πού ἀπομένουν γιά νά ὁλοκληρωθῆ, οὐδόλως ἀσχολεῖσθε μέ τήν καταγραφή καί περιγραφή τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ φρονήματος, τῶν Ὀρθοδόξων, τό ὁποῖο καί αὐτό διέρχεται ὡς πρός τήν ἀλλοίωσι ἀνάλογα στάδια· καί μάλιστα νομίζομε ὅτι μεταλλάσσεται μέ μεγαλύτερη εὐκολία, ἐπειδή μεταπίπτει ἀπό τήν μαρτυρική καί αὐτοπροαίρετη θυσία χάριν τῆς πίστεως, στό κοσμικό φρόνημα τῆς συνοδοιπορίας καί τῆς ἀδρανείας, εἰς τό νά ἀντιμετωπίζη τήν ἐξέλιξι τῶν θεμάτων τῆς πίστεως, ὅπως ὁ θεατής καί ὁ φίλαθλος παρακολουθοῦν ἕναν ἀγῶνα, εἰς τό νά θεωρῆ ὁ κάθε πιστός τόν ἑαυτόν του ἀναρμόδιο καί ἀκατάλληλο στήν καταβολή οἱασδήποτε προσφορᾶς καί θυσίας χάριν τῆς πίστεως καί, βεβαίως, εἰς τό νά μήν ἔχη τό φρόνημα πλέον τοῦ κάθε πιστοῦ τήν συναίσθησι τῆς συμμετοχῆς στήν αἵρεσι καί τοῦ μολυσμοῦ πού προέρχεται ἀπό αὐτήν.


Νομίζω, πατέρες, ὅτι στήν ἀλλοίωσι τοῦ φρονήματος τῶν Ὀρθοδόξων συντελοῦν καί συμβάλλουν τά μέγιστα καί οἱ θεωρίες σας περί ἰατρικῆς διαγνώσεως τῆς ἀσθενείας ἀπό τούς ἁρμοδίους, οἱ θεωρίες σας περί καταδίκης τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν ὀνομαστικῶς πρίν ἀπό τήν ἀποτείχισι καί, βεβαίως, ἡ ὀλέθρια στήν προκειμένη περίπτωσι δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος.


Διότι ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος εἰς τό θέμα τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ φρονήματος τῶν πιστῶν, πέραν ὅλων τῶν ἄλλων, διασφαλίζει τήν καθησύχασι τῆς συνειδήσεως ὡς πρός τήν συνοδοιπορία τῶν πιστῶν μέ τήν αἵρεσι. Δηλαδή ἔχει τόν ρόλο τοῦ ἠρεμιστικοῦ πού δίδουν οἱ ψυχίατροι, προκειμένου νά ἔχουν πρόχειρες καί ἄμεσες λύσεις στούς ἀσθενεῖς των.


Θέλω ὡς ἐκ τούτου εἰς τό σημεῖο αὐτό, ἐπιλογικά, νά σᾶς καθησυχάσω καί νά σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι οἱ θεωρίες σας καί οἱ θέσεις τίς ὁποῖες ὑποστηρίξατε στήν κριτική σας μελέτη, παρ’ ὅτι δέν εἶχαν κανένα ἁγιογραφικό καί πατερικό ἔρεισμα, παρ’ ὅτι στηρίζονται ἀποκλειστικῶς καί μόνο στόν ὀρθολογισμό, παρ’ ὅτι ὁδηγοῦν στήν συνοδοιπορία καί στόν συνουσιασμό μέ τήν αἵρεσι, ἐν τούτοις, αὐτές θά γίνουν ἀποδεκτές ἀπό τούς πολλούς ἀντιοικουμενιστάς καί ἀπό τούς πιστούς καί ἀνησυχοῦντες Ὀρθοδόξους. Oἱ λόγοι εἶναι προφανεῖς καί δέν θέλω καθόλου νά ἐπεκταθῶ διά νά μή σᾶς λυπήσω, ἀλλά καί διότι ἐν πολλοῖς εἰς τήν ἀπάντησί μου αὐτοί ἐξετέθησαν.


Ἕνα μόνο θά ἤθελα νά σᾶς ἐπισημάνω ἐν προκειμένῳ∙ τό ὅτι, ἡ ἀλλοίωσις τοῦ φρονήματος ὅλων μας, θά φθάση εἰς τό σημεῖο νά ἀποδεχθοῦμε καί νά χωνέψουμε τά πάντα, νά ἀφομοιωθοῦμε καί νά συνυπάρχωμε μέ ὅλους σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, καί μάλιστα, νά τά θεωροῦμε ὡς τήν ἐγκεκριμένη πατερική ὁδό, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπό διάκρισι καί σύνεσι. Κατ’ οὐσίαν, δηλαδή, θά καταδικάσωμε τούς ἁγίους μάρτυρες τῆς πίστεως καί τήν μαρτυρική ὁδό τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τήν ὁποία αὐτοί ἐφάνηκαν πιστοί, καί θά καθιερώσουμε ἄλλη ὁδό, ἡ ὁποία δέν ἀναδεικνύει Ἁγίους καί μάρτυρες, ἀλλά στοχαστές καί διπλωμάτες.


Μπαίνω στόν πειρασμό, πατέρες, νά σᾶς καταθέσω δύο τελευταῖα χωρία ἀπό τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, εἰς τά ὁποῖα ὁ ὅσιος περιγράφει τό φρόνημα κάποιων Ὁμολογητῶν καί μαρτύρων, προκειμένου νά ἀντιπαραβάλλωμε τό ἰδικό μας φρόνημα σήμερα. Σέ ἐπιστολή του ἡ ὁποία ἐπιγράφεται «Θεόδωρος τοῖς διά Κύριον ἐν διαφόροις φυλακαῖς τηρουμένοις ἀδελφοῖς ἀγαπητοῖς ἐν Κυρίῳ χαίρειν» γράφει, μεταξύ ἄλλων, διά νά τονώση τό φρόνημα τῶν Ὁμολογητῶν καί δεδιωγμένων, τά ἑξῆς:


«...μάρτυς ἀπαράγραπτος καί ὁμολογητής Χριστοῦ ὁ ἐναθλῶν καί ἐνιστάμενος. καί οὐδείς ἀντερήσει λόγος. οἱ Μακκαβαῖοι μάρτυρες, μή κρεῶν ὑείων ἀνασχόμενοι παρανόμως γεύσασθαι∙ ὁ Πρόδρομος μάρτυς ὑπέρ ἐλεγμοῦ ἀληθείας, καί ἄλλος ὑπέρ τοῦ μή καταβαλέσθαι ὀβολόν εἰς οἰκοδομήν εἰδωλείου, καί ἕτερος δι’ ἕτερον ἔνταλμα. τί γάρ δεῖ τά πολλά λέγειν; καί ἐνταῦθα προδήλως ὁ διά Χριστόν ἐναθλῶν οὐ μάρτυς, ὥς φασί τινες τῶν δυστήνων; μάρτυς ἀληθής, μηδ’ ὁτιοῦν ἐνδέων τῶν ἐφ’ Ἑλλήνων ἤ Ἰουδαίων μαρτυρησάντων∙ καί ὁ μάρτυς ἐν οὐρανῷ πιστός» (Φατ. 301, 443, 120).


Στήν 63η ἐπίσης, ἀπό τίς λεγόμενες Μικρές Κατηχήσεις, ἀναφέρει ἕνα συγκλονιστικό γεγονός, τό ὁποῖο προφανῶς συνέβη στίς ἡμέρες του καί τό περιγράφει ὡς ἑξῆς:


«Ἀδελφοί καί πατέρες, ἐν τῇ παρούσῃ κατηχήσει βούλομαι ὑμᾶς ἀπό διηγήματός τινος προτρέψασθαι εἰς παράκλησιν. Τό δέ διήγημα ἐστι τοιοῦτον· ἐν τῇ Βουλγαρίᾳ, ὡς ἀπήγγειλαν οἱ ἀκριβῶς εἰδότες, ἐξῆλθε δόγμα πονηρόν παρά τοῦ ἐκεῖσε κρατοῦντος· τούς ἐν αἰχμαλωσίᾳ χριστιανούς καί ἀδελφούς ἡμῶν κατά τάς ἡμέρας τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς κρεωφαγῆσαι· καί πειθομένους μέν ἔχειν τό ζῆν, ἀπειθοῦντας δέ ἀποκτέννεσθαι. Καί ὁ λόγος τοῦ δυσσεβοῦς ὑπερίσχυσε καί ὁ λαός συνηθροίσθη καί κλαυθμός καί ὀδυρμός σύν γυναιξί καί τέκνοις πολύς, πῆ μέν ἀντεχομένων τοῦ χριστιανικοῦ νόμου, πῆ δέ ὑποδειλιώντων τόν τῆς σαρκός θάνατον· τέλος, φεῦ τῆς ἐλεεινῆς ἐπαγγελίας! ἡττήθησαν ὑποκλιθέντες τῷ ἀσεβεῖ προστάγματι.


»Δεκατέσσαρες γοῦν ἐξ αὐτῶν ἀπορραγέντες ἔστησαν ἀπ' ἐναντίας λέγοντες, μή εἴκειν μηδέ πείθεσθαι μηδέ παρά τόν χριστιανικόν νόμον κρεωφαγεῖν. Ἐν τούτοις προσβολαί, παρακλήσεις ὑπό τοῦ λαοῦ· εἶξαι τῇ ἀνάγκῃ, μή ἀποθανεῖν ἁπλῶς, καί πάλιν διά μετανοίας ἀνακληθῆναι. Τούς δέ οὐδέν ἦν τό πεῖθον καί μαλακίζον ἀποσκοποῦντας εἰς Θεόν καί τήν ἐν ἐπαγγελίαις ἀποκειμένην μακαριότητα. Ὁ γοῦν Σκύθης ἐπεί εἶδεν ἀμείλικτον τήν ἔνστασιν τῶν ἀνδρῶν, ἐσκόπησε δι' ἑνός χειρώσασθαι τούς ἄλλους, καί τοῦτον κτείνας εὐθύς τά τέκνα αὐτοῦ καί τήν γυναῖκα διένειμε τοῖς Σκύθαις δουλικῶς, ὡς ἄν ἐντεῦθεν καταμαλακισθέντες ἑλκυσθῶσιν οἱ ἄλλοι· οἱ δέ ἔμενον μᾶλλον ἀκαμπεῖς ἐπιβοῶντες· Χριστιανοί ἐσμέν καί τῆς μερίδος τοῦ τεθνηκότος ἀδελφοῦ ἡμῶν. Ταύτῃ γοῦν τῇ ὁμολογίᾳ ἀπετυμπανίσθησαν καί αὐτοί τελειωθέντες ἐν Κυρίῳ.


»Ὁρᾶτε τοίνυν, ἀδελφοί, καί νῦν ἐνεργούμενον τό εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ... Ὑπήκουσαν τοίνυν τῶν εὐαγγελικῶν προσταγμάτων, ἐπειθάρχησαν Κυρίῳ καί ἀνεδήσαντο στέφανον μαρτυρίου μιμησάμενοι τούς ἁγίους Μακκαβαίους, καί διπλασιάσαντες τόν ἀριθμόν, εἴπερ ἐκεῖνοι μέν ἑπτά, οἱ δέ δεκατέσσαρες· κἀκεῖνοι μέν ὑπέρ τοῦ μή γεύσασθαι ὑείων κρεῶν παρά τόν νόμον, οἱ δέ ὑπέρ τοῦ μή μετασχεῖν τοῦ τυχόντος κρέατος παρά τόν χριστιανικόν κανόνα· ὅπερ δοκεῖ πως καί ἀκριβέστερον εἶναι, ὅτι ἐκείνοις μέν πάντη ἀπηγόρευτο μετασχεῖν ὑός, τοῖς δέ ἐξῆν κατά ἀνάγκην μεταλαβεῖν τοῦ τυχόντος κρέατος καί μή κατακριθῆναι, καθώς λέγει ὁ ἅγιος Βασίλειος. Ἀλλ' ἐπειδή παρά Σκυθῶν ἡ προσταγή ἀποβλέπουσα πρός ἀθέτησιν πίστεως, οὐκ ἠνέσχοντο· ἀλλά πάντα δεύτερα ἡγήσαντο ὑπέρ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγάπης.


»Ὤ μακαρίων ἀνδρῶν! ὤ μακαρίας πραγματείας, ἐν μιᾷ καιροῦ ροπῇ ἀνταλλάξασθαι αἰωνίους ἀναπαύσεις! Τί φήσουσι πρός ταῦτα οἱ τήν αἱρετικήν κοινωνίαν μή λέγοντες εἶναι ἀθέτησιν; Εἰ γάρ ἐκεῖ ἀθέτησις τοῦ λαοῦ ἐπί τῇ κρεωφαγίᾳ, πόσῳ γε μᾶλλον ὧδε ἐπί τῇ ἀσεβοθύτῳ κοινωνίᾳ.Ποῦ δέ καί οἱ λέγοντες· μή εἶναι μαρτύριον ἐν τῇ Χριστοῦ εἰκόνι; Εἰ γάρ ἐκεῖ μαρτύριον τοῖς μή κρεωφαγήσασι, πόσῳ γε ὧδε λαμπρότερον τό μαρτύριον τοῖς μή ἐξαρνησαμένοις. Ἀλλ' ἐκεῖνοι μέν ὡς σκοτεινοί ὄντες σκοτεινά καί φθέγγονται τοῖς οἰκείοις συμπτώμασι συμποδίζειν καί ἄλλους πειρώμενοι» (Μικρά Κατήχησις 63).


Τό ἰδικό μας φρόνημα σήμερα, ἀσφαλῶς θά θεωρῆ ὅτι ὅλα αὐτά πού περιγράφει ὁ ὅσιος εἶναι ὑπερβολές καί ἀδιακρισίες καί ὅτι, τά ὅρια εἰς τά ὁποῖα δύναται νά κινηθῆ καί νά ἐξελιχθῆ ἡ ὁμολογία μας, φθάνουν μέχρι τοῦ κοινοῦ ποτηρίου, ἀρκεῖ νά μή γίνη σχίσμα.


Τελειώνοντας καί ἐπειδή ἔφθασε στά χέρια μου μία ἀπάντησίς σας, εἰς τήν ὁποία ἀπαντᾶτε εἰς τόν πρόλογο τῆς παρούσης, μέ τόν ἴδιο ὅμως τρόπο καί τήν ἴδια μέθοδο τῆς κριτικῆς σας μελέτης, νομίζω, πατέρες, ὅτι γιά νά μήν πελαγοδρομοῦμε καί ἐπιλέγει ὁ καθένας μας κάποια σημεῖα ἀπό τά γραφόμενα τοῦ ἄλλου εἰς τά ὁποῖα νομίζει ὅτι δύναται νά στηρίξη τίς θέσεις του, θέλω νά προτείνω ἄλλο τρόπο διαλόγου. Αὐτός συνίσταται εἰς τό νά ἀπαντᾶ ἡ κάθε πλευρά εἰς συγκεκριμένες καί καίριες ἐρωτήσεις τίς ὁποῖες θά ἐπιλέγη καί θά θέτει ἡ ἄλλη. Ἔτσι, νομίζω, θά ἀποφευχθῆ ἡ διολίσθησις εἰς τό νά ἀπαντᾶμε ἐκεῖ πού μᾶς ἐξυπηρετεῖ καί ὅπως μᾶς ἐξυπηρετεῖ καί ἐπί πλέον θά ἀποφευχθῆ ὁ πλατειασμός καί ἡ ἀπάντησις σέ δευτερεύοντα θέματα ἤ σέ θέματα γιά τά ὁποῖα συμφωνοῦμε.


Ὡς ἐκ τούτου, ἀντί ἄλλης ἀπαντήσεως, θά θέλαμε, πατέρες, νά μᾶς ἀπαντήσετε σέ δύο ἐρωτήσεις, τίς ὁποῖες ἐπί τοῦ προκειμένου ζητήματος θεωροῦμε ἄκρως σημαντικές καί καίριες, καί ἐσεῖς μέ τή σειρά σας, ἐφ’ ὅσον ἀπαντήσετε, θά θέλαμε νά μᾶς θέσετε ἀνάλογες συγκεκριμένες ἐρωτήσεις εἰς τίς ὁποῖες θά ἀπαντήσωμε ἐμεῖς. Οἱ ἐρωτήσεις λοιπόν, τίς ὁποῖες σᾶς θέτομε, εἶναι οἱ ἑξῆς:


1. Ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ ὁποία συνηγορεῖ –ἤ ἔστω ταιριάζει– μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος; Μέ ἄλλα λόγια πρός κατανόησι, ποῦ διδάσκεται εἰς τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἁγ. Πατέρες ἡ παραμονή τῶν πιστῶν εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες, ἡ ἀναγνώρισίς των εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, ἡ μνημόνευσίς των κλπ. μέχρι δηλαδή ἀποφάσεως τῆς Συνόδου;


2. Ποῦ διδάσκεται στήν ἁγ. Γραφή καί στούς ἁγ. Πατέρες ὅτι μέ τήν παραμονή μας εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, δέν ταυτιζόμεθα μέ τήν πίστι των, δέν συνοδοιποροῦμε μέ τήν αἵρεσι καί δέν μολυνόμεθα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική αὐτή ἐπικοινωνία, ἔστω δηλαδή καί ἄν ἔχωμε ὀρθόδοξο φρόνημα;


Οἱ ἀπαντήσεις σας αὐτές, πατέρες, πέραν τοῦ ὅτι πρέπει νά ἀποτελοῦνται ἀπό λόγια τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν ἁγ. Πατέρων καί ὄχι δικές σας σκέψεις καί ἀπόψεις, θά δημοσιευθοῦν στά ἱστολόγια καί στόν ἐκκλησιαστικό τύπο, διά νά λάβουν γνῶσι ὅλοι οἱ ἐνδιαφερόμενοι ἐπί τῶν θεμάτων αὐτῶν καί, βεβαίως, νά κρίνουν τίς ἀπαντήσεις σας. Τό ἴδιο φυσικά θά γίνη καί στίς ἐρωτήσεις πού ἐσεῖς θά θέσετε.


Τελειώνοντας, ζητῶ συγνώμη, ἐάν μέ τήν παροῦσα ἀπάντησι κάπου σᾶς ἐλύπησα καί δέν σᾶς κατενόησα καί παρεξήγησα τά γραφόμενά σας. Πρέπει ὅμως στά θέματα τῆς πίστεως καί εἴμεθα αὐστηροί, διότι σύμφωνα μέ τόν ἅγ. Μᾶρκο τόν Εὐγενικό «εἰς τά τῆς πίστεως οὐ χωρεῖ συγκατάβασις».






Ἱερομόναχος


Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς















Α΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/02/blog-post_22.html





Β΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/02/blog-post_28.html




Γ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_7.html




Δ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_8517.html


Ε΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_15.html


ΣΤ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_19.html


Ζ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_5267.html


Η΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_23.html


Θ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_5682.html


Ι΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_5222.html


ΙΑ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_5854.html


ΙΒ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_8426.html


ΙΓ΄ ΜΕΡΟΣ: http://paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_928.html


ΙΔ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/04/blog-post_2.html


ΙΕ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/04/blog-post_2856.html


ΙΣΤ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/04/blog-post_8.html







πηγή

Tuesday, April 2, 2013

ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ 3




ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ, ΙΔ΄.















ΙΔ΄ Μέρος

(Συνέχεια γιὰ ἅγιο Θεόδωρο τὸ Στουδίτη, Μέγα Φώτιο


και γιὰ τὴν ἀποτείχισι σέ ἐπίπεδο Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν)




Ἐν συνεχείᾳ γράφετε στήν κριτική μελέτη σας τά ἑξῆς: «”Τά σχίσματα αὐτά κατέκριναν μεταξύ ἄλλων οἱ ἱεροί Μεθόδιος καί Δοσίθεος.Ἐπίσης, δέν τά ἀκολούθησαν ἄλλοι μοναχοί ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοιἀνεδείχθησαν μεγάλοι Ἅγιοι. Τέτοιος ἦταν ὁ μέγας Ὁμολογητής Θεοφάνης, ὁ ὁποῖος στήν “Χρονογραφία” του ἀναφέρει τήν ἀπόσχιση τοῦ Ὁσίου Θεοδώρουἀπό τήν <Ἁγία Ἐκκλησία> καί τόν <ἁγιώτατο πατριάρχη> Νικηφόρο. Ἡ αἰτία τῆς κατακρίσεώς τους ἦταν ὅτι δέν ὑπῆρχε ζήτημα πίστεως, ἀλλά ἀπόκλισηἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες. Βέβαια ὁ Ὅσιος Θεόδωρος εἶναι Μέγας Ὁμολογητήςἕνεκα τῶν ἡρωϊκῶν ἀγώνων του ἔναντι τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως. Μόνο τά προσωρινά σχίσματά του γιά τίς ἀνωτέρω οἰκονομίες δέν μπορεῖ νάἀποτελέσουν κανόνα γιά τήν Ἐκκλησία”. Ὄχι μόνον δέ οἱ παραπάνωἀναφερθέντες Ἅγιοι ἀποδοκίμασαν τά σχίσματα τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου, ἀλλά καί οἱ Ἅγιοι Μεθόδιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ὅσιος Ἰωαννίκιος, Μιχαήλ Συνάδων, Εὐθύμιος Σάρδεων, Αἰμιλιανός Κυζίκου, Θεοφύλακτος Νικομηδείας, Δανιήλ ὁ Στυλίτης κ.ἄ.».





Ἐδῶ πατέρες, ἐπειδή στηρίζεσθε, καί μάλιστα τυφλά, στή γνώμη κάποιων συγχρόνων πατέρων, εἶναι φυσικό ὅ,τι γράφετε νά εἶναι λάθος καί ἐκτός θέματος.

Θά σᾶς μεταφέρω λοιπόν κάποια μικρή ἀναφορά πού ἔκανα παλαιότερα ἐπί τοῦ θέματος τούτου (μέ ἐλάχιστες ἀλλαγές) καί ἐσεῖς, ἄν σέ κάποιο σημεῖο ἔχετε ἀντίθετο ἄποψι, μπορεῖτε δευτερολογώντας νά τήν ἐκθέσετε μέ τά ἀνάλογα ἐπιχειρήματα καί ἐγώ νά ἀπαντήσω.











Κάποιος σχολιαστής –ἀκολουθώντας πιστά καί τυφλά τόν π. Βασίλειο Παπαδάκη– ἀναφέρει κάποιους ἁγίους, οἱ ὁποῖοι δῆθεν κατέκριναν τήν ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Προφανῶς, δέν ἤλεγξε τίς παραπομπές αὐτές καί τό ποῦ ἀναφέρονται, εἰδάλλως θά ἐντρέπετο διά τήν διαστρέβλωσι τῆς ἀληθείας. Πρῶτα ἀναφέρει τόν ἅγ. Μεθόδιο, ὁ ὁποῖος ἐπατριάρχευσε δέκα ἕξι χρόνια μετά τήν κοίμισι τοῦ ὁσίου καί ἀναθεματίζει αὐτούς τούς μοναχούς πού διαφωνοῦσαν διά τό θέμα τῶν χειροτονιῶν ἀπό τούς εἰκονομάχους. Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρει τόν ὅσιο Θεοφάνη τόν ὁμολογητή, τόν ὁποῖο ὀνομάζει μέγα, προφανῶς διά νά δώση ἀξία στά λεγόμενά του.





Ἡ παραπομπή πού δίδει ὁ σχολιαστής ἀπό τήν χρονογραφία τοῦ Θεοφάνους εἶναι ἡ ἑξῆς: «Πρός δέ τοῖς πολλοῖς καί καλίστοις αὐτοῖς τρόποις εὐσεβής καί ὀρθοδοξότατος ὤν, ἐλυπεῖτο ἐπί τοῖς ἀποσχίζουσι τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας ἐν οἱαδήποτε προφάσει εὐλόγῳ ἤ ἀλόγῳ. Πολλά τε τόν ἁγιώτατον Πατριάρχην καί τούς δυναμένους συντρέχειν τῇ κοινῇ εἰρήνῃ παρακαλῶν οὐκ ἐπαύετο. Ἐν οἷς καί τόν Θεόδωρον τόν ἡγούμενον τῶν Στουδίου καί Πλάτωνα καί Ἰωσήφ ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης ἀδελφόν Θεοδώρου ἐν φυλακαῖς πικραῖς συνεχομένους μετά καί τῶν προυχόντων τῆς κατ’ αὐτῶν μονῆς ἔσπευδεν ἑνωθῆναι· ὅ καί πεποίηκεν».





Ἐδῶ, ὁ ὅσιος Θεοφάνης, στήν χρονογραφία του, ὁμιλεῖ διά τόν διάδοχο τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου τοῦ ἀπό Γενικοῦ, δηλαδή τόν Μιχαήλ τόν Ραγκαβέ. Αὐτός λοιπόν, ὡς ὀρθόδοξος, ἔτσι ἐσκέπτετο καί παρακαλοῦσε πρός ἕνωσι τόν ἁγιώτατον Πατριάρχη. Ἡ ἔκφρασις ἐπίσης, στό σημεῖο αὐτό, «εὔλογος πρόφασις», σημαίνει τήν πραγματική αἰτία χωρισμοῦ καί ὄχι φανταστική ἤ ψεύτικη. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ὁ αὐτοκράτωρ παρεκάλη πρός ἕνωσι τόν Πατριάρχη, ἐνῶ, ἄν θεωροῦσε τόν ὅσιο πλανεμένο καί ἐκτός Ἐκκλησίας, ἔπρεπε νά παρακαλῆ πρός μετάνοια καί ἐπιστροφή τόν ὅσιο καί ὄχι ἀντιθέτως· πρᾶγμα τό ὁποῖον, πέραν τῶν ἄλλων, ἦτο καί ἀνάρμοστον λόγῳ τῆς θέσεως τοῦ Πατριάρχου.





Σέ καμμία πάντως περίπτωσι δέν συμφωνεῖ τό κείμενο μέ τόν σχολιαστή, μέ τόν τρόπο τουλάχιστον πού τό παρουσιάζει, ὅτι δηλαδή, «ὁ μέγας ὁμολογητής Θεοφάνης στήν χρονογραφία του ἀναφέρει τήν ἀπόσχισι τοῦ ἁγίου Θεοδώρου ἀπό τήν ἁγία Ἐκκλησία καί τόν ἁγιώτατο Πατριάρχη», διότι ἔτσι παρουσιάζει πλανεμένο καί ἐκτός Ἐκκλησίας τόν ὅσιο καί τούς ἄλλους «ἀθῶες περιστερές».





Ἐν συνεχείᾳ, ἀναφέρει ὁ σχολιαστής τόν ὅσιο Δανιήλ τόν Στυλίτη καί κάποια λόγια του, τά ὁποῖα εἶναι ἐκτός θέματος, διότι, ἀφ’ ἑνός μέν ὁ ὅσιος Δανιήλ ὁ Στυλίτης ἔζησε τουλάχιστον τριακόσια χρόνια ἐνωρίτερα τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὁ ὅσιος διά λόγους πίστεως ἀπεσχίσθη ἀπό τόν Πατριάρχη, ὅπως ἀκριβῶς συμβούλευε ὁ ὅσιος Δανιήλ ὁ Στυλίτης.





Κατόπιν, ἀναφέρεται ὁ ὅσιος Ἰωαννίκιος, μέ τήν αἰτιολογία ὅτι κατέκρινε καί αὐτός τά Στουδιτικά σχίσματα. Ἡ παραπομπή πού δίδει ὁ σχολιαστής εἶναι ἀπό τήν περίοδο τῆς πατριαρχείας τοῦ ἁγ. Μεθοδίου, ὁπότε οὐδεμία σχέσι ἔχει ἡ ἀναφορά αὐτή μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη. Ἐπί πλέον δέ στό κείμενο αὐτό ἀναφέρεται ὅτι ὁ ὅσιος Ἰωαννίκιος προσπάθησε νά συμβιβάση μέ τούς λόγους του τίς ἀντιμαχόμενες παρατάξεις καί τελικῶς τό κατώρθωσε.





Τελευταῖα, μνημονεύει ὁ σχολιαστής πάλι τόν ἅγ. Μεθόδιο (ἴσως γιά νά φανοῦν πολλοί οἱ ἀντιλέγοντες) μέ παραπομπή πού ἀναφέρεται στίς ἔριδες τῶν μοναχῶν ἐπί τῆς πατριαρχείας του, δηλαδή πάλι ἐκτός θέματος, ἐφ’ ὅσον ἀναφέρεται σέ ὑπόθεσι, ἡ ὁποία ἐξελίχθη δέκα ἕξι χρόνια μετά τήν κοίμησι τοῦ ὁσίου. Τελειώνει δέ μέ τόν Δοσίθεο Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος ὡς γνωστόν ἔγραψε ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἀλλά δέν εἶναι ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας.





Ὁ Δοσίθεος λοιπόν, στηρίζεται στόν Ζωναρᾶ, ὁ ὁποῖος ὡς ἱστορικός καί ὄχι ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ μόνος πού ἐπικρίνει τόν ὅσιο. Γράφει ὅμως, ὁ Ζωναρᾶς, στοιχεῖα τελείως ἀναπόδεικτα καί ἐρανισμένα ἀπό ἄγνωστες πηγές καί ἐξώφθαλμα ἀντίθετα στήν διδασκαλία καί τήν βιοτή τοῦ ὁσίου. Γιά παράδειγμα ἀναφέρει ὁ Ζωναρᾶς ὅτι ἡ ἀντίδρασις τοῦ ὁσίου καί τοῦ ἁγ. Πλάτωνος πρός τόν Πατριάρχη ἅγ. Νικηφόρο ἔγινε, διότι ἤθελαν νά καταλάβουν τόν θρόνο τῆς Κων/πόλεως καί νά πατριαρχεύσουν. Αὐτό εἶναι πρόδηλα τελείως ἀντίθετο στήν ὅλη βιοτή τῶν ὁσίων, διά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι, ἄν ἤθελαν κάτι τέτοιο, τό πρῶτο πού ἔπρεπε νά ἐπιδιώκουν θά ἦταν νά ἔχουν ἄριστες σχέσεις μέ τόν αὐτοκράτορα, ἡ ἐπιρροή τοῦ ὁποίου ἦταν πασιφανής καί ἐπιβλητική στήν ἐκλογή τοῦ Πατριάρχου. Ὁ ὅσιος ὅμως, ὄχι μόνον δέν ἀπέβλεπε σέ κάτι τέτοιο, ἀλλά ἐπολέμησε τήν μοιχεία τοῦ αὐτοκράτορος, ἡ ὁποία μάλιστα συνήφθη μέ τήν ἀνιψιά τοῦ ὁσίου, τήν Θεοδότη.





Τό καλό διά τόν Δοσίθεο Ἱεροσολύμων εἶναι ὅτι, ὅταν χρησιμοποιεῖ στοιχεῖα πού ἀναφέρονται στόν ὅσιο, καταγράφει καί τήν πηγή των, π.χ. ὅτι αὐτό τό λέγει ὁ Ζωναρᾶς. Καταλαβαίνει λοιπόν καθένας, τό πόσο σημαντικές εἶναι οἱ ἀπόψεις τοῦ Δοσιθέου, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἔζησε ὀκτακόσια περίπου χρόνια μετά τόν ὅσιο καί δανείζεται στοιχεῖα ἀπό τόν Ζωναρᾶ, ὁ ὁποῖος κατά γενική ὁμολογία διέκειτο ἐχθρικῶς πρός τήν ὅλη βιοτή τοῦ ὁσίου, μολονότι καί ὁ Ζωναρᾶς ἔζησε τριακόσια περίπου χρόνια μετά τόν ὅσιο.





Τελειώνοντας ἐπί τοῦ θέματος τούτου θέλω νά προσθέσω τό ἑξῆς. Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀποτειχίστηκε ἀπό δύο ἁγίους Πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι κατ’ οὐσίαν δέν ἦσαν αἱρετικοί, ἄν καί γιά κάποιο μικρό χρονικό διάστημα ὑπέθαλψαν τήν μοιχειανική αἵρεσι. Καί δέν ἦσαν αἱρετικοί, διότι ὅ,τι ἔκαναν, τό ἔκαναν μέ ἀγαθή προαίρεσι καί ἔχοντας ἀγαθό καί ἅγιο σκοπό, νά γλυτώσουν δηλαδή τήν Ἐκκλησία ἀπό χειρότερα δεινά, μέ τά ὁποῖα ἀπειλοῦσαν καί ἐκβίαζαν τούς ἁγίους αὐτούς Πατριάρχες οἱ δύο ἀντίστοιχοι αὐτοκράτορες Κων/νος ὁ Στ΄ καί Νικηφόρος ὁ ἀπό Γενικοῦ.





Τί γίνεται ὅμως σήμερα, πού οἱ Πατριάρχες καί οἱ Ἀρχιεπίσκοποι, ὄχι Ἅγιοι δέν εἶναι, ἀλλά εἶναι γνωστό τοῖς πᾶσι ὅτι εἶναι ἀρχηγοί τῆς αἱρέσεως καί ἐτέθησαν ἐπικεφαλής τῶν Ὀρθοδόξων γιά νά ἐξυπηρετήσουν καί νά προαγάγουν τά σχέδια τῶν αἱρετικῶν;





Ἐσεῖς πατέρες, καταγράφετε τά στάδια καί τήν πορεία τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καί ποῦ ἀκριβῶς σήμερα εὑρισκόμαστε, καί ποιά θά εἶναι ἡ πορεία τῆς αἱρέσεως στό ἐγγύς μέλλον. Προσπαθεῖτε δέ νά πολεμήσετε τήν αἵρεσι μέ ὁμολογίες πίστεως καί χαρτοπόλεμο. Πολλές φορές, ὅπως σᾶς ἐπεσήμανα, οἱ ἀντιλήψεις σας ταιριάζουν ἀπολύτως μέ αὐτές τῶν Οἰκουμενιστῶν καί οἱ μέθοδοι πού χρησιμοποιεῖτε δημιουργοῦν σύγχυσι ἀκόμη καί μεταξύ τῶν Ἁγίων. Ἐναγωνίως δέ προσπαθεῖτε νά εὑρῆτε στηρίγματα στούς Ἁγίους, παρερμηνεύοντας τά λόγια των ἤ ἀπομονώνοντας κάποια πατερικά κείμενα, πρός τόν σκοπό νά πείσετε τούς ἀνησυχοῦντας διά τήν πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅτι ἡ στάσις τῆς ἀναμονῆς καί τοῦ ἐφησυχασμοῦ εἶναι ἡ πατερική ὁδός ἐν καιρῷ αἱρέσεως. Ἔχετε δέ πεισματικά «κολλήσει» στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἡ ὁποία καί αὐτή βοηθᾶ ἀφάνταστα τήν προαγωγή τῆς αἱρέσεως.





Νομίζω πατέρες, ὅτι θά ἦταν τουλάχιστον εἰλικρινής ἡ στάσις σας, ἄν ὁμολογούσατε ὅτι, ἐπειδή εἴμαστε στά ἔσχατα χρόνια, εἴμαστε ἀδύνατοι νά κάνωμε, ὄχι τήν μαρτυρική ἀποτείχισι τῶν Πατέρων, ἀλλά μία ἁπλή ἀποτείχισι τῶν ἐσχάτων καιρῶν, ἡ ὁποία δέν στοιχίζει τίποτε περισσότερο ἀπό τήν θυσία κάποιων κοσμικῶν πραγμάτων. Ἄν ὅμως καί αὐτά τά κοσμικά πράγματα (θέσεις, ἀξιώματα κλπ.) δέν μποροῦμε νά θυσιάσωμε, τότε εἶναι σχεδόν σίγουρο ὅτι θά βαδίσωμε μέ τό ρεῦμα τῆς Ν. Ἐποχῆς καί θά ὁδηγηθοῦμε στό σφράγισμα τοῦ Ἀντιχρίστου.

















Ἐν συνεχείᾳ θά ἀναφερθῶ ἐπ’ ὀλίγῳ στόν Μ. Φώτιο ἀκολουθώντας τήν σειρά τῆς κριτικῆς μελέτης σας. Ἐδῶ στή σελ. 38 γράφετε τά ἑξῆς:«Στό κεφάλαιο αὐτό ὁ π. Εὐθύμιος παραθέτει δύο ἀποσπάσματα λόγων τοῦ Ἁγίου, στά ὁποία οὐσιαστικά ὁ Ἅγιος ἐπαναλαμβάνει τήν πλούσια προγενέστερη πατερική παράδοση σχετικά μέ την στάση τῶν πιστῶν ἀπέναντι στούς αἱρετικούς. Ἑπομένως, δέν χρειάζεται νά τά σχολιάσουμε, διότι ἡ ἀπάντηση ἔχει ἤδη δοθεῖ μέ ὅσα ἐλέχθησαν στά κεφάλαια τῶν προγενεστέρων μεγάλων Πατέρων. Ἐδῶ τοῦτο μόνον θά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὁ Ἅγιος, γράφοντας γιά τήν στάση τῶν πιστῶν ἀπέναντι στούς αἱρετικούς, μέ κανέναν τρόπο δέν ἀποσκοποῦσε νά ἀχρηστεύσει ἤ νά περιθωριοποιήσει τόν πρωταρχικό ρόλο τῶν Συνόδων στήν διάγνωση καί κατάγνωση τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν, ὅπως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὁ π. Εὐθύμιος: “χωρίς διαδικασίες ἤ άποφάσεις Συνόδων” (σελ. 148).





»Οὔτε κατά διάνοιαν μιά τέτοια σκέψη. Διότι πῶς εἶναι δυνατόν ὁ Ἅγιος νά ἀγνοήσει ἕνα θεσμό, ὁ ὁποῖος εἶχε παγιωθεῖ πλέον ὡς παράδοσις ἐννέα αἰώνων στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καθ' ὅν χρόνον μάλιστα ὁ ἴδιος ὡς Πατριάρχης Κων/λεως συνεκρότησε δύο Συνόδους, τήν Πρωτοδευτέρα, καί τήν Σύνοδο τοῦ 879, ἡ ὁποία στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θεωρείται ὡς ἡ Η΄ Οἰκουμενική, μέ τήν ὁποία μάλιστα ἐπέφερε τό πρῶτο καίριο πλῆγμα κατά τοῦ Παπισμοῦ;».





Ἐδῶ πατέρες, κατ’ οὐσίαν παραιτεῖσθε κάθε σχολιασμοῦ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγ. Φωτίου καί ἀναμασᾶτε πάλι τό ἴδιο παραμύθι γιά τόν «πρωταρχικό ρόλο τῶν Συνόδων στήν διάγνωσι καί κατάγνωσι τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν». Κάνετε δέ πάλι τό ἴδιο λάθος, νά μήν προσπαθῆτε δηλαδή νά φέρετε σέ συμφωνία τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων μέ τήν ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τόν ρόλο τῶν Συνόδων. Ἐδῶ, προφανῶς γιά νά μήν ἐλεγχθῆτε ὡς διαστρέφοντες τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, δέν ἀναφέρετε καθόλου τό ἐπίμαχο χωρίο τοῦ ἁγ. Φωτίου, ἐπειδή σ’ αὐτό φαίνεται καθαρά, ποία πρέπει νά εἶναι ἡ στάσις τοῦ κάθε πιστοῦ ἀπέναντι στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο.





Ἐδῶ, ἐπίσης, δείχνετε καθαρά ὅτι τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τήν ἐπικαλεῖσθε, ὄχι μόνον γιά νά κατοχυρώσετε τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἀλλά καί γιά νά καλυφθῆτε καί ἐσεῖς καί νά δικαιολογήσετε τήν στάσι σας, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, εἶναι τελείως ἀντιπατερική καί ἀνορθόδοξη∙ ἐνῶ, δηλαδή οἱ Ἅγιοι διδάσκουν τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, ἐσεῖς ἀντιθέτως διδάσκετε τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτούς μετά τήν καταδικαστική δι’ αὐτούς ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Δηλαδή, ἐσεῖς θά ἀρχίσετε νά πολεμᾶτε, ὅταν ἤδη ἔχει τελειώσει ὁ πόλεμος!





Τελικῶς πατέρες, νομίζω ὅτι τό ἐπιχείρημά σας αὐτό, ὅτι δηλαδή ἡ ἀποτείχισις ἀχρηστεύει καί περιθωριοποιεῖ «τόν πρωταρχικό ρόλο τῶν Συνόδων στήν διάγνωσι καί κατάγνωσι τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν» εἶναι πέραν τῶν ἄλλων καί ἀστεῖο, καί παιδαριῶδες, καί, κατ’ οὐσίαν, μόνον ἐπιχείρημα δέν εἶναι. Διότι ἔχει λεχθῆ, καί πρέπει πρός ἐμπέδωσι νά ἐπαναλβάνεται συνεχῶς, ὅτι ἡ ἀποτείχισις ὄχι μόνο δέν περιθωριοποιεῖ καί ἀχρηστεύει τόν ρόλο τῆς Συνόδου, ἀλλά τόν κάνει ἔτι σημαντικώτερο καί οὐσιωδέστερο, διότι πέραν τῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν, πρέπει ἡ Σύνοδος, διά τῆς ἐπαναφορᾶς καί διακηρύξεως τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, νά ὀρθοτομήση τόν λόγο τῆς ἀληθείας (τέμνοντας δηλαδή τά νόθα), νά ἀποδείξη ὅτι εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καί, δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου, νά ἑνώση καί ἐνσωματώση καί τούς ἀποτειχισμένους Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ἀφίσταντο ἀπό αὐτούς, ὅσον καιρό αὐτή ὑπέθαλπε ἤ καί διεκήρυττε τήν αἵρεσι.





Καταλαβαίνετε δηλαδή, πατέρες, ὅτι ἡ ἀποτείχισις δημιουργεῖ ἔτι ἐπείγουσα τήν ἀνάγκη συγκλήσεως ὀρθοδόξου Συνόδου καί ἄρα, αὐτό πού ἰσχυρίζεσθε, εἶναι κατά τό δή λεγόμενο ἱστορίες γιά ἀγρίους. Ἄλλωστε ἔχει πάλι λεχθῆ, ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἀποσκοπεῖ στήν προσωπική ἀσφάλεια τῶν πιστῶν, ἐνῶ ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου ἔχει γενικό χαρακτῆρα, νά ὀρθοδοξήση δηλαδή, ὅλη ἡ τοπική Ἐκκλησία. Εἶναι λοιπόν, ἀπορίας ἄξιον, πῶς ἐσεῖς τά συγχέετε αὐτά, εἰς τρόπον ὥστε νά θεωρῆτε ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἐπιβουλεύεται τόν θεσμό τῆς Συνόδου.





Ἐν συνεχείᾳ θά ἀναφέρω τό χωρίο τοῦ ἁγ. Φωτίου, τό ὁποῖο ἀφήσατε ἀσχολίαστο, ἐπειδή προφανῶς δέν εἴχατε –πέραν τοῦ ὀρθολογισμοῦ– νά προβάλλετε ἄλλο ἐπιχείρημα:





«Αἱρετικός ἐστίν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως ἀγκίστρῳ μέν καί δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ πονηρά καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον ἔχουσα πολλούς τῶν ἁπλουστέρων προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν οὖν παντί σθένει διά ταῦτα προσήκει τούς τοιούτους. Ὀρθόδοξός ἐστιν ὁ ποιμήν, εὐσεβείᾳ ἐσφράγισται, οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται; Ὑποτάγηθι αὐτῷ, ὡς εἰς τύπον προκαθεζομένῳ Χριστοῦ· οὐκ ἐκείνῳ φέρεις τήν τιμήν, ἄν ἐξ ὅλης φέρῃς ταύτην τῆς ψυχῆς· Χριστός ταύτην ὑποδέχεται· μή περιεργάζου τά ἄλλα·Θεός ἐστιν ὁ τούτων ἐξεταστής· ἐκείνῳ τήν κρίσιν κατάλιπε, σύ δέ τήν ὑπακοήν, κατά τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καί καθαράν αὐτῷ τήν διάθεσιν ἐπεδείκνυσο» (ΕΠΕ 12, 400,31).





Ἐξ αὐτοῦ τοῦ χωρίου, πατέρες, ἐξάγονται ἀβίαστα τά ἑξῆς συμπεράσματα. Ὁ αἱρετικός ποιμένας εἶναι ἐπικίνδυνος, ὅπως ὁ λύκος γιά τό πρόβατο. Καθίσταται λύκος διά τῆς αἱρέσεως καί ὄχι διά τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου ἤ μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, διότι τόν χαρακτηρίζει λύκο ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι αἱρετικός. Ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό αὐτόν πρέπει νά εἶναι ἄμεση καί τέτοια, σάν αὐτόν πού βλέπει ξαφνικά ἕνα κίνδυνο ἐμπρός του νά κάνη ἕνα πήδημα γιά νά σωθῆ. Δέν πρέπει νά ἐξαπατηθῆ ὁ πιστός, ἔστω καί ἄν ἰδῆ σ’ αὐτόν τόν ποιμένα κάποια ἐξωτερικά χαρίσματα. Πρέπει πέραν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας νά ἀποφύγη καί κάθε ἄλλη συνομιλία καί συναναστροφή μαζί του, διότι μπορεῖ νά ἐπηρεασθῆ ἀπό τό αἱρετικό δηλητήριο. Στόν αἱρετικό τέλος, ὅ,τι καλό καί ἄν ὑπάρχη, λειτουργεῖ σάν τό δόλωμα στό ἀγκίστρι, δηλαδή πρός ἐξαπάτησι τῶν ἁπλουστέρων.





Εἶναι εὔλογο πατέρες, νά διερωτηθῆ κανείς, πῶς εἶναι δυνατόν ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ ἁγίου νά ταιριάξη, ἔστω καί κακόγουστα μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος; Πῶς δηλαδή μπορεῖ κανείς νά περιμένη, ἔχοντας ἕνα λύκο γιά πρόβατο; Καί πῶς δύναται κάποιος νά ἰσχυρισθῆ ὅτι περιμένοντας, ἀκολουθεῖ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί δέν θά βλαφθῆ ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο;





Ἐδῶ προφανῶς ἀκολουθεῖτε μία καινοτόμο ὁδό, ἡ ὁποία εἶναι ἴδια μέ αὐτή τοῦ Π.Σ.Ε., δηλαδή τήν ὁδό τῆς συνυπάρξεως καί τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως.





Εἶναι ἀνάγκη ἐδῶ, νά μεταφέρωμε καί ἕνα μικρό κείμενο τοῦ ἁγ. Φωτίου, τό ὁποῖο προηγεῖται, στήν ὁμιλία του αὐτή τοῦ χωρίου πού παραθέσαμε. Ἀμέσως προηγουμένως ὁ ἅγιος εἶπε τά ἑξῆς: «ἵνα φύγητε τήν μίμησιν, ὧν τήν ἀσέβειαν ἐβδελύξασθε, καί μή μέρει τινί τήν πρός αὐτούς κοινωνίαν ἀποσπασάμενοι καί τό λοιπόν τοῦ δυσσεβήματος κατ’ ὀλίγον ὑπορροφεῖν ἐνεθισθείητε».





Ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει κάτι ἐκπληκτικό καί ἀποκαλυπτικό γιά τίς ἡμέρες μας. Ἄν λέγει, μείνωμε κοντά στούς αἱρετικούς ἤ ἔχομε μερική καί ὄχι ὁλοκληρωτική ἀπομάκρυνσι, σιγά–σιγά θά ἀφομοιώσωμε τήν ἀσέβειά των καί θά ἐθιστοῦμε μέ αὐτή. Ἐξετάστε, πατέρες, ἄν ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ ἁγίου δέν ἀποδεικνύεται σήμερα πέρα γιά πέρα ἀληθινή. Διαφωνεῖτε ὅτι σήμερα ὑπάρχει ἐθισμός τῶν Ὀρθοδόξων πρός τόν Οἰκουμενισμό; ὅτι πλέον δέν μᾶς συγκινοῦν καί δέν μᾶς ταράζουν οἱ συμπροσευχές καί συνιερουργίες των; ὅτι δέν μᾶς προβληματίζουν oἱ ἀναγνωρίσεις τῶν μυστηρίων τους; ὅτι δέν αἰσθανόμεθα ρίγος, διότι ἀνήκουμε ἅπαντες ὡς τοπικές Ἐκκλησίες στό Π.Σ.Ε.; Δηλαδή ὁ ἐθισμός ὑπάρχει σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά μήν γνωρίζωμε τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, τά ὅρια τῆς ὑπακοῆς στούς ποιμένες, νά ἔχωμε ἀποκτήσει δυτικό τρόπο ζωῆς καί σκέψεως. Καί μάλιστα περισσότερο ἐθισμένοι εἶναι αὐτοί, τούς ὁποίους θεωρεῖτε ἀκατάρτιστους καί ἀνίκανους διά τήν διάγνωσι τῆς ἀσθενείας καί πρέπει νά περιμένουν τούς φωτισμένους ἰατρούς γιά νά κάνουν τήν διάγνωσι αὐτή.





Ἀπό αὐτή τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου θά πρέπει νά κατανοήσωμε ὅτι, καί ἡ σχετική διδασκαλία τῶν Ἁγίων νά μήν ὑπῆρχε περί ἀποτειχίσεως, θά ἔπρεπε νά μᾶς ὁδηγήση εἰς αὐτήν ὁ ἐθισμός τῆς αἱρέσεως, ὁ ὁποῖος ἤδη ὑπάρχει στό ὀρθόδοξο ποίμνιο. Καί ἐσεῖς στήν κριτική σας μελέτη ἀποφαίνεσθε ὅτι «οὔτε κατά διάνοια τέτοια σκέψι».





Πῶς λοιπόν, πατέρες, νά μήν σᾶς καταλογίσωμε ὄχι ἁπλῶς εὐθύνη, ἀλλά καί ὑστεροβουλία καί συνασπισμό μέ τούς ὑπεναντίους καί οὐσιαστικό ρόλο στήν ὅλη πορεία καί ἐξέλιξι τῆς αἱρέσεως;





Πρίν κλείσομε τό κεφάλαιο αὐτό τοῦ ἁγ. Φωτίου, πρέπει νά ἀναφέρωμε καί τήν διδασκαλία του γιά τόν ὀρθόδοξο ποιμένα. Ἐδῶ ὁ ἅγιος δηλώνει τήν ἀντίθετη ἀντιμετώπισι τῶν πιστῶν ἀπό τόν αἱρετικό. Δείχνει ἀκόμη ὅτι ἡ ὑπακοή καί ἡ ὑποταγή εἶναι προσωπική ὑπόθεσις καί εὐθύνη τοῦ καθενός καί πρέπει νά γίνεται μέ αὐστηρά κριτήρια, τά ὁποῖα ὁ ἅγιος τά ἀναφέρει. Δηλαδή νά ἔχη ὁ ποιμένας τήν σφραγίδα τῆς εὐσεβείας καί νά μήν ἔχη κανένα αἱρετικό ψεγάδι ἤ φρόνημα.





Ἐπίσης, δηλώνει σαφέστατα ὅτι, πέραν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, δέν πρέπει νά ἐξετάζωμε, ὅ,τι δηλαδή ἀφορᾶ τίς προσωπικές του ἁμαρτίες. Ἐδῶ συμφωνεῖ ὁ ἅγιος ἄριστα μέ τό πρῶτο μέρος τοῦ 15ου ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας καί τούς δύο προηγουμένους, τούς ὁποίους, ἐσεῖς πατέρες, ἐταυτίσατε μέ τό δεύτερο μέρος, δηλαδή μέ τά θέματα τῆς πίστεως. Γιά τά προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου ἀναφέρουν οἱ ἐν λόγῳ Κανόνες ὅτι θά ἀποφασίση ἡ Σύνοδος καί ὁ ἅγιος προτρέπει ἐμεῖς αὐτά νά μήν τά ἐξετάζωμε.





Νομίζω πατέρες, τελικά ὅτι κρατώντας τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, πρέπει νά διαγράψετε ὅλους τούς Ἁγίους καί βεβαίως τήν ἁγ. Γραφή. Ἡ ὁμιλία αὐτή τοῦ Μ. Φωτίου εἶναι θαυμάσια καί ἴσως ἀπό τίς λίγες στό εἶδος της, ἐπειδή ὁμιλεῖ γιά τόν τρόπο πού ἐργάζονται οἱ αἱρετικοί, προκειμένου νά ὑποτάξουν τούς Ὀρθοδόξους. Διά τόν λόγον αὐτόν θά μεταφέρωμε κάποια ἀκόμη σημεῖα, τά ὁποῖα ἴσως εἶναι χρήσιμα καί γιά τήν αἵρεσι τῶν ἡμερῶν μας.





Ἀναφέρει λοιπόν, ὁ ἅγιος γιά τόν τρόπο μέ τό ὁποῖο ἐργάζονται οἱ αἱρετικοί τά ἑξῆς: «Εἶτα προθυμουμένοις αὐτοῖς ἀνακινεῖν τήν Ἀρείου αἵρεσιν, ἐπείπερ ὁ καιρός οὐ συνέτρεχεν (ἔτι γάρ ὁ μέγας Κωνσταντῖνος τῷ βίῳ παρών καί τά τῆς βασιλείας διϊθύνων σκῆπτρα πολλήν ἐποιεῖτο τῆς τῶν ἐκκλησιῶν εἰρήνης τήν πρόνοιαν), ἄλλη τις τοῖς πονηροῖς ὁδός ἐξευρίσκεται, δι’ ἧς καί λαθεῖν ὡς κατά τῆς εὐσεβείας αὐτοῖς ὁ πόλεμος ἀναρρύγνυται καί τήν βουλήν αὑτῶν κατά σκοπόν προχωρήσεις ᾤοντο.Τί δή τοῦτο ἦν;Μεταφέρειν ἔγνωσαν τήν κατά τῆς πίστεως συσκευήν κατά τῶν τῆς πίστεως προμάχων∙ ἐκείνων γάρ αὐτοῖς ἐκποδών γινομένων, εὐχαρῆ λοιπόν ἐλπίζειν καί τήν τῆς εὐσεβείας καταστροφήν ἐξεργάσεσθαι» (ΕΠΕ 12,384).





Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ ἅγιος ὅτι οἱ ἡγέτες τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ἐπειδή ἤθελαν νά ἐπιβάλλουν τήν αἵρεσι καί δέν ἠδύναντο διά τῶν δογμάτων καί τῆς θεολογικῆς ὁδοῦ, εὑρῆκαν ἄλλην ὁδό «ἄλλη τις τοῖς πονηροῖς ὁδός ἐξευρίσκεται» διά νά ἐπιτελέσουν τό ἔργο των. Ἡ ὁδός αὐτή ἦτο ὄντως δαιμονική καί ἀποσκοποῦσε εἰς τό νά μεταφέρουν τόν ἀγῶνα ἀπό τά δόγματα καί τήν πίστι, στούς προμάχους καί Ὁμολογητές τῆς πίστεως. Ἐν συνεχείᾳ περιγράφει λεπτομερῶς τίς διαβολές, μηχανορραφίες καί ραδιουργίες ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων ἡγετῶν τῆς περιόδου ἐκείνης. Καταλήγει δέ ὡς ἑξῆς: «Ἀλλ’ οὕτω μέν Εὐφρατᾶς ὑπό Στεφάνου συσκευάζεται, οὕτω δέ ὁ θεῖος Παῦλος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπελαύνεται, οὕτως Εὐστάθιος ὁ θεσπέσιος τῆς Ἀντιοχείας ἐκδιώκεται καί τήν Ἰλλυριῶν πόλιν ἐξ ἑῴας καί δυόμενον ἥλιον οἰκεῖν κατακρίνεται, οὕτως ὁ πολύαθλος Ἀθανάσιος τῆς Ἀλεξανδρείας ἐξορίζεται. Καί τούτων ἐκποδών, ὅπερ ἐποιοῦντο ἀγώνισμα οἱ αἱρεσιῶται, γεγονότων, ἐπί μέγα παρρησίας καί ἰσχύος ἀνέδραμεν ἡ ἀσέβεια» (ΕΠΕ 12, 400,6). Δηλαδή ὅταν μέ τίς διαβολές καί τίς σκευωρίες κατώρθωσαν νά ἐξουδετερώσουν τούς Ὀρθοδόξους, τότε «ἐπί μέγα παρρησίας καί ἰσχύος ἀνέδραμεν ἡ ἀσέβεια».





Νομίζω πατέρες, πώς ἡ μέθοδος αὐτή τῶν αἱρετικῶν πολύ θά πρέπει νά μᾶς προβληματίση, ἄν ὄντως θέλωμε νά ἀγωνισθοῦμε γιά τήν Ὀρθοδοξία, διότι πιστεύω ὅτι αὐτό τό ἔργο τῶν αἱρετικῶν τό ἔχουμε ἀναλάβει ἐμεῖς. Δηλαδή, ἀντί νά συσπειρωθοῦμε, νά ἑνωθοῦμε, νά ὁμολογήσωμε τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί νά ἀγωνισθοῦμε βάζοντας στήν ἄκρη ὅλα τά προσωπικά θέματα καί τίς ἀδυναμίες μας, προσπαθοῦσε νά ἐξοντώσωμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, νά τόν θέσωμε ἐκτός μάχης, νά τόν θεωρήσωμε ἐκτός τῆς ὀρθοδόξου παρατάξεως (καί ἐκτός Ἐκκλησίας, ἀμαυρώνοντας καί σπιλώνοντας τόν ἀγῶνα του), ἐπειδή δέν συμφωνεῖ κάπου μαζί μας καί τελικῶς νά θεωροῦμε τόν ἀγῶνα ὡς προσωπική μας ὑπόθεσι καί ὄχι ὑπόθεσι τῆς Ἐκκλησίας.












Θά ἀναφερθῶ ἐν συνεχείᾳ στό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης «Ἡ ἀποτείχισις σέ ἐπίπεδο Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν». Στό κεφάλαιο αὐτό δείχνετε πατέρες, ὄχι μόνο μία ἄγνοια βασικῶν θεμάτων, ἀλλά καί μία σύγχυσι σέ σημεῖο πού νά παρεξηγῆτε καί νά παρερμηνεύετε, αὐτά τά ὁποῖα κρίνετε. Γράφετε συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Εἶναι μεγάλο λάθος αὐτό πού ἀναφέρει, ὅτι “ὁσάκις μιά Τοπική Ἐκκλησία ἀπεδέχετο δημοσίως καί συνοδικῶς μιά αἵρεση, οἱ ἄλλες Τοπικές Ἐκκλησίες ἀπεσχίζοντο ἀπό αὐτή πρό συνοδικῆς κρίσεως” (σελ. 150). Οὐδέποτε μία Τοπική Ἐκκλησία ἀπεσχίσθη ἀπόἄλλη, λόγω αἱρέσεως, χωρίς Συνοδική κρίση καί ἀπόφαση. Εἰδικά γιά τήν περίπτωση τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἡ Συνοδική καταδίκη της, λόγῳτῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Filioque, προϋπῆρχε ἤδη ἀπό τόν 9ο αἰῶνα στή Σύνοδο τοῦ 879».





Ἐδῶ κάνετε σύγχυσι μεταξύ τῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως καί τῆς καταδίκης τῶν φορέων της, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἔζησαν μετά ἑκατόν πενῆντα (150) χρόνια. Ὅταν λοιπόν ὑπάρχει καταδίκη τῆς αἱρέσεως, ἀλλά οἱ φορεῖς της εἶναι ἄκριτοι πρέπει κανονικά νά συνέλθη Σύνοδος ἁρμοδία (πχ. ἄν πρόκειται γιά κάποιον Ἐπίσκοπο ἡ τοπική Σύνοδος τῆς ἐπαρχίας, ἄν πρόκειται γιά Πατριάρχη ἤ ὁλόκληρη τοπική Ἐκκλησία, Πανορθόδοξος ἤ Οἰκουμενική) καί νά καταδικάση καί τήν αἵρεσι ἐκ νέου καί τούς φορεῖς της.





Ἄν πάλι συμβῆ καί καταδικασθῆ μία τοπική Ἐκκλησία ἀπό ἁρμοδία Σύνοδο καί ἀποκοπῆ ἀπό τίς ἄλλες ὡς ἀμετανόητος καί ἐπειδὴ ἀδυνατοῦνοἱ ἄλλες (διά πολιτικούς καί στρατιωτικούς λόγους) νά τοποθετήσουν εἰς αὐτή Ὀρθοδόξους ποιμένες, τότε εἰς αὐτήν τήν κανονικῶς ἀποκοπεῖσα τοπική Ἐκκλησία, δέν χρειάζεται νά κριθοῦν καί νά καταδικασθοῦν οἱ ἑπόμενοι διαδοχικῶς ποιμένες της ὡς αἱρετικοί, διότι, ἐφ’ ὅσον ἀπεκόπη ἐξ ἀρχῆς ἡ τοπική αὐτή Ἐκκλησία ὡς αἱρετική, ἐνεκρώθη (ὅπως π.χ. τό χέρι ὅταν ἀποκοπῆ ἀπό τό σῶμα νεκρώνεται) καί ὡς νεκροί δέν δύνανται νά μεταδώσουν τήν χάρι τοῦ ἁγ. Πνεύματος, εἶναι ἐκτός τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἄρα κατακεκριμένοι.





Ἔτσι ἐθεωρήθησαν μετά τήν ἀποκοπή τους ἀπό τήν Ὀρθοδοξία οἱ Μονοφυσίτες καί οἱ Παπικοί μετά τό σχίσμα. Αὐτά τά ἀναφέρει καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στήν ὑποσημείωσι τῆς ἑρμηνείας τοῦ Α΄ Κανόνος τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁμιλώντας μάλιστα γιά τούς σχισματικούς: «Διότι καθώς ἕν μέλος κοπῇ ἀπό τό σῶμα, νεκροῦται παρευθύς μέ τό νά μή μεταδίδεται πλέον εἰς αὐτό ζωτική δύναμις∙ τοιουτοτρόπως καί αὐτοί ἀφ’ οὗ μίαν φοράν ἐσχίσθησαν ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνεκρώθησαν παρευθύς, καί τήν πνευματικήν χάριν καί ἐνέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχασαν, μή μεταδιδομένης ταύτης εἰς αὐτούς διά τῶν ἁφῶν καί συνδέσμων, ἤτοι διά τῆς κατά Πνεῦμα ἑνώσεως».





Ἄρα λοιπόν αὐτά πού γράφετε, ὅτι δηλαδή «εἰδικά γιά τήν περίπτωσι τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἡ Συνοδική καταδίκη της, λόγῳ τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Filioque, προϋπῆρχε ἤδη ἀπό τόν 9ο αἰῶνα στή Σύνοδο τοῦ 879» εἶναι λάθος, διότι συγχέετε τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως μέ τήν καταδίκη τῶν μετά ἑκατόν πενῆντα χρόνια αἱρετικῶν. Ἄλλωστε, σύμφωνα μέ τούς Κανόνες, γιά νά καταδικασθῆ κάποιος, πρέπει νά κληθῆ σέ δίκη, νά δικασθῆ, νά ἀπολογηθῆ κλπ. (ΟΔ΄ Ἀποστ. κ.ἄ.)





Αὐτό ἐπίσης πού ἀναφέρετε, καί μάλιστα μέ τονισμένα γράμματα,«Οὐδέποτε μία Τοπική Ἐκκλησία ἀπεσχίσθη ἀπό ἄλλη, λόγω αἱρέσεως, χωρίς Συνοδική κρίσι καί ἀπόφασι», εἶναι πάλι λάθος, διότι ἡ συνοδική κρίσις (δηλαδή ἀπόφασις Γενικῆς Συνόδου), ἡ ὁποία ἀναφέρεται στό βιβλίο τό ὁποῖο σχολιάζετε, εἶναι ἡ ἁρμοδία γιά νά κρίνη τήν τοπική Ἐκκλησία καί ὄχι ἡ ἐνδημοῦσα Σύνοδος μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνοδικῶς ἀποφαίνεται καί ἀποφασίζει τήν ἀποτείχισι λόγῳ αἱρέσεως ἀπό ἄλλη τοπική Ἐκκλησία. Ἡ ἀποτείχισις π.χ. τό 1009 τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Σεργίου ἀπό τόν ὁμώνυμο Πάπα τῆς Ρώμης Σέργιο, λόγῳ τῆς αἱρέσεως τοῦ «Filioque», ἔγινε μέ ἀπόφασι τῆς ἐνδημούσης Συνόδου τῆς Κων/πόλεως, χωρίς ὅμως νά καταδικασθῆ συνοδικά ἀπό Πανορθόδοξη ἤ Οἰκουμενική Σύνοδο ἡ τοπική Ἐκκλησία τῆς Ρώμης.





Ἄλλο, λοιπόν, ἡ καταδίκης τῆς αἱρέσεως, ἄλλο ἡ συνοδική ἀπόφασης ἐνδημούσης Συνόδου περί ἀποτειχίσεως ἀπό ἄλλη τοπική Ἐκκλησία, λόγῳ αἱρέσεως, καί ἄλλο ἡ συνοδική καταδίκη ἀπό Πανορθόδοξη ἤ Οἰκουμενική Σύνοδο (ὅπως ἐπί Νεστορίου) αἱρετικῶν Πατριαρχῶν ἤ Παπῶν. Τέτοια, ἐπίσης, ἀπόφασι ἔλαβε ἡ Στ΄ Οἰκουμενική, ἡ ὁποία κατεδίκασε τρεῖς Πατριάρχες Κων/πόλεως καί ἕνα Πάπα Ρώμης ὡς Μονοθελητές. Ἐσεῖς δυστυχῶς, πατέρες, τά συγχέετε, προκειμένου νά ἀποδείξετε ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἔγινε κατόπιν συνοδικῆς ἀποφάσεως.





Ἄρα λοιπόν, ἡ ἀποτείχισις τό 1009 τοῦ Πατριάρχου Σεργίου ἀπό τόν ὁμώνυμό του Πάπα Ρώμης Σέργιο ἔγινε πρό συνοδικῆς κρίσεως καί καταδίκης τοῦ Πάπα Σεργίου καί ἄρα εἶναι κατά πάντα σύμφωνος μέ τόν ὑπό ἐξέτασι Κανόνα. Τό ὅτι ἡ ἀποτείχισις αὐτή ἔγινε συνοδικῶς, ἀπό τήν ἐνδημοῦσα δηλαδή Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως, αὐτό ἐξυπακούεται, διότι μία τοπική Ἐκκλησία δέν δύναται δι’ ἄλλου τρόπου νά ἀποφασίση κάτι, καί μάλιστα γιά σοβαρά θέματα πίστεως. Ὅ,τι δηλαδή συμβαίνει στήν ἀποτείχισι κάποιου κληρικοῦ ἤ λαϊκοῦ ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του, τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τήν ἀποτείχισι μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀπό ἄλλη, μόνο πού ἡ ἀπόφασις αὐτή εἶναι συνοδική. Ἡ τοπική, ὅμως, αὐτή Ἐκκλησία πού ἔπεσε σέ αἵρεσι, δέν ἔχει καταδικασθῆ, διότι δέν εἶναι ἁρμοδία ἡ μία τοπική Ἐκκλησία νά καταδικάζη ἄλλη, ἀλλά πρέπει νά συνέλθη ἀνωτέρα καί γενικωτέρα Σύνοδος.





Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο καί προκειμένου νά ὑπάρχη γενικωτέρα καί Πανορθόδοξος ἀπόφασις, τό 1054 μέ τήν ἑδραίωσι τοῦ σχίσματος, ὁ Πατριάρχης Μιχαήλ ὁ Κηρουλάριος ἀπέστειλε ἐπιστολές πρός τούς ὑπολοίπους Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἐκθέτοντας τήν δημιουργηθεῖσα κατάστασι, τονίζοντας τίς παπικές πλάνες καί εἰδικά τήν αἵρεσι τοῦ «Filioque», ζητώντας τήν συμφωνία καί συγκατάθεσί των καί τονίζοντας ὅτι ἔπρεπε ὁ Πάπας τῆς Ρώμης νά διαγραφῆ πλέον ἀπό τά δίπτυχα.





Μάλιστα στήν ἀπάντησί του, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Πέτρος, ἀνέφερε ὅτι πρό πολλοῦ ἡ Ἀλεξάνδρεια εἶχε διαγράψει ἀπό τά δίπτυχα τόν Πάπα τῆς Ρώμης, ἀπό τότε δηλαδή πού ὁ Πάπας Βιγίλλιος δέν εἶχε συμφωνήσει μέ τήν ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδο διά νά ἀναθεματίση τά κεφάλαια τοῦ Θεοδώρητου Κύρου, τά ὁποῖα ἐστρέφοντο ἐναντίον τοῦ ἁγ. Κυρίλλου: «Περιείχετο τοῖς ἱεροῖς γράμμασι τῆς ἁγιωσύνης σου, φήμην τινά τοῖς σοῖς ἐνηχηθῆναι ὠσίν, ὡς τόν πάπαν τοῖς ἱεροῖς ἀναφέρω διπτύχοις,τοῦτο αὐτό ποιούντων καί τῶν ἄλλων (ἁγιωτάτων) πατριαρχῶν, καί ὡς οὐκ ἔδει τοσοῦτον ἀγνόημα ἀγνοῆσαι, καί μάλιστα πρό τῶν ἄλλων ἐμέ, εἰδότα ὅτι ἀπό τῆς ἁγίας ἕκτης οἰκουμενικῆς συνόδου καί ἐπίταδε, ἵνα τοῖς σοῖς χρήσωμαι ῥήμασιν, ἡ ἐν τοῖς ἱεροῖς διπτύχοις ἀναφορά ἐξεκόπη τοῦ πάπα, διά τό τόν τηνικαῦτα πάπαν Βιγίλλιον μή ἀπαντῆσαι κατά τήν σύνοδον, μήτε μήν ἀναθεματίσαι τά παρά τοῦ Θεοδωρήτου κατά τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῶν δώδεκα κεφαλαίων τοῦ ἁγίου Κυρίλλου γραφέντα∙ καί ἔκτοτε καί μέχρι τοῦ νῦν ἀποτμηθῆναι τῆς καθ’ ἡμᾶς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τόν πάπαν» (Πρακτικά τῶν Συνόδων 3, 549).





Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Τό ἀπόσπασμα τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, πού ἀναφέρεται στήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τόν καιρό τῆς Εἰκονομαχίας εἶναι πολύ διαφωτιστικό: “έφ' οἷς ἐτμήθη ἡ τῆδε ἐκκλησία τῶν ἑτέρων τεττάρων ἀναθεματισμοῖς ὑποβαλλομένη αἰωνίοις σφραγίδι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”. Δηλαδή ἡ Εκκλησία τῆς Κων/πόλεως ἀπεκόπη ἀπό τίς ἄλλες Τοπικές Ἐκκλησίες, τίς Ἐκκλησίες τῶν ἄλλων τεσσάρων Πατριαρχείων, μέ αἰώνια ἀναθέματα. Ἐδῶ προφανῶς ὁ Ἅγιος ἔχει ὑπ' ὄψιν του τήν Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (769), διότι κατά τήν Σύνοδο αὐτή καταδικάστηκε ἡ αἵρεση καί ἡ ἐκπεσοῦσα στήν αἵρεση Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί σ' αὐτήν ἐπίσης ἐκφωνήθηκαν τά ἀναθέματα».





Ἐδῶ, προκειμένου νά ἀποδείξετε αὐτό πού σᾶς ἐνδιαφέρει καί βοηθᾶ στήν στήριξι τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, κάνετε τά ἴδια λάθη. Ἐπί πλέον δέ μέ τούς ἰσχυρισμούς σας ἀναγνωρίζετε τό παπικό Πρωτεῖο ἐξουσίας ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκριβῶς ἐπράξατε καί στήν περίπτωσι τοῦ ἁγ. Μαξίμου καί κατ’ οὐσίαν συνηγορεῖτε ὑπέρ τῶν παπικῶν αἱρέσεων.





Τό κείμενο τοῦ ὁσίου εἰς τό ὁποῖο δέν ἐδώσατε ὀρθόδοξο ἑρμηνεία ἔχει ὡς ἑξῆς: «Οὐδέ γάρ περί βιωτικῶν καί σαρκικῶν ὁ λόγος, ὧν βασιλεύς τό κράτος ἔχει τοῦ κρίνειν καί τό βιωτικόν κριτήριον, ἀλλά περί θείων καί οὐρανίων δογμάτων, ὅ ἄλλοις οὐκ ἐπιτέτραπται ἤ ἐκείνοις, οἷς φησιν αὐτός ὁ θεός λόγος· ὅσα ἄν δύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καί ὅσα ἄν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ. τίνες δή οὗτοι οἱ ἐντεταλμένοι; ἀπόστολοι καί οἱ τούτων διάδοχοι. Τίνες δ' οὖν οἱ διάδοχοι; ὁ τῆς Ρωμαίων νυνί πρωτόθρονος, ὁ τῆς Κων/πόλεως δευτερεύων, ᾿Αλεξανδρείας τε καί ᾿Αντιοχείας καί ὁ ῾Ιεροσολύμων. Τοῦτο τό πεντακόρυφον κράτος τῆς ἐκκλησίας, παρά τούτοις τό τῶν θείων δογμάτων κριτήριον· βασιλέων δέ καί ἡγεμόνων τό συνεπικουρεῖν καί συνεπισφραγίζειν τά δεδογμένα καί διαλλάττειν τά σαρκικῶς διαφορούμενα. Οὐκ ἄλλο τι ἐν τοῖς θείοις δόγμασιν οὒτε δέδοται πρός θεοῦ οὒτε γενησόμενον στήσεται. Διά τοῦτο ἀπεδοκιμάσθη ἐπί τοῦ δόγματος τῶν θείων εἰκόνων τά ἐπί τοῦ πάλαι Κωνσταντίνου καί Λέοντος βασιλικῷ κράτει καί θράσει συνεδριασθέντα καί βατταρισθέντα· ἐφ' οἷς ἐτμήθη ἡ τῇδε ἐκκλησία τῶν ἑτέρων τεττάρων, ἀναθεματισμοῖς ὑποβαλλομένη αἰωνίοις σφραγῖδι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Εἶτα ἐλέῳ θεοῦ ἠγέρθη κέρας ὀρθοδοξίας ἐπί Εἰρήνης τῆς πάνυ σύν τῷ αὐτῆς ῥαδάμνῳ, ἐφ᾿ ἧς συνήφθη τά διεστῶτα μέχρις Λέοντος τοῦ προσεχοῦς· ἐφ᾿ ᾧ αὖθις διετμήθη ἡ τῇδε ἐκκλησία, ἀναθεματιζομένη ὑπό τῶν προτέρων ἰσορρόπως» (Φατ. 478, 697, 56).





Ἐδῶ κατ’ ἀρχάς ὁ ὅσιος ἀναφέρει, ὅτι τό κριτήριο διά τήν πίστι καί τά δόγματα στήν Ἐκκλησία δέν ἐδόθη στήν Ρώμη, ὅπως ἐσεῖς διδάσκετε, ἀλλά καί στά πέντε Πατριαρχεῖα: «τοῦτο τό πεντακόρυφο κράτος τῆς ἐκκλησίας, παρά τούτοις τό τῶν θείων δογμάτων κριτήριον».





Ἄρα λοιπόν ὁ ἅγιος δέν ἐννοεῖ μέ αὐτά πού διδάσκει γιά τήν ἐκπεσοῦσα στήν αἵρεσι Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως τήν ἀπόφασι τῆς Ρώμης, ἔστω καί ἄν εἶναι ἡ ἀπόφασις αὐτή ὀρθόδοξος. Ἔπειτα δέν εἶναι δυνατόν μία τοπική Ἐκκλησία νά καταδικάζη μία ἄλλη καί μάλιστα μέ αἰώνια ἀναθέματα καί ἐπί πλέον μέ τήν σφραγίδα τοῦ ἁγ. Πνεύματος «ἀναθεματισμοῖς ὑποβαλλομένη αἰωνίοις σφραγῖδι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Αὐτό μόνο στόν σημερινό ἄκρατο Παπισμό διδάσκεται. Δι’ αὐτό οἱ Παπικοί δίδουν αὐτές τίς ἑρμηνεῖες στά κείμενα τοῦ ὁσίου, τόν θεωροῦν ὅτι στηρίζει καί ὑπεραμύνεται τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου ἐξουσίας, καί πολλοί Ὀρθόδοξοι ἀφελῶς ἀναμασοῦν αὐτές τίς παπικές θεωρίες καί ἐπιβραβεύουν τίς παπικές πλάνες. Τέλος δέν εἶναι δυνατόν νά ἔχουν τό νόημα αὐτό τά λόγια τοῦ ὁσίου, διότι δέν ἀναφέρεται ὅτι πρό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς ὅλα τά Πατριαρχεῖα κατεδίκασαν τήν εἰκονομαχία, ἀλλά μόνο τῆς Ρώμης καί Ἱεροσολύμων (Πρακτικά Συνόδων 3, 710).





Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, αὐτό πού γράφετε πατέρες, ὅτι δηλαδή «ἡ Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως ἀπεκόπη ἀπό τίς ἄλλες ΤοπικέςἘκκλησίες, τίς Ἐκκλησίες τῶν ἄλλων τεσσάρων Πατριαρχείων, μέ αἰώνιαἀναθέματα. Ἐδῶ προφανῶς ὁ Ἅγιος ἔχει ὑπ' ὄψιν του τήν Σύνοδο τοῦΛατερανοῦ (769), διότι κατά τήν Σύνοδο αὐτή καταδικάστηκε ἡ αἵρεση καί ἡἐκπεσουσα στήν αἵρεση Έκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί σ' αὐτήνἐπίσης ἐκφωνήθηκαν τά ἀναθέματα» εἶναι τελείως λάθος καί καθαρή παπική διδασκαλία καί ἑρμηνεία.





Νομίζω ὅτι πρέπει νά ἑρμηνεύσωμε τό ἐπίμαχο κείμενο τοῦ ὁσίου:«ἐφ' οἷς ἐτμήθη ἡ τῇδε ἐκκλησία τῶν ἑτέρων τεττάρων, ἀναθεματισμοῖς ὑποβαλλομένη αἰωνίοις σφραγῖδι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος» ὡς ἑξῆς: «Ἕνεκα τῆς πίστεως ἡ ὁποία κατοχυρώθηκε συνοδικῶς (Σύνοδος Ἱέρειας) ἀποκόπηκε ἡ τοπική Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως ἀπό τά ἄλλα τέσσερα Πατριαρχεῖα, ἀναθεματιζομένη, ὅσο εὑρίσκετο εἰς τήν αἵρεσι, ἀπό τά αἰωνίου ἰσχύος ἀναθέματα τῆς ἁγ. Γραφῆς (Γαλ. 1, 8-9) τά ὁποῖα ἐπισφραγίζονται ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα».





Τό ἐπίσης παρεμφερές κατωτέρω χωρίο, «ἐφ’ ᾧ αὖθις διετμήθη ἡ τῇδε ἐκκλησία, ἀναθεματιζομένη ὑπό τῶν προτέρων ἰσορρόπως», νομίζω ὅτι πρέπει νά μεταφρασθῆ ὡς ἑξῆς: «Μέ τήν ἐκ δευτέρου συνοδική ἐπαναφορά τῆς αἱρέσεως (Σύνοδος 815) ἐξέπεσε πάλι καί ἀπεκόπη ἡ ἴδια Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως ἀναθεματιζομένη ὑπό τῶν προτέρων ἀναθεματισμῶν τῆς ἁγ. Γραφῆς μέ τήν ἴδια ἰσχύ». Αὐτοί εἶναι οἱ αἰώνιοι ἀναθεματισμοί, οἱ ἐπισφραγισθέντες ἀπό τό ἅγ. Πνεῦμα καί ὄχι, ὅπως ἐσεῖς ἰσχυρίζεσθε, τῆς Ρώμης.





Ἐσεῖς πατέρες, ἐπειδή δέν δέχεσθε ὅτι ἰσχύουν οἱ ἀναθεματισμοί τῆς ἁγ. Γραφῆς καί ὅτι ἔχουν αἰωνία ἰσχύ, διότι ἔχουν ἐπισφραγισθῆ μέ τό ἅγιο Πνεῦμα, ἀποδίδετε στήν Ρώμη αὐτό τό κυριαρχικό δικαίωμα καί γίνεσθε, ἀκούσια βεβαίως, συνοδοιπόροι τῶν παπικῶν αἱρέσεων. Εἶναι δέ φυσικό νά πίπτετε σέ τέτοιες ἀντιφάσεις, διότι προσπαθεῖτε ὅλα νά τά ἐναρμονίσετε μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ὁπότε ὁ ἕνας ἐκτροχιασμός φέρει ἀναπόφευκτα τόν ἄλλον. Τά ἴδια περίπου πρεσβεύετε, ὅσον ἀφορᾶ τό Παπικό Πρωτεῖο ἐξουσίας καί στήν ἀναφορά σας στόν ἅγιο Μάξιμο.





Μέ αὐτά, ἐπίσης, τά ὁποία ὑποστηρίζετε, διδάσκετε κατ’ οὐσίαν, ὅτι ὁ καθένας στηριζόμενος σέ μία συνοδική ἀπόφασι ἔχει τήν ἀσφάλεια καί βεβαιότητα ὅτι ἵσταται ἐπί ὀρθοδόξου ἐδάφους, ὁπότε καί οἱ εἰκονομάχοι θά πρέπει νά ἦταν Ὀρθόδοξοι, διότι ἐστηρίζοντο στίς ἀποφάσεις κάποιων Συνόδων. Τό ἴδιο βεβαίως ἰσχυρίζονται σήμερα καί οἱ Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι, ὅ,τι πράττουν ἐπικοινωνώντας καί ἀναγνωρίζοντας τούς αἱρετικούς, δηλώνουν ὅτι εἶναι ἀποφάσεις τοπικῶν καί πανορθοδόξων Συνόδων.





Εἰς τό τέλος αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου γράφετε τά ἑξῆς: «Ἐδῶ ἀφήνει νάἐννοηθεῖ ὅτι ἡ Τοπική Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως ἀπεσχίσθη ἀπό αὐτήν τῆς Ρώμης πρό συνοδικῆς κρίσεως, ἐπειδή δέν συνεκρότησε Οἰκουμενική Σύνοδο.Ὡστόσο, ὅπως εἶναι γνωστό ἀπό τήν Συνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, μία Τοπική Ἐκκλησία δέν ἀποσχίζεται ἀπό ἄλλη Τοπική μέ Οἰκουμενική Σύνοδο,ἀλλά μέ Τοπική».





Ἐδῶ πατέρες, δείχνετε πάλι σά νά μή καταλαβαίνετε ἁπλά πράγματα, ἐπειδή προφανῶς δέν ἐναρμονίζονται μέ τίς θεωρίες σας. Θά σᾶς βοηθοῦσε πολύ τό χωρίο τοῦ Θεοδώρου Βαλσαμῶνος, νά ξεχωρίσετε τό τοπίο, τό ὁποῖο ὁμιλεῖ καί αὐτό δι’ ἀποτείχισι τῆς Κων/πόλεως ἀπό τήν Ρώμη προτοῦ νά καταδικασθῆ αὐτή. Ἄρα λοιπόν καί ὁ Βαλσαμών δέχεται ὅτι ἡ συνοδική ἀπόφασι περί ἀποτειχίσεως τῆς Κων/πόλεως δέν ἐσήμαινε καί τήν συνοδική καταδίκη τῆς Ρώμης. Τό χωρίο τοῦ Βαλσαμῶνος εἶναι τό ἑξῆς: «Σημείωσαι ταῦτα, ἴσως ὠφελήσοντα κατά τῶν λεγόντων, μή καλῶς ἡμᾶς ἀποσχισθῆναι ἀπό τοῦ θρόνου τῆς παλαιᾶς Ῥώμης, πρό τοῦ καταδικασθῆναι τούς περί ταύτην ὡς κακόφρονας» (Ράλλη–Ποτλῆ, Σύνταγμα Ἱερῶν Κανόνων Β, 695).





Ἐσεῖς ὅμως πατέρες, τό παρακάμψατε ἀσχολίαστο τό χωρίο αὐτό, προφανῶς ἐπειδή δέν συμφωνοῦσε μέ τίς ἀπόψεις σας, οἱ ὁποῖες πάντοτε εἶναι ἀστήρικτες ἀπό πλευρᾶς πατερικῆς. Αὐτός, νομίζω, εἶναι ὁ λόγος πού πίπτετε σέ τόσο μεγάλες ἀτοπίες, νά συμπλέετε δηλαδή ἰδεολογικά μέ τούς Οἰκουμενιστές καί μέ αὐτούς ἀκόμη τούς Παπικούς.





(Συνεχίζεται)






Πηγή



ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ, ΙΕ΄.








ΙΕ΄ Μέρος

(Συνέχεια γι τὴν Ἀποτείχιση τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἐπὶ Βέκκου, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου)

Στή συνέχεια θά ἀναφερθῶ στό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης «Ἡ ἀποτείχισις τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων ἐπί Πατριάρχου Ἰωάννου τοῦ Βέκκου». Στό σημεῖο αὐτό τῆς κριτικῆς μελέτης σας προσπαθεῖτε νά δικαιολογήσετε καί νά ταυτίσετε, τήν τότε δημιουργηθεῖσα –μετά τό σχίσμα– κατάστασι τῶν Ἑνωτικῶν καί Ἀνθενωτικῶν, μέ τήν σημερινή τῶν Οἰκουμενιστῶν καί Ἀντιοικουμενιστῶν. Μάλιστα αὐτό τό ἀναφέρετε καθαρά στή σελ. 41 ὡς ἑξῆς: «Ἐντεῦθεν προέκυψε μία ἀένναη καί ἀκατάπαυστη πάλη καί ἀνταγωνισμός μεταξύ τῶν δύο μερίδων, ἡ ὁποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μόνο πού τούς τότε Λατινόφρονες ἔχουν ἀντικαταστήσει οἱ σημερινοί Οἰκουμενιστές».
Μέ τήν θεωρία σας αὐτή, νομίζετε ὅτι εὔκολα θά δυνηθῆτε νά τοποθετήσετε καί νά ταυτίσετε τούς σημερινούς ἀντιοικουμενιστές μέ τούς τότε Ὀρθοδόξους ἤ Ἀνθενωτικούς, καί τούς τότε Ἑνωτικούς ἤ Λατινόφρονες μέ τούς σημερινούς Οἰκουμενιστές. Ὁ σκοπός τῆς ταυτίσεως τῶν δύο αὐτῶν καταστάσεων εἶναι προφανής, ὅτι δηλαδή αὐτό πού ἔπραττον τότε οἱ Ἀνθενωτικοί πράττουν καί τώρα οἱ ἀντιοικουμενιστές, μέ τό νά ἐπικοινωνοῦν δηλαδή ἐκκλησιαστικά μέ τούς Οἰκουμενιστές. Τό ἀναφέρετε μάλιστα κατωτέρω ὡς ἑξῆς: «Ἐκεῖνο πού πρέπει νά τονιστῆ μετά ἀπό τήν σύντομη αὐτή εἰσαγωγή, εἶναι ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δέν διέκοπταν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες, (παρ' ὅλο πού αὐτοί δέν εἶχαν ἀκραιφνῶς Ὀρθόδοξο φρόνημα), παρά μόνον ὅταν αὐτοί προχωροῦσαν, μετά ἀπό διαλόγους καί συνοδικές διαδικασίες, σέ ἐπίσημη ἕνωση μέ τούς Παπικούς».
Ἡ σύγκρισις ὅμως πατέρες, καί ταύτησις τῶν δύο αὐτῶν καταστάσεων εἶναι ἀνεπίτρεπτη καί μάλιστα σέ ἀνθρώπους γνῶστες τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί θεολογικῶν πραγμάτων καί ἀγωνιζομένους ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.  Αὐτά, βλέπομε νά τά πράττουν οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Παπικοί, προκειμένου νά δικαιολογήσουν τήν στάσι των καί νά ἀποκοιμίσουν, ὅσους ἔχουν πνευματικές καί δογματικές ἀνησυχίες καί ἐνδιαφέροντα. Αὐτοί λοιπόν, δέχονται ὅτι τό «Filioque» ἐπιστεύετο στή Δύσι ἀπό τόν ΣΤ’ αἰῶνα, ὅτι ὑπῆρχε καί πρίν τό σχίσμα τό πρωτεῖο ἐξουσίας τῆς Ρώμης, ὅτι ὑπῆρχαν καί τότε μετά τό σχίσμα στήν Ἀνατολή Λατινόφρονες καί Ἑνωτικοί καί οἱ Ὀρθόδοξοι εἶχαν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί των κλπ. Ἄρα λοιπόν πάλι, πατέρες, ὑποστηρίζετε αὐτά πού ὑποστηρίζουν οἱ Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι, ὡς αἱρετικοί, ἔχουν τούς λόγους των νά παίρνουν αὐτές τίς θέσεις.
Ἡ οὐσιώδης διαφορά αὐτῶν τῶν δύο καταστάσεων, τῶν σημερινῶν δηλαδή Οἰκουμενιστῶν καί τῶν τότε Ἑνωτικῶν ἤ Λατινοφρόνων εἶναι ὅτι τότε οἱ Ἑνωτικοί καί Λατινόφρονες ἦσαν κυρίως οἱ πολιτικοί ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νά ἐπηρεάσουν τούς ἐκκλησιαστικούς ἤ καί νά προσεταιρισθοῦν κάποιους ἀπό αὐτούς, οἱ ὁποῖοι περιφέροντο στά ἀνάκτορα καί ἤθελαν νά τά ἔχουν καλά μέ τήν πολιτική ἐξουσία. Οἱ ἐκκλησιαστικοί ὅμως ἄρχοντες καί ποιμένες, οἱ μοναχοί καί ἡ συντριπτική πλειοψηφία τοῦ λαοῦ ἦσαν Ἀνθενωτικοί καί Ὀρθόδοξοι.
Σήμερα συμβαίνει τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Οἱ ἐκκλησιαστικοί δηλαδή ἄρχοντες καί ποιμένες, καί εἰδικά οἱ Πατριάρχες καί Ἀρχιεπίσκοποι, εἶναι οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὄργανα καί ὑποχείρια καί τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων καί τῶν Παπικῶν καί τῶν Μασόνων καί τῆς Ν. Ἐποχῆς, οἱ μοναχοί –καί δή οἱ Ἁγιορεῖτες– συνοδοιποροῦν μαζί των, πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ὁ δέ λαός εἶναι ἤ πλήρως ἀδιάφορος ἤ στήν καλύτερη περίπτωσι ἄγεται καί φέρεται ἀπό τούς πνευματικούς καί τίς ὀργανώσεις, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὑποτεταγμένοι στούς οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους.
Τότε λοιπόν, πού οἱ Πατριάρχες καί οἱ
Ἀρχιεπίσκοποι ἦσαν Ἀνθενωτικοί καί Ὀρθόδοξοι, δέν ὑπῆρχε πρόβλημα ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ Λατινόφρονες, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, καί εἰδικά οἱ ὑπό ἐξέτασιν ὁσιομάρτυρες οἱ ἐπί Βέκκου ἀθλήσαντες, διότι κατά τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ὁ Ἐπίσκοπος πού θά μνημονεύσομε στή Θ. Λειτουργία πρέπει νά εἶναι Ὀρθόδοξος, χωρίς νά ἐξετάζωμε τά περαιτέρω, μέ ποιόν δηλαδή αὐτός ἐπικοινωνεῖ ἤ ἀπό ποιόν ἐχειροτονήθη κλπ. διότι τότε, ἀναφέρει ὁ ὅσιος, δέν θά εὕρομε κανένα καθαρό καί θά ἀπομακρυνθοῦμε ἐκκλησιαστικά ἀπό ὅλους (Φατ. 53, 157, 50-101).
Τό ὅτι δέ οἱ Πατριάρχες ὅλης τῆς περιόδου, ἀπό τό σχίσμα μέχρι τόν Ἰωάννη τόν Βέκκο, ἦσαν Ἀνθενωτικοί καί Ὀρθόδοξοι φαίνεται καθαρά ἀπό τούς Πατριαρχικούς Πίνακες τοῦ Μανουήλ Γεδεών. Μάλιστα γιά τόν προκάτοχο τοῦ Βέκκου, Ἰωσήφ τόν Α’ ἀναφέρεται ἀπό τόν Γεδεών ὡς«ὀρθοδοξίας στῦλος καί κλέος τῶν μοναχῶν» καί ὅτι «διώκησε τήν Ἐκκλησίαν μέχρι τοῦ Μαΐου τοῦ 1275, ὅτε μή δυνάμενος ἐπί πλέον νά ὑπομείνῃ τήν ἐν τῷ ὀρθοδόξῳ δόγματι ἐμμονήν τοῦ πατριάρχου ὁ λατινόφρων αὐτοκράτωρ Μιχαήλ ὁ Παλαιολόγος, ἀπεμάκρυνεν ἀπό τοῦ θρόνου» (Πατριαρχικοί Πίνακες σελ. 286).
Εἶναι γνωστό δέ, ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ Βέκκος κατ’ ἀρχάς ἦτο σφόδρα Ἀνθενωτικός καί Ὀρθόδοξος, κατόπιν δέ φυλακίσεως καί ταλαιπωριῶν ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η’ τόν Παλαιολόγο, μετεστράφη σέ Ἑνωτικό καί Λατινόφρονα καί μάλιστα ἀποδεχόμενος τίς παπικές πλάνες καί θεωρητικῶς στηρίζων αὐτές. Αὐτό τό μαρτυροῦν οἱ ἱστορικοί Παχυμέρης καί Νικηφόρος Χοῦμνος καί τό μεταφέρει ἀπό αὐτούς ὁ Ἀνδρόνικος Δημητρακόπουλος στό βιβλίο του «Ἡ Ἱστορία τοῦ Σχίσματος»(σελ. 88-91).
Ἐπίσης ὁ Ἀνδρ. Δημητρακόπουλος μᾶς μεταφέρει τά ἑξῆς στοιχεῖα, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν καί πιστοποιοῦν τό γεγονός ὅτι οἱ Ἑνωτικοί καί Λατινόφρονες ἦσαν οἱ πολιτικοί καί κάποιοι κληρικοί, τούς ὁποίους κατά καιρούς προσεταιρίζοντο, ἐνῶ οἱ Πατριάρχες καί Ἀρχιερεῖς ἦσαν Ἀνθενωτικοί καί Ὀρθόδοξοι. «Ὁ δέ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ ἐτείχιζε μέν πανταχόθεν τήν Κωνσταντινούπολιν καί τροφάς εἰσεκόμιζε, πέμπων δέ χρήματα ἐξεπολέμου κατά τοῦ Καρόλου τούς πέριξ ἐκείνου βασιλεῖς· διεπρεσβεύσατο δέ καί πρός τόν Πάπαν πολλάκις καί παρεκάλει αὐτόν, ἵνα μή ἐπιτρέψῃ τόν κατά τῶν Ἑλλήνων τοῦ Καρόλου πόλεμον, τήν τῶν ἐκκλησιῶν ἕνωσιν ὑπισχνούμενος» (σελ. 85).
Ὀλίγον κατωτέρῳ δέ ἀναφέρει σχετικά μέ αὐτήν τήν ὑπόθεσι τά ἑξῆς:«Ὁ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ καλέσας παρ’ αὐτῷ τόν Πατριάρχην Ἰωσήφ, τούς ἀρχιερεῖς καί τινας κληρικούς προέτρεπεν αὐτούς, ἵνα παραδεχθῶσι τήν τῶν ἐκκλησιῶν ἕνωσιν λέγων, ὅτι οὐδεμίαν ἀντικανονίαν ἔχει ἡ ἐπ’ ἐκκλησίας ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τοῦ Πάπα· προὐβάλλετο δέ πρός ὑποστήριξιν τῆς ἑαυτοῦ γνώμης τό παράδειγμα τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰωάννου Βατάτζη, ὅς ὑπέσχετο τῷ Πάπᾳ νά μνημονεύεται τό ὄνομα αὐτοῦ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἐάν ἀπέχῃ νά βοηθῇ τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει Λατίνους» (σελ. 87).
Ὀλίγον δέ ἀνωτέρω, καί κατά τήν περίοδο πού ἡ Κων/πολις ἦτο ὑπό τήν κυριαρχίαν τῶν Φράγκων, ὁ Α. Δημητρακόπουλος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Αὐτοκράτορος τούτου (Ἰωάννου τοῦ Βατάτζη)ἀπέστειλεν ὁ Πάπας Γρηγόριος Θ’ εἰς Νίκαιαν ἐν ἔτει 1233 πρεσβείαν ἐκ δύο Φραγγισκάνων καί δύο Δομινικάνων μετ’ ἐκθέσεως ὁμολογίας τῆς πίστεως τῶν Λατίνων, οὔτε ὅ τε Αὐτοκράτωρ καί ὁ Πατριάρχης εὐμενῶς ἐδέχθησαν. Μετά τῶν πρεσβευτῶν τούτων ἐγένοντο δύο διαλέξεις περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγ. Πνεύματος καί περί τῶν ἀζύμων ἐνώπιον τοῦ Αὐτοκράτορος, τοῦ Πατριάρχου, πολλῶν ἀρχιερέων καί τῆς Συγκλήτου. Αὐτουργός δέ τοῦ μετά τῶν πρεσβευτῶν τοῦ Πάπα διαλόγου ἦν ὁ τῶν φιλοσόφων ὕπατος καί μέγας ἐν λογισταῖς Δημήτριος ὁ Καρύκης καί ὁ πολύς ἐν φιλοσοφίᾳ Νικηφόρος ὁ Βλεμμύδης.
»Ὁ Αὐτοκράτωρ βλέπων ὅτι ἐκ τῶν διαλέξεων τούτων οὐδεμία ὠφέλεια προσγίνεται, καί ὅτι εἰς ἔριδας καί λογομαχίας περιῆλθον, προέτεινεν εἰς τά ἐρίζοντα μέρη, ἵνα οἱ Λατῖνοι τά μέν ἄζυμα τηρήσωσιν, ἀφαιρέσωσι δέ τήν ἐν τῷ Συμβόλῳ γενομένην προσθήκην. Πρός ταῦτα ἀπήντησαν οἱ πρεσβευταί τοῦ Πάπα, ὅτι ἡ Λατινική ἐκκλησία οὐδέ ἰῶτα ἕν ἀφίνει ἐκ τῆς διδασκαλίας αὑτῆς, ὅτι ἡ Ἑλληνική Ἐκκλησία ὀφείλει νά ὁμοφρονήσῃ τῇ Λατινικῇ, καί ὅτι πάντα τά κατά Λατίνων γραφέντα πρέπει νά καῶσι. Τότε ὁ μέν Πατριάρχης Γερμανός, βλέπων ἀδύνατον τήν τῆς ἑνώσεως ἐπίτευξιν, ἐξέδωκε τό κατά Λατίνων περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος σύγγραμμά του· ὁ δέ Αὐτοκράτωρ ἐπανέλαβε, συμμαχήσας τοῖς Βουλγάροις  τόν κατά τῶν Λατίνων πόλεμον» (σελ. 78).
Μέ ὅλα αὐτά, πατέρες, πού ἀναφέρω ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία καί ἄλλα πολλά πού παραλείπω δέν δύναμαι νά κατανοήσω πῶς συμπεράνατε ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες «μέχρι τῆς Συνόδου τῆς Λυών δέν διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες». Αὐτοί ἐμνημόνευον Ὀρθοδόξους καί Ἀνθενωτικούς Πατριάρχες καί μάλιστα Πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι σέ τόσο δύσκολες περιστάσεις καί μέ τόσες πολλές πιέσεις τίς ὁποῖες ὑφίσταντο, ἐκρατοῦσαν τήν ὀρθόδοξο πίστι καί δέν ὑπεχώρουν οὐδέ βῆμα ποδός.  Τό ὅτι δέ, συγχέετε τούς ὀρθοδόξους Πατριάρχες μέ τούς Λατινόφρονες πολιτικούς καί τό περιβάλλον τους, νομίζω ὅτι εἶναι σκόπιμο, προκειμένου νά δικαιολογήσετε τήν σημερινή ἀπραξία καί τόν ἐφησυχασμό τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί βεβαίως νά ἐξισώσετε τούς Ἀντιοικουμενιστές μέ τούς τότε Ἀνθενωτικούς καί Ὀρθοδόξους.
Κάποια ἀκόμη στοιχεῖα ἐπί τοῦ προκειμένου εἶναι ἀναγκαῖον, πατέρες, νά σᾶς δώσω γιά νά κατανοήσετε καί ἐσεῖς καί οἱ ἀναγνῶστες τῶν κειμένων σας, τό πόσο ἀταίριαστες καί σκόπιμες εἶναι οἱ παρομοιώσεις πού κάνετε καί ὅτι κατ’ οὐσίαν παρομοιάζετε τήν ἡμέρα μέ τήν νύκτα.
Μία θαυμασία ἀπάντησι τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ πρός τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η’ τόν Παλαιολόγο ἀναφέρει ὁ Ἀνδρ. Δημητρακόπουλος, σέ ἀνάλογη πρότασι περί ἑνώσεως ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος: «Ὁ Πατριάρχης κατακρίνει ἐν τῇ ἀπολογίᾳ του τήν ἐν τῷ Συμβόλῳ προσθήκην τῶν Λατίνων, καί ἀποδείκνυσι διά πολλῶν ἰσχυρῶν μαρτυριῶν, ὅτι οὐκ ἔξεστι τό τοῦ Πάπα ὄνομα ἐν τοῖς διπτύχοις ἐγγραφῆναι. Περαίνων δέ τήν ἀπολογία λέγει... Μή γοῦν συμπεριενεχθῶμεν τούτοις, μηδέ πρός ἕνα συμπεριγραφῶμεν περίβολον, ἵνα μή συναμεληθέντες εἰς καταπάτημα καί ἡμεῖς τῷ διαβόλῳ προτεθησόμεθα. Τί γοῦν βδελυξόμεθα τούτους, ἤ αὐτῶν κατευξόμεθα; οὐδαμῶς· ἀλλά τό μή χρανθῆναι μέν τῇ κοινωνίᾳ τούτων καί τῆς ψώρας αὐτῶν ἤ τῆς λοιμικῆς νόσου μετασχεῖν περί πολλοῦ ποιησόμεθα, καί φυλάξωμεν ἑαυτούς κατά πάντα τρόπον καί τῆς μερίδος αὐτῶν παντάπασιν ἀποσχώμεθα, μή μέντοι ὡς ἐχθρούς αὐτούς ἡγητέον οὐδέ μισητέον, εἰ καί αὐτοί καθ’ ἡμῶν ἀεί λυσσῶσι καί μαίνονται» (σελ. 89).
 Μήπως, πατέρες, βλέπετε τίποτε κοινό εἰς αὐτήν τήν ὁμολογιακήν ἀπάντησι τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ, ἡ ὁποία μάλιστα εἰπώθηκε σέ τόσο δύσκολες συνθῆκες, καί στά σημερινά «γλοιώδη σάλια» τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, τοῦ Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα κλπ.; Παρ’ ὅλα αὐτά ἰσχυρίζεσθε ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες τότε ἐκοινώνουν μέ τούς Λατινόφρονας ἑνωτικούς μέχρι τήν ἕνωσι τῆς Λυών (1274), ἐνῶ αὐτό ἔπρεπε νά τό ἀναφέρετε γιά τούς σημερινούς Ἁγιορεῖτες καί, βεβαίως, ὄχι γιά νά ὑπερασπισθῆτε τό δυνητικόν τοῦ Κανόνος, ἀλλά γιά νά τούς κατακρίνετε γιά τήν ἀποστασία των.
Τά ἴδια ὑπέσχοντο οἱ Παπικοί ἀπεσταλμένοι κάθε φορά πού ἤρχοντο εἰς τήν Κων/πολι, προκειμένου νά προτείνουν τήν ἕνωσι. Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος λίγο πρίν τήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας–Φερράρας: «Ἐπείπερ οἱ ἐκ τῆς Ρώμης, πάντων ἀπαρατρέπτων μενόντων τῶν ἡμετέρων δογμάτων, καί τῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας παραδόσεων ἐγγράφων τε καί ἀγράφων, ἀξιοῦσιν ἡμῖν ἑνωθῆναι ὅλῃ ψυχῇ, καί πάντα ὁμολογοῦσι τά ἡμέτερα διαρρήδην, καί πατροπαράδοτα, καί ἅγια εἶναι, πλήν ἕν τοῦτο καί μόνο παρ’ ἡμῶν ἀπαιτοῦσι, τό μνημονεύειν τόν Ρώμης ὡς ἅγιον ἐν ταῖς ἁγίαις ἡμῶν τελεταῖς· δοκεῖ μοι μηδέν ἤ μικρόν διαφέρειν, κἀμέ ὑπομνῆσαι περί τούτου τινά, καί κοινῇ τήν καθ’ ἡμᾶς σύνοδος διασκέψασθαι» (ΤΑ ΕΥΡΕΘΕΝΤΑ - Τόμος Α’, σελ. 403).
Ὁ αὐτοκράτωρ λοιπόν, ἐφ’ ὅσον ἐπεθύμει τήν ἕνωσι, ἔστειλε ἀντιπροσωπεία εἰς τόν Πάπα καί μάλιστα ἀνθρώπους πού ἐπρόσκειντο εἰς αὐτόν, χωρίς βεβαίως τήν συναίνεσι τοῦ Πατριάρχου καί τῆς Συνόδου. Ὁ Ἀνδρ. Δημητρακόπουλος τό ἀναφέρει ὡς ἑξῆς: «Οὕτως ἀνηρτημένων τῶν πραγμάτων ἀπεστάλησαν ὑπό τοῦ Αὐτοκράτορος πρεσβευταί πρός τόν Πάπαν Γρηγόριον ὁ πρό τοῦ Ἰωσήφ πατριαρχεύσας Γερμανός καί ὁ μητροπολίτης Νικαίας Θεοφάνης καί ἐκ τῶν συγκλητικῶν ὁ μέγας λογοθέτης Γεώργιος ὁ Ἀκροπολίτης, ὁ πρωτοβεστιάριος Πανάρετος καί ὁ μέγας διερμηνευτής Βερροιώτης, οἵτινες λαβόντες δύο τριήρεις ἐν μέν τῇ μιᾷ εἰσῆλθον οἱ τῆς Ἐκκλησίας, ἐν δέ τῇ ἑτέρᾳ, πλήν τοῦ μεγάλου λογοθέτου, οἱ ἐκ τοῦ βασιλέως, καί ἀπέπλευσαν περί τῆς ἀρχῆς τοῦ Μαρτίου τοῦ ἔτους 1274, ἐπιφερόμενοι πολλά ἱερά δῶρα, στολάς χρυσοπάστους καί κατάχρυσα εἰκονίσματα» (σελ. 92).
Ἡ ἕνωσις δέ τῶν «Ἐκκλησιῶν» ἔγινε βάσει τριῶν κεφαλαίων. Μᾶς τά ἀναφέρει ὁ Ἀνδρ. Δημητρακόπουλος παίρνοντας τά ἱστορικά στοιχεῖα ἀπό τούς ἱστορικούς Νικηφόρο Χοῦμνο καί Παχυμέρη: «Δέχεται λέγει τήν πρεσβείαν ἀσμένως ὁ Πάπας καί ὑπισχνεῖται ραδίως ἐκτελέσειν ὁπόσα κατά βούλησίν ἐστι τῷ βασιλεῖ· καί πέμπει μετά τῶν βασιλικῶν πρέσβεων εὐθύς τούς δεξομένους καί συμβιβάσοντας τήν κοινωνίαν. Ἦκον οὖν, καί γέγονεν ἡ κοινωνία ἐφ’ ὅρῳ τριῶν κεφαλαίων· ἑνός μέν ἐν ταῖς ἱεραῖς ὑμνῳδίαις τόν Πάπαν εἰς τά δίπτυχα μνημονεύεσθαι ὁμοῦ τοῖς ἑτέροις τέτρασι Πατριάρχαις· δευτέρου δέ τῆς ἐκκλήτου· τοῦτο δέ ἐστιν ἐξεῖναι τῷ βουλομένῳ καθάπερ εἰ μεῖζον καί ἐντελέστερον ἀνατρέχειν δικαστήριον τό τῆς παλαιᾶς Ρώμης· καί τρίτου τοῦ πρωτεύειν ἐν ἅπασι. Περί δέ τῆς προσθήκης, ἥν ἐκεῖνοι περί τό ἱερόν καινοτομοῦσι Σύμβολον, ἤ περί ἄλλης οἱασοῦν ὑποθέσεως ἀναγκαστικῆς τις ἔρις τέως οὐ συνηνέχθη» (σελ. 94).
Ὅταν ἐπέστρεψε ἡ πρεσβεία ὁ αὐτοκράτωρ Μιχαήλ ἐπαρουσίασε στούς κληρικούς τούς ὅρους τῆς ἑνώσεως: «Καί αὐτός ὁ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ προσκαλέσας τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει κληρικούς “μηδέ χάριν ἄλλου, ἔλεγε, πραγματεύεσθαι τήν εἰρήνην ἤ τοῦ δεινούς πολέμους ἀνακοπῆναι καί Ἑλλήνων αἵματα περιποιηθῆναι ἐκχυθήσεσθαι κινδυνεύοντα· μένειν δέ καί πάλιν τήν Ἐκκλησίαν ἀκαινοτόμητον, μηδέ τοῦ τυχόντος παροφθησομένου. Τρισί δέ κεφαλαίοις καί μόνοις τό πρός τήν τῶν Ρωμαίων ἐκκλησίαν πραττόμενον περιστήσεσθαι, πρωτείῳ, ἐκκλήτῳ καί μνημοσύνῳ”» (σελ. 95).
Εἰς τήν Σύνοδον, λοιπόν, τῆς Λυών, τρία πράγματα συνεφωνήθησαν προκειμένου νά γίνη ἡ ἕνωσις. Τό πρωτεῖον, ἡ Ἔκκλητος καί ἡ μνημόνευσις. Οὔτε ἐτέθη τό θέμα τῆς προσθήκης εἰς τό Σύμβολο, οὔτε τά ἄζυμα, οὔτε τό καθαρτήριο πῦρ, οὔτε κάτι ἄλλο δογματικό. Τό Πρωτεῖον ὅμως καί ἡ Ἔκκλητος ἔχουν καθαρά διοικητικό χαρακτῆρα, ἐδίδοντο δέ πρωτεῖα καί ἔκκλητοι ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους καί στόν Ρώμης καί στόν Κων/πόλεως. Ἀπομένει δέ ἡ μνημόνευσις, ἡ ὁποία ἔχει δογματικό χαρακτῆρα καί σημαίνει ὅτι μέ αὐτόν, τόν ὁποῖον μνημονεύομε, ταυτιζόμεθα εἰς τήν πίστι. Ἄρα διά τῆς μνηνονεύσεως τοῦ Πάπα ἀπεδέχοντο οἱ Ὀρθόδοξοι ὅλες τίς δογματικές πλάνες καί ἐκτροπές του, π.χ. τήν προσθήκη εἰς τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τά ἄζυμα, τό καθαρτήριο πῦρ κλπ.
Τό ἴδιο, φυσικά, συμβαίνει καί σήμερα διά τῆς μνημονεύσεως τοῦ Βαρθολομαίου. Ἀποδέχονται, ὅσοι τόν μνημονεύουν, ὅτι οἱ Παπικοί ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια, ἀποδέχονται τήν θεωρία «τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», συμμετέχουν διά τῆς μνημονεύσεως στό Π.Σ.Ε., στήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων κλπ. Αὐτό τό διασαφίζουν πέραν τῶν ἄλλων καί οἱ ἴδιοι οἱ Ἁγιορεῖτες οἱ ἐπί Βέκκου ἀθλήσαντες εἰς τήν ὁμολογιακήν πρός τόν αὐτοκράτορα ἐπιστολή των: «Ἄνωθεν γάρ ἡ τοῦ Θεοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία·τήν ἐπί τῶν ἀδύτων ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο. Γέγραπται γάρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τό τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, δεικνύων καί τήν πρός τό ὑπερέχον ὑποταγήν, καί ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ, καί πίστεως καί τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος».
Μία ἐπιπλέον ἀπόδειξις, ὅτι τότε οἱ Πατριάρχες καί οἱ Ἀρχιερεῖς ἦσαν Ὀρθόδοξοι καί Ἀνθενωτικοί, εἶναι ὅτι στούς διαλόγους μέ τούς Λατίνους πού ἐγίνοντο κατά καιρούς, οἱ Ὀρθόδοξοι ὥριζαν ὡς ἐκπροσώπους ὁμιλητές τούς πλέον καταλλήλους καί Ἀνθενωτικούς, ὅπως π.χ. τόν Ἰωσήφ τόν Βρυέννιο, τόν Νικηφόρο Βλεμμύδη, τόν ἅγ. Μᾶρκο τόν Εὐγενικό κλπ., ἐνῶ ἀντιθέτως σήμερα οἱ αἱρετικοί Πατριάρχες καί Ἀρχιερεῖς τοποθετοῦν ὡς ἐκπροσώπους στούς διαλόγους τόν Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, τόν Μεσσηνίας Χρυσόστομο, τόν Δημητριάδος Ἰγνάτιο κλπ. (πρωτοπαλλήκαρα πρωτοκλασάτα στελέχη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ).
Ἔπειτα ἀπό τά στοιχεῖα πού σᾶς κατέθεσα εἶναι ἀνάγκη νά μᾶς ἀποδείξετε κι ἐσεῖς, ποιούς Λατινόφρονες Πατριάρχες ἐμνημόνευαν οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες πρό τῆς Συνόδου τῆς Λυών (1274), ὥστε νά κατανοήσωμε, ἀπό ποιούς ἔπρεπε νά ἀποτειχισθοῦν καί δέν τό ἔπραξαν καί ἔτσι νά φανοῦν ἀληθινές οἱ θεωρίες σας.  Ἄν αὐτό δέν τό πράξετε, πατέρες, γιά νά ὑπερασπισθῆτε αὐτά πού ἐπικαλεῖσθε στήν κριτική σας μελέτη, τότε νομίζω ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξις θά εἶναι ἡ ἴδια ἡ στάσι σας καί ἡ σιωπή σας.
Γράφετε πρός τό τέλος τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ τά ἑξῆς: «Ἄν οἱ ἐν λόγῳ Ὁσιομάρτυρες ἐθεωροῦσαν τούς Λατινόφρονες αἱρετικούς, γιατί δέν ἐφάρμοσαν τόν 15ο τῆς ΑΒ' καί δέν ἀποτειχίστηκαν ἀπό αὐτούς πρό τῆς Συνόδου τῆς Λυών, ἀλλά τόν ἐφάρμοσαν μόνο μετά ἀπό αὐτήν; Ἄν ὁ ἐν λόγῳ Κανόνας εἶχε ὑποχρεωτικό χαρακτῆρα, θά ἔπρεπε νά τόν ἐφαρμόσουν ὁπωσδήποτε καί ἀπέναντι στούς Λατινόφρονες. Φαίνεται εἶχαν λιγότερο ζῆλο γιά τήν πίστη ἀπό τόν π. Εὐθύμιο! Καί γιατί κατηγορεῖ ἐμᾶς, πού ἀκόμη ἐξακολουθοῦμε νά ἔχουμε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς σημερινούς Λατινόφρονες (γράφε Οἰκουμενιστές), ἐνῶ παράλληλα ἀγωνιζόμαστε κατά τῆς αἱρέσεως μέ κάθε τρόπο, ἐπιζητοῦντες τήν Συνοδική καταδίκη της; Πῶς, οἱ τότε Ὁσιομάρτυρες, δέν ἐμολύνοντο ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία τους μέ τούς Λατινόφρονες καί ἐμεῖς μολυνόμαστε ἀπό τούς Οἰκουμενιστές;».
Ζητοῦμε λοιπόν, μετά ἀπό αὐτά πού γράφετε, πατέρες, νά μᾶς ὑποδείξετε ἀπό ποιούς συγκεκριμένα Λατινόφρονες ἔπρεπε πρό τῆς Συνόδου τῆς Λυών νά ἀποτειχισθοῦν οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες καί δέν τό ἔπραξαν, ὅπως ἰσχυρίζεσθε. Ἄν τελικά, δέν ἀναφέρετε αὐτούς τούς Λατινόφρονες Πατριάρχες καί Ἀρχιερεῖς, ὁπωσδήποτε θά ἀποδειχθῆ ὅτι καμμία σχέσι δέν ἔχει, οὔτε εἰς τό ἐλάχιστο ὁμοιότητα, ἡ παρομοίωσις πού ἐκάνατε μεταξύ τῶν σημερινῶν Οἰκουμενιστῶν καί Ἀντιοικουμενιστῶν καί τῶν τότε Ἑνωτικῶν καί Ἀνθενωτικῶν ἀντιστοίχως. Μᾶλλον τό ἕνα ἀποτελεῖ τήν ἀρνητική φωτογραφία καί εἰκόνα τοῦ ἄλλου.
Θά ἀποδειχθῆ, ἐπίσης, ὅτι δέν σᾶς κατηγορῶ ἐγώ γιά ἐφησυχασμό καί συμβιβασμό, ἀλλά οἱ ἴδιοι οἱ Πατέρες οἱ ἐπί Βέκκου ἀθλήσαντες. Ἐσεῖς ὅμως, ὡς συνήθως, στρέφεσθε ἐναντίον αὐτῶν τούς ὁποίους θεωρεῖτε ὅτι εὔκολα μπορεῖτε νά ἀντιμετωπίσετε, ἀλλά δέν καταλαβαίνετε ὅτι οἱ κατήγοροί σας εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἁγ. Γραφή, ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων καθώς καί τά αἵματα καί τά μαρτύριά των.
Τελειώνοντας αὐτήν τήν ἑνότητα πρέπει νά ἀναφέρω ὅτι, ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν Ὁσιομαρτύρων ἐπί Βέκκου, ἀποτελεῖ ἀκριβῆ ἐφαρμογή τοῦ ΙΕ’ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, διότι ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Βέκκος, κατά τήν περίοδο τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Ἁγίων, δέν εἶχε καθαιρεθῆ ἀπό Σύνοδο καί, ἄρα, ἡ ἀποτείχισις ἔγινε «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας». Τώρα, ἄν πατέρες, ὅπως ἀναφέρετε, οἱ Ἅγιοι εἶχαν καί ἄλλους Κανόνες ὑπ’ ὄψιν τους, δέν θά ἔχομε ἀντίρρησι, ἄν φυσικά δέν τά γράφετε αὐτά μέ κάποια σκοπιμότητα ἤ γιά νά θολώσετε κοινῶς τά νερά, δηλαδή ἄν δέν τά γράφετε γιά νά περιθωριοποιήσετε τόν ἐν λόγῳ Κανόνα ἤ γιά νά μεταφέρετε ἀλλοῦ τό θέμα κλπ.

κολούθως θά ἀναφερθῶ στό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς μελέτης σας: «Ἡ ἀποτείχισις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ».
Στό κεφάλαιο αὐτό τῆς κριτικῆς σας μελέτης, πατέρες, δείχνετε ὅτι ἀδυνατεῖτε νά ἀντιμετωπίσετε κατάματα καί κατά πρόσωπο τήν πραγματικότητα καί, δι’ αὐτό, πελαγοδρομεῖτε (καί μαζί σας καί ὅσοι ἀποδέχονται τίς θεωρίες σας), ἑστιάζοντας τό θέμα κάπου ἀλλοῦ, καί μάλιστα σέ σημεῖα εἰς τά ὁποῖα δέν ἀντιτιθέμεθα, ὅπως ἐσεῖς ὑπονοήσατε. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ἀντιπαρέρχεσθε τελείως ἀσχολίαστα, χωρίς τήν παραμικρή νύξι, σάν δηλαδή νά μήν σᾶς συγκινοῦν οὐδόλως τά λόγια τῶν Ἁγίων, τά ὁποῖα ἐκθέτουν ὄχι μόνο τήν τότε, ἀλλά καί τήν σημερινή πραγματικότητα καί στέκεσθε μετά μεγάλης ἐμμονῆς, εἰς τό ὅτι ἡ ἀποτείχισις τῶν Πατέρων ἔγινε μετά τήν συνοδική κρίσι τῆς αἱρέσεως, γιά τό ὁποῖο βεβαίως δέν ἔχομε ἀντίρρησι.
Τό ὅτι δέν ἔχομε ἀντίρρησι ὅτι ἡ ἀποτείχισις τῶν Πατέρων ἔγινε μετά τήν Σύνοδο τοῦ 1341, τό ἀναφέρομε ἀκροτελεύτεια στό κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τό ὁποῖο σχολιάζετε: «Κλείνοντας ἀναφέρομε ὅτι ἡ ἀποτείχισις τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ὁμοφρόνων του ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα ἔγινε, ὅπως ἀκριβῶς ἐντέλλεται ὁ ΙΕ΄ ἱερός κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, δεδομένου τοῦ ὅτι ἡ αἵρεσις τοῦ Βαρλαάμ, τήν ὁποία ἐστερνίσθηκε ὁ Πατριάρχης, ἦτο κατεγνωσμένη ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ 1341, ἀλλά ὁ Καλέκας δέν εἶχε κριθῆ συνοδικά.  Ἡ συνοδική κρίσις καί καθαίρεσίς του ἔγινε τό 1347» (Θ.Η.Ε. τόμ. Ζ΄, σελ. 28).
Ἐκεῖνο τό ὁποῖο θέλομε νά τονίσωμε ἤ ἴσως δέν τό διεσαφήσαμε ἐπαρκῶς, εἶναι ὅτι τόν Ἁγιορείτικο Τόμο, τόν ὁποῖο συνέταξαν οἱ Πατέρες, δέν τόν ἀπέστειλαν στήν Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως πρός ἔγκρισι, διά νά διαπιστώσουν δηλαδή, ἄν ὀρθά φρονοῦν ἤ ὄχι, ἤ γιά νά ἔχουν τήν ἔγκρισι καί τό ἀξιόπιστον τῆς δογματικῆς των τοποθετήσεως, ἀλλά τόν ἐξέδωσαν πρό συνοδικῆς κρίσεως καί ἐπισήμου τοποθετήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος τούτου, διά τήν καταπολέμησι τῆς αἱρέσεως καί διά νά διακηρύξουν ὅτι, ὅποιος δέν ἔχει αὐτό τό φρόνημα τῶν Πατέρων, δέν θά ἔχει μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία ὡς αἱρετικός.
Διά νά δείξουν δέ οἱ Πατέρες ὅτι εἶναι πεπεισμένοι περί τῆς ὀρθότητος τῆς πίστεώς των, μετά ἀπό πλῆθος πατερικῶν χωρίων πού ἀναφέρουν πρός ἀπόδειξι καί κατοχύρωσι, εἰς τό τέλος, πρό τῶν ὑπογραφῶν των, καταλήγουν τόν Τόμο ὡς ἑξῆς: «Ταῦτα ὑπό τῶν γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρά τῶν ἡμετέρων πατέρων παρελάβομεν, ταῦτα διά τῆς μικρᾶς ἐγνώκαμεν πείρας, ταῦτα καί τόν ἐν ἱερομονάχοις τιμιώτατον καί ἀδελφόν ἡμέτερον κύρ Γρηγόριον ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων συγγραψάμενον ἰδόντες καί ἀποδεξάμενοι ὡς ταῖς τῶν ἁγίων ἀκριβῶς ἐχόμενα παραδόσεσι, πρός πληροφορίαν τῶν ἐντυχανόντων ὑπεγράψαμεν» (ΕΠΕ Γρ. Παλαμᾶ, Τόμ. Γ΄,σελ. 510). Ὅταν λοιπόν εἰς τό τέλος ὑπογράφει καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καί ἁγ. Ὄρους Ἰάκωβος, δηλώνει ἐν κατακλεῖδι καί τά ἑξῆς: «καί τοῦτο μετά πάντων προσγράφων, ὅτι τόν μή συμφωνοῦντα τοῖς ἁγίοις καθώς καί ἡμείς καί οἱ μικρῷ πρό ἡμῶν πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς τήν αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα» (Ε.Π.Ε. Γρ. Παλαμᾶ, Τόμος Γ΄, σελ. 514).
Ἐδῶ, δηλώνει ὁ Ἐπίσκοπος ὅτι ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες συμφωνοῦν εἰς τό ὅτι δέν θά ἔχουν καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ οἱονδήποτε δέν ἔχει αὐτήν τήν Ἀποστολική καί Πατερική πίστι, τήν ὁποία ἀνωτέρω ἐξέθεσαν.
Μέ αὐτά πού διακηρύττουν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες σημαίνει ὅτι δέν περιμένουν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου (θετική ἤ ἀρνητική ὡς πρός τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως) γιά νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό ὁποιονδήποτε ἔχει στό σημεῖο αὐτό διεστραμμένη πίστι. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο εἶχαν ἀποτειχισθῆ ἀπό τόν Βαρλαάμ καί τούς ὁμόφρονές του πρό συνοδικῆς κρίσεως, καί βεβαίως ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, τόν Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο καί τούς ὁμόφρονές των, ὅταν κατόπιν συνοδικῶς ἐτάχθησαν ὑπέρ τῆς αἱρέσεως. Δηλαδή, γιά τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων δέν ἐξαρτᾶτο ἀπό τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἀλλά ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διαχρονική διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Ἐσεῖς ὅμως, ἀντιθέτως, πατέρες, σήμερα ἀναμένετε τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου νά καταδικάση τήν αἵρεσι, ὥστε κι ἐσεῖς κατόπιν νά ἀποτειχισθῆτε ἀπό τούς αἱρετικούς. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἤ δείχνετε ἄγνοια τῆς πίστεώς σας καί περιμένετε τήν Σύνοδο νά ἀποφανθῆ ἤ περιμένετε τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου γιά νά κατοχυρωθῆτε, ἐπειδῆ προφανῶς ἡ ἀποτείχισις μέ τίς πατερικές προδιαγραφές στοιχίζει. Τό ὅτι ἔχετε ἄγνοια τῆς πίστεώς σας, βεβαίως δέν εὐσταθεῖ, γιά τόν ἐπί πλέον λόγο, ὅτι δηλαδή, ἔχετε χαρακτηρίσει τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς «παναίρεσι» καί μάλιστα ἔχετε  προσδιορίσει τήν πορεία καί ἐξέλιξι τῆς αἱρέσεως καί τόν τελικό της σκοπό. Ἄρα ἰσχύει τό δεύτερο, ἐκτός ἄν ὑπάρχη καί τρίτος λόγος, τόν ὁποῖο ἐμεῖς δέν δυνάμεθα νά σκεφθοῦμε.
Ἄν θέλατε εἰς τό σημεῖο αὐτό νά μιμηθῆτε τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες καί τόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, θά ἔπρεπε νομίζω κι ἐσεῖς ἀκροτελεύτεια, στήν πρόσφατη «Ὁμολογία Πίστεως» μετά τίς βασικές ὑπογραφές τῆς συντακτικῆς ἐπιτροπῆς καί τῶν Ἐπισκόπων, νά ἀναφέρατε αὐτά ἀκριβῶς πού ἀνέφερε ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ὁ Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ Ἰάκωβος: «καί τοῦτο μετά πάντων προσγράφων, ὅτι τόν μή συμφωνοῦντα τοῖς ἁγίοις καθώς καί ἡμεῖς καί οἱ μικρῷ πρό ἡμῶν πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς τήν αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα».
Ἔτσι, ἡ πρόσφατη «Ὁμολογία Πίστεως» θά ἦτο ὁμολογιακό κείμενο καί μέ τήν χάραξι αὐτῶν  τῶν δύο–τριῶν γραμμῶν θά ἦτο ἴδια καί ἀπαράλλακτη μέ τόν Ἁγιορείτικο Τόμο, ἐνῶ τώρα, χωρίς αὐτή τήν ὁμολογία τῶν Πατέρων, δέν δύναται μέ κανένα τρόπο νά ἀπομακρυνθῆ καί νά ἀπαλλαχθῆ ἀπό τήν κατηγορία τοῦ χαρτοπόλεμου. Γίνεται ἐδῶ φανερό ὅτι ἡ Ὁμολογία τῆς πίστεως δέν συνίσταται στήν καταγραφή καί διακήρυξί της, ἀλλά πρωτίστως καί κυρίως εἰς τό κατά πόσο εἴμεθα ἕτοιμοι νά τήν ὑπερασπισθοῦμε. Βεβαίως, στήν περίπτωσι αὐτή τῆς Ὁμολογίας, οἱ ὑπογραφές πού θά συγκεντρώνοντο θά ἦσαν ἐλάχιστες καί οἱ πρῶτοι πού θά ἀπέσυραν τήν ὑπογραφή των θά ἦταν οἱ Ἐπίσκοποι, κατά τόν τύπο τοῦ Ἐπισκόπου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἱερεμία, ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν, ἀπέσυρε τήν ὑπογραφή του καί μάλιστα ἀπό ἕνα κείμενο, τό ὁποῖο δέν εἶχε τήν ὁμολογιακή σφραγίδα τῶν Πατέρων.
Πάντως ἐν κατακλεῖδι εἰς τό σημεῖο αὐτό, ἐκεῖνο τό ὁποῖο θέλομε νά τονίσωμε ἐπεξηγηματικῶς εἶναι ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες, κατά τήν ἐποχή τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, διακατέχοντο ἀπό φρόνημα διαφορετικό ἀπό τούς σημερινούς Ἀντιοικουμενιστές, καί ἦταν ἕτοιμοι νά διακόψουν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ ὁποιονδήποτε δέν ἔφερε τήν Ἀποστολική καί Πατερική πίστι, χωρίς νά περιμένουν ἀποφάσεις Συνόδων. Ὅταν δέ συνοδικῶς ἀπεφασίσθη ἡ προσχώρησις στήν αἵρεσι ἀποτειχίστηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς, «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως», ὅπως ἐντέλλεται ὁ ἐν λόγῳ Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, δηλαδή πρίν καταδικασθῆ ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας ἀπό τήν Σύνοδο.
Ἐκεῖνο ὅμως, πατέρες, τό σημεῖο, στό ὁποῖο ἀδελφικά θέλω νά σᾶς ἐγκαλέσω, ἐφ’ ὅσον ἀσχοληθήκατε μέ τήν κριτική τοῦ βιβλίου, εἶναι τό ὅτι ἀντιπαρέρχεσθε καί δέν ἀσχολεῖσθε οὐδόλως, ἔστω ἀκροθιγῶς, μέ τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων, ἡ ὁποία εἶναι καταγεγραμμένη εἰς αὐτό τό κεφάλαιο. Αὐτό τό ἐτόνισα καί ἀλλοῦ, ὅτι ἀποτελεῖ τή μόνιμη ἀδυναμία σας, νά δυνηθῆτε δηλαδή νά συνδυάσετε καί νά προσαρμόσετε μέ τίς θεωρίες σας, καί εἰδικά μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Εἰς τό κεφάλαιο αὐτό λοιπόν, εἶναι καταγεγραμμένη ἡ Πατερική διδασκαλία, ἡ ὁποία ἀναφέρει ὅτι, ὅταν ὑπάρξει μία αἵρεσις, αὐτοί πού τήν ἀκολουθοῦν δημιουργοῦν μία νέα Ἐκκλησία καί αὐτοί πού ἀποτειχίζονται ἀπό αὐτούς παραμένουν στήν διαχρονική Ἐκκλησίατοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Στή νέα αὐτή Ἐκκλησία μετατίθεται ἕκαστος μέ τήν δημοσία ἀποδοχή τῆς αἱρέσεως καί ὄχι μέ τήν συνοδική ἀπόφασι καί καταδίκη του, ὅταν προφανῶς ἀποκατασταθῆ ἡ Ὀρθοδοξία.
Τά κείμενα αὐτά, τά ἀντιπαρήλθατε τελείως ἀσχολίαστα, πλήν ὅμως, ἐπειδή εἶναι ἄκρως σημαντικά καί μάλιστα σέ σημεῖο πού νά καταρρίπτουν ὁλοσχερῶς ὅλες τίς θεωρίες σας καί εἰδικά τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, θέλομε, ἔστω καί ἐκ τῶν ὑστέρων, δευτερολογώντας, νά ἐκφέρετε τήν γνώμη σας, ἄν δηλαδή τά ἀποδέχεσθε ἤ τά ἀπορρίπτετε, ἤ νά μᾶς ἐπισημάνετε, ἄν κάπου ἐμεῖς τά ἑρμηνεύουμε λάθος, μέ ἀνάλογες βεβαίως ἁγιογραφικές καί πατερικές ἀποδείξεις.  Διότι δέν εἶναι δυνατόν νά ὀνομάζετε αἵρεσι καί παναίρεσι τόν Οἰκουμενισμό καί στήν πράξι νά τόν ἀντιμετωπίζετε ὡς Ὀρθοδοξία. Οὔτε βεβαίως νά δηλώνετε ὅτι ἀγωνίζεσθε ἐναντίον τῆς αἱρέσεως καί στήν πράξι νά εὑρίσκεσθε στό στρατόπεδο τῶν αἱρετικῶν, τό ὁποῖο οἱ Πατέρες ὀνομάζουν «νέα Ἐκκλησία».
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, μιά καί ἀσχοληθήκατε μέ τήν κριτική τοῦ βιβλίου, εἶναι  πρέπον καί ἔχετε ὑποχρέωσι νά ἀπαντήσετε καί νά τοποθετηθῆτε ἐπί αὐτῶν τῶν θεμάτων, γιά τά ὁποῖα, βεβαίως, δέν θά σᾶς ἐγκαλούσαμε ἄν δέν εἴχατε ἀσχοληθῆ. Διότι εἶναι δίκαιο, ὅπου ἐσεῖς μᾶς ἐγκαλεῖτε, νά ἀπαντήσωμε καί μάλιστα στηριζόμενοι στήν ἁγ. Γραφή καί στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, τό ἴδιο δέ νά πράξετε καί ἐσεῖς εἰς τά σημεῖα πού ἐμεῖς ζητοῦμε νά τοποθετηθῆτε.
Εἶναι καί ἄλλα σημεῖα τοῦ παρόντος κεφαλαίου, τά ὁποῖα θά ἤθελα νά ἐπισημάνω, ἀλλά γιά νά μήν ἐπανέρχωμαι στά ἴδια –τά ὁποῖα ἔχω ἤδη ἐκθέσει σέ ἄλλα κεφάλαια–, τά ἀντιπαρέρχομαι. Ἄν ὅμως κάπου ζητήσετε, πατέρες, κάποια διευκρίνησι ἤ ἰδῆτε κάποια σκοπιμότητα γιά τήν ὁποία ἐγώ πολλές φορές σᾶς ἐγκαλῶ, σᾶς παρακαλῶ νά μοῦ τό ἐπισημάνετε, ὥστε νά δευτερολογήσω.

Θά ἀναφερθῶ ἐν συνεχείᾳ στό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης πού ἐπιγράφεται: «Ἰωσήφ Βρυέννιος». Ἐδῶ ἀναμασᾶτε, πατέρες, τά ἴδια ἐπιχειρήματα, ὅτι δῆθεν ἐπικοινωνοῦσε ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος μέ τούς Λατινόφρονες τῆς ἐποχῆς του, χωρίς βεβαίως νά προσάγετε περί τούτου οὔτε ἕνα ἀποδεικτικό στοιχεῖο.
Γράφετε κατ’ ἀρχάς τά ἑξῆς: «Ὡστόσο δέν ἠρνεῖτο τούς διαλόγους μέ τούς Παπικούς, ὅπως αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό κείμενο του π. Εὐθυμίου: “Στίς διαλέξεις μέ τούς παπικούς ἀντιπροσώπους αὐτός ἐκαλεῖτο νά ἀντιπαρατάξει τό Ὀρθόδοξο δόγμα καί νά διαλεχθεῖ μέ αὐτούς ὡς ἐκπρόσωπος τῶν Ὀρθοδόξων, αὐτός ὡμίλει σέ ὅλες τίς ἐπίσημες περιστάσεις...”».
Ἐδῶ, πατέρες, συγκρίνετε τήν νύχτα μέ τήν ἡμέρα  καί ταυτίζετε τόν κόρακα μέ τό περιστέρι. Βεβαίως δέν ἀρνεῖτο τούς διαλόγους ὁ Ἰωσήφ, διότι τότε οἱ διάλογοι μέ τούς αἱρετικούς, καί δή τούς Λατίνους, εἶχαν ὁμολογιακό χαρακτῆρα καί δέν ἦταν στημένοι, ὅπως οἱ σημερινοί, οὔτε προαποφασίζοντο παρασκηνιακῶς οἱ συμφωνίες, οὔτε ἐγίνοντο μόνο πρός ὑπογραφή καί κοινωνικές ἐκδηλώσεις μέ φαγοπότι. Ἀπό τούς ἀντιπροσώπους πού ἀποστέλλονται ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων σήμερα στούς διαλόγους, καταλαβαίνει κανείς τήν ποιότητα τῶν διαλόγων,  τήν σκοπιμότητα, τόν συμβιβασμό καί τήν προδοσία πού ἤδη μᾶς διακατέχει, τήν στιγμή πού ἀποστέλλομε ὡς ἀντιπροσώπους αὐτούς πού εἶναι δεδηλωμένοι Οἰκουμενιστές, πού τά ἔχουν ἤδη συμφωνήσει μέ τούς αἱρετικούς, πού εἶναι ἕτοιμοι νά ξεπουλήσουν τά πάντα. Ἀπορῶ λοιπόν, πατέρες, πῶς συγκρίνετε τούς τότε διαλόγους μέ τούς σημερινούς καί πῶς αὐτό τό προβάλλετε ὡς ἐπιχείρημα, τό ὁποῖο θά ἐδικαιολογεῖτο νά τό ἐπικαλεσθοῦν μόνον οἱ Οἰκουμενιστές.
Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Οὔτε ἐπίσης διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες τῆς ἐποχῆς του, πού ἐπιζητοῦσαν τήν ἕνωση μέ συμβιβασμούς καί ἀθέτησι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως».
Εἰς τό σημεῖον αὐτό νομίζω εἶναι καλό νά γίνη μία διευκρίνισις. Δέν πρέπει νά κατατάξωμε εἰς τήν ἰδίαν κατηγορίαν ὅλους τούς ἑνωτικούς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Διότι ὑπῆρχαν, κατ’ ἀρχάς, αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἤθελαν τήν ἕνωσι μέ τόν Πάπα διά πολιτικούς καί στρατιωτικούς λόγους. Αὐτοί ἦσαν κυρίως κάποιοι αὐτοκράτορες καί πολιτικοί (ὅπως ὁ αὐτοκράτορας Μιχαήλ ὁ Η΄ ὁ Παλαιολόγος, Ἰωάννης ὁ Η΄ ὁ Παλαιολόγος κλπ.), οἱ ὁποῖοι ὑπέσχοντο ὅτι μέ τήν ἕνωσι δέν θά ἀλλάξη τίποτε ὡς πρός τά δόγματα εἰς τήν Ὀρθοδοξία. Ὑπῆρχον κατόπιν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποδεχθῆ τό filioque, τά ἄζυμα, τό πρωτεῖον κλπ. (ὅπως ὁ Βέκκος μετά τήν ἀποφυλάκισί του, ὁ Δημήτριος Κυδώνης, ὁ Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, ὁ Ἰωσήφ Μεθώνης κ.ἄ.) καί ἦσαν οἱ κυρίως Λατινόφρονες (Λατίνοι κατά τό φρόνημα) καί ὄχι ἁπλῶς ἑνωτικοί γιά κάποιους λόγους. Ἦσαν, τέλος, καί αὐτοί οἱ ὁποῖοι ὑπέγραψαν, κατόπιν πιέσεων, τήν ἕνωσι τῆς Φλωρεντίας–Φερράρας καί, ἄλλοι ἀπό αὐτούς μετενόησαν μετά τήν ἐπιστροφή εἰς Κων/πολι, ἄλλοι δέ παρέμειναν Λατινόφρονες, ὁ καθένας γιά τόν ἰδικόν του σκοπό. Ὁ λαός ὅμως, κατά τό μέγιστον αὐτοῦ μέρος ἦτο ὀρθόδοξος καί ἀνθενωτικός. Αὐτό τό βλέπομε καί στήν ἐπί Βέκκου καί Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου ἕνωσι τῆς Λυών καί στήν ἕνωσι τῆς Φλωρεντίας–Φερράρας ἐπί αὐτοκράτορος Ἰωάννου τοῦ Παλαιολόγου.
Ὁ Παχυμέρης ἐξιστορῶν τά ἐπί Βέκκου συμβάντα ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Τά γάρ καθ’ ἡμᾶς ὡς εἶχον μαθόντες καί ὅπερ ἦν ὑποτοπάσαντες, χλεύην τό γεγονός καί οὐκ ἀληθείᾳ ἄντικρυς (παρά μόνον γάρ βασιλέα καί πατριάρχην καί τινας τῶν περί αὐτούς πάντες ἐδυσμέναινον τῇ εἰρήνῃ καί μᾶλλον ὅτι καί ποιναῖς ἀλλοκότοις ἤθελε ἀσφαλίσασθαι ταύτην ὁ βασιλεύς) ἐκείνους μέν ἐν ἀτίμοις εἶχον καί τήν εἰς τόν πάππαν πρόσοδον ὀψέ καί μόλις παρεῖχον» (P.G. 143, 968A).
Αὐτά λέγει καί ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις ἐξιστορῶν τά ἐπί Βέκκου ἀπό ρωσσικό κείμενο: «Ἐν δέ Κωνσταντινουπόλει, καί αὐτοί προσέτι, οἱ διά τάς ἀπειλάς καί τάς ἐνθουσιώδεις τοῦ Μιχάηλ ὀργάς ἐκδειματωθέντες, καί τήν ἕνωσιν, εἰ καί ψυχρῶς, ἀσπασάμενοι, ἀηδίζεσθαι τέως ἐνήρξαντο· οὕτως ὥστε, ἐξαιρουμένων, τοῦ τε αὐτοκράτορος καί Βέκκου τοῦ πατριάρχου καί τινων περί τούτους οἰκειακῶν καί συνήθων, ἡ τοιάδε εἰρήνη ἐπαχθής τοῖς πᾶσι καθίστατο» (Ἰωσήφ Βρυεννίου, Τά Παραλειπόμενα, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 234).
Τά ἴδια ἀκριβῶς περιγράφονται καί μετά τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν σύνοδο τῆς Φλωρεντίας. Ὁ λαός ἀντέδρασε καί ἤθελε νά κακοποιήση τούς ὑπογράψαντας τήν ἕνωσι. Αὐτοί τότε, πρό τῆς πιέσεως τοῦ λαοῦ ἐδήλωναν μετάνοια καί ὡμολόγουν ὅτι καλύτερα ἦταν νά τούς κοπῆ τό χέρι πού ὑπέγραψε καί ἡ γλῶσσα πού ὡμολόγησε.
Αὐτά τά παρουσιάζει ἀπό ἱστορικές πηγές ὁ Ἀνδρόν.  Δημητρακόπουλος: «”Οἱ δέ ἀρχιερεῖς εὐθέως ἀπό τῶν τριήρεων ἀποβάντες, φησίν ὁ Δούκας καί οἱ τῆς Κωνσταντίνου κατά τό σύνηθες ἠσπάζοντο αὐτούς, ἐρωτῶντες, πῶς τά ἡμέτερα; πῶς τά τῆς Συνόδου; εἰ ἆρα ἐτύχομεν τήν νικῶσαν; οἱ δέ ἀπεκρίνοντο· πεπράκαμεν τήν πίστιν ἡμῶν, ἀντηλλάξαμεν τῇ ἀσεβείᾳ τήν εὐσέβειαν, προδόντες τήν καθαράν θυσίαν ἀζυμῖται γεγόναμεν. Εἰ γάρ τις πρός αὐτούς ἤρετο· καί διά τί ὑπεγράφετε; ἔλεγον, φοβούμενοι τούς Φράγκους· καί πάλι ἐρωτῶντες αὐτούς εἰ ἐβασάνισαν οἱ Φράγκοι τινά, εἰ μαστίγωσαν, εἰ εἰς φυλακήν ἔβαλον, οὐχί· ἀλλά πῶς; ἡ δεξιά αὕτη ὑπέγραψεν, ἔλεγον, κοπήτω· ἡ γλῶττα ὁμολόγησεν, ἐκριζούσθω”.
Ὁ δέ τῆς πολιτικῆς ἱστορίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως συγγραφεύς λέγει. “Ἐπανελθόντων δέ ἀπό Ἰταλίας κατέλαβεν ὁ βασιλεύς τήν ἑαυτοῦ φιλτάτην γυναῖκα Μαρίαν τήν Καντακουζηνήν οὐκ ἐν ζῶσιν, ἀλλά τελευτήσασαν πρό καιροῦ, καί οὕτως οὗτος μέν ἐν λύπῃ ἦν· οἱ δέ ἐν τῇ πόλει κληρικοί, ἱερομόναχοι, ἱερεῖς, ἡγούμενοι, πνευματικοί καί οἱ λοιποί οὐκ ἤθελον συλλειτουργῆσαι τοῖς ἐλθοῦσιν ἤ μνημονεῦσαι αὐτούς, ἀλλ’ ἐχωρίζοντο αὐτῶν ὡς ἀσεβῶν εἰπεῖν. Πολλοί δέ παρῃτήσαντο καί τήν ἱερωσύνην, καί γέγονεν ἡ ἕνωσις διαίρεσις”» (Ἡ ἱστορία τοῦ Σχίσματος, σελ. 183).
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, αὐτό τό ὁποῖον ἀναφέρετε διά τόν Ἰωσήφ τόν Βρυέννιο, «διεφώνει μέν, ἀλλ’ ἐκοινώνει μετά τῶν Οἰκουμενιστῶν τῆς ἐποχῆς του», ποῦ ἀναφέρεται; Ἄν μέν ἐκοινώνει, πρό τῆς ἑνώσεως τῆς Φλωρεντίας, μέ τούς ἑνωτικούς, οἱ ὁποῖοι δέν ἐκήρυττον καμμία αἵρεσι, ἀλλά ἤθελαν διά στρατιωτικούς καί πολιτικούς λόγους τήν ἕνωσι μέ τόν Πάπα, νομίζω ἐφέρθη μέ διάκρισι κοινωνῶν ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς ἁπλῶς ἑνωτικούς, διότι αὐτοί δέν διεκήρυττον καμιά αἵρεσιν δημοσίως, ἀλλά μόνον διέβλεπον τόν τουρκικό κίνδυνο ἔξω τῆς Κων/πόλεως.
Ἄν ὅμως, ὅπως κάποιοι ἰσχυρίζονται, ὅτι ὁ Βρυέννιος ἐκοινώνει ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς Λατινόφρονας ἑνωτικούς, αὐτούς δηλαδή, οἱ ὁποῖοι ἀπεδέχοντο τό Filioque  καί τά λοιπά, ἐδῶ πρέπει νά προσκομισθοῦν τὰ ἀποδεικτικά στοιχεῖα. Διότι, ἄν ἀκολουθήσωμε τόν τρόπον σκέψεώς των, θά ἀναγκασθοῦμε νὰ ἐκλάβουμε  τήν ἡμέρα ὡς νύκτα καί τήν νύκτα ὡς ἡμέρα. Ἐγώ, ἀπό τά στοιχεῖα τά ὁποῖα συνέλεξα, θά παρουσιάσω ὁρισμένα γιά νά βεβαιωθῆτε ὅτι δέν ἔχουν ἔτσι τά πράγματα ὅπως κάποιοι ἰσχυρίζονται.
Κατ’ ἀρχάς, ἀπό αὐτά τά ὁποῖα ἐδίδασκε καί διεκήρυττε ὁ Βρυέννιος, φαίνεται ὅτι δέν εἶχε καμμία ἐπικοινωνία ἐκκλησιαστική μέ αἱρετικούς κατά τό φρόνημα. Ἔλεγε χαρακτηριστικῶς: «Ὧν τό φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτων καί ἀπό τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν, τοῦ μεγάλου Βασιλείου φωνή» (Τά Εὑρεθέντα, Τόμ. Β΄ σελ. 25). Μέ αὐτά δέ πού κάποιοι προσάπτουν στόν Βρυέννιο εἶναι,  σά νά ἰσχυρίζονται ὅτι ἄλλα ἔλεγε καί ἄλλα ἔπραττε.
Ἔλεγε ἐπίσης ὁ Ἰωσήφ: «...μεγάλη δέ ἀρετή τοῦ δικαίου, ὅταν ἔχῃ τούς τοῦ Θεοῦ ἐχθρούς, ἐχθρούς· καί τούς αὐτοῦ φίλους, φίλους· ὥσπερ μεγάλη κακία ἁμαρτωλοῦ, ὅταν τούς τοῦ Θεοῦ φίλους ἔχῃ ἐχθρούς, καί τούς ἐχθρούς αὐτοῦ φίλους» (Τόμος Β΄ σελ. 22). Οἱ Λατινόφρονες λοιπόν τῆς ἐποχῆς τοῦ Βρυεννίου πατέρες, τί ἦταν, φίλοι ἤ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ; Ἀπό αὐτή τήν ἀπάντησι θά κατανοήσωμε καί τήν ἐκκλησιαστική του στάσι.
            Πέραν τούτων, πῶς ἦταν δυνατόν ὁ Βρυέννιος Ἰωσήφ νά διδάσκη τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς Κυπρίους, οἱ ὁποῖοι διά τῆς βίας εἶχαν δεχθῆ νά ἀναγνωρίσουν τόν Πάπα καί τούς Λατίνους Ἐπισκόπους τῆς Κύπρου καί νά ἔχουν κάποια ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί των (συμπροσευχές κλπ.), ὁ ἴδιος δέ, νά ἔχη πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες τῆς Κων/πόλεως καί μάλιστα, χωρίς βία ἤ καταπίεσι; Δηλαδή οἱ Λατινόφρονες τῆς Κων/πόλεως ἦσαν καλύτεροι, ἐξ ἀπόψεως ὀρθοδόξου πίστεως, ἀπό τούς δεινῶς καταπιεζομένους Κυπρίους; Αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἕτοιμοι νά ξεπουλήσουν τά πάντα ὡς πρός τήν πίστι καί, μάλιστα, ἐπίστευαν στό Filioque καί στά λοιπά παπικά δόγματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἦταν ὀρθοδοξότεροι ἀπό τούς Κυπρίους τῆς ἰδίας ἐποχῆς, ὥστε ὁ Ἰωσήφ νά ἔχη μετ’ αὐτῶν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία; Ὅποιος ὑποστηρίζει τέτοιες συγκεχυμένες θέσεις, τίς λέγει προκειμένου νά σύρη καί τούς Ἁγίους στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος.
            Πρίν τελειώσω τήν ἀναφορά εἰς τόν Βρυέννιο Ἰωσήφ,  σᾶς προτρέπω, πατέρες, νά μελετήσετε δύο ἀπό τίς πολλές ὁμιλίες του, οἱ ὁποῖες ἔχουν σχέσι μέ αὐτά πού ἰσχυρίζεσθε, ἐπειδή εἶναι διαλέξεις ὄχι μέ Λατίνους, ἀλλά μέ Λατινόφρονες.
            Ἡ πρώτη ἐπιγράφεται ὡς ἑξῆς: «Διάλεξις Γ’ Περί τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκπορεύσεως. Μετά τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει λατινοφρόνων· ὧν τά ὀνόματα οὐ γέγραπται ὡς ἔτι ζώντων, καί δυναμένων ἐφ’ οἷς φρονοῦσι μεταβαλέσθαι» (Τόμος Α΄ σελ. 379).
            Εἰς αὐτήν  λοιπόν τήν διάλεξιν ὁ Ἰωσήφ ὁμιλεῖ καί συμπεριφέρεται πρός τούς Λατινόφρονες τῆς Κων/πόλεως, ὅπως ἀκριβῶς καί πρός τούς Λατίνους. Δηλαδή τούς θεωρεῖ ὡς εὑρισκομένους σέ ἄλλο στρατόπεδο καί ὄχι εἰς αὐτό τῶν Ὀρθοδόξων. Παραθέτω ἐπιγραμματικά ὁρισμένες ἐκφράσεις του διά νά καταλάβετε τί ἐννοῶ: «ἡμεῖς δέ, Ρωμαῖοι, φημί, καί Λατῖνοι, τρία πρός τοῖς χιλίοις ἔτη ὑπήρχομεν ἡνωμένοι· εἴκοσι δέ πρός τοῖς τετρακοσίοις ἐσμέν ἐσχισμένοι» (σελ. 379)·  «Ἄρατε τοίνυν ταύτην ἐκ μέσου, καί δίχα πάσης ἀντιλογίας, καί πραγμάτων ἀμφιβολίας, καί χρονικῶν περιόδων, καί φροντίδων καί μόχθων ἑνωθησόμεθα· τίς χρεία λόγων μακρῶν καί ἀνωφελῶν;» (σελ. 380)· «Διά τοι τοῦτο, αὐτοί μέν ὀφείλετε τήν προσθήκην ταύτην ἐκ τοῦ μέσου ποιῆσαι, ὅ καί δίκαιόν ἐστι, καί δυνατόν, καί ρᾶστον, καί συμφέρον, καί ἔνδοξον· ἐπεί καί ὑμεῖς αὐτήν προσεθήκατε»· «Ὅ προσεθήκατε, εἶπον· ἐπεί οὔτε προσθήκην ἡμεῖς αἰτοῦμεν γενέσθαι, οὔτε πάλιν ὑφαίρεσιν, ἀλλ’ εἰς τό πατροπαράδοτον ἐκεῖνο, ἐν ᾧ χίλια ἔτη ἕν ἧμεν οἱ πάντες ἀποκατάστασιν» (σελ. 382) κλπ.
Ὁ Ἰωσήφ λοιπόν, εἰς τόν διάλογο αὐτό ἀναφέρεται ὄχι σέ Λατινόφρονες, ἀλλά σέ Λατίνους καί, βεβαίως, αὐτό σημαίνει ὅτι τούς ἀντιμετωπίζει ἐκκλησιαστικά, ὅπως τούς Λατίνους. Τό ἴδιο συμβαίνει  καί εἰς τήν διάλεξι μέ τόν Λατινόφρονα Μάξιμο, ἡ ὁποία ἔγινε εἰς τήν Κρήτη. Ἄν τώρα, ἐσεῖς πατέρες,  μᾶς παρουσιάσετε στοιχεῖα, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν τήν ἀλήθεια τῶν λόγων σας περί τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου, τότε θά πεισθοῦμε ὅτι σωστά τοποθετεῖτε τήν στάσι τοῦ Βρυεννίου ἔναντι τῶν Οἰκουμενιστῶν τῆς ἐποχῆς του.
Εἰς τό τέλος τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ ἀναφέρετε, πατέρες,  τά ἑξῆς: «Ὅλα αὐτά μαρτυροῦν ὅτι τόσο ὁ Ἰωσήφ, ὅσο καί οἱ προγενέστεροι Πατέρες, γιά τούς ὁποίους ἔγινε λόγος παραπάνω, εἶχαν τήν στοιχειώδη διάκριση νά καταλάβουν τήν διαφορά ἀνάμεσα στούς Λατίνους καί στούς Λατινόφρονες, ἔτσι ὥστε ἀπό μέν τούς πρώτους νά ἀποτειχίζονται, ὄχι ὅμως καί ἀπό τούς δευτέρους. Τήν ὁποία διάκριση, εὐχῆς ἔργον θά ἦταν, νά μπορέσουν νά ἀντιληφθουν τόσο ὁ π. Εὐθύμιος ὅσο καί ἐκεῖνοι, πού τόν ἀκολουθοῦν. Καί ἄν μή τί άλλο τουλάχιστον νά παύσουν νά κατηγοροῦν ὅσους σήμερα, μιμούμενοι τόν Ἰωσήφ τόν Βρυέννιο, ἀγωνίζονται ἐναντίον τῶν αὐθαιρεσιῶν καί ἄλλων ἀπαραδέκτων ἐνεργειῶν τῶν σημερινῶν Λατινοφρόνων-Οἰκουμενιστῶν, χωρίς νά κόβουν τό μνημόσυνό τους».
Νομίζω, πατέρες, ὅτι μέ αὐτά πού ἰσχυρίζεσθε πρέπει πρωτίστως νά ἀποδείξετε ὅτι ὄντως ταυτίζονται οἱ τότε Λατινόφρονες μέ τούς σημερινούς Οἰκουμενιστές. Νά ἀποδείξετε δηλαδή, ὅτι οἱ τότε Λατινόφρονες ἀσκοῦσαν τήν θρησκευτική ἐξουσία, ὅπως σήμερα οἱ Πατριάρχες καί οἱ Ἀρχιεπίσκοποι, νά ἀποδείξετε ὅτι ὡδήγησαν τότε οἱ Λατινόφρονες τήν Ἐκκλησία σέ κάποιο Π.Σ.Ε., ὅπως σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές, ὅτι τότε οἱ Λατινόφρονες σύναπταν συμφωνίες μέ τούς αἱρετικούς, τούς ἀναγνώριζαν τά μυστήρια, χωρίς αὐτοί νά μετανοήσουν καί ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία, ὅτι προέβησαν σέ ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων κλπ. γιά νά μήν ἀναφέρω ὅλον τόν σημερινό ἐκτροχιασμό τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἄν δέν τά ἀποδείξετε αὐτά, ἔστω δευτερολογώντας, τότε θά ἀποδειχθῆ περίτρανα ὅτι, ὅλα αὐτά πού ἰσχυρίζεσθε, εἶναι μία καλοστημένη ἀπάτη, γιά νά δικαιοληγηθῆ ἡ συνοδοιπορία μέ τήν αἵρεσι καί ὁ ἐφησυχασμός τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν.
Καί μόνο, βεβαίως, τό ὅτι ἰσχυρίζεσθε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι αἵρεσις, οἱ δέ Οἰκουμενιστές σήμερα ἀσκοῦν τήν θρησκευτική ἐξουσία, ἀναιρεῖ τούς ἰσχυρισμούς σας, διότι τότε οἱ Λατινόφρονες ἦσαν κυρίως οἱ πολιτικοί ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νά ἐπηρεάσουν τήν θρησκευτική ἐξουσία, πολλές φορές δέ ἐπέβαλαν μαρτύρια στούς Ὀρθοδόξους.
Σήμερα νομίζω, θά ταίριαζε μία ἄλλη παρομοίωσις, ἡ ὁποία ἀνταποκρίνεται πλήρως στήν πραγματικότητα, ὅτι δηλαδή οἱ σημερινοί Ἀντιοικουμενιστές ὁμοιάζουν μέ τούς τότε Λατινόφρονες, ἀλλά τούς μετά τήν ἕνωσι τῆς Λυών καί τῆς Φλωρεντίας–Φερράρας, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί ἑνώθηκαν μέ τούς Λατίνους, ὅπως σήμερα οἱ Ἀντιοικουμενιστές εἶναι ἑνωμένοι μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές καί ἔχουν μαζί των πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, χωρίς μάλιστα νά ὑπάρχουν οἱ τότε δυσκολίες πού ἀνάγκασαν τούς Λατινόφρονες νά ἑνωθοῦν μέ τούς Λατίνους.
Δυστυχῶς ὅμως, πατέρες, ἐσεῖς ἐνῶ εἶστε ἑνωμένοι μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, θέλετε παραδόξως νά τοποθετῆτε τούς ἑαυτούς σας μεταξύ τῶν τότε Ὀρθοδόξων καί νά παρουσιάζεσθε διάδοχοι καί ἀκόλουθοι τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου, τῶν Ἁγιορειτῶν Ὁσιομαρτύρων καί τοῦ ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Βλέπετε, στήν προκειμένη περίπτωσι, ἡ διακήρυξί σας, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι αἵρεσις καί παναίρεσις, δέν σᾶς βοηθᾶ, ἀλλά ἀπεναντίας σᾶς καθιστᾶ περισσότερο ὑπευθύνους καί ὑπόλογους γιά τήν παθητική αὐτή στάσι σας. Διότι ἡ αἵρεσις δέν πολεμεῖται  διά τῶν Ὁμολογιῶν πίστεως καί τοῦ χαρτοπολέμου, ἀλλά μέ τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Ἁγίων.
Ἔτσι λοιπόν, τά ἐν κατακλεῖδι γραφόμενά σας, «Καί ἄν μή τί άλλο τουλάχιστον νά παύσουν νά κατηγοροῦν ὅσους σήμερα, μιμούμενοι τόν Ἰωσήφ τόν Βρυέννιο, ἀγωνίζονται ἐναντίον τῶν αὐθαιρεσιῶν καί ἄλλων ἀπαραδέκτων ἐνεργειῶν τῶν σημερινῶν Λατινοφρόνων-Οἰκουμενιστῶν, χωρίς νά κόβουν τό μνημόσυνό τους», εἶναι κατά τή γνώμη μου τελείως ψευδῆ καί μόνον σέ κάποιο ὄνειρο ἤ σέ κάποια ἀρρωστημένη φαντασία θά μποροῦσαν νά χωρέσουν. Ἀναμένομε ὅμως τήν δικαιολόγησι τῆς παρομοιώσεως αὐτῆς πού ἐκάνατε, γιά νά κρίνωμε καί ἐμεῖς καί οἱ ἀναγνῶστες τῶν γραφομένων μας, τό ποῦ εὑρίσκεται ἡ ἀλήθεια.
(Συνεχίζεται)



ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΙΟΣ

Δέν θά σέ ἀρνηθῶμεν ὦ φίλη Ὀρθοδοξία!

Δέν θά σέ ἀπαρνηθῶμεν ὦ πατροπαράδοτον σέβας!

Δέν ἀποχωριζόμεθα ἀπό σέ, ὦ μῆτερ εὐσέβεια!

Ἐντός σοῦ ἐγεννήθημεν καί διά ἐσέ ζῶμεν καί μετά σοῦ θα κοιμηθῶμεν.

Εἴθε νά τό καλέσῃ ὁ καιρός! καί μυριάκις ὑπέρ σοῦ θά ἀποθάνωμεν· διότι ἐκεῖνος ὁποῦ συμφιλιάζει μέ τούς ἐχθρούς τοῦ βασιλέως δέν δύναται νά εἶναι φίλος τοῦ βασιλέως!

Ὁ ἀπαρνούμενος διά νεύματος μόνον τόν Θεόν ὑπόκειται εἰς ἀπώλειαν καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέ τόν λόγον, μέ τόν τρόπον καί διά γραμμάτων κινδυ­νεύει περί τήν πίστιν, πῶς θά εἶναι Ὀρθόδοξος; ».

Η Αντιμετώπιση του Οικουμενισμού

Η Αντιμετώπιση του Οικουμενισμού

Χρυσόστομος Σμύρνης

Χρυσόστομος Σμύρνης

Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης

Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης